Θέμα
Εργατικό ατύχημα, Ψυχική οδύνη.
Περίληψη:
Εργατικό ατύχημα. Αβάσιμοι λόγοι για κακή εφαρμογή ΑΚ 300 και διδαγμάτων κοινής πείρας και για έλλειψη αιτιολογίας.
Αριθμός 445/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 28η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Τ. Σ. (T. S.), χήρας Κ. Σ. (K. S.), κατοίκου ... 2) Γ. Ά. συζύγου Ο. Μ. (G. B.), το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., 3) Ε. Ε. συζύγου Έ. Χ. (E. H.), το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., 4) Ξ. Σ. (K. S.) του Κ., κατοίκου ... 5) Μ. Χ. (M. H.) του Έ., ανηλίκου, νομίμως εκπροσωπουμένης από τους γονείς της Έ. Χ. και Ε. Ε. σύζυγο Έ. Χ., το γένος Κ. Σ. και 6) Γ. Χ. (C. H.), ανηλίκου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τους γονείς του Έ. Χ. και Ε. Ε. σύζυγο Έ. Χ., το γένος Κ. Σ., κατοίκων ..., εκ των οποίων η υπό στοιχείο 3 παραστάθηκε μετά και οι υπόλοιποι δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Ανεστόπουλου.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ν. Α. του Ι., κατοίκου ... που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Πηλιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-9-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσειόντων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2119/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 627/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30-5-2013 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. β' ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένως ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας προκειμένου να προσδιορίσει την έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και όχι προκειμένου να προβεί σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων. Ειδικότερα, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι σταθερές αρχές, κανόνες ή αφηρημένες κρίσεις, που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμεύουν για την εξειδίκευση νομικών κανόνων και εννοιών, οπότε και μόνο η παράβασή τους ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο. Αντίθετα, όταν τα διδάγματα αυτά άγουν στη διαπίστωση της αλήθειας κάποιου πραγματικού ισχυρισμού και στη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή, γενικώς, στην εκτίμηση των αποδείξεων ή της αξιοπιστίας των μαρτύρων, τότε η χρησιμοποίησή τους από το δικαστήριο ή η παράλειψη της προσφυγής σ' αυτά παραμένει αναιρετικά ανέλεγκτη. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς.
2.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο υπήκοος Αλβανίας Κ. Σ., αντιστοίχως σύζυγος, πατέρας και παππούς των εναγόντων (ήδη αναιρεσειόντων), κατά το έτος 1997 είχε προσληφθεί από τον εναγόμενο (ήδη αναιρεσίβλητο) με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως εργάτης για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. Ότι, από τότε και επί μία 10ετία περίπου, απασχολείτο σε διάφορα οικοδομικά έργα, που ως εργολάβος αναλάμβανε ο εναγόμενος. Ότι από το Φεβρουάριο 2007 και μέχρι την 24-4-2007, κατά την οποία συνέβη το ένδικο ατύχημα, ο Κ. Σ., ηλικίας τότε 48 ετών, κατ' εντολή του εναγομένου, εργαζόταν για την κατεδάφιση μιας ισόγειας οικίας με υπόγειο, επί της οδού …αρ….στην …, στη θέση της οποίας ο εναγόμενος, ήδη ιδιοκτήτης του οικοπέδου, επρόκειτο να ανεγείρει πολυκατοικία. Ότι κατά την εν λόγω ημέρα, ο Κ. Σ. δούλευε μόνος, χρησιμοποιώντας ένα σκαπτικό εργαλείο με αεροσυμπίεση (κομπρεσέρ) που του είχε παραχωρήσει ο εναγόμενος, χωρίς επίβλεψη από υπεύθυνο μηχανικό (διότι η προεκδοθείσα άδεια κατεδάφισης, με επιβλέποντα το μηχανικό Π. Κ., είχε λήξει την 29-3-2007), χωρίς καθοδήγηση από εμπειρότερο εργοδηγό ή τον εναγόμενο ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο κατεδάφισης και χωρίς να του έχει δοθεί προς εφαρμογή κάποιο σχέδιο ασφάλειας με συγκεκριμένες αναφορές στα διάφορα στάδια του εκτελούμενου έργου και στα αντιστοίχως ληπτέα μέτρα ατομικής προστασίας. Ότι περί ώρα 11:15 και αφού είχε κατεδαφίσει το μεγαλύτερο μέρος της εσωτερικής τοιχοποιίας και της πλάκας οροφής, ο Κ. Σ. διέκοψε προσωρινά την εργασία του για να γευματίσει. Ότι για το σκοπό αυτό κάθισε κάτω από εναπομείναν, ενιαίο τμήμα πλάκας και τοιχοποιίας, εφαπτόμενο με δοκό χωρίς ασφαλή σύνδεση, το οποίο κατέπεσε και τον καταπλάκωσε, προκαλώντας σ' αυτόν βαριές κακώσεις θώρακος και κοιλίας, από τις οποίες επήλθε ο θάνατός του. Ότι η θανάτωσή του συνδέεται με την παροχή τη εργασίας του και οφείλεται, προεχόντως, στην αμέλεια του εναγομένου, ο οποίος ως εργοδότης του παθόντος, κύριος του έργου και ταυτοχρόνως εργολάβος αυτού δεν είχε φροντίσει, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ και των π.δ. 778/1980, π.δ. 1073/1981, π.δ. 305/1996 και ν. 1396/1983, για την τήρηση των προϋποθέσεων που ήδη αναφέρθηκαν και, αν είχαν τηρηθεί, θα είχαν αποτρέψει το ατύχημα. Ότι, παραλλήλως, το ως άνω αποτέλεσμα οφείλεται σε συντρέχουσα αμέλεια του παθόντος, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι είχε πολυετή εμπειρία σε οικοδομικές εργασίες, που του επέτρεπε να διαπιστώσει την, προδήλως, επισφαλή σύνδεση του εναπομείναντος τμήματος με την υπάρχουσα δοκό και την εντεύθεν αυξημένη πιθανότητα κατάπτωσής του, κάθισε κάτω από αυτό για να γευματίσει και υπέστη τις δυσμενείς συνέπειες της κατάπτωσης που επακολούθησε. Ότι η υπαιτιότητα του εναγομένου συντέλεσε στο ατύχημα κατά 70%, ενώ η συνυπαιτιότητα του παθόντος συνέβαλε σ' αυτό κατά 30%. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές και αφού το δικαστήριο της ουσίας εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση (και για τον πρόσθετο λόγο ότι εσφαλμένως η αγωγή είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους εγγονούς τους θανόντος, ζήτημα που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω), συνυπολόγισε, κατά την εξεύρεση του εύλογου ποσού της χρηματικής ικανοποίησης των μελών της οικογένειας του Κ. Σ. για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον αδόκητο θάνατό του, την έκταση του δικού του πταίσματος και, κατά μερική παραδοχή της ένδικης αγωγής, επιδίκασε στη χήρα 40.000 ευρώ, σε εκάστη των θυγατέρων του θανόντος 25.000 ευρώ και σε έκαστο των εγγονών του 15.000 ευρώ.
3.
Με την κρίση αυτή, το Εφετείο εφάρμοσε σωστά την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ για τις συνέπειες της διαπίστωσης οικείου πταίσματος κατά την επέλευση της ζημίας, την οποία δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Διότι αιτιολόγησε επαρκώς, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το συμπέρασμά του τόσο ως προς την υπαιτιότητα του αναιρεσίβλητου όσο και ως προς τη συνυπαιτιότητα του συγγενούς των αναιρεσειόντων. Ως προς την τελευταία, μάλιστα (και πέραν του ότι με την αντίστοιχη αιτίαση πλήττονται απαραδέκτως οι ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, ΚΠολΔ 561 παρ.1), ορθώς δέχθηκε ότι όποιος κάθεται κάτω από ένα ετοιμόρροπο κτίσμα, πρέπει να υπολογίζει το ενδεχόμενο της αιφνίδιας κατάπτωσής του, πολύ περισσότερο εάν είναι ο εργάτης που επιμελείται την κατεδάφισή του. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.
4.
Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-5-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 627/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 25η Φεβρουαρίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ