Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2110 / 2014    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Δήμοι, Δικηγορική αμοιβή, Δημαρχιακή επιτροπή.




Περίληψη:
Αμοιβή δικηγόρου έναντι ΟΤΑ, από αναγκαστική απαλλοτρίωση. Για την παροχή πληρεξουσιότητας αρκεί η απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής. Αβάσιμοι αναιρετικοί λόγοι για κακή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και ελλιπή αιτιολογία. Απαράδεκτοι αναιρετικοί λόγοι που συνδέονται με τη συμμόρφωση του δικαστηρίου της παραπομπής στην αναιρετική απόφαση ή που ερείδονται σε ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας. Απορρίπτει την αίτηση.




Αριθμός 2110/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "Δήμος Αμαρουσίου", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας δικηγόρου Αλεξάνδρας Ζηνέλη, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Χ. - Κ. Β. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) με την ιδιότητά του ως δικηγόρος και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-12-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 234/2007 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 145/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζήτησε ο ήδη αναιρεσίβλητος με την από 2-9-2010 αίτησή του. Επ' αυτής εκδόθηκε η 1027/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την τότε προσβαλλόμενη απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Επακολούθησε νέα συζήτηση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, μετά την οποία εκδόθηκε η 7301/2013 απόφαση αυτού. Κατά της τελευταίας, μετ' αναίρεση, απόφασης ο αναιρεσείων άσκησε την από 27-2-2014 αίτησή του με την οποία ζητεί την ακύρωσή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 25-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ.2 περ. ι' του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο για την παρούσα υπόθεση, η δημαρχιακή επιτροπή, μεταξύ άλλων, αποφασίζει για την πρόσληψη πληρεξουσίου δικηγόρου και για την ανάκληση της πληρεξουσιότητάς του, σε όσους δήμους είτε δεν έχουν προσληφθεί δικηγόροι, με μηνιαία αμοιβή είτε, αυτοί που έχουν προσληφθεί, δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε ανώτατα δικαστήρια. Και περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ.1 περ. α' και β' και παρ.2 του π.δ. 410/1995, ο δήμαρχος εκπροσωπεί το δήμο στα δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή και εκτελεί τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου και της δημαρχιακής επιτροπής, επί πλέον δε και κατ' εξαίρεση, σε περίπτωση που δημιουργείται προφανής κίνδυνος ή ζημία των δημοτικών συμφερόντων από την αναβολή, ο δήμαρχος μπορεί να λάβει μέτρα για θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της δημαρχιακής επιτροπής, οφείλει, όμως, να υποβάλει αμέσως τις ενέργειές του στην έγκρισή της. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι χωρίς απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής ή, υπό προϋποθέσεις, χωρίς επιγενόμενη έγκριση εκ μέρους της δεν είναι δυνατό να υπάρξει, εγκύρως, παροχή πληρεξουσιότητας προς δικηγόρο, για να εκπροσωπήσει τον οικείο ΟΤΑ σε δικαστήριο. Και, αντιστρόφως, η ύπαρξη σχετικής αποφάσεως της δημαρχιακής επιτροπής και η, δυνάμει αυτής, παράσταση δικηγόρου στο αρμόδιο δικαστήριο, ως εντολοδόχου του οικείου ΟΤΑ, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά της συνεδρίασης, υποδηλώνει την ύπαρξη δικαστικής πληρεξουσιότητας και τη διενέργεια διαδικαστικής πράξεως σύμφωνα με αυτή. Η δυνάμει πληρεξουσιότητας παράσταση στο ακροατήριο ισχυροποιεί και τις προπαρασκευαστικές πράξεις, εάν κατά την προηγηθείσα επιχείρησή τους δεν είχε δοθεί ακόμη η πληρεξουσιότητα (ΚΠολΔ 104). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.1 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης κατά αποφάσεως του δικαστηρίου τη παραπομπής, εφ' όσον με το λόγο αυτό προσβάλλεται η απόφαση κατά το μέρος εκείνο, με το οποίο συμμορφώθηκε προς την αναιρετική. Ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προβλήθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας.
2. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 7301/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα: Ότι ο εναγόμενος (ήδη αναιρεσείων) Δήμος Αμαρουσίου Αττικής, με την 86/8-5-2001 απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής, είχε αναθέσει στον ενάγοντα (ήδη αναιρεσίβλητο), που είναι δικηγόρος Αθηνών, την εντολή και πληρεξουσιότητα για παράσταση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 18-5-2001 ή μετ' αναβολή, προς υποστήριξη της από 10-1-2001 αιτήσεως του Δήμου για καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημιώσεως λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως των εκεί αναφερομένων ακινήτων. Ότι η εν λόγω αίτηση είχε συνταχθεί και κατατεθεί ενώπιον εκείνου του δικαστηρίου, την 12-1-2001, από άλλο δικηγόρο και συγκεκριμένα το Σ. Β., αδελφό του ενάγοντος. Ότι αργότερα, με την 60/24-4-2002 απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής, ο εναγόμενος ανέθεσε και πάλι στον ενάγοντα την εντολή και πληρεξουσιότητα για παράσταση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 26-3-2002 ή μετ' αναβολή, προς υποστήριξη της από 5-12-2001 αιτήσεως του Δήμου για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος αποζημιώσεως για την ίδια απαλλοτρίωση. Ότι επί της αιτήσεως (και επί των αντιθέτων αιτήσεων των αντιδίκων του Δήμου) εκδόθηκε η 4855/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία καθορίσθηκε ως αποζημίωση για τις απαλλοτριωμένες εκτάσεις μετά των επικειμένων το συνολικό ποσό των 23.348.812,20 ευρώ και ως αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων των δικαιούχων της αποζημίωσης (ήτοι των αντιδίκων του Δήμου) το συνολικό ποσό των 638.936,58 ευρώ. Ότι ο ενάγων εκτέλεσε τις ως άνω εντολές και εκπλήρωσε όλες τις συναφείς προς αυτές υποχρεώσεις, οπότε και δικαιούται (κατ' αρχήν) την αμοιβή εκ ποσοστού 1% επί του συνολικού ποσού της αποζημιώσεως, η οποία ήδη επιδικάσθηκε με αμετάκλητη διάταξη της [τότε] εκκαλουμένης 234/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι ο ενάγων δεν δικαιούται αμοιβή για σύνταξη και κατάθεση της αιτήσεως του Δήμου προς καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημιώσεως, διότι αυτή, όπως αναφέρθηκε, έγινε από άλλο δικηγόρο. Ότι, παρά ταύτα, ο ενάγων συνέταξε και κατέθεσε την από 5-12-2001 αίτηση του Δήμου για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος αποζημιώσεως. Ότι ναι μεν για την ενέργεια αυτή δεν είχε χορηγηθεί, εγκύρως και πριν από την επιχείρησή της, εντολή και πληρεξουσιότητα στον ενάγοντα, πλην, όμως, η εν λόγω ενέργειά του εγκρίθηκε, εκ των υστέρων και σιωπηρώς, με την προς αυτόν, εκ μέρους της αρμόδιας δημαρχιακής επιτροπής και δια της 60/24-4-2002 αποφάσεως αυτής, παροχής της εντολής και πληρεξουσιότητας προς υποστήριξη της από 5-12-2001 αιτήσεως για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος αποζημιώσεως ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Ότι μετά την έγκριση αυτή, η οποία, κατ' άρθρο 104 ΚΠολΔ και σύμφωνα με όσα είχαν γίνει δεκτά με την 1027/2012 αναιρετική απόφαση, ισχυροποίησε ως διαδικαστική πράξη την υποβολή της αιτήσεως, οφείλεται αμοιβή 2% επί του συνολικού ποσού της αποζημιώσεως και για την ενέργεια αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 99, 100 παρ.1, 103, 107, 110 και 114 του Κώδικα των Δικηγόρων (του τότε ισχύοντος ν. 3026/1954). Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι η αναλογική αμοιβή του ενάγοντος για τη σύνταξη της αιτήσεως θα έπρεπε να είναι 466.976,24 ευρώ, αλλ' ότι, κατά παραδοχή του σχετικού, εν μέρει καταλυτικού ισχυρισμού του εναγομένου εκ του άρθρου 281 του ήδη ισχύοντος Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006), που είχε προταθεί παραδεκτώς, πρέπει να επιδικασθεί μειωμένη κατά 50%, λόγω της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως του εναγομένου ΟΤΑ. Γι' αυτό και επιδίκασε 233.488,12 ευρώ. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις που αναφέρθηκαν και αποφάνθηκε με επαρκή αιτιολογία, στοιχούμενο προς την αναιρετική απόφαση. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προβάλλονται οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος με το οποίο είτε πλήττεται η συμμόρφωση του δικαστηρίου της ουσίας προς την αναιρετική απόφαση είτε αμφισβητείται οψίμως το κύρος της αποφάσεως της δημαρχιακής επιτροπής, που χορήγησε στον ενάγοντα την εντολή και πληρεξουσιότητα για δικαστική εκπροσώπηση του εναγομένου, είναι απαράδεκτοι.
3. Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την ερμηνευτική προσέγγιση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του, ως προς τη νομική επάρκεια της αγωγής, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη γέννηση και θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα. Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία, η οποία υπάρχει όταν δεν συγκεκριμενοποιούνται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται με τους αναιρετικούς λόγους από το άρθρο 559 αρ.8 ή 14 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, για να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι, κατ' εξαίρεση, λαμβάνονται υπ' όψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και, ειδικώς, δεν αφορά στη δημόσια τάξη.
Συνεπώς, αν προσβάλλεται απόφαση δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και αναιρεσείων είναι ο εφεσίβλητος, ο οποίος, ως εναγόμενος, είχε νικήσει πρωτοδίκως ως προς το συγκεκριμένο, απορριφθέν κεφάλαιο της αγωγής, πρέπει ο περί αοριστίας ισχυρισμός, στον οποίο στηρίζεται ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως, να είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα στο πρωτοδικείο, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο και καταχώρηση στα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, όταν δίκασε σύμφωνα με ειδική διαδικασία (ΟλΑΠ 2/2005) ή, έστω, στο εφετείο, αλλά μόνο εφ' όσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ.
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ΟΤΑ (εφεσίβλητος και εναγόμενος), με τους τρίτο και τέταρτο από τους λόγους της αιτήσεως, ισχυρίζεται ότι η ένδικη, από 21-12-2006 αγωγή, με την οποία ο αναιρεσίβλητος δικηγόρος (εκκαλών και ενάγων) ζητεί την επιδίκαση αμοιβής για την παροχή νομικών υπηρεσιών, είναι αόριστη και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να έχει απορριφθεί, πράγμα που προέβαλε με τις προτάσεις του ενώπιον του εφετείου. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων ΟΤΑ προβάλλει ότι στην αγωγή, αν και αναφέρεται ότι με την 60/24-4-2002 απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής αυτού είχε αποφασισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ.2 περ. ι' του τότε ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995), η παροχή πληρεξουσιότητας προς τον ενάγοντα για να εκπροσωπήσει, ως δικηγόρος, το Δήμο ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση αιτήσεως καθορισμού οριστικής τιμής μονάδος σε αναγκαστική απαλλοτρίωση, αντιθέτως, ουδέν αναφέρεται περί του εάν η εν λόγω απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής αφ' ενός δημοσιεύθηκε νομίμως και αφ' ετέρου υποβλήθηκε εμπροθέσμως στο Διευθυντή της οικείας Περιφέρειας προς έλεγχο νομιμότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 177 και 180 του π.δ. 410/1995. Όπως προκύπτει, όμως, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την ενώπιον εκείνου συζήτηση, ο αναιρεσείων ΟΤΑ, ως εναγόμενος, είχε περιορισθεί να ζητήσει την κατ' άρθρο 281 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006, που ίσχυε κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) κατά 50% μείωση της αμοιβής, που τυχόν οφείλεται στον αναιρεσίβλητο, ως ενάγοντα, αλλά ουδέν είχε ισχυρισθεί σχετικά με το κύρος της ως άνω αποφάσεως της δημαρχιακής επιτροπής και, ειδικότερα, με το ζήτημα της δημοσίευσης και του διοικητικού ελέγχου αυτής. Και πέραν τούτου, ουδεμία από τις προϋποθέσεις της κατ' έφεση, όψιμης προβολής του σχετικού ισχυρισμού επικαλείται. Επομένως, οι εξεταζόμενοι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ.8 και 14 ΚΠολΔ, είναι προεχόντως απαράδεκτοι.
5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση. Δικαστική δαπάνη δεν θα επιδικασθεί υπέρ του νικήσαντος αναιρεσιβλήτου, ελλείψει αιτήματος αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-2-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 7301/ 2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 11η Νοεμβρίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 21η Νοεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή