Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1671 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Ψευδορκία μάρτυρα, Βούλευμα απαλλακτικό.




Περίληψη:
Αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1671/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 809/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με κατηγορούμενους: 1. Χ1 και 2. Χ2, κατοίκους ... . Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... .

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 22/13-4-2009 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 583/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή με αριθμό 164/5.5.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
1- Εισάγω ενώπιον σας, κατά το άρθρο 485 ΚΠΔ, την 22/ 09 αίτηση αναιρέσεως του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή, με την οποία ζητά την αναίρεση του 809/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, το οποίο αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκων ..., για ψευδορκία μάρτυρα, κατ' εξακολούθηση, [άρθρα 98 και 224 παρ. 1, 2 ΠΚ], η οποία είναι τυπικά παραδεκτή και ουσιαστικά βάσιμη για τους λόγους που αναφέρονται αναλυτικά στην αίτηση αναιρέσεως, στο περιεχόμενο της οποίας εξ ολοκλήρου αναφέρομαι.
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α- Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η 22/06 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Β- Να αναιρεθεί το 809/09 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και
Γ- Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, προς νέα συζήτηση της υποθέσεως.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 του Κ.Π.Δ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δικαιούται να ασκεί αναίρεση για κάθε βούλευμα, οποιουδήποτε δικαστικού συμβουλίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 484 παρ. 1 του ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που εφαρμόστηκε. Εξάλλου, υπαίτιος της πράξεως που προβλέπεται, από το άρθρα 224 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδορκίας μάρτυρα, είναι εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται η αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς το βούλευμα στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέο κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά των κατηγορουμένων Χ1, κατοίκου ... και Χ2, δικηγόρου και, κατοίκου ..., ασκήθηκε σε βάρος τους ποινική δίωξη για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, που φέρεται ότι αυτοί τέλεσαν και μάλιστα ο μεν πρώτος α) την 3-11-2006, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Χρυσούλας Κωστάκου, για όσα αυτός βεβαίωσε ενόρκως στην υπ' αριθμό ... ένορκη βεβαίωσή της, β) την 30-6-2006, κατά την ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του πταισματοδίκη του 19ου τμήματος Αθηνών και γ) την 15-6-2006, με την ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του αξιωματικού του Α.Τ. ..., ο δε δεύτερος από αυτούς την 14-6-2006 σε κατάθεσή του ενώπιον του ως άνω αξιωματικού του Α.Τ. ..., με την οποία βεβαίωσε το περιεχόμενο της, από 14-6-2006, αναφοράς του και ακολούθως, επιβεβαίωσε το περιεχόμενό της, την 2-10-2006 ενώπιον του ως άνω πταισματοδίκη Αθηνών. Μετά τη διενέργεια της προανακρίσεως η σχετική δικογραφία, λόγω της ιδιότητας του δευτέρου των κατηγορουμένων, ως δικηγόρου, μέλους του Δ.Σ. Αθηνών, υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος παράγγειλε την εισαγωγή της στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ενόψει του ότι κατά την κρίση του, δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή της υποθέσεως στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον των ως άνω κατηγορουμένων, για την πράξη για την οποία ασκήθηκε σε βάρος τους η ποινική δίωξη. Ειδικότερα, δέχθηκε ότι από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από την προανάκριση που διενεργήθηκε και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με όλα τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων, προέκυψαν κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο μηνυτής Ψ και ο ΑΑ είναι αδελφοί, υιοί του ΒΒ και της ΓΓ, οι οποίοι απεβίωσαν, ο μεν πρώτος (ΒΒ) στις 16.1.1998, η δε δεύτερη (ΓΓ) στις 20.7.2001. Μεταξύ των ανωτέρω αδελφών υφίσταται έντονη αντιδικία που έχει λάβει την μορφή πολύχρονης δικαστικής διαμάχης με την εκατέρωθεν υποβολή μηνύσεων και άσκηση αγωγών. Ο ήδη μηνυτής, Ψ, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 11.1.2006 αγωγή του με εναγόμενο τον αδελφό του, ΑΑ, με την οποία ο ήδη μηνυτής ζητούσε να αναγνωρισθεί αϊτό το Δικαστήριο το κληρονομικό του δικαίωμα κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου επί των εκτιθεμένων σε αυτή (την αγωγή) κινητών κληρονομιαίων πραγμάτων (χρυσαφικών και κοσμημάτων) τα οποία ανήκαν κατά κυριότητα στη μητέρα τους, ΓΓ. Τα κοσμήματα αυτά, σύμφωνα με την αγωγή, τα είχε χαρίσει στην ΓΓ ο σύζυγος της, ΒΒ, τα είχε παραλάβει ο εναγόμενος, ΑΑ, από τραπεζική θυρίδα και τα είχε παραδώσει στη μητέρα τους η οποία τα κατείχε στην οικία της-διαμέρισμα που βρίσκεται επί της οδού ... αρ. ... στον ..., το κλειδί της οποίας (οικίας) (πάντα σύμφωνα με την αγωγή) ο εναγόμενος, ΑΑ, κατακρατούσε και αρνείτο να παραδώσει στον ήδη μηνυτή, Ψ, απαγορεύοντας, μετά το θάνατο της μητέρας τους, την 20.7.2001, την είσοδο του στο διαμέρισμα. Προς υποστήριξη των ισχυρισμών του εναγομένου της αγωγής αυτής, ΑΑ, ο ήδη πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, έδωσε ένορκη κατάθεση στις 3.11.2006, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Χρυσούλας Κωστάκου-Ψαθάκη, η οποία ένορκη κατάθεση έλαβε τη μορφή της υπ' αριθμ. ... ένορκης βεβαιώσεως και αποτέλεσε μέρος της δικογραφίας. Η αγωγή αυτή αρχικώς ανεβλήθη για τις 12 Νοεμβρίου 2007 και, μετά τη συζήτηση της κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, εξεδόθη η υπ' αριθμ. 3710/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτή απερρίφθη ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Ειδικότερα, με βάση το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως, έγινε δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε ότι τέτοια κοσμήματα υπήρξαν και μάλιστα ότι ανήκαν κατά κυριότητα στην μητέρα των Ψ και ΑΑ, βασίσθηκε, δε, το Δικαστήριο στο από 24.8.2001 πρωτόκολλο απογραφής που υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων παρουσία μαρτύρων και αφορούσε στην απογραφή των κινητών πραγμάτων στο διαμέρισμα που κατοικούσε η μητέρα τους και στο οποίο δεν περιγράφεται κανένα από τα κοσμήματα που εκτίθεντο στην αγωγή του Ψ, στην από 12.9.2001 έγγραφη διανομή κρυστάλλων, ασημικών και άλλων κινητών πραγμάτων που έλαβε χώρα μεταξύ των διαδίκων στην οποία δεν έγινε καμμία αναφορά στα εν λόγω κοσμήματα, στο γεγονός ότι στις προγενέστερες με ημερομηνίες 18.10.2001, 18.11.2002 και 11.10.2004 αγωγές διανομής που είχε ασκήσει ο Ψ, ουδεμία αναφορά γινόταν στα κοσμήματα αυτά, καθώς και στο γεγονός ότι ο μάρτυρας, ..., που κατέθεσε υπέρ του ενάγοντος, Ψ, υπέπεσε σε πλήθος αντιφάσεων όπως αυτές περιγράφονται στο σκεπτικό της αποφάσεως, για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω. Με την επίμαχη ένορκη βεβαίωση, ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) "... Την προηγούμενη της κηδείας της ΓΓ (μητέρας του μηνυτή), δηλαδή στις 22-7-2001 το απόγευμα είχα μεταβεί στο πατρικό σπίτι της οικογένειας ΒΒ-ΓΓ στο ... (οδός ... αριθμ. ...), για να συλλυπηθώ για το θάνατο της ανωτέρω. Εκεί βρήκα τον εναγόμενο (δηλαδή το ΑΑ, αδελφό του μηνυτή) και τη σύζυγο του, ενώ δε συζητούσαμε και παρίστατο και ο κοινός φίλος κ. Χ2, ήλθε και ο ενάγων Ψ, οπότε ο εναγόμενος (ΑΑ) του παρέδωσε το κλειδί του εν λόγω πατρικού σπιτιού ...", β) " ...Την 23-8-2001 ειδοποιήθηκα από το ΑΑ, ότι ο ΨΨ του είχε στείλει μέσα στο καλοκαίρι κάποιο χαρτί (αίτηση σφράγισης του πατρικού σπιτιού στο ...). Πήγα στο Δικαστήριο, το Ειρηνοδικείο Αθηνών (ασφαλιστικά μέτρα), στις 24-8-2001 και είδα ότι η Πρόεδρος ανέβαλλε την υπόθεση με την ηθική επισήμανση, "να γίνουν πρώτα τα σαράντα της ΓΓ σε δύο ημέρες και μετά να απασχοληθεί το Δικαστήριο με τοιαύτα θέματα". Ουδόλως "επίεσε" το Δικαστήριο κανένα, να παραδώσει κλειδιά, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων στην αγωγή του ...", γ) "... Στο μοίρασμα των κρυστάλλων, πορσελάνων κ.λ.π. παρέστην και προσωπικώς την 12-9-2001. Ο Ψ πήρε αυτά, που επέλεξε, και που εκτιμώ ότι ήταν καλύτερα εκείνων που πήρε ο ΑΑ ..." και δ) "Εξ' άλλου αν υπήρχαν τέτοια κοσμήματα θα τα είχαμε δει, ως στενοί φίλοι, να τα φοράει η ΓΓ, αντιθέτως δεν είχαμε ακούσει για τέτοια πράγματα. Σε κάθε περίπτωση γνωρίζοντας άμεσα τα της οικογένειας ΒΒ-ΓΓ, ως έμπιστος φίλος των αειμνήστων ΒΒ και ΓΓ, φρονώ ότι τέτοια κοσμήματα κλπ. είναι ανύπαρκτα, προϊόντα του πάθους, που προφανώς τρέφει ο ενάγων κατά του εναγομένου, και ιδίως για να αντισταθμίσει σοβαρές μηνύσεις που υπέβαλλε κατ' αυτού ο τελευταίος ... ". Όσον αφορά στο πρώτο εδάφιο της επίμαχης ένορκης βεβαιώσεως, το οποίο αφορά στην παράδοση των κλειδιών του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε η αποθανούσα μητέρα των Ψ και ΑΑ, την 22.7.2001, δηλαδή, την προηγουμένη της κηδείας της ημέρα, προέκυψαν τα εξής: στις 24 Αυγούστου 2001, στο διαμέρισμα στο οποίο διέμενε η αποθανούσα μητέρα των Ψ καί ΑΑ, συνυπεγράφη (γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον μηνυτή) μεταξύ των τελευταίων το με την αυτή ημερομηνία έγγραφο στο οποίο ανεγράφησαν τα εξής: "ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ. Σήμερα 24/8/2001 συγκεντρωθήκαμε οι κάτωθι υπογεγραμμένοι προς φιλικήν διευθέτησιν της καταστάσεως μεταξύ ΑΑ και Ψ, στο σπίτι της ΓΓ, ..., ... και διεπιστώσαμεν ότι όλα τα κινητά πράγματα η βιτρίνα με τα ασημικά, κρύσταλλα, οι πίνακες τα βιβλία κ.λ,π. είναι όλα τα πράγματα στη θέση τους, εντάξει και θα διαμοιρασθούν στο μέλλον με καλή πίστη. Η φράση "περί κινδύνου απομακρύνσεως" στην αίτηση σφραγίσεως της 22/8/2001 ετέθη εξ αμφισβητήσεως και δεδομένου ότι δεν είχαν δοθή τα κλειδιά του συναγερμού τα οποία εδόθησαν σήμερον. Εκ της μη δόσεως των κλειδιών είχαν δημιουργηθεί αμφισβητήσεις, ουδόλως με πρόθεση να θιγή ο ΑΑ. Ελήφθησαν και φωτογραφίες που δείχνουν ποια πράγματα υπήρχαν. Οι παραστάντες". Από το μη αμφισβητούμενο από τον μηνυτή περιεχόμενο του παραπάνω εγγράφου σαφώς προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία συντάξεως του, παραδόθηκαν από τον ΑΑ στον ήδη μηνυτή, Ψ, τα κλειδιά του συναγερμού της υπό στοιχείο 3 οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) στην οποία κατοικούσε εν ζωή η μητέρα τους, ΓΓ, καθώς σε αυτό το έγγραφο γίνεται λόγος αποκλειστικά για τα κλειδιά αυτά και μόνον και όχι για το κλειδί του διαμερίσματος, το οποίο, σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις των ΑΑ και ..., είχε παραδοθεί στον Ψ τις 22.7.2001, ήτοι, την προηγουμένη της κηδείας της μητέρας των ΑΑ και Ψ. Λόγω, της ήδη ανακυψάσης έριδας μεταξύ των τελευταίων θεωρείται απίθανο ο μηνυτής Ψ να δεχθεί να μην γίνει μνεία στο εν λόγω έγγραφο η ήδη επικαλούμενη από αυτόν άρνηση του αδελφού του να του παραδώσει τα κλειδιά του διαμερίσματος (και όχι μόνον του συναγερμού),ενώ αντίθετα δέχθηκε να επισημανθεί στο εν λόγω έγγραφο μόνον ότι "τα κλειδιά του συναγερμού δεν είχαν δοθεί μέχρι σήμερον". Επομένως, ανεξαρτήτως του εάν η παράδοση του κλειδιού του διαμερίσματος χωρίς την παράδοση του κλειδιού του συναγερμού νοείται ως πλήρης παράδοση των κλειδιών του διαμερίσματος, ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, ουδέν ψευδές κατέθεσε όταν αναφέρθηκε στην παράδοση "του κλειδιού" του διαμερίσματος στις 22.7.2001, χωρίς αυτός να κάνει διάκριση περί του εάν είχε δοθεί και το κλειδί του συναγερμού. Όσον αφορά στο δεύτερο εδάφιο της επίμαχης ένορκης βεβαιώσεως που αφορά στην επικαλούμενη από τον μάρτυρα επισήμανση της Προέδρου του Δικαστηρίου των ασφαλιστικών μέτρων να αναβληθεί η εκδίκαση της από 22.8.2001 αιτήσεως σφραγίσεως της οικίας της μητέρας των Ψ και ΑΑ, ΓΓ, που είχε υποβάλει ο ήδη μηνυτής, Ψ, για τη Δευτέρα, 27.8.2001, προκειμένου να γίνει πρώτα το 40νθήμερο μνημόσυνο της ΓΓ, που είχε προγραμματισθεί να γίνει την Κυριακή 26.8.2001, κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνηγορεί ή αποδεικνύει την αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού. Από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών της 24ης Αυγούστου 2001, προκύπτει ότι η αναβολή δόθηκε από το Δικαστήριο μετά από σχετικό αίτημα του ΑΑ για τη Δευτέρα, 27 Αυγούστου 2001, ήτοι, μία ημέρα μετά την Κυριακή, 26 Αυγούστου 2001, οπότε θα γινόταν το 40νθήμερο μνημόσυνο της ΓΓ, οπότε, την ίδια ημέρα οι δύο αδελφοί συναντήθηκαν και συνέταξαν το από 24.8.2001 έγγραφο με το περιεχόμενο που εκτέθηκε παραπάνω. Από τους μάρτυρες που εξετάσθηκαν στην προανάκριση, παρών κατά τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου ήταν ο ΑΑ, που κατέθεσε ενόρκως ότι η Πρόεδρος του Δικαστηρίου, βλέποντας ότι μεσολαβούσαν μόνον δύο ημέρες για το μνημόσυνο της μητέρας των δύο αδελφών, ανέβαλε για λίγο την υπόθεση. Αλλά και ο ίδιος ο μηνυτής, με τα από 7.7.2008 και 20.11.2008 υπομνήματα του κάνει λόγο για "προτροπή" της Προέδρου του Δικαστηρίου προς τον ΑΑ να παραδώσει τα κλειδιά και όχι για "πίεση", γεγονός που επιρρωνύει την κρίση ότι το πιθανότερο είναι ότι η Πρόεδρος του Δικαστηρίου προέβη σε ηθική επισήμανση και όχι σε πίεση, γεγονός που καθιστά αληθή την σχετική κατάθεση του πρώτου κατηγορουμένου, Χ1. Οσον αφορά στο τρίτο εδάφιο που αφορά στο εάν ο κατηγορούμενος, Χ1, ήταν όντως παρών κατά το μοίρασμα των κρυστάλλων, πορσελάνων κ.λ.π. μεταξύ των δύο αδελφών, την 12.9.2001, καθώς και εάν ο μηνυτής, Ψ, έλαβε αυτά που επέλεξε τα οποία σύμφωνα με τον μάρτυρα ήταν καλύτερα από εκείνα που πήρε ο ΑΑ, πρέπει να λεχθούν τα εξής: με την ένδικη μήνυση, ο μηνυτής, Ψ, αιτιάται ότι το περιεχόμενο του αμέσως παραπάνω εδαφίου της ένορκης καταθέσεως του πρώτου κατηγορουμένου, Χ1, είναι ψευδές, διότι ο τελευταίος δεν παρίστατο στο μοίρασμα των κρυστάλλων, πορσελάνων και άλλων κατά την 12.9.2001, ότι το μοίρασμα αυτό έγινε άλλη ημερομηνία και, ότι, ως εκ τούτου, ο πρώτος κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει ποιος από τους δύο (δηλαδή ο μηνυτής ή ο αδελφός του) επέλεξε τα καλύτερα. Όπως προελέχθη, η υπ' αριθμ. 3710/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη η από 11.1.2006 αγωγή του μηνυτή, Ψ, με εναγόμενο τον αδελφό του, ΑΑ, με την οποία ο ήδη μηνυτής ζητούσε να αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο το κληρονομικό του δικαίωμα κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου επί των εκτιθεμένων σε αυτή κινητών κληρονομιαίων πραγμάτων (χρυσαφικών και κοσμημάτων) (στα πλαίσια της οποίας εδόθη η επίμαχη ένορκη κατάθεση του Χ1) τα οποία ανήκαν κατά κυριότητα στη μητέρα τους, ΓΓ, βασίσθηκε, μεταξύ άλλων και στην από 12.9.2001 έγγραφη διανομή κρυστάλλων, ασημικών και άλλων κινητών πραγμάτων που έλαβε χώρα μεταξύ των διαδίκων κατά το μέρος κατά το οποίο στο σχετικό έγγραφο δεν έγινε καμμία αναφορά στα εν λόγω κοσμήματα. Ο μηνυτής, όμως, δεν αιτιάται με την μήνυση του ότι, κατά το μοίρασμα των κρυστάλλων και πορσελάνων κ.λ.π. έλαβε χώρα και μοίρασμα των χρυσαφικών και κοσμημάτων που αποτελούσαν το αντικείμενο της αγωγής του, αλλά μόνον ότι, κατά το μοίρασμα "των κρυστάλλων, πορσελάνων και άλλων" ο πρώτος κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση, λόγω της απουσίας του, να εκτιμήσει "ποιος από τους δύο (εννοεί τον ίδιο τον μηνυτή ή τον αδελφό του) έλαβε τα καλλίτερα". Ως εκ τούτου, η ένορκη κατάθεση του πρώτου κατηγορουμένου ουδεμία έννομη επιρροή ήταν δυνατόν να ασκήσει στο αποδεικτέο θέμα της αγωγής υπό την έννοια που εκτίθεται στην ίδια τη μήνυση, παρά μόνον υπό την έννοια υπό την οποία αυτή (η ένορκη κατάθεση) εκτιμήθηκε από το Δικαστήριο, δηλαδή, ότι στο σχετικό έγγραφο διανομής δεν έγινε λόγος για χρυσαφικά και κοσμήματα, γεγονός, όμως, για το οποίο δεν παραπονείται ο μηνυτής με την ένδικη μήνυση του, πράγμα το οποίο πράττει για πρώτη φορά με το από 30.11.2008 υπόμνημα του, δηλαδή, μετά την έκδοση της απορριπτικής επί της αγωγής του υπ' αριθμ. 3710/13.6.2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Αλλά και υπό το πρίσμα, όμως, του όψιμου αυτού ισχυρισμού του μηνυτή, το επίμαχο εδάφιο δεν κρίνεται ως ψευδές. Ο μάρτυρας, ΔΔ, που κατά τους ισχυρισμούς του πρώτου κατηγορουμένου, Χ1, παρίστατο κατά το μοίρασμα των κρυστάλλων στις 12.9.2001, μαζί με τους δύο αδελφούς και τον ίδιο, στην μεν με ημερομηνία από 7.5.2007 ένορκη κατάθεση του κατά την προκαταρκτική εξέταση, καταθέτει περί δύο διαφορετικών συναντήσεων, μία συνάντηση την ημερομηνία της οποίας αποφεύγει να προσδιορίσει, κατά τη διάρκεια της οποίας υποστηρίζει ότι έγινε το μοίρασμα των κρυστάλλων μεταξύ των δύο αδελφών και μόνον (χωρίς να προσδιορίζει την πηγή γνώσης του) και μία συνάντηση τον Σεπτέμβριο του έτους 2001, κατά την οποία έλαβε χώρα έντονο φραστικό επεισόδιο μεταξύ των δύο αδελφών και στην οποία δέχεται ότι παρίστατο και ο ήδη πρώτος κατηγορούμενος, Ψ1, άποψη που υποστηρίζει και ο ήδη μηνυτής. Ωστόσο, στην ληφθείσα σε ανύποπτο χρόνο (στις 16.9.2003) ένορκη κατάθεση του ιδίου μάρτυρα (ΔΔ) που ελήφθη στα πλαίσια προκαταρκτικής εξετάσεως σε μήνυση του ΑΑ κατά του ήδη μηνυτή, Ψ, ο μάρτυρας αυτός κάνει λόγο για μία και μόνον συνάντηση μεταξύ των δύο αδελφών για τακτοποίηση των κληρονομικών τους, στην οποία παρίστατο ο ίδιος και "κάποιος άλλος κύριος, ίσως ο μηνυτής (εννοεί τον Ψ1). Όταν ο κατηγορούμενος (εννοεί τον Ψ) ζήτησε τα κλειδιά του διαμερίσματος και τα μισθωτήρια ο ΑΑ έγινε έξαλλος και τον έβρισε χυδαιότατα και του επιτέθηκε", η περιγραφή, δε, της συνάντησης αυτής ταυτίζεται με εκείνην που ο μάρτυρας εντοπίζει χρονικά τον Σεπτέμβριο του έτους 2001. Σε κάθε περίπτωση, το δεύτερο σκέλος του επίμαχου εδαφίου της ένορκης καταθέσεως αφορά σε κρίση και γνώμη του μάρτυρα (ΑΠ 612 και 1521/2006 και ΑΠ 1246/2005 δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 1285/2005 ΠοινΛογ 2005.1213), για το ποιος έλαβε "τα καλύτερα" αντικείμενα και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα ως προς το εδάφιο αυτό. Όσον αφορά στο τέταρτο εδάφιο της ιδίας ένορκης κατάθεσης του πρώτου κατηγορουμένου πρέπει να λεχθούν τα εξής: τα αποσπάσματα της καταθέσεως "εξάλλου αν υπήρχαν τέτοια κοσμήματα θα τα είχαμε δει ως στενοί φίλοι να τα φοράει η ΓΓ ... φρονώ ότι τέτοια κοσμήματα είναι ανύπαρκτα ...", από μόνη τη γραμματική διατύπωση των καταθέσεων αυτών "αν υπήρχαν ... θα τα είχαμε δει ..." (υποθετικός λόγος) και "φρονώ (ήτοι, έχω τη γνώμη, πεποίθηση, πιστεύω), ότι τέτοια κοσμήματα είναι ανύπαρκτα ..." προκύπτει ότι, πρόκειται καθαρά περί προσωπικών εικασιών, απόψεων και εκτιμήσεων του καταθέτοντος, μη αποτελούντα "γεγονότα" κατά την έννοια του άρθρου 224 του ΠΚ. Το ίδιο ισχύει και για το τελευταίο εδάφιο της ίδιας καταθέσεως με το οποίο ο μάρτυρας καταθέτει "... προϊόντα του πάθους που προφανώς τρέφει ο ενάγων κατά του εναγομένου και ιδίως για να αντισταθμίσει σοβαρές μηνύσεις που υπέβαλε κατ' αυτού ο τελευταίος", δηλαδή, και εδώ πρόκειται για προσωπική πεποίθηση του καταθέτοντος, όπως και ο ίδιος ο μηνυτής χαρακτηρίζει το σημείο αυτό της καταθέσεως με τη μήνυση του. Ως εκ τούτου και το σημείο του ίδιου εδαφίου καταθέσεως με το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος καταθέτει τα παραπάνω "ως έμπιστος φίλος των αειμνήστων ΒΒ και ΓΓ" δεν συνδέεται με κάποιο "γεγονός" κατά την έννοια του άρθρου 224 του ΠΚ και ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στο αποδεικτέο θέμα. Όσον αφορά την από 30.6.2006 ένορκη κατάθεση του ίδιου κατηγορουμένου ενώπιον του 19ου Πταισματοδίκου Αθηνών, στα πλαίσια προκαταρκτικής εξετάσεως επί της από 14.4.2006 μηνυτήριας αναφοράς του ΑΑ κατά του ήδη μηνυτή, Ψ, για συκοφαντική δυσφήμηση που φέρεται ότι τέλεσε ο τελευταίος με το περιεχόμενο της από 11.1.2006 αγωγής του με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο το κληρονομικό του δικαίωμα κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου επί των εκτιθεμένων σε αυτή κινητών κληρονομιαίων πραγμάτων (χρυσαφικών και κοσμημάτων) τα οποία ανήκαν κατά κυριότητα στη μητέρα τους, ΓΓ, λεκτέα είναι τα εξής: Σχετικά με το πρώτο εδάφιο αυτής με το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος: "... Μια ημέρα προ της κηδείας της μητέρας των διαδίκων (22.7.2001) είχα μεταβεί στο σπίτι της θανούσας, εκεί συνάντησα το μηνυτή ΑΑ (αδελφό του νυν μηνυτή Ψ), τη σύζυγο του ΓΓ, τον κοινό φίλο Χ2 και ήλθε και ο μηνυόμενος (Ψ), στον οποίο ο ΑΑ παρέδωσε παρουσία μας το κλειδί του πατρικού σπιτιού τους", ισχύουν όσα ακριβώς ελέχθησαν παραπάνω για το ίδιου περιεχομένου εδάφιο της υπ' αριθμ. ... ένορκης βεβαιώσεως. Οσον αφορά στο δεύτερο σκέλος της εν λόγω καταθέσεως, το οποίο, σύμφωνα με τη μήνυση είναι ψευδές, κατά το οποίο ο καταθέτων, Χ1, βεβαιώνει ότι ήταν οικογενειακός φίλος της οικογένειας ... (ΒΒ και ΓΓΓ), στηρίζοντας στο γεγονός αυτό την ιδία αντίληψη του περί της ανυπαρξίας των επίμαχων κοσμημάτων, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, ήταν και είναι κουμπάρος με τον ΑΑ, αδελφό του μηνυτή, γεγονός που δεν αμφισβητείται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Με δεδομένο λοιπόν ότι, μεταξύ του πρώτου κατηγορουμένου, Χ1 και του ΑΑ υπήρχε και υπάρχει η κοινωνική και πνευματική σχέση της κουμπαριάς, είναι φυσικό και λογικό επακόλουθο, να τον γνώριζαν οι γονείς των ΑΑ και Ψ, ΒΒ και ΓΓ, οι οποίοι απεβίωσαν, ο μεν πρώτος στις 16.1.1998, η δε δεύτερη στις 20.7.2001. Επίσης, λογικό επακόλουθο ήταν ο Χ1, ως κουμπάρος του παιδιού τους, να είναι και φίλος των γονέων του, με την έννοια ότι είχαν συχνές επαφές και κατά διαστήματα επικοινωνία και συναντήσεις. Όπως, δε, καταθέτει ενόρκως και ο ΑΑ, ο Χ1, γνώριζε τους γονείς του από το έτος 1985 και βρισκόταν συχνότατα με τους γονείς του και τον ίδιο σε κοινωνικές εκδηλώσεις, εκδρομές αλλά και σε τυπικές επισκέψεις. Επίσης, ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι συμπαραστάθηκαν στους γονείς του σε ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές τους και μάλιστα προς το τέλος του βίου τους με επισκέψεις σε νοσηλευτήρια.
Συνεπώς, το σημείο της από 30.6.2006 ενώπιον του 19ου Πταισματοδίκη ένορκης καταθέσεως του πρώτου κατηγορουμένου, Χ1, ότι ήταν "οικογενειακός φίλος της οικογένειας ... (ΒΒ και ΓΓ)" δεν αφίσταται της αληθείας, ούτε, εξάλλου, διαψεύδεται από κανένα αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας. Αλλωστε, η στενή φιλία των ΒΒ και ΓΓ με άλλα πρόσωπα κοντινής τους ηλικίας, δεν αποκλείει ότι αυτοί είχαν κοινωνικές επαφές και οικογενειακές σχέσεις και με πρόσωπα μικρότερης ηλικίας, όπως εν προκειμένω ο κατηγορούμενος, Χ1. Συνακολούθως και η από 15.6.2006 ένορκη κατάθεση του ίδιου κατηγορουμένου, Χ1, ενώπιον του αστυνομικού ..., με την οποία ο κατηγορούμενος βεβαίωσε ενόρκως ότι την οικογένεια ΒΒ-ΓΓ γνωρίζει από το έτος 1985 και άτι γνώριζε καλώς τους ΒΒ και ΓΓ, ουδόλως αφίσταται της αληθείας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο μηνυτής. Οσον αφορά, 5ε, στα εδάφια της από 15.6.2006 έγγραφης αναφοράς του ίδιου κατηγορουμένου που κατατέθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα, για συκοφαντική δυσφήμηση που φέρεται ότι τέλεσε ο ήδη μηνυτής, Ψ, με το περιεχόμενο της από 11.1.2006 αγωγής του κατά του αδελφού του, ΑΑ, η οποία και επιβεβαιώθηκε ενόρκως από τον κατηγορούμενο, Χ1, τα οποία ο μηνυτής θεωρεί ψευδή, ήτοι: α) "... Εγνώριζα ως οικογενειακός φίλος τους αείμνηστους ΒΒ και ΓΓ από το έτος 1985 ...", β) "... Την προηγούμενη της κηδείας της ΓΓ, δηλ. στις 22-7-2001 το απόγευμα, είχα μεταβεί στο πατρικό σπίτι της οικογένειας ΒΒ-ΓΓ στο ... (οδός ... αρ. ...). Εκεί βρήκα το μηνυτή (εννοεί το ΑΑ) και τη σύζυγο του, παρίστατο και ο κοινός φίλος Χ2, ήλθε και ο μηνυόμενος (εννοεί το νυν μηνυτή Ψ), οπότε ο μηνυτής (ΑΑ) του παρέδωσε το κλειδί του εν λόγω πατρικού σπιτιού ...", γ) "... η Πρόεδρος του Δικαστηρίου ανέβαλλε την υπόθεση με την ηθική επισήμανση "να γίνουν πρώτα τα σαράντα της ΓΓ σε δύο ημέρες και μετά να απασχοληθεί το Δικαστήριο με τέτοια θέματα. Ουδόλως επίεσε το Δικαστήριο κανένα να παραδώσει τα κλειδιά και τα τοιαύτα, όπως ισχυρίζεται ο μηνυόμενος (Ψ) στην από 15-2-2005 αγωγή του ...". δ) "... Στο μοίρασμα αυτό των κρυστάλλων, πορσελάνων κ.λ.π. παρέστην και προσωπικώς την 12.9.2001. Ο μηνυόμενος πήρε αυτά, που επέλεξε, και που φρονώ ότι ήταν καλύτερα εκείνων που πήρε ο μηνυτής ...", ε) "... ως έμπιστος φίλος των αειμνήστων ΒΒ και ΓΓ, φρονώ ότι τοιαύτα κοσμήματα είναι ανύπαρκτα ...", αυτά αποδείχθηκαν αληθή, ισχύουν, δε, σχετικώς όσα αναλυτικά ελέχθησαν παραπάνω. Σχετικά με τον δεύτερο κατηγορούμενο, Χ2, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: την 14.6.2006, ο εν λόγω κατηγορούμενος, σε κατάθεση του στο Α.Τ. ... με την οποία επιβεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο της με ίδια ημερομηνία αναφοράς του, κατέθεσε, μεταξύ των άλλων, ότι: "... Γνωρίζω ως στενός φίλος την οικογένεια ΒΒ-ΓΓ από το 1972. Την 22-7-2001 είχα μεταβεί στο σπίτι της αείμνηστης ΓΓ για να συλλυπηθώ την οικογένεια για το θάνατο της. Τότε προσήλθε στο σπίτι και ο μηνυόμενος (νυν μηνυτής Ψ), ο δε μηνυτής (ΑΑ) του παρέδωσε το κλειδί του εν λόγω διαμερίσματος ...". Όσον αφορά στο δεύτερο εδάφιο της εν λόγω ένορκης καταθέσεως που έχει σχέση με την παράδοση του κλειδιού της οικίας της ΓΓ, την 22α Ιουλίου 2001, αυτό αποδείχθηκε ότι ήταν αληθές, σχετικά, δε, ισχύουν όσα αναλυτικά εκτέθηκαν παραπάνω. Σχετικά με το πρώτο εδάφιο της εν λόγω ένορκης καταθέσεως, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χ2, ήταν και είναι κουμπάρος με τον ΑΑ, αδελφό του μηνυτή, όπως δεν αμφισβητείται και από τον ίδιο τον ανταποκρίνεται στην αλήθεια ..." όπως αναγράφεται στην μήνυση, αλλά είπε "... εκτιμώ, ως γνώστης των διαφορών των δύο αδελφών ... ότι η αγωγή αυτή περί κοσμημάτων ουδόλως ανταποκρίνεται στην αλήθεια ...". Αυτή η πλήρης και σωστή διατύπωση της επίμαχης καταθέσεως προκύπτει από την απλή ανάγνωση αυτούσιου του κειμένου της επίμαχης καταθέσεως που υπάρχει στη δικογραφία. Η συγκεκριμένη λέξη "εκτιμώ" συνιστά αξιολογική κρίση και άποψη του καταθέτοντος και δεν υπάγεται στην έννοια του "γεγονότος" που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρος του άρθρου 224 του ΠΚ, ώστε να χρήζουν αποδείξεως. Το ίδιο ισχύει και για το εδάφιο της από 2.10.2006 ένορκης καταθέσεως του ίδιου κατηγορουμένου ενώπιον του 19ου Πταισματοδίκη Αθηνών, με την οποία αυτός κατέθεσε μεταξύ άλλων "... έχω την πεποίθηση ότι η αγωγή περί δήθεν διανομής κοσμημάτων του Ψ κατά του αδελφού του ΑΑ είναι εντελώς αναληθής, προσχηματική και συκοφαντική ... . Αν οι ισχυρισμοί του αυτοί είχαν το παραμικρό ίχνος αληθείας, ασφαλώς θα το ανέφερε από την πρώτη στιγμή". Τούτο, διότι και η φράση "έχω την πεποίθηση" συνιστά αξιολογική κρίση και άποψη του καταθέτοντος και δεν υπάγεται στην έννοια του "γεγονότος" που απαιτείται για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος. Κατόπιν τούτων, δεν υφίστανται οι αναγκαίες ενδείξεις ενοχής σε βάρος των κατηγορουμένων ότι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και, ως εκ τούτου, πρέπει να μη γίνει σε βάρος τους κατηγορία κατ' άρθρο 309 παρ. 1 και 310 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.".
Σύμφωνα, με τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές, η αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος, είναι η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που αναπτύχθηκε, αφού περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση που διενεργήθηκε, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους το ως άνω Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει εναντίον τους κατηγορία. Ειδικότερα, όσον αφορά το επίμαχο γεγονός που κατέθεσαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, ότι δηλαδή την προηγούμενη ημέρα της κηδείας της μητέρας των αδελφών ΑΑ και Ψ, συναντήθηκαν στην πατρική τους οικία, την 22-7-2001, κατά τη διάρκεια της οποίας ο πρώτος απ' αυτούς ΑΑ, παρέδωσε στον αδελφό του Ψ τα κλειδιά της πατρικής οικίας, ναι μεν δεν είναι ακριβές αφού του είχε παραδώσει τα κλειδιά του συναγερμού, όμως με το περιεχόμενο της σχετικής καταθέσεώς τους, οι κατηγορούμενοι υπελάμβαναν ότι ο ΑΑ, κατά τη συνάντησή του στην πατρική οικία με τον αδελφό του Ψ, είχε παραδώσει τα κλειδιά αυτής και όχι το κλειδί του συναγερμού της αυτής πατρικής οικίας. Σε κάθε όμως, περίπτωση δεν προέκυψε ότι γνώριζαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι την αναλήθεια του γεγονότος αυτού και παρόλα αυτά κατέθεσαν περί τούτου ψευδώς. Δεύτερον, όσον αφορά το επίμαχο γεγονός σύμφωνα με το οποίο φέρεται να κατέθεσαν ψευδώς οι κατηγορούμενοι ότι ασκήθηκε πίεση από μέρους της Ειρηνοδίκου, κατά τη συνεδρίαση της 24-8-2001, προκειμένου να αναβληθεί για την 27-8-2001, η συζήτηση σχετικής αιτήσεως, με διάδικα μέρη τους αδελφούς ΑΑ και Ψ, λόγω του μνημόσυνου της μητέρας τους, που είχε ορισθεί για την 26-8-2001, το προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Πράγματι, αιτιολογείται η παραδοχή σύμφωνα με την οποία, η αναβολή κατά την ως άνω δικάσιμο, δόθηκε μετά από αίτημα του ΑΑ και προτροπή ή υπόδειξη της Ειρηνοδίκου, προκειμένου να προηγηθεί η τέλεση του μνημόσυνου της μητέρας των διαδίκων, την οποία (προτροπή), άλλωστε και ο εγκαλών αποδέχεται στα σχετικά υπομνήματα που υπέβαλε. Επίσης, όσον αφορά το τρίτο φερόμενο, ως ψευδές γεγονός, αυτό της συναντήσεως των ως άνω αδελφών ΑΑ και Ψ, κατά την 12-9-2001, κατά τη διάρκεια της οποίας επί παρουσία του πρώτου των κατηγορουμένων Χ1, αυτοί διένειμαν μεταξύ τους διάφορα κρύσταλλα και πορσελάνες, που ανήκαν στην κληρονομιαία περιουσία της μητέρας τους, με αντίστοιχη αναφορά από μέρους του κατηγορουμένου Χ1, ότι έλαβε χώρα διανομή και των χρυσαφικών και κοσμημάτων, το οποίο όμως γεγονός, δεν περιλαμβάνεται στην εναντίον του υποβληθείσα έγκληση, και ως εκ τούτου η σχετική περί του γεγονότος αυτού αναφορά στην ένορκη κατάθεση του κατηγορουμένου, δεν ασκεί έννομη επιρροή, σε κάθε δε περίπτωση, αιτιολογείται η παραδοχή ότι το εν λόγω γεγονός δεν ήταν ψευδές. Τέλος, όσον αφορά την, από 30-6-2006, ένορκη κατάθεση του αυτού ως άνω κατηγορουμένου Χ1, ενώπιον του Πταισματοδίκη, στα πλαίσια της προκαταρτικής εξετάσεως, επί της από 14-4-2006 μηνυτήριας αναφοράς του ΑΑ, κατά του αδελφού του Ψ, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, αιτιολογείται με πληρότητα και σαφήνεια το επίμαχο γεγονός, αυτό δηλαδή της συναντήσεως, στην πατρική οικία, των αδελφών Ψ-ΑΑ, κατά τη διάρκεια της οποίας παραδόθηκε το κλειδί της οικίας αυτής και για το οποίο γεγονός αυτός (πρώτος κατηγορούμενος) αναφέρθηκε στην υπ' αριθμό ... ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Χρυσούλας Κωστάκου. Περαιτέρω, αιτιολογείται η παραδοχή σύμφωνα με την οποία, όσα κατέθεσε ο κατηγορούμενος σχετικά με την ύπαρξη οικογενειακής φιλίας μεταξύ αυτού και των γονέων των αδελφών Ψ-ΑΑ, είναι αληθινά, αφού μεταξύ αυτού και του ΑΑ, υπήρχε κοινωνική και πνευματική σχέση (κουμπαριά), είναι δε λογικώς επακόλουθο, να είχε αναπτυχθεί και με τους γονείς του τελευταίου κάποια ανάλογη φιλική σχέση, γεγονός το οποίο δεν τυγχάνει αναληθές. 'Ετσι, ουδεμία ασάφεια ή αμφιβολία δημιουργείται με όσα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δέχθηκε σχετικά με την ανυπαρξία ενδείξεων, ικανών να στηρίξουν δημόσια κατηγορία εναντίον των κατηγορουμένων. Αντίθετα, με σαφήνεια και πληρότητα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από την ανάκριση που διενεργήθηκε και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ, προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, και, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθμό 22 από 13 Απριλίου 2009 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά του υπ' αριθμό 809/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Ιουλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή