Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά.
Περίληψη:
Αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών και χρήση αυτών . Αυτοτελής ισχυρισμός κατηγορουμένου για προμήθεια αι κατοχή ναρκωτικών ουσιών προς ιδία χρήση. Ελαφρυντικές περιστάσεις για έννομη ζωή και καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Απόρριψη με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όλων των ως άνω ισχυρισμών και απόρριψη της αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της.
Αριθμός 1129/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 313-314/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 593/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β και ζ του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε στο σύνολό του με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993 (βλ. ήδη άρθρο 20 του ΚΝΝ-ν. 3459/2006), τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ' αυτό ποινές, όποιος, εκτός των άλλων, αγοράζει και κατέχει ναρκωτικά. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος της αγοράς ναρκωτικών ουσιών δεν είναι αναγκαία η ρητή μνεία και αναφορά σε συγκεκριμένη περίπτωση κατηγορίας ότι συμφωνήθηκε και τίμημα γιατί ο νομικός όρος "αγορά" είναι τόσο εύχρηστος στην πράξη και έχει ορισμένο περιεχόμενο και γνωστή έννοια ώστε υποδηλώνει οπωσδήποτε και συνομολόγηση τιμήματος, γιατί χωρίς τέτοιο δεν μπορεί να νοηθεί αγορά. Επίσης η κατοχή ναρκωτικής ουσίας πραγματοποιείται με τη φυσική επί της ουσίας αυτής εξουσία του δράστη, ώστε αυτός να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή της και να τη διαθέτει πραγματικά κατά τη βούλησή του. Περαιτέρω για την αιτιολόγηση της απόφασης σχετικά με την τέλεση των εγκλημάτων αγοράς, πώλησης και κατοχής ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ο ακριβής προσδιορισμός: α) της ποσότητας (βάρος) τούτων, που είναι αδιάφορη για την στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών, αφού ο νόμος δεν συνδέει την τέλεση τούτων με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, β) του χρόνου των επί μέρους πράξεων, εφόσον δεν τίθενται θέμα παραγραφής των εγκλημάτων τούτων, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας, γ) του επιτευχθέντος τιμήματος από κάθε μερικότερη πράξη και δ) της ταυτότητας των πωλητών και των αγοραστών, του ύψους του καταβληθέντος τιμήματος ως και του δόλου, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία ή πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο. Ακόμα, κατ' άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 ν. 2161/1993 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 και 4 του ν. 3189/2003 (βλ. ήδη άρθρο 29 του ν. 3459/2006), όποιος για δική του αποκλειστική χρήση προμηθεύεται ή κατέχει με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά, που αποδεδειγμένα εξυπηρετεί αποκλειστικά της δικές του ανάγκες ή κάνει χρήση τους ..... τιμωρείται με φυλάκιση ενός (1) έτους. Η διαπίστωση της εξυπηρέτησης της δικής τους αποκλειστικής ανάγκης για τη συγκεκριμένη ουσία γίνεται με συνεκτίμηση του είδους, της ποσότητας και της καθαρότητας της ουσίας, καθώς και των διαγνωστικών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 13 (ήδη 30 του ν. 3459/2006) ..... Από την προαναφερόμενη διάταξη προκύπτει σαφώς ότι η χρήση ναρκωτικών ουσιών αποτελεί έγκλημα αυτοτελές και δεν συνιστά αναγκαία συνέπεια της προηγηθείσας προμήθειας και κατοχής της ναρκωτικής ουσίας. Τέλος κατ' άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ ο δράστης με ενότητα δόλου επαναλαμβάνει ομοειδείς πράξεις που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό, στην περίπτωση δε αυτής το δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια ποινής του οικείου εγκλήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' του ΚΠΔ η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει, όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και σε κάθε περίπτωση δεν είναι αντίθετα με αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για τέλεση της πράξεως της προμήθειας και κατοχής ναρκωτικής ουσίας για αποκλειστική χρήση του προμηθευθέντος και κατόχου αυτής ή για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 313-314/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, ο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 15.10.2005 στον ... και κατόπιν σωματικής και κατ' οίκον έρευνας που έλαβε νομοτύπως χώραν από Αστυνομικά Όργανα σε βάρος του κατηγορουμένου και της οικίας αυτού που βρίσκεται στον ... διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατείχε, είχε δηλαδή είχε δηλαδή στη φυσική εξουσία του κατά τρόπο να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή της και να τη διαθέτει πραγματικά κατά τη βούλησή του, ποσότητα 399 γραμμαρίνη ινδικής κάνναβης σε φούντα (τα 4 γραμμάρια τα έφερε μαζί του και τα 395 γραμμάρια τα εφύλασσε στην οικία του). Την ως άνω ποσότητα ναρκωτικής ουσίας αυτός είχε αγοράσει κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2005 στη ... και από άγνωστο άτομο αντί του ποσού των τριακοσίων (300) ευρώ. Οι ως άνω πράξεις αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικής ουσίας. Ο κατηγορούμενος ομολογεί την υπ' αυτού τέλεση της ως άνω πράξεως πλην όμως ισχυρίζεται ότι αυτός κατά τον κρίσιμο ως άνω χρόνο ήταν χρήστης ινδικής κάνναβης και ότι την ως άνω ποσότητα ναρκωτικών προόριζε για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά των δικών του αναγκών και γι' αυτό το λόγο αιτείται τη μετατροπή της αποδοθείσης σ' αυτόν κατηγορίας σε προμήθεια και κατοχή υπ' αυτού ναρκωτικής ουσίας πράξη προβλεπομένη και τιμωρουμένη κατ' άρθρον 12 παρ. 1 του Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρον 29 παρ. 1 του Κ.Ν.Ν.). Λόγω όμως του ότι η ως άνω ποσότητα ναρκωτικής ουσίας ήταν αρκετά μεγάλη ο ως άνω ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν και εντεύθεν να κηρυχθεί ένοχος αυτός των αποδοθεισών σ' αυτόν πράξεων της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών προς δε κηρυχθεί αυτός ένοχος του ότι στον ... και κατά το από 18.6.2005 εώς της 15.10.2005 χρονικό διάστημα με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος έκανε επανειλημμένα χρήση ινδικής κάνναβης σε ποσότητα που δεν προσδιορίσθηκε. Και την πράξη του αυτή την παραδέχθηκε ο κατηγορούμενος. Οι ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α' και ε' ΠΚ) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν αφού προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος είχε καταδικασθεί στο παρελθόν για παραβάσεις των Ν. 2696/1999, και Ν. 489/1976 προς δε και κατά το παρελθόν είχε συλληφθεί να κατείχε ποσότητα 700 γραμμαρίων ινδικής κάνναβης, η δε επικαλουμένη από αυτόν καλή συμπεριφορά δεν επιδείχθηκε προς την κοινωνία και σε καθεστώς ελευθερίας του αλλά κατά το χρόνο κράτησής τους στις φυλακές".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέβαλε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τα άνω εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγής τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 84 παρ. 2δ, 94 παρ. 1 και 98 ΠΚ, 4 παρ. 1 και 3 πιν Α5, 5 παρ. 1 περ. β και ζ και 12 παρ. 1 του ν. 1729/1987, όπως τα άρθρα 5 και 12 αντικαταστάθηκαν και από τα άρθρα 10 του ν. 2161/1993 και 5 παρ. 3 του ν. 3189/2003, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης. Περαιτέρω και όσο αφορά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι δεν λήφθηκαν υπόψη: α) η υπ' αριθμ. πρωτ. 5920/039/000/2005 έκθεση εξέτασης του Γενικού Χημείου του Κράτους και β) η υπ' αριθμ. 2331/17-10-2005 ιατροδικαστική έκθεση του ιατρού ... πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης ανεγνώσθησαν τα ανωτέρω έγγραφα (βλ. υπ' αριθμ. 1 και 4 έγγραφα στο τέλος της 6ης σελίδας των πρακτικών αυτών). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο κατέληξε στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση λαμβάνοντας υπόψη αναμφίβολα το ως άνω έγγραφο και την έκθεση πραγματογνωμοσύνης ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, εκ των οποίων το πρώτο αναφέρεται στη χημική εξέταση της κατεχόμενης από τον αναιρεσείοντα ναρκωτικής ουσίας με τη διαπίστωση ότι πρόκειται για ΚΑΝΝΑΒΗ, από το δεύτερο δε που στο συμπέρασμά του αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων δεν είναι τοξικομανής, στο οποίο άλλωστε κατέληξε το Δικαστήριο με τη συνεκτίμηση και συναξιολόγηση και των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως οι παραπάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Επίσης με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του: α) τον αυτοτελή ισχυρισμό περί προμήθειας και κατοχής των 399 γραμμαρίων ινδικής κάνναβης προς ιδία χρήση, ως εκ και της μεγάλης ποσότητάς της και β) τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου (έχει και άλλη κατηγορία για ναρκωτικά) και της καλής συμπεριφοράς του για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του (με την επισήμανση ότι κατά το διάστημα αυτό δεν τελούσε υπό καθεστώς ελευθερίας), χωρίς να απαιτείται και η παράθεση άλλων πρόσθετων στοιχείων. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγος της κρινόμενης αίτησης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος και την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23 Μαρτίου 2009 αίτηση του ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 313-314/2009 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ