Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 671 / 2013    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη, Νομίμου βάσεως έλλειψη.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση νομίμων εκπροσώπων ομόρρυθμης εταιρίας για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση από κοινού. Στοιχεία εγκλήματος. Τις επιταγές φέρεται ότι υπέγραψε τρίτος ως άμεσος αντιπρόσωπος των αναιρεσειόντων. Η πληρεξουσιότητα δεν καλύπτει την παράνομη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, γιατί αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή. Ως αυτουργός ενέχεται αυτός που υπέγραψε, ενώ οι εντολείς ενδεχομένως να ενέχονται ως ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 79 ν. 5960/1933 και των συνδεομένων με αυτή, διατάξεων των άρθρων 6, 10 και 11 του ίδιου νόμου. Η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως λόγω αντιφάσεων. Αναίρεση και παραπομπή.




Αριθμός 671/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Α. Φ. του Δ. και 2) Α. Ν. του Χ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Βρόντο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 666/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Ιανουαρίου 2013 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 150/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι, 1) η υπ' αριθ. 1/21.1.2013 της Α. Φ. του Δ. και 2) η υπ' αριθ. 2/24.1.2013 του Α. Ν. του Χ., για αναίρεση της υπ' αριθ. 666/2012 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Κατά το άρθρο 79 παρ.1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής που είναι ακάλυπτη. Ειδικότερα αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του ν. του 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία, ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής "εν γνώσει" του δράστη, άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας για την κατάφαση του εγκλήματος υπαιτιότητας του εκδότη τον ενδεχόμενο δόλο. Έτσι, για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Περαιτέρω, ναι μεν η ανάληψη υποχρεώσεως από επιταγή μπορεί να γίνει και με εκπρόσωπο (άρθρο 11 του Ν. 5960/1933), ο οποίος μπορεί να υπογράψει είτε με το δικό του όνομα, για λογαριασμό όμως του αντιπροσωπευόμενου (εκδότη), οπότε πρόκειται για έμμεση αντιπροσώπευση (άρθρο 6 εδ. β του Ν. 5960/1933), επί της οποίας υποκείμενο της δημιουργούμενης σχέσεως είναι αυτός ο ίδιος ο αντιπρόσωπος, είτε να υπογράψει και με το όνομα του αντιπροσωπευόμενου μόνο ή με το δικό του όνομα και τη δήλωση ότι ενεργεί στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (εκδότη), οπότε πρόκειται για άμεση αντιπροσώπευση (άρθρο 10 και 11 του Ν. 5960/1933), επί της οποίας υποκείμενο της ιδρυόμενης σχέσεως δεν είναι ο δικαιοπρακτών αντιπρόσωπος, αλλά ο αντιπροσωπευόμενος. Όμως, η ύπαρξη πληρεξουσιότητας προς ενέργεια από τον πληρεξούσιο εμπορικών πράξεων στο όνομα των νομίμων εκπροσώπων εταιρίας, που παρεχώρησαν την πληρεξουσιότητα αυτή, στις οποίες πράξεις περιλαμβάνεται και η έκδοση επιταγής, δεν καλύπτει την παράνομη πράξη της εκδόσεως επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, γιατί αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή. Στην περίπτωση δε που ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος εξέδωσε ακάλυπτη επιταγή, ενέχεται ο ίδιος ως αυτουργός της παράνομης αυτής πράξεως, ο δε εντολέας του ενέχεται ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46 ή 47 του ΠΚ.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Τέλος, η εσφαλμένη ερμηνεία μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (Ολ.ΑΠ 3/1998).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση από κοινού, πράξη που τέλεσαν με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, ανασταλείσα, τον καθένα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Οι κατηγορούμενοι, Α. Φ. - Κ. και Α. Ν., ήταν ομόρρυθμα μέλη και διαχειριστές της εταιρίας με την επωνυμία ΚΑΜΠΟΣ ΟΕ - Φ. Α. Ν. Α. Ο.Ε.", που είχε έδρα στην Καρδίτσα και αντικείμενο την εμπορία αγροτικών μηχανημάτων. Εν τοις πράγμασι εταίρος και de facto διαχειριστής των εταιρικών υποθέσεων υπήρξε, ωστόσο, ο σύζυγος της πρώτης και πρώτος εξάδελφος του δεύτερου των κατηγορουμένων, Τ. Τ.. Ο τελευταίος είχε τη ρητή και πάγια εντολή και εξουσιοδότηση αμφότερων των ομορρύθμων εταίρων να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της εταιρίας και να συναλλάσσεται με τρίτους για λογαριασμό της, καθώς και να προβαίνει σε έκδοση επιταγών στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας. Στα πλαίσια των εν λόγω δραστηριοτήτων του, ο Τ. Τ. ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος των παραπάνω ομορρύθμων μελών της εταιρίας (ΑΚ 211§1) μέσα στα όρια της δοθείσας στον ίδιο εξουσίας αντιπροσώπευσης, αφού υπέγραφε στο όνομα και για λογαριασμό ενός εκάστου εξ αυτών, ήτοι υπέγραφε ως "Φ." ή ως "Ν." ανάλογα με την περίσταση, θέτοντας την υπογραφή του κάτω από την εταιρική σφραγίδα. Άλλωστε, η πρώτη κατηγορούμενη, στην απολογία της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφέρθηκε ξεκάθαρα στο γεγονός ότι ο ανωτέρω σύζυγός της έθετε την υπογραφή της εν γνώσει της κάτωθι της σφραγίδας της εταιρίας, καθώς και ότι με αυτόν τον τρόπο δέσμευε την εταιρία και τα ομόρρυθμα μέλη της, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος στην απολογία του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ανέφερε ρητά ότι πολλά από τα μπλοκ επιταγών της εταιρίας τα είχε στην κατοχή του ο Τ. Τ., αφού ήταν γνωστός (ως τέως πολιτευτής) στην κοινωνία της Καρδίτσας και υπήρξε, μάλιστα, και εγγυητής στις συμβάσεις δανείου που κατάρτιζε η εταιρία αυτή με τις τράπεζες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών από κοινού κατ' εξακολούθηση και, συγκεκριμένα, ότι αυτοί στην Καρδίτσα στις 28-11- 2006, στις 30-3-2007, στις 30-3-2007, στις 15-1-2007, στις 30-1-2007, στις 25-8-2006, στις 30-6-2007, στις 30-6-2007, στις 10-7-2007, στις 15-5-2007, στις 15-6-2007, στις 30-4-2007, στις 25-3-2007, στις 30-6-2007, στις 20-5-2007 και στις 30-5-2007, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού, εν γνώσει τους εξέδωσαν επιταγές, οι οποίες δεν πληρώθηκαν στους πληρωτές, στους οποίους η εν λόγω ο.ε. δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής των επιταγών. Ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι, ως νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "ΚΑΜΠΟΣ Ο.Ε. - Φ. Α. Ν. Α. Ο.Ε .", εν γνώσει τους ότι κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες, α) στη Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας, β) στην Aspis Bank (υποκατάστημα Καρδίτσας), γ) στην ΑΤΕ (υποκατάστημα Καρδίτσας), δ) στην Alpha Bank (υποκατάστημα Καρδίτσας), δεν είχαν διαθέσιμα κεφάλαια προς πληρωμή εκδοθησόμενων επιταγών, εξέδωσαν στο όνομα της ως άνω εκπροσωπούμενης εταιρίας, θέτοντας είτε η πρώτη είτε ο δεύτερος αυτών την ιδιόχειρη υπογραφή του στη θέση του εκδότη και, σε κάθε περίπτωση, θέτοντας ο Τ. Τ., ως άμεσος αντιπρόσωπος, την υπογραφή του στο όνομα της πρώτης ή του δεύτερου κατηγορούμενου στη θέση του εκδότη ως άμεσος αντιπρόσωπος αυτών, τις εξής επιταγές: 1) ... και 16) ... Οι επιταγές αυτές, αν και εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 29-11-2006, ... και στις 4-6-2007 αντίστοιχα, δεν εξοφλήθηκαν, διότι δεν υπήρχε στις παραπάνω Τράπεζες η αντίστοιχη για την εξόφλησή τους κάλυψη κατά την ημερομηνία της έκδοσης και της πληρωμής των εν λόγω επιταγών. Εξάλλου, ουδεμία έννομη επιρροή στην ποινική ευθύνη των κατηγορουμένων ασκεί το γεγονός ότι στο άρθρο 4 του καταστατικού της εκδότριας ομόρρυθμης εταιρίας ορίζεται ότι ... Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου ότι, στις επιταγές με αριθμούς ... (με αρ. πιν. 9), ... και ... (με αρ. πιν. 10), ... και ... (με αρ. πιν. 11), ... (με αρ. πιν. 12), ... (με αρ. πιν. 16), ... και ... (με αρ. πιν. 17), ... (με αρ. πιν. 19), ... (20), αριθμούς ... (αρ. πιν. 21) και ... και ... (αρ. πιν. 22) υπάρχει η υπογραφή μόνον της πρώτης κατηγορουμένης, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο, δεδομένου ότι, αφ' ενός η απολογία του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς το σημείο αυτό ήταν εντελώς αντιφατική, αφ' ετέρου ενώπιον τούτου του Δικαστηρίου αρκέσθηκε να καταθέσει ότι "όσο έλειπε" από την επιχείρηση για δουλειές ή βρισκόταν στο εξωτερικό, "δεν νομίζει να υπέγραφαν επιταγές (ενν. η πρώτη κατηγορούμενη ή ο Τ.)", ούτε ενισχύεται από κάποιο άλλο στοιχείο, λαμβανομένου υπ' όψη και του ότι, ακόμη κι αν η υπογραφή στις ως άνω επιταγές τέθηκε από την πρώτη κατηγορούμενη ή από τον Τ. Τ. ως άμεσο αντιπρόσωπο των εταίρων, τούτο έγινε κατ' εντολή του δεύτερου κατηγορούμενου στα πλαίσια της συνεργασίας τους και με τη ρητή συναίνεση του τελευταίου (...). Ακόμη, ο τελευταίος ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου περί πλαστογράφησης της υπογραφής του στις υπ' αριθ. ... και ... (αρ. πιν. 18) επιταγές από τον Τ. Τ. είναι ουσιαστικά αβάσιμος, καθ' όσον αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος υπέγραφε στο όνομα και για λογαριασμό του δεύτερου κατηγορούμενου (δηλαδή ως "Ν."), έχοντας την προς τούτο εντολή και συναίνεσή του, αφού ενεργούσε, όπως προαναφέρθηκε, ως άμεσος αντιπρόσωπος του κάθε ομόρρυθμου εταίρου. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο Τ. Τ. είχε "δηλώσει" εγγράφως ότι είχε πλαστογραφήσει τις επίμαχες επιταγές. Τέλος, ο ισχυρισμός της πρώτης κατηγορουμένης ότι η συμμετοχή της στην εκδότρια ομόρρυθμη εταιρία ήταν εικονική, ως μέρος απατηλού σχεδίου του συζύγου της εν αγνοία της, είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, αφού η ίδια στην απολογία της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε, υποστήριξε ότι ο τελευταίος εν γνώσει της ασχολείτο εν τοις πράγμασι με το οικονομικό τμήμα της εταιρίας. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν όλοι οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων και να κηρυχθούν ένοχοι ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση από κοινού, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, την οποία, καθώς και τις, συνδεόμενες με αυτήν, διατάξεις των άρθρων 6, 10 και 11 του ίδιου νόμου, δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά, αλλά τις παραβίασε ευθέως, αλλά και εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, και αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα: α) Έκρινε, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, ότι, κατά την έκδοση των επιταγών, ο Τ. Τ. ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος των αναιρεσειόντων, υπογράφοντας, είτε με το όνομα του ενός είτε με το όνομα του άλλου, κάτω από την εταιρική σφραγίδα και, στη συνέχεια, κήρυξε τους τελευταίους ενόχους ως αυτουργούς της πράξεως, παρά το ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή και αυτουργός του εγκλήματος της εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών είναι εκείνος που τις υπέγραψε (ο φερόμενος ως άμεσος αντιπρόσωπος των αναιρεσειόντων Τ. Τ., ο οποίος, με την πρωτόδικη υπ' αριθ. 402/2010 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής, αθωώθηκε), ενώ οι εντολείς ενδεχομένως να ενέχονται ως ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί, αν συντρέχουν οι όροι του ΠΚ, πράγμα το οποίο δεν ερευνήθηκε. β) Ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, δέχεται ότι ο Τ. Τ. υπέγραφε είτε ως "Φ." είτε ως "Ν." κάτω από την εταιρική σφραγίδα, σε άλλο σημείο του σκεπτικού δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι εξέδωσαν τις επιταγές "θέτοντας είτε η πρώτη είτε ο δεύτερος αυτών την ιδιόχειρη υπογραφή του στη θέση του εκδότη και, σε κάθε περίπτωση, θέτοντας ο Τ. Τ., ως άμεσος αντιπρόσωπος, την υπογραφή του στο όνομα της πρώτης ή του δεύτερου κατηγορουμένου ...". γ) Ακόμη, ως προς ορισμένες επιταγές (που αναφέρονται) δέχεται ότι "ακόμη κι αν η υπογραφή στις ως άνω επιταγές τέθηκε από την πρώτη κατηγορούμενη ή από τον Τ. Τ. ως άμεσο αντιπρόσωπο των εταίρων, τούτο έγινε κατ' εντολή του δεύτερου κατηγορούμενου στα πλαίσια της συνεργασίας τους και με τη ρητή συναίνεση του τελευταίου". Όμως, η αιτιολογία στις υπό στοιχ. β και γ περιπτώσεις είναι ασαφής και ενδοιαστική, γιατί δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια αν το Δικαστήριο δέχεται ότι όλες οι επιταγές υπογράφηκαν από τον Τ. Τ. ή αν ορισμένες και ποιες υπογράφηκαν από κάποιον από τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, οπότε και μόνον ως προς αυτές που υπέγραψαν οι ίδιοι θα έπρεπε να καταδικασθούν ως αυτουργοί, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 και να στερείται η απόφαση νόμιμης βάσεως. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως των αιτήσεων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχήν τους, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε, μετά ταύτα, η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 666/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Και
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Απριλίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή