Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Δικαστηρίου σύνθεση, Παραβίαση κανόνων οικοδομικής.
Περίληψη:
Παραβίαση κανόνων οικοδομικής με πρόθεση (ΠΚ 281 § 1). Μεταξύ των υποκειμένων του εγκλήματος αυτού είναι και ο επιβλέπων μηχανικός ή αρχιτέκνων, καθώς και εκείνος που διευθύνει την εκτέλεση του έργου και δίδει οδηγίες και διαταγές υποχρεωτικές γι' αυτούς που τις εκτελούν. Δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από το ότι στα πρακτικά συνεδριάσεως δεν αναφέρεται ότι ο Πρόεδρος Εφετών ή οι αρχαιότεροι του προεδρεύοντος εφέτες, κωλύοντο στη συγκεκριμένη δίκη, όταν η σύνθεση του δικαστηρίου ορίζεται με κλήρωση, όπως στο Ποινικό τμήμα του Εφετείου Αθηνών. Η εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων και των εγγράφων, ανήκει στο δικαστήριο της ουσίας.
Αριθμός 1482/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Μπαλαφούτη, για αναίρεση της 8854/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 13/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρ. 286 παρ. 1 του ΠΚ όποιοι κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή μιας κατεδάφισης, με πρόθεση ή οπό αμέλεια ενεργεί παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και έτσι προξενεί κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι πρόκειται [για] έγκλημα συγκεκριμένα διακινδυνεύσεως και ανήκει στα εγκλήματα για την αντικειμενική υπόστασή των οποίων ως τετελεσμένων, απαιτείται κατά νόμο ως στοιχείο η επέλευση ορισμένου αποτελέσματος, ήτοι στην πρόκληση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου. Στην έννοια της ενέργειας περιλαμβάνεται και η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, διότι εκείνος που παραλείπει να ενεργήσει κάτι σύμφωνα με τους κανόνες, ενεργεί παρά τους κανόνες τους κοινώς αναγνωρισμένους, ήτοι τους τεχνικούς κανόνες που εφαρμόζονται και ακολουθούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση από εκείνους που ασχολούνται με έργα οικοδομικά ή κατεδάφισης και τους οποίους τηρούν με την πεποίθηση ότι είναι σωστοί. Μεταξύ των υποκειμένων του εγκλήματος του άρ. 286 ΠΚ, είναι και ο διευθύνων το οικοδομικό έργο, όπως ο επιβλέπων μηχανικός ή αρχιτέκτων, ο συντάξας τους στατικούς υπολογισμούς, καθώς και εκείνος που διευθύνει την εκτέλεση του έργου και δίδει οδηγίες και διαταγές υποχρεωτικές για εκείνους που εκτελούν αυτές. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ,Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 8854/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρέσειων κηρύχθηκε ένοχος, παραβίασης κανόνων οικοδομικής από πρόθεση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) χρόνια. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής : "Ο κατηγορούμενος στα ..., στις 19-5-2003, κατά την εκτέλεση κατεδάφισης, με πρόθεση, ενήργησε παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και έτσι προξένησε κίνδυνο για την ζωή και την υγεία ανθρώπων και δη ως επιβλέπων μηχανικός κατά την εκτέλεση εργασιών κατεδάφισης του επί της οδού ...κτιρίου, δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα αντιστήριξης και ασφαλείας για τις όμορες ιδιοκτησίες με αποτέλεσμα να προκληθούν ρωγμές καθ' όλο το μήκος της μεσοτοιχίας της επί της οδού ... μονοκατοικίας ιδιοκτησίας της εγκαλούσας Ψ και να προκληθεί κίνδυνος για την ζωή και την υγεία της αφού υπήρξε σοβαρός κίνδυνος κατάρρευσης αυτής . Συγκεκριμένα , ο κατηγορούμενος αν και στην από 4-3-03 τεχνική έκθεση του σχετικά με την κατεδάφιση του άνω ακινήτου επί της οδού ... αναφέρει ότι <θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα αντιστήριξης για τις όμορες ιδιοκτησίες ...> κατά την 19-5-03 όταν άρχισαν οι εργασίες κατεδάφισης του ακινήτου αυτού ομόρου της ιδιοκτησίας της εγκαλούσας δεν είχαν ληφθεί τα προαναφερθέντα μέτρα αντιστήριξης και έτσι προκλήθηκαν ρωγμές σ'αυτή και δημιουργήθηκε κίνδυνος για τη ζωή και την υγεία προσώπων καθώς και κίνδυνος κατάρρευσης της οικίας αυτής. Το γεγονός ότι τα μέτρα αντιστήριξης ήταν αναγκαία για την ασφάλεια της όμορης οικοδομής αποδεικνύεται ιδίως τόσον από την παραπάνω έκθεση του κατηγορουμένου όσο και από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Β5 σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στη συνέχεια έγιναν μέτρα αντιστήριξης και δεν αναιρούνται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. " Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξεως της παραβίασης κανόνων οικοδομικής από πρόθεση (ΠΚ 286 παρ.1), και ειδικότερα, του ότι: "Στα ..., στις 19-5-2003, κατά την εκτέλεση κατεδάφισης, με πρόθεση, ενήργησε παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και έτσι προξένησε κίνδυνο για την ζωή και την υγεία ανθρώπων. Ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, ως επιβλέπων μηχανικός κατά την εκτέλεση εργασιών κατεδάφισης του επί της οδού ... κτιρίου, δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα αντιστήριξης και ασφαλείας για τις όμορες ιδιοκτησίες με αποτέλεσμα να προκληθούν ρωγμές καθ' όλο το μήκος της μεσοτοιχίας της επί της οδού ... μονοκατοικίας ιδιοκτησίας της εγκαλούσας Ψ και να προκληθεί κίνδυνος για την ζωή και την υγεία της αφού υπήρξε σοβαρός κίνδυνος κατάρρευσης αυτής." Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1 και 286 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 8854/2009 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένoυ), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας : 1)Β4, 2)Β1, 3)Β5, 4)Β2 και 5)Β3, του μάρτυρα υπεράσπισης, Β6 και την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας,Ψ. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1) το δικάσαν Δικαστήριο συνετέθη από τρείς εφέτες, χωρίς μάλιστα να αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου ότι σύμφωνα με τον οργανισμό των δικαστηρίων ο πρόεδρος εφετών η οι αρχαιότεροι του προεδρεύοντος εφέτου κωλύοντο στη συγκεκριμένη περίπτωση και έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (ΚΠΔ 171 περ.1 και θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 510 παρ.1 περ.Α'ΚΠΔ). Όμως, στο Εφετείο Αθηνών η σύνθεση των ποινικών δικαστηρίων γίνεται με κλήρωση και δεν ισχύει ο άνω περιορισμός (άρθρο 17 παρ.7 περ.Β'αριθ.1 του Ν.1756/1988-όπως ισχύει), κατά δε την παρ.10 του άνω άρθρου "η μη τήρηση των διατάξεων των παρ.2 έως 8, συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης", τέτοια όμως ακυρότητα πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης, δεν επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων, ούτε προκύπτει κάτι τέτοιο από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης. 2)Υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης από το αρθρ.93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινής διατάξεως του άρθρου 286 του ΠΚ διότι για να καταλήξει στην κρίση αυτή η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στηρίζεται μόνον στην κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Β5, παραβλέποντας τις καταθέσεις της ίδιας της μηνύτριας Ψ, του συζύγου της Β4, του Β1, αλλά κυρίως των υπαλλήλων της Πολεοδομίας Β2 και Β3, ταυτόχρονα δε παρερμηνεύοντας το περιεχόμενο κρισίμων αποδεικτικών εγγράφων, όπως την από ... έκθεση επικινδύνου οικοδομής του Τμήματος Αυθαιρέτων - Επικινδύνων της Πολεοδομίας Αθηνών, που συνέταξε ο Β2 και την από 29-4-2004 έκθεση επικινδύνου οικοδομής του Τμήματος Αυθαιρέτων-Επικινδύνων της Πολεοδομίας Αθηνών που συνέταξε η Β3.
Επομένως, και από το περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων αυτών, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, σαφώς προκύπτει ότι δεν προκλήθηκε ο παραμικρός κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου, όπως απαιτεί η ουσιαστική ποινική διάταξη (άρθρο 286 του Π.Κ.) για την θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης της πράξης της παραβίασης των κανόνων της οικοδομικής, η οποία είναι σαφές ότι παραβιάστηκε στη προκείμενη περίπτωση (2ος λόγος αναιρέσεως). Αβάσιμα όμως, διότι αφενός η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκφεύγει από την κρίση του παρόντος αναιρετικού Δικαστηρίου, αφετέρου υπάρχει ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον προκείμενο κανόνα δικαίου, αφού το άνω έγκλημα, κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα, είναι συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως και, κατά τις παραδοχές του δικάσαντος Δικαστηρίου, επήλθε υλική ζημία (πρόκληση ρωγμών) στην όμορη ιδιοκτησία της άνω παθούσας. Και 3) ότι από τις αντιφάσεις, ελλείψεις και ασάφειες, που αναφέρονται και στον παραπάνω λόγο, είναι σαφές ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η οποία επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠολΔ κάργια το λόγο αυτό, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. Ι, στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Αβάσιμα όμως διότι, κατά τα προλεχθέντα, η εν λόγω απόφαση έχει την κατά νόμο απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να υπάρχουν σε αυτή αντιφάσεις, ελλείψεις και ασάφειες.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' , Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10 Δεκεμβρίου 2009 (υπ'αριθμ.πρωτ.9676/14-12-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 8854/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ