Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 84 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Ισότητα παροχών.




Περίληψη:
Οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται την ειδική παροχή των 176 ευρώ, ανεξάρτητα από το δικαίωμα τους στην απόληψη ειδικών επιδομάτων και λοιπών αμοιβών, όπως το προβλεπόμενο επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης εκπαιδευτικών λειτουργών, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης εργασίας των εκπαιδευτικών.




Αριθμός 84/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος - καθ' ου η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα. Εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Λαμπρόπουλο, Πάρεδρο ΝΣΚ με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Γ. Γ. του Α., κατοίκου ..., 2) Π. Π. του Σ., κατοίκου ..., 3) Α. Σ. του Β., κατοίκου ..., 4) Μ. Μ. του Χ., κατοίκου ..., 5) Β. Δ. του Ι., κατοίκου ..., 6) Μ. Γ. του Ε., κατοίκου ..., 7) Α. Κ. του Μ., κατοίκου ..., 8) Π. Κ. του Κ., κατοίκου ..., 9) Ε. Ν. του Ν., κατοίκου ..., 10) Γ. Τ. του Δ., κατοίκου ..., 11) Ό. Γ. του Δ., κατοίκου ..., 12) Ε. Μ. του Γ., κατοίκου ..., 13) Κ. Τ. του Ι., κατοίκου ... και 14) Κ. Μ. του Θ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Σιντόρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων - καθ' ων η κλήση: 1) Β. Δ. του Π., κατοίκου ... και 2) Θ. Π. του Δ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-12-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ηγουμενίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 103/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 16-11-2009 αίτησή του. Εκδόθηκε η 47/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Η υπόθεση επανήλθε για συζήτηση με την από 8-4-2011 κλήση των υπό στοιχ. 1ου έως και 10ου αναιρεσιβλήτων - καλούντων.
Εκδόθηκε η 1683/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία και πάλι κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση με την από 17-6-2012 κλήση των καλούντων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 23-11-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρ. 108, 226, 228, 495, 498 και 568 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης γίνεται με κατάθεση αυτού στο γραμματέα του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, μετά την οποία κάθε διάδικος μπορεί, φέροντας αντίγραφο αυτού και της προσβαλλόμενης απόφασης στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου, να ζητήσει προσδιορισμό δικασίμου και να φέρει για συζήτηση την υπόθεση με κλήση κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου, που έχει κατατεθεί ή και αυτοτελώς, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο. Ο προσδιορισμός γίνεται με απλή σημείωση του Προέδρου του οικείου τμήματος, στο αντίγραφο της αναίρεσης που έχει κατατεθεί. Τα παραπάνω εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό κάθε άλλης δικασίμου. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, επίσης, ότι, για να είναι νόμιμη η κλήτευση του αναιρεσίβλητου για την ορισθείσα από τον Πρόεδρο του αρμόδιου τμήματος του Αρείου Πάγου δικάσιμο προς συζήτηση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από το αν η συζήτηση επισπεύδεται από τον αναιρεσείοντα ή από κάποιον από τους αναιρεσιβλήτους, είναι αναγκαία η, προς τον αναιρεσίβλητο που απουσιάζει, επίδοση, νόμιμα και εμπρόθεσμα, και αντιγράφου του δικογράφου της αιτήσεως αναίρεσης, που κατατέθηκε. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 568 § 4 και 576 § 1 και 3 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι σε περίπτωση ερημοδικίας στην αναιρετική δίκη ερευνάται, αυτεπάγγελτα, αν ο απολειπόμενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και μόνο σε αρνητική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση για όλους τους διαδίκους. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η από 16-11-2009 αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 103/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας προσδιορίσθηκε για εκδίκαση στη δικάσιμο της 7-12-2010, κατά την οποία η συζήτηση της κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στη συνέχεια οι αναιρεσίβλητοι, πλην των 11ης και 15ου, με την από 17-6-2012 κλήση τους ζήτησαν και ορίσθηκε νέα δικάσιμος της συζήτησης της υπόθεσης, εκείνη που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, κατά την ανωτέρω δικάσιμο, το αναιρεσείον και οι επισπεύδοντες αναιρεσίβλητοι παρέστησαν με δήλωση του αρθρ. 242 § 2 ΚΠολΔ, ενώ δεν εμφανίσθηκαν οι αναιρεσίβλητοι Β. Δ. (11η) και Θ. Π. (15ος), ούτε εκπροσωπήθηκαν από δικηγόρο (έχοντα σχετική προς τούτο πληρεξουσιότητα) με δήλωση κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ. Από τις 2226Γ και 2227Γ/13-7-2012, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας ... προκύπτει ότι αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης και της κλήσης για εμφάνιση κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους απολειπόμενους αναιρεσίβλητους. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει το δικαστήριο στη συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία των.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτήν, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια, επιδικάζουν την παροχή αυτήν και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του Συντάγματος, να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου που περιέχει την ευμενή ρύθμιση. Αν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν μόνο την αντισυνταγματικότητα της διάταξης που εισάγει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να μπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση, τότε θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα και δεν θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία. Αυτό δε δεν αντίκειται στο άρθρο 80 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο", διότι ο νόμος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευμενή διάταξη (ΑΠ (ολ) 28/1992). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2738/99, (ο οποίος εισήγαγε το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων), η συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου, λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι τα ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κ.λπ.) μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α.: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμισθούν κανονιστικώς, βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων κατά περίπτωση. Με το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις" ορίσθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής: "1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμοδίου υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπογράφηκαν κατά το έτος 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται ολικά ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβανομένου υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών του συνολικού ποσού των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των παροχών αυτών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους ... Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002". Δυνάμει της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διάταξης και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων (όπως προαναφέρθηκε, με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 3016/2002, η ρύθμιση της παρ. 1, δηλαδή της χορήγησης της ειδικής παροχής, μπορούσε να επεκτείνεται και στο προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών, του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999), εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), με τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω χρηματική παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και 176 ευρώ από 1-7-2002, σε όλους σχεδόν τους με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους του Ελληνικού Δημοσίου, και των ΝΠΔΔ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις" και ειδικότερα, εκδόθηκαν, εκτός άλλων, και οι αναφερόμενες λεπτομερώς στην προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αναίρεση απόφαση κοινές υπουργικές αποφάσεις. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η μισθολογική αυτή παροχή χορηγήθηκε σε όλους τους ως άνω μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/97, καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. και λοιπά ΝΠΔΔ. Όλες οι προαναφερθείσες Κ.Υ.Α. έχουν ουσιωδώς όμοιο περιεχόμενο: Επικαλούνται τις διατάξεις των άρθρων 14 του Ν. 3016/2002 και 1 του Ν. 3029/2002, καθορίζουν το ποσό της ειδικής παροχής σε 88 ευρώ από 1-1-2002 και σε 176 ευρώ από 1-7-2002, ορίζουν ότι η καταβολή αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κινήσεως κ.λπ.), ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων και ότι συνεντέλλεται με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων και αναφέρουν ως δικαιούμενους της παροχής όλους τους υπαλλήλους της αντίστοιχης υπηρεσίας που αφορά η απόφαση, χωρίς μνεία κάποιου λόγου ή αιτίας που δικαιολογεί τη χορήγησή της ειδικά στους εν λόγω υπαλλήλους. Ενώ δηλαδή η χορήγηση της μηνιαίας ειδικής παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 προβλέφθηκε προκειμένου να εξομαλυνθούν οι μισθολογικές διαφορές υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές, με τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή χωρίς να γίνεται στις διατάξεις τους η συγκεκριμένη αναφορά ότι δεν λαμβάνουν πράγματι πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Έτσι, με τη χορήγηση της αμοιβής αυτής και μάλιστα σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα σε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων που αφενός δεν πληρούσαν αποδεδειγμένα την εν λόγω προϋπόθεση και αφετέρου ευρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές μεταξύ τους εργασιακές συνθήκες, η παροχή αυτή απέκτησε το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής που προσαυξάνει, χωρίς άλλη προϋπόθεση, το μισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ., που αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης. Εξάλλου, με το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν. 3205/2003 "μισθολογική ρύθμιση λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις", ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, από της ενάρξεως δε ισχύος του νόμου αυτού (1-1-2004) οι ανωτέρω Κ.Υ.Α. καταργούνται (βλ. και άρθρ. 28 παρ. 4 του ίδιου νόμου). Επομένως, η διαδοχική χορήγηση της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 σε όλους σχεδόν τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. που αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, αδιακρίτως του φορέα, της φύσεως, του είδους και των συνθηκών εργασίας αυτού, κατέστησε την παροχή αυτήν προσαύξηση του μισθού. Έτσι, κάθε υπάλληλος αμειβόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές δικαιούται, κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας, να λαμβάνει ως τμήμα του μισθού του την εν λόγω παροχή, την οποία μόνο από 1-1-2004 (έναρξη ισχύος του Ν. 3205/2003) και εντεύθεν δεν δικαιούται να λαμβάνει ή λαμβάνει μειωμένη, εφόσον αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος λαμβάνει κάποια πρόσθετη μισθολογική παροχή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο απόδοσης. Κατά συνέπεια, η εξαίρεση κατηγορίας εργαζομένων, που τελούν υπό τις αυτές μισθολογικές συνθήκες, από την απόληψη της παροχής αυτής, στερούμενη αιτιολογικού ερείσματος, συνιστά αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση αυτών έναντι των ρητώς κατονομαζομένων ως δικαιούχων υπαλλήλων και οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντάγματος) σε συνδυασ΅ό ΅ε την αρχή της ίσης α΅οιβής και ίσης αξίας εργασίας (άρθρο 22 παρ. 1 περ. β' του Συντάγματος). Συνακόλουθα, ΅ε βάση την αρχή της ισότητας, πρέπει να εφαρμοστεί και για εκείνους σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει και για τις κατηγορίες των εργαζομένων υπέρ των οποίων θεσπίστηκε η ειδική ρύθ΅ιση. Επιπλέον, η εν λόγω παροχή αποτελεί, γενική μισθολογική προσαύξηση και είναι ανεπίδεκτη αλληλοκαλύψεως και συμψηφισμού κατά την ειδική έννοια του άρθρου 14 Ν. 3016/2002.
Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας, το οποίο δίκασε ως εφετείο, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι οι αναιρεσίβλητοι είχαν προσληφθεί από το αναιρεσείον με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, υπηρετούντες ως εκπαιδευτικοί (αναπληρωτές) και υπάγονται στο ενιαίο μισθολογικό πλαίσιο που διέπει τον ευρύτερο τομέα του Δημοσίου, τους ΟΤΑ και τα νπδδ, όπως αυτό ίσχυε με το Ν. 2470/1997 και από 1.1.2004 με το Ν. 3205/2003. Αυτοί δεν λαμβάνουν την ειδική μισθολογική παροχή που με βάση τις Κ.Υ.Α., οι οποίες εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, χορηγείται σε ευρείες και ετερόκλητες κατηγορίες μισθωτών με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου της Δημόσιας Διοίκησης και ΝΠΔΔ. Ειδικότερα, οι ρητώς κατονομαζόμενοι δικαιούχοι λαμβάνουν την παροχή αυτή χωρίς ειδικές προϋποθέσεις και χωρίς οποιαδήποτε συνάρτηση με το είδος ή το εύρος της παρεχόμενης εργασίας, με αποτέλεσμα η χορήγηση της να έχει προσλάβει, λόγω της εν γένει κανονιστικής αντιμετώπισης της, χαρακτήρα επιμισθίου εργασίας, ήτοι γενικής προσαύξησης των τακτικών αποδοχών των εργαζομένων, σωρευτικά ΅ε την ενιαία και απρόσβλητη μισθολογική βάση του Ν. 2470/1997 και Ν. 3205/2003. Έτσι, οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται την παροχή αυτή ανεξάρτητα από το δικαίωμα τους στην απόληψη ειδικών επιδομάτων και λοιπών α΅οιβών η παροχών, που λόγω των ειδικών και ιδιαζουσών συνθηκών εργασίας τους δικαιολογημένα καταβάλλονται ΅όνο στους εκπαιδευτικούς, όπως το προβλεπόμενο από την παράγραφο 4 του άρθρου 8 του Ν. 2470/1997 επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης εκπαιδευτικών λειτουργών, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο ΅ε το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης εργασίας των εκπαιδευτικών, που είναι η διδασκαλία καθώς και η προετοιμασία αυτής. Κατά συνέπεια η μη χορήγηση σ' αυτούς της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 αποτελεί ευθεία παραβίαση τόσο της αρχής της ισότητας των Ελλήνων ενώπιον του νόμου όσο και του δικαιώματός τους ως εργαζομένων, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, για ίση αμοιβή για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, που έχουν καθιερωθεί με τις διατάξεις των όρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β' αντίστοιχα, του Συντάγματος. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος κατά της 5/2008 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ηγουμενίτσας, με τον οποίο αυτό παραπονούνταν για το ότι εσφαλμένως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι οι αναιρεσίβλητοι, υπό την ως άνω ιδιότητά τους, δικαιούνταν την προαναφερόμενη ειδική παροχή, και ακολούθως επικύρωσε την εν λόγω απόφαση, κατά το μέρος αυτό, με το οποίο είχαν επιδικαστεί υπέρ των ήδη αναιρεσιβλήτων, για την αμέσως πιο πάνω αιτία, τα στην απόφαση αυτήν ειδικότερα αναφερόμενα, αντίστοιχα χρηματικά ποσά. Κρίνοντας έτσι το Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 2470/1997, 1 παρ. 1 του ν. 3205/2003, 14 παρ. 2, 3 και 4 του ν. 3016/2002 και 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1, 80 του Συντάγματος. Επομένως ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβίασης των αμέσως πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που παραστάθηκαν (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 16-11-2009, αίτηση του αναιρεσείοντος για την αναίρεση της 103/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που παραστάθηκαν, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή