Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1623 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποχής δήλωση.




Περίληψη:
Δήλωση αποχής εισαγγελικού λειτουργού για λόγους συνέπειας. Τέτοιο λόγο δεν δημιουργεί η διενέργεια προανακριτικής εξέτασης κατά των δικαστών που αθώωσαν τον κατηγορούμενο, όταν αυτός ο Εισαγγελέας συμμετέχει στην εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της αθωωτικής απόφασης, αφού κάθε διαδικασία (αναιρετική και προκαταρκτική εξέταση) αφορά διαφορετικά πρόσωπα και ο δηλών την αποχή Εισαγγελέας δεν συνδέεται με κάποιο απ' αυτά (κατηγορούμενο και δικαστές που τον αθώωσαν) με οιονδήποτε σχέση και η συμμετοχή του σε αμφότερες τις διαδικασίες δεν θίγει το συμφέρον και κύρος της δικαιοσύνης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1623/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) Γεωργίου Παντελή (κωλυομένου του Αντεισαγγελέα Σ) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την 4090/ 7 Οκτωβρίου 2010 Δήλωση αποχής του Αντεισαγγελέα Σ από την άσκηση των καθηκόντων του, κατά την εκδίκαση της με αριθμ. 33/2010 αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμ. 1082/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η οποία (δήλωση αποχής) καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1288/10.
Ο Εισαγγελέας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική ποινική δικογραφία και την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή με αριθμό 337/8-10-10, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Συμβούλιό Σας, την από 7/10/2010 δήλωση αποχής του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σ και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Ο ανωτέρω υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την από 7/10/2010 δήλωση η οποία έχει ως ακολούθως: "Την 12η Οκτωβρίου 2010 έχει προσδιορισθεί ενώπιον του ΣΤ' Τμήματος του Αρείου Πάγου η συζήτηση της με αριθμό 33/2010 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της με αριθμό 1082/2010 αποφάσεως του Γ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, μόνο κατά του κεφαλαίου αυτής με το οποίο αθωώθηκε ο κατηγορούμενος Ζ για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Ήδη βάσει εγκλήσεως του Φ, συγκατηγορούμενου του καθ' ου η παραπάνω αίτηση αναίρεσης, διενεργώ κατ' άρθρο 29 § 4 ΚΠΔ, προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διακριβωθεί εάν εκ μέρους, μέλους ή μελών της συνθέσεως του Γ' Τριμελούς Εφετείου Αθήνας, τελέσθηκε το αδίκημα της δωροληψίας ή της κατάχρησης εξουσίας ή της παραβάσεως καθήκοντος ως προς το απαλλακτικό σκέλος της απόφασης για τον Ζ. Κατόπιν αυτού, προκειμένου να μην πλανάται οιαδήποτε σκιά μεροληψίας εκ μέρους μου έναντι οιουδήποτε εμπλεκομένου στην καταγγελία, λόγοι ευπρέπειας (άρθρο 15 ΚΠΔ) επιβάλλουν όπως απέχω από το χειρισμό της ανωτέρω αιτήσεως αναιρέσεως και αντικατασταθώ σε αυτή από άλλο εισαγγελικό λειτουργό".
ΙΙ. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 23 § 3 ΚΠΔ, τα δικαστικά πρόσωπα οφείλουν να δηλώσουν τυχόν σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους ακόμη και αν δεν υπάρχουν οι λόγοι που υπάγονται στα άρθρα 14 και 15 ΚΠΔ, δηλαδή και όταν συντρέχουν λόγοι ευπρέπειας που θέτουν σε αμφιβολία την ελεύθερη κρίση τους ή το απροκατάληπτο αυτής (βλ. Μπουρόπουλο Ερμηνεία ΚΠΔ τόμος Α' σελ. 40, ΑΠ 1998/09, ΑΠ 1614/09). Στην προκειμένη περίπτωση ενόψει των παραπάνω στη δήλωση αποχής διαλαμβανομένων, έχουμε τη γνώμη ότι συντρέχουν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας, οι οποίοι επιβάλλουν την αποχή του δηλούντος από την άσκηση των καθηκόντων του.

Για τους λόγους αυτούς

Προτείνω να γίνει δεκτή η από 7/10/2010 δήλωση αποχής του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σ και να απόσχει αυτός της εκτελέσεως των καθηκόντων του κατά την εκδίκαση της με αριθμό 33/2010 αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά της με αριθμό 1082/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας.
Αθήνα 8/10/2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Π. Παντελής Με την από 7-10-2010 δήλωση, η οποία απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σ, δηλώνει ότι σοβαροί λόγοι ευπρέπειας του επιβάλλουν να απόσχει από την άσκηση των καθηκόντων του, κατά την εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμ. 1082/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, μόνο κατά το κεφάλαιο αυτής με το οποίο κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος Ζ, δικηγόρος Πειραιώς, για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Η δήλωση παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που συνεδριάζει ως συμβούλιο, κατά το άρθρο 23 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ. και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσία. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ., εκτός των στο άρθρο 14 του ιδίου Κώδικα αναγραφόμενων λόγων αποκλεισμού, με τη συνδρομή κάποιου των οποίων, τα δικαστικά πρόσωπα, που αναφέρονται σ' αυτό, δεν δύνανται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους ως και του στο επόμενο 15 εδ. 1 λόγου εξαιρέσεως, που επιβάλλει επίσης την αποχή αυτών από την ενάσκηση των καθηκόντων τους σε ορισμένη υπόθεση, περίπτωση τέτοιας αποχής εξαφανίζεται, επίσης και όταν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας επιβάλλουν αυτή. Ο όρος "ευπρέπεια" περιέχει κρίση αντικειμενική, ενώ η "ευθιξία" είναι ιδιότητα του ατόμου. Η εξαντλητική απαρίθμηση των σοβαρών λόγων ευπρεπείας είναι αδύνατη γιατί, εάν και πότε υπάρχουν τέτοιοι λόγοι, είναι ζήτημα πραγματικό, για το οποίο θα κρίνει κάθε φορά το αρμόδιο Δικαστήριο ή Συμβούλιο, που επιλαμβάνεται του θέματος, κατά τις κρατούσες δεοντολογικές αντιλήψεις. Γενικά τέτοιοι λόγοι ευπρεπείας συντρέχουν, όταν η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού στην εκδίκαση συγκεκριμένης υποθέσεως μπορεί να δώσει αφορμή σε δυσμενές για αυτόν σχόλιο για την αντικειμενική και ανεπηρέαστη, από ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε, διερεύνησή της, σε τρόπο ώστε να τίθεται σε αμφιβολία η ελεύθερη και μη προκατειλημμένη κρίση του. Η άποψη αυτή συμπορεύεται και με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με την οποία καθιερώνεται "το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη", όχι με την έννοια της ορθότητας της απόφασης, αλλά της έγκαιρης, ουσιαστικής και αδιάβλητης υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις, διεξαγωγής της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του διαδίκου. Μία από τις εγγυήσεις αυτές είναι η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τον εθνικό νόμο και αποφαίνεται επί της βασιμότητας της ποινικής κατηγορίας αν πρόκειται για ποινική υπόθεση (Βλ. "Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη", επιμέλεια Στ. Ματθία, Έκδοση ΔΣΑ 2006, σελ. 65, 66 όπου και η παράθεση σχετ. νομολογίας ΕΛΔΑ σε σελ. 75 -77). Κατά την νομολογία αυτή η αντικειμενική αμεροληψία επιβάλλει να μην επιλαμβάνεται ο ίδιος δικαστής της εκδίκασης μιας υπόθεσης σε περισσότερα διαδικαστικά στάδια (βλ. άρθρο 14 ΚΠΔ). Τούτο δεν συμβαίνει όταν το ίδιο πρόσωπο (Εισαγγελέας ή Δικαστής) συμμετέχει στην αναιρετική ποινική διαδικασία όπου αναιρεσίβλητος είναι ο αθωωθείς κατηγορούμενος από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και συγχρόνως ενεργεί προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διακριβωθεί εάν εκ μέρους μέλους ή μελών της συνθέσεως του Δικαστηρίου που τον αθώωσε τέλεσαν κάποιο ποινικό αδίκημα(δωροληψία, κατάχρηση εξουσίας ή παράβαση καθήκοντος), κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αφού καθεμία διαδικασία αφορά διαφορετικά πρόσωπα και δεν συντρέχουν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας ο Δικαστής ή ο Εισαγγελέας που συμμετέχει σε αμφότερες τις διαδικασίες ότι δεν θα εκτελέσει απροκατάληπτα το υπηρεσιακό καθήκον του, αποδίδοντας το δίκαιο έναντι πάντων (τρίτων προσώπων και συναδέλφων του), χωρίς να βλάπτεται από την ως άνω διπλή υπηρεσιακή ενάσκησή του (δικαστή ή Εισαγγελέα) το συμφέρον της δικαιοσύνης και να μη διασφαλίζεται το κύρος της.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα που υπάρχουν στη σχετική δικογραφία, στις 12-10-2010 έχει προσδιορισθεί να συζητηθεί ενώπιον του ΣΤ'(Ποινικού) Τμήματος του Αρείου Πάγου η υπ' αρ. 33/2010 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμ. 1082/2010 αποφάσεως του Γ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, μόνο κατά του κεφαλαίου αυτής με το οποίο κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος Ζ, δικηγόρος Πειραιώς, για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Ήδη με βάση την έγκληση του Φ, συγκατηγορουμένου του ανωτέρω δικηγόρου στην ίδια υπόθεση, ο Εισαγγελέας της έδρας στο παραπάνω Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Σ, διενεργεί κατ' άρθρο 29 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ. προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να διακριβωθεί εάν κάποιο μέλος ή κάποια μέλη της συνθέσεως του Γ' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εξέδωσε την απαλλακτική για τον Ζ απόφαση, διέπραξε κάποιο ποινικό αδίκημα, χωρίς ακόμη η εξέταση αυτή να έχει περατωθεί. Ο ανωτέρω Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 7-10-2010 δήλωσή του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στην οποία δεν αναφέρει ότι συνδέεται με καθ' οιονδήποτε τρόπο με κάποιο από τους εμπλεκομένους στις προαναφερόμενες δύο διαδικασίες, ζήτησε να απέχει από τα καθήκοντά του κατά την εκδίκαση της προμνημονευόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για λόγους ευπρέπειας (άρθρο 15 Κ.Ποιν.Δ.) και ειδικότερα, όπως κατά λέξη αναφέρει "προκειμένου να μην πλανάται οιαδήποτε σκιά μεροληψίας εκ μέρους μου έναντι οιουδήποτε εμπλεκομένου στην καταγγελία". Σύμφωνα, όμως με τα προεκτιθέμενα η διπλή ενασχόληση του προαναφερόμενου Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά διαφόρων προσώπων που ενεπλάκησαν στην ίδια ποινική υπόθεση με διαφορετική ιδιότητα και με τα οποία αυτός δεν έχει οιανδήποτε σχέση, είναι επιτρεπτή και δεν δημιουργεί λόγο ευπρέπειας ώστε να απέχει από τα Εισαγγελικά του καθήκοντα κατά την εκδίκαση της υπ' αρ. 33/2010 αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αρ. 1082/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη δήλωση αποχής του προαναφερόμενου Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ως κατ' ουσία αβάσιμη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 7 Οκτωβρίου 2010 δήλωση αποχής του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σ για την εκτέλεση των καθηκόντων του κατά την εκδίκαση της υπ' αριθμ. 33/2010 αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμ. 1082/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2010.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή