Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Δόλος.
Περίληψη:
Τραπεζική επιταγή. Δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για δόλο και γνώση εκδότη ακάλυπτης επιταγής. Σιωπηρή ανάκληση προπαρασκευαστικής απόφασης. Όχι ανάγνωση μαρτυρικών καταθέσεων άλλης ποινικής δίκης αν δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης με προβολή των λόγων για απόλυτη και σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, για έλλειψη αιτιολογίας και για υπέρβαση εξουσίας.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2506/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Μαστρογιαννοπούλου, περί αναιρέσεως της Α85648/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 339/2009.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 12-9-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεσή της υπ' αριθμ. 85648/2008 καταδικαστική απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Με την ως άνω αίτηση ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος για το έγκλημά της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών που μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως και επιπλέον χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2000) ευρώ. Ως λόγοι αναίρεσης προβάλλονται η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και η έλλειψη ακρόασης, η έλλειψη της απαιτούμενης για την απόφαση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στ. Α, Β, Δ και Η του ΚΠΔ). 1. Κατά το άρ. 548 ΚΠΔ, το δικαστήριο μπορεί να πάντοτε να ανακαλεί τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις του. Τέτοια απόφαση είναι και η αναβλητική του άρ. 352 παρ. 4 ΚΠΔ για ισχυρότερες αποδείξεις.
Συνεπώς και αυτή μπορεί να ανακληθεί κατά τη νέα μετ' αναβολή συζήτηση της υπόθεσης. Η ανάκληση μπορεί να είναι και σιωπηρή, αν το δικαστήριο της υπόθεσης, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις, χωρίς τις νέες που διέταξε, όπως εξέταση και άλλων μαρτύρων κ.λ.π. Περαιτέρω, κατά το άρ. 364 ΚΠΔ, στο ακροατήριο διαβάζονται εκτός των άλλων και τα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, καθώς και τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί. Κατά δε το άρ. 327 παρ. 2 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να προσκαλέσει μάρτυρες με δικές του δαπάνες. Τέλος, κατά τα άρ. 141 και 142 ΚΠΔ, τα πρακτικά της συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν εκτός των άλλων τις προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων που υποβάλλονται προφορικώς ή εγγράφως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η ανάγνωση των πρακτικών της ίδιας ποινικής δίκης που αναβλήθηκε είναι υποχρεωτική. Το ίδιο και για την ανάγνωση των εγγράφων που υπέβαλε ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, καθώς και για την εξέταση των μαρτύρων που προσκάλεσε ο κατηγορούμενος με δικές του δαπάνες. Εάν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών του κατηγορουμένου για την ανάγνωση των πρακτικών, εγγράφων και την εξέταση μαρτύρων του ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακρόασης, σύμφωνα με το άρ. 590 παρ. 1 στοιχ. Β' και 170 παρ. 2 ΚΠΔ. Η έλλειψη όμως ακρόασης προϋποθέτει υποβολή έγγραφης ή προφορικής αίτησης ή πρότασης που να συνοδεύεται με την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών τα οποία παρέχονται στον κατηγορούμενο μετά από το νόμο, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών παρά μόνο προσβολή των για πλαστότητα ή διόρθωση των κατά τη διαδικασία του άρθ. 145 ΚΠΔ.
2. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την αναφερόμενη σ' αυτή αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση και του επιβλήθηκε η ως άνω αναφερόμενη ποινή. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ως λόγος αναίρεσης η έλλειψη ακρόασης του αναιρεσείοντος, διότι το δικαστήριο που δίκασε την έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αρνήθηκε και δεν απάντησε σε αίτησή του για ανάγνωση των πρακτικών της ίδιας ποινικής δίκης που αναβλήθηκε με την υπ' αριθμ. 68836/2008 (προγενέστερη της προσβαλλόμενης) απόφασή του, για να κληθεί και προσέλθει σ' αυτό ως μάρτυρας ο ΑΑ, που πρότεινε ο ίδιος ως ουσιώδη μάρτυρα για την υπόθεση. Το ίδιο αίτημα υπέβαλε και η εκπροσωπήσασα του τότε εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείουσα συνήγορος του δικηγόρος Παναγιώτα Μαστρογιαννοπούλου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στις 17-12-2008. Το αίτημα όμως αυτό, όπως προκύπτει υπό τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που έχει κατά λέξη "το Δικαστήριο δεν θεωρεί αναγκαία την αναβολή της υπόθεσης για να προσέλθει ο μάρτυρας ΑΑ, η βίαιη προσαγωγή του οποίου κατέστη ανέφικτη, συνακόλουθα το υποβληθέν από την υπεράσπιση αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί". Πρέπει να αναφερθεί ο μάρτυρας αυτός είχε εξετασθεί στην πρωτοβάθμια δίκη και η κατάθεση των περιεχόντων στα ενσωματωμένα στην τότε εκκαλούμενη υπ' αρ. 53599/2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που αναγνώσθηκε κατά την εκδίκαση της έφεσης του αναιρεσείοντος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων εκπροσωπούμενος στη δευτεροβάθμια δίκη από την προαναφερόμενη συνήγορο του δεν ζήτησε την ανάγνωση των προηγούμενων υπ' αρ. 38836/2008 πρακτικών και απόφασης (προπαρασκευαστικής - αναβλητικής), την οποία ανακάλεσε σιωπηρώς, όπως είχε εξουσία και δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει σχετική αιτιολογία, με το να προχωρήσει στην κατ' ουσίαν έρευνα της υπόθεσης. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β και Δ ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, δηλαδή περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, έλλειψης ακροάσεως του και ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση λόγω μη ανάγνωσης της προμνημονευόμενης προπαρασκευαστικής απόφασης και της απόρριψης του αιτήματος της αναβολής της δίκης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ακόμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 2 ΚΠΔ στο ακροατήριο διαβάζονται τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Δηλονότι για την ανάγνωση και λήψη υπόψη των εγγράφων άλλης ποινικής ή πολιτικής δίκης πρέπει να έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τη δίκη αυτή και το Δικαστήριο της ουσίας στο οποίο προσκομίζονται να κρίνει ότι η ανάγνωση τους είναι χρήσιμη για την ερευνώμενη από αυτό η υπόθεση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου της ουσίας η συνήγορος του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος ζήτησε την ανάγνωση των καταθέσεων των μαρτύρων ΑΑ και ΒΒ που είχαν δώσει στον αρμόδιο ανακριτή και τη διενέργεια κυρίας ανάκρισης σχετικής με τη μήνυση του αναιρεσείοντος σε βάρος του ΓΓ για πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος, χωρίς όμως να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι για τη μήνυση αυτή εκδόθηκε ήδη αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Το Δικαστήριο απέρριψε το παραπάνω αίτημα του αναιρεσείοντος, με την αιτιολογία ότι επί της μηνύσεως του σε βάρος του ΓΓ δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση. Η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής και συνεπώς από τη μη ανάγνωση των δύο προαναφερομένων καταθέσεων δεν συνέβη απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με τη στέρηση κάποιου υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος. Γι' αυτό ο από τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ και 510 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ σχετικός λόγος της κρινόμενης αίτησης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ως άνω πλημμέλεια πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 501 παρ. 1 και 340 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως η πρώτη τροποποιήθηκε με άρθρα 48 παρ. 1 και 24 παρ. 1 του ν. 3160/2003 αντίστοιχα, προκύπτει ότι σε πταίσμα ή πλημμελήματα αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο, ο εκκαλών-κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως μπορεί να εκπροσωπηθεί δια συνηγόρου, ο οποίος ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν. Η εκπροσώπηση, όμως αυτή δεν περιλαμβάνει και την κατά το άρθρο 366 του ΚΠΔ απολογία του κατηγορουμένου, η οποία είναι πάντοτε προφορική και άμεση, πρέπει δεν να δίδεται από το ίδιο και όχι από τον εκπροσωπούντα αυτόν, ο οποίος δεν αποκτά από την ιδιότητα του αυτή και την ιδιότητα του κατηγορουμένου και δεν μπορεί να απολογηθεί γι' αυτόν και να απαντά στις ερωτήσεις γι' αυτόν.
Συνεπώς, εφόσον από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, προκύπτει ότι ο διευθύνων τη συζήτηση στην συνήγορο του αναιρεσείοντος Παναγιώτα Μαστρογιαννοπούλου, στην οποία (συνήγορο) είχε επιτρέψει το δικαστήριο να εκπροσωπήσει τον απόντα εκκαλούντα, ήδη αναιρεσείοντα, έδωσε τελευταία, μετά τη λήψη της αποδεικτικής διαδικασίας, το λόγο και ανέπτυξε τις απόψεις της, ως προς την ενοχή του εκπροσωπουμένου και την ποινή, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, η οποία να δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ αίτησης (υπό στοιχεία ββ της 4ης σελίδας αυτής) με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και γι' αυτό απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του, αντικειμενικώς, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση των απαιτούμενων από το νόμο στοιχείων και τη θέση της υπογραφής του εκδότη επί του εντύπου και αφετέρου έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, υποκειμενικώς δε γνώση του εκδότη, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, της ελλείψεως αυτής (ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων) και τη θέληση ή την αποδοχή πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Εξ άλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από το ίδιο, είτε από το συνήγορό του, και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 85648/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών τυπική ήταν εκπρόσωπος της εκδότριας εταιρίας "BITTORIA ΕΛΛΑΣ ΑΕ", της οποίας ουσιαστική εκπρόσωπος και διαχειριστής των υποθέσεων της ήταν ο ΓΓ. Ο τελευταίος είχε συμφωνήσει με τον κατηγορούμενο, που εργαζόταν ως υπάλληλος στην άνω εταιρία να είναι Πρόεδρος του Δ.Σ. της ο κατηγορούμενος, διότι ο ΓΓ αντιμετώπιζε προβλήματα με τις Τράπεζες. Τις συναλλαγές και τις παραγγελίες των εμπορευμάτων με βάση τις οποίες εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές τις έκανε ο κατηγορούμενος με την εγκαλούσα εταιρία "ΜΕΤΑΛΛΟΥΜΙΝ ΑΕΒΕ" και αυτός της έδωσε τις επίδικες επιταγές, που είχε υπογράψει ο ίδιος. Ειδικότερα πρόκειται για τις υπ' αριθμ. ..., ..., ... επιταγές έκδοσης στις 31-3-2001, 15-3-2001, 28-2-2001 αντίστοιχα, ποσού 10.000.000, 9.000.000, 5.000.000 δραχμών σε διαταγή της "ΜΕΤΑΛΛΟΥΜΙΝ ΑΕΒΕ", πληρωτέες στη "ΛΑΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ" ΚΑΙ "ALPHA BANK", οι οποίες όταν εμφανίσθηκαν για πληρωμή στις 8-3-2001, 28-2-2001 δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων, ο δε κατηγορούμενος γνώριζε την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων και παρά ταύτα προέβη στην έκδοση αυτών. Γι' αυτό ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Ακολούθως το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο του αναιρεσείοντα για το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών που μετέφερε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ κάθε μία ημέρα φυλάκισης, και χρηματική ποινή 2000 ευρώ.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 98 ΠΚ και 79 του ν. 5960/19336 σε συνδυασμό με άρθρο 1 του ν.δ. 337/69, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο στον νδ/τος 1325/1972 και με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν 2408/1996 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, πρωτοβάθμια απόφαση και όλα τα λοιπά έγγραφα) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγατε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις του τότε εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας και των μαρτύρων υπεράσπισης. Ειδικότερα η αιτίαση ότι το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην περί ενοχής κρίση του μόνο από την κατάθεση του τότε εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγοντος Ψ, εκτός του ότι αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον στο οικείο μέρος των πρακτικών αναφέρεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπό δη του για τον σχηματισμό της κρίσης του τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, είναι απορριπτέα καθόσον με τον τρόπο αυτόν πλήττεται απαραδέκτως η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης απορριπτέα είναι η αιτίαση του αναιρεσείοντος περί ελλείψεως αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγω του ότι δεν αναφέρεται πως προέκυψε η αυτουργία της στην παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1993, ως αβάσιμη, καθόσον σαφώς αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτός κηρύχθηκε ένοχος ως αποκλειστικώς εκδότης των τριών (3) αναφερομένων σ' αυτήν ακάλυπτων επιταγών. Τέλος, απορριπτέα είναι και η τελευταία αιτίαση της κρινόμενης αίτησης του αναιρεσείοντος περί ελλείψεως αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδικώς ως προς το δόλο ή τη γνώση του για τις ακάλυπτες επιταγές, ως μη νόμιμη, καθόσον μετά την τροποποίηση του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής ασκεί απλός ή ενδεχόμενος δόλος και δεν απαιτείται άμεσος, η ύπαρξη δε δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, ούτε η γνώση του για έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων (ΑΠ 1721/2008, ΑΠ 2061/2007). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως τις κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ως προς την περί ενοχής του κρίση του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12 Φεβρουαρίου 2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 85648/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Δεκεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ