Θέμα
Οργάνωση εγκληματική, Ακυρότητα επιδόσεως.
Περίληψη:
1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α', Δ, Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για ασάφειες, αντιφάσεις και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσ. ποινικών διατάξεων.
2. Ο κατηγορούμενος μπορεί να αντιλέξει στην πρόοδο της δίκης και να επικαλεσθεί τυχόν ακυρότητα της κλητεύσεώς του ή του εισαγωγικού δικογράφου ή της κλήσεως μόλις εμφανισθεί και μέχρι την έναρξη της συζήτησης (εκδίκασης) της υποθέσεώς του, διαφορετικά καλύπτεται η ακυρότητα και δεν μπορεί να προταθεί σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς να προκύπτει από την παραπάνω παρ. 2 του άρθρου 174 ή από καμία άλλη διάταξη νόμου ότι ο κατηγορούμενος για να αντιλέξει στην πρόοδο της δίκης λόγω άκυρης κλητεύσεώς του οφείλει να επικαλεστεί και να έχει υποστεί κάποια δικονομική βλάβη.
3. Ο προσδιορισμός δικασίμου για σύντομη δικάσιμο, που ήταν γνωστή η σύνθεση του εν λόγω Δικαστηρίου και που αναγράφεται στο σχετικό αποδεικτικό κλήτευσής του κατ/vou , με τυπική αιτιολογία «λόγω κινδύνου επικείμενης παραγραφής της πράξεως», είναι σύννομος και υπάρχει τυπικά αιτιολογημένη πράξη της άνω αρμόδιας Εισαγγελέως για προσδιορισμό στην ανωτέρω σύντομη δικάσιμο, και δε χρειαζόταν ειδικότερη αιτιολογία του κινδύνου παραγραφής, ο οποίος και κρίνεται από το δικαστήριο.
4. Μόνον αν ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα(όχι δε για πλημμέλημα), χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παρ.2 του άρ. 243 , η δίωξη αυτή είναι άκυρη.
5. Ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε από τη μη χορήγηση αντιγράφου της εκθέσεως εφέσεως από την Εισαγγελία, αφού τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει από τον ΚΠΔ, ο δε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να μελετήσει την όλη δικογραφία στο οικείο γραφείο και τα περιεχόμενα σε αυτήν έγγραφα προ της δίκης, και λαμβάνει γνώση και όλων των αναγνωστέων εγγράφων και κατά την ανάγνωσή τους στο ακροατήριο
Αριθμός 1341/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα , Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Σ. Σ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Μιχόπουλο και 2)Α. Κ. του Κ., κατοίκου ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Παναγόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ.4804, 4948/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ι. Μ. του Κ., κάτοικο ..., που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15 Οκτωβρίου 2015 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1155/2015.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης της Σ. Σ. και να γίνει δεκτή η αίτηση του Α. Κ..
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 155 παρ. 1, 2 του ΚΠΔ, η επίδοση κλήσεως στον κατηγορούμενο, αν δεν βρεθεί στην κατοικία ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικός ή οικιακή βοηθός ή θυρωρός, γίνεται με θυροκόλληση. Η επίδοση δε αυτή με θυροκόλληση είναι έγκυρη, μόνον όταν επακολουθεί νομότυπη κλήτευση και του τυχόν διορισθέντος αντικλήτου, δικηγόρου ή μη, του κατηγορουμένου αυτού και δη στην αναφερόμενη στην έκθεση ορισμού τούτου, όπως στην έκθεση εφέσεως, και όχι σε οιαδήποτε άλλη διεύθυνση κατοικίας ή εργασίας. Σε αυτήν την περίπτωση τα αποτελέσματα της επίδοσης αρχίζουν από την επίδοση στον αντίκλητο. Αν δε γίνει νομότυπη επίδοση και προς τον αντίκλητο η επίδοση στον εκκαλούντα μόνο δεν παράγει αποτελέσματα. Αντίθετα, δεν απαιτείται για το νομότυπο της κλητεύσεως του κατηγορουμένου η επίδοση στον τυχόν διορισθέντα αντίκλητό του, όταν η επίδοση της κλήσης δεν έγινε με θυροκόλληση, αλλά με έναν από τους τρόπους που ορίζονται περιοριστικά στην παρ. 1 του άρθρου 155 ΚΠΔ. Η κήρυξη ακυρότητας της επίδοσης της κλήσης ή της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, έχει ως συνέπεια και την ανατροπή της επελθούσας με την επίδοση αναστολής της παραγραφής, ήτοι ο χρόνος παραγραφής του εγκλήματος τρέχει συνεχώς από την ημέρα τέλεσης αυτού και σε περίπτωση συμπληρώσεως της σχετικής προθεσμίας παραγραφής, χωρίς την αναστολή πλέον, το δικαστήριο ή το συμβούλιο, παύει το ίδιο οριστικά την ποινική δίξη, κατ’ άρθρα 111, 112 ΠΚ και 502 παρ.4 ΚΠΔ. Ο απλώς διορισµένος πληρεξούσιος δικηγόρος - συνήγορος σε πρωτοβάθμια δίκη, δεν είναι και δεν καθίσταται αυτοδικαίως και αντίκλητος δικηγόρος του κατηγορουμένου και δεν πρέπει να επιδίδονται σε αυτόν έγγραφα, όπως κλήση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διότι από καμία διάταξη δε συνάγεται ότι είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος δικηγόρος του κατηγορουμένου και άρα ότι πρέπει να επιδίδονται σε αυτόν έγγραφα, αντί αντικλήτου, όπως κλήση του κατηγορουμένου, όταν στον τελευταίο επιδίδεται κάποια κλήση με θυροκόλληση. Ο διορισμός αντικλήτου μπορεί να γίνει με την απολογία του κατηγορουμένου και με την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά της απ’ ευθείας κλήσης αυτού στο ακροατήριο και ισχύει μέχρι πέρατος της δίκης. Η μη τήρηση δε των πιο πάνω διατυπώσεων κατά την επίδοση, συνεπάγεται ακυρότητα αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 154 παρ.2 ΚΠΔ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 174 παρ.2 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι "Η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητήριου θεσπίσµατος του κατηγορουµένου και του αστικώς υπευθύνου και του καταλόγου των µαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους και της πολιτικής αγωγής, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 166 παρ. 3 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εµφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Μπορεί όµως, το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, µολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουµένου ή του αστικώς υπευθύνου". Από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 173 παρ.1 του ΚΠΔ συνάγεται ότι η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο του κατηγορουμένου, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους, καθώς και κάθε ακυρότητα που αναφέρεται στα άρθρα 154 - 166 ΚΠΔ είναι σχετική και αφορά σε διαδικαστική πράξη που κατ’ ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που τυχόν εκδοθεί, αν δεν καλυφθεί, και καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από όλες τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να αντιλέξει στην πρόοδο της δίκης και να επικαλεσθεί τυχόν ακυρότητα της κλητεύσεώς του ή του εισαγωγικού δικογράφου ή της κλήσεως μόλις εμφανισθεί και μέχρι την έναρξη της συζήτησης (εκδίκασης) της υποθέσεώς του, διαφορετικά καλύπτεται η ακυρότητα και δεν μπορεί να προταθεί σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς να προκύπτει από την παραπάνω παρ. 2 του άρθρου 174 ή από καμία άλλη διάταξη νόμου ότι ο κατηγορούμενος για να αντιλέξει στην πρόοδο της δίκης λόγω άκυρης κλητεύσεώς του οφείλει να επικαλεστεί και να έχει υποστεί κάποια δικονομική βλάβη. Για τη βλάβη που αναφέρει το εδάφ. β της άνω παρ. 2, ότι δηλαδή μπορεί όμως το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, µολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουµένου ή του αστικώς υπευθύνου, αφορά την περίπτωση που το δικαστήριο ενεργήσει αυτεπάγγελτα, χωρίς πρόταση της ακυρότητας της επίδοσης της κλήσης και χωρίς αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Η απορρίπτουσα δε την σχετική ένσταση του κατηγορουµένου απόφαση, δηλαδή, περί ακυρότητας της κλήσης στο ακροατήριο, που είναι προπαρασκευαστική, πρέπει και αυτή , κατ’ άρθρο 139 ΚΠΔ, να έχει την κατά τα προεκτεθέντα ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία.
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως οι δύο αναιρεσείοντες, προβάλλουν ακυρότητα της διαδικασίας, για το λόγο ακυρότητας της κλητεύσεώς τους στο ακροατήριο, λόγω κλητεύσεώς τους με θυροκόλληση, χωρίς κλήση και του διορισμένου αντικλήτου δικηγόρου τους Ν. Σ., την οποία πρόβαλαν αμέσως με την εκφώνηση των ονομάτων τους στο ακροατήριο, αντιλέγοντας στην πρόοδο της δίκης, αντιρρήσεις τις οποίες το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε με αιτιολογικό που αντίκειται στις διατάξεις του ΚΠΔ και άρθρου 6 της Σύμβασης της Ρώμης.
Από την προσβαλλόμενη με αρ. 4804,4948/2015 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε την έφεση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά αθωωτικής των κατηγορουμένων αποφάσεως, προκύπτει ότι οι πράγματι ως παραπάνω παραδεκτά προβληθείσες αντιρρήσεις των δύο κατηγορουμένων στην πρόοδο της δίκης, λόγω άκυρης κλητεύσεώς τους στο ακροατήριο, απορρίφθηκαν με την παρακάτω αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, αποδίδονται, στην πρώτη κατηγορουμένη Σ. Σ. οι αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρος και της άμεσης συνεργείας στην αξιόποινη πράξη της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, (του δευτέρου) και στον δεύτερο εξ αυτών Α. Κ. οι αξιόποινες πράξεις της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα (πρώτης) , που φέρονται τελεσθείσες την 26.2.2008 και η υπόθεση παραπέμφθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με απευθείας κλήση. Κατά της απευθείας κλήσης οι κατηγορούμενοι άσκησαν τις υπ’ αριθ. 56 και 55/10.4.2013, αντίστοιχα, προσφυγές, με τις οποίες διόρισαν αντίκλητο τον δικηγόρο Αθηνών Ν. Σ. Δυνάμει της 29504/23.6.2015 απόφασης του Γ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν αθώοι των ως άνω αποδιδόμενων σ’ αυτούς αξιοποίνων πράξεων. Σημειωτέον ότι η πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας ήταν να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι όπως κατηγορούνται. Κατόπιν αιτήσεως του εγκαλούντος Ι. Μ., ασκήθηκε έφεση από την Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στις 2.7.2015, η οποία φέρει αριθμό βιβλίου εφέσεων 2690/2015, προσδιορίστηκε δε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης προς εκδίκαση αυτής. Για την δικάσιμο αυτή επιδόθηκαν στους κατηγορούμενους κλήσεις για να αντικρούσουν την έφεση της Εισαγγελέως, στην πρώτη εξ αυτών την 24.7.2015 και μάλιστα στην ίδια προσωπικά, όπως τούτο προκύπτει από το με ίδια ημερομηνία αποδεικτικό του Επιμελητή Δικαστηρίων Γ. Α. και στον δεύτερο, την 27.7.2015, περί ώρα 10:00 με θυροκόλληση, επειδή δεν βρέθηκε ο ίδιος στην κατοικία του επί της οδού ..., ούτε άλλο από τα πρόσωπα του άρθρου 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δικ., όπως τούτο προκύπτει από την επιδοθείσα στον εν λόγω κατηγορούμενο κλήση. Οι κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και, δια των συνηγόρων υπεράσπισης τους, ισχυρίστηκαν ότι η κλήση προς εμφάνιση αυτών στο παρόν Δικαστήριο επιδόθηκε σ’ αυτούς με θυροκόλληση, χωρίς να έχει επιδοθεί στον αντίκλητο δικηγόρο τους επικαλούμενοι δε ότι συντρέχει απόλυτη ακυρότητα εκ του λόγου αυτού, αντέλεξαν στην πρόοδο της δίκης. Ο ισχυρισμός περί μη νομίμου κλητεύσεως της πρώτης κατηγορουμένης κρίνεται απορριπτέος, διότι η κλήση, όπως προαναφέρθηκε, επιδόθηκε στην ίδια και, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, δεν απαιτείτο να γίνει και στον αντίκλητο δικηγόρο αυτής. Καθόσον αφορά στον δεύτερο κατηγορούμενο, η κλήση προς εμφάνιση αυτού επιδόθηκε με θυροκόλληση χωρίς να έχει επιδοθεί στον αντίκλητο δικηγόρο του. Και είναι γεγονός ότι η μη τήρηση των πιο πάνω διατυπώσεων, κατά την επίδοση, συνεπάγεται ακυρότητα αυτής η οποία είναι σχετική και αφορά σε διαδικαστική πράξη που κατ’ ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο, ωστόσο, δεν έγινε επίκληση από τον δεύτερο κατηγορούμενο, ούτε και αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος υπέστη κάποια βλάβη εκ του λόγου αυτού, δεδομένου ότι δεν αμφισβητεί πως έγκαιρα έλαβε γνώση της ως άνω δικασίμου, ήτοι κατά τον ως άνω χρόνο θυροκόλλησης της κλήσης στον τόπο της κατοικίας του, είχε δε, έκτοτε, χρόνο επαρκή να παρασκευάσει την υπεράσπιση του και πράγματι παρασκεύασε αυτήν, παριστάμενος και αυτός όπως και η συγκατηγορουμένη του, με τους ίδιους, κοινούς συνηγόρους υπεράσπισης, με τους οποίους είχαν παραστεί και πρωτοδίκως, και οι οποίοι πρόβαλλαν τους ισχυρισμούς τους - κοινούς γι’ αμφότερους τους κατηγορουμένους. Πρέπει παρά ταύτα, και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, να απορριφθούν αντίθετοι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων και συνακόλουθα οι αντιρρήσεις αυτών στην πρόοδο της δίκης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης".
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης που επισκοπούνται, για την έρευνα σχετικού ως παραπάνω πρώτου λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα παρακάτω: Από το από 24-7-2015 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Γ. Α., το οποίο δεν προσβάλλεται από τους αναιρεσείοντες για πλαστότητα, προκύπτει ότι ο εν λόγω δικαστικός επιμελητής παρέδωσε προσωπικά στην ίδια την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Σ. Σ. την κλήση για εμφάνιση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την οποία καλείτο αυτή να εμφανιστεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά την 7-9-2015 που θα εκδικαζόταν η με αρ. εκθ. 2690/2015 έφεση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά της με αρ. 20929, 22946,29504 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, και επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, αφού δεν έγινε κλήση αυτής με θυροκόλληση, δεν χρειαζόταν επίδοση της κλήσης αυτής και στον διορισμένο αντίκλητο δικηγόρο αυτής και η κλήτευσή της στο άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι νόμιμη και οι προβληθείσες υπ’ αυτής στο ακροατήριο αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης αμέσως με την εκφώνηση του ονόματός της στο ακροατήριο, ήταν αβάσιμες και ορθά απορρίφθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ , Β’ , Δ’ , Η’ του ΚΠΔ, της αναιρεσείουσας Σ. Σ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Όσον αφορά όμως τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Α. Κ., ο ίδιος ως παραπάνω πρώτος λόγος αναιρέσεως, είναι βάσιμος, διότι , καίτοι η κλήση για εμφάνιση αυτού στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από έφεση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, από τον δικαστικό επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Γ. Σ., με το επισκοπούμενο από 27-7-2015 αποδεικτικό επιδόσεως, έγινε στις 27-7-2015, με θυροκόλληση, επειδή δε βρέθηκε ο ίδιος στην κατοικία του, ούτε άλλο από τα πρόσωπα του άρθρου 155 παρ. 1 του ΚΠΔ, δεν επιδόθηκε αντίγραφο της κλήσης και στο νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, το δικηγόρο Ν. Σ., που τον είχε διορίσει νομότυπα με τη με αρ. 55/10-4-2013 προσφυγή του κατά της απ’ ευθείας κλήσης του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διορισμός που ουδέποτε προκύπτει ή γίνεται επίκληση ότι ανακλήθηκε, αφού οι έτεροι διορισθέντες στο ακροατήριο ως συνήγοροι υπεράσπισης δικηγόροι των κατηγορουμένων στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, διορίστηκαν μόνο για υπεράσπιση, όχι και ως αντίκλητοι δικηγόροι, ο δε διορισμός συνηγόρου υπερασπίσεως δε σημαίνει και ορισμό αυτού ως αντικλήτου δικηγόρου, η δε παραπάνω εκτιθέμενη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για απόρριψη των παραδεκτά προβληθεισών για τον άνω λόγο αντιρρήσεων του κατηγορουμένου αυτού στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για μη πρόοδο της δίκης, "ότι οι αντιρρήσεις είναι απορριπτέες, γιατί δεν έγινε επίκληση από τον αντιλέγοντα κατηγορούμενο ότι υπέστη κάποια βλάβη εκ του λόγου μη κλήτευσης του αντίκλητου δικηγόρου του", δεν βρίσκει, κατά τα προαναφερθέντα, στήριγμα στο νόμο. Επομένως, η επελθούσα ακυρότητα της κλήτευσης του άνω κατηγορουμένου Α. Κ. με θυροκόλληση, χωρίς κλήτευση και του υπάρχοντος ως άνω αντικλήτου δικηγόρου αυτού Ν. Σ., δεν καλύφθηκε και επήλθε ακυρότητα και της περαιτέρω χωρήσασας διαδικασίας και έκδοσης καταδικαστικής αποφάσεως και ο συναφής, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ , Β’ , Δ’ , Η’ του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος αυτού Α. Κ., είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αυτού και να αναιρεθεί η απόφαση ως προς αυτόν, παρέλκουσας της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως του αναιρεσείοντος αυτού. 2. Περαιτέρω, ως προς τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως της Σ. Σ., λεκτέα τα εξής:
Επειδή, κατά μεν την παράγραφο 1, 2, του άρθρου 17Β’ του Ν. 1756/1988 περί ΚΟΔΚΔΛ, που ορίζει ότι στα δικαστήρια που προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, όπως του Εφετείου Αθηνών, γίνεται μεν κλήρωση για την κατάρτιση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων, στις δικασίµους κάθε µήνα, στην παρ. όμως 8 περ. 1 του άνω νόμου ορίζεται ότι "Απαγορεύεται να προσδιοριστεί ή ν’ αναβληθεί υπόθεση σε δικάσιµο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται: α. Ο προσδιορισµός 1) αν συµπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήµατος, οπότε ο αρµόδιος εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογηµένη πράξη, που παραµένει στη δικογραφία, 2) αν ο κατηγορούµενος κρατείται και συµπληρώνεται το ανώτατο όριο της προσωρινής του κράτησης, 3) αν πρόκειται για υποθέσεις του άρθρου 27 παρ. 2 του παρόντος νόµου, 4) αν ο νόµος ορίζει προθεσµία προσδιορισµού. β. Η αναβολή 1) αν ο νόµος ορίζει προθεσµία αναβολής, 2) αν συντρέχει λόγος αναβολής σε σύντοµη ρητή δικάσιµο, που αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση". Με την τροποποίηση δε που επήλθε στο άρθρο αυτό, με την παρ. 13 του άρθρου 19 του ν. 4267/2014, η μεν παρ. 8 του άνω άρθρου καταργήθηκε, ενώ στην παρ. 9 και 10 του νέου τροποποιημένου άρθρου 17 του ν. 1756/1988, ορίζονται τα εξής: "παρ. 9. Απαγορεύεται να προσδιοριστεί ή να αναβληθεί υπόθεση σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται : α. ο προσδιορισμός : αα) αν συμπληρώνεται ο χρόνος παραγραφής του εγκλήματος οπότε ο αρμόδιος εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στη δικογραφία .. παρ.10 Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι στα ποινικά δικαστήρια των οποίων οι συνθέσεις προσδιορίζονται με ειδική κλήρωση των δικαστικών λειτουργών, όπως του Εφετείου Αθηνών, ναι μεν απαγορεύεται να προσδιορισθεί υπόθεση σε δικάσιμο, για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, αλλά, κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται να γίνει τέτοιος προσδιορισμός, αν συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήματος, οπότε ο αρμόδιος Εισαγγελέας, αν κρίνει ότι συντρέχει η άνω περίπτωση κινδύνου παραγραφής εγκλήματος, εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στην δικογραφία, κατά δε την παράγραφο 10 του άρθρου τούτου, η μη τήρηση, μεταξύ άλλων, της διάταξης της παρ. 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται, αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης. Περαιτέρω, από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 4, 8 παρ. 1, 25, 28 Συντάγματος, 169 παρ. 1, 170 παρ. 1 και 171 παρ. 1δ’ ΚΠΔ, 6 ΕΣΔΑ, συνάγεται, ότι ναι μεν δεν στερείται κανένας, χωρίς την θέλησή του, τον δικαστή, που τον ορίζει ο νόμος και από την μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 1756/1988 επέρχεται σχετική ακυρότητα, πλην, όμως, προκειμένου για συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής ή κινδύνου παραγραφής του εγκλήματος, επιτρέπεται, η σύντμηση της προθεσμίας κλήτευσης του κατηγορουμένου, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ή η αναβολή της υποθέσεως για δικάσιμο που ήδη έχει γίνει κλήρωση των συνθέσεων και είναι γνωστά πλέον τα ονόματα των δικαστών που θα δικάσουν την υπόθεση αυτή, από τον αρμόδιο εισαγγελέα και με αιτιολογημένη πράξη αυτού, που εκδίδεται έστω και μετά την κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν παραβιάζεται το Σύνταγμα, ούτε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και δεν στερείται ο κατηγορούμενος, χωρίς την θέλησή του, από τον ορισμένο εκ του νόμου φυσικό ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστή του, καίτοι γνωρίζει την σύνθεση του δικαστηρίου αυτός, αφού τούτο δεν συνιστά παράνομη στέρηση του νόμιμου δικαστή, ενώ, ακόμη, δεν παραβιάζεται ο τρόπος εμφάνισης, η υπεράσπιση και η άσκηση των προσηκόντων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθόσον κλητεύεται νομοτύπως να εμφανισθεί και, παρουσιαζόμενος, μπορεί ν’ ασκήσει τα υπό του νόμου παρεχόμενα σε αυτόν δικαιώματα, η δε συνδρομή ή μη κινδύνου επικείμενης παραγραφής, που να δικαιολογεί την άνω σύντμηση προθεσμίας ή προσδιορισμό σε δικάσιμο που είναι γνωστή η σύνθεση του δικάζοντος δικαστηρίου, κρίνεται από το ίδιο το δικάζον δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, καθώς διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. 4804,4948/2015 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η αναιρεσείουσα ζήτησε να κηρυχθεί άκυρη η κλήτευσή της στο παραπάνω και εκδόσαν την απόφαση αυτή Δικαστήριο, διότι ο προσδιορισμός της δικασίμου της 10-9-2015, έγινε από την Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών στις 20-7-2015, ήτοι το Τριμελές Εφετείο Αθηνών θα δίκαζε την υπόθεσή της μετά την κλήρωση της σύνθεσής του, που έγινε για μεν την πρόεδρο τον Ιούνιο του 2015, για δε τα μέλη στις 14-7-2015 και συνεπώς ήταν γνωστή η σύνθεση του εν λόγω Δικαστηρίου, ενώ δε συνέτρεχε κίνδυνος παραγραφής, αφού η παραγραφή των πλημμελημάτων που θα δικαζόταν συμπληρώνεται στις 26-2-2016. Το ανωτέρω δικαστήριο, με προπαρασκευαστική και συμπροσβαλλόμενη (άρθρο 504 παρ. 4 ΚΠΔ) απόφασή του απέρριψε το προσημειωθέν αίτημα της αναιρεσείουσας με την παρακάτω αιτιολογία: "Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 1756/1988, απαγορεύεται να προσδιοριστεί ή να αναβληθεί υπόθεση σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται ο προσδιορισμός, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και αν συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήματος, οπότε ο αρμόδιος εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στη δικογραφία, η μη τήρηση δε, μεταξύ άλλων, της διάταξης που προβλέπει τα ανωτέρω συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται, αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 8 παρ. 1 του Συντάγματος 170 παρ. 1 και 171 παρ. 1δ’ ΚΠΔ συνάγεται, ότι ναι μεν δεν στερείται κανένας, χωρίς την θέληση του, τον δικαστή, που τον ορίζει ο νόμος και από την μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 1756/1988 επέρχεται σχετική ακυρότητα, πλην, όμως, προκειμένου για συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής του εγκλήματος, επιτρέπεται ο προσδιορισμός υπόθεσης σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του Δικαστηρίου, από τον αρμόδιο εισαγγελέα, με αιτιολογημένη πράξη αυτού, έστω και μετά την κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν στερείται ο κατηγορούμενος, χωρίς την θέληση του, από τον ορισμένο εκ του νόμου δικαστή του, καίτοι γνωρίζει την σύνθεση του δικαστηρίου αυτός αφού τούτο δεν συνιστά παράνομη στέρηση του νόμιμου δικαστή, ενώ, ακόμη, δεν παραβιάζεται ο τρόπος εμφάνισης, η υπεράσπιση και η άσκηση των προσηκόντων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθόσον κλητεύεται νομοτύπως να εμφανισθεί και, παρουσιαζόμενος μπορεί ν’ ασκήσει τα υπό του νόμου παρεχόμενα εις τούτον δικαιώματα (ΑΠ 2283/2004 ΠΟΕΝΛΟΓ 2004, 2768); ρύθμιση, η οποία απολύτως συνάδει προς το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ν.Δ 53/1974).
Στην προκειμένη περίπτωση, η έφεση, που άσκησε η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών κατά της αθωωτικής απόφασης 29504/23.6.2015, κατατέθηκε την 2.7.2015 και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο την 14.7.2015, προσδιορίστηκε δε η εκδίκαση αυτής για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Κατά τον χρόνο προσδιορισμού της δικασίμου, ωστόσο, είχε γίνει η κλήρωση των μελών της συνθέσεως του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι έλαβε χώρα για μεν την Πρόεδρο τον μήνα Ιούνιο του ιδίου έτους και των λοιπών μελών την 14.7.2015. Οι αποδιδόμενες στους κατηγορούμενους αξιόποινες πράξεις φέρονται τελεσθείσες την 26.2.2008 και επίκειται παραγραφή των ως άνω πλημμελημματικών αξιοποίνων πράξεων (άρθρα 111 περ.3, 112 και 113 περ.3 του Π.Κ.). Ενόψει ακριβώς της επικείμενης παραγραφής των ως άνω αξιοποίνων πράξεων, προσδιορίστηκε η εν λόγω δικάσιμος, κατ’ εξαίρεση, μολονότι είχε γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του Δικαστηρίου, και μάλιστα με αιτιολογημένη πράξη του Εισαγγελέα, η οποία υπάρχει στη δικογραφία. Μετά ταύτα, και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, πρέπει να απορριφθούν όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τους κατηγορούμενους, δια των συνηγόρων υπεράσπισης αυτών, περί μη νομίμου προσδιορισμού της δίκης για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης".
Από την από 20-7-2015 πράξη της Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών Μαρίας Γαζή, επί του σχετικού φακέλου της δικογραφίας, που επισκοπείται, προκύπτει ότι ο προσδιορισμός της εφέσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά της με αρ. 20929, 22946,29504 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που καθαρογράφηκε και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 14-7-2015, έγινε στις 20-7-2015, για τη δικάσιμο της 7-9- 2015, ενώ ήδη είχαν γίνει οι σχετικές κληρώσεις και ήταν γνωστή η σύνθεση του άνω Εφετείου, "κατ’ εξαίρεση λόγω επικείμενης παραγραφής της σε βαθμό πλημμελήματος εκδικαστέων αξιοποίνων πράξεων ", που έχουν χρόνο τελέσεως την 26-2-2008, κίνδυνος επικείμενης παραγραφής, που πράγματι συνέτρεχε στην προκειμένη υπόθεση που αφορούσε πλημμελήματα, αφού η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως συζητήθηκε την 9-12-2015 και ήδη, κατά τα παραπάνω, για τον ένα αναιρεσείοντα η απόφαση είναι αναιρετέα και θα παραπεμφθεί η υπόθεση για επανασυζήτηση, με χρόνο παραγραφής την 26-2-2016.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, έπεται ότι ο προσδιορισμός δικασίμου για την κρινόμενη υπόθεση από την αρμόδια Αντεισαγγελέα Εφετών έγινε νόμιμα για την δικάσιμο της 10-9-2015, "κατ’ εξαίρεση λόγω επικείμενης παραγραφής της πράξεως", για την οποία διώκεται η κατηγορούμενη (συμπλήρωση οκταετίας στις 26-2-2016) και υπάρχει τυπικά αιτιολογημένη πράξη της άνω αρμόδιας Εισαγγελέως για προσδιορισμό στην ανωτέρω σύντομη δικάσιμο, που ήταν γνωστή η σύνθεση του εν λόγω δικαστηρίου και που αναγράφεται στο σχετικό αποδεικτικό κλήτευσής του και δε χρειαζόταν ειδικότερη αιτιολογία του κινδύνου παραγραφής.
Έτσι, που αποφάνθηκε το προαναφερθέν δικαστήριο, αφενός μεν διέλαβε, στην παραπάνω προπαρασκευαστική απόφασή του, την, κατά τα προεκτεθέντα, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτήν τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν, καθώς και οι σκέψεις, στις οποίες στηρίχθηκε το ανωτέρω Δικαστήριο, για να οδηγηθεί στο προδιαληφθέν πόρισμα, αφετέρου δε απάντησε στο ως άνω αίτημα της αναιρεσείουσας, λαμβάνοντας αυτό υπόψη του, ενώ, τέλος, με βάση τα προεκτεθέντα, δεν παραβιάσθηκε, ούτε το δικαίωμα προς εμφάνισή της ενώπιον του ως άνω ουσιαστικού Δικαστηρίου, ούτε κανένα δικαίωμά της, εκ του νόμου παρεχόμενο σε αυτήν ως κατηγορούμενη, δε στερήθηκε των φυσικών της δικαστών, δεν παραβιάστηκαν οι προαναφερθείσες διατάξεις , ούτε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ούτε οι διατάξεις των άρθρων 8 και 25 του Συντάγματος, ούτε κρίνονται ως αντισυνταγματικές οι παραπάνω διατάξεις, του άρθρου 17 του ν. 1756/1988, όπως ίσχυε και όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4267/12-6-2014 και του τελευταίου νόμου, γι’ αυτό και είναι, απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β’ , Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, συναφείς λόγοι αναιρέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα.
3. Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 του ν. 2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρ. 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν την απορρίπτει ως απαράδεκτη για έλλειψη αιτιολογίας χωρίς να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, όμως δεν προϋποθέτουν συγκεκριμένους όρους άσκησης ενδίκων μέσων κατά της απόφασης που θα εκδοθεί. Περαιτέρω, με την απαγγελία της αθωωτικής απόφασης στο ακροατήριο (με συνοπτική συνήθως αιτιολογία), ο Εισαγγελέας έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, όπου η καταχώριση των μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι μέσα στην ικανή προθεσμία των δέκα ημερών από την έκδοση της απόφασης (άρθρα 473 παρ. 1 και 486 παρ. 1 ΚΠΔ) ο Εισαγγελέας μπορεί αποτελεσματικά να εκτελέσει τα καθήκοντά του και να κρίνει με ασφάλεια αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, όπως ζητεί με σχετική αίτησή του και ο πολιτικώς ενάγων, ή όχι, για άσκηση έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης. Παρέπεται απ’ όλα αυτά, ότι η παραπάνω διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ δεν είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Αυτό διότι με την αξιούμενη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν παραβιάζεται το δικαίωμά του για ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και για χρηστή (δίκαιη) δίκη, ούτε καταλύεται στην πράξη το δικαίωμα αυτό του Εισαγγελέα, με επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για τους πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά αθωωτικής απόφασης και να ζητήσουν την καταδίκη του κατηγορουμένου, αλλά υποβάλλουν συνήθως με τους συνηγόρους τους σχετική αίτηση στον αρμόδιο εισαγγελέα για να ασκήσει ο τελευταίος τέτοια έφεση (ΟλΑΠ 9/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η αιτιολογία της εισαγγελικής εφέσεως κατά της αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και το δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, που δεν απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη, όπως αυτή ζήτησε με παραδεκτά προβληθέντα στο ακροατήριο αυτοτελή ισχυρισμό της, ενώ επήλθε απόλυτη ακυρότητα και σχετική ακυρότητα, γιατί δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο η άνω έκθεσης εφέσεως, συνιστά σάρωση της μήνυσης και της σχετικής αίτησης του πολιτικώς ενάγοντος και δεν της δόθηκε από την εισαγγελία το αιτηθέν αντίγραφο αυτής. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά, η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη Σ. Σ., με την αναγνωσθείσα με αρ. 20929, 22946,29504 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κηρύχτηκε αθώα, λόγω αμφιβολιών, για τις αποδιδόμενες σε αυτή πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και άμεσης συνδρομής σε απάτη στο δικαστήριο, που τέλεσε ο αθωωθείς συγκατηγορούμενός της Α. Κ.. Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών άσκησε νομότυπα τη με αρ. 2690/2015 έφεσή του. Στην έκθεση της έφεσης αυτής, η οποία παραδεκτά επισκοπείται, αναφέρεται, ότι ο Εισαγγελέας αυτός εφεσιβάλλει την πιο πάνω απόφαση με την οποία κηρύχτηκε αθώα η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη και ο συγκατηγορούμενός της, για τους παρακάτω λόγους: ""Ειδικότερα από την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα που εξετάστηκε στο ακροατήριο και τα έγγραφα, που αναγνώστηκαν σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο Ι. Μ. την 10-12-2007, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών Αγωγή κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ και του αντιπροέδρου αυτής Α. Κ. (2ου κατηγορούμενου) με την οποία ζητούσε την αμοιβή του για νομικές υπηρεσίες τις οποίες παρείχε προς την ανωτέρω εταιρία, προκειμένου να ρυθμιστεί αστική και ποινική διαφορά της εταιρίας με την εταιρία PIONEER που εδρεύει στο Παρίσι . Κατά τη διεξαγωγή της δίκης επί της ανωτέρω αγωγής την 26-2-2008 εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας η πρώτη κατηγορούμενη Σ. Σ. η οποία, προς απόκρουση της αγωγής και σε ενίσχυση των αντίθετων ισχυρισμών της τότε εναγόμενης εταιρίας και του συγκατηγορουμένου της Α. Κ. κατέθεσε μια σειρά γεγονότων που διαλαμβάνονται στο κατηγορητήριο που της απαγγέλθηκε και σύμφωνα με τα οποία η ίδια ήταν παρούσα όταν γίνονταν χρηματικές καταβολές από τον συγκατηγορούμενο της στον Ι. Μ. στο γραφείο του ο οποίος είχε αναλάβει μόνο το ποινικό σκέλος της όλης υπόθεσης και πως η ίδια έδινε τα χρηματικά ποσά στον συγκατηγορούμενο της Α. Κ. για να τα δίδει στον δικηγόρο Ι. Μ.. Τα γεγονότα που ισχυρίστηκε η κατηγορούμενη προέκυψε ότι ήταν απολύτως ψευδή. Συγκεκριμένα από τα έγγραφα προέκυψε ότι ο Ι. Μ. δεν ασχολήθηκε μόνο με το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, αλλά προέβη σε σύνταξη πλήθους έγγραφων επιστολών προκειμένου να επιτύχει έναν πολύ δύσκολο εξώδικο συμβιβασμό, σε μια υπόθεση που ουσιαστικά είχε τελειώσει προπολλού με μια επιζήμια για την εταιρία ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ διαιτητική απόφαση. Ωστόσο με την αδιαμφισβήτητη συνδρομή των ενεργειών του εγκαλούντα Ι. Μ., η εταιρία κατάφερε να επιτύχει την εξώδικη αποζημίωση της ύψους 1. 000.000 τουλάχιστον. Η κατηγορούμενη Σ. Σ. κατά την ακροαματική διαδικασία δεν κατάφερε να αποδείξει ότι τα όποια χρηματικά ποσά δήθεν καταβλήθηκαν στον Ι. Μ. προέρχονταν από τη δική της περιουσία. Επιπλέον το Εφετείο Αθηνών με την υπ αριθμ 2729/2009 απόφαση του, που έκανε δεκτή την έφεση του Ι. Μ. και δικαίωσε αυτόν υποχρεώνοντας τους τότε εναγόμενους εφεσίβλητους να καταβάλλουν στον τότε εκκαλούντα το ποσό της τρίτης βάσης της αγωγής του, δηλαδή περίπου 50.000 ευρώ διαψεύδει το σύνολο του περιεχόμενου της κατάθεσης της κατηγορούμενης . Συγκεκριμένα διαψεύδει τον ισχυρισμό ότι έγιναν καταβολές είτε από την ίδια είτε από την ίδια είτε από οποιονδήποτε άλλο ώστε να μην έχει εξαλειφθεί η απαίτηση του Ι. Μ., διαψεύδει το γεγονός ότι ο τελευταίος ασχολήθηκε μόνο με το ποινικό μέρος της απόφασης αφού δέχεται ότι εκείνος ήταν ο συντάκτης και ο αποστολέας μιάς σειράς εγγράφων προς την αντίδικο εταιρία PIONEER τα οποία συνέβαλαν σημαντικά στον εξώδικο συμβιβασμό που ακολούθησε. Το γεγονός ότι η εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε και μετ’ αναίρεση εκδόθηκε η υπ. αριθμ 987/2013 του εφετείου Αθηνών που επιδίκασε μικρότερο χρηματικό ποσόν από το αρχικώς αιτηθέν (12.000 περίπου ευρώ) ουδόλως επιδρά στην διαπίστωση πως η κατάθεση της κατηγορούμενης ήταν ψευδής κατά περιεχόμενο και τούτο διότι η μετ’ αναίρεση αυτή απόφαση αποδέχεται τα ίδια ακριβώς περιστατικά και τροποποιεί μόνο το οφειλόμενο ποσό. Η κατηγορούμενη ουδόλως κατάφερε στην απολογία της να αμβλύνει την ένταση του δόλου της, εμμένοντας να ισχυρίζεται τα γεγονότα που κατέθεσε και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών γνωρίζοντας ότι η αναλήθεια τους κρίθηκε αμετάκλητα. Με την πράξη της αυτή, όχι μόνο τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας καθώς τα απολύτως ψευδή γεγονότα που ανέφερε και τα οποία άσκησαν ουσιώδη επιρροή στον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εξέδωσε την υπ αριθμ 216/2008 απόφαση του, γνώριζε ότι ήταν ψευδή καθώς τα επινόησε η ίδια μαζί με τον συγκατηγορούμενο της , αλλά με τον τρόπο αυτό παρείχε στον συγκατηγορούμενο της και άμεση συνδρομή στην πράξη της απάτης στο δικαστήριο που εκείνος τέλεσε, όταν πέτυχε να παραπλανήσει αυτό και να εκδώσει την ανωτέρω αναφερόμενη πρωτόδικη απόφαση του, στηριζόμενο στην ένορκη κατάθεση της κατηγορούμενης , βλάπτοντας με τον τρόπο αυτό την περιουσία του Ι. Μ., ο οποίος επί μακρό χρονικό διάστημα εμποδίστηκε να εισπράξει την οφειλόμενη σε αυτόν δικηγορική αμοιβή. Ο υπερχειλής δόλος αμφότερων των κατηγορούμενων αναφορικά με τις πράξεις που εκείνοι τέλεσαν ομοίως αποδείχθηκε πλήρως για τους ακόλουθους λόγους: 1. η Σ. Σ. γνώριζε ότι τα όσα κατέθετε ήταν ψευδή αφού το πιθανότερο είναι ότι τα επινόησε η ίδια μαζί με τον συγκατηγορούμενο της και αφορά ως επί το, πλείστον γεγονότα που υποτίθεται ότι αντιλήφθηκε με τις δικές της αισθήσεις 2.Ο κατηγορούμενος της Α. Κ. ο οποίος γνώριζε πολύ καλά ότι όφειλε στον Ι. Μ. την αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρείχε. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο Α. Κ. ήταν εκείνος που με πειθώ φορτικότητα και παραινέσεις έπεισε την συγκατηγορούμενη του Σ. Σ., να καταθέσει τα όσα ψευδή κατάθεσε, σκοπεύοντας να αποκομίσει για τον εαυτό του και για την εταιρία την οποία εκπροσωπούσε ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ το παράνομο περιουσιακό όφελος την μη καταβολής της επίδικης δικηγορικής αμοιβής.
Από τα ανωτέρω προκύψαντα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι, οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις ως άνω αποδιδόμενες σ’ αυτούς πράξεις της για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα (η 1η), απάτης στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας (ο 2ος), ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα (ο 2ος) κα άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο (η 1η) (παράβ. δηλ. των άρ. 1, 14, 26§1α 27, 46, 224§§2-1, 386§1 ΠΚ), και κατά συνέπεια έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι και να καταδικαστούν στην ανάλογη ποινή".
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων για αναιτιολόγητο της παραπάνω εισαγγελικής εφέσεως με την παρακάτω αιτιολογία: "Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 29504/23.6.2015 απόφαση του Γ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και τα πρακτικά, οι κατηγορούμενοι, κηρύχθηκαν αθώοι η πρώτη κατηγορουμένη Σ. Σ. των αξιοποίνων πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρος και της άμεσης συνέργειας στην αξιόποινη πράξη της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, (του δευτέρου) και ο δεύτερος εξ αυτών Α. Κ. των αξιοποίνων πράξεων της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα (πρώτης). Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών άσκησε έφεση, η οποία περιλαμβάνεται στην με αριθμό βιβλίου εφέσεων 269Ό/2015 έκθεση έφεσης. Η αιτιολογία της εφέσεως της Εισαγγελέως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, διότι, θεμελιώνει τον λόγο της εφέσεως της για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν ποιες είναι οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αθωωτικής αποφάσεως περί την εκτίμηση των αποδείξεων και από ποια συγκεκριμένα περιστατικά δικαιολογείται η άσκηση της εφέσεως. Ειδικότερα, δεν αρκείται η Εισαγγελέας να αναφέρει στην έφεση της, τη στερεότυπη έκφραση "για κακή εκτίμηση των αποδείξεων", αλλ’ αναφέρεται στην χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, στα έγγραφα τα οποία αναγνώστηκαν και στην απολογία των κατηγορουμένων και εκθέτει ότι, βάσει των ανωτέρω, προέκυψε η ποινική ευθύνη των κατηγορουμένων, εκ των οποίων η πρώτη κατηγορουμένη, την 26.2.2008, εξεταζόμενη ως μάρτυρας, κατά την διεξαγωγή της δίκης επί της αγωγής του πολιτικώς ενάγοντος, με την οποία ζητούσε την αμοιβή του για νομικές υπηρεσίες, τις οποίες παρείχε προς την εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ" και τον αντιπρόεδρο αυτής δεύτερο κατηγορούμενο, προς απόκρουση της αγωγής και σε ενίσχυση των αντιθέτων ισχυρισμών του δευτέρου κατηγορουμένου και της ως άνω, τότε εναγομένης, εταιρείας, κατέθεσε τα διαλαμβανόμενα στο κατηγορητήριο πραγματικά περιστατικά, εμφανιζόμενη να έχει ιδίαν αντίληψη περί την καταβολή χρημάτων για την ως άνω αιτία στον πολιτικώς ενάγοντα από τον συγκατηγορούμενο και περί του περιεχομένου της δοθείσης προς τον πολιτικώς ενάγοντα εντολής, τα οποία ήταν ψευδή. Αναφέρει επίσης, τα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τα οποία, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να πεισθεί για το γεγονός ότι η πρώτη κατηγορουμένη τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος διότι τα απολύτως ψευδή γεγονότα που ανέφερε και τα οποία άσκησαν ουσιώδη επιρροή στον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που εξέδωσε την 216/2008 απόφαση του, γνώριζε ότι ήταν ψευδή, καθώς τα επινόησε μαζί με τον πρώτο κατηγορούμενο και με τον τρόπο αυτό παρείχε στον συγκατηγορούμενο της και άμεση συνδρομή στην αξιόποινη πράξη της απάτης στο Δικαστήριο, που εκείνος τέλεσε, καθώς πέτυχε, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου ως άνω Δικαστηρίου, να παραπλανήσει αυτό και να εκδώσει την ανωτέρω αναφερόμενη πρωτόδικη απόφασή του, στηριζόμενο στην ένορκη κατάθεση της πρώτης κατηγορουμένης. Επίσης, με την απαιτούμενη αιτιολογία προσδιορίζονται τόσο ο τρόπος και τα μέσα και δη αυτά της φορτικότητας της πειθούς και των παραινέσεων με τα οποία ο δεύτερος, των κατηγορουμένων προκάλεσε στην πρώτη την απόφαση να τελέσει τη διωκόμενη ως άνω αξιόποινη πράξη όσο και η υποκείμενη προς τούτο δόλια προαίρεση της άμεσα συναπτόμενη με την αίσια για τον ίδιο έκβαση της δίκης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία ήταν -εναγόμενος αποβλέποντας με την άνω άδικη πράξη του, στην απόρριψη της αγωγής του πολιτικώς ενάγοντος όπερ και εγένετο, βλάπτοντας με τον τρόπο αυτό, την περιουσία του εγκαλούντος, ο οποίος επί μακρό χρονικό διάστημα εμποδίστηκε να εισπράξει την δικηγορική αμοιβή του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η έφεση, που η εισαγγελέας άσκησε κατά της πρωτοβαθμίου αθωωτικής απόφασης, περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην σχετική έκθεση. Πρέπει, μετά ταύτα και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, να απορριφθεί ο συναφής ισχυρισμός περί απαραδέκτου της εφέσεως που προβλήθηκε από τους κατηγορουμένους δια των συνηγόρων υπεράσπισης αυτών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης" Η αιτιολογία αυτή της εφέσεως της Εισαγγελέως, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 486 παρ.3 του ΚΠΔ, διότι θεμελιώνει τον λόγο της εφέσεως της για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αφού εκτίθεται σ` αυτήν ποίες είναι οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αθωωτικής αποφάσεως περί την εκτίμηση των αποδείξεων και από ποιά συγκεκριμένα περιστατικά δικαιολογείται η άσκηση της εφέσεως. Ειδικότερα εκτίθεται σαφώς στην εκ τριών σελίδων Εισαγγελική έφεση, τί προέκυψε από ολόκληρο το αποδεικτικό υλικό που εισφέρθηκε και αιτιολογεί τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των αξιοποίνων πράξεων σε βάρος των αθωωθέντων δύο κατηγορουμένων και αντικρούονται πλήρως οι αντίθετες παραδοχές της αθωωτικής αποφάσεως.
Ειδικότερα, δεν αρκείται η Εισαγγελέας να αναφέρει στην έφεσή της, τη στερεότυπη έκφραση "για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων", αλλά αναφέρεται στα αποδεικτικά μέσα και εκθέτει ότι βάσει των ανωτέρω προέκυψε η ποινική ευθύνη των δύο κατηγορουμένων. Αναφέρει επίσης, τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τις οποίες, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να πεισθεί για το γεγονός ότι πράγματι η άνω κατηγορουμένη κατέθεσε ψευδή γεγονότα υπέρ του εναγομένου Α. Κ., σε γνώση τελούσα των αληθών, παραπλανήσασα το πρωτοβάθμιο αστικό δικαστήριο και αναφέρει εκτενώς και αναλυτικά από ποία αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ο υπερχειλής δόλος των κατηγορουμένων, ώστε να καταλήξει σε καταδικαστική κρίση και γι’ αυτήν. Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με το να απορρίψει την ένσταση περί απαραδέκτου της εφέσεως και στη συνέχεια με το δεχθεί την Εισαγγελική έφεση και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα, δεν υπερέβη την εξουσία του. Επίσης, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε, ούτε τα υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης παραβιάστηκαν, διότι από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ. 2) προκύπτει ότι η Εισαγγελέας Εφετών της έδρας του δικαστηρίου ανέπτυξε στο ακροατήριο την παραπάνω Εισαγγελική έφεση, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, που πρόσβαλαν την έφεση αυτή ως απαράδεκτη, αναφέρονται εκτενώς και με λεπτομέρειες στο περιεχόμενο της υπ’ αυτών προσβαλλόμενης ως αναιτιολόγητης εφέσεως αυτής, με κατατεθέντες εκ τριών σελίδων εγγράφως και καταχωρηθέντες στα πρακτικά αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, το δε αιτιολογικό του δικαστηρίου αναφέρεται εκτενώς στην έφεση αυτή και το περιεχόμενό της και εκ τούτων συνάγεται ότι η εισαγγελική αυτή έκθεση εφέσεως αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και ουδέν υπερασπιστικό δικαίωμα, ούτε δικαιώματος ακροάσεως, στερήθηκαν οι κατηγορούμενοι, που σαφώς πληροφορήθηκαν το περιεχόμενο αυτής από τη δικογραφία, προ της δικασίμου και πριν προβάλλουν τους άνω εκτενείς αυτοτελείς ισχυρισμούς τους και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε από τη μη χορήγηση αντιγράφου της εκθέσεως εφέσεως από την Εισαγγελία, αφού τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει από τον ΚΠΔ, ο δε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να μελετήσει την όλη δικογραφία στο οικείο γραφείο και τα περιεχόμενα σε αυτήν έγγραφα προ της δίκης, και λαμβάνει γνώση και όλων των αναγνωστέων εγγράφων και κατά την ανάγνωσή τους στο ακροατήριο, η συγκεκριμένη δε έφεση αναπτύχθηκε και στο ακροατήριο προφορικά από την Εισαγγελέα της έδρας.
Επομένως, ο τρίτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ , Β’ , Η` του ΚΠΔ, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
4. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 27 παρ. 3 του ν. 4055/2-3-2012, ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται. Σε κακουργήματα κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Αν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ή Σώματος ή Υπηρεσίας Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 (Α’ 296) και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, μπορεί να μην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση. 2. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα λοιπά εγκλήματα. 3. Αν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει την άσκηση ποινικής δίωξης. 4. Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παράγραφο 2. Όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μπορεί να διαταχθεί και προκαταρκτική εξέταση. 5. Ο αρμόδιος εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο μόνον όταν γίνεται επίκληση ή αναφαίνονται νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν κατά την κρίση του την επανεξέταση της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή καλεί το μηνυόμενο ή αυτόν σε βάρος του οποίου διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση να παράσχει εξηγήσεις". Από τα παραπάνω συνάγονται τα ακόλουθα: Η άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα γίνεται κατά τρεις περιοριστικά αναφερόµενους στο άρθρο 43 ΚΠΔ τρόπους: α) µε παραγγελία για διενέργεια προανάκρισης, στις περιπτώσεις πληµµεληµάτων, υπό τους περιορισµούς του άρθρου 244 εδ. δ’ ΚΠΔ. β) µε παραγγελία για διενέργεια κυρίας ανάκρισης, στις περιπτώσεις κακουργηµάτων και ορισµένων πληµµεληµάτων, για τα οποία συντρέχει περίπτωση επιβολής περιοριστικών όρων, γ) µε εισαγωγή της υπόθεσης απ’ ευθείας στο ακροατήριο µε απ’ ευθείας κλήση του κατηγορουµένου, όπου αυτό προβλέπεται, κατά το άρθρο 244 ΚΠΔ. Ήτοι, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 43 ΚΠΔ, με το άνω άρθρο 27 παρ. 3 του ν. 4055/2012, που αφορά την κίνηση της ποινικής δίωξης, ενόψει του ότι η καθιερωθείσα υποχρεωτική προηγούμενη προκαταρκτική εξέταση δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, στο χρόνο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, καθιερώνεται πλέον, ως υποχρεωτική μόνον για τα κακουργήματα, ενώ για τα πλημμελήματα, αφήνεται το ζήτημα στην κρίση του αρμόδιου για τη δίωξη εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Ειδικά με την παρ. 4, λόγω σημειωθείσας τελευταία μεγάλης αύξησης αβάσιμων αναφορών πολιτών, ανώνυμων και ψευδεπωνύμων, ορίζεται ότι, μήνυση ή αναφορά που υποβάλλεται ανωνύμως, τίθεται αμέσως στο αρχείο, και αναφέρει σχετικώς ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα Εφετών, μπορεί όμως, σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά την κρίση του ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, ο ίδιος ή μετά από επιστροφή από τον εισαγγελέα Εφετών, να διατάξει και προκαταρκτική εξέταση για να διερευνήσει τη βασιμότητα των καταγγελλομένων ή και αργότερα να ανασύρει μία δικογραφία από το αρχείο για επανεξέταση μιας υπόθεσης. Επομένως, μόνον αν ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα(όχι δε για πλημμέλημα), χωρίς να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παρ.2 του άρ. 243, η δίωξη αυτή είναι άκυρη.
Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα προβάλλει απόλυτη ακυρότητα, η οποία αναφέρεται σε πράξη της προδικασίας και συγκεκριμένα υποστηρίζοντας ότι η ακυρότητα επήλθε επειδή ασκήθηκε εναντίον της ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου με απ’ ευθείας κλήση, χωρίς να έχει προηγηθεί διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης. Όμως, για τα πλημμελήματα που η αναιρεσείουσα διώχθηκε ποινικά και παραπέμφθηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα στο ακροατήριο με απ’ ευθείας κλήση, χωρίς να διαταχθεί προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, κατά το άνω άρθρο 43 παρ.1 του ΚΠΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο που ασκήθηκε η κρινόμενη ποινική δίωξη, δεν χρειαζόταν κατά το νόμο να έχει οπωσδήποτε προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση. Άλλωστε, η από την ως παραπάνω επικαλούμενη παράλειψη δημιουργούμενη απόλυτη ακυρότητα, ανάγεται στην προδικασία και ως τέτοια, έπρεπε να προταθεί από τους κατηγορούμενους μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, ήτοι μέχρι και τη συμπλήρωση της δεκαήμερης προθεσμίας της προσφυγής στον Εισαγγελέα Εφετών, με σχετική προσφυγή τους, κατ’ άρθρο 322 του ΚΠΔ ( βλ. Ολ.ΑΠ 1/2008). Επομένως, ο από τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Α’ , Β’ , Δ’ ,Ε’ του ΚΠΔ, 5, 20 Συντ. και 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά πολιτικά δικαιώματα, συναφής τέταρτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
5. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1 και 2 του ΠΚ "με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών όπως είχε προ της τροποποιήσεως με το Ν. 3327/2005 τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.
Επίσης κατ’ άρθρον 386 παρ. 1 ΠΚ, ορίζεται ότι "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: σ) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, η πραγματοποίηση του οποίου, εντεύθεν, και δεν απαιτείται, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. Ο παραπλανώμενος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Εντεύθεν και απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και δια παραπλανήσεως του δικαστού σε πολιτική δίκη, δια της προβολής ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος (να) υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων( ψευδής ένορκη κατάθεση μάρτυρος) από τα οποία ο δικαστής παραπλανήθηκε και εξέδωσε απόφαση, συνεπεία της οποίας επήλθε βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου. Η ένορκη κατάθεση του δράστη αυτού του εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει των εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ’ αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, όπως συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος και της απάτης σε δικαστήριο, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που τη δικαιολογούν. Υπάρχει, όμως, και στην περίπτωση αυτή η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών.
Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 4804,4948/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, οι δύο αναιρεσείοντες, κηρύχθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, ένοχοι, ψευδορκίας μάρτυρα και άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο η αναιρεσείουσα Σ. Σ. και απάτης στο δικαστήριο και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα ο Α. Κ. και τους επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο ετών και τεσσάρων μηνών στον καθένα, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Στην προκειμένη περίπτωση, από την κατάθεση του ανωμοτί εξετασθέντος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, πολιτικώς ενάγοντος, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώστηκαν, από τα έγγραφα, που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο δεύτερος κατηγορούμενος Α. Κ. υπήρξε Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", η οποία υπήρξε, από το έτος 1969, αποκλειστικός εμπορικός αντιπρόσωπος ηχοσυστημάτων αυτοκινήτων στην Ελλάδα της αλλοδαπής (Βελγικής) εταιρείας "PIONEER" και από το έτος 1990 της νεοϊδρυθείσας Βελγικής εταιρείας με την επωνυμία "PIONEER ....", με διαδοχικές ανανεούμενες, μετά τη λήξη τους, συμβάσεις εμπορικής συνεργασίας τριετούς διάρκειας. Με τη λήξη της τελευταίας συμβάσεως, στις 31.3.2003, η αλλοδαπή εταιρεία αρνήθηκε την περαιτέρω ανανέωση της ως άνω πολυετούς συνεργασίας τους. Μετά ταύτα, η ως άνω εταιρεία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", της οποίας θίγονταν τα συμφέροντα από την εξέλιξη αυτή, έχοντας ως νομικούς παραστάτες τους δικηγόρους Β. Α., καθηγητή του Εμπορικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, τον Θ. Π. και Σ. Π., δικηγόρους Αθηνών, άσκησε μία σειρά αιτήσεων για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων και αγωγών, ενώ αξίωνε να της καταβληθεί αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνολικού ποσού 7.500.000 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 14.4.2003 (αρ.εκθ.κατ. 4415/2003) αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία "PIONEER ...." και του Κ., ζητώντας, μεταξύ άλλων, να συνεχιστεί προσωρινά η μεταξύ των μερών σύμβαση διανομής και να μην επιτραπεί στην καθής εταιρεία να συνάψει νέα σύμβαση διανομής με οποιονδήποτε τρίτο για τα ίδια προϊόντα. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 4520/2003 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και διετάχθη, μεταξύ άλλων, η προσωρινή συνέχιση της σύμβασης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κυρίας διαφοράς και απειλήθηκε χρηματική ποινή για κάθε παράβαση, καθώς και η προσωρινή αναστολή της λειτουργίας της από 1.4.2003 σύμβασης διανομής που είχε συνάψει η PIONEER με την ..., η οποία ήταν ήδη διανομέας των λοιπών προϊόντων της PIONEER για οικιακή και επαγγελματική χρήση, διορίστηκε δε διανομέας και των ως άνω προϊόντων, ενώ με την 7246/2003 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε αίτηση ανακλήσεως της ως άνω 4520/2003 απόφασης. Επίσης, κατέθεσε τις από 15.9.2003 (αρ.εκθ.κατ. 3393/2003) και από 10.11.2003 (αρ.εκθ.κατ. 4200/2003) αγωγές ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζητώντας να καταδικαστούν η PIONEER και ο Κ. να της καταβάλουν χρηματική ποινή για την άρνηση συμμόρφωσης αυτών προς την 4520/2003 απόφαση ήτοι τα ποσά των 117.400 και 114.465 ευρώ αντίστοιχα. Με την 1929/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί της δεύτερης αγωγής, ανεστάλη η πρόοδος της δίκης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της πρώτης αγωγής. Κατά της ... και των μελών της ασκήθηκε και η από 30.9.2003 (αρ.εκθ.κατ. 11011/2003) αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και επ’ αυτής εκδόθηκε η 1536/2004 απόφαση η οποία απαγόρευσε προσωρινά την καθής, μεταξύ άλλων, να παρουσιάζεται στο κοινό ως αποκλειστική αντιπρόσωπος της PIONEER και να πωλεί προσωρινά προϊόντα της ως άνω εταιρείας.
Με την από 5.7.2003 προσφυγή κατά της PIONEER η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." προσέφυγε στην υπό της συμβάσεως προβλεπόμενη διαιτησία του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC) στο Παρίσι, με αίτημα να υποχρεωθεί η εναγομένη να συνεχίσει την εκτέλεση της συμβάσεως διανομής για μία ακόμη τριετία. Μετά την προσφυγή στην διαιτησία η ως άνω προσφεύγουσα εταιρεία όρισε διαιτητή τον Αναπληρωτή Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Η. Σ., η PIONEER όρισε ως διαιτητή τον Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Θράκης Κ. Κ. και οι δύο διαιτητές, με κοινή συμφωνία τους, ως επιδιαιτητή τον Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκό Α. Γ. και έτσι συγκροτήθηκε από αυτούς το Διαιτητικό Δικαστήριο. Η διαδικασία ενώπιον του ως άνω Διαιτητικού Δικαστηρίου ολοκληρώθηκε την 14.12.2004 και την 5.1.2005 ακολούθησε διάσκεψη των διαιτητών. Ενώ βρισκόταν στο στάδιο αυτό η διαιτητική διαδικασία και πριν την έκδοση της απόφασης των Διαιτητών, περί τα μέσα του μηνός Μαΐου του έτους 2005, ο δεύτερος κατηγορούμενος, σε γνώση του οποίου περιήλθαν πληροφορίες, που έθεταν, κατά την κρίση του, εν αμφιβόλω την αμερόληπτη κρίση του διαιτητή Κ. Κ., διότι ήταν επόπτης και επιβλέπων καθηγητής στην εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής του νομικού παραστάτη της PIONEER Β. Χ., αν και είχε τους τρείς ως άνω νομικούς παραστάτες ήτοι τους δικηγόρους Β. Α., Θ. Π. και Σ. Π., μετά την άρνηση του Β. Α. να αντιδικήσει με τους συναδέλφους του Κ. Κ. και Α. Γ., επισκέφτηκε τον πολιτικώς ενάγοντα Ι. Μ., Δικηγόρο Αθηνών, τον οποίο του υπέδειξε ο Α. Γ., καθηγητής, κουμπάρος και φίλος αυτού, στο Δικηγορικό του γραφείο στην Αθήνα, όπου μετέβη την 15.5.2005 και του ζήτησε να αναλάβει τον χειρισμό των ποινικών και των αστικής φύσεως υποθέσεων, καθώς και την υποστήριξη εφεξής των εννόμων συμφερόντων της εταιρείας στην ανακύψασα μεταξύ αυτής και της PIONEER διαφοράς τους, κατά τον εκάστοτε ενδεδειγμένο τρόπο, ώστε να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας έκβαση της διαιτητικής διαφοράς, αφού τον ενημέρωσε για την πορεία της ως άνω υπόθεσης και ο πολιτικώς ενάγων ενημέρωσε τον δεύτερο κατηγορούμενο ότι η αμοιβή του προκαταβάλλεται και καθορίζεται από την εργασία του και όχι από το αποτέλεσμα, χωρίς να προσδιορίσει το ύψος αυτής το οποίο θα καθόριζε μετά την μελέτη της δικογραφίας. Ο πολιτικώς ενάγων δέχθηκε την πρόταση και την 17.5.2005 ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέδωσε προσωπικά την δικογραφία στον μηνυτή, στο γραφείο αυτού. Μετά από την εξέταση των μέχρι τότε νομικών και πραγματικών δεδομένων, ως άμεση, ενδεδειγμένη και προσήκουσα ενέργεια, προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εντολέως του, ο πολιτικώς ενάγων έκρινε την υποβολή αίτησης εξαίρεσης του διαιτητή Κ. Κ., τόσον ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC), όσο και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για την σύνταξη δε και την κατάθεση των σχετικών δικογράφων συμφωνήθηκε, μεταξύ του δευτέρου κατηγορουμένου και του πολιτικώς ενάγοντος, ως δικηγορική αμοιβή του το συνολικό ποσό των 12.500 ευρώ, επιφυλάχθηκε, ωστόσο, ο πολιτικώς ενάγων για περαιτέρω δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες του και για τον καθορισμό της συνολικής αμοιβής του, μετά την διεξοδική μελέτη και έρευνα όλων των υπαρχόντων στοιχείων της σχετικής -υπόθεσης της εντολέως του. Στα πλαίσια της δοθείσης σ’ αυτόν εντολής ο πολιτικώς ενάγων συνέταξε και κατέθεσε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εκούσιας Δικαιοδοσίας), την από 6.6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ." περί εξαιρέσεως του Διαιτητή Κ. Κ., η οποία προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 21.10.2005 και επιδόθηκε σε όλα τα μέλη του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, παράλληλα συνέταξε και κατέθεσε στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου αντίστοιχη αίτηση εξαίρεσης του ιδίου ως άνω διαιτητή από την Επιτροπή Διαιτητών. Μετά ταύτα, ο δεύτερος κατηγορούμενος κατέβαλε στον πολιτικώς ενάγοντα την συμφωνημένη, προεκτεθείσα, δικηγορική του αμοιβή και συγκεκριμένα το ποσό των 12.500 ευρώ. Για την καταβολή του ως άνω ποσού εκδόθηκε από τον πολιτικώς ενάγοντα η 68/30.6.2005 απόδειξη, στην οποία αναφέρεται, ως αιτία δαπάνης, η σύνταξη αίτησης εξαίρεσης διαιτητή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο Παρισίων και η οποία παραδόθηκε στον δεύτερο κατηγορούμενο. Για το περιεχόμενο της ως άνω απόδειξης ήτοι ημερομηνία έκδοσης, ποσό και αιτιολογία δαπάνης, δεν διατυπώθηκε διαμαρτυρία ή επιφύλαξη εκ μέρους των κατηγορουμένων, κατά τον χρόνο εγχειρίσεως αυτής στον δεύτερο κατηγορούμενο. Στην συνέχεια η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." ζήτησε από τον πολιτικώς ενάγοντα την εξακολούθηση της παρακολούθησης της υπόθεσης της και τη νομική υποστήριξη των συμφερόντων της, ο πολιτικώς ενάγων δε, εμπιστευόμενος τις διαβεβαιώσεις του δευτέρου κατηγορουμένου ότι η εντολέας θα του καταβάλει την δικηγορική του αμοιβή και την δήλωση του ιδίου ότι δεν μπορεί να πληρώνει ανά υπόθεση, στα πλαίσια της γενικής ως άνω εντολής που του είχε δοθεί, ήτοι του χειρισμού, κατά τον ενδεδειγμένο, κατά την κρίση του, τρόπο της επίδικης υπόθεσης της εντολέως του, προς υπεράσπιση των συμφερόντων της προέβη σε πολλές δικαστικές και εξώδικες ενέργειες. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, συνέταξε την από 9.6.2005 ABM B2005/2896 μήνυση της εταιρείας ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ εναντίον του Κ. Κ., του Α. Χ. και του Β. Χ., η οποία κατατέθηκε, με την επιμέλεια αυτού, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, αποδίδοντας στον πρώτο την αξιόποινη πράξη της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και στους λοιπούς την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης. Την 10.6,2005, κατόπιν γραπτής παραγγελίας του μηνυτή, επιδόθηκε εξώδικη γνωστοποίηση περί της ασκηθείσης ως άνω μηνύσεως, στους Α. Γ., Κ. Κ., Η. Σ. και Μ. Γ.. Την 22.6.2005 συνέταξε και απέστειλε προς την Γραμματεία του ως άνω Διαιτητικού Δικαστηρίου τις από 21.6.2005 απόψεις της εταιρείας "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ", σε σχέση με την από 6.6.2005 αίτηση εξαίρεσης του Κ. Κ. και, στις 23.6.2005, συνέταξε εξώδικες γνωστοποιήσεις των απόψεων της ως άνω εταιρείας, οι οποίες, με γραπτή παραγγελία του, επιδόθηκαν στα μέλη της επιτροπής και τη Γραμματέα αυτής ενώ, την ίδια ημέρα, απεστάλη με φαξ στον μηνυτή, ως πληρεξούσιο δικηγόρο της εταιρείας "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ" το από 22.6.2005 έγγραφο της Επιτροπής Διαιτητών, με τις απόψεις του Διαιτητικού Δικαστηρίου επί της από 6.6.2005 αιτήσεως εξαιρέσεως του Κ. Κ., τις οποίες μελέτησε για τη νομική αξιολόγηση τους. Την 24.6.2005 συνετάγη από τον μηνυτή και παραδόθηκε στον Εκδοτικό Οίκο "Α. Ν. Σ." η από 24.6.2005 επιστολή της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ", με την οποία ζητούσε να απαντηθούν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα επί του περιεχομένου των από 14.6.2005 και 15.6.2005 επιστολών του Α. Σ. προς τους Β. Χ. και Κ. Κ. και να του χορηγηθεί φωτοαντίγραφο του .../19.10.2004 τιμολογίου της. Την 24.6.2005 συνέταξε και απέστειλε προς την Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου τις με ίδια ημερομηνία απόψεις της ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ, προς αντίκρουση των απόψεων των Κ. Κ., Α. Χ., Α. Γ. και Η. Σ., την 27.6.2005, μετά από παραγγελία του ιδίου, ως πληρεξουσίου της "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ", οι από 24.6.2005 απόψεις της κοινοποιήθηκαν προς τους Κ. Κ., Α. Γ., Η. Σ. και Μ. Γ. και στις 30.6.2005 ο μηνυτής συνέταξε, για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΠ", και απέστειλε προς την Γραμματεία του ως άνω Διαιτητικού Δικαστηρίου έγγραφο, στο οποίο διευκρινίζοντο οι λόγοι που καθιστούσαν απαραίτητη την αντικατάσταση όλων των μελών της Επιτροπής Διαιτητών και ζητήθηκε από το Διαιτητικό Δικαστήριο να καλέσει όλα τα μέλη της Επιτροπής Διαιτητών να του γνωστοποιήσουν εάν είχαν στο παρελθόν ή εξακολουθούν να έχουν οποιαδήποτε συνεργασία είτε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους της PIONEER Α. Χ. και Β. Χ., είτε με την δικηγορική εταιρεία με την επωνυμία "Κ. - Γ." είτε με άλλους δικηγόρους - συνεργάτες της δικηγορικής εταιρείας, παράλληλα συνέταξε τις από 30.6.2005 εξώδικες γνωστοποιήσεις προς τους Α. Γ., Κ. Κ., Η. Σ., Μ. Γ. και Α. Χ., για την υποβολή των από 30.6.2005 απόψεων, οι οποίες κοινοποιήθηκαν σ’ αυτούς μετά από γραπτή παραγγελία του μηνυτή. Την 1.7.2005 κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την επιμέλεια του μηνυτή, η με ίδια ημερομηνία και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 8545/2005 αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", σε βάρος των Κ. Κ., Α. Χ., Β. Χ., Α. Γ. και Η. Σ. προς επίδειξη των σ’ αυτήν αναφερομένων εγγράφων και την 4.7.2005 συνέταξε, για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", την με ίδια ημερομηνία επιστολή προς τον Μ. S., ενώ με την επιμέλεια του ιδίου κατατέθηκε, ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." για εξαίρεση του Επιδιαιτητή Α. Γ. και οι από 14.7.2005 εξώδικες γνωστοποιήσεις περί της αποστολής της ως άνω αιτήσεως εξαιρέσεως, που με την επιμέλεια του μηνυτή επιδόθηκαν στους Α. Γ., Κ. Κ., Η. Σ., Μ. Γ. και Α. Χ. Την 14.7.2005 η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." κατέθεσε την Γ05/3403 μήνυση κατά των Κ. Κ., Α. Χ., Β. Χ. και Α. Σ., αποδίδοντας σ’ αυτούς την αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο και στις 27.7.2005 την ΑΒΜ Δ05/3115 μήνυση κατά του Α. Γ., Α. Χ. και Π. Α. αποδίδοντας στον πρώτο την αξιόποινη πράξη της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και τους λοιπούς ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή του πρώτου και με το από 3.8.2005 έγγραφο η ως άνω εταιρεία ενημέρωσε, περί της καταθέσεως της εν λόγω μηνύσεως, το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο. Στις 27.7.2005 η ίδια εταιρεία κατέθεσε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 27.7.2005 (αρ.εκθ.κατ. 5731/2005) αίτηση εξαίρεσης του Επιδιαιτητή Α. Γ., δικάσιμο προς συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 28.11.2005, ενώ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 1.7.2005 (αρ.εκθ.κατ. 8545/2005) αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος των Κ. Κ., Α. Χ.. Β. Χ., Α. Γ. και Η. Σ., με αίτημα την επίδειξη εγγράφων, παρέστη κατά την συζήτηση αυτής, συνέταξε και κατέθεσε έγγραφο σημείωμα.
Την 2.9.2005 δημοσιεύθηκε η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, που ήταν αρνητική για τα συμφέροντα της προσφεύγουσας εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", δεδομένου ότι, κατά πλειοψηφία, και για τους ειδικότερα αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, απορρίφθηκε, στο σύνολο της, η προσφυγή της κατά της αντιδίκου της βελγικής εταιρείας και στις 20.10.2005 υπεγράφη το με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ.", της Βελγικής εταιρείας με την επωνυμία "PIONEER EUROPE Ν. V" και του S. K. προς επίλυση των διαφορών, σύμφωνα με το οποίο, μεταξύ άλλων, η πρώτη εταιρεία αναγνώρισε ως νομικά και ουσιαστικά ορθή την από 2.9.2005 ως άνω απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου και ανακάλεσε όλους τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς που περιέχονται στις διάφορες αιτήσεις, παραιτήθηκε από τα εκκρεμή, μέχρι τον χρόνο αυτό, δικόγραφα και τα συναφή δικαιώματα, ανακάλεσε τις εκκρεμείς, μέχρι τον χρόνο αυτό, μηνύσεις για τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα και για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα δήλωσε ότι στην υποβολή των μηνύσεων προέβη από συγγνωστή πλάνη και, προς αποφυγή περαιτέρω δικαστικών αγώνων, δικαστικών δαπανών, κλπ και προκειμένου να αποκατασταθεί η ομαλή διακίνηση των προϊόντων ήχου αυτοκινήτων PIONEER στην Ελληνική αγορά, η οποία είχε πληγεί από την υφιστάμενη προσωρινή αναστολή της λειτουργίας της μεταξύ της PIONEER και της ... σύμβασης, συμφωνήθηκε η PIONEER να καταβάλει στην εταιρεία με την επωνυμία Κ. το συνολικό εφάπαξ ποσό των 1.000.000 ευρώ. Ο εν λόγω συμβιβασμός υπήρξε επωφελής για τα συμφέροντα της εταιρείας Κ., ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το ποσό αυτό το είχε προσφέρει η PIONEER στην Κ. ήδη τον μήνα Νοέμβριο προς επίλυση όλων των διαφορών τους, πλην όμως η Κ. είχε αρνηθεί τότε την προσφορά αυτή της PIONEER, διότι, η προσφυγή αυτής ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου είχε πλέον απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη, στην επίτευξη δε του εν λόγω συμβιβασμού, όπως προκύπτει από το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, συνέβαλαν τόσο οι ενέργειες των προαναφερθέντων τριών πληρεξουσίων δικηγόρων της εταιρείας Κ. ήτοι των Β. Α., Θ. Π. και Σ. Π., με την επιμέλεια των οποίων είχαν ασκηθεί οι αγωγές και οι αιτήσεις περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, με τις οποίες είχε δημιουργηθεί πρόβλημα στην ομαλή διακίνηση των προϊόντων ήχου αυτοκινήτων PIONEER στην Ελληνική αγορά, όσο και με τις δικαστικές και εξώδικες ενέργειες του πολιτικώς ενάγοντος που σκοπούσαν στην αναζήτηση ενδεχομένων ποινικών ευθυνών των εμπλεκομένων άμεσα ή έμμεσα στην αντιδικία της εταιρείας Κ. με την PIONEER. Ωστόσο, η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", κατά παράβαση της μεταξύ αυτής και του πολιτικώς ενάγοντος καταρτισθείσα σύμβαση, δεν κατέβαλε στον τελευταίο την αμοιβή του. Μετά ταύτα, ο πολιτικώς ενάγων κατέθεσε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 10.12.2007 (αρ.εκθ.κατ. 667/2007) αγωγή του με την οποία ζήτησε, για την ως άνω αιτία, κυρίως το ποσό των 150.000 ευρώ, επικουρικά το ποσό των 100.000 ευρώ και επικουρικότερα το ποσό των 50.000,96 ευρώ. Κατά την συζήτηση της ως άνω αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήτοι κατά την δικάσιμο της 26.2.2008, εξετάστηκε με την επιμέλεια των τότε εναγομένων, ήτοι της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." και του δευτέρου κατηγορουμένου, η πρώτη κατηγορουμένη Σ. Σ., η οποία κατέθεσε τα ακόλουθα: "Η α’ συνάντηση έγινε 15 Μαΐου, ημέρα Κυριακή στο γραφείο του Μ.. Ήμουν εγώ, ο κ. Κ. και ο κ. Μ. και ο Α. Γ.. Ήταν σε αναμονή της έκδοσης από το Διαιτητικό Δικαστήριο. Ήταν οι κ.κ Α. και Π.. Ζητήσαμε ποινικολόγο, γιατί ο κ. Κ. ήταν δικηγόρος αντιδίκου. Ο κ. Μ. θα αναλάμβανε το ποινικό. Πριν από κάθε ενέργεια ο κ. Μ. ήθελε να πληρώνεται, 17/5 πήγε η δικογραφία στο γραφείο του την 17.5. πήγε το πρώτο ποσό στο γραφείο του για αίτηση εξαίρεσης του κ. Κ. 6/6 κατατέθηκε η αίτηση εξαίρεσης και μετά η μήνυση για τον κ. Κ. και ζήτησε αντίστοιχα τα χρήματα. Αίτηση εξαιρέσεως του Γ., μήνυση για Κ. και Σ.. Συνολικά αμοιβή 20.500 ευρώ. Εξέδωσε απόδειξη για 30/6 προχρονολογημένη 12.500 ευρώ. Ήταν απορριπτικές οι αιτήσεις. Συρθήκαμε σε συμβιβασμό όχι επωφελή. Η συνολική απαίτηση μας από Pioneer ήταν 7.500.000 ευρώ πήραμε 1.000.000 ευρώ. Οι λόγοι ήταν ότι εκκρεμούσαν αποφάσεις με τον κ. Α., που δεν της επέτρεπαν να πουλήσει. Πήγα φιλικά στο Γραφείο. Από εμένα έγινε η γνωριμία. Ήμουν παρούσα. Ο κ. Κ. με ενημέρωνε καθημερινά. Ο συμβιβασμός έγινε τον Σεπτέμβριο. Εγώ έδινα τα χρήματα".
Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά 1) ψευδές είναι ότι, κατά την συνάντηση της 15.6.2005 ήταν, εκτός από τον δεύτερο κατηγορούμενο και τον πολιτικώς ενάγοντα, και η ίδια παρούσα (είχε πάει φιλικά στο γραφείο), αλλά και ο Α. Γ., ενώ το αληθές είναι ότι ουδέποτε η εν λόγω κατηγορουμένη είχε μεταβεί στο δικηγορικό γραφείο του εγκαλούντος, όπως τούτο προκύπτει από την σαφή και κατηγορηματική κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία ενισχύεται και από την κατάθεση της εξετασθείσας μάρτυρος Π. Σ., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που περιέχεται στα 216/2008 πρακτικά, η οποία, εργαζόμενη, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στο γραφείο του πολιτικώς ενάγοντος αναφέρθηκε στην προσέλευση του δευτέρου κατηγορουμένου, όταν ζήτησε την συνδρομή του πολιτικώς ενάγοντος, χωρίς να γίνεται αναφορά στην παρουσία και τρίτων προσώπων και κυρίως της πρώτης κατηγορουμένης. Άλλωστε, δεν συνέτρεχε λόγος παρουσίας της πρώτης κατηγορουμένης, δεδομένου ότι η ίδια δεν διέθετε ειδικές γνώσεις, που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην ως άνω συνάντηση των ως άνω άμεσα ενδιαφερομένων μερών, για νομικά θέματα της εταιρείας "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", με την οποία δεν αποδείχθηκε ότι είχε κάποια σχέση. Δεν αποδείχθηκε, επίσης, ανάγκη συστάσεων μεταξύ του πολιτικώς ενάγοντος, του δευτέρου κατηγορουμένου και του Α. Γ., εκ μέρους της πρώτης κατηγορουμένης δεδομένου ότι ο Α. Γ. ήταν κουμπάρος και φίλος του πολιτικώς ενάγοντος και είχε προηγηθεί τηλεφωνική επικοινωνία αυτού με τον πολιτικώς ενάγοντα και ενημέρωση αυτού ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος θα επικοινωνήσει μαζί του, όπερ και εγένετο και στην τηλεφωνική αυτή επικοινωνία ρυθμίστηκε το μεταξύ τους ραντεβού. Μόνη η απολογία της πρώτης κατηγορουμένης, μη ενισχυόμενη από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη ασφαλή κρίση, περί της παρουσίας και αυτής ώστε να έχει ιδίαν αντίληψη περί των διαμειφθέντων, κατά την πρώτη συνάντηση του δευτέρου κατηγορουμένου και του πολιτικώς ενάγοντος. 2) Ψευδές είναι και το ότι ζητήθηκε ποινικολόγος και ότι ο πολιτικώς ενάγων θα αναλάμβανε το ποινικό. Η αλήθεια είναι ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέθεσε στον πολιτικώς ενάγοντα, όπως προαναφέρθηκε, την διενέργεια οιασδήποτε δυνατής δικαστικής και εξωδικαστικής πράξης προκειμένου να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του έκβαση της διαιτητικής διαφοράς με την αντίδικο αυτής εταιρεία PIONEER, αποδείχθηκε δε ότι σε εκτέλεση της ως άνω εντολής του δευτέρου κατηγορουμένου ο πολιτικώς ενάγων προέβη σε πληθώρα δικαστικών ενεργειών, μεταξύ των οποίων και ο προαναφερθείσες, αλλά και εξωδικαστικών και όχι μόνον ποινικής φύσης, για την προάσπιση των συμφερόντων της εταιρείας, όπως λήψη, μετάφραση και μελέτη των εγγράφων, που περιείχοντο στην αστική δικογραφία της επίμαχης αντιδικίας των δύο ανωνύμων εταιρειών, αποστολή εξώδικων δηλώσεων, σύνταξη και κατάθεση μηνύσεων και αιτήσεων εξαίρεσης μελών της Επιτροπής Διαιτητών, τόσο ενώπιον των αρμοδίων ελληνικών δικαστηρίων, όσο και ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, σύνταξη και κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων κ.α. 3) Ψευδές είναι το ότι την 17.5.2005 πήγε το πρώτο ποσό στο γραφείο του πολιτικώς ενάγοντος, δεδομένου από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε κάποια καταβολή κατά τον χρόνο αυτό. Άλλωστε και η ίδια η κατηγορουμένη, απολογούμενη, αναφέρθηκε σε καταβολή 5.000 ευρώ την 27.5.2005, καταβολή, η οποία, σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε. 4) Ψευδές είναι το ότι η συνολική αμοιβή του εγκαλούντος ήταν 20.500 ευρώ, ενώ το αληθές είναι, ότι την 30.6.2005 δόθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 12.500 ευρώ από τον δεύτερο κατηγορούμενο, σε μερική εξόφληση των μέχρι τότε παρασχεθεισών δικηγορικών υπηρεσιών, οπότε αυτός εξέδωσε και ενεχείρισε στον δεύτερο κατηγορούμενο τη προαναφερθείσα 68/2005 απόδειξη παροχής υπηρεσιών και το ποσό αυτό ήταν το μοναδικό ποσό που του κατεβλήθη από την εντολέα του ανώνυμη εταιρεία για τις παρασχεθείσες σ’ αυτήν δικηγορικές υπηρεσίες του. Το ως άνω χρηματικό αυτό ποσό των 12.500 ευρώ δεν αφορούσε το σύνολο των παρασχεθεισών από τον πολιτικώς ενάγοντα δικηγορικών υπηρεσιών προς την εταιρεία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", αλλά αποκλειστικά και μόνο για την σύνταξη και κατάθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της από 6.6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) αίτησης για εξαίρεση του Διαιτητή Κ. Κ., καθώς και τη σύνταξη και κατάθεση στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, στο Παρίσι, αντίστοιχης αίτησης εξαίρεσης του ιδίου Διαιτητή, όπως προκύπτει από το κείμενο της ως άνω απόδειξης παροχής υπηρεσιών. Αλλωστε δεν αποδείχθηκε η έκδοση άλλης έγγραφης απόδειξης ούτε και καταχώρηση άλλης καταβολής, προς τον πολιτικώς ενάγοντα, στα βιβλία της εταιρείας, δεδομένου ότι η εν λόγω εταιρεία διέθετε οργανωμένο λογιστήριο. 5) Ψευδές είναι ότι η ως άνω απόδειξη ήταν προχρονολογημένη, ενώ το αληθές, όπως προαναφέρθηκε, είναι ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε με την καταβολή του ποσού των 12.500 ευρώ, για την σ’ αυτήν αναφερόμενη atria καταβολής. 6) Ψευδές είναι ότι οι αιτήσεις ήταν απορριπτικές, δεδομένου ότι δύο εξ αυτών, ήτοι οι από 6.6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) και από 27.7.2005 (αρ.εκθ.κατ. 5731/2005) αιτήσεις εξαίρεσης των Κ. Κ. και Α. Γ. αντίστοιχα, οι οποίες είχαν προσδιοριστεί προς συζήτηση την 21.10.2005 η πρώτη και την 28.11.2005 η δεύτερη δεν είχαν απορριφθεί, αλλά στο πλαίσιο της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς στο σύνολο της η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." παραιτήθηκε από του δικογράφου των αιτήσεων, αλλά και από του αντιστοίχου δικαιώματος. 7) Ψευδές είναι ότι σύρθηκαν σε συμβιβασμό όχι επωφελή, και ότι οι λόγοι ήταν ότι εκκρεμούσαν αποφάσεις με τον Α., που δεν της επέτρεπαν να πουλήσει, ενώ το αληθές είναι ότι ο πολιτικώς ενάγων, προς υπεράσπιση των συμφερόντων της ως άνω εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." και δη για την αντιστροφή της αρνητικής για τα συμφέροντα αυτής έκβασης της προαναφερθείσης διαιτητικής δίκης, προέβη στις ως άνω δικαστικές και εξώδικες ενέργειες που συνέβαλαν και αυτές σε συνδυασμό με τις λοιπές ενέργειες των αρχικών ως άνω δικηγόρων της ώστε να οδηγηθεί η εν λόγω Βελγική εταιρεία, αν και νικήσασα διάδικος στη διαιτητική δίκη, στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων και να επιτευχθεί εξώδικος συμβιβασμός, μεταξύ των τότε διαδίκων μερών, δυνάμει του οποίου η εταιρεία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", καίτοι ηττηθείσα διάδικος, έλαβε, ως αποζημίωση το σεβαστό ποσό των 1.000.000 ευρώ. Βέβαια, το εάν ο συμβιβασμός ήταν ή όχι επωφελής για την ως άνω εταιρεία, ενέχει κρίση, ωστόσο, αυτή είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τα γεγονότα που κατέθεσε η εν λόγω μάρτυρας και 8) ψευδές είναι ότι η πρώτη κατηγορουμένη έδινε τα χρήματα, ενώ το αληθές είναι ότι η καταβολή του προειρημένου ποσού έγινε από την εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.". Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι η πρώτη κατηγορουμένη γνώριζε ότι τα ως άνω από αυτήν κατατεθέντα ήταν ψευδή, δεδομένου ότι, λόγω της φιλικής σχέσης που διατηρούσε με τον δεύτερο κατηγορούμενο, και την καθημερινή ενημέρωση που είχε από αυτόν, όπως η ίδια παραδέχεται στην απολογία της, γνώριζε τα αληθή, ενώ είχε ιδίαν αντίληψη ότι ουδέποτε είχε μεταβεί στο δικηγορικό γραφείο του πολιτικώς ενάγοντος ούτε είχε η ίδια δώσει χρήματα σ’ αυτόν, τα ανωτέρω δε ψευδή επινοήθηκαν από την ίδια από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της, προς απόκρουση της αγωγής και σε ενίσχυση των αντιθέτων ισχυρισμών της τότε εναγομένης εταιρείας και του συγκατηγορουμένου της.
Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά την συζήτηση της ως άνω από 10.12.2007 αγωγής του πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, προς απόκρουση της αγωγής, στις οποίες, μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: 1) "πράγματι μέσω του δικηγόρου και αναπληρωτού καθηγητού του Διοικητικού Δικαίου, κ. Α. Γ., ήρθαμε σε επαφή με τον ενάγοντα, με τον οποίο συναντηθήκαμε στο γραφείο του επί της οδού ... στις 15 Μαΐου 2005, ημέρα Κυριακή. Στη συνάντηση αυτή παρευρεθήκαμε ο ενάγων, ο κ. Α. Γ., ο δεύτερος εκ των εναγομένων Α. Κ. και η γνωστή και φίλη του τελευταίου Σ. Σ.
2)"Περαιτέρω, και ως προς την αμοιβή του μας εξέθεσε ότι ήθελε να καταβάλλεται προκαταβολικώς για κάθε μία από τις ενέργειες του και ζήτησε να του καταβάλλουμε το ποσόν των 5.000 ευρώ για την σύνταξη, κατάθεση και λοιπές ενέργειες που θα αφορούσαν κατ’ αρχήν την αίτηση εξαιρέσεως κατά του Κ. Κ. Μάλιστα μας δήλωσε ότι η αμοιβή του θα καταβαλλόταν ανεξαρτήτως του αν οι ενέργειες του, που αφορούσαν την υπόθεση εξαιρέσεως και ενδεχομένως των ποινικών ευθυνών, είχε αίσιο ή μη αποτέλεσμα. Η συζήτησή μας περιεστράφη και αφορούσε αποκλειστικώς τους χειρισμούς αναφορικά με τις υποθέσεις αυτές και η εντολή, η οποία εδόθη προς τον ενάγοντα συνίστατο στον χειρισμό του ζητήματος εξαιρέσεως του διαιτητού, που είχε ανακύψει και των τυχόν ποινικών ευθυνών, που πιθανόν προέκυπταν. Στα πλαίσια αυτά, ο β’ από εμάς συμφώνησε και έτσι την Τρίτη 17 Μαΐου 2005 παρεδόθη στον αντίδικο μας η δικογραφία, που αφορούσε την υπόθεση για τα περαιτέρω. Εν συνεχεία την Τετάρτη 18 Μαΐου 2005 η Σ. Σ. μετέβη στο γραφείο του ενάγοντος και του κατέβαλε κατ’ εντολήν και για λογαριασμό μας το ποσό των 5.000 ευρώ για την συμφωνηθείσα αμοιβή που αφορούσε την αίτηση εξαίρεσης".
3)"Στις 7.6.2005 ο δεύτερος από μας συναντήθηκε με τον ενάγοντα, ο οποίος εξέθεσε ότι ήτο έτοιμος να καταθέσει μήνυση εκ μέρους της εταιρείας μας εναντίον των Κ. Κ., Α. Χ. και Β. Χ., διότι κατά την άποψη του στοιχειοθετείτο εναντίον των, του μεν πρώτου ως αυτουργού, των δε άλλων ως ηθικών αυτουργών, το αδίκημα της παρασιώπησης λόγου εξαιρέσεως (άρθρ. 254 ΠΚ). Για τη σύνταξη και κατάθεση της μηνύσεως αυτής ο ενάγων μας ζήτησε ως αμοιβή το ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο εδόθη σε αυτόν στις 9.6.2005, την ίδια δηλαδή ημέρα που ο τελευταίος κατέθεσε την με στοιχεία ΑΒΜ/Β 2005/2896 μήνυση εναντίον των ανωτέρω".
4)"Παραλλήλως την 1.7.2005 κατατέθηκε εκ μέρους της εταιρείας μας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η με αριθμ. καταθ.δικαιολ. 8545/2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά των...Για την σύνταξη και κατάθεση της αιτήσεως αυτής είχε καταβληθεί προς τον ενάγοντα, ήδη από την προηγουμένη (30.6.2005) ως αμοιβή του, το ποσό των 1.500 ευρώ.".
5)"Συγχρόνως ο ενάγων κατέστησε γνωστό στον β’ από μας ότι επρόκειτο να καταθέσει μήνυση εναντίον των Κ.. Κ... διότι κατά ην άποψη του στοιχειοθετείτο πλέον εναντίον τους το έγκλημα της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο... ως αμοιβή για την ενέργεια του αυτή ζήτησε και έλαβε στις 13.7.2005 το ποσό των 3.000 ευρώ".
6)"Μετά την περιέλευση ... ο ενάγων συνέταξε και κατέθεσε την από 27.7.2005 και με αριθμ. κατάθ. Δικογρ. 5731/2005 αίτηση...Για την σύνταξη και κατάθεση της αιτήσεως αυτής ο ενάγων ζήτησε και έλαβε ως αμοιβή το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο του κατεβλήθη στις 25.7.2005...Πράγματι ο ενάγων κατέθεσε την με στοιχεία ΑΒΜ/Δ05/3115 μήνυση της εταιρείας μας εναντίον των Α. Σ.Γ....για το αδίκημα της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης και της συμμετοχής σε αυτό...Για την σύνταξη και κατάθεση της μηνύσεως αυτής, ο ενάγων έλαβε ως αμοιβή την ημέρα της καταθέσεως της το αιτηθέν ποσό των 3.000 ευρώ. Επακολούθησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η συζήτηση της αιτήσεως των Ασφαλιστικών Μέτρων (αίτηση επίδειξης εγγράφων) την 1.8.2005 στην οποία παρέστη ο ενάγων...Την ημέρα μάλιστα αυτή ο ενάγων χορήγησε στον β’ από μας μία προχρονολογημένη την από 30.6.2005 υπ’ αριθμ 68 απόδειξη για ποσό 12.500 ευρώ στην οποία αναφέρεται ότι το ποσόν αυτό αντιπροσωπεύει αμοιβή για την σύνταξη αιτήσεως εξαιρέσεως διαιτητή. Βεβαίως ούτε ο αναγραφόμενος στην απόδειξη χρόνος ήταν ο πραγματικός χρόνος εκδόσεως της ούτε και το ποσόν αντιπροσώπευε αμοιβή μόνον για την αίτηση εξαιρέσεως".
7)"Από όλα όσα λεπτομερώς εκθέσαμε μέχρι τώρα καταδεικνύεται ότι οι ενέργειες - εργασίες του ενάγοντος αφορούσαν αποκλειστικώς και μόνον τον χειρισμό του ζητήματος εξαιρέσεως - αρχικού και επιγενομένου - και αυτής της ποινικώς αξιόλογης συμπεριφοράς που κατά την άποψη του εστοιχειοθετείτο εκ μέρους των προαναφερομένων μελών της Επιτροπής Διαιτητών και λοιπών προσώπων. Αυτό υπήρξε άλλωστε το περιεχόμενο της δοθείσης σ’ αυτόν εντολής και για τις ενέργειες του αυτές και όσες παρεπόμενες συνδέονται με αυτές έλαβε ως συνολική αμοιβή το ποσόν των 20.500 ευρώ.".
8)Η συμβιβαστική αυτή συμφωνία υπεγράφη στις 20 Οκτωβρίου 2005 στην .... Με βάση τη συμφωνία αυτή η εταιρεία μας αναγκάσθηκε να δεχθεί ως αποζημίωση το ποσό των 1.000.000 ευρώ έναντι 7.500.000 ευρώ, που διεκδικούσε, ενώ συγχρόνως υποχρεώθηκε να επιστρέψει εμπορεύματα στην PIONEER - κυρίως - πλαίσια επίδειξης προϊόντων - σημαντικής αξίας...Ο εξώδικος αυτός συμβιβασμός υπήρξε ιδιαιτέρως επαχθής για την εταιρεία μας. Αναγκαστήκαμε όμως να συμβιβαστούμε, διότι μετά την έκδοση της απορριπτικής επί της προσφυγής μας αποφάσεως του Διαιτητικού Δικαστηρίου, περιήλθαμε σε δεινή θέση......
9)Εν προκειμένω πέραν του ότι η εντολή, η οποία εδόθη από τον β’ από εμάς προς τον ενάγοντα δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση, η οποία κατέληξε σε εξώδικο συμβιβασμό, ο τελευταίος δεν ανεμίχθη και στην εκδικασθείσα προσφυγή....αλλά χειρίστηκε αποκλειστικώς και μόνον το ζήτημα της εξαιρέσεως και μάλιστα ανεπιτυχώς καθόσον οι σχετικές αιτήσεις απερρίφθησαν". Από τα ως άνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά είναι ψευδή τα ακόλουθα: 1) ότι στην ως άνω συνάντηση παρευρέθηκε και ο Α. Γ. και η πρώτη κατηγορουμένη, ενώ το αληθές είναι, όπως προαναφέρθηκε, ότι ουδέποτε η εν λόγω κατηγορουμένη είχε μεταβεί στο δικηγορικό γραφείο του εγκαλούντος και ότι η συνάντηση στο γραφείο του πολιτικώς ενάγοντος έγινε μεταξύ αυτού και του δευτέρου κατηγορουμένου, χωρίς την παρουσία της πρώτης κατηγορουμένης και του Α. Γ.. 2) ότι η εντολή, η οποία εδόθη προς τον τότε ενάγοντα συνίστατο στον χειρισμό του ζητήματος εξαιρέσεως του διαιτητού, που είχε ανακύψει και των τυχόν ποινικών ευθυνών, που τυχόν προέκυπταν, ότι την Τετάρτη 18 Μαΐου η κ. Σ. Σ. μετέβη στο γραφείο του τότε ενάγοντος και του κατέβαλε κατ’ εντολήν και για λογαριασμό τους το ποσό των 5.000 ευρώ, για την συμφωνηθείσα αμοιβή που αφορούσε την αίτηση εξαιρέσεως, ενώ το αληθές είναι ότι η δοθείσα εντολή από την εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." προς τον πολιτικώς ενάγοντα αναφερόταν στην διενέργεια οιασδήποτε δυνατής δικαστικής και εξωδικαστικής πράξης, προκειμένου να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του έκβαση της διαιτητικής διαφοράς με την αντίδικο αυτής εταιρεία PIONEER και ότι την 18.5.2005 ουδέν ποσό κατεβλήθη από την πρώτη κατηγορουμένη, για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας. 3) ότι κατεβλήθη στον πολιτικώς ενάγοντα, α) την 9.6.2005, για την σύνταξη και κατάθεση της ΑΒΜ/Β 2005/2896 μήνυσης το ποσό των 3.000 ευρώ, β) την 30.6.2005, για την σύνταξη και την κατάθεση της με αριθ. εκθ. κατ. 8545/2005 αίτησης, ως αμοιβή του το ποσό των 1.500 ευρώ, γ) την 13.7.2005, ως αμοιβή του για την κατάθεση μήνυσης εναντίον των Κ. Κ. κλπ, το ποσό των 3.000 ευρώ, δ) την 25.7.2005, για την σύνταξη και κατάθεση της από 27.7.2005 (αρ.εκθ.κατ. 5731/2005) αίτησης, ζήτησε και έλαβε ως αμοιβή το ποσό των 5.000 ευρώ, ε) την 27.7.2005, για την σύνταξη και κατάθεση της ΑΒΜ/Δ05/3115 μήνυσης κατά των Α. Γ. κλπ, έλαβε ως αμοιβή το ποσό των 3.000 ευρώ, και ότι την 1.8.2005, ο πολιτικώς ενάγων χορήγησε στον δεύτερο κατηγορούμενο την προχρονολογημένη 68/30.6.2005 απόδειξη για το ποσό των 12.500 ευρώ, στην οποία αναφέρεται ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει αμοιβή για την σύνταξη αιτήσεως εξαιρέσεως διαιτητή, ενώ το αληθές είναι ότι, την 30.6.2005, δόθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 12.500 ευρώ από τον δεύτερο κατηγορούμενο, σε μερική εξόφληση των μέχρι τότε παρασχεθεισών δικηγορικών υπηρεσιών, οπότε αυτός εξέδωσε και ενεχείρισε στον δεύτερο κατηγορούμενο την προαναφερθείσα 68/2005 απόδειξη παροχής υπηρεσιών και το ποσό αυτό ήταν το μοναδικό ποσό που του κατεβλήθη από την εντολέα του ανώνυμη εταιρεία για τις παρασχεθείσες σ’ αυτήν δικηγορικές υπηρεσίες του. Το ως άνω χρηματικό αυτό ποσό των 12.500 ευρώ δεν αφορούσε το σύνολο των παρασχεθεισών από τον πολιτικώς ενάγοντα δικηγορικών υπηρεσιών προς την εταιρεία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", αλλά αποκλειστικά και μόνο για την σύνταξη και κατάθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της από 6.6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) αίτησης για εξαίρεση του Διαιτητή Κ. Κ., καθώς και τη σύνταξη και κατάθεση στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, στο Παρίσι, αντίστοιχης αίτησης εξαίρεσης του ιδίου Διαιτητή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, 4) ότι οι ενέργειες και εργασίες του ενάγοντος αφορούσαν αποκλειστικώς και μόνον τον χειρισμό του ζητήματος εξαιρέσεως - αρχικού και επιγενομένου και αυτής της ποινικώς αξιόλογης συμπεριφοράς, που κατά την άποψη του, στοιχειοθετείτο εκ μέρους των προαναφερομένων μελών της Επιτροπής Διαιτητών και λοιπών προσώπων και ότι αυτό υπήρξε άλλωστε το περιεχόμενο της δοθείσης σ’ αυτόν εντολής καθώς και ότι για τις ενέργειες του αυτές και όσες παρεπόμενες συνδέονται με αυτές έλαβε ως συνολική αμοιβή το ποσό των 20.500 ευρώ, ενώ το αληθές είναι ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέθεσε στον πολιτικώς ενάγοντα, όπως προαναφέρθηκε, την διενέργεια οιασδήποτε δυνατής δικαστικής και εξωδικαστικής πράξης, προκειμένου να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του έκβαση της διαιτητικής διαφοράς με την αντίδικο αυτής εταιρεία PIONEER, αποδείχθηκε δε ότι, σε εκτέλεση της ως άνω εντολής του δευτέρου κατηγορουμένου ο πολιτικώς ενάγων προέβη σε πληθώρα δικαστικών ενεργειών, μεταξύ των οποίων και η προαναφερθείσες, αλλά και εξωδικαστικών και όχι μόνον ποινικής φύσης για την προάσπιση των συμφερόντων της εταιρείας όπως λήψη, μετάφραση και μελέτη των εγγράφων, που περιείχοντο στην αστική δικογραφία της επίμαχης αντιδικίας των δύο ανωνύμων εταιριών, αποστολή εξώδικων δηλώσεων, σύνταξη και κατάθεση μηνύσεων και αιτήσεων εξαίρεσης μελών της Επιτροπής Διαιτητών, τόσο ενώπιον των αρμοδίων ελληνικών δικαστηρίων, όσο και ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, σύνταξη και κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων κ. α. και ότι το μόνο ποσό που ο πολιτικώς ενάγων έλαβε από την εντολέα του εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." ήταν το προαναφερθέν ποσό των 12.500 ευρώ, που αφορούσε αποκλειστικά και μόνο την σύνταξη και κατάθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της από 6.6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) αίτησης για εξαίρεση του Διαιτητή Κ. Κ., καθώς και τη σύνταξη και κατάθεση στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, στο Παρίσι, αντίστοιχης αίτησης εξαίρεσης του ιδίου Διαιτητή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, 5) ότι η εταιρεία αναγκάσθηκε να δεχθεί ως αποζημίωση το ποσό των 1.000.000 ευρώ, έναντι 7.500.000 ευρώ που διεκδικούσε, ότι αναγκάσθηκαν να συμβιβαστούν διότι μετά την έκδοση της απορριπτικής επί της προσφυγής τους αποφάσεως του Διαιτητικού Δικαστηρίου, περιήλθαν σε δεινή θέση, ενώ το αληθές είναι ότι και με τις ως άνω δικαστικές και εξώδικες ενέργειες του πολιτικώς ενάγοντος η βελγική εταιρεία, καίτοι νικήσασα διάδικος στη διαιτητική δίκη, ήχθη σε διαπραγματεύσεις για την εξώδικη επίλυση της μεταξύ των δύο ανωνύμων εταιρειών διαφοράς και επετεύχθη εξώδικος συμβιβασμός, μεταξύ των τότε διαδίκων μερών, δυνάμει του οποίου η εταιρεία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", καίτοι ηττηθείσα διάδικος έλαβε, ως αποζημίωση το σεβαστό ποσό των 1.000.000 ευρώ, και 6) ότι η εντολή η οποία δόθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα δεν είχε σχέση με την υπόθεση, η οποία κατέληξε σε εξώδικο συμβιβασμό και ότι χειρίστηκε αποκλειστικά και μόνο το ζήτημα της εξαιρέσεως και μάλιστα ανεπιτυχώς καθόσον οι σχετικές αιτήσεις απερρίφθησαν, ενώ το αληθές είναι ότι η δοθείσα στον πολιτικώς ενάγοντα εντολή αφορούσε την διενέργεια οιασδήποτε δυνατής δικαστικής και εξωδικαστικής πράξης προκειμένου να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του έκβαση της διαιτητικής διαφοράς με την αντίδικο αυτής εταιρεία ΡΙΟΝΕΕR, αποδείχθηκε δε ότι, σε εκτέλεση της ως άνω εντολής του δευτέρου κατηγορουμένου, ο πολιτικώς ενάγων προέβη σε πληθώρα δικαστικών ενεργειών, μεταξύ των οποίων και η προαναφερθείσες, αλλά και εξωδικαστικών και όχι μόνον αιτήσεις εξαιρέσεως, για την προάσπιση των συμφερόντων της εταιρείας, όπως λήψη, μετάφραση και μελέτη των εγγράφων, που περιείχοντο στην αστική δικογραφία της επίμαχης αντιδικίας των δύο ανωνύμων εταιρειών, αποστολή εξώδικων δηλώσεων κ.α., με τις οποίες συνέβαλε στην επίτευξη του εξώδικου συμβιβασμού, ενώ δύο από τις αιτήσεις εξαίρεσης ήτοι οι από 6,6.2005 (αρ.εκθ.κατ. 4301/2005) και από 27.7.2005 (αρ.εκθ.κατ. 5731/2005) αιτήσεις εξαίρεσης των Κ. Κ. και Α. Γ. αντίστοιχα, οι οποίες είχαν προσδιοριστεί προς συζήτηση την 21.10.2005 η πρώτη και την 28.11.2005 η δεύτερη δεν είχαν απορριφθεί, αλλά στο πλαίσιο της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς στο σύνολο της η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." παραιτήθηκε από του δικογράφου των αιτήσεων, αλλά και από του αντιστοίχου δικαιώματος, όπως προαναφέρθηκε. Ο δεύτερος κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των ανωτέρω, δεδομένου ότι, ως Αντιπρόεδρος της ως άνω εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." είχε ασχοληθεί, προσωπικά, με την υπόθεση και είχε ιδίαν αντίληψη περί των επαφών του ιδίου με τον πολιτικώς ενάγοντα, περί του περιεχομένου της ανατεθείσης στον πολιτικώς ενάγοντα εντολής, περί της συμβολής των ενεργειών του πολιτικώς ενάγοντος στην επίτευξη του εξώδικου συμβιβασμού, και των γενομένων καταβολών και συνακόλουθα περί της υπάρξεως οφειλής προς τον πολιτικώς ενάγοντα για τις υπηρεσίες που παρείχε, εν γνώσει δε της αναληθείας αυτών διέλαβε τα ανωτέρω ψευδή πραγματικά περιστατικά στις έγγραφες προτάσεις του, απευθυνόμενος προς τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την συζήτηση της από 10.12.2007 αγωγής του πολιτικώς ενάγοντος. Την θεμελίωση και απόδειξη της δήθεν αληθείας των ως άνω ισχυρισμών του ενίσχυσε με την προαναφερθείσα ψευδή ένορκη κατάθεση της πρώτης κατηγορουμένης και έτσι παραπλάνησε τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα να απορρίψει την εν λόγω αγωγή με την 216/2008 απόφαση, που στηρίχθηκε στους προβληθέντες ψευδείς ισχυρισμούς και να αποκομίσει ο ίδιος και η ως άνω εταιρεία παράνομο όφελος ποσού 12.501,49 ευρώ, ποσό το οποίο δεν κατεβλήθη στον ως άνω πολιτικώς ενάγοντα, ως δικηγορική αμοιβή για τις εκτελεσθείσες υπηρεσίες, με αντίστοιχη ιδιαίτερα μεγάλη ζημία της περιουσίας του ως άνω παθόντος καθόσον εάν ο δικαστής γνώριζε την αλήθεια δεν θα προέβαινε στην απόρριψη της αγωγής, (βλ. για την έννοια της ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας ΑΠ 972/2014).
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκε έφεση από τον τότε ενάγοντα και με την 987/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών έγινε εν μέρει δεκτή η ως άνω αγωγή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, σ’ ολόκληρο ο καθένας, το ως άνω ποσό των 12.501,49 ευρώ. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την φιλική σχέση που είχε με την πρώτη εξ αυτών και την διάθεση της να τον βοηθήσει στον ως άνω δικαστικό αγώνα του με τον πολιτικώς ενάγοντα, έπεισε αυτήν με συμβουλές και παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα να καταθέσει όσα αναφέρονται λεπτομερώς παραπάνω, ενόρκως, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά την συζήτηση της ως άνω αγωγής του Ι. Μ. κατά της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. A.E." και του ιδίου του δευτέρου κατηγορουμένου, γνωρίζοντας ότι α) με τον τρόπο αυτό παράγει στην συγκατηγορουμένη του την απόφαση να τελέσει την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και β) ότι η εν λόγω κατηγορουμένη με την ως άνω κατάθεση διαπράττει την ως άνω αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος. Αποδείχθηκε, τέλος, ότι η δεύτερη κατηγορουμένη όχι μόνο τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας, καθώς τα απολύτως ψευδή γεγονότα που ανέφερε και τα οποία άσκησαν ουσιώδη επιρροή στον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εξέδωσε την 216/2008 απόφαση, γνώριζε ότι είναι ψευδή, διότι, τα επινόησε η ίδια μαζί με τον συγκατηγορούμενό της, αλλά με τον τρόπο αυτό παρείχε στον συγκατηγορούμενό της και άμεση συνδρομή στην πράξη της απάτης στο δικαστήριο, που εκείνος τέλεσε, όταν πέτυχε να παραπλανήσει αυτό και να εκδώσει την ανωτέρω αναφερόμενη πρωτόδικη απόφαση του, στηριζόμενο στην ένορκη κατάθεση της κατηγορουμένης, βλάπτοντας, με τον τρόπο αυτό, την περιουσία του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος, επί μακρό χρονικό διάστημα, εμποδίστηκε να εισπράξει την οφειλόμενη σ’ αυτόν, ως άνω, δικηγορική αμοιβή του.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, στοιχειοθετούνται, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση οι αξιόποινες πράξεις , που αποδίδονται στους κατηγορούμενους, ήτοι της ψευδορκίας μάρτυρος και της άμεσης συνέργειας στην απάτη ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, καθόσον αφορά την πρώτη κατηγορουμένη και της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, καθόσον αφορά τον δεύτερο κατηγορούμενο και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης. Πρέπει, περαιτέρω, να απορριφθεί το αίτημα αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης (για κρείσσονες αποδείξεις), προκειμένου να κληθούν και να προσέλθουν οι Α. Γ. και Β. Α. λόγω της προδήλου αοριστίας του αιτήματος, αφού για την πληρότητα αυτού, δεν προσδιορίζονται επί ποίου θέματος θα εξετασθούν, ώστε να κριθεί εάν είναι αναγκαία η κλήτευση και προσέλευση αυτών για την ανακάλυψη της αληθείας (ΑΠ 93/2015 ΝΟΜΟΣ), ούτε προέκυψε, κατά την διαδικασία, ότι πράγματι είναι αναγκαία η κλήτευση και εξέταση αυτών, κατ’ άρθρο 352 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δικ., δεδομένου ότι τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα κρίνονται επαρκή για τον σχηματισμό δικανικής κρίσης"...........................
Στη συνέχεια, το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους ειδικότερα του ότι: "Α) Η πρώτη κατηγορούμενη Σ. Σ.: 1) Εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα και συγκεκριμένα, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία συνεδρίασε, συζήτησε και εκδίκασε την από 10-12-2007 αγωγή του εγκαλούντος δικηγόρου Ι. Μ. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ" και του αντιπροέδρου αυτής και νυν 2ου κατηγορουμένου Α. Κ., εξετάστηκε με όρκο ως μάρτυρας κα κατέθεσε μεταξύ άλλων: "Η ά συνάντηση έγινε 15 Μαΐου ημέρα Κυριακή στο γραφείο Μ. ήμουν εγώ, ο κ. Κ. και ο κ. Μ. και ο Α. Γ.. Ήταν αναμονή της έκδοσης απ’ το Διαιτητικό Δικαστήριο. Ήταν οι κ.κ. Α. και Π. Ζητήσαμε ποινικολόγο, γιατί ο κ. Κ. ήταν δικηγόρος Αντιδίκου. Ο κ. Μ. θα ανελάμβανε το ποινικό. Πριν από κάθε ενέργεια ο κ, Μ. ήθελε να πληρώνεται, 17/5 πήγε η δικογραφία στο γραφείο του 17/5 πήγε το πρώτο ποσό στο γραφείο του για αίτηση εξαίρεσης του κ. Κ. 6/6 κατατέθηκε η αίτηση εξαίρεσης και μετά η μήνυση για τον κ. Κ. και ζήτησε αντίστοιχα τα χρήματα. Αίτηση εξαιρέσεως του Γ., μήνυση για Κ. και Σ.. Συνολικά αμοιβή 20.500 ευρώ. Εξέδωσε απόδειξη για 30/6 προχρονολογημένη 12.500 ευρώ. Ήταν απορριπτικές οι αιτήσεις. Συρθήκαμε σε συμβιβασμό όχι επωφελή. Η συνολική απαίτηση μας από Pioneer ήταν 7.500.000 ευρώ πήραμε 1.000.000 ευρώ. Οι λόγοι ήταν ότι εκκρεμούσαν αποφάσεις με τον κ.Α., που δεν της επέτρεπαν να πουλήσει, πήγα φιλικά στο γραφείο. Από εμένα έγινε η γνωριμία. Ήμουν παρούσα, ο κ. Α.Κ. με ενημέρωνε καθημερινά. Ο συμβιβασμός έγινε τον Σεπτέμβριο. Εγώ έδινα τα χρήματα". Τα ανωτέρω όμως περιστατικά ήταν ψευδή, η δε αλήθεια την οποία η κατηγορούμενη γνώριζε ήταν πως: α) αυτή ουδέποτε προσήλθε στο δικηγορικό γραφείο του εγκαλούντος β) ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέθεσε στον εγκαλούντα την διενέργεια οιασδήποτε δυνατής δικαστικής και εξωδικαστικής πράξης προκειμένου να αποτραπεί η αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του έκβαση της διαιτητικής διαφοράς με την αντίδικο ανώνυμη εταιρεία, γ) σε εκτέλεση της προαναφερόμενης εντολής του 2ου κατηγορουμένου , ο εγκαλών προέβη σε πληθώρα δικαστικών και εξωδικαστικών ενεργειών - όχι μόνον ποινικής φύσης - για την προάσπιση των συμφερόντων της εταφείας του όπως λ.χ. λήψη, μετάφραση και μελέτη των εγγράφων, που περιείχοντο στην αστική δικογραφία της επίμαχης αντιδικίας των δύο ανωνύμων εταιρειών, αποστολή εξώδικων δηλώσεων, σύνταξη και κατάθεση μηνύσεων και αιτήσεων εξαίρεσης μελών της Επιτροπής διαιτητών, τόσον ενώπιον των αρμοδίων ελληνικών δικαστηρίων όσον και ενώπιον το ο Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Παρίσι, αποστολή επιστολών στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC), σύνταξη και κατάθεση Ασφαλιστικών Μέτρων κ.α., δ) την 30-6-2005 εδόθη στον εγκαλούντα από τον 2° κατηγορούμενο το χρηματικό ποσόν των 12.500 €, σε μερική εξόφληση των μέχρι τότε παρασχεθεισών δικηγορικών υπηρεσιών του, οπότε αυτός εξέδωσε και ενεχείρισε στον 2° κατηγορούμενο τη με αριθμό 68/2005 σχετική απόδειξη παροχής υπηρεσιών. Το προμνησθέν χρηματικό ποσόν είναι και το μοναδικό ποσόν, που του κατεβλήθη από την ανώνυμη εταιρεία του 2ου κατηγορουμένου για τις παρασχεθείσες σε αυτήν δικηγορικές υπηρεσίες του. Ουδέποτε του κατεβλήθη οιοδήποτε άλλο χρηματικό ποσόν πριν ή μετά την 30-6-2005, ε) το χρηματικό ποσόν των 12.500€, που κατεβλήθη στον εγκαλούντα την 30-6-2005 δεν αφορούσε το σύνολο των παρασχεθεισών από τον τελευταίο δικηγορικών υπηρεσιών προς την εν λόγω ανώνυμη εταιρεία, αλλά αποκλειστικώς και μόνον την σύνταξη και κατάθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της από 6-6-2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4301/2005 Αίτησης για την εξαίρεση του Διαιτητή Κ. Κ., καθώς και τη σύνταξη και κατάθεση στη Γραμματεία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Παρίσι αντίστοιχης Αίτησης εξαίρεσης του ίδιου Διαιτητή, στ) η εταιρεία με την επωνυμία ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε.", Αντιπρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο 2ος κατηγορούμενος Α. Κ., υπήρξε αποκλειστικός αντιπρόσωπος ηχοσυστημάτων αυτοκινήτων στην Ελλάδα της αλλοδαπής (Βελγικής) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", με διαδοχικές ανανεούμενες μετά τη λήξη τους συμβάσεις εμπορικής συνεργασίας τριετούς διάρκειας. Με τη λήξη της τελευταίας συναφθείσης μεταξύ των προειρημένων εταιριών σύμβασης, η βελγική εταιρεία αρνήθηκε αιφνιδίως την ανανέωση της μεταξύ των υφιστάμενης Πολυετούς συνεργασίας διο και η εταιρεία με την επωνυμία Α. Κ. Α.Ε." προσέφυγε ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC), που εδρεύει στο Παρίσι, επιδιώκουσα την επιδίκαση ποσού 7.500.000 ευρώ, τόσον ως αποζημίωση, όσον και ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της βλάβης, που υπέστη στην πίστη, το όνομα και το επιχειρηματικό μέλλον αυτής, λόγω της μη ανανέωσης της μέχρι τότε υφιστάμενης συνεργασίας της με την αλλοδαπή Α.Ε. και ότι την 2-9-2005 δημοσιεύθηκε η Απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, που ήταν αρνητική για τα συμφέροντα της εταιρείας του 2ου κατηγορουμένου, καθόσον απέρριπτε στο σύνολο της την προμνησθείσα Προσφυγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." κατά της αντιδίκου της βελγικής ανώνυμης εταιρείας ζ) προς υπεράσπιση των συμφερόντων της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. Α.Ε." και δη για την αντιστροφή της αρνητικής για τα συμφέροντα της ελληνικής ανώνυμης εταιρείας έκβασης της προμνησθείσης διαιτητικής δίκης προέβη ο εγκαλών στις προειρημένες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, με αποτέλεσμα η βελγική αλλοδαπή εταιρεία, καίτοι νικήσασα διάδικος στη διαιτητική δίκη, να αχθεί, με την συμβολή και αυτού, σε διαπραγματεύσεις για την εξώδικη επίλυση της μεταξύ των δύο ανωνύμων εταιρειών διαφοράς και να επιτευχθεί εξώδικος συμβιβασμός μεταξύ των τότε διαδίκων μερών, δυνάμει του οποίου η εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ" έλαβε εμφανώς το χρηματικό ποσό του 1.000.000 ευρώ ως αποζημίωση και η) η πρώτη κατηγορούμενη ουδέποτε προσήλθε στο γραφείο του εγκαλούντος για οποιονδήποτε λόγο και ουδέποτε παρευρέθη στις μεταξύ αυτού και του 2ου κατηγορουμένου συναντήσεις και θ) η καταβολή του προειρημένου χρηματικού ποσού έγινε από την εταιρεία με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ" και όχι από την πρώτη κατηγορούμενη.
2) Με πρόθεση παρείχε σε άλλον άμεση συνδρομή κατά την τέλεση της άδικης πράξης της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας ενώπιον δικαστηρίου που αυτός διέπραξε. Συγκεκριμένα βοήθησε σπουδαία τον συγκατηγορούμενό της Α. Κ. να βλάψει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον και δη δικαστή σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, με σκοπό να αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ειδικότερα βοήθησε σπουδαία τον ως άνω συγκατηγορούμενό της να παραστήσει εν γνώσει του ως αληθή, ψευδή γεγονότα στον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την συζήτηση της υπό στοιχείο (Α1) αναφερόμενης αγωγής του εγκαλούντος Ι. Μ. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ", που εκπροσωπείται από τον δεύτερο κατηγορούμενο, καθόσον καταθέτοντας (η κατηγορούμενη) ενόρκως ως μάρτυρας κατέθεσε τα υπό στοιχείο (ΑΙ) διαλαμβανόμενα ψευδή περιστατικά, με αποτέλεσμα να παραπλανηθεί ο ως άνω δικαστής και να εκδώσει την με αρ. 216/2008 απόφαση με την οποίο απέρριψε το αγωγικό αίτημα του εγκαλούντος για επιδίκαση ποσού τουλάχιστον (50.005, 96) ευρώ, με περιουσιακό όφελος της ως άνω εναγομένης εταιρείας και του δεύτερου κατηγορουμένου Α. Κ., ποσού 12.501,49 ευρώ"...................................
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. 2606/2014 αποφάσεώς του, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω πλημμελημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο, για τις οποίες αξιόποινες πράξεις καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 46 παρ.1 α,β, 224 παρ.1,2, 227 παρ.1 και 386 παρ. 1 β-α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των ως άνω δύο πλημμελημάτων και δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως.
Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, α) αναφέρεται στο αιτιολογικό, και στο διατακτικό και αιτιολογείται επαρκώς ο άμεσος δόλος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης και δη αναφέρονται τα ψευδή γεγονότα που κατατέθηκαν στο πολιτικό δικαστήριο και αναφέρεται η γνώση αυτής για τα ψευδή γεγονότα που αυτή ως μάρτυρας κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την εκδίκαση της από 10-12-2007 αγωγής του εγκαλούντος δικηγόρου κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία" ΔΙΑΔΟΧΟΙ Α. Κ. ΑΕ", αναφέρονται εκτενώς ποία ήσαν τα αληθή, αιτιολογείται ειδικά και ο δόλος αυτής με την αναφορά ότι η αυτή είχεν ιδία αντίληψη των αληθών περιστατικών, αφού αυτή ουδέποτε προσήλθε στο γραφείο του εγκαλούντος δικηγόρου για οποιοδήποτε λόγο και ουδέποτε παραβρέθηκε στις μεταξύ του ενάγοντος δικηγόρου και του δευτέρου κατηγορουμένου Α. Κ. και πρόθεσή της ήταν με αυτά που κατατέθηκαν να παραπλανήσουν το άνω αστικό δικαστήριο, το οποίο και εξέδωσε τη με αρ. 216/2008 απόφασή του κατά του ενάγοντος δικηγόρου, με περιουσιακό όφελος της ως άνω εναγομένης εταιρείας και του συνεναγομένου - συγκατηγορουμένου Α. Κ., β) προσδιορίζεται επαρκώς η τέλεση της απάτης στο άνω πολιτικό δικαστήριο και δη ότι ο συγκατηγορούμενος Α. Κ. εκπροσωπώντας, κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής του νυν εγκαλούντος δικηγόρου, την προαναφερθείσα ΑΕ, για την καταβολή σε αυτόν αμοιβής του ποσού 50.005 ευρώ από δικηγορικές υπηρεσίες, πρόβαλε στο δικαστήριο τους αναφερόμενους ψευδείς ισχυρισμούς τους οποίους ενίσχυσε με επίκληση της ψευδούς καταθέσεως της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, η οποία έτσι ως μάρτυρας συνέδραμε αποφασιστικά τον άνω συγκατηγορούμενό της κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης της απάτης σε δικαστήριο, με αποτέλεσμα με τη με αρ. 216/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να απορριφθεί ως αβάσιμο σχετικό αγωγικό αίτημα της από 10-12-2007 αγωγής του εγκαλούντος δικηγόρου, αναφέρεται ακόμα ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραπλάνησης του δικαστηρίου από τον Α. Κ. και της επελθούσας ζημίας στον εγκαλούντα παθόντα δικηγόρο, γ) με επαρκή και ειδική αιτιολογία απορρίφθηκε το αίτημα των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης, προκειμένου να κλητευθούν ως ουσιώδεις μάρτυρες οι Α. Γ. και Β. Α., κρίνοντας ότι τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα ήσαν επαρκή για το σχηματικό δικανικής κρίσης. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και για μη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών του Εφετείου, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, που συνεκτίμησε όλα τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως, όλοι οι σχετικοί από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους προβάλλεται αντίστοιχα, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή της κατηγορουμένης, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως της Σ. Σ. να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα αυτή στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ).
Όμως, όπως προεκτέθηκε, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη με αρ. 4804,4948/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Α. Κ., κατά τις διατάξεις που αφορούν αυτόν και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-10-2015 αίτηση - δήλωση της Σ. Σ. του Χ., περί αναιρέσεως της με αριθμό 4804, 4948/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμό 4804,4948/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που αφορούν τον αναιρεσείοντα Α. Κ.. Και.
Παραπέμπει την υπόθεση για τον άνω αναιρεσείοντα Α. Κ. για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2015.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ