Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 924 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Ε.Σ.Δ.Α., Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Συνέργεια, Νομιμοποίηση εσόδων, Παράβαση καθήκοντος, Αποσιώπηση λόγου εξαιρέσεως, Δικαστικοί λειτουργοί.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Αναιρεσείοντες με χωριστά δικόγραφα: Α) Ο ...- Οικονομολόγος. 1. Άμεση Συνέργεια σε Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική Ενέργεια. Β) Ο ...- Εφέτης : 1. Απάτη κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και συνήθεια, με συνολικό όφελος υπερβαίνων τα 15.000 ευρώ. 2. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατ’ επάγγελμα και από κερδοσκοπία, κατ’ εξακολούθηση και συρροή (έννοια - Ολ.ΑΠ 9/2001). 3. Παράβαση καθήκοντος δικαστικού λειτουργού (πλημμέλημα). 4. Αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης δικαστικού λειτουργού (πλημμέλημα). Λόγοι αναίρεσης κοινοί: Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, αυτεπαγγέλτως ερευνώμενοι, κατ’ άρθρο 484 παρ. 2 ΚΠΔ, καθόσον οι δύο κρινόμενες αιτήσεις είναι εμπρόθεσμες και νομότυπες και περιέχουν πλέον του ενός σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, όπως ο της απόλυτης ακυρότητας. Περαιτέρω: 1. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο 1ος Λόγος για απόλυτη ακυρότητα, για το λόγο ότι ο ειδικός εφέτης Ανακριτής, κατά τη λήψη των απολογιών των αναιρεσειόντων, δεν του γνωστοποίησε τα δικαιώματα τους σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης, διότι η παραβίαση μεν των δικαιωμάτων αυτών συνιστά απόλυτη ακυρότητα, όχι όμως και η μη, κατά πανηγυρικό τρόπο, γνωστοποίηση αυτών, στον κατηγορούμενο, κατά τη λήψη της απολογίας, γιατί τα δικαιώματα αυτά δεν περιλαμβάνονται σε αυτά, που κατά τον ΚΠΔ είναι ανακοινώσιμα κατά πανηγυρικό τύπο και τρόπο (Ολ. ΑΠ 1/2004, ΑΠ 1724/2007). 2. Απορριπτέοι οι λόγοι απόλυτης ακυρότητας και υπέρβασης εξουσίας, για τους λόγους ότι απορρίφθηκε αναιτιολόγητα το αίτημα των κατηγορουμένων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιο Εφετών, ενώ παρέστη ο Εισαγγελέας, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας των όπλων και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, διότι, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκε το αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, το δε γεγονός ότι παραστάθηκε στο Συμβούλιο ο Εισαγγελέας Εφετών, δεν τους αποστερεί το δικαίωμα για μια κατ’ αντιδικία δίκη, ούτε παραβιάζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη κρίση και δίκη, δεδομένου ότι ο Εισαγγελέας έχει καθορισμένο από τον ΚΠΔ ρόλο και η παρουσία του στο Συμβούλιο, κατά το άρθρο 306 ΚΠΔ είναι υποχρεωτική για να ακουστεί και να αναπτύξει και προφορικά την πρότασή του, ενώ η παρουσία των κατηγορουμένων στο Συμβούλιο, εξαρτάται από την αποδοχή ή μη σχετικού αιτήματος τους από το ίδιο το Συμβούλιο (ΑΠ 85/2006). 3. Απορριπτέος ο λόγος για απόλυτη ακυρότητα, λόγω χρησιμοποίησης και αποδεικτικής αξιοποίησης απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων και δη καταστάσεων τηλεφωνικών κλήσεων των κατηγορουμένων, χωρίς να προηγηθεί και τηρηθεί η από το νόμο καθοριζόμενη διαδικασία άρσης του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, παραβιαζομένων έτσι των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, όπως και λόγω αναφοράς των εν λόγω παρανόμων αποδεικτικών μέσων στις ληφθείσες υπόψη απολογίες αυτών, διότι, από το προσβαλλόμενο βούλευμα προκύπτει, ότι δε λήφθηκαν υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν αποδεικτικά οι εν λόγω καταστάσεις των τηλεφωνικών κλήσεων των κατηγορουμένων, αμέσως ή εμμέσως, δια των ληφθεισών απολογιών, αφού μάλιστα ρητά το Συμβούλιο, στα φύλλα 74 και 75 του βουλεύματός του, αναφέρει ότι δεν λαμβάνει υπόψη του τις άνω καταστάσεις, λόγω μη τηρήσεως των όρων του νόμου για άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών, η δε αναφορά των τηλεφωνικών αυτών κλήσεως και συνδιαλέξεων των κατηγορουμένων στις απολογίες τους, δε θίγει το κύρος των δικαστικών πράξεων αυτών, ενόψει του ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 175 του ΚΠΔ ακυρότητα των εξαρτημένων μεταγενέστερων διαδικαστικών πράξεων, προϋποθέτει ύπαρξη εξαρτήσεως όχι ευκαιριακής λαμβανόμενης όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση με ρητή σαφή επιφύλαξη του Συμβουλίου, αλλά αποκλειστικής (βλ. Ολ.ΑΠ 2/1996). 4. Απορριπτέος ο 4ος για απόλυτη ακυρότητα λόγος αναιρέσεως, για το λόγο ότι λήφθηκαν υπόψη αποδεικτικά μέσα από άλλη δικογραφία και με αναφορά στην με αριθμό 1356/2007 εισαγγελική πρόταση, που αφορά άλλη δικογραφία και άλλους κατηγορουμένους, διότι από τη επισκόπηση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, στα φύλλα 73, 74 και 75 αυτού, προκύπτει ότι η εν λόγω πράγματι υπό στοιχείο ν. στο φύλλο 73 γενόμενη αναφορά στη με αριθμό 1356/20027 εισαγγελική πρόταση άλλης παρεμφερούς δικογραφίας, αντί του ορθού αριθμού 573/2008, γίνεται από προφανή παραδρομή, ενόψει του ότι στο φύλλο 75, πάλι με επαναλαμβανόμενο στοιχείο ν., γίνεται επανάληψη της ιδίας σκέψεως και δη αναφοράς στα αποδεικτικά μέσα και μη λήψεως υπόψη από το Συμβούλιο, μαρτυρικών καταθέσεων των κατηγορουμένων που δόθηκαν κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως και των ως άνω καταστάσεων τηλεφωνικών κλήσεων των κατηγορουμένων, ενώ ο ανωτέρω αληθής αριθμός της εισαγγελικής προτάσεως (573/2008), αναφέρεται και στα φύλλα 1 και 204 του βουλεύματος. 5. Όσον αφορά τα αποδιδόμενα στο δεύτερο των αναιρεσειόντων .., εφέτη, δύο πλημμελήματα της παραβάσεως καθήκοντος και αποσιωπήσεως υφισταμένου λόγου εξαιρέσεως, που φέρονται ότι τελέστηκαν από αυτόν, δικαστικό λειτουργό, κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2003 μέχρι 8-7-2003, ως παρελθούσης πενταετίας και πλέον από την τέλεσή τους μέχρι σήμερα, υπέκυψαν σε παραγραφή και πρέπει να παύσει η ασκηθείσα γι’ αυτά ποινική δίωξη λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου, κατ’ ανάλογο εφαρμογή του άρθρου 370 περ. β του ΚΠΔ και το βάσιμο σχετικό τελευταίο λόγο αναιρέσεως αυτού (ΑΠ 55/2006). Απορρίπτει την αίτηση του ... Αναιρεί εν μέρει για τον ... . ΠΟΠΔ. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.




Αριθμός 924/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειο Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ... και 2) Χ2, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1209/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Χ3, 2) Χ4, 3) Χ5, 4) Χ6, 5) Χ7, 6) Χ8, 7) Χ9, 8) Χ10 και 9) Χ11.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Νοεμβρίου 2008 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1785/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή με αριθμό 567/11.12.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., τις με αριθμούς α) 183/3-11-2008 και β) 184/3-11-2008, αιτήσεις αναίρεσης των 1) Χ1, κατοίκου ..., οδός ... αρ. ..., ασκηθείσα αυτοπροσώπως και 2) Χ2, κατοίκου..., οδός ... αρ. ..., η οποία ασκήθηκε στο όνομα και λογαριασμό του, από τον δικηγόρο Αθηνών Αθανάσιο Μπακόλα του Κωνσταντίνου, (δυνάμει της από 3/11/2008 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδότησης) και στρέφονται κατά του με αριθμό 1209/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το με αριθμό 1209/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, τους αναιρεσείοντες κατηγορούμενους, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι των πράξεων της άμεσης συνέργειας σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ο πρώτος και της απάτης κατ'εξακολούθηση, φερομένης ως τελεσθείσης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, φερομένης ως τελεσθείσης κατ'επάγγελμα και από κερδοσκοπία κατ'εξακολούθηση και κατά συρροή, της παράβασης καθήκοντος, της αποσιώπησης λόγω εξαιρέσεως και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρος ο δεύτερος. Κατά του βουλεύματος αυτού στρέφονται με τις κρινόμενες αιτήσεις τους, οι οποίες ασκήθηκαν εμπρόθεσμα, νομότυπα και παραδεκτά, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, επιδόθηκε τόσο στους αναιρεσείοντες, όσο και στον αντίκλητο στις 22/10/08, οι δε αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν την 3/11/2008 (δηλαδή εντός της νομίμου προθεσμίας) ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, συνετάγησαν δε από εκείνον, οι με αριθμούς 183/2008 και 184/2008 εκθέσεις, στις οποίες διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκαν και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η απόλυτη ακυρότητα λόγω παράβασης των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση των κατηγορούμένων και την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σ'αυτούς, καθώς και η υπέρβαση εξουσίας. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπει τους αναιρεσείοντες κατηγορούμενους στο ακροατήριο για κακούργημα.
Κατά συνέπεια οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι μ'αυτές λόγοι.
ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικά, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται τ'ανωτέρω στοιχεία, με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 67/2006 ΠΧ ΝΣΤ - 697 ΑΠ 2253/2002 ΠΧ ΝΓ -795). Υπέρβαση εξουσίας, ως λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 484 § 1 στ Κ.Π.Δ. υπάρχει, όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά το νόμο για την άσκηση της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση) ή όταν παραλείπει να ασκήσει την δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκηση της προϋποθέσεις (αρνητική υπέρβαση). Ακόμη απόλυτη ακυρότητα κατά τη διάταξη του άρθρου 171 § 1δ' Κ.Π.Δ., που δημιουργεί τον από το άρθρο 484 § 1α Κ.Π.Δ. λόγω αναίρεσης, επιφέρει ή μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση, την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του απ'αυτήν προβλεπομένου εγκλήματος απαιτείται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίησή του, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε ο απατώμενος ή τρίτος και προέβη σε πράξη παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλήψεις. Η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (386 § 3 ΠΚ), αν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 ήδη 15.000 ΕΥΡΩ (ΑΠ 323/07, 364/07, 487/07). Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 § 1 Ν.2331/1995 "περί προλήψεως και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες", με ποινή καθείρξεως μέχρι 10 ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Η εγκληματική όμως αυτή δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεπιμπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ'επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφ'όσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 , που προστέθηκε με το άρθρο 3 § 1δ του Ν. 3424/2005, η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα, δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες της παραγράφου αυτής. Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση ως ένα έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος, τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών. Αν χώρησε καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ'αυτού ή του τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν απ'αυτό, δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για το βασικό αδίκημα. Αν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε δύο ή περισσοτέρους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, ή τυχόν ποινή εκάστου υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό, δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα κατ'αυτού ποινή για τη διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τρίτος διέπραξε ή συμμετείχε στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, η ποινή κατ'αυτού για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε σε βάρος του υπαιτίου για τη διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β. Ο νόμος 2331/1995 αναφέρεται στη πρόληψη και την καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες συνήθως βαρειάς μορφής, με τον όρο δε αυτό περιγράφεται η διαδικασία, μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία, στη συνέχεια μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευση τους να εμφανίζεται ως νόμιμη. Για να μπορεί να γίνει λόγος για "ξέπλυμα μαύρου βρώμικου-χρήματος" (money laundering) όπως έχει επικρατήσει να περιγράφεται η διαδικασία αυτή, απαιτείται να έχει προηγηθεί μία άλλη εγκληματική δραστηριότητα, γεγονός που σημαίνει ότι δημιουργείται έτσι μία σχέση κυρίας και επομένως πράξεως, στην οποία κυρία πράξη (βασικό έγκλημα-predicated offence) υπάγονται τα εγκλήματα, τα οποία περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 1 Ν. 2331/1995. Από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 2 § 1 Ν. 2331/1995, σαφώς συνάγεται ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με το δράστη του επόμενου αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων αυτών, μόνο στην περίπτωση της παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα και αυτό, για το λόγο ότι μιλώντας ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, προφανώς αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων, που προβλέπονται στο άρθρο 1 του Ν. 2331/1995, με συνέπεια στη περίπτωση αυτή, να αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του επομένου αδικήματος της νομιμοποίησης των εσόδων αυτών. Από αυτό συνάγεται, ότι σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αφού νόμος δεν διακρίνει και επιπλέον χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος" ενεργητικό υποκείμενο του αδικήματος του άρθρου 2 § 1 Ν. 2331/1995, μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο αυτουργός ενός από τα βασικά εγκλήματα, που αναφέρονται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού (ΑΠ 1611/2007 σε συμβούλιο ΠΧ ΝΗ-σελ. 527).
ΙΙΙ. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και τις απολογίες και τα υπομνήματα των κατηγορουμένων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος των αναιρεσειόντων Χ2 στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από του έτους 1996 μέχρι και του μηνός Απριλίου 2006, με περισσότερες πράξεις πραγμάτωσε την αντικειμενική υπόσταση περισσοτέρων του ενός εγκλημάτων που τιμωρούνται κατά νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα:
Α] Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τις 24-6-1996 έως τις 24-6-1999, με περισσότερες πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος της απάτης, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιους και δη τα διοικούντα Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία πρόσωπα σε πράξη με την εν γνώσει παρασιώπηση αληθινών γεγονότων και προκάλεσε σε αυτή ιδιαίτερη μεγάλη ζημία, ενώ διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία, που προξενήθηκε από τη διάπραξή τους υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και συγκεκριμένα:
α] Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 24-6-1996 έως 29-7-1996 παρασιώπησε αθέμιτα να ανακοινώσει στα μέλη του Συμβουλίου Πληρωμής Ζημιών της Ασφαλιστικής Εταιρείας "ΕΣΤΙΑ Α.Α.Α.Ε" και τα διοικούντα αυτήν πρόσωπα, τόσο κατά την γενομένη υπ' αυτού στις 24-6-1996 δήλωση ατυχήματος, όσο και κατά την 29-7-1996 γενομένη εξόφληση του ασφαλίσματος, αλλά και στο μεσολαβούν χρονικό διάστημα αληθινό γεγονός και ειδικότερα υπέβαλε στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία την από 24-6-1996 δήλωση ατυχήματος κατά την οποία, το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας BMW αξίας 9.000.000 δρχ., του οποίου ήταν κύριος και κάτοχος και είχε καλύψει με σύμβαση ασφαλίσεως με την ως άνω ασφαλιστική εταιρεία τον κίνδυνο προκλήσεως σε αυτό υλικών ζημιών και το οποίο στις 20-6-1996 εκινείτο στην Εθνική Οδό ...-... με οδηγό αυτόν, λόγω εμποδίου [μεγάλου ζώου], που παρενεβλήθη στην πορεία του, ανατράπη στην δεξιά άκρη του δρόμου, όπου σταμάτησε με τον ουρανό στο έδαφος. Όμως, η πλήρης αποκατάσταση των ζημιών από το εν λόγω ατύχημα δεν υπερέβαινε το ποσό του 1.500.000 δρχ. και ενώ ο κατηγορούμενος είχε υποχρέωση να ανακοινώσει το γεγονός αυτό, που επιβάλλονταν από τους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, λόγω των εκ της σχέσεως του, με την ήδη καταρτισθείσα "μικτή" σύμβαση ασφαλίσεως του αυτοκινήτου αυτού, μεταξύ του κατηγορουμένου και της ασφαλιστικής εταιρείας, αυτός [κατηγορούμενος], παρασιώπησε το γεγονός αυτό τόσο στην από 24-6-1996 δήλωση ατυχήματος, με την οποία, η ασφαλιστική εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να αποζημιώσει τις ζημίες του αυτοκινήτου, όσο και κατά τη ημέρα εξοφλήσεως των [29-7-1996], αλλά και κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε προσκομίσει αναληθή κατά το περιεχόμενο των έγγραφα της εταιρείας INTERSERVICE περί του ότι, το ύψος αποκαταστάσεως της ζημίας ανέρχονταν στο ποσό των 4.366.455 δρχ., πλέον άλλων ζημιών που θα προέκυπταν μετά την επαναπροσαρμολόγηση του και των τριών καινουργών ελαστικών, καθώς και την άσκηση της από 16-7-1996 αγωγής του κατά της ασφαλιστικής αυτής εταιρείας με επικουρικό αίτημα την υποχρέωση της να του καταβάλει το ποσό των 6.400.000 δρχ. Αποτέλεσμα της αθέμιτης αυτής παρασιωπήσεως ήταν να πεισθούν τα μέλη του συμβουλίου πληρωμής ζημιών και τα διοικούντα την Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" ότι, το εν λόγω αυτοκίνητο είχε υποστεί ζημία ύψους 6.400.000 δρχ., και ότι, ήταν ασύμφορη η επισκευή του να του καταβάλουν το ποσό των 5.000.258 δρχ., από το οποίο, το ποσό των 3.500.268 δρχ. εισέπραξε αναίτια, ως ασφάλισμα και έτσι προκάλεσε στην παραπάνω ασφαλιστική εταιρεία ισόποση ζημιά.
β] Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τις 25-3-1999 έως τις 24-6-1999, παρασιώπησε αθέμιτα να ανακοινώσει στα διοικούντα την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" πρόσωπα, τόσο κατά την γενομένη υπ' αυτού στις 29-3-1999 δήλωση ατυχήματος, όσο και κατά τις 24-6-1999 εξόφληση του ασφαλίσματος, αλλά και στο μεσολαβούν χρονικό διάστημα αληθινό γεγονός και ειδικότερα υπέβαλε στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία την από 29-3-1999 δήλωση ατυχήματος κατά την οποία, το υπ' αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου Chrysler, τύπου Grand Cherokee, του οποίου ήταν κύριος και κάτοχος και είχε καλύψει με σύμβαση ασφαλίσεως με την ως άνω ασφαλιστική εταιρεία τον κίνδυνο προκλήσεως σε αυτό υλικών ζημιών και το οποίο την 25-3-1999 και περί ώρα 17.00 κινούμενο στη Ν.Ε. οδό ...-..., στην περιοχή της ..., με οδηγό αυτόν, είχε ανατραπεί και παρασυρθεί από τα νερά υπάρχοντος εκεί ποταμού, στην προσπάθεια του να διέλθει από τσιμεντένια δίοδο, που αποτελεί συνέχεια αγροτικής οδού. Όμως, το αυτοκίνητο δεν είχε υποστεί καμιά βλάβη από το εν λόγω ατύχημα και ενώ ο κατηγορούμενος είχε υποχρέωση να ανακοινώσει το γεγονός αυτό, που επιβάλλονταν από τους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, λόγω των εκ της σχέσεως του, με την ήδη καταρτισθείσα "μικτή" σύμβαση ασφαλίσεως του αυτοκινήτου αυτού, μεταξύ του κατηγορουμένου και της ασφαλιστικής εταιρείας, αυτός [κατηγορούμενος], παρασιώπησε το γεγονός αυτό τόσο στην από 29-3-1999 δήλωση ατυχήματος, με την οποία, η ασφαλιστική εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να αποζημιώσει τις ζημίες του αυτοκινήτου, όσο και κατά την ημέρα εξοφλήσεως των [24-6-1999], αλλά και κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε συνταχθεί αναληθής πραγματογνωμοσύνη από τον πραγματογνώμονα της εταιρείας ... . Αποτέλεσμα της αθέμιτης αυτής παρασιωπήσεως ήταν να πεισθούν τα διοικούντα την Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" ότι, το εν λόγω αυτοκίνητο είχε υποστεί, ολική καταστροφή και η δαπάνη αποκαταστάσεως των ζημιών ανέρχονταν σε 13.000.000 δρχ., όση δηλαδή, η αξία του εν λόγω αυτοκινήτου στο χρόνο του ατυχήματος και μετά την αφαίρεση της δήθεν ελλειμματικής αξίας να του καταβάλουν το ποσό των 8.500.000 δρχ. το οποίο εισέπραξε αναίτια, ως ασφάλισμα και έτσι προκάλεσε στην παραπάνω ασφαλιστική εταιρεία ισόποση ζημιά.
Οι παραπάνω πράξεις, έγιναν από τον κατηγορούμενο με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, κατ' επάγγελμα, δηλαδή, με πρόθεση και υποδομή επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, από την οποία προκύπτει σταθερή ροπή του στην διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ενώ το συνολικό όφελος που απεκόμισε, άλλως η συνολική ζημία που προξένησε στην παραπάνω ασφαλιστική εταιρεία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
Β) Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου 1996 μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1998, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ασκώντας ως Πρωτοδίκης τα καθήκοντα του Εισηγητή των Πτωχεύσεων στο Πρωτοδικείο Αθηνών, κατ' επάγγελμα και με σκοπό να συγκαλύψει ή και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από τη τέλεση της παραγραφείσας ήδη πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή εγκληματικής δραστηριότητας του άρθρου 1.α.ι.περ.δδ του ν. 2331/1995, όπως ήδη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3424/2005, που είχε τελεσθεί, εκτός των άλλων, και δια της εκ μέρους του απαιτήσεως χρημάτων, προκειμένου να καθορισθούν υπερβολικές αμοιβές από απόψεως ποσού και ημερών για τους εκτιμητές περιουσιακών στοιχείων στην πτώχευση της ανώνυμης εταιρείας "ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε." και της θυγατρικής αυτής "ΙΝΤΟΡΙ Α.Ε.", δέχθηκε, μετά από προγενέστερη απαίτηση του, ως δώρο, χρηματικό ποσό ύψους 24.252.580 δραχμών, το οποίο αποτελεί τη διαφορά μεταξύ του ποσού των 30.000.000 δραχμών περίπου, που έπρεπε να είχε λάβει ο εκτιμητής των περιουσιακών στοιχείων της πτωχεύσεως "ΒΟΚΤΑΣ", Α και ο μετ' αυτού συνεργαζόμενος Χ1, και εκείνου που έλαβαν, που είναι το ποσό των 54.252.580 δραχμών και στη συνέχεια επιδιώκοντας να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητα του, τα χρηματικά ποσά, που είχε απαιτήσει και είχαν αποδεχθεί οι εκτιμητές να καταβάλουν για να καθορισθούν υπερβολικές αμοιβές για το έργο που παρέσχαν, χρησιμοποίησε για να αγοράσει: 1) στις 28-5-1999 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αμφίκλειας Αναστασίας Καλπύρη στα ... αγροτεμάχιο 836 τμ. κατά το 50% εξ αδιαιρέτου, 2) στις 3-8-1999 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου αγροτεμάχιο 1533 τμ. κατά το αυτό ως άνω ποσοστό με την επ' αυτού φερόμενη ως επισκευασμένη αχυροκαλύβα 119 τμ., 3) στις 24-3-2001 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου αγροτεμάχιο 636,30 τμ. στην ίδια περιοχή, 4) στις 6-6-2002 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου αγροτεμάχιο στην ίδια ως άνω περιοχή 4.008,76 τμ. Μετά δε τις ως άνω αγορές ακολούθησε με τον προαναφερόμενο εκτιμητή Β διανομή των αποκτηθέντων το έτος 2000 ακινήτων και αφού επήλθε αλλαγή, ώστε αντί του 50% σε καθένα από τα δύο αγροτεμάχια να αποκτήσει το 100% στο μισό από αυτά για να εξασφαλισθεί λειτουργικότητα στη χρήση, οικοδόμησε επ' αυτού διώροφο κτίσμα χωρισμένο στα δύο σε δύο ανεξάρτητα διαμερίσματα, ισόγειο και σοφίτα, το καθένα 65 τμ. περίπου, πετρόκτιστο, με κουφώματα από αλουμίνιο, ημιϋπαίθριο χώρο 17,50 τμ., ισόγειο βοηθητικό κτίσμα αποθήκης εμβαδού 20 τμ., μπάρμπεκιου 16 τμ., πετρόκτιστο με κεραμοσκεπή, ισόγειο γκαράζ 30 τμ. με σιδεροκατασκευή, με συνολικό κόστος κατασκευής όλων των κτιρίων ύψους 60.000 ευρώ. Με τις πράξεις του αυτές επεδίωξε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητα του αποκρύπτοντας την αληθή προέλευση των χρημάτων που εξασφάλισε με τη χορήγηση υπερβολικών αμοιβών στους παραπάνω εκτιμητές των πτωχεύσεων της εταιρείας ΒΟΚΤΑΣ ΑΕ και της ως άνω θυγατρικής της.
Με την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα επεδίωκε να προσδώσει περαιτέρω νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητα με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων αποκρύπτοντας την αληθή προέλευση των χρημάτων αυτών, ενήργησε δε, με περισσότερες πράξεις, κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, δηλαδή βάσει σχεδίου, έχοντας διαμορφώσει οργανωμένη ετοιμότητα, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως του αδικήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, χρησιμοποιώντας προς τούτο τρίτα πρόσωπα.
Γ) Στην ... κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου 1998 μέχρι 10-2-2003 με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ασκώντας, ως Πρωτοδίκης τα καθήκοντα του Εισηγητή των Πτωχεύσεων και στη συνέχεια του Προέδρου Πρωτοδικών στο Πρωτοδικείο Αθηνών, κατ' επάγγελμα και εκ κερδοσκοπίας, με σκοπό να συγκαλύψει ή και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από την τέλεση της παραγραφείσας ήδη πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού πραγμάτωσε την αντικειμενική υπόσταση ενός και του αυτού εγκλήματος, που τιμωρείται κατά νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα:
α) Στην ..., στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, με σκοπό να συγκαλύψει και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), που προέρχονταν από την τέλεση της παραγραφείσας ήδη πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή πράξη που είχε τελεσθεί από αυτόν στην ..., κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, με δωροδότες άγνωστα μέχρι τώρα στην ανάκριση άτομα, από τα οποία είχε απαιτήσει την καταβολή του συνολικού ποσού των 10.844.906 δραχμών ως δώρου, που δεν εδικαιούτο να λάβει ως δικαστικός λειτουργός, με σκοπό να κριθούν υπέρ αυτών αιτήσεις, που εκκρεμούσαν ενώπιον του ως Εισηγητή των πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών, δέχθηκε την καταβολή, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, του ως άνω ποσού, έλαβε δε ο ίδιος ή και με την μεσολάβηση τρίτων προσώπων στις 29-09-1998 το ποσό των 10.844.906 δραχμών, με το οποίο εξοφλήθηκε δάνειο, που είχε χορηγηθεί σ' αυτόν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από υπόδειξη του να καταβληθεί στον με αριθμό ... λογαριασμό, που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος,
β) Στην ..., στις 10 Φεβρουαρίου 2003, με σκοπό να συγκαλύψει και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από την τέλεση της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή πράξη που είχε τελεσθεί από αυτόν στην Αθήνα, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, με δωροδότες άγνωστα μέχρι τώρα στην ανάκριση άτομα, από τα οποία είχε απαιτήσει την καταβολή του συνολικού ποσού των 150.000 ευρώ, δέχθηκε το ποσό αυτό με κατάθεση από την αδελφή του Παρασκευή Τσαμούρη στον υπ' αριθμό ... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Τράπεζας Κύπρου με δικαιούχους αυτούς τους δύο.
γ] Στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από 23-7-2002 μέχρι 27-9-2002, με περισσότερες πράξεις κατ' επάγγελμα, με σκοπό να συγκαλύψει ή και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από τη τέλεση της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή εγκληματικής δραστηριότητας του άρθρου 1α ι περ. δδ του ν. 2331/1995, όπως ήδη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3424/2005, και ισχύει σήμερα, που είχε τελεσθεί, εκτός των άλλων, και δια της εκ μέρους του απαιτήσεως χρημάτων, προκειμένου να κριθούν υποθέσεις, που του είχαν ανατεθεί, υπέρ των δωροδοκησάντων και κατά των αντιδίκων τους, δέχθηκε, και στη συνέχεια κατέθεσε σε τραπεζικούς λογαριασμούς, σε εκτέλεση προγενέστερης απαιτήσεως, διάφορα χρηματικά ποσά, επιδιώκοντας να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητα. Συγκεκριμένα στην ..., κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, με σκοπό να συγκαλύψει και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από τη τέλεση της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή πράξη που είχε τελεσθεί από αυτόν στην Αθήνα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, δια της απαιτήσεως από άγνωστα μέχρι τώρα στην ανάκριση πρόσωπα του συνολικού ποσού των 215.431,09 ευρώ (ή 73.408.143,91 δραχμών) ως δώρου, που δεν εδικαιούτο να λάβει ως δικαστικός λειτουργός, με σκοπό να κριθούν υπέρ αυτών οι υποθέσεις τους, που εκκρεμούσαν ενώπιον των πολιτικών τμημάτων του Πρωτοδικείου Αθηνών, στα οποία ασκούσε, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, τα καθήκοντα του Προέδρου Πρωτοδικών, ως Πρόεδρος Πολιτικού Τμήματος αλλά και ως μονομελής Δικαστής, δικάζοντας αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, δέχθηκε την καταβολή, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, του συνολικού ποσού των 215.431,09 ευρώ, σε εκπλήρωση της ως άνω προγενέστερης απαιτήσεως, λαμβάνοντας ο ίδιος ή και με την μεσολάβηση τρίτων προσώπων, το παραπάνω χρηματικό ποσό και αναλυτικότερα, με τις υπ' αριθμούς ... και ... δανειοδοτικές συμβάσεις, που κατάρτισε, από κοινού με την σύζυγο του Χ3, με την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, ανοίχθηκαν οι υπ' αριθμ. ... και ... δανειακοί λογαριασμοί προς επισκευή και βελτίωση κατοικίας και έλαβε από κοινού μετά της συζύγου του συνολικά το ποσό των 220.102,71 ευρώ (ή 75.000.000 δραχμών), μέσα δε σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, δηλαδή στις 23-7-2002 προέβη στην κατάθεση μετρητών προς τη ΑΤΕ ύψους 130.000 ευρώ, από το οποίο ποσό 30.000 ευρώ διατέθηκε για την ολική προεξόφληση του δανείου ..., που αφορά τη σύμβαση ... για 10.000.000 δραχμές και ποσό 100.000 ευρώ χρησιμοποιήθηκε για τη μερική προεξόφληση του δανείου ..., που αφορά τη σύμβαση ... για 65.000.000 δραχμές, το δε υπόλοιπο ποσό του δανείου ύψους 85.294,68 ευρώ αναπροσαρμόσθηκε και δημιουργήθηκε ο λογαριασμός δανείου ..., που εξοφλήθηκε στις 27-9-2002 με νέα κατάθεση μετρητών 85.431,09 ευρώ. Τα παραπάνω χρηματικά ποσά δεν έχουν δικαιολογημένη πηγή, αφού από τις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων, τη δική του και της συζύγου του Χ3, δε είχαν δηλωθεί καταθέσεις ή κατοχή κάποιου τίτλου στα έτη 1996 έως 2005, τα εισπραττόμενα από μισθούς ποσά αναλίσκονταν κάθε μήνα στο σύνολό τους και οι καταβληθείσες αναδρομικές μισθολογικές παροχές είχαν ήδη αναλωθεί αμέσως. Ακόμη στο χρονικό διάστημα λήψεως και εξοφλήσεως των ποσών των ληφθέντων δανείων οι μεν αναδρομικές αποδοχές αυτού ανήλθαν σε 5.655,17 ευρώ για το 2001 και σε 5.531,91 ευρώ για το 2002, οι δε τακτικές του αποδοχές σε 30.336,27 ευρώ για το 2001 και σε 32.386,82 ευρώ για το 2002 και της συζύγου του Χ3 ανήλθαν σε 5.655,17 ευρώ για το 2001 και σε 5.531,91 ευρώ για το 2002, οι δε τακτικές του αποδοχές σε 30.336,27 ευρώ για το 2001 και σε 32.386,82 ευρώ για το 2002, είχαν δε στο σύνολο τους αναλωθεί για τρέχουσες ανάγκες εξαντλώντας κάθε δικαιολογημένη πηγή χρηματικών ποσών για την εξόφληση των παραπάνω δανείων. Με τις παραπάνω καταθέσεις επεδίωξε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην παραπάνω παράνομη δραστηριότητα δια μέσου του τραπεζικού συστήματος, αποκρύπτοντας την αληθή προέλευση των χρημάτων αυτών. Τις ως άνω πράξεις του τέλεσε κατ' εξακολούθηση, ενήργησε δε κατ' επάγγελμα, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση τους προέκυπτε αφενός σκοπός για πορισμό εισοδήματος και αφετέρου σταθερή ροπή προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος και βάσει σχεδίου και με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων αλλά και διατηρώντας επί πλέον προς συγκάλυψη αυτής τους ανωτέρω διαφορετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, έχοντας διαμορφώσει οργανωμένη ετοιμότητα, κατά το χρονικό διάστημα που προαναφέρεται, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης του αδικήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Δ] Στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 29-7-1996 μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1999, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατ' επάγγελμα και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) προερχομένων από την τέλεση κακουργηματικής πράξεως, δέχθηκε την καταβολή διαφόρων χρηματικών ποσών, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσεως, του γεγονότος, ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα και δη κακουργηματική απάτη, που είχε τελεσθεί, όπως ανωτέρω υπό στοιχείο "Α" περιγράφεται, στη συνέχεια δε διέθεσε τα ποσά αυτά, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευσή τους και συγκεκριμένα:
α] Τον Ιούλιο του έτους 1996 διέθεσε το ασφάλισμα, που έλαβε από την ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" λόγω βλαβών που είχε προκληθεί στο αγορασθέν από αυτόν το έτος 1994 υπ' αριθμ. ... αυτοκίνητο και που κατά το ποσόν των 3.500.268 δραχμών ήταν προϊόν κακουργηματικής απάτης για την αγορά του υπ' αριθμ. ... αυτοκινήτου, μάρκας AUDI A4, το οποίο ταξινομήθηκε για πρώτη φορά στις 31-7-1996 στη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Νομαρχίας Αθηνών Ανατολικός Τομέας με την παρατήρηση "παρακράτηση κυριότητας", που έγινε στο όνομα του.
β] Το Σεπτέμβριο του έτους 1999 διέθεσε το ασφάλισμα ων 8.500.000 δραχμών, που έλαβε από την ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" λόγω προβληθείσας καταστροφής του αγορασθέντος από αυτόν το 1998 υπ' αριθμό ... αυτοκινήτου, για την αγορά του υπ' αριθμό ... αυτοκινήτου. Στο χρόνο που αποκτούσε το παραπάνω αυτοκίνητο γνώριζε, ότι τα αποκτούσε με χρήματα που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα επιδιώκοντας να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητα του.
Την πράξη αυτή τέλεσε κατ' επάγγελμα, δηλαδή βάσει σχεδίου, έχοντας διαμορφώσει οργανωμένη ετοιμότητα, κατά τον χρόνο τέλεσης της, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως του αδικήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Ε) Στην ..., στις αρχές Απριλίου 2006 με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που διέπραξε και ειδικότερα στον παραπάνω τόπο και χρόνο εκ δόλου, με πειθώ και φορτικότητα, αλλά και με συμβουλές και εκμετάλλευση της φιλίας, που. Τον συνέδεε δημιούργησε στον συγκατηγορούμενό του Χ4 τη βούληση, ώστε εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση, να καταθέσει εν γνώσει του ψέματα, άλλως να αποκρύψει την αλήθεια και ειδικότερα στον παραπάνω τόπο και χρόνο εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά, που ενεργούσε προκαταρκτική εξέταση, να καταθέσει ψέματα, εν γνώσει του, ότι αυτά που κατέθεσε ήταν ψευδή, άλλως, καίτοι είχε γνώση των αληθών γεγονότων σκόπιμα να αποκρύψει την αλήθεια και συγκεκριμένα: Στον παραπάνω τόπο και χρόνο έπεισε τον, ως άνω, Χ4 να καταθέσει, μεταξύ άλλων, ενώπιον του προαναφερθέντος Εισαγγελέα και να καταχωρηθεί στην από 11-4-2006 έκθεση ένορκης εξετάσεως, ότι η μαιζονέτα, που βρίσκεται στην πολυκατοικία της οδού ... στην ... και είχε περιέλθει σε αυτόν ως εργολαβικό αντάλλαγμα, πωλήθηκε στον κατηγορούμενο και τη συγκατηγορουμένη σύζυγο του Χ3 το Φεβρουάριο του 2001 αντί τιμήματος 80.000.000 έως 90.000.000 δραχμών, και ότι μαζί με την πώληση της , προαναφερθείσας μαιζονέτας της οδού ... συμφωνήθηκε και η προπώληση σε αυτούς, από τα σχέδια, μιας κατοικίας από το συγκρότημα εξοχικών κατοικιών στη συνοικία "..." ή "..." της πόλης ..., που του ανήκε, αντί τιμήματος 60.000.000 δραχμών καθώς και ότι χάριν καταβολής του τιμήματος εγχειρίσθηκαν σε αυτόν δύο επιταγές αξίας 140.000.000 δραχμών, πλην όμως τα παραπάνω δεν συμφωνούσαν προς την αντικειμενική πραγματικότητα και κατατέθηκαν από αυτόν εν γνώσει της αποκρύψεως της αληθείας, καθόσον το μεν τίμημα της μαιζονέτας της οδού ... στην ... ανήλθε τουλάχιστον στο ποσό των 140.000.000 δραχμών, ουδεμία δε συμφωνία προπωλήσεως εξοχικής κατοικίας στη Νήσο ... πραγματοποιήθηκε και ουδέν τίμημα αφορών τέτοια αγοραπωλησία καταβλήθηκε, το δε προβαλλόμενο ως δοθέν δια των ως άνω επιταγών χρηματικό ποσό αποτελεί το τίμημα της αγοράς αποκλειστικώς της κατοικίας της οδού ... στην ..., ενώ η αναφορά στο ποσό των 168.000 ευρώ, που είχε καταβληθεί ως τίμημα αγοραπωλησίας της εξοχικής κατοικίας της ... και επιστράφηκε από αυτόν στον κατηγορούμενο και τη συγκατηγορουμένη σύζυγο του Χ3 σε δύο δόσεις, κατά τους μήνες Ιούλιο και Σεπτέμβριο του 2002 αντίστοιχα, λόγω ματαιώσεως της αγοραπωλησίας αυτής οφειλομένης σε αντικειμενική αδυναμία παροχής του ακινήτου, επινοήθηκε, προκειμένου να δικαιολογηθεί η πηγή των χρημάτων για την καταβολή του τιμήματος μέχρι του ύψους της αντικειμενικής αξίας του εν λόγω ακινήτου (μαιζονέτας), παρουσιάζοντας δε ψευδώς στην κατάθεση του ως αληθές το τίμημα των 80.000.000 έως 90.000.000 δραχμών, αποδέσμευσε το ζεύγος των αγοραστών από την ανάγκη της δικαιολογήσεως της επιτρέπουσας την εξόφληση του υπολοίπου τιμήματος πηγής εσόδων του. Την απόφαση προς τέλεση της παραπάνω άδικης πράξεως στο συγκατηγορούμενό του Χ4 προκάλεσε αυτός δολίως, χρησιμοποιώντας ως μέσα την πειθώ και φορτικότητα, αλλά και τις συμβουλές και την εκμετάλλευση της φιλίας, που τους συνέδεε. Και ο πρώτος των αναιρεσειόντων Χ1 στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1996 μέχρι τον μήνα Ιούνιο του έτους 2002 με πρόθεση παρέσχε συνδρομή στον συγκατηγορούμενό του Χ2 κατά την τέλεση της άδικης πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που εκείνος διέπραξε. Συγκεκριμένα ο συγκατηγορούμενός του Χ2, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο του 1996 μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο του 1998, ασκώντας ως Πρωτοδίκης τα καθήκοντα του Εισηγητή των Πτωχεύσεων στο Πρωτοδικείο Αθηνών, κατ' επάγγελμα και εκ κερδοσκοπίας, με σκοπό να συγκαλύψει ή και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από την τέλεση της παραγραφείσας ήδη πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή εγκληματικής δραστηριότητας του άρθρου 1.α.ι.περ. δδ του ν. 2331/1995, όπως ήδη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3424/2005, που είχε τελεσθεί, εκτός άλλων και δια της εκ μέρους του απαιτήσεως χρημάτων από τους Χ1 και Α, ως διορισθέντες εκτιμητές περιουσιακών στοιχείων στην πτώχευση της ανώνυμης εταιρείας "ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε." και της θυγατρικής αυτής "ΙΝΤΟΡΙ Α.Ε.", προκειμένου να καθορισθούν από εκείνον υπερβολικές αμοιβές εξ απόψεως ύψους ημερησίας αποζημίωσης αριθμού και ημερών για αμφότερους, δέχθηκε, μετά από προγενέστερη απαίτηση του, ως δώρο από αυτούς, χρηματικό ποσό ύψους 24.252.580 δραχμών, το οποίο αποτελεί τη διαφορά μεταξύ του ποσού των 30.000.000 δραχμών περίπου, που έπρεπε συνολικώς να έχει λάβει αυτός, ως εκτιμητής των περιουσιακών στοιχείων της πτωχεύσεως "ΒΟΚΤΑΣ" και ο συνεργαζόμενος με τον ως άνω κατηγορούμενο Χ1, Α, και εκείνου που τελικώς λάβανε, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 54.252.580 δραχμών και στη συνέχεια επιδιώκοντας να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητα του, χρησιμοποίησε τα χρηματικά ποσά, που είχε απαιτήσει από αυτούς, ως εκτιμητές και αυτοί είχαν αποδεχθεί και εν τέλει κατέβαλαν, προκειμένου να καθορισθούν υπερβολικές αμοιβές για το έργο που παρείχαν, για να αγοράσει: 1) στις 28-5-1999 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αμφίκλειας Αναστασίας Καλπύρη στα ... αγροτεμάχιο 836 τμ. κατά το 50% εξ αδιαιρέτου, το άλλο 50% περιήλθε δυνάμει ιδίου συμβολαίου στον Χ1, 2) στις 3-8-1999 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Αναστασίας Καλπύρη αγροτεμάχιο 1533 τμ. κατά το αυτό ως άνω ποσοστό με την επ αυτού φερομένη ως επισκευασμένη αχυροκαλύβα 119 τμ., το οποίο κατ' αρχάς ο Χ1 φέρεται να έχει αγοράσει εξ ολοκλήρου δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της Συμ/φου Αναστασίας Καλπύρη, πλην όμως το μισό τίμημα προερχόταν από το ποσό, που δόθηκε ως δώρο στον Χ2 από τους εκτιμητές και είχε συμφωνηθεί τότε να μην εμφανιστεί ο Χ2 ως αγοραστής, αλλά στη συνέχεια να γίνει η μεταβίβαση του, η οποία και πραγματοποιήθηκε με το ως άνω υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο 3) στις 24-3-2001 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου αγροτεμάχιο 636,30 τμ. στην ίδια περιοχή, 4) στις 6-6-2002 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου αγροτεμάχιο στην ίδια ως άνω περιοχή 4.008,76 τμ., μετά δε τις ως άνω αγορές ακολούθησε με τον Χ1 διανομή των αποκτηθέντων ακινήτων και αφού επήλθε αλλαγή, ώστε αντί του 50% σε καθένα από τα δύο πρώτα αγροτεμάχια να αποκτήσει το 100% στο μισό από αυτά για να εξασφαλισθεί λειτουργικότητα στη χρήση, οικοδόμησε επ' αυτού διώροφο κτίσμα χωρισμένο στα δύο σε δύο ανεξάρτητα διαμερίσματα, ισόγειο και σοφίτα, το καθένα 65 τμ. περίπου, πετρόκτιστο, με κουφώματα από αλουμίνιο, ημιυπαίθριο χώρο 17,50 τμ., ισόγειο βοηθητικό κτίσμα αποθήκης εμβαδού 20τμ., μπάρμπεκιου 16 τμ., πετρόκτιστο με κεραμοσκεπή, ισόγειο γκαράζ 30 τμ. με σιδεροκατασκευή, με συνολικό κόστος κατασκευής όλων των κτιρίων ύψους 60.000 ευρώ, χρήματα, που προέρχονται από το ποσό που δόθηκε σ' αυτόν ως δώρο. Με τις πράξεις του αυτές ο Χ2 επεδίωξε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητα του, αποκρύπτοντας την αληθή προέλευση των χρημάτων που εξασφάλισε με τη χορήγηση υπερβολικών αμοιβών στους Α και Χ1, ως εκτιμητές των πτωχεύσεων της εταιρείας ΒΟΚΤΑΣ ΑΕ και της ως άνω θυγατρικής της. Στην τέλεση της ανωτέρω εγκληματικής δραστηριότητας, ο κατηγορούμενος Χ1, με πρόθεση παρέσχε σ' εκείνον συνδρομή, ειδικότερα δε εισέπραξε από τον Α μέρος της διογκωμένης για τη εκτέλεση του ως άνω έργου των (εκτίμηση πτωχευτικών περιουσιακών στοιχείων) αμοιβής ποσού 54.252.580 δραχμών, το οποίο ανήρχετο στο ύψος των 24.252.580 δραχμών και μετεβίβασε στη συνέχεια τούτο στον συγκατηγορούμενό του Χ2 και από αυτό προέρχεται το μισό τίμημα της αγοράς του αγροτεμαχίου των 1533 τ.μ. μετά του εν αυτώ κτίσματος δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου, το μισό του οποίου, στη συνέχεια μεταβίβασε στο Χ2 , ώστε να επιτρέψουν την συγκάλυψη της περιελθούσας ως δώρο από αυτούς στον εισηγητή των πτωχεύσεων, ως άνω, διαφοράς των 24.252.580 δραχμών και να προσδώσει ο τελευταίος νομιμοφανή υπόσταση στην προεκτεθείσα παράνομη δραστηριότητα του, αποφεύγοντας τις έννομες συνέπειες των πράξεων του. Την άνω πράξη του δε ο Χ1 ενήργησε κατ' επάγγελμα και εκ κερδοσκοπίας, ως εκ του μεγάλου χρονικού διαστήματος τελέσεως της, του οργανωμένου και μεθοδευμένου σχεδίου ολοκληρώσεως της και του εξαιτίας αυτής επιδιωκόμενου οικονομικού οφέλους".
IV. Από τ'ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αναφορικά με τις πράξεις α) της απάτης κατ'εξακολούθηση, φερομένης ως τελεσθείσης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν τα 15.000 €, β) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, φερομένης ως τελεσθείσης κατ'επάγγελμα και από κερδοσκοπία κατ'εξακολούθηση και κατά συρροή και γ) της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα που αποδίδονται στον δεύτερο των αναιρεσειόντων και της άμεσης συνέργειας σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που αποδίδεται στον εξ αυτών πρώτο, διέλαβε την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκαν οι αναιρεσείοντες παραπεμπτέοι, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου.
Προκύπτει ακόμη, ότι οι στον δεύτερο των αναιρεσειόντων αποδιδόμενες αξιόποινες πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της αποσιώπησης λόγω εξαίρεσης, που φέρεται ότι τέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 1/7/2003 μέχρι 8/7/2003, ως πλημμελήματα, παρελθούσης πενταετίας και πλέον από την τέλεσή τους μέχρι σήμερα υπέκυψαν σε παραγραφή. Ως εκ τούτου πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, κατ'ανάλογο εφαρμογή του άρθρου 370 περ. β' ΚΠΔ (ΑΠ 55/2006 ΠΧ ΝΣΤ/694).
V. Οι αναιρεσείοντες, ως αναιρετικούς λόγους με τις κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης προβάλλουν: 1) την απόλυτη ακυρότητα (171 παρ. 1δ - 484 παρ. 1α ΚΠΔ) που συνίσταται ότι ο Ειδικός Ανακριτής, δεν γνωστοποίησε σ'αυτούς, πριν απολογηθούν, ότι έχουν το δικαίωμα της σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησης, 2) της απόλυτης ακυρότητας δεδομένου, ότι στον εκπρόσωπο της εισαγγελικής αρχής επιτράπηκε η εμφάνιση στο συμβούλιο, ενώ το σχετικό αίτημά τους για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους σύμφωνα με το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ, απορρίφθηκε. Μ'αυτόν τον τρόπο αποστερήθηκαν το δικαίωμα σε μία κατ'αντιδικία δίκη κατά παράβαση της Ε.Σ.Δ.Α., 3) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματός τους για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, 4) της απόλυτης ακυρότητας λόγω της χρησιμοποίησης απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων, 5) της απόλυτης ακυρότητας λόγω αναφοράς αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από άλλη δικογραφία.
Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι κατ'ουσίαν και ως εκ τούτου απορριπτέοι. Και τούτο διότι: Α) Από τις διατάξεις των άρθρων 100, 101, 102, 103 ΚΠΔ, που αναφέρονται στα δικαιώματα του κατηγορουμένου σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 273 παρ. 2 ΚΠΔ κατά την οποία "αφού εξακριβωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου και του εξηγηθούν τα δικαιώματά του, σύμφωνα με το άρθρο 103, εκείνος που ενεργεί την εξέταση, του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υποδείξει τα μέσα της υπεράσπισής του. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει και να παραδώσει την απολογία του γραπτή", σαφώς προκύπτει ότι το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου ενυπάρχει στο από το νόμο παρεχόμενο δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει και ο Ανακριτής δεν είχε υποχρέωση να του το γνωστοποιήσει ιδιαιτέρως. Ως εκ τούτου από την παράλειψη αυτή, δεν παραβιάζονται οι προμνησθείσες διατάξεις που αφορούν την υπεράσπισή του και δεν προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας (ΑΠ 1724/2007). Β) Το ότι παρέστη στο Συμβούλιο ο Εισαγγελέας ενώ το αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους, ουδόλως τους αποστερεί το δικαίωμα για μία κατ'αντιδικία δίκη κατά παράβαση της Ε.Σ.Δ.Α., δεδομένου, ότι ο Εισαγγελέας δεν είναι διάδικος, ο λειτουργικός του ρόλος στην ποινική διαδικασία είναι σαφώς καθωρισμένος και η παρουσία του στο συμβούλιο είναι υποχρεωτική (306 ΚΠΔ), ενώ των διαδίκων εξαρτάται από την αποδοχή του σχετικού αιτήματος από το Δικαστικό Συμβούλιο (309 παρ. 2 ΚΠΔ). Γ) Η αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του συμβουλίου "στην προκείμενη περίπτωση οι κατηγορούμενοι με τα εκτενή υπομνήματά τους έχουν παράσχει με πληρότητα εξηγήσεις για τις πράξεις που τους αποδίδονται, ενόψει αυτών η εμφάνισή τους δεν είναι αναγκαία" είναι ειδική και εμπεριστατωμένη (ΑΠ 2203/07) και ουδεμία επιρροή ασκεί, ότι με την ίδια αιτιολογία απορρίφθηκαν τα αιτήματα όλων των κατηγορουμένων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου. Δ) Ουδόλως ελήφθησαν υπόψη απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και δη καταστάσεις τηλεφωνικών κλήσεων χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία της άρσης του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, δεδομένου ότι αυτό επισημαίνεται ειδικά τόσο στην εισαγγελική πρόταση όσο και στο προσβαλλόμενο βούλευμα (75ο φύλλο) και Ε) Ουδεμία ακυρότητα προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στην εισαγγελική πρόταση αναφέρεται υπό στοιχείο V ότι ελήφθηκαν υπόψη ακόμη αποδεικτικά μέσα από άλλη δικογραφία και δη από την 1356/2007 εισαγγελική πρόταση, αφού είναι σαφές ότι το φύλλο αυτό τέθηκε στην δικογραφία από προφανή παραδρομή και γι'αυτό το λόγο υφίσταται δύο φορές η αρίθμηση V (δείτε 73ο-74ο φύλλο του βουλεύματος).
VI. Κατ' ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες και να επιβληθούν σ'αυτούς τα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Ι) Να απορριφθούν οι με αριθμούς α) 183/3-11-2008 και β) 184/3-11-2008 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκων ..., κατά του με αριθμό 1209/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ) Να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του Χ2 για παράβαση καθήκοντος και αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης, πράξεις που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 1/7/2003 μέχρι 8/7/2003.
ΙΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες.
Αθήνα 1 Δεκεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Π. Παντελής"

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όντος αδιαφόρου, αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπό αυτός και β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται, ζημία στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα, που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή ανάγονται στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις, εκτός αν οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα από ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς καταστάσεως μελλοντικής εκπληρώσεως από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ υπαρχής την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, οπότε αυτές, κατά την αληθινή έννοια της ανωτέρω διατάξεως, αποτελούν γεγονός και θεμελιώνουν, συντρεχόντων και των λοιπών απαιτούμενων συστατικών όρων, την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και την εκ νέου αντικατάστασή της με άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ κατά το άρθρο 5 του Ν. 2943/2001). Από τη διάταξη το άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος της απάτης κατ' επάγγελμα, απαιτείται, αντικειμενικώς, επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Αν, όμως, δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος, αρκεί για την κατ' επάγγελμα τέλεσή του, ότι αυτό τελείται για πρώτη φορά, όχι πάντως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή ότι, από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του δράστη προς πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν 2331/1995 "περί προλήψεως και καταστολής της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες", με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Η εγκληματική όμως αυτή δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς, Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφ' όσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1, που προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχ. δ' του Ν. 3424/2005, η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες της παραγράφου αυτής. Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν χώρησε καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ' αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για τη διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Αν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε δύο ή περισσότερους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή εκάστου υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό, δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα κατ' αυτού ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τρίτος διέπραξε ή συμμετείχε στο αδίκημα της νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες, η ποινή κατ' αυτού για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά του υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β. Ο εν λόγω Ν. 2331/1995 αναφέρεται στην πρόληψη και στην καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή στο "ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος", όπως έχει επικρατήσει να περιγράφεται το φαινόμενο της νομιμοποιήσεως εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, συνήθως βαριάς μορφής, με τον όρο δε αυτόν περιγράφεται η διαδικασία, μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία, στη συνέχεια, μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται ως νόμιμη. Για να μπορεί να γίνει λόγος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απαιτείται να έχει προηγηθεί μία άλλη εγκληματική δραστηριότητα, γεγονός που σημαίνει ότι δημιουργείται έτσι μία σχέση κύριας και επόμενης πράξεως, στην οποία κύρια πράξη (βασικό έγκλημα) υπάγονται τα εγκλήματα, τα οποία περιοριστικώς αναφέρονται στο άρθρο 1 του Ν. 2331/1995. Από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, σαφώς συνάγεται ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού αδικήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με το δράστη του επόμενου αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων αυτών, μόνο στην περίπτωση της παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα και αυτό, για το λόγο ότι, μιλώντας ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, προφανώς αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995, με συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, να αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του επομένου αξιόποινου αδικήματος της νομιμοποιήσεως των εσόδων αυτών. Από αυτό συνάγεται ότι, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αφού ο νόμος δεν διακρίνει και, επιπλέον, χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ενεργητικό υποκείμενο του αδικήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο αυτουργός ενός από τα βασικά εγκλήματα, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού. Τούτο, καθόσον, τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 2331/1995 αδικήματα, τελούν σε πραγματική συρροή με τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου αδικήματα και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 αξιόποινες ενέργειες αποτελούν μη τιμωρητές ύστερες πράξεις, όταν μάλιστα αυτές τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, ενώ πολλές βασικές αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος. Εκτός αυτού, δεν τίθεται θέμα επικουρικότητας των προβλεπομένων από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2331/1995 αδικημάτων, σε σχέση με τα αδικήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου αυτού, αφού δεν πρόκειται για περισσότερες μορφές συμμετοχής στο ίδιο αδίκημα, αλλά περί τελέσεως δύο αυθύπαρκτων, διακρινομένων μεταξύ τους, αδικημάτων, το κάθε ένα από τα οποία συγκροτείται από ιδιαίτερα στοιχεία. Ούτε, όμως, περί απορροφήσεως αδικήματος προβλεπομένου από το άρθρο 2 του Ν. 2331/1995 από αδίκημα προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του νόμου αυτού μπορεί να γίνει λόγος και αυτό, γιατί εφαρμογή της αρχής της απορροφήσεως υπάρχει, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ύστερη πράξη συνάπτεται σε ενότητα προς άλλη προηγούμενη, συνιστώσα απλώς εξασφάλιση ή χρησιμοποίηση του, με την προηγούμενη πράξη, κτηθέντος, χωρίς, όμως, να προσβάλει άλλα έννομα αγαθά του ίδιου ή άλλου προσώπου ή της κοινωνικής ολότητας, γιατί μόνο σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η εφαρμογή της πρώτης προβλέψεως καλύπτει όλη την απαξία, αντικειμενική και υποκειμενική, της εγκληματικής δράσεως του υπαιτίου. Τα αδικήματα, όμως, του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995, πολλά εκ των οποίων είναι πλημμελήματα, δεν καλύπτουν την όλη απαξία των αδικημάτων του άρθρου 2 του νόμου αυτού, τα οποία είναι όλα κακουργήματα, ούτε έχουν ιστορική ενότητα μεταξύ τους.
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία και προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ίδιου βουλεύματος, εφόσον αυτή περιέχει τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες αναγκαίες αναφορές. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Ακόμη απόλυτη ακυρότητα κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1δ του ΚΠοινΔ, που δημιουργεί τον από το άρθρο 484 παρ. 1 α ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση, υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλει ο νόμος.
Τέλος υπέρβαση εξουσίας, ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση) ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις (αρνητική υπέρβαση).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1α', 310 παρ. 1α, 313 και 318 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο (πλημμελειοδικών ή εφετών) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίσθηκε προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Αντιθέτως οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αυτές καθεαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του. Για να κρίνει το συμβούλιο αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή για την απαλλαγή του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αξιολογώντας και σταθμίζοντας τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις άνω ενδείξεις, όσο και εκείνα που τις αποδυναμώνουν. Σημειώνεται ότι οι ενδείξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1α και 313 ΚΠοινΔ ανάγονται στην κρίση σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου για ορισμένο έγκλημα και διαφέρουν από τις "ενδείξεις" που αναφέρονται στο άρθρο 179 ΚΠοινΔ, ως ένα από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα, οι οποίες αποτελούν κατηγορία των αποδεικτικών μέσων από τα οποία μπορεί να συναχθεί, με βάση τους κανόνες της λογικής, η ύπαρξη ή ανυπαρξία του αποδεικτέου γεγονότος. Επομένως η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για την ύπαρξη σοβαρών ή επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου μπορεί να στηρίζεται και στις "ενδείξεις" (αποδεικτικό μέσο) τις οποίες λαμβάνει υπόψη και αξιολογεί το συμβούλιο μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Το συμβούλιο, εξάλλου, οφείλει να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκομίσθηκαν και υπερβαίνει γι' αυτό (αρνητικά) την εξουσία που του παρέχουν τα άρθρα 309, 310 και 313 ΚΠοινΔ, αν περιορισθεί στον έλεγχο και την αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν. Εάν, όμως, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχθεί το συμβούλιο ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων. Εάν πάλι το συμβούλιο αποφανθεί ότι, με βάση τα περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά, "αποδείχθηκε" η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου ή "δεν αποδείχθηκε" η ενοχή του και δεν συνάγεται από το περιεχόμενο του βουλεύματος ότι πρόκειται για αδόκιμη ή από παραδρομή διατύπωση της κρίσεώς του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, θέμα υπερβάσεως εξουσίας δεν τίθεται στην πρώτη περίπτωση της αποδείξεως της ενοχής ή αθωότητας. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή η ως άνω κρίση του συμβουλίου εμπεριέχει και την κρίση για την επάρκεια ή την παντελή έλλειψη ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου και συνεπώς πρόκειται για πλεοναστική διατύπωση κρίσεως που δεν έχει διαφορετικές συνέπειες από το απαιτούμενο κατά το νόμο έλασσον (επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου ή έλλειψη τέτοιων ενδείξεων για την απαλλαγή του). Στην δεύτερη περίπτωση, όμως, κατά την οποία το συμβούλιο δεν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, διότι κρίνει ότι "δεν αποδείχθηκε" η ενοχή του και εξαρτά έτσι την παραπομπή του από την ύπαρξη αποδείξεων, αντί να αρκεσθεί στην απαιτούμενη από το νόμο ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, είναι πρόδηλο ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του. Ενόψει αυτών παρέπεται ότι το δικαστικό συμβούλιο, κατά την άσκηση της παρεχόμενης σ' αυτό από τα άρθρα 309 και 313 ΚΠοινΔ δικαιοδοσίας, ενεργεί καθ' υπέρβαση εξουσίας μόνο στις ανωτέρω περιπτώσεις και δεν μπορεί γι' αυτό να γίνει δεκτό ότι υπερβαίνει τούτο την εξουσία του αν προβεί σε πλήρη έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων για να διαπιστώσει την αλήθεια και δεν περιορισθεί στην αναζήτηση μόνο των επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, επιτρεπτώς εξ ολοκλήρου αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, που έχει ακριβώς, όπως παρακάτω: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, τις εξηγήσεις αυτών, όλα τα υπομνήματα των, τις προσφυγές και όλες τις αιτήσεις των, προέκυψαν τ' ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Επισημαίνουμε ότι, δεν λάβαμε υπόψη προς επιβάρυνση της θέσης των κατηγορουμένων, μαρτυρικές καταθέσεις, που έδωσαν κατά την διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης και τις οποίες δεν επικαλέστηκαν κατά την απολογία των, δοθέντος ότι, οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης, ως ειδικότερης έκφρασης του δικαιώματος υπεράσπισης και του δικαιώματος τους για δίκαιη δίκη (άρθρ. 6 ΕΣΔΑ) (βλ. ΟλΑΠ 1/2004, ΝοΒ 2004, 1791, ΟλΑΠ 2/1999, ΝοΒ 2000, 510). Περαιτέρω δεν μπορούν να αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο οι εμπεριεχόμενες στη δικογραφία καταστάσεις εισερχομένων και εξερχομένων τηλεφωνικών κλήσεων, που αφορούν τους κατηγορουμένους και άλλα πρόσωπα, στις οποίες αναγράφονται οι αριθμοί των καλούντων και καλούμενων συνδρομητών, τα ονόματα αυτών, η ημερομηνία, η ώρα έναρξης και η διάρκεια κάθε κλήσης και για την απόκτηση των οποίων δεν προκύπτει ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο (για τις περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρής εγκληματικότητας) διαδικασία άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου (άρθρ. 4 ν. 2225/1994, 1, 3 παρ. 1 και 2 περ. γ', 5 του π.δ. 47/2005). Το γεγονός ότι οι πιο πάνω καταστάσεις αναφέρονται σε εξωτερικά στοιχεία τηλεφωνικών επικοινωνιών και όχι στο περιεχόμενο αυτών (συνομιλίες) δεν συνεπάγεται αποδέσμευση από την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, αφού, στο προστατευτικό πεδίο, τόσο του άρθρου 19 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή του απορρήτου της επικοινωνίας, όσο και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, που θεσπίζει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του προσώπου, υπάγονται και τα εξωτερικά στοιχεία τηλεφωνικής επικοινωνίας (βλ. την από 3.4.2007 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Κόπλαντ κατά Ηνωμένου Βασιλείου - Copland v. United Kingdom - στην οποία γίνεται ρητή αναφορά ότι η χρήση πληροφορίας, σχετικής με την ημερομηνία και τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας και με τους κληθέντες αριθμούς, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, ενόψει του ότι μια τέτοια πληροφορία αποτελεί "στοιχείο αναπόσπαστο" των τηλεφωνικών επικοινωνιών, βλ. και από 2.8.1984 απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Μαλόνε κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι το γεγονός της αναφοράς τέτοιων εξωτερικών στοιχείων τηλεφωνικών επικοινωνιών σε ορισμένες πράξεις (ιδίως απολογίες) της προκειμένης ποινικής διαδικασίας δεν θίγει το κύρος των πράξεων αυτών, ενόψει και του ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 175 ΚΠΔ ακυρότητα των εξαρτημένων μεταγενέστερων πράξεων προϋποθέτει την ύπαρξη εξάρτησης και μάλιστα αποκλειστικής και πραγματικής και όχι ευκαιριακής (βλ. ΟλΑΠ 2/1996, Π.Χ. 1996, 1570). Βέβαια οι εν λόγω πράξεις λαμβάνονται υπόψη με την επιφύλαξη του σεβασμού των στοιχείων αυτών, ως απορρήτων και συνακόλουθα ως απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων, δηλαδή με την επιφύλαξη της μη επιβάρυνσης από αυτά της θέσεως των κατηγορουμένων.
-Ι- ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ - ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ: Χ2, Χ3, Χ1, Α, Χ4 -ΑΠΑΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ Χ2.
-Α- ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ ΠΟΣΩΝ 5.00268 και 8.500.000 ΔΡΧ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ "ΕΣΤΙΑ" ΓΙΑ ΤΑ ... και ... ΙΧΕ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ.
-α-1] Ο Χ2 την 16-6-1994 αγόρασε το υπ' αριθμ. ... αυτοκίνητο, μάρκας ΒΜW αξίας 9.000.000 δραχμών. Ο κατηγορούμενος είχε ασφαλίσει το αυτοκίνητο αυτό με μικτή ασφάλιση ποσού 9.000.000 δραχμών. Στις 20-6-1996, καθ' όν χρόνο ο κατηγορούμενος με το ως άνω όχημα του μετέβαινε με δύο άλλους δικαστικούς λειτουργούς στο ... και εκινείτο στην Ε.Ο. ...-... παρενεβλήθη εμπόδιο στην πορεία του, με αποτέλεσμα στην προσπάθεια του ν' αποφύγει αυτό, ν' ανατραπεί το αυτοκίνητο στη δεξιά άκρη του δρόμου, όπου σταμάτησε με τον ουρανό στο έδαφος.
2] Ο κατηγορούμενος Χ2 στις 26-6-1996 ανήγγειλε στην ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" το ως άνω συμβάν και υπέγραψε την υπ' αριθμ. ... υπεύθυνη δήλωση ατυχήματος με το εξής περιεχόμενο "Οδηγούσα το αυτοκίνητο μου στην Ε.Ο. ...-... έχοντας πορεία προς ... . Φθάνοντας στο ύψος του ... [10 χιλιόμετρα πριν τη ...] και κατέχοντας την αρ. λωρίδα κυκλοφορίας της Εθνικής Οδού από την πρασιά, που διαχωρίζει τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας της Ε.Ο., πετάχθηκε με κίνηση, να διασχίσει κάθετα την εθνική οδό, στο ρεύμα πορείας μου από αριστερά, όπως εκινούμην στα 5 μετρα εμπρός από το αυτοκίνητο μου, ένας ιδιαίτερα μεγάλος αδέσποτος σκύλος. Προκειμένου να τον αποφύγω για να μην τον κτυπήσω με πολύ πιθανό αποτέλεσμα να πέσει στο μπαμπριζ του αυτοκινήτου μου, με καταστροφικό αποτέλεσμα λόγω του μεγάλου όγκου του, έκανα προς τα δεξιά ελιγμό με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να χάσει την ευστάθεια του και μετά από επαναφοράς του να εκτραπεί πλάγια δεξιά αρχικά και μετά αριστερά, επανερχόμενο δε στη δεξιά μεριά του δρόμου και παρά το γεγονός ότι, ανέμενα να σταματήσει να ολισθήσει, οι δεξιές ρόδες του βρήκαν ένα μικρό πεζούλι-νησίδα, που υπήρχε στο σημείο εκείνο, με αποτέλεσμα να ανατραπεί το αυτοκίνητο μου με μαλακό τρόπο σταματώντας στα 5 μ. πιο πέρα στο δεξιό άκρο της εθνικής οδού με τον ουρανό προς το έδαφος. Υπήρξαν μικροτραυματισμοί, που αντιμετωπίσθηκαν στο εφημερεύον Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης".
3] Το εν λόγω αυτοκίνητο μεταφέρθηκε με την συνδρομή της ΕΛΠΑ στην ..., στα σχετικά δε για την μεταφορά του έγγραφα περιγράφεται η έκταση των ζημιών αυτού. Η INTERSERVICE στα από 1-7-1996 έγγραφα της, προβαίνει σε αναλύτική εκτίμηση των ζημιών, η αποκατάσταση των οποίων υπολογίστηκε στο ποσό των 4.366.455 δραχμών, πλέον άλλων ζημιών που θα προέκυπταν μετά την επανασυναρμολόγηση του, καθώς και τριών καινουργιών ελαστικών. Τα έγραφα αυτά μαζί με φωτογραφίες του αυτοκινήτου τέθηκαν υπόψη της ασφαλιστικής εταιρείας. Εν τω μεταξύ βρέθηκε αγοραστής του αυτοκινήτου, όπως αυτό είχε [σώσμα] και αυτός ήταν ο Ε, που προσέφερε το ποσό των 4.000.000 δραχμών, προσφορά, που, στις 5-7-1996 γνωστοποίησε, στην ασφαλιστική εταιρεία ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια και μετά τη γνωστοποίηση της προσφοράς αυτής, ο Χ2 άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 16-7-1996 αγωγή του κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας "ΕΣΤΙΑ Α.Α.Ε.", η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη στις 18-7-1996. Με την αγωγή του αυτή, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει κατά το κύριο αίτημα του το ποσό των 9.000.000 δρχ, άλλως το επικουρικό αίτημα του το ποσό των 6.400.000 δρχ. Κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο Ζημιών της ασφαλιστικής εταιρείας "ΕΣΤΙΑ", λαμβάνοντας υπόψη του τις φωτογραφίες, την εκτίμηση των ζημιών από την INTERSERVICE, την προσφορά του Ε και την ασκηθείσα αγωγή, θεώρησε ασύμφορη την επισκευή του αυτοκινήτου και έτσι δέχθηκε να καταβάλει ως αποζημίωση στον ασφαλισμένο Χ2 το ποσό των 5.187.000 δρχ., περιλαμβανομένου σ' αυτό και του χαρτοσήμου. Στις 29-7-1996 η ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... εξοφλητική απόδειξη ζημιών ποσού 5.187.000 δρχ., πληρωτέου ποσού 5.00.268 δρχ., την οποία υπέγραψε ο κατηγορούμενος κάτω από την ένδειξη "ο δηλών και εξοφλούμενος", στην οποία περιελήφθησαν και τα εξής: "Αποζημιώθηκα από την ΕΣΤΙΑ Α.Α.Α.Ε. με το ποσό των 5.00.268 δρχ. για την εξόφληση της απαιτήσεως μου για αποζημίωση εξαιτίας ΙΔΙΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ... παραιτούμενος του δικογράφου και του δικαιώματος της αγωγής με αριθμό καταθέσεως 7284/96 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ουδεμία άλλη αξίωση έχω ή διατηρώ από την παραπάνω αιτία ...". Ο Ε αγόρασε το αυτοκίνητο έναντι του ποσού των 3.200.000 δραχμών. Ο αγοραστής αυτός κατέθεσε ότι, μετέφερε το αυτοκίνητο σε γνωστό του συνεργείο στην ...... και για την επισκευή του κατέβαλε το ποσό των 1.500.000 δραχμών περίπου και μετά από ένα [1] έτος το πώλησε αντί του ποσού των 7.000.000 δραχμών. Ο κατηγορούμενος, αναφερόμενος στη διαφορά αυτή ισχυρίστηκε ότι, το αυτοκίνητο δεν επισκευάστηκε στο εξουσιοδοτημένο συνεργείο της Αντιπροσωπείας και προφανώς οι επισκευές έγιναν με αμφίβολης ποιότητας ανταλλακτικά και εργασία, γι' αυτό άλλωστε προκύπτει τέτοια διαφορά του τιμήματος της μεταπωλήσεως, ενώ εκείνος, λόγω της μικτής ασφάλειας είχε δικαίωμα να επισκευάσει το αυτοκίνητο με καινούργια γνήσια ανταλλακτικά και σε εξουσιοδοτημένο συνεργείο, η δαπάνη των οποίων απαιτούσε ποσό άνω των 6.000.000 δραχμών, γι' αυτό και η ασφαλιστική εταιρεία προτίμησε να καταβάλει την προαναφερθείσα αποζημίωση, ως περισσότερο γι' αυτήν συμφέρουσα. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και αντικρούεται από την υπό χρονολογία 9-5-2006 ένορκη εξέταση του ΣΤ, υπαλλήλου της ασφαλιστικής εταιρείας "ΕΣΤΙΑ" και μέλους του Συμβουλίου Πληρωμής Ζημιών της εταιρείας αυτής, ο οποίος κατέθεσε "... Εάν η αποκατάσταση των ζημιών, όπως μου λέτε, δεν ξεπέρασε το 1.500.000 δρχ., τότε είναι προφανές και πάλι ότι παραπλανήθηκε το συμβούλιο ζημιών και λόγω της παραπλανήσεως αυτής δέχθηκε να καταβληθεί το ποσό που αναφέρατε. Με τα ανωτέρω είναι προφανές ότι ζημιώθηκε και πάλι η εταιρεία ΕΣΤΙΑ ...". Τα έγγραφα της INTERSERVICE που προσκόμισε ο κατηγορούμενος Χ2 στην ασφαλιστική εταιρεία περί του ύψους αποκαταστάσεως της ζημίας, ήσαν αναληθή κατά περιεχόμενο, ανεξαρτήτως δε των ισχυρισμών του κατηγορουμένου ότι, το αυτοκίνητο δεν επισκευάστηκε σε εξουσιοδοτημένο συνεργείο της Αντιπροσωπείας και χρησιμοποιήθηκαν αμφίβολης ποιότητας ανταλλακτικά και εργασία, είναι γεγονός ότι, για την αποκατάσταση των ζημιών του αυτοκινήτου απαιτήθηκε το ποσό των 1.500.000 δρχ., το αυτοκίνητο πωλήθηκε έναντι του ποσού των 7.000.000 δρχ. Και έτσι από το ποσό των 5.000.268 που, ο κατηγορούμενος Χ2 εισέπραξε ως ασφαλιστική αποζημίωση, το ποσό των 3.500.268 δρχ. είναι η παράνομη ωφέλεια του κατηγορουμένου και η αντίστοιχη ζημία της ασφαλιστικής εταιρείας. Οι μάρτυρες ΣΤ και Ζ στις από 23-11-2007 και 22-11-2007 αντίστοιχες συμπληρωματικές ένορκες εξετάσεις των κατέθεσαν ότι, ουδέποτε ο Χ2 επικοινώνησε με την ασφαλιστική εταιρεία και δεν ασχολήθηκε με εκτιμήσεις, η μόνη επαφή του ήταν η υποβολή δήλωσης ατυχήματος. Όμως στην από 24-6-1996 δήλωση του, ο κατηγορούμενος Χ2 ανέφερε μόνο τις συνθήκες του ατυχήματος, χωρίς ν' αναφέρεται σε οποιανδήποτε εκτίμηση ή κοστολόγηση της ζημίας. Όπως προαναφέρθηκε, η αποκατάσταση της ζημίας του αυτοκινήτου ανέρχονταν στο ποσό των 1.500.000 δρχ. και ο κατηγορούμενος είχε υποχρέωση να ανακοινώσει τούτο στην ασφαλιστική εταιρεία ως εκ της συμβάσεως ασφαλίσεως και της υποβληθείσας δηλώσεως και ο κατηγορούμενος παρέλειψε να ανακοινώσει στην ασφαλιστική εταιρεία το αληθινό αυτό γεγονός, ότι δηλαδή, η αποκατάσταση των ζημιών ανέρχονταν στο ποσό των 1.500.000 δρχ. Ο κατηγορούμενος και στις 29-7-1996 χρονολογία κατά την οποία εξοφλήθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία, παρέλειψε ν' ανακοινώσει το παραπάνω αληθινό γεγονός, όπως είχε υποχρέωση από την ασφαλιστική σύμβαση και το προαναφερθέν περιεχόμενο της από 24-6-1996 δηλώσεως του. Έτσι ο Χ2 με την παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων έπεισε τα αρμόδια όργανα της ασφαλιστικής εταιρείας "ΕΣΤΙΑ", ότι, την συνέφερε να αποζημιώσει ολικά το αυτοκίνητο και να υποκατασταθεί στα δικαιώματα του ιδιοκτήτη, από του να αποκαταστήσει τις ζημιές στο εν λόγω αυτοκίνητο και έτσι οφελήθηκε αυτός παράνομα κατά το ποσό των 3.500.268 δρχ., κατά το οποίο ζημιώθηκε η ασφαλιστική εταιρεία.
-β-1] Στις 23-3-1998 ο Χ2 αγόρασε το υπ αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο [JEEP] αντί του ποσού των 10.800.000 δρχ., το οποίο ασφαλίστηκε στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" με μικτή και αυτό ασφάλιση, όπως είχε ασφαλίσει στην ίδια ασφαλιστική εταιρεία και το υπ' αριθμ. ... ΙΧΕ αυτ/το τύπου BMW,για το οποίο αναφερόμαστε παρακάτω. Στις 25-3-1999 ο Χ2 οδηγούσε το ως άνω όχημα στο ... ποταμό [...] με συνεπιβάτες τους ... και ... και κατά την προσπάθεια διέλευσης του από παραπόταμο της περιοχής ..., το αυτοκίνητο παρασύρθηκε από τα νερά του ποταμού, έπεσε στην κοίτη του και καλύφθηκε πλήρως από τα νερά, οι επιβάτες του οποίου για διασωθούν βγήκαν από τα παράθυρα του αυτοκινήτου πριν αυτό βυθισθεί. Ακολούθως το Αστυνομικό Τμήμα ... ειδοποίησε τον συνεργάτη της EXPRESS SERVICE της περιοχής ... για να βοηθήσει στην ανάσυρση του αυτοκινήτου στο φορτηγό EXPRESS SERVICE, πλην όμως δεν ήταν δυνατή η ανάσυρσή του, γι' αυτό και ζητήθηκε η βοήθεια της Πυροσβεστικής και έτσι ανασύρθηκε το αυτοκίνητο, το οποίο φορτώθηκε στην πλατφόρμα του φορτηγού της EXPRESS SERVICE και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα.
2] Ο κατηγορούμενος Χ2 στις 29-3-1999 ανήγγειλε στην ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" το ως άνω συμβάν και υπέγραψε την υπ' αριθμ. ... υπεύθυνη δήλωση ατυχήματος με το εξής περιεχόμενο: "ΕΚΙΝΟΥΜΗΝ ΣΤΟΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΡΟΜΟ Κ. ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΔΡΟΜΟ ΣΥΝΕΧΙΣΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΜΟΥ, ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΗ ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΣΤΕΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΜΙΚΡΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ, ΝΑ ΔΙΕΛΘΩ ΑΠΕΝΑΝΤΙ, Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΕΚΕΙΝΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΣΙΜΕΝΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΣΤΕΡΗ ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΤΡΑΚΤΕΡ κ. ΑΛΛΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ. ΕΠΕΙΔΗ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΑ ΝΕΡΑ ΕΙΧΑΝ ΚΑΛΥΨΕΙ ΤΗΝ ΤΣΙΜΕΝΤΕΝΙΑ ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΠΛΑΤΟΥΣ 15 ΠΕΡΙΠΟΥ ΜΕΤΡΩΝ ΖΗΤΗΣΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΝΤΟΠΙΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ ΜΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΕ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΕ ΟΤΙ ΤΑ ΝΕΡΑ ΔΕΝ ΥΠΕΡΕΒΑΙΝΑΝ ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΟΥ ΚΡΑΣΠΕΔΟΥ ΚΑΤΑ 30-40cm ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΧΑ ΔΙΕΛΘΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΗΜΕΙΟ ΧΩΡΙΣ ΤΟΣΑ ΝΕΡΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΝΑ ΔΙΕΛΘΩ. ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΟΜΩΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΗΤΑΝ ΕΝΤΟΝΟ ΟΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ, ΜΕ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ΣΤΟ ΜΕΣΟΝ ΤΟΥ ΚΡΑΣΠΕΔΟΥ ΠΛΑΤΟΥΣ 3-4-Μ ΚΑΙ ΜΗ ΕΧΟΝΤΟΣ ΠΛΕΟΝ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΝΑ ΔΙΑΝΥΣΕΙ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΜΕΤΡΑ, ΩΘΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΣΠΕΔΟ, ΟΠΟΤΕ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΑ ΑΠΟ 1 ΕΩΣ 2 Μ. ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΟ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚ. ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ. ΜΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕ ΝΑ ΤΟ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΩΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ κ. ΚΟΛΥΜΠΩΝΤΑΣ ΝΑ ΔΙΑΣΩΘΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ. ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΜΕΣΩΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟΔ. ΒΟΗΘΕΙΑΣ EXPRESS SERVICE, ΤΗΣ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΣΗ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΥΤΗ, ΕΙΧΑΝ ΣΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΦΙΚΤΗ ΜΕΤΑ 3 ΩΡΕΣ Η ΑΝΕΛΚΥΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ. Η ΦΟΡΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΟΧΗΜΑ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ".
3] Στη συνέχεια, μετά από αίτημα της ασφαλιστικής εταιρείας διενεργήθηκε εκτίμηση των ζημιών και επ' αυτής η αντιπροσωπεία CHRSLER JEEP ΕΛΛΑΣ ΑΒΕΕ συνέταξε την υπ' αριθμ. ... σχετική αναλυτική έκθεση για ύψος επισκευής ποσού 19.707.277 και απαιτούμενο χρόνο επισκευής 4 μηνών. Ακολούθως, συντάχθηκε η υπ' αριθμ. ... έκθεση πραγματογνωμοσύνης από τον πραγματογνώμονα της ασφαλιστικής εταιρείας ......, ο οποίος αφού αναφέρθηκε στις εκτεταμένες ζημίες του αυτοκινήτου, προσδιόρισε το κόστος μόνο των ανταλλακτικών στο ύψος της αξίας του αυτοκινήτου πριν από το ατύχημα [13.000.000-15.000.000 δρχ.]. Κατόπιν τούτου το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής εταιρείας "ΕΣΤΙΑ" κατά τη συνεδρίαση της 11-5-1999 διαπίστωσε ότι, δεν την συνέφερε η επισκευή, προσδιόρισε ποσό αποζημιώσεως του ατυχήματος στο ύψος του ασφαλίσματος, δηλαδή, στο ποσό των 13.000.000 δρχ. και μετά την εκτίμηση της υπολειμματικής αξίας [σώστρων] του αυτοκινήτου στο ποσό των 4.500.000 δρχ., ο κατηγορούμενος εισέπραξε ως ασφάλισμα το ποσό των 8.500.000 δρχ. με τις υπ' αριθμ. ... και ... επιταγές της Εμπορικής Τράπεζας. Και από την ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ... εξοφλητική απόδειξη ζημιών, η οποία υπογράφτηκε και από τον κατηγορούμενο. Η πραγματογνωμοσύνη όμως αυτή, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και τούτο γιατί, το αυτοκίνητο αγοράστηκε από τον έμπορο αυτοκινήτων Η. Ο αγοραστής κατέθεσε ότι, ως τίμημα κατέβαλε το ποσό των 10.000.00-10.500.000 δρχ. γιατί, ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, κάτι το οποίο διαπίστωσε και ως εκ της ιδιότητας του ως μηχανικού αυτοκινήτων, το οποίο στη συνέχεια αγοράστηκε μέσω Τραπέζης στις 26-8-1999 από τον Θ αντί του ποσού των 12.300.000 δρχ. Ενισχυτικό στοιχείο του ότι, το αυτοκίνητο δεν είχε υποστεί καμία βλάβη, προκύπτει από το με χρονολογία 8-6-2006 έγγραφο της CHRISLER JEEP ΑΕΒΕ προς τον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, στο οποίο αναφέρεται ότι, το υπ' αριθμ. ... αυτοκίνητο, κατά το χρονικό διάστημα από 26-3-1999 έως 30-7-1999 εισήλθε στο συνεργείο για προγραμματισμένες και έκτακτες εργασίες συνολικής αξίας 280.000 δρχ., σύμφωνα με τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών. Στο συνημμένο σ' αυτή πίνακα εμφανίζεται να έχει γίνει πρώτη εργασία μετά την 19-3-1999, στις 5-5-1999. Ο Η υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση επί εντύπου του άρθρου 8 του Ν. 1599/86, με την οποία φέρεται να δηλώνει ότι, αγόρασε το αυτοκίνητο αυτό από τον Χ2 έναντι του ποσού των 4.500.000 δρχ. Ο ως άνω μάρτυς κατέθεσε ότι, το αναφερόμενο ποσό των 4.500.000 δρχ. δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και η δήλωση αυτή υπεγράφη για φορολογικούς και μόνο λόγους. Από τα' ανωτέρω αντικρούεται ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι, το αυτοκίνητο αποκτήθηκε αντί του ποσού των 4.500.000 δρχ. και πιθανολογεί ότι, το αυτοκίνητο επισκευάστηκε από τον ίδιο μάρτυρα μηχανολόγο-μηχανικό με λίγα έξοδα και για να έχει κάποια δικαιολογία και αποφυγή ευθυνών έναντι του επόμενου αγοραστή κατέθεσε ότι, αγόρασε το αυτοκίνητο αυτό έναντι του ποσού των 10-10.500.000 δρχ. και εμμένει ο κατηγορούμενος ότι, όταν ανέλαβε η ασφαλιστική εταιρεία την διεκπεραίωση της ζημιάς, αυτό δεν ήταν στην κατάσταση που αναφέρει ο ως άνω αγοραστής. Οι εξετασθέντες μάρτυρες ΣΤ και Ζ, συμμετείχαν ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ασφαλιστικής εταιρείας "ΕΣΤΙΑ" που, στη συνεδρίαση της 11-5-1999 προσδιόρισαν ποσό αποζημίωσης στο ύψος του ασφαλίσματος. Οι ως άνω μάρτυρες στις από 23-11-2007 και 22-11-2007 συμπληρωματικές ένορκες εξετάσεις των, κατέθεσαν ότι, η ζημιά των οχημάτων εκτιμάται και κοστολογείται από τα όργανα της ασφαλιστικής εταιρείας, τους πραγματογνώμονες, οι οποίοι εκτιμούν το ύψος της ζημίας και για την προκειμένη περίπτωση ο ΣΤ διευκρίνισε ότι, ο πραγματογνώμονας της ασφαλιστικής μετέβη στην αντιπροσωπεία του αυτοκινήτου, ζήτησε προσφορά για την αποκατάσταση ή μη της ζημίας και η απάντηση ήταν ότι το κόστος επισκευής υπερέβαινε το ασφάλισμα, οπότε λογική συνέπεια ήταν η εταιρεία να αποζημιώσει στο ακέραιο. Και οι δύο πιο πάνω μάρτυρες σε υποβληθείσα προς αυτούς ερώτηση αν ο ασφαλισμένος Χ2 προέβη απλώς σε δήλωση των ατυχημάτων στην ασφαλιστική εταιρεία ή προέβη και σε εκτιμήσεις και κοστολογήσεις των ζημιών των οχημάτων του, απάντησαν κατηγορηματικά ότι, ουδέποτε ο εν λόγω επικοινώνησε με την ασφαλιστική εταιρεία και δεν ασχολήθηκε με εκτιμήσεις, η μόνη επαφή του ήταν η υποβολή δήλωσης ατυχήματος. Στην δήλωση όμως αυτή ο κατηγορούμενος περιγράφει μόνο στις συνθήκες του ατυχήματος και τις δυσχέρειες ανασύρσεώς του, χωρίς ν' αναφέρεται σε οποιανδήποτε εκτίμηση ή κοστολόγηση ζημίας. Όπως όμως προαναφέρθηκε, το αυτοκίνητο δεν είχε υποστεί καμιά βλάβη και ο κατηγορούμενος είχε υποχρέωση ν' ανακοινώσει τούτο στην ασφαλιστική εταιρεία, ως εκ της συμβάσεως ασφαλίσεως και της υποβληθείσας δηλώσεως. Με το προαναφερθέν περιεχόμενο της δηλώσεως του, ο κατηγορούμενος παρέλειψε ν' ανακοινώσει στην ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" το αληθινό αυτό γεγονός, ότι δηλαδή, το αυτοκίνητο δεν είχε υποστεί καμιά βλάβη.
4] Πριν αποφασιστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της ασφαλιστικής εταιρείας "ΕΣΤΙΑ" της 11-5-1999 ο προσδιορισμός του ποσού αποζημίωσης του ατυχήματος στο ύψος του ασφαλίσματος, ο κατηγορούμενος στις 8-4-1999 εκχώρησε με δήλωση του προς την Αντιπροσωπεία SYNERGY την απαίτηση του επί του ασφαλίσματος, προκειμένου ν' αγοράσει από αυτήν άλλο, επίσης μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αντί του ποσού των 14.000.000 δρχ. Η Αντιπροσωπεία αποδέχθηκε την εκχώρηση, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθμ. ... από 5-5-1999 ανέκκλητη συμβολαιογραφική εξουσιοδότηση της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Δημοπούλου προς την SYNERGY για την είσπραξη από εκείνη του ασφαλίσματος των 13.000.000 δρχ. Οι ενέργειες αυτές του κατηγορουμένου φανερώνουν ότι γνώριζε την από 2-4-1999 αναληθή πραγματογνωμοσύνη του Γ και την εξαιτίας αυτής, αλλά και του περιεχομένου της από 29-3-1999 δήλωσης του, ότι, ήταν περισσότερο από βέβαιη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ασφαλιστικής εταιρείας "ΕΣΤΙΑ" για τον προσδιορισμό ποσού αποζημιώσεως του ατυχήματος στο ύψος του ασφαλίσματος. Η ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" στις 24-6-99 εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... εξοφλητική απόδειξη ζημιών ποσού 8.817.427 δρχ και πληρωτέου ποσού 8.500.000 δρχ., την οποία υπέγραψε ο κατηγορούμενος κάτω από την ένδειξη "ο δηλών και εξοφλούμενος", στην οποία περιελήφθησαν και τα εξής: "Δηλώνω ότι δεν έχω καμμία άλλη αξίωση ή απαίτηση από τα πιο πάνω ζημιογόνα γεγονότα κατά της ΕΣΤΙΑ Α.Α.Α.Ε.Ε. ... με το ως άνω ποσό των οκτώ εκατομμυρίων οκτακοσίων δέκα επτά χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι επτά δρχ. Τις ίδιες ζημιές του υπ' αριθμ. ... ΕΙΧ αυτοκινήτου μου την 25/3/99 στην προσπάθεια μου να διασχίσω ποταμό στην περιοχή ... ...". Και κατά τον χρόνο αυτό, που ο κατηγορούμενος εξοφλήθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία, παρέλειψε ν' ανακοινώσει, όπως είχε υποχρέωση από την ασφαλιστική σύμβαση και το προαναφερθέν περιεχόμενο της δηλώσεως του ότι, το αυτοκίνητο του δεν είχε υποστεί καμιά ζημιά.
-γ- Κατόπιν τούτων συνάγονται τα εξής:
1] Ο κατηγορούμενος Χ2 κατά το μήνα Ιούνιο του έτους 1996 και κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 1999 είχε συλλάβει σχέδιο απόκτησης παρανόμου περιουσιακού οφέλους με απάτες, από τις οποίες θα ωφελείτο ο ίδιος με μεγάλα χρηματικά ποσά, που οπωσδήποτε υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 15.000 ευρώ. Αυτός ενήργησε βάσει σχεδίου και όχι ευκαιριακά, μεθοδευμένα και οργανωμένα, διαμορφώνοντας με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης και με σκοπό πορισμού εισοδήματος, την κατάλληλη προς τούτο υποδομή, η οποία περιελάμβανε: Την επιλογή της ασφαλιστικής εταιρείας "ΕΣΤΙΑ", τα μέλη του συμβουλίου πληρωμής ζημιών της εταιρείας αυτής, αρκούνταν στην προσκόμιση απλών εγγράφων με υπολογισμό της ζημίας και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της οποίας αρκούντο μόνο στην εκτίμηση του πραγματογνώμονα για την απόφαση περί καταβολής αποζημιώσεως. Την επιρροή που είχε ως δικαστικός λειτουργός, τόσο στα μέλη πληρωμής ζημιών και του διοικητικού συμβουλίου, όσο και στα λοιπά όργανα αυτής, μεταξύ των οποίων και ο πραγματογνώμονας Γ, ο οποίος συνέταξε την από 2-4-99 αναληθή πραγματογνωμοσύνη. Την επανειλημμένη παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων τόσο κατά τις δηλώσεις ατυχήματος, όσο και κατά τις εξοφλήσεις της ζημίας. Στην δεύτερη περίπτωση την εξασφάλιση αποδεικτικού εγγράφου ότι, η αξία του αυτοκινήτου [σώστρα] ανέρχονταν στο ποσό των 4.500.000 δρχ. και η μ' αυτή γενομένη δυσχερής ανακάλυψη της πραγματικότητας.
2] Ο κατηγορούμενος Χ2, αφού, στις 29-7-1996 είχε λάβει το ασφάλισμα από την ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" λόγω βλαβών στο υπ' αριθμ. ... αυτοκίνητο, τον ίδιο μήνα διέθεσε το ασφάλισμα, από το οποίο το ποσό των 3.500.000 δρχ. ήταν προϊόν κακουργηματικής απάτης και αγόρασε το υπ' αριθμ. ... αυτοκίνητο, μάρκας AUDI Α4, το οποίο ταξινομήθηκε για πρώτη φορά στις 31-7-1996 στη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Νομαρχίας Αθηνών με την παρατήρηση "παρακράτηση κυριότητας", που έγινε στ' όνομα του.
Ο κατηγορούμενος στις 8-4-1999 εκχώρησε με δήλωση του προς την Αντιπροσωπεία SYNERGY την απαίτηση του επί του ασφαλίσματος, προκειμένου ν' αγοράσει από αυτήν άλλο, επίσης μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αντί του ποσού των 14.000.000 δρχ. Η Αντιπροσωπεία αποδέχθηκε την εκχώρηση, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθμ. ... από 5-5-1999 ανέκκλητη συμβολαιογραφική εξουσιοδότηση της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Δημοπούλου προς την SYNERGYγια την είσπραξη από εκείνη του ασφαλίσματος των 13.000.000 δρχ. Το υπ' αριθμ. ... αυτοκίνητο μάρκας Chrysler, τύπου Grand Cherokee Jeep αγοράστηκε από τον κατηγορούμενο αντί τιμήματος 14.000.000 δρχ., το οποίο αγοράστηκε τον Σεπτέμβριο του έτους 1999 Στο τίμημα αυτό περιλαμβάνεται και η καταβολή από την ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" του ποσού των 8.500.000 δρχ., ως ασφάλιστρα για το εν λόγω ατύχημα.
Όμως τα ποσά αυτά των 3.500.268 και 8.500.000 δρχ., προέρχονταν από την τέλεση της κακουργηματικής πράξης της απάτης και ο κατηγορούμενος, ενεργώντας κατ' επάγγελμα, έχοντας προς τούτο κατάλληλη υποδομή, που περιελάμβανε την κατά τα προαναφερθέντα δυσχερή ανακάλυψη της εγκληματικής δράσης του, λόγω και της ιδιότητας του ως δικαστικού λειτουργού και πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης από εγκληματική δραστηριότητα, δέχθηκε το ποσό του ασφαλίσματος και για να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση των χρημάτων αυτών, προέβη, με τον προαναφερθέντα τρόπο, στην αγορά των υπ' αριθμ. ... ΙΧΕ και ....ΙΧΕ αυτοκινήτων.
-Β-Ακίνητα ...
1] Ο Χ1 έχει σπουδάσει οικονομολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία και ασκεί το επάγγελμα του οικονομολόγου και του συμβούλου επιχειρήσεων και περιλαμβάνονταν στον Πίνακα Πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Αθηνών ως οικονομολόγος και ως εκτιμητής παγίων στοιχείων και μηχανημάτων. Η σύζυγος του Κ ήταν συμμαθήτρια σε Λύκειο της ... με την Χ3, σύζυγο του Χ2 και είχαν επικοινωνίες μεταξύ των και στις συναντήσεις των είχαν γνωριστεί ο Χ1 με τον Χ2. Κατά το έτος 1996 ο Χ1 είχε γνωρίσει στην έκθεση της Θεσσαλονίκης τον Α. Ο Α είναι διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Μετά τη λήψη του πτυχίου του από το Ε.Μ.Πολυτεχνείο ασχολήθηκε ειδικότερα με θέματα εκτιμήσεως ακινήτων και παγίων εγκαταστάσεων βιομηχανικών και ξενοδοχειακών και λοιπών συγκροτημάτων. Με την ιδιότητα του αυτή ζήτησε και γράφτηκε στους καταλόγους πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Αθηνών και είχε ορισθεί εκτιμητής πραγματογνώμονας σε αρκετές πτωχεύσεις με διάφορους συνδίκους. Ο Α για τις ανάγκες της δραστηριότητας του αυτής, στην αρχή χρησιμοποιούσε χώρο του σπιτιού του και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε σε γραφείο επί της οδού ... αριθμ. ... και ..., που ανήκε στον Χ1 και συνεργάζεται με αυτόν ως οικονομολόγο και τη Λ, ως δικηγόρο.
2] Ο Χ2, ως Πρωτοδίκης, κατά το χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του έτους 1996 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του έτους 1998, είχε ορισθεί Εισηγητής Πτωχεύσεων. Λίγο πριν την ανάληψη των καθηκόντων του αυτών, είχε ορισθεί με απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών οριστικός σύνδικος, ο δικηγόρος Αθηνών Μ, ο οποίος στη συνέχεια ορίστηκε σύνδικος της ενώσεως των πιστωτών της πτωχεύσεως της εταιρείας "ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε.". Ο Α είχε ενεργήσει πραγματογνωμοσύνη σε άλλες πτωχεύσεις με σοβαρά αντικείμενα και γι' αυτό ο σύνδικος Μ δέχθηκε αυτόν ως πραγματογνώμονα της πτώχευσης στην εταιρεία "ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε.". Ο Α με έγγραφο του ανέλυσε το ποσό της ημερησίας αποζημίωσης σε 104.312 δραχμές και κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ αυτού και του συνδίκου Μ ενώπιον του Χ2 καθορίστηκε η ημερησία αποζημίωση του στο ποσό των 98.412 δρχ. Στην προσφορά του ο Α ανέφερε και τη χρήση βοηθού με ειδικές γνώσεις, χωρίς να κατονομάσει αυτόν. Στη συνέχεια, ο Α δι' ενημερωτικού σημειώματος του προς τον Εισηγητή Δικαστή δήλωσε ότι, θα χρησιμοποιήσει βοηθό του τον Χ1 και με εντολή του Χ2 τέθηκε υπόψη του συνδίκου και στη συνέχεια στο φάκελο. Κατόπιν τούτου, εφόσον ο Α τον περιελάμβανε στην αναφορά του, που διελαμβάνετο η προσφορά του, θεώρησε ότι, ήταν αναγκαίο, άλλωστε, ο βοηθός δεν αμοιβόταν ξεχωριστά από την πτώχευση, αφού η αμοιβή του περιλαμβάνονταν στην προσφορά του Α, στις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης του οποίου αναφέρονταν ως ειδικός εκτιμητής, χωρίς να υπογράφει πουθενά.
3] Κατά το χρονικό διάστημα που, Εισηγητής Πτωχεύσεων ήταν ο Χ2, που καθόρισε ημερήσια αποζημίωση στον Α στο ποσό των 98.412 δρχ., αλλά και στο προγενέστερο και στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, άλλοι εισηγητές πτωχεύσεων καθόρισαν αμοιβές εκτιμητών, καθώς και του ίδιου του Α σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα εκείνων της "ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε." και συγκεκριμένα: Στην πτώχευση ... ο Α είχε ζητήσει αποζημίωση για οκτώ [8] εργάσιμες ημέρες και είχε ζητήσει συνολικά 1444 ευρώ, που αναλογεί περίπου στα 150 ευρώ ημερησίως, ποσό, το οποίο είχε εγκριθεί από τον Εισηγητή Πτωχεύσεων Κλουκίνα. Στην πτώχευση ΡΟΝΤ ΟΪΛ, της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία βρισκόταν στην .... και είχε μεταβεί ο Α, ζήτησε συνολικό ποσό 4.163 ευρώ και ο Εισηγητής Πτωχεύσεων Ζιάκας είχε εγκρίνει ποσό 1.800 ευρώ. Στην πτώχευση της ΤΟΠΙΤΕΞ, που είχε εργοστάσιο στην ......, ο Α είχε ζητήσει αποζημίωση ποσού 18.525 ευρώ και ο Εισηγητής Πτωχεύσεων Κλουκίνας, είχε εγκρίνει μόνο το ποσό των 1.400 ευρώ. Στην πτώχευση της ΝΤΟΡΙ, που ήταν θυγατρική της ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε., ο Α είχε υπολογίσει εργασία 34 ημερών και είχε ζητήσει το ποσό των 1.690.000 δρχ. ο Εισηγητής της πτωχεύσεως Κων/νος Σταμαδιάνος είχε εγκρίνει το ποσό των 1.350.000 δρχ., δηλαδή, η ημερήσια αποζημίωση για την πτώχευση αυτή ανερχόταν στο ποσό των 39.705 δρχ. Στις αιτήσεις του για αποζημίωση προς τον Εισηγητή πτωχεύσεως Χ2, ο Α, υπολόγισε εργάσιμες ημέρες Σαββατοκύριακα, καθώς και άλλες αργίες και επίσης για απασχόληση, η οποία είχε ήδη πραγματοποιηθεί και εγκριθεί η αποζημίωση του και ο κατηγορούμενος Χ2 ενέκρινε αυτήν την αποζημίωση.
4] Από τη σύγκριση των στοιχείων αυτών, καθώς και από το γεγονός ότι, ο πραγματογνώμονας Α μετείχε και σε άλλες πτωχεύσεις και ενεργούσε παράλληλες εκτιμήσεις συνάγεται ότι, το ποσό των 54.252.280 δραχμών που εισέπραξε ως αμοιβή για αποζημίωση στην εκτίμηση της περιουσίας της πτωχής είναι πολλαπλάσιο εκείνου που έπρεπε να είχε εισπράξει. Σημειώνεται ότι, από το ποσό των 54.252.280 δρχ. που εισέπραξε από την πτώχευση της ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε., όταν αυτό υπολογισθεί, με ημερησία αποζημίωση 39.706 δρχ. πλέον ΦΠΑ που αφορά την πτώχευση της θυγατρικής εταιρείας ΙΝΤΟΡΙ, το ποσό που αναλογούσε να λάβει ως αποζημίωση του από την πτώχευση της ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε. ανέρχεται περίπου σε 22.285.000 δρχ.
Από τα παραπάνω συγκριτικά στοιχεία συνάγεται ότι, το ανωτέρω ποσό που αναλογούσε ως αποζημίωση του πραγματογνώμονα Α και του βοηθού του Χ1, δεν μπορούσε να υπερβαίνει εκείνο των 30.000.000 δρχ. Το υπόλοιπο ποσό των 24.252.580 δρχ. που, ο Α έλαβε ως αμοιβή για την εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων στην πτώχευση της εταιρείας ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε., αποδίδεται στον Χ2 ότι, απαίτησε αυτό ως δώρο, προκειμένου να καθορισθούν υπερβολικές αμοιβές από απόψεως ποσού και ημερών απασχόλησης. Το ποσό αυτό, που απαίτησε ο κατηγορούμενος Χ2 και είχαν αποδεχθεί να καταβάλουν οι Α και Χ1, χρησιμοποίησε για να προβεί στις πιο κάτω αγορές ακινήτων με την βοήθεια των εκτιμητών αυτών.
5] Κατά το έτος 1997 η Ν πωλούσε ένα αγροτεμάχιο κείμενο στην θέση ... εκτάσεως 1533 τ.μ., στο οποίο υπήρχε κτίσμα [αχυροκαλύβα] επιφανείας 120 τ.μ. περίπου. Την πώληση του ακινήτου ο πληρεξούσιος της πωλήτριας Ξ ανέθεσε στον μεσίτη Ο. Μετά από λίγο καιρό ο μεσίτης αυτός είπε στον Ξ ότι, βρήκε αγοραστή και σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι, κατοικεί στην Αθήνα και είναι δικαστικός. Κατόπιν αυτού συμφώνησαν ως τίμημα το ποσό των 3.100.000-3.200.000 δρχ. και κανόνισαν να υπογραφεί το συμβόλαιο στην ... στην Συμβολαιογράφο Αναστασία Καλπύρη. Πριν από την υπογραφή του συμβολαίου ο μεσίτης Ο ανακοίνωσε στον Ξ ότι, το αγροτεμάχιο αυτό, το αγοράζουν δύο άτομα, από τους οποίους ο ένας είναι δικαστικός και ως αγοραστής θα εμφανισθεί μόνο ο ένας, για τον λόγο ότι, δεν θέλει να εμφανισθεί ο δεύτερος επειδή είναι δικαστικός. Πράγματι, στις 14-2-1997 με το υπ' αριθμ. ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αμφίκλειας Αναστασίας Καλπύρη πωλήθηκε το ως άνω ακίνητο στον Χ1, που συνεβλήθη ως μόνος αγοραστής του ακινήτου. Παρόντες κατά την σύνταξη και υπογραφή του συμβολαίου ήσαν οι Π, Ξ, Ο, Χ1 και ο δικαστής [βλ. την από 7-6-2006 ένορκη εξέταση Π]. Μετά από την αγορά αυτή, οι Χ1 και Χ2 στις 28-5-1999 αγόρασαν από κοινού και κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου συνεχόμενο του προηγουμένου αγροτεμάχιο εκτάσεως 836 τ.μ. δυνάμει του υπ' αριθμ. ... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αμφίκλειας Αναστασίας Καλπύρη. Ακολούθως στις 3-8-1999 ο Χ2 αγόρασε κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου από τον Χ1 το προαναφερθέν ακίνητο των 1.533 τ.μ. με την επ' αυτού φερομένη ως επισκευασμένη αχυροκαλύβα επιφανείας 119 τ.μ., που είχε αγοράσει ο πωλητής στις 14-2-1997. Στη συνέχεια με τα υπ' αριθμ. ... και ... αγοραπωλητήρια συμβόλαια της Συμβολαιογράφου Αναστασίας Καλπύρη, αγοράστηκαν από τον κατηγορούμενο όμορα των προηγουμένων αγροτεμάχια και συγκεκριμένα στις 24-3-2001 αγροτεμάχιο επιφανείας 636,30 τ.μ. και στις 6-6-2002 αγροτεμάχιο επιφανείας 4.008,76 τ.μ. Μετά τις ως άνω αγορές ακολούθησε μεταξύ των Χ2 και Χ1 διανομή των αποκτηθέντων και αφού επήλθε αλλαγή, ώστε αντί του 50% σε καθένα από τα δύο αγροτεμάχια να αποκτήσει ο Χ2 το 100% στο μισό απ' αυτά, ώστε να εξασφαλισθεί λειτουργικότητα στη χρήση, σε καθένα δε απ' αυτά περιλαμβάνονταν τμήμα της αχυροκαλύβας, διαμορφωμένο σε ανεξάρτητη κατοικία. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος Χ2 οικοδόμησε επ' αυτού διόροφο κτίσμα, χωρισμένο στα δύο σε δύο ανεξάρτητα διαμερίσματα, ισόγειο και σοφίτα, που χωρίζεται με ξύλινο πάτωμα και συγκοινωνεί με εσωτερική ξύλινη σκάλα, το καθένα έχει επιφάνεια 65 τ.μ. περίπου, η οικοδομή είναι πετρόκτιστη, έχει τζάκι και εγκατάσταση καλοριφέρ, τα κουφώματα είναι από αλουμίνιο, έχει υμιϋπαίθριο χώρο 17,50 τ.μ., ισόγειο βοηθητικό κτίσμα αποθήκης εμβαδού 20 τ.μ., μπάρμπεκιου 16 τ.μ., πετρόκτιστο με κεραμοσκεπή, ισόγειο γκαράζ 30 τ.μ. με σιδηροκατασκευή.
6] Ο κατηγορούμενος Χ2 για ν' αντικρούσει την κατηγορία ότι, προκειμένου να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στα χρηματικά ποσά που, οι εκτιμητές Α και Χ1 είχαν καταβάλλει σ' αυτόν για να καθορισθούν υψηλές αμοιβές για το έργο που παρέσχαν, αγόρασε τα προαναφερθέντα ακίνητα και προέβη στις οικοδομικές και λοιπές εργασίες στο κτίσμα, το κόστος των οποίων ανέρχεται σε 60.000 ευρώ, ισχυρίζεται ότι, η αγορά των ακινήτων αυτών ανήλθε στα ποσά των 350.000 δρχ., 2.000.000 δρχ., 120.000 δρχ. και 2.085 ευρώ και ότι, στοίχησε σ' αυτόν η αγορά της κατοικίας με τα έξοδα βελτιώσεων στο ποσό των 4.000.000 δρχ., τα χρήματα δε αυτά προέρχονταν από τις αποδοχές του και ακόμη ότι, η αντικειμενική αξία της αγροικίας αυτής, προσδιορίζεται στο ποσό των 16.000 ευρώ με τιμές του 2006. Ο Χ1 ισχυρίζεται ότι, λόγω οικονομικών προβλημάτων αποφάσισε να πωλήσει το ακίνητο αυτό στον Χ2, στον οποίο και απευθύνθηκε λόγω της γνωριμίας που είχαν οι οικογένειες των. Οι ισχυρισμοί αυτοί των κατηγορουμένων αντικρούονται από τα στοιχεία της δικογραφίας και ειδικότερα: Οι Α και Χ1 συνεργάζονταν ως εκτιμητές πραγματογνώμονες στις πτωχεύσεις και από αυτούς ο Χ1 είχε φιλία με τον εισηγητή πτωχεύσεων Χ2. Ο Α στην προσφορά του για τον καθορισμό της ημερήσια αποζημίωσης ανέφερε τη χρήση βοηθού με ειδικές γνώσεις, χωρίς να κατονομάσει τον Χ1 . Τούτο προφανώς έγινε για ν' αποκρυφτεί η σχέση του εισηγητή πτωχεύσεων Χ2 με τον Χ1 και ο εξαιτίας αυτής διορισμός του Α ως εκτιμητή της πτώχευσης ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε.. Περαιτέρω ο καθορισμός τέτοιου ύψους ημερήσια αποζημίωσης στον Α, που ήταν πολλαπλάσια άλλων αποζημιώσεων του ιδίου, τις οποίες είχαν ορίσει άλλοι εισηγητές για άλλες πτωχεύσεις, φανερώνει την εκ μέρους του Χ2 απαίτηση χρηματικών ποσών και την, από τους εκτιμητές καταβολή των σ' αυτόν, λόγω του καθορισμού υπερβολικών αμοιβών για το έργο, που παρέσχαν, το οποίο ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των 24.252.580 δρχ., που, ο Χ1 είχε παραλάβει από τον Α και παραδώσει στη συνέχεια στο Χ2. Το γεγονός ότι, πριν από την υπογραφή του υπ' αριθμ. ... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αμφίκλειας Αναστασίας Καλπύρη, ο μεσίτης της αγοραπωλησίας Ο ανακοίνωσε στον πληρεξούσιο της πωλήτριας Ξ ότι, ο ένας από τους αγοραστές του ακινήτου ήταν δικαστής και η παρουσία του κατηγορουμένου Χ2κατά τον χρόνο σύνταξης και υπογραφής του ως άνω συμβολαίου, φανερώνουν την συμφωνία των να μη εμφανιστεί τότε ο Χ2 ως αγοραστής και αποκαλυφθεί η προέλευση των χρημάτων, αφού κατά τον χρόνο αυτό εξακολουθούσε να υπηρετεί ως εισηγητής πτωχεύσεων, αλλά αργότερα, όπως και έγινε. Η συμφωνία αυτή του Χ2 και Χ1 και η συνδρομή του τελευταίου στην συγκάλυψη και απόκρυψη της αληθινής προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων του πρώτου, προκύπτει και από τον χρόνο συντάξεως του υπ' αριθμ. ... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου αγροτεμαχίου εκτάσεως 836 τ.μ., που αποκτούσαν εξ αδιαιρέτου κατά ποσοστό 50% καθένας και που είχε προηγηθεί κατά δύο μήνες και πέντε ημέρες του υπ' αριθμ. ... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, που τότε, ο Χ1 υλοποιώντας την συμφωνία των μεταβίβασε το μισό αγρόκτημα των 1533 τ.μ. με το μισό κτίσμα. Η υλοποίηση αυτής της συμφωνίας προκύπτει από τη διάσταση, που υφίσταται μεταξύ του Χ1 , της συζύγου αυτού Κ και του Χ2, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι, για πρώτη φορά διαπραγματεύτηκε και στη συνέχεια αγόρασε από τον Χ1 το μισό εξ αδιαιρέτου του αγροτεμαχίου με το κτίσμα στις 3-8-1999, αναφορικά με το τίμημα της πωλήσεως αυτής, το οποίο ο Χ2 καθορίζει στο ποσό των 3.000.000 δρχ., ο Χ1 στο αναγραφόμενο στο συμβόλαιο ποσό των 2.018.000 δρχ. και η Κ στο ποσό των 5.000.000-6.000.000 δρχ. Ακόμη, η βοήθεια του Χ1 προς τον Χ2 για την συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης των χρημάτων, που αποκτήθηκαν κατά τα προαναφερθέντα περιουσιακά στοιχεία, προκύπτει η μεταξύ των διανομή των αποκτηθέντων ακινήτων, ώστε ο Χ2 ν' αποκτήσει το 100% στο μισό από τα δύο πρώτα αγροτεμάχια για να εξασφαλισθεί η λειτουργικότητα των στην χρήση και να ενεργηθούν επ' αυτού οι οικοδομικές και λοιπές εργασίες, με συνολικό κόστος κατά πολύ ανώτερου εκείνου της αντικειμενικής εκτίμησης της ΔΟΥ ... δηλαδή, 60.000 περίπου ευρώ, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. πρωτ. ...... έγγραφο της Πολεοδομίας ... . Τέλος και όσον αφορά τη συμφωνία μεταξύ των Χ2 και Χ1 να μη εμφανισθεί ο πρώτος στις 14-2-1997 ως αγοραστής του αγροκτήματος με το υπάρχον σ' αυτό κτίσμα, αυτή προκύπτει ακόμη και από την με χρονολογία 7-6-2006 ένορκη εξέταση του Ξ, ο οποίος κατέθεσε ότι, σε συνάντηση που είχε με τον μεσίτη Ο, αυτός του είπε ότι, οι δύο αγοραστές χώρισαν το κτήμα και την καλύβα και το ανατολικό μέρος το πήρε ο δικαστής και το δυτικό το πήρε ο Χ1.
7] Ο κατηγορούμενος Α που, αρνείται ότι, έδωσε οποιονδήποτε ποσό στον Χ1 και δι' αυτού στον Χ2 ισχυρίζεται στο υπόμνημα του μεταξύ άλλων ότι και στην υποθετική αυτή περίπτωση, αυτός δεν παρέσχε οποιαδήποτε συνδρομή στην αγορά των προαναφερομένων τεσσάρων ακινήτων υπό του Χ2. Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου κρίνεται βάσιμος και ειδικότερα πέραν των όσων έχουν προεκτεθεί περί απαιτήσεως εκ μέρους του Χ2 ως δώρου του πέραν του ποσού των 30.000.000 δρχ. εισπραχθέντος χρηματικού ποσού [54.252.280 δρχ.] από τους εκτιμητές Α και Χ1 και την εκ μέρους αυτών καταβολή του, ο Α δεν φέρεται να έχει οποιαδήποτε άλλη σχέση με τον Χ2, εκτός εκείνης της σύνταξης προϋπολογισμού και μελέτης της επί της οδού ... αριθμ. ... στην ... οικίας του Χ2 για την εκ μέρους της ΑΤΕ χορήγηση σ' αυτόν επισκευαστικού δανείου. Προς ενίσχυση των ανωτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι, σε ανύποπτο χρόνο ο Χ1 είχε αναφέρει στον Α ότι, είχε αγοράσει στην ... μια γηπεδική έκταση με παλαιό κτίσμα, χωρίς να έχει αναφερθεί σ' αυτόν οποιαδήποτε σχέση ή συναλλαγή του σε σχέση με το ανωτέρω ακίνητο και βέβαια παρά την συνεργασία των δεν ανακοίνωσε σε αυτόν ότι, είχε στην ανωτέρω περιοχή εξ αδιαιρέτου ακίνητο με τον Χ2. Από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτει ότι, ο Α δεν συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στις διαπραγματεύσεις για την εκ μέρους του Χ1 και Χ2 αγορά των ακινήτων στην ... ή την ανέγερση των κτισμάτων παρά την ιδιότητα που έχει, δηλαδή, του διπλωματούχου πολιτικού μηχανικού του Ε.Μ. Πολυτεχνείου. Η έλλειψη δε αναφοράς εκ μέρους του Χ1 ότι, το ακίνητο στην ... είχε αποκτηθεί κατά το ήμισυ από τον Χ2, φανερώνει την πρόθεση του Χ1 να αποκρύψει από τον συνεργάτη του την συμφωνία του με τον Χ2.
-Γ- Εξόφληση δανείου στην ΕΤΕ ποσού 10.844.906
Αποδίδεται στον κατηγορούμενο Χ2 ότι, κατά το χρονικό διάστημα που, υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Αθηνών ως Εισηγητής Πτωχεύσεων, δέχθηκε ως δώρο, από άγνωστα πρόσωπα, το ποσό των 10.844.906 δρχ., με σκοπό να κριθούν ευνοϊκά υπέρ αυτών αιτήσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του. Ο κατηγορούμενος δε στη συνέχεια για ν' αποκρύψει και να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση του χρηματικού αυτού ποσού από την πράξη της δωροδοκίας δικαστή, υπέδειξε να κατατεθεί το εν λόγω ποσό των 10.844.906 δρχ. στον λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με αριθμό ... για την εξόφληση δανείου που του είχε χορηγηθεί από την Τράπεζα αυτή, το οποίο και κατατέθηκε στις 29-9-1998. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι, για το ποσό αυτό χρησιμοποιήθηκε το ποσό των 6.000.000 δρχ. των αναδρομικών της οικογένειας του έτους αυτού, καθώς και το ποσό του τιμήματος των 4.500.000 δρχ. από την πώληση το προηγούμενο έτος διαμερίσματος της συζύγου στη ...... , ποσό που είχε μείνει στα χέρια της αδελφής της συζύγου του. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν κρίνεται πειστικός καθόσον, από τον έλεγχο λογαριασμών μισθοδοσίας προκύπτει ότι, κατά το χρονικό εκείνο διάστημα δεν ανελήφθη το ανωτέρω ποσό, τα χρήματα των αναδρομικών είχαν αναληφθεί σε πολύ προγενέστερο χρόνο και βέβαια δεν προκύπτει η αποστολή των χρημάτων αυτών από την Ρ.
-Δ- ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΠΟΣΟΥ 150.000 ΕΥΡΩ ΣΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ.
1] Ο κατηγορούμενος Χ2 διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου ως συνδικαιούχος με πρώτο δικαιούχο την αδελφή του Δ τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό ταμιευτηρίου. Στις 10-2-2003 η Δ κατέθεσε στον λογαριασμό αυτό το ποσόν των 150.000 ευρώ.
Ο κατηγορούμενος Χ2 για να δικαιολογήσει την προέλευση των χρημάτων αυτών ισχυρίστηκε ότι, τα χρήματα αυτά προέρχονται από τρεις πηγές της οικογένειας του. Η πρώτη αφορά οικονομίες των γονέων του και συγκεκριμένα από την κατά το έτος 1994 πώληση του εμπορεύματος και του "αέρα" του καταστήματος του πωλήσεως υποδημάτων επί της οδού ... αριθμ. ... και της οικονομικής ενίσχυσης της μητέρας του από τους θείους της-αδελφούς του πατέρα της- μακαριστούς Μητροπολίτες Ν. Φιλαδελφείας ... και Παραμυθίας ..., λόγω ευγνωμοσύνης προς τον αδελφό τους και την αγάπη τους προς την μητέρα του και το ποσό αυτό ανερχόταν σε 30.000 ευρώ. Η δεύτερη ποσού 50.000 ευρώ αφορά οικονομίες της αδελφής του Δ, έμμισθης δικηγόρου στον ΕΟΤ, προερχόμενες από μισθούς και άλλες παραστάσεις της. Η τρίτη ποσού 70.000 ευρώ ανήκε στον Χ2 και είχε δημιουργηθεί από αναδρομικά αυτού και της συζύγου του έτους 2002 και των παρελθόντων ετών, μέρος των οποίων [40.000 ευρώ] αφορά την επιστροφή χορηγηθέντος υπ' αυτού δανείου στον Σ. Όπως ο Χ2 και η αδελφή του Δ ισχυρίστηκαν, τα χρήματα αυτά δεν είχαν κατατεθεί σε Τράπεζα, αλλά βρισκόταν στα σπίτια τους ή είχαν δοθεί δανεικά. Ο λογαριασμός αυτός ανοίχθηκε και η κατάθεση πραγματοποιήθηκε, όταν ο πατέρας τους Τ παρέδωσε τις οικονομίες του στην αδελφή του Δ, που τους έπεισε ότι θα έχει την φροντίδα τους και εκείνη, προσθέτοντας τις οικονομίες της, άνοιξε λογαριασμό στην Τράπεζα Κύπρου, στον οποίο από λόγους ευθιξίας και ασφαλείας έβαλε συνδικαιούχο και τον κατηγορούμενο, ο οποίος προσέθεσε σ' αυτόν τις δικές του οικονομίες.
2] Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου δεν κρίνονται πειστικοί και ειδικότερα: Ο πατέρας του Τ ήταν πετυχημένος έμπορος και ένα τόσο μεγάλο ποσό αποκλείεται να είχε για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα φυλαγμένο στο σπίτι του, χωρίς να έχει κάποια απόδοση. Από τον έλεγχο των τραπεζικών καταθέσεων του κατηγορουμένου και της αδελφής του Δ προκύπτει ότι, οι ανωτέρω κατέθεταν πολύ μικρότερα ποσά σε πιστωτικά ιδρύματα. Ακόμη, αν ο Χ2 είχε και φύλασσε στο σπίτι του το χρηματικό ποσό των 70.000 ευρώ, τότε, δεν υπήρχε λόγος να αναμειχθούν τα χρήματα τα δικά του μ' εκείνα της αδελφής του και των γονέων του, θα μπορούσε ο ίδιος να είχε καταθέσει αυτά σε πιστωτικό ίδρυμα και βέβαια, το ίδιο ισχύει και για την αδελφή του, που θα μπορούσε να είχε καταθέσει τις οικονομίες της σε δικούς της λογαριασμούς και να κατατεθούν τα χρήματα των γονέων τους σε ξεχωριστό λογαριασμό με συνδικαιούχους των οικονομιών αυτών των δύο αδελφών. Τούτο αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι, σε άλλες περιπτώσεις για μικρότερα ποσά προέβαινε ο ίδιος σε καταθέσεις και αναλήψεις, το ίδιο βέβαια ισχύει και για τα ποσά, που στη συνέχεια ανελήφθησαν από την Δ και τα οποία παρεδόθησαν στο σύνολο τους στον αδελφό της, ανεξαρτήτως των όσων εκείνη ανέφερε ότι, κράτησε το αναλογούν σ' αυτήν ποσό των 50.000 ευρώ, χωρίς να καταθέσει αυτό σε πιστωτικό ίδρυμα, γεγονός, που είναι αντίθετο με την τακτική της στην φύλαξη των χρημάτων της, όταν κατέθετε στις τράπεζες μικρά ποσά. Σε σχέση με το ποσό των 70.000 ευρώ, πρέπει να σημειωθεί ότι, η Δ στην από 16-3-2006 ένορκη εξέταση της κατέθεσε ότι, δεν ενθυμείται που και πως της έδωσε ο αδελφός της το ποσό αυτό των 70.000 ευρώ. Ακόμη, εάν το ποσό των 50.000 ευρώ ανήκε πράγματι στην Δ, τότε συνδικαιούχος αυτού θα ήταν ο σύζυγος της Υ.
3] Κατόπιν των παραπάνω συνάγεται ότι, κατά την περίοδο αυτή που, έγινε η κατάθεση των 150.000 ευρώ στην Τράπεζα Κύπρου, ο κατηγορούμενος Χ2, υπηρετούσε ως Πρόεδρος Πρωτοδικών στο Τμήμα Εμπορικού Δικαίου και ασκούσε τα καθήκοντα του Προέδρου Πρωτοδικών και του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απαίτησε με την ιδιότητα του αυτή ως δώρο από άγνωστα πρόσωπα για να κριθούν ευνοϊκά υπέρ αυτών υποθέσεις των, που εκκρεμούσαν στα Τμήματα αυτά. Για ν' αποκρύψει δε και συγκαλύψει την αληθινή προέλευση του χρηματικού αυτού ποσού από την πράξη της δωροδοκίας δικαστή, δέχθηκε το ποσό αυτό, ύστερα και από δική του υπόδειξη, με κατάθεση από την αδελφή του Δ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της Τράπεζας Κύπρου με δικαιούχους τον ίδιο και την αδελφή του.
4] Η κρίση αυτή ότι δηλαδή, το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ, που κατατέθηκε στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό της Τράπεζας Κύπρου επ' ονόματι Δ και Χ2, καθώς και εκείνο των 10.844.906 δρχ., που κατατέθηκε στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της ΕΤΕ για την εξόφληση δανείου, προέρχεται από την παράνομη πράξη της δωροδοκίας δικαστή, ενισχύεται και από το γεγονός ότι, στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης του κατηγορουμένου Χ2 και της συζύγου Χ3 των ετών 1996 έως 2005 δεν εμφανίζονται καταθέσεις ή κάποιοι τίτλοι, που να καθιστούν δικαιολογημένη την ύπαρξη των ως άνω ποσών, αφού, οι εισπραττόμενοι μηνιαίως από αυτούς μισθοί αναλίσκονταν κάθε μήνα στο σύνολο τους και οι εισπραχθείσες αναδρομικές μισθολογικές παροχές, είχαν αναλωθεί για την κάλυψη των οικογενειακών τους αναγκών, καθώς και άλλων δαπανών.
Έτσι, ο κατηγορούμενος Χ2 επεδίωξε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην παράνομη δραστηριότητα του της δωροδοκίας δικαστή, με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, ως και δια μέσου του τραπεζικού συστήματος, αποκρύπτοντας την αληθή προέλευση των χρημάτων αυτών.
5] Η κατηγορουμένη Χ3 ισχυρίζεται ότι, δεν είχε καμιά σχέση με τον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό της Τράπεζας Κύπρου, του οποίου ως δικαιούχοι φέρονταν ο σύζυγος της Χ2 και η αδελφή του Δ, στον οποίο κατατέθηκε από την τελευταία στις 10-2-2003 το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε δεν είχε δικαιολογημένη πηγή, αφού, προέρχονταν από την παράνομη πράξη της δωροδοκίας δικαστή.
Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται πειστικός και τούτο γιατί, δεν ήταν συνδικαιούχος του ως άνω λογαριασμού, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε η κατηγορουμένη, όπως αγνοούσε την ύπαρξη του και ο σύζυγος της Δ, Υ, που και αυτός δεν ήταν συνδικαιούχος του ως άνω λογαριασμού. Η κατηγορουμένη Χ3, όσα αναφέρει για τον λογαριασμό αυτό της Τράπεζας Κύπρου, έχει πληροφορηθεί μεταγενέστερα. Το ότι, η κατηγορουμένη Χ3, πράγματι αγνοούσε την ύπαρξη του λογαριασμού αυτού, μπορεί να συναχθεί από τον λόγο ότι, ούτε αυτή, αλλά και ούτε ο Υ ήσαν συνδικαιούχοι αυτού, αλλά και από το γεγονός ότι, τον λογαριασμό αυτό κίνησε αποκλειστικά η Δ και όσον αφορά αυτόν, στις καταθέσεις της δεν αναφέρεται καθόλου η Χ3, αλλά αποκλειστικά ο αδελφός της από τον οποίο παρελάμβανε και στον οποίο παρέδιδε τα χρήματα μετά την ανάληψη τους.
-Ε- ΔΑΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΟΣΟΥ 140.000.000 ΔΡΧ. ΚΑΙ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΩΝ
-α-1] Οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστομένη Μιχαλόπουλου αγόρασαν μια αυτοτελή διώροφη κατοικία-μαιζονέτα με υπόγειο, ισόγειο και α' όροφο, συνολικής επιφανείας 213,96 τ.μ., επί της οδού ... στο Δήμο ..., αντικειμενικής αξίας 66.065.726 δρχ. και όπως ορίστηκε στο συμβόλαιο, το υπόλοιπο ποσό των 65.000.000 δρχ., οι αγοραστές υποσχέθηκαν και ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλουν στον εργολήπτη με δάνειο, που θα χορηγηθεί σ' αυτούς από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει της αγοράς αυτής δυνάμει των υπ' αριθμ. ..., ... και ... διαδοχικών συμβάσεων δανείου, που συνήφθησαν μεταξύ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, αφενός, ως δανείστριας και των κατηγορουμένων, αφετέρου, ως δανειοληπτών, δανειοδοτήθηκαν από την Τράπεζα αυτή με τα ποσά των 65.000.000 δρχ., 65.000.000 δρχ. και 10.000.000 αντίστοιχα. Σύμφωνα με τους όρους των συμβάσεων δανείων, το πρώτο απ' αυτά, θα χρησιμοποιείτο από τους δανειολήπτες για αγορά της ως άνω ενιαίας αυτοτελούς διώροφης κατοικίας, το δεύτερο δάνειο ποσού 65.000.000 δρχ. για την επισκευή και την βελτίωση του ίδιου ακινήτου και το τρίτο δάνειο, ποσού 10.000.000 δρχ. για την επισκευή και βελτίωση άλλου ακινήτου των επί της οδού ... αριθμ. ... στο Δήμο ... . Συμφωνήθηκε για όλα τα παραπάνω δάνεια να εξοφληθούν με το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας με την καταβολή 240 συνεχών ίσων μηνιαίων δόσεων μέσα σε προθεσμία 20 ετών.
2] Το πραγματικό τίμημα, το οποίο κατέβαλαν οι κατηγορούμενοι στον εργολήπτη Χ4 δεν είναι εκείνο, που αναφέρεται στο συμβόλαιο, αλλά ανέρχεται σε πολύ μεγαλύτερο ποσό, όπως τούτο προκύπτει από τα εξής: Ο Φ είχε αγοράσει σε προγενέστερο χρόνο, δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Παντελή Δημητρίου διπλανή προς εκείνη των κατηγορουμένων σχεδόν όμοια κατοικία, από τον ίδιο εργολήπτη και τους ίδιους οικοπεδούχους, για την οποία αυτός κατέθεσε ότι, του στοίχισε 128.000.000-130.000.000 δρχ. Στο συμβόλαιο πωλήσεως του ακινήτου αυτού αναγράφεται ως τίμημα το ποσό των 77.138.522 δρχ. και ως αντικειμενική αξία επίσης το ποσό των 77.138.522 δρχ. Το ακίνητο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, αγοράστηκε ημιτελές, αφού, υπολείπονταν μόνο περιορισμένης έκτασης εργασίες αποπερατώσεως του. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι, η οικογένεια των κατηγορουμένων κατοίκησε στο διαμέρισμα αυτό λίγο χρόνο μετά την αγορά του, καθώς και ακόμη από την όλη μελέτη του συμβολαίου, στο οποίο αναγράφεται ότι, η πολυόροφη οικοδομή ευρίσκεται στο στάδιο των εργασιών αποπερατώσεως και σ' αυτό ορίστηκε ότι, η εκτέλεση των εργασιών που υπολείπονται έως την αποπεράτωση της οριζόντιας ιδιοκτησίας και των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων θα γίνει με επιμέλεια, δαπάνες και φροντίδα του εργολήπτη. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι, το συνολικό ποσό των δανείων διατέθηκε για την αγορά του ευρισκομένου στην ... ακινήτου. Τούτο, συνάγεται και από το απολογητικό υπόμνημα της κατηγορουμένης Χ3, στην αρχή του οποίου αναφέρει ότι, το ακίνητο αυτό "... αγοράστηκε το 2001 από κοινού με τον σύζυγο μου με 3 δάνεια που λάβαμε ύψους 140.000.000 δρχ. ...".
3] Ο Χ2 ενεργώντας ατομικά και για λογαριασμό της συζύγου του Χ3, προέβη στην κατάθεση μετρητών α) στις 23-7-2002 συνολικού ποσού 130.000 ευρώ, από το οποίο: αα) το μεν ποσό των 30.000 ευρώ διατέθηκε για την ολική προεξόφληση του λογαριασμού ... που αφορούσε τη δανειακή σύμβαση ..., για 10.000.000 δραχμές (τρίτο από τα ως άνω δάνεια ) και ββ) το δε ποσό 100.000 ευρώ διατέθηκε για την μερική προεξόφληση του λογαριασμού ... που αφορούσε τη δανειακή σύμβαση ... για 65.000.000 δραχμές ή 190.000 ευρώ (δεύτερο από τα ως άνω δάνεια), απομείναντος μετά την ως άνω καταβολή υπολοίπου ποσού του εν λόγω δανείου, ύψους 85.294,68 ευρώ, το οποίο, μετά την παραπάνω μερική προεξόφληση αναπροσαρμόστηκε και δημιουργήθηκε ο δανειακός λογαριασμός ... και β) στις 27-9-2002 οι κατηγορούμενοι κατέθεσαν σε μετρητά συνολικό ποσό 85.431,09 ευρώ, το οποίο διατέθηκε για την ολική προεξόφληση και του τελευταίου αυτού δανειακού λογαριασμού. Τα χρήματα αυτά κατατέθηκαν από την Χ3.
-β- Η συνολική αυτή κατάθεση των 215.431,09 ευρώ έγινε μέσα σε εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα από την λήψη των δανείων, λαμβανομένου μάλιστα προς τούτο υπόψη του ότι, είχε συμφωνηθεί να καταβληθούν μέσα σε προθεσμία είκοσι ετών σε 240 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Η μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα εξόφληση του δανείου φανερώνει ότι, το ποσό της εξόφλησης είναι προϊόν δωροδοκίας δικαστή, με άγνωστους δωροδότες για την ευνοϊκή κρίση των υποθέσεων τους και η εξόφληση των δανείων συνολικού ύψους 140.000.000 δρχ. έγινε προκειμένου να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση των χρημάτων αυτών και παράλληλα την προσπόριση περιουσιακού οφέλους από την απαλλαγή της καταβολής του δανείου αυτού. Τούτο προκύπτει από το ότι, η κτήση των ποσών αυτών δεν δικαιολογείται από νόμιμες πηγές εσόδων των κατηγορουμένων, αφού στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ λήψεως των προεξοφληθέντων δανείων και προεξοφλήσεως των ποσών αυτών, οι τακτικές και αναδρομικές αποδοχές των κατηγορουμένων και δη των ετών 2001 και 2002 ανέρχονταν συνολικά στο ποσό των 150.000 ευρώ, το οποίο υπολειπόταν κατά πολύ του ως άνω κατατεθέντος συνολικού ποσού των 215.431, 09 ευρώ και προφανώς είχε αναλωθεί για οικογενειακές ή άλλες ανάγκες τους, αφού στις μέχρι τότε και από το έτος 1996 δηλώσεις περιουσιακών των στοιχείων, δεν είχαν δηλωθεί καταθέσεις ή κατοχή κάποιου τίτλου ή άλλες συναλλαγές από τις οποίες μπορούσαν να προέλθουν, ούτε άλλωστε προέκυψε ότι εκταμιεύθηκαν από κάποιο λογαριασμό των ως άνω δανειοληπτών ή ότι ήταν προϊόν ρευοτοποιήσεως κατεχομένων απ' αυτούς τίτλων.
-γ- 1] Η κατηγορουμένη Χ3 ενώ στην αρχή του υπομνήματος της αναφέρει το αληθινό γεγονός ότι, το ακίνητο αγοράστηκε με τρία δάνεια, που έλαβαν από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, συνολικού ποσού 140.000.000 δρχ. Στη συνέχεια ακολουθεί και αυτή στους ισχυρισμούς, που διατείνεται ο σύζυγος της Χ2, προκειμένου να δικαιολογηθεί η διάθεση του συνολικού ποσού των 215.431,09 ευρώ, ήτοι: Η προεξόφληση των ως άνω δανείων έγινε κατά κύριο λόγο από επιστραφέν σ' αυτούς τίμημα, ύψους 57.000.000 δραχμών ή 168.000 ευρώ, το οποίο η ίδια και ο σύζυγος της είχαν προκαταβάλει στον κατασκευαστή του επί της οδού ... αριθμ. ... ακινήτου τους, Χ4, μαζί με το συμφωνηθέν τίμημα αγοράς της τελευταίας αυτής κατοικίας, για την αγορά, από τα σχέδια μιας μικρής κατοικίας από το συγκρότημα εξοχικών κατοικιών στη συνοικία "..." ή "..." της πόλης ..., που του ανήκε και το οποίο, λόγω ματαίωσης της αγοράς αυτής, ενόψει αναστολής εκδόσεως των οικοδομικών αδειών, τους επιστράφηκε σε δύο δόσεις, ποσού 88.000 και 80.000 ευρώ, αντίστοιχα, τον Ιούλιο και το Σεπτέμβριο του 2002, αντίστοιχα, ενώ τέλος, προκειμένου να δικαιολογήσει την κτήση του προκαταβληθέντος και επιστραφέντος τιμήματος, ισχυρίστηκε, ότι το προκαταβληθέν τίμημα της ως άνω εξοχικής κατοικίας, όπως και το πραγματικό τίμημα της ως άνω μαιζονέτας, που ανήλθε στο ποσό των 85.000.000 δρχ., το οποίο υπολείπεται της αγοραίας αξίας του, ανερχομένης στο ποσό των 105.000.000 (151 τ.μ. Χ 700.000 δρχ/τ.μ.), ενόψει του ότι αγοράστηκε ημιτελής και αποπερατώθηκε με αυτεπιστασία του συζύγου της, δαπανηθέντος για το σκοπό αυτό επί πλέον ποσού 8.000.000 δραχμών, καταβλήθηκε στον προαναφερόμενο πωλητή των ως άνω ακινήτων, από το σύνολο των ως άνω δανείων που έλαβε από την Αγροτική Τράπεζα, ύψους 140.000.000 δραχμών.
2] Οι ισχυρισμοί αυτοί της κατηγορουμένης Χ3 και του συζύγου της Χ2, καθόσον αναφέρονται στη σύναψη άτυπης πώληση της ως άνω εξοχικής κατοικίας στη ..., δεν κρίνονται πειστικοί, αν ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρος αρχιτέκτονος Ω, που είχε αναλάβει την εκπόνηση μελέτης, για την κατασκευή του συγκροτήματος εξοχικών κατοικιών στη ..., οι εν λόγω εξοχικές κατοικίες, όπως της είχαν αναφέρει ο κατασκευαστής Χ4 και η σύζυγος του ΑΑ προορίζονταν για τα παιδιά τους και τον εαυτό τους και η αναστολή των οικοδομικών αδειών επήλθε στις 13-1-2003, ήτοι, μετά την επικαλούμενη από τους κατηγορουμένους ματαίωση, για το λόγο αυτό (αναστολή οικοδομικών αδειών στη ...), της συμφωνηθείσας άτυπης πώλησης και την επιστροφή του προκαταβληθέντος τιμήματος. Επίσης, οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων δεν κρίνονται πειστικοί και καθόσον αναφέρονται στο πραγματικό τίμημα της πωλήσεως της ευρισκόμενης στην οδό ... αριθμ. ... μαιζονέτας επιφάνειας κυρίων χώρων 151 τ.μ. και συνολικής επιφάνειας με το υπόγειο και τη σοφίτα 213,96 τ.μ. το οποίο υποβιβάζουν σε ποσό 85.000.000 δραχμών, κατά πολύ κατώτερο της αγοραίας αξίας του, που κατά τον κρίσιμο χρόνο (2001) ανερχόταν στο ποσό των 140.000.000 δραχμών, αφού όπως έχει προεκτεθεί, ο εξετασθείς μάρτυρας Φ, ο οποίος αγόρασε από τον ίδιο κατασκευαστή σε προγενέστερο χρόνο τη διπλανή προς αυτήν, σχεδόν όμοια κατοικία, επιφάνειας (των κυρίων χώρων) 149 τ.μ., κατέθεσε ότι του στοίχισε 128.000.000 έως 130.000.000 δραχμές περίπου, το ως άνω ακίνητο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αγοράστηκε ημιτελές, αφού υπολείπονταν μόνο περιορισμένης έκτασης εργασίες αποπερατώσεώς του, οι οποίες κατά το συνήθως συμβαίνον έχουν σχέσεις με τις προσωπικές επιλογές των αγοραστών (τοποθέτηση πλακιδίων λουτρού, ντουλαπιών κουζίνας, επτά εσωτερικών πορτών, ξύλινου δαπέδου σε ορισμένους χώρους του), στο δε σχετικό πωλητήριο συμβόλαιο φέρεται ως αποπερατωμένο, όπως τούτο συνάγεται, άλλωστε και από το γεγονός ότι η οικογένεια των κατηγορουμένων κατοίκησε στο διαμέρισμα αυτό λίγο χρόνο μετά την αγορά του και οι δανειολήπτες αγοραστές δεν αρκέστηκαν στη λήψη ισόποσου προς το επικαλούμενο τίμημα της ως άνω πωλήσεως αλλά, προέβησαν στη λήψη τριών δανείων συνολικού ποσού 140.000.000, ακόμη προς αντίκρουση των ανωτέρω πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, ο Χ4, ήταν έμπορος, κατασκευαστής κατοικιών, ανέμενε κέρδος από την πώληση των διαμερισμάτων και δεν ήταν δυνατόν να πωλήσει σχεδόν αποπερατωθείσα κατοικία στους κατηγορουμένους στην υπ' αυτών αναφερομένη τιμή, όταν όπως προκύπτει από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε οικονομικό πρόβλημα.
3] Οι Χ2 και Χ3 στις 10-3-2006 και 21-3-2006 εμφανίστηκαν ενώπιον του τότε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και ζήτησαν αντίγραφα της δικογραφίας και προθεσμία, προκειμένου να μελετήσουν την δικογραφία και παράσχουν τις εξηγήσεις των, δόθηκαν σ' αυτούς αντίγραφα και προθεσμία για την 27-3-2006. Ο Χ2 κατά την από 27-3-2006 ανωμοτί εξέταση του, στην οποία αναφέρθηκε στην απολογία του, ισχυρίστηκε τα προαναφερθέντα περί συμφωνίας με τον Χ4 για προαγορά της μαιζονέτας στη ... και για την αιτία αυτή καταβολή μέρους του δανείου, ποσού 57.000.000 δρχ., το οποίο λόγω ματαιώσεως της αγοράς επεστράφη σ' αυτόν από τον εργολάβο Χ4 σε δύο δόσεις των 88.000 και 80.000 ευρώ τον Ιούλιο και Σεπτέμβριο μήνα του 2002. τον ισχυρισμό αυτό επανέλαβε τόσο στις έγγραφες εξηγήσεις του, όσο και στο απολογητικό υπόμνημα του. Μετά την περάτωση της ανωμοτί εξετάσεως των κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 και αφού ήδη οι κατηγορούμενοι είχαν πάρει αντίγραφα και είχαν ετοιμάσει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των, κατέθεσε ενώπιον του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ο Χ4, με τον οποίο οι κατηγορούμενοι είχαν ιδιαίτερες φιλικές σχέσεις.
4] Ο Χ4, κατόπιν προτροπών του Χ2 και λόγω της φιλίας του μ' αυτόν στις 11-4-2006, εξετάστηκε ενώπιον του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ενεργούσε προκαταρκτική εξέταση και κατέθεσε εν γνώσει του ψευδή γεγονότα, που είναι σύμφωνα με τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, ήτοι: α) Η μαιζονέτα, που βρίσκεται στην πολυκατοικία της οδού ... στην ... και είχε περιέλθει σε αυτόν ως εργολαβικό αντάλλαγμα, πωλήθηκε στο ζεύγος Χ2 και Χ3 το Φεβρουάριο του 2001 αντί τιμήματος 80.000.000 έως 90.000.000 δραχμών "... το τίμημα που εισέπραξα εγώ πρέπει να ανήλθε από 80 μέχρι 90.000.000 δρχ., β) Μαζί με την πώληση της προαναφερθείσας μαιζονέτας της οδού Αιγίνης 8α συμφωνήθηκε τον Φεβρουάριο του έτους 2001 και η προπώληση από αυτόν σε εκείνους, από τα σχέδια, μιας κατοικίας από το συγκρότημα εξοχικών κατοικιών στη συνοικία "..." ή "..." της πόλης ..., αντί τιμήματος 60.000.000 δραχμών, γ) Χάριν καταβολής του τιμήματος αμφοτέρων των ακινήτων εγχειρίσθηκαν σε αυτόν από τους αγοραστές δύο επιταγές συνολικού ύψους αξίας 140.000.000 δραχμών "... Μαζί με την πώληση της προαναφερομένης κατοικίας επί της οδού ..., συνεφωνήθη και η προπώλησις από τα σχέδια μια από τις κατοικίες του συγκροτήματος της ... . Τον Φεβρουάριο του 2001 έγινε η συμφωνία αυτή. Η συμφωνία πέραν της τιμής της κατοικίας περιελάμβανε περίπου 60.000.000 δρχ. για την κατοικία της ... ... σας καταθέτω και πάλι ότι η αξία της κατοικίας μαιζονέτας επί της οδού ..., την οποία πώλησα στον Χ2 και την Χ3, ανέρχεται στο ποσό των 80 με 90.000.000 δρχ. Δηλαδή από τον κ. Χ2 και την κ. Χ3 εισέπραξα συνολικά το ποσό των 140.000.000 δρχ. περίπου. Το ποσό αυτό το εισέπραξα με την σύνταξη του συμβολαίου πώλησης και πρέπει να έγινε αυτό τον Φεβρουάριο του 2001 το ποσό αυτό το εισέπραξα με δύο επιταγές ..." και δ) ότι το ποσό των 60.000.000 δραχμών που είχε δήθεν καταβληθεί ως τίμημα αγοραπωλησίας της εξοχικής κατοικίας της ... επιστράφηκε από αυτόν στο ζεύγος Χ2 και Χ3, σε δύο ισόποσες δόσεις τον Μάϊο και τον Ιούνιο του έτους 2002, λόγω ματαιώσεως της αγοραπωλησίας, οφειλομένης σε χρονοτριβή ολοκληρώσεως της τεχνικής μελέτης, έκδοσης της σχετικής άδειας και έναρξης της κατασκευής. Πλην όμως τα παραπάνω κατατεθέντα δεν συμφωνούν προς την αντικειμενική πραγματικότητα και κατατέθηκαν από αυτόν εν γνώσει της αναληθείας των, καθόσον το μεν τίμημα της μαιζονέτας της οδού ... στην ... ανήλθε τουλάχιστον στο ποσό των 140.000.000 δραχμών, ενώ ουδεμία συμφωνία προπωλήσεως εξοχικής κατοικίας στη Νήσο ... πραγματοποιήθηκε και ουδέν τίμημα αφορών τέτοια αγοραπωλησία καταβλήθηκε, πολύ δε περισσότερο ουδέν ποσόν επεστράφη από αυτόν στο ζεύγος Χ2 και Χ3 και το προβαλλόμενο ως δοθέν δια των ως άνω επιταγών χρηματικό ποσό των 140.000.000 δραχμών αποτελεί αποκλειστικώς και μόνο το τίμημα της αγοράς από τους τελευταίους της κατοικίας της οδού ... στην ..., όπως επ' αυτού αναλυτικά έχουμε εκθέσει παραπάνω. Για να προκύψει δε ο ισχυρισμός αυτός περί προαγοράς της μαιζονέτας στη Μύκονο και καταβολής στον Χ4 από τους κατηγορουμένους Χ2 και Χ3 του ποσού των 57.000.000 δρχ., προσκομίστηκε το από 24-4-2001 ιδωτικό συμφωνητικό. Επί της καταθέσεως αυτής του Χ4 και του ιδιωτικού συμφωνητικού πρέπει να λεχθούν ακόμη και τα ακόλουθα: Το ιδιωτικό συμφωνητικό που, δεν έχει βεβαία χρονολογία, έχει και αντίφαση μ' όσα ισχυρίστηκαν οι κατηγορούμενοι και κατέθεσε ο ως άνω, αφού, σ' αυτό γίνεται αναφορά ότι, η εν λόγω ιδιοκτησία θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2002, ενώ ο Χ4 και ΑΑ υπέβαλαν αίτηση για έκδοση οικοδομικής άδειας στην Δ/νση Πολεοδομίας Κυκλάδων στις 31-7-2002 και η έκδοση οικοδομικών αδειών στη ... ανεστάλη με την υπ' αριθμ. 843/13-1-03 [ΦΕΚ 11Δ16/1-03] Υπουργική Απόφαση. Πέραν των προαναφερθέντων περί καταθέσεως εκ μέρους του Χ4 των άνω γεγονότων που, ήσαν ψευδή, από τις ανωτέρω επισημάνσεις προκύπτει ακόμη ότι, το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό συντάχθηκε και υπογράφτηκε από τους κατηγορουμένους, αφού είχαν πάρει αντίγραφα της δικογραφίας προς ενίσχυση του ισχυρισμού των και το περιεχόμενο του είναι σύμφωνο με τις γενόμενες εκ μέρους των κατηγορουμένων καταθέσεις μετρητών χρημάτων στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος στις 23-7-2002 η πρώτη και 27-9-2002 η δεύτερη, ενώ η ματαίωση της συμφωνίας είναι αντίθετη με την χρονολογία υποβολής για την έκδοση της οικοδομικής άδειας και την αναστολή χορήγησης της. Τέλος, τα όσα ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι και κατέθεσε ο Χ4 περί επιστροφής σ' αυτούς μετρητών χρημάτων 88.000 και 80.000 ευρώ αντίστοιχα, που φύλασσε μετρητά στο σπίτι του, είναι αντίθετα με την συνήθη τακτική των επιχειρηματιών. Ο Χ4 κατέθεσε ότι επέστρεψε μετρητά χρήματα γιατί, δεν μπορούσε να γίνει πιστευτό ότι, τα χρήματα αυτά είχε αναλάβει λίγο πριν την επιστροφή των από κάποια Τράπεζα και τούτο για να δικαιολογήσει την εκ μέρους των συγκατηγορουμένων του εξόφληση των δανείων με χρήματα που, έχουν νόμιμη αιτία προέλευσης των.
Την ως άνω ψευδή κατάθεση του έδωσε ο κατηγορούμενος προκειμένου να παράσχει στους κατηγορουμένους τη δυνατότητα αφενός να δικαιολογήσουν την πηγή των χρημάτων για την εξόφληση των δανείων της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου να δικαιολογήσει την επιτρέπουσα την εξόφληση του υπολοίπου τιμήματος πηγή εσόδων τους και να ματαιώσει την δίωξη αυτών για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
-δ-1] Η κατηγορουμένη Χ3 με το απολογητικό της υπόμνημα ισχυρίζεται ότι, δεν τηρούσε προσωπικούς λογαριασμούς. Κατά την απολογία της ενώπιον του Ανακριτή αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της από 28-3-2006 ανωμοτί εξέτασης της ενώπιον του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθώς και στις έγγραφες εξηγήσεις της. Η ως άνω, στην ανωμοτί εξέταση της ανέφερε ότι, τα χρήματα που έπαιρνε από το μισθό της, τα μετέφερε στο σπίτι της για τις οικογενειακές ανάγκες και ότι, όλα τα οικονομικά θέματα της οικογένειας τα φρόντιζε ο σύζυγος της, ο οποίος είχε την οικονομική διαχείριση αποκλειστικά και σε σχέση με τα οικονομικά, δεν γνώριζε πολλά πράγματα. Ειδικότερα σε ερώτηση, που της υποβλήθηκε, ως προς τον χρόνο και τρόπο επιστροφής των χρημάτων εκ μέρους του Χ4, επεσήμανε ότι, σε σχέση με τα οικονομικά δεν γνωρίζει πολλά πράγματα, αφού αυτά τα χειρίζεται ο σύζυγος της.
2] Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της κατηγορουμένης κρίνονται πειστικοί και είναι σύμφωνοι με την επιδειχθείσα συμπεριφορά τόσο από την ίδια, όσο και από τον συγκατηγορούμενο σύζυγο της Χ2. Συγκεκριμένα η κατηγορουμένη το έτος 2004 αγόρασε κατά πλήρη κυριότητα το επί της οδού ... αριθμ. ... διαμέρισμα στο ... . Στην περίπτωση αυτή, που έγινε αποκλειστικά κυρία του διαμερίσματος και ανέλαβε προσωπικά το βάρος εξοφλήσεως του, χωρίς να παρεμβληθεί ο σύζυγος της είτε στην αγορά, είτε στην εξόφληση του, συνήψε ισόποσο δάνειο με την Τράπεζα NOVA BANK, το οποίο εξυπηρετείται κανονικά κάθε μήνα. Η συμπεριφορά της αυτή είναι τελείως αντίθετη με την τακτική, που, ακολούθησε ο σύζυγος της Χ2 τόσο στην αγορά του ακινήτου της ..., όσο και στην αγορά και στην εξόφληση της μαιζονέτας επί της οδού ... αριθμ. ... στο Δήμο ... . Ο ανωτέρω για ν' αποφύγει την αποκάλυψη της εγκληματικής του δράσης και να πετύχει την απόκρυψη της αληθινής προέλευσης των από δωροδοκία δικαστή προερχομένων χρημάτων, χρησιμοποίησε τρίτα πρόσωπα και συγκεκριμένα για την αγορά και εξόφληση του τιμήματος του ακινήτου της ... μετά του υπάρχοντος σ' αυτό κτίσματος, τον στενό του φίλο Χ1 και για να μπορέσει να εισπράξει το ποσό των 150.000 ευρώ, ανέθεσε την όλη διαδικασία στην αδελφή του Δ, ανοίγοντας μ' αυτήν τον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό της Τράπεζας Κύπρου. Στην περίπτωση αυτή ο λογαριασμός κρατήθηκε μυστικός τόσο από τον σύζυγο της Δ, Υ, όσο και από τη σύζυγο του Χ3 και τούτο προφανώς για ν' αποφύγουν απ' αυτούς τον έλεγχο περί της προέλευσης των χρημάτων αυτών. Ο κατηγορούμενος Χ2 στις 23-7-2002 κατέθεσε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος το ποσό των 130.000 ευρώ και τακτοποίησε τις δανειακές συμβάσεις με την δημιουργία για το εναπομείναν υπόλοιπο των 85.294,68 ευρώ του υπ' αριθμ. ... δανειακού λογαριασμού. Η ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου να τακτοποιήσει τις δανειακές συμβάσεις, φανερώνει και την υπ' αυτού αποκλειστική οικονομική διαχείριση. Περαιτέρω, για την ολοσχερή εξόφληση του δανείου χρησιμοποίησε και στην περίπτωση αυτή τρίτο πρόσωπο, την σύζυγο του Χ3, με την εκ μέρους της κατηγορουμένης παράδοση του ποσού των 85.431,09 ευρώ, στον υπάλληλο της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος ΒΒ.
3] Η κατηγορουμένη Χ3, που, κατά τον προαναφερόμενο βάσιμο ισχυρισμό της, όλα τα οικονομικά θέματα της οικογένειας φρόντιζε ο σύζυγος της Χ2 και ήταν αυτός που είχε αποκλειστικά την διαχείρηση και κανόνιζε πόσα χρήματα έπαιρνε και πόσα χρήματα έδινε είτε για το σπίτι, είτε για φίλους στενούς της οικογένειας, όταν στις 27-3-2006 εξετάστηκε ανωμοτί ενώπιον του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προέβαλε τους ίδιους με το σύζυγο της ισχυρισμούς περί προαγοράς της μαιζονέτας στη Μύκονο, την ματαίωση της συμφωνίας αυτής και την επιστροφή του δοθέντος τιμήματος από τον Χ4, ισχυρισμούς που επανέλαβε τόσο στις έγγραφες εξηγήσεις της, όσο και στο απολογητικό υπόμνημα της. Οι ισχυρισμοί αυτοί της κατηγορουμένης, στερούνται ουσιαστικής βασιμότητας. Ειδικότερα, το ανακριβές κατά περιεχόμενο και χρονολογία ιδιωτικό συμφωνητικό και η ανακριβής κατά περιεχόμενο από 23-7-2002 απόδειξη εξόφλησης, προτάθηκαν από την ίδια και κατατέθηκαν ενόρκως από τον Χ4, αφού ήδη είχαν λάβει αντίγραφα της δικογραφίας, καθ' υπόδειξη του κατηγορουμένου Χ2για πληρέστερη υποστήριξη των θέσεων τους. Οι ίδιοι ως άνω, ισχυρισμοί της κατηγορουμένης προτάθηκαν καθ' υπόδειξη του συζύγου της, όπως καθ' υπόδειξη του ίδιου προτάθηκε και ο επίσης αβάσιμος ισχυρισμός αυτής περί της φυλάξεως χρημάτων για πολλά χρόνια από τους γονείς του συζύγου της, μέρος των οποίων ήσαν τα χρήματα του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού της Τράπεζας Κύπρου, όταν μάλιστα, όπως προέκυψε από την ανάκριση, εκείνη αγνοούσε και αυτήν την ύπαρξη του.
-ΣΤ- Μετά απ' όλα όσα έχουν προεκτεθεί στα προηγούμενα κεφάλαια, που αφορούν την νομιμοποίηση εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα της δωροδοκίας δικαστή προκύπτουν τα εξής:
1] Ο κατηγορούμενος Χ2 κατά το χρονικό διάστημα από του έτους 1996 μέχρι και τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2003 ως Εισηγητής Πτωχεύσεων, Μονομελής Δικαστής και Πρόεδρος Πρωτοδικών στο Πρωτοδικείο Αθηνών, είχε απαιτήσει χρηματικά ποσά, ως δώρα, από τους εκτιμητές της πτωχής "ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε." για να καθορίσει σ' αυτούς υψηλές αμοιβές, καθώς και από διαδίκους των οποίων εκκρεμούσαν υποθέσεις είτε ενώπιον των Τμημάτων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στα οποία ασκούσε τα καθήκοντα του Προέδρου Πρωτοδικών, είτε αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στο οποίο ως Μονομελής Δικαστής εκδίκαζε αυτές, ζήτησε και έλαβε τα χρηματικά ποσά, που ειδικότερα στα προηγούμενα κεφάλαια αναφέρονται, με σκοπό να κριθούν ευνοϊκώς υπέρ αυτών οι υποθέσεις των. Ακολούθως ο κατηγορούμενος Χ2, ενεργώντας κατ' επάγγελμα, προκειμένου ν' αποκρύψει την αληθή προέλευση των χρημάτων και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην δραστηριότητα του αυτή, της δωροδοκίας δικαστή, επανειλημμένως και για μεγάλο χρονικό διάστημα προέβη στις αναφερόμενες στα προηγούμενα κεφάλαια, στις αγορές ακινήτων, στην ανέγερση κτισμάτων, στην καταβολή χρηματικών ποσών από τρίτους. Ο κατηγορούμενος δωροδοκήθηκε επανειλημμένως βάσει σχεδίου με την επιλογή ιδιαιτέρων μέσων και τρόπων για την τέλεση τους, προκειμένου να χειριστεί ευνοϊκώς τις υποθέσεις, που χειριζόταν. Η κοινή δε και προσυμφωνημένη δράση δωροδοκούντων και δωροδοκουμένου συνίστατο, κατά τα προεκτεθέντα, στην εκ μέρους των πρώτων κατάθεση του κάθε φορά συμφωνημένου ποσού στον ίδιο ή σε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς αυτού μετά της συζύγου του ή αυτού και της αδελφής του και έτσι μπόρεσε να πετύχει την απόκρυψη του εγκληματικού προϊόντος της δωροδοκίας δικαστή, με τρόπο έντεχνο κατά περίπτωση, υπεσχημένων, απαιτηθέντων, καταβληθέντων και αποδεκτών γενομένων χρημάτων πίσω από το τραπεζικό απόρρητο. Η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως αυτής, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, προκύπτει από την επανειλημμένη τέλεση της και για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς και από την υποδομή, που είχε διαμορφώσει με την πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της και τούτο με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. Στην υποδομή του ανάγεται η επιλογή τρίτων προσώπων μεταξύ των οποίων είναι: Ο Χ1, του οποίου την φιλία απέκρυψε κατά τον προσδιορισμό της ημερήσιας αμοιβής του εκτιμητή Α και δια μέσου του οποίου εισέπραξε το ποσό των 24.252.580 δρχ. και ακολούθως τον βοήθησε στην απόκτηση του ακινήτου κτήματος με το κτίσμα στην ... . Η αδελφή του κατηγορουμένου Δ, με την οποία είχε τον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα Κύπρου, όπου είχαν κατατεθεί συνολικά 150.000 ευρώ, τα οποία στη συνέχεια η Δ απέδωσε στον κατηγορούμενο. Η σύναψη με την Αγροτική Τράπεζα των προαναφερθέντων τριών συμβάσεων δανείου, ύψους 65.000.000, δρχ., 65.000.000 δρχ. και 10.000.000 δρχ., για την αγορά του επί της οδού ... αριθμ. ... διαμερίσματος, του πρώτου, επισκευή και βελτίωση του διαμερίσματος αυτού, του δευτέρου και επισκευή και βελτίωση άλλου διαμερίσματος του τρίτου δανείου. Και η μετά από αυτά σε σύντομο χρονικό διάστημα εξόφληση των, ώστε και στην περίπτωση αυτή να καταστεί δυσχερής η ανακάλυψη της εγκληματικής δράσης του. Εν κατακλείδι, ο κατηγορούμενος, πέραν της επανειλημμένης τέλεσης που μαρτυρεί πρόθεση πορισμού εισοδήματος είχε δημιουργήσει σχέδιο και υποδομή [επιλογή των τρίτων προσώπων, η σύναψη δανείων και η εν συνεχεία εξόφληση των] αλλά και οργανωμένη ετοιμότητα, που περιελάμβανε μέσα, μεθόδους και τεχνάσματα ικανά να αποκρύψουν και να συγκαλύψουν την αληθινή προέλευση των προαναφερομένων ποσών, που τα έθεσε σε εφαρμογή προς τούτο την κατάλληλη στιγμή, για να εμφανίσει ως νόμιμα τα ποσά που απέκτησε από τις ως άνω εγκληματικές δραστηριότητες.
2] Ο Χ1 βοήθησε άμεσα τον Χ2 στην υπ' αυτού τελεσθείσα πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα της δωροδοκίας δικαστή. Συγκεκριμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέδωσε στο Χ2 το ποσό των 24.252.850 δρχ., που έλαβε από τον Α, ως δώρο για τον καθορισμό πολλαπλάσιας της κανονικής του αμοιβής για ημερήσια αποζημίωση κατά την εκτίμηση περιουσιακών στοιχείων της πτωχής "ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε.". Την πράξη του αυτή ενήργησε κατ' επάγγελμα, όπως τούτο προκύπτει από την κατά μεγάλο χρονικό διάσημα που, ο ανωτέρω, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, προερχομένου από τον καθορισμό πολλαπλασίων των κανονικών αμοιβών στις ημερήσιες αποζημιώσεις κατά την εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων της [ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε.], βοήθησε το Χ2 στην επιδίωξη του να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητα του, που, μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται και η φερομένη ως εξ ολοκλήρου αγορά την 14-2-1997 αγροτεμαχίου επιφανείας 1.533 τ.μ. μετά του σ' αυτό κτίσματος [αχυροκαλύβας], επιφανείας 119 τ.μ., ενώ το μισό τίμημα προέρχονταν από χρήματα που, είχε παραδώσει, ως δώρο, στον συγκατηγορούμενο του Χ2. Το μισό δε ακίνητο, ο ως άνω μεταβίβασε μετά από αρκετό χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα στις 3-8-1999 με το υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αμφίκλειας Ασπασίας Καλπύρη και τούτο για να πετύχει ο Χ2 την απόκρυψη των χρημάτων, με τα οποία απόκτησε το εν λόγω ακίνητο.
-Ζ- Νομιμοποίηση ποσού 44.000 ευρώ από δωροδοκία-Καταγγελία ΓΓ περί νομιμοποίησης από δωροδοκία της "ΒΕΝΕΤΗΣ Α.Ε."
-α-Ο κατηγορούμενος Χ2 στις 31-7-1996 αγόρασε το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας AUDI αντί του ποσού των 10.000.000 δρχ. Από το τίμημα αυτό, ποσό 3.500.000 δρχ. προέρχεται από απάτη, τελεσθείσα σε βάρος της ασφαλιστικής εταιρείας "ΕΣΤΙΑ", για το υπόλοιπο όμως ποσό των 6.500.000 δρχ. δεν προκύπτει ότι, προέρχεται από την εγκληματική πράξη της δωροδοκίας δικαστή, αλλά, όπως ισχυρίζεται, αυτό καταβλήθη από το οικογενειακό εισόδημα του κατηγορουμένου. Το ίδιο ισχύει και για την αγορά στις 25-9-1998 του υπ' αριθμ. ... αυτοκινήτου, μάρκας Chrysler, τύπου Grand Cherokee Jeep αντί τιμήματος 10.800.000 δρχ., εκ των οποίων το ποσόν των 8.300.000 δρχ., προέρχεται από την εκποίηση του υπ' αριθμ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου και το υπόλοιπο ποσό των 2.500.000 δρχ. από οικογενειακά του εισοδήματα. Μετά το προαναφερθέν οδικό τροχαίο ατύχημα, που συνέβη στις 25-3-1999 κατά την οδήγηση του υπ' αριθμ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου στον ... Ποταμό [...] και την δήλωση του κατηγορουμένου στην ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" και την κατά τα προαναφερθέντα, με απάτη καταβληθέντα χρήματα ύψους 8.500.000 δρχ., ως ασφάλιστρα από το εν λόγω ατύχημα, ο κατηγορούμενος αγόρασε το υπ' αριθμ. ... αυτοκίνητο μάρκας Chrysler, τύπου Grand Cherokee Jeep αντί τιμήματος 14.000.000 δρχ. Η διαφορά δε του τιμήματος των 5.500.000 δρχ. [αφαιρουμένης της υπό της ασφαλιστικής εταιρείας καταβολής των 8.500.000 δρχ.] δεν προκύπτει ότι προέρχεται από την εγκληματική πράξη της δωροδοκίας δικαστή, αλλά από κατεβλήθη από το σημαντικό οικογενειακό εισόδημα του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος Χ2 στις 14-3-2003 αντάλλαξε το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ..., μάρκας Chrysler, τύπου Grand Cherokee Jeep αυτοκίνητο του με το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ..., μάρκας Chrysler, τύπου Grand Cherokee, κυβισμού 4.700 κ.ε. αυτοκίνητο. Για την απόκτηση του τελευταίου αυτού αυτοκινήτου επιβαρύνθηκε την διαφορά της αξίας του, ανερχομένης στο ποσό των 20.543 περίπου ευρώ. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι με πειστικότητα ότι, η διαφορά αυτή καλύφθηκε από το οικογενειακό του εισόδημα, που ήταν αρκετά σημαντικό και από παροχές μελών της οικογένειας του, καθώς και επιστροφή δοθέντος υπ' αυτού δανείου στον Σ.
-β-1] Ο ΓΓ είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΡΤΟΠΟΙΪΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.". Η εταιρεία αυτή και ο ΓΓ έχουν μακρά αντιδικία με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΒΕΝΕΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Α.Ε.". Μεταξύ των δικών είναι και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της "ΒΕΝΕΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Α.Ε." κατά 1] της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΡΤΟΠΟΙΪΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΒΕΝΕΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και 2] ΓΓ. Η αίτηση αυτή είχε συνταχθεί από τον δικηγόρο ΔΔ και είχε προσδιορισθεί προς εκδίκαση την 14-5-2002 και μετά από αναβολές η αίτηση εκδικάστηκε στις 27-9-2002 από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Χ2, χωρίς να αντικαταστήσει άλλο δικαστή, όπως τούτο προκύπτει από τα προσκομισθέντα αντίγραφα των πινακίων. Κατά την εκδίκαση της αιτήσεως αυτής δεν παραστάθηκε ο συντάκτης του δικογράφου, δικηγόρος ΔΔ ή κάποιος συνεργάτης του, αλλά παραστάθηκαν οι δικηγόροι ..., ... και ΕΕ. Επί της παραστάσεως των ως άνω δικηγόρων, ο συντάκτης της αιτήσεως δικηγόρος ΔΔ κατέθεσε ότι, κατά τον χρόνο εκδικάσεως της αιτήσεως είχε διακοπεί η επαγγελματική του σχέση με την εταιρεία "ΒΕΝΕΤΗΣ Α.Ε.". Επί της αιτήσεως ο Χ2 εξέδωσε στις 21-11-2002 την υπ' αριθμ. 8343/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έκανε δεκτή την αίτηση.
2] Μετά την έκδοση της ως άνω υπ' αριθμ. 8343/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά και άλλων που απέρριψαν σχετική αγωγή της "ΑΡΤΟΠΟΙΪΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." και αιτήσεις της, ο ΓΓ υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την από Ιουνίου 2005 και 15-2-2006, καθώς και την από 16-10-2007 αναφορές του. Από την όλη μελέτη αυτών, πέραν των άλλων καταγγελιών του συνάγεται και καταγγελία του περί δωροδοκίας και συγκαλύψεως της από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Χ2 και συγκεκριμένα κατά την ημέρα που, αυτός εξέδωσε την υπ' αριθμ. 8343/21-11-2002 απόφαση, στην τελευταία δε αναφορά, συγκεκριμενοποίησε ότι, όπως τον πληροφόρησε ο ΖΖ, η δωροδοκία έγινε με επιταγές, που παρέδωσε αυτός, εκ των οποίων η μία ποσού 4.000.000 δρχ., καθώς και μετρητά χρήματα.
Ο Ειδικός Ανακριτής- Εφέτης ερεύνησε στο σύνολό των τις καταγγελίες αυτές του ΓΓ και από την ανάκριση προέκυψε ότι, δεν ήσαν αληθινές, όπως ειδικότερα εκθέτουμε παρακάτω.
3] Ο κατηγορούμενος Χ2 στις έγγραφες εξηγήσεις του, με πειστικότητα εκθέτει ότι, η αντιδικία των διαδίκων ήταν σφοδρή, η διαδικασία όμως στο ακροατήριο ήταν απολύτως ομαλή και ικανοποίησε άπαντες τους παρισταμένους, οι οποίοι δεν διατύπωσαν παράπονα. Επί της υποθέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 8343/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε με πιθανολόγηση μετά από εξαντλητική ακροαματική διαδικασία και αφού ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, ότι η καθής εταιρεία, που εκπροσωπούσε ο αναφέρων ΓΓ, χρησιμοποίησε αυθαίρετα, χωρίς την άδεια της δικαιούχου-αιτούσας, το σήμα αυτής "Φούρνος Βενέτης" σε άλλα προϊόντα από τα δικά της, προσβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα της επί του σήματος της και ότι, επειδή η συμπεριφορά της αυτή ήταν αντίθετη με τα χρηστά ήθη, κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού και του Ν. 2239/94, γι' αυτό και έπρεπε η καθής να παύσει να χρησιμοποιεί το ανωτέρω σήμα με οποιονδήποτε τρόπο.
5] Από την ανάκριση προέκυψε ότι, η επιταγή, την οποία αναφέρει ο καταγγέλων ΓΓ, ως μέσον δωροδοκίας και νομιμοποίησης εγκληματικής δραστηριότητας, είναι η υπ' αριθμ. .... της EUROBANK, ποσού 11.738,81 ευρώ, εκδόσεως της εταιρείας "ΛΕ ΦΟΥΡ ΕΠΕ" και χρονολογία εκδόσεως την 20-12-2002. Το πρόσωπου, που αναφέρει ο ΓΓ ότι, τον πληροφόρησε είναι ο ΖΖ. Ο ως άνω ΖΖ ήταν διευθυντικό στέλεχος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της αντιδίκου του ΓΓ εταιρείας "ΒΕΝΕΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ". Ο ανωτέρω είναι ετερόρρυθμο μέλος της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.", η οποία ασχολείται με την εμπορία ειδών αρτοποιΐας και ζαχαροπλαστικής. Η εταιρεία αυτή, στην οποία ο ΖΖ είναι μέτοχος κατά ποσοστό 50%, έχει ποσοστό 51% της εταιρείας "ΛΕ ΦΟΥΡ ΕΠΕ", η οποία ασχολείται με το ίδιο αντικείμενο. Στην εταιρεία "ΛΕ ΦΟΥΡ ΕΠΕ" ο ΖΖ είναι συνδιαχειριστής με τον συμμέτοχο του ΗΗ. Η εταιρεία "ΛΕ ΦΟΥΡ ΕΠΕ" είναι εκδότρια της υπ' αριθμ. ... επιταγής της EUROBANK και η μία από τις υπογραφές είναι του ΖΖ, η άλλη υπογραφή είναι του συνδιαχειριστή αυτής ΗΗ. Η επιταγή αυτή, αφού οπισθογραφήθηκε παραδόθηκε στην αντίδικο του αναφέροντα εταιρεία "ΒΕΝΕΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ", η οποία ήταν προμηθεύτρια της εκδότριας, και αφορούσε τίμημα έναντι πωλήσεως εμπορευμάτων από εκείνη. Η επιταγή εισπράχθηκε στις 20-12-2002 από τον ΘΘ, ο οποίος από το έτος 1983 είναι οδηγός του δικηγόρου ΕΕ, από το δικηγορικό γραφείου του οποίου παρεδόθη στον ως άνω προκειμένου να την εισπράξει. Ο ΕΕ εξεταζόμενος για την αιτία παραδόσεως σ' αυτόν της επιταγής κατέθεσε ότι, το ποσό που ενσωματώνεται στην επιταγή αυτή, υπήρξε αμοιβή του γραφείου του για νομικές υπηρεσίες που είχε προσφέρει και θα προσέφερε στην εταιρεία "ΒΕΝΕΤΗΣ Α.Ε." σχετικά με την πολύπλοκη αντιδικία της με την εταιρεία "ΑΡΤΟΠΟΙΪΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." και προσκόμισε σχετικό πίνακα με αρκετές από τις δίκες που αφορούν την εν λόγω εταιρεία.
5] Ο ΕΕ κατέθεσε ότι, η μοναδική φορά, που εκδίκασε υπόθεση με τον Δικαστή Χ2 ήταν η δίκη των ασφαλιστικών μέτρων επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 8343/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Προσωπικώς δεν τον γνωρίζει και δεν θυμάται αν ποτέ τον είχε συναντήσει άλλη φορά σε έδρα ποινικού ή αστικού δικαστηρίου. Ως προς τις καταγγελίες του ΓΓ και την εμμονή του ότι, ο ΖΖ γνωρίζει παράνομες ενέργειες από την πλευρά της "ΒΕΝΕΤΗΣ Α.Ε." για την έκδοση υπέρ αυτής ευνοϊκών αποφάσεων, ο ΖΖ ερμηνεύοντας αυτή την εμμονή του καταγγέλοντα, θεωρεί ότι, τούτο ανάγεται στην σκέψη του εξαιτίας των πολλών αντιδικιών, που είχε με την εταιρεία "ΒΕΝΕΤΗΣ Α.Ε." κατά την περίοδο 2002-2003, της οποίας ο εν λόγω μάρτυρας ήταν διευθυντικό στέλεχος και μέλος του διοικητικού της συμβουλίου και πολλές φορές είχε καταθέσει ως μάρτυρας αυτής. Η δε μητέρα του ΖΖ, ΚΚ, ιδρυτικό στέλεχος της επιχείρησης "ΒΕΝΕΤΗ" από το έτος 1976 κατέθεσε ότι, ουδέποτε συζήτησε με τον ΓΓ για στημένες δίκες ή για προσφορά χρημάτων σε δικαστές, ούτε σχολίασε την εκδοθείσα απόφαση κι' ακόμη ότι, ποτέ δεν έμαθε από τον γιό της περί τέτοιας προσφοράς.
6] Κατόπιν τούτων, επειδή δεν υπήρχαν καθόλου ενδείξεις σε βάρος του Χ2 για την ερευνωμένη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ο Επίκουρος Ανακριτής-Εφέτης εξέδωσε σε βάρος του κατηγορουμένου την υπ' αριθμ. πρωτ. 2458/5-12-2007 τυπική κλήση για την πράξη αυτή.
Η ενέργεια αυτή του Ανακριτή είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ.1 του ΚΠΔ ως προς την περάτωση της κυρίας ανακρίσεως, το οποίο ορίζει ότι η απολογία του κατηγορουμένου είναι αναγκαία όταν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις. Αρκεί μόνο η κλήτευση του κατηγορουμένου για την απολογία όταν δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις και δεν απαιτείται ούτε κλήτευση του κατηγορουμένου όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις [βλ. Αθ. Κονταξή έκδοση 1985 σελ. 819]. Για την αντιμετώπιση της τελευταίας αυτής περιπτώσεως ο Άγγελος Μπουρόπουλος στη μονογραφή με θέμα "Η απολογία του κατηγορουμένου και η περάτωση της ανακρίσεως" ΠΧ Δ σελ. 209 σημ. 3, υποστηρίζει ότι, όταν από την ανάκριση δεν προέκυψε καμμία ένδειξη, είναι αυτονόητο ότι ο Ανακριτής δεν πρέπει να καλέσει τον κατηγορούμενο για εξέταση και να τον υποβάλλει σε μάταιες ενοχλήσεις. Η τυπική κλήση η οποία και δεν επιδίδεται στον κατηγορούμενο εκφράζει απλώς την κρίση του ανακριτή για την καθολική ανυπαρξία ενδείξεων και δεν προβλέπεται από καμιά διάταξη του ΚΠΔ, γιατί είναι τύπος χωρίς αξία και δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό και ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος να εκδοθεί αφού η εκτίμηση του ανακριτή για την καθολική ανυπαρξία ενδείξεων μπορεί να συναχθεί από τη μη έκδοση της [βλ. Πλ. Αθηνών 1223/74 ΠΧ ΚΔ σελ. 463, Πλ. Αθηνών 3626/68 ΠΧ ΙΘ σελ. 121].
Με τα παραπάνω δεδομένα και με όσα αναλυτικά έχουν εκτεθεί στο κεφάλαιο των πραγματικών περιστατικών:
ΠΡΩΤΟΝ Προέκυψαν ενδείξεις σε βάρος των πιο κάτω κατηγορουμένων για τις εξής πράξεις, που εκτενώς έχουν αναλυθεί παραπάνω, ήτοι: 1] Χ2 για: α] Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση, πράξη τελεσθείσα κατ' επάγγελμα [άρθρα 94,98 του Π.Κ. και άρθρο 1 παρ. 1α εδ. Ι δδ. και ΙΙ, 2 παρ. 1α, β και δ και 6 Ν. 2331/1995, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 2 Ν. 3424/2005], που αφορά: αα] Την αγορά των ακινήτων στην ... και την οικοδόμηση του κτίσματος, όπως αναλυτικά αναφέρεται στο στοιχείο "Δα" της κατηγορίας.
ββ] Την καταβολή στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της ΕΤΕ ποσού 10844.906 δρχ., με την οποία εξοφλήθηκε ισόποσο δάνειο, όπως αναλυτικά αναφέρεται στο στοιχείο "Δβ" της κατηγορίας.
γγ] Την κατάθεση στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα Κύπρου των Χ2 και Δ του ποσού των 150.000 ευρώ. όπως αναλυτικά αναφέρεται στο στοιχείο "Δγ" της κατηγορίας.
δδ] Την κατάθεση μετρητών, ύψους 215.431,09 ευρώ στην ΑΤΕ και την μ' αυτή εξόφληση των δανείων, που είχαν χορηγηθεί σ' αυτόν και την σύζυγο του Χ3 με τις υπ' αριθμ. ..., ... και ... δανειακές συμβάσεις, όπως αναλυτικά αναφέρεται στο στοιχείο "ΣΤ" της κατηγορίας.
εε] Την υπ' αυτού διάθεση του ασφαλίσματος, προερχομένου από την κακουργηματική πράξη της απάτης για την αγορά αυτοκινήτων, πράξη που φέρεται να τελέστηκε από αυτόν στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 20-5-1996 μέχρι 2-9-1999, όπως αναλυτικά αναφέρεται στο στοιχείο "Γ" της κατηγορίας.
β] Απάτη κατ' εξακολούθηση, ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, πράξη που φέρεται να τελέστηκε από αυτόν στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 20-5-1996 μέχρι 24-6-1999, όπως αναλυτικά αναφέρεται στο στοιχείο "Α" της κατηγορίας.
γ] ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα [άρθρ. 46 παρ. 1α, 224 παρ. 2-1 Π.Κ.], όπως αναλυτικά αναφέρεται στο στοιχείο "Ζ" της κατηγορίας.
2] Χ1 για άμεση συνέργεια σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, πράξη τελεσθείσα κατ' επάγγελμα [άρθ. 46 παρ. 1β Π.Κ. και άρθρο 1 παρ.1α εδ. Ι δδ. και ΙΙ, 2 παρ.1α, β και δ και 6 Ν. 2331/1995, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 2 Ν. 3424/2005], όπως αναλυτικά αναφέρεται στην κατηγορία".
Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ίδιες σκέψεις, δέχθηκε τα παρακάτω: "Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά την κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική έρευνα και ειδικότερα από τις καταθέσεις μαρτύρων, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκα συμπεριλαμβανομένων των υπομνημάτων και των απολογιών των κατηγορουμένων προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται αναλυτικά στην Εισαγγελική πρόταση και στηρίζουν τους λόγους αυτής (πρότασης) γι επαρκείς ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για τις οριζόμενες στην πρόταση πράξεις και περί παραπομπής των για να δικασθούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ως υπαίτιοι του ότι:
1) Χ2:
Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από του έτους 1996 μέχρι και του μηνός Απριλίου 2006, με περισσότερες πράξεις πραγμάτωσε την αντικειμενική υπόσταση περισσοτέρων του ενός εγκλημάτων που τιμωρούνται κατά νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα:
Α] Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τις 24-6-1996 έως τις 24-6-1999, με περισσότερες πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος της απάτης, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιους και δη τα διοικούντα Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία πρόσωπα σε πράξη με την εν γνώσει παρασιώπηση αληθινών γεγονότων και προκάλεσε σε αυτή ιδιαίτερη μεγάλη ζημία, ενώ διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία, που προξενήθηκε από τη διάπραξή τους υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και συγκεκριμένα:
α] Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 24-6-1996 έως 29-7-1996 παρασιώπησε αθέμιτα να ανακοινώσει στα μέλη του Συμβουλίου Πληρωμής Ζημιών της Ασφαλιστικής Εταιρείας "ΕΣΤΙΑ Α.Α.Α.Ε." και τα διοικούντα αυτήν πρόσωπα, τόσο κατά την γενομένη υπ' αυτού στις 24-6-1996 δήλωση ατυχήματος, όσο και κατά την 29-7-1996 γενομένη εξόφληση του ασφαλίσματος, αλλά και στο μεσολαβούν χρονικό διάστημα αληθινό γεγονός και ειδικότερα υπέβαλε στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία την από 24-6-1996 δήλωση ατυχήματος κατά την οποία, το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας BMW αξίας 9.000.000 δρχ., του οποίου ήταν κύριος και κάτοχος και είχε καλύψει με σύμβαση ασφαλίσεως με την ως άνω ασφαλιστική εταιρεία τον κίνδυνο προκλήσεως σε αυτό υλικών ζημιών και το οποίο στις 20-6-1996 εκινείτο στην Εθνική Οδό ...-... με οδηγό αυτόν, λόγω εμποδίου [μεγάλου ζώου], που παρενεβλήθη στην πορεία του, ανατράπη στην δεξιά άκρη του δρόμου, όπου σταμάτησε με τον ουρανό στο έδαφος. Όμως, η πλήρης αποκατάσταση των ζημιών από το εν λόγω ατύχημα δεν υπερέβαινε το ποσό του 1.500.000 δρχ. και ενώ ο κατηγορούμενος είχε υποχρέωση να ανακοινώσει το γεγονός αυτό, που επιβάλλονταν από τους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, λόγω των εκ της σχέσεως του, με την ήδη καταρτισθείσα "μικτή" σύμβαση ασφαλίσεως του αυτοκινήτου αυτού, μεταξύ του κατηγορουμένου και της ασφαλιστικής εταιρείας, αυτός [κατηγορούμενος], παρασιώπησε το γεγονός αυτό τόσο στην από 24-6-1996 δήλωση ατυχήματος, με την οποία, η ασφαλιστική εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να αποζημιώσει τις ζημίες του αυτοκινήτου, όσο και κατά τη ημέρα εξοφλήσεως των [29-7-1996], αλλά και κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε προσκομίσει αναληθή κατά το περιεχόμενο των έγγραφα της εταιρείας INTERSERVICE περί του ότι, το ύψος αποκαταστάσεως της ζημίας ανέρχονταν στο ποσό των 4.366.455 δρχ., πλέον άλλων ζημιών που θα προέκυπταν μετά την επαναπροσαρμολόγηση του και των τριών καινουργών ελαστικών, καθώς και την άσκηση της από 16-7-1996 αγωγής του κατά της ασφαλιστικής αυτής εταιρείας με επικουρικό αίτημα την υποχρέωση της να του καταβάλει το ποσό των 6.400.000 δρχ. Αποτέλεσμα της αθέμιτης αυτής παρασιωπήσεως ήταν να πεισθούν τα μέλη του συμβουλίου πληρωμής ζημιών και τα διοικούντα την Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" ότι, το εν λόγω αυτοκίνητο είχε υποστεί ζημία ύψους 6.400.000 δρχ., και ότι, ήταν ασύμφορη η επισκευή του να του καταβάλουν το ποσό των 5.000.258 δρχ., από το οποίο, το ποσό των 3.500.268 δρχ. εισέπραξε αναίτια, ως ασφάλισμα και έτσι προκάλεσε στην παραπάνω ασφαλιστική εταιρεία ισόποση ζημιά.
β] Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τις 25-3-1999 έως τις 24-6-1999, παρασιώπησε αθέμιτα να ανακοινώσει στα διοικούντα την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" πρόσωπα, τόσο κατά την γενομένη υπ' αυτού στις 29-3-1999 δήλωση ατυχήματος, όσο και κατά τις 24-6-1999 εξόφληση του ασφαλίσματος, αλλά και στο μεσολαβούν χρονικό διάστημα αληθινό γεγονός και ειδικότερα υπέβαλε στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία την από 29-3-1999 δήλωση ατυχήματος κατά την οποία, το υπ' αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου Chrysler, τύπου Grand Cherokee, του οποίου ήταν κύριος και κάτοχος και είχε καλύψει με σύμβαση ασφαλίσεως με την ως άνω ασφαλιστική εταιρεία τον κίνδυνο προκλήσεως σε αυτό υλικών ζημιών και το οποίο την 25-3-1999 και περί ώρα 17.00 κινούμενο στη Ν.Ε. οδό ...-.... στην περιοχή της ..., με οδηγό αυτόν, είχε ανατραπεί και παρασυρθεί από τα νερά υπάρχοντος εκεί ποταμού, στην προσπάθειά του να διέλθει από τσιμεντένια δίοδο, που αποτελεί συνέχεια αγροτικής οδού. Όμως, το αυτοκίνητο δεν είχε υποστεί καμιά βλάβη από το εν λόγω ατύχημα και ενώ ο κατηγορούμενος είχε υποχρέωση να ανακοινώσει το γεγονός αυτό, που επιβάλλονταν από τους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, λόγω των εκ της σχέσεως του, με την ήδη καταρτισθείσα "μικτή" σύμβαση ασφαλίσεως του αυτοκινήτου αυτού, μεταξύ του κατηγορουμένου και της ασφαλιστικής εταιρείας, αυτός [κατηγορούμενος], παρασιώπησε το γεγονός αυτό τόσο στην από 29-3-1999 δήλωση ατυχήματος, με την οποία, η ασφαλιστική εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να αποζημιώσει τις ζημίες του αυτοκινήτου, όσο και κατά την ημέρα εξοφλήσεως των [24-6-1999], αλλά και κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε συνταχθεί αναληθής πραγματογνωμοσύνη από τον πραγματογνώμονα της εταιρείας Γ. Αποτέλεσμα της αθέμιτης αυτής παρασιωπήσεως ήταν να πεισθούν τα διοικούντα την Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" ότι, το εν λόγω αυτοκίνητο είχε υποστεί ολική καταστροφή και η δαπάνη αποκαταστάσεως των ζημιών ανέρχονταν σε 13.000.000 δρχ., όση δηλαδή, η αξία του εν λόγω αυτοκινήτου στο χρόνο του ατυχήματος και μετά την αφαίρεση της δήθεν ελλειμματικής αξίας να του καταβάλουν το ποσό των 8.500.000 δρχ. το οποίο εισέπραξε αναίτια, ως ασφάλισμα και έτσι προκάλεσε στην παραπάνω ασφαλιστική εταιρεία ισόποση ζημιά.
Οι παραπάνω πράξεις, έγιναν από τον κατηγορούμενο με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, κατ' επάγγελμα, δηλαδή, με πρόθεση και υποδομή επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, από την οποία προκύπτει σταθερή ροπή του στην διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ενώ το συνολικό όφελος που απεκόμισε, άλλως η συνολική ζημία που προξένησε στην παραπάνω ασφαλιστική εταιρεία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
Β) Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου 1996 μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1998, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ασκώντας ως Πρωτοδίκης τα καθήκοντα του Εισηγητή των Πτωχεύσεων στο Πρωτοδικείο Αθηνών, κατ' επάγγελμα και με σκοπό να συγκαλύψει ή και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από τη τέλεση της παραγραφείσας ήδη πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή εγκληματικής δραστηριότητας του άρθρου 1.α.ι.περ.δδ του ν. 2331/1995, όπως ήδη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3424/2005, που είχε τελεσθεί, εκτός των άλλων, και δια της εκ μέρους του απαιτήσεως χρημάτων, προκειμένου να καθορισθούν υπερβολικές αμοιβές από απόψεως ποσού και ημερών για τους εκτιμητές περιουσιακών στοιχείων στην πτώχευση της ανώνυμης εταιρείας "ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε." και της θυγατρικής αυτής "ΙΝΤΟΡΙ Α.Ε.", δέχθηκε, μετά από προγενέστερη απαίτησή του, ως δώρο, χρηματικό ποσό ύψους 24.252.580 δραχμών, το οποίο αποτελεί τη διαφορά μεταξύ του ποσού των 30.000.000 δραχμών περίπου, που έπρεπε να είχε λάβει ο εκτιμητής των περιουσιακών στοιχείων της πτωχεύσεως "ΒΟΚΤΑΣ", Α και ο μετ' αυτού συνεργαζόμενος Β, και εκείνου που έλαβαν, που είναι το ποσό των 54.252.580 δραχμών και στη συνέχεια επιδιώκοντας να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητά του, τα χρηματικά ποσά, που είχε απαιτήσει και είχαν αποδεχθεί οι εκτιμητές να καταβάλουν για να καθορισθούν υπερβολικές αμοιβές για το έργο που παρέσχαν, χρησιμοποίησε για να αγοράσει: 1) στις 28-5-1999 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αμφίκλειας Αναστασίας Καλπύρη στα ...... αγροτεμάχιο 836 τμ. κατά το 50% εξ αδιαιρέτου, 2) στις 3-8-1999 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου αγροτεμάχιο 1533 τμ. κατά το αυτό ως άνω ποσοστό με την επ' αυτού φερόμενη ως επισκευασμένη αχυροκαλύβα 119 τμ., 3) στις 24-3-2001 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου αγροτεμάχιο 636,30 τμ. στην ίδια περιοχή, 4) στις 6-6-2002 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου αγροτεμάχιο στην ίδια ως άνω περιοχή 4.008,76 τμ. Μετά δε τις ως άνω αγορές ακολούθησε με τον προαναφερόμενο εκτιμητή Β διανομή των αποκτηθέντων το έτος 2000 ακινήτων και αφού επήλθε αλλαγή, ώστε αντί του 50% σε καθένα από τα δύο αγροτεμάχια να αποκτήσει το 100% στο μισό από αυτά για να εξασφαλισθεί λειτουργικότητα στη χρήση, οικοδόμησε επ' αυτού διώροφο κτίσμα χωρισμένο στα δύο σε δύο ανεξάρτητα διαμερίσματα, ισόγειο και σοφίτα, το καθένα 65 τμ. περίπου, πετρόκτιστο, με κουφώματα από αλουμίνιο, ημιϋπαίθριο χώρο 17,50 τμ., ισόγειο βοηθητικό κτίσμα αποθήκης εμβαδού 20 τμ., μπάρμπεκιου 16 τμ., πετρόκτιστο με κεραμοσκεπή, ισόγειο γκαράζ 30 τμ. με σιδεροκατασκευή, με συνολικό κόστος κατασκευής όλων των κτιρίων ύψους 60.000 ευρώ. Με τις πράξεις του αυτές επεδίωξε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητά του αποκρύπτοντας την αληθή προέλευση των χρημάτων που εξασφάλισε με τη χορήγηση υπερβολικών αμοιβών στους παραπάνω εκτιμητές των πτωχεύσεων της εταιρείας ΒΟΚΤΑΣ ΑΕ και της ως άνω θυγατρικής της.
Με την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα επεδίωκε να προσδώσει περαιτέρω νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητα με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων αποκρύπτοντας την αληθή προέλευση των χρημάτων αυτών, ενήργησε δε, με περισσότερες πράξεις, κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, δηλαδή βάσει σχεδίου, έχοντας διαμορφώσει οργανωμένη ετοιμότητα, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως του αδικήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, χρησιμοποιώντας προς τούτο τρίτα πρόσωπα.
Γ) Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου 1998 μέχρι 10-2-2003 με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ασκώντας ως Πρωτοδίκης τα καθήκοντα του Εισηγητή των Πτωχεύσεων και στη συνέχεια του Προέδρου Πρωτοδικών στο Πρωτοδικείο Αθηνών, κατ' επάγγελμα και εκ κερδοσκοπίας, με σκοπό να συγκαλύψει ή και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από την τέλεση της παραγραφείσας ήδη πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, πραγμάτωσε την αντικειμενική υπόσταση ενός και του αυτού εγκλήματος, που τιμωρείται κατά νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα:
α) Στην Αθήνα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, με σκοπό να συγκαλύψει και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), που προέρχονταν από την τέλεση της παραγραφείσας ήδη πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή πράξη που είχε τελεσθεί από αυτόν στην Αθήνα, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, με δωροδότες άγνωστα μέχρι τώρα στην ανάκριση άτομα, από τα οποία είχε απαιτήσει την καταβολή του συνολικού ποσού των 10.844.906 δραχμών ως δώρου, που δεν εδικαιούτο να λάβει ως δικαστικός λειτουργός, με σκοπό να κριθούν υπέρ αυτών αιτήσεις, που εκκρεμούσαν ενώπιόν του ως Εισηγητή των πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών, δέχθηκε την καταβολή, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, του ως άνω ποσού, έλαβε δε ο ίδιος ή και με την μεσολάβηση τρίτων προσώπων στις 29-09-1998 το ποσό των 10.844.906 δραχμών, με το οποίο εξοφλήθηκε δάνειο, που είχε χορηγηθεί σ' αυτόν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από υπόδειξή του να καταβληθεί στον με αριθμό ... λογαριασμό, που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. β) Στην Αθήνα, στις 10 Φεβρουαρίου 2003, με σκοπό να συγκαλύψει και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από την τέλεση της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή πράξη που είχε τελεσθεί από αυτόν στην Αθήνα, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, με δωροδότες άγνωστα μέχρι τώρα στην ανάκριση άτομα, από τα οποία είχε απαιτήσει την καταβολή του συνολικού ποσού των 150.000 ευρώ, δέχθηκε το ποσό αυτό με κατάθεση από την αδελφή του Δ στον υπ' αριθμό ... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Τράπεζας Κύπρου με δικαιούχους αυτούς τους δύο.
γ] Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 23-7-2002 μέχρι 27-9-2002, με περισσότερες πράξεις κατ' επάγγελμα, με σκοπό να συγκαλύψει ή και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από τη τέλεση της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή εγκληματικής δραστηριότητας του άρθρου 1.α.ι.περ. δδ του ν. 2331/1995, όπως ήδη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3424/2005, και ισχύει σήμερα, που είχε τελεσθεί, εκτός των άλλων, και δια της εκ μέρους του απαιτήσεως χρημάτων, προκειμένου να κριθούν υποθέσεις, που του είχαν ανατεθεί, υπέρ των δωροδοκησάντων και κατά των αντιδίκων τους, δέχθηκε, και στη συνέχεια κατέθεσε σε τραπεζικούς λογαριασμούς, σε εκτέλεση προγενέστερης απαιτήσεως, διάφορα χρηματικά ποσά, επιδιώκοντας να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητα. Συγκεκριμένα στην Αθήνα, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, με σκοπό να συγκαλύψει και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από τη τέλεση της πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή πράξη που είχε τελεσθεί από αυτόν στην Αθήνα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, δια της απαιτήσεως από άγνωστα μέχρι τώρα στην ανάκριση πρόσωπα του συνολικού ποσού των 215.431,09 ευρώ (ή 73.408.143,91 δραχμών) ως δώρου, που δεν εδικαιούτο να λάβει ως δικαστικός λειτουργός, με σκοπό να κριθούν υπέρ αυτών οι υποθέσεις τους, που εκκρεμούσαν ενώπιον των πολιτικών τμημάτων του Πρωτοδικείου Αθηνών, στα οποία ασκούσε, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, τα καθήκοντα του Προέδρου Πρωτοδικών, ως Πρόεδρος Πολιτικού Τμήματος αλλά και ως μονομελής Δικαστής, δικάζοντας αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, δέχθηκε την καταβολή, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, του συνολικού ποσού των 215.431,09 ευρώ, σε εκπλήρωση της ως άνω προγενέστερης απαιτήσεως, λαμβάνοντας ο ίδιος ή και με την μεσολάβηση τρίτων προσώπων, το παραπάνω χρηματικό ποσό και αναλυτικότερα, με τις υπ' αριθμούς ... και ... δανειοδοτικές συμβάσεις, που κατάρτισε, από κοινού με την σύζυγο του Χ3, με την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, ανοίχθηκαν οι υπ' αριθμ. ... και ... δανειακοί λογαριασμοί προς επισκευή και βελτίωση κατοικίας και έλαβε από κοινού μετά της συζύγου του συνολικά το ποσό των 220.102,71 ευρώ (ή 75.000.000 δραχμών), μέσα δε σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, δηλαδή στις 23-7-2002 προέβη στην κατάθεση μετρητών προς τη ΑΤΕ ύψους 130.000 ευρώ, από το οποίο ποσό 30.000 ευρώ διατέθηκε για την ολική προεξόφληση του δανείου ..., που αφορά τη σύμβαση ... για 10.000.000 δραχμές και ποσό 100.000 ευρώ χρησιμοποιήθηκε για τη μερική προεξόφληση του δανείου ..., που αφορά τη σύμβαση ... για 65.000.000 δραχμές, το δε υπόλοιπο ποσό του δανείου ύψους 85.294,68 ευρώ αναπροσαρμόσθηκε και δημιουργήθηκε ο λογαριασμός δανείου ..., που εξοφλήθηκε στις 27-9-2002 με νέα κατάθεση μετρητών 85.431,09 ευρώ.
Τα παραπάνω χρηματικά ποσά δεν έχουν δικαιολογημένη πηγή, αφού από τις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων, τη δική του και της συζύγου του Χ3, δεν είχαν δηλωθεί καταθέσεις ή κατοχή κάποιου τίτλου στα έτη 1996 έως 2005, τα εισπραττόμενα από μισθούς ποσά αναλίσκονταν κάθε μήνα στο σύνολό τους και οι καταβληθείσες αναδρομικές μισθολογικές παροχές είχαν ήδη αναλωθεί αμέσως. Ακόμη στο χρονικό διάστημα λήψεως και εξοφλήσεως των ποσών των ληφθέντων δανείων οι μεν αναδρομικές αποδοχές αυτού ανήλθαν σε 5.655,17 ευρώ για το 2001 και σε 5.531,91 ευρώ για το 2002, οι δε τακτικές του αποδοχές σε 30.336,27 ευρώ για το 2001 και σε 32.386,82 ευρώ για το 2002 και της συζύγου του Χ3 ανήλθαν σε 5.655,17 ευρώ για το 2001 και σε 5.531,91 ευρώ για το 2002, οι δε τακτικές του αποδοχές σε 30.336,27 ευρώ για το 2001 και σε 32.386,82 ευρώ για το 2002, είχαν δε στο σύνολό τους αναλωθεί για τρέχουσες ανάγκες εξαντλώντας κάθε δικαιολογημένη πηγή χρηματικών ποσών για την εξόφληση των παραπάνω δανείων. Με τις παραπάνω καταθέσεις επεδίωξε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην παραπάνω παράνομη δραστηριότητα δια μέσου του τραπεζικού συστήματος, αποκρύπτοντας την αληθή προέλευση των χρημάτων αυτών. Τις ως άνω πράξεις του τέλεσε κατ' εξακολούθηση, ενήργησε δε κατ' επάγγελμα, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή τους προέκυπτε αφενός σκοπός για πορισμό εισοδήματος και αφετέρου σταθερή ροπή προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος και βάσει σχεδίου και με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων αλλά και διατηρώντας επί πλέον προς συγκάλυψη αυτής τους ανωτέρω διαφορετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, έχοντας διαμορφώσει οργανωμένη ετοιμότητα, κατά το χρονικό διάστημα που προαναφέρεται, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης του αδικήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Δ] Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 29-7-1996 μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1999, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατ' επάγγελμα και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) προερχομένων από την τέλεση κακουργηματικής πράξεως, δέχθηκε την καταβολή διαφόρων χρηματικών ποσών, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσεως, του γεγονότος, ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα και δη κακουργηματική απάτη, που είχε τελεσθεί, όπως ανωτέρω υπό στοιχείο "Α" περιγράφεται, στ συνέχεια δε διέθεσε τα ποσά αυτά, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευσή τους και συγκεκριμένα:
α] Τον Ιούλιο του έτους 1996 διέθεσε το ασφάλισμα, που έλαβε από την ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" λόγω βλαβών που είχε προκληθεί στο αγορασθέν από αυτόν το έτος 1994 υπ' αριθμ. ... αυτοκίνητο και που κατά το ποσόν των 3.500.268 δραχμών ήταν προϊόν κακουργηματικής απάτης για την αγορά του υπ' αριθμ. ... αυτοκινήτου, μάρκας AUDI A4, το οποίο ταξινομήθηκε για πρώτη φορά στις 31-7-1996 στη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Νομαρχίας Αθηνών Ανατολικός Τομέας με την παρατήρηση "παρακράτηση κυριότητας", που έγινε στο όνομα του.
β] Το Σεπτέμβριο του έτους 1999 διέθεσε το ασφάλισμα ων 8.500.000 δραχμών, που έλαβε από την ασφαλιστική εταιρεία "ΕΣΤΙΑ" λόγω προβληθείσας καταστροφής του αγορασθέντος από αυτόν το 1998 υπ' αριθμό ... αυτοκινήτου, για την αγορά του υπ' αριθμό ... αυτοκινήτου. Στο χρόνο που αποκτούσε το παραπάνω αυτοκίνητο γνώριζε, ότι τα αποκτούσε με χρήματα που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα επιδιώκοντας να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητά του. Την πράξη αυτή τέλεσε κατ' επάγγελμα, δηλαδή βάσει σχεδίου, έχοντας διαμορφώσει οργανωμένη ετοιμότητα, κατά τον χρόνο τέλεσης της, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως του αδικήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Ε) Στην Αθήνα, στις αρχές Απριλίου 2006 με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που διέπραξε και ειδικότερα στον παραπάνω τόπο και χρόνο εκ δόλου, με πειθώ και φορτικότητα, αλλά και με συμβουλές και εκμετάλλευση της φιλίας, που τον συνέδεε, δημιούργησε στον συγκατηγορούμενό του Χ4 τη βούληση, ώστε εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση, να καταθέσει εν γνώσει του ψέματα, άλλως να αποκρύψει την αλήθεια και ειδικότερα στον παραπάνω τόπο και χρόνο εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά, που ενεργούσε προκαταρκτική εξέταση, να καταθέσει ψέματα, εν γνώσει του, ότι αυτά που κατέθεσε ήταν ψευδή, άλλως, καίτοι είχε γνώση των αληθών γεγονότων σκόπιμα να αποκρύψει την αλήθεια και συγκεκριμένα: Στον παραπάνω τόπο και χρόνο έπεισε τον, ως άνω, Χ4 να καταθέσει, μεταξύ άλλων, ενώπιον του προαναφερθέντος Εισαγγελέα και να καταχωρηθεί στην από 11-4-2006 έκθεση ένορκης εξετάσεως, ότι η μαιζονέτα, που βρίσκεται στην πολυκατοικία της οδού ... στην ... και είχε περιέλθει σε αυτόν ως εργολαβικό αντάλλαγμα, πωλήθηκε στον κατηγορούμενο και τη συγκατηγορουμένη σύζυγό του Χ3 το Φεβρουάριο του 2001 αντί τιμήματος 80.000.000 έως 90.000.000 δραχμών και ότι μαζί με την πώληση της προαναφερθείσας μαιζονέτας της οδού Αιγίνης 8α συμφωνήθηκε και η προπώληση σε αυτούς, από τα σχέδια, μιας κατοικίας από το συγκρότημα εξοχικών κατοικιών στη συνοικία "..ή "..." της πόλης ..., που του ανήκε, αντί τιμήματος 60.000.000 δραχμών καθώς και ότι χάριν καταβολής του τιμήματος εγχειρίσθηκαν σε αυτόν δύο επιταγές αξίας 140.000.000 δραχμών, πλην όμως τα παραπάνω δεν συμφωνούσαν προς την αντικειμενική πραγματικότητα και κατατέθηκαν από αυτόν εν γνώσει της αποκρύψεως της αληθείας, καθόσον το μεν τίμημα της μαιζονέτας της οδού ... στην ....ανήλθε τουλάχιστον στο ποσό των 140.000.000 δραχμών, ουδεμία δε συμφωνία προπωλήσεως εξοχικής κατοικίας στη Νήσο ... πραγματοποιήθηκε και ουδέν τίμημα αφορών τέτοια αγοραπωλησία καταβλήθηκε, το δε προβαλλόμενο ως δοθέν δια των ως άνω επιταγών χρηματικό ποσό αποτελεί το τίμημα της αγοράς αποκλειστικώς της κατοικίας της οδού ... στην ..., ενώ η αναφορά στο ποσό των 168.000 ευρώ, που είχε καταβληθεί ως τίμημα αγοραπωλησίας της εξοχικής κατοικίας της ... και επιστράφηκε από αυτόν στον κατηγορούμενο και τη συγκατηγορουμένη σύζυγό του Χ3 σε δύο δόσεις, κατά τους μήνες Ιούλιο και Σεπτέμβριο του 2002 αντίστοιχα, λόγω ματαιώσεως της αγοραπωλησίας αυτής οφειλομένης σε αντικειμενική αδυναμία παροχής του ακινήτου, επινοήθηκε, προκειμένου να δικαιολογηθεί η πηγή των χρημάτων για την καταβολή του τιμήματος μέχρι του ύψους της αντικειμενικής αξίας του εν λόγω ακινήτου (μαιζονέτας), παρουσιάζοντας δε ψευδώς στην κατάθεσή του ως αληθές το τίμημα των 80.000.000 έως 90.000.000 δραχμών, αποδέσμευσε το ζεύγος των αγοραστών από την ανάγκη της δικαιολογήσεως της επιτρέπουσας την εξόφληση του υπολοίπου τιμήματος πηγής εσόδων του. Την απόφαση προς τέλεση της παραπάνω άδικης πράξεως στο συγκατηγορούμενό του Χ4 προκάλεσε αυτός δολίως, χρησιμοποιώντας ως μέσα την πειθώ και φορτικότητα, αλλά και τις συμβουλές και την εκμετάλλευση της φιλίας, που τους συνέδεε".
2. Ο κατηγορούμενος Χ1
Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1996 μέχρι τον μήνα Ιούνιο του έτους 2002 με πρόθεση παρέσχε συνδρομή στον συγκατηγορούμενό του Χ2κατά την τέλεση της άδικης πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που εκείνος διέπραξε. Συγκεκριμένα ο συγκατηγορούμενός του Χ2, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο του 1996 μέχρι και το μήνα Σεπτέμβριο του 1998, ασκώντας ως Πρωτοδίκης τα καθήκοντα του Εισηγητή των Πτωχεύσεων στο Πρωτοδικείο Αθηνών, κατ' επάγγελμα και εκ κερδοσκοπίας, με σκοπό να συγκαλύψει ή και να αποκρύψει την αληθή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων), προερχομένων από την τέλεση της παραγραφείσας ήδη πράξεως της παθητικής δωροδοκίας δικαστού, δηλαδή εγκληματικής δραστηριότητας του άρθρου 1.α.ι.περ. δδ του ν. 2331/1995, όπως ήδη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3424/2005, που είχε τελεσθεί, εκτός των άλλων, και δια της εκ μέρους του απαιτήσεως χρημάτων από τους Χ1 και Α, ως διορισθέντες εκτιμητές περιουσιακών στοιχείων στην πτώχευση της ανώνυμης εταιρείας "ΒΟΚΤΑΣ Α.Ε." και της θυγατρικής αυτής "ΙΝΤΟΡΙ Α.Ε.", προκειμένου να καθορισθούν από εκείνον υπερβολικές αμοιβές εξ απόψεως ύψους ημερησίας αποζημίωσης αριθμού και ημερών για αμφότερους, δέχθηκε, μετά από προγενέστερη απαίτησή του, ως δώρο από αυτούς, χρηματικό ποσό ύψους 24.252.580 δραχμών, το οποίο αποτελεί τη διαφορά μεταξύ του ποσού των 30.000.000 δραχμών περίπου, που έπρεπε συνολικώς να έχει λάβει αυτός, ως εκτιμητής των περιουσιακών στοιχείων της πτωχεύσεως "ΒΟΚΤΑΣ" και ο συνεργαζόμενος με τον ως άνω κατηγορούμενο Χ1, Α, και εκείνου που τελικώς λάβανε, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 54.252.580 δραχμών και στη συνέχεια επιδιώκοντας να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητά του, χρησιμοποίησε τα χρηματικά ποσά, που είχε απαιτήσει από αυτούς, ως εκτιμητές και αυτοί είχαν αποδεχθεί και εν τέλει κατέβαλαν, προκειμένου να καθορισθούν υπερβολικές αμοιβές για το έργο που παρείχαν, για να αγοράσει: 1) στις 28-5-1999 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Αμφίκλειας Αναστασίας Καλπύρη στα ... αγροτεμάχιο 836 τμ. κατά το 50% εξ αδιαιρέτου, το άλλο 50% περιήλθε δυνάμει ιδίου συμβολαίου στον Χ1, 2) στις 3-8-1999 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Αναστασίας Καλπύρη αγροτεμάχιο 1.533 τμ. κατά το αυτό ως άνω ποσοστό με την επ' αυτού φερόμενη ως επισκευασμένη αχυροκαλύβα 119 τμ., το οποίο κατ' αρχάς ο Χ1 φέρεται να έχει αγοράσει εξ ολοκλήρου δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου της Συμ/φου Αναστασίας Καλπύρη, πλην όμως το μισό τίμημα προερχόταν από το ποσό, που δόθηκε ως δώρο στον Χ2 από τους εκτιμητές και είχε συμφωνηθεί τότε να μην εμφανιστεί ο Χ2 ως αγοραστής, αλλά στη συνέχεια να γίνει η μεταβίβαση του, η οποία και πραγματοποιήθηκε με το ως άνω υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο, 3) στις 24-3-2001 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου αγροτεμάχιο 636,30 τμ. στην ίδια περιοχή, 4) στις 6-6-2002 με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου αγροτεμάχιο στην ίδια ως άνω περιοχή 4.008,76 τμ., μετά δε τις ως άνω αγορές ακολούθησε με τον Χ1 διανομή των αποκτηθέντων ακινήτων και αφού επήλθε αλλαγή, ώστε αντί του 50% σε καθένα από τα δύο πρώτα αγροτεμάχια να αποκτήσει το 100% στο μισό από αυτά για να εξασφαλισθεί λειτουργικότητα στη χρήση, οικοδόμησε επ' αυτού διώροφο κτίσμα χωρισμένο στα δύο σε δύο ανεξάρτητα διαμερίσματα, ισόγειο και σοφίτα, το καθένα 65 τμ. περίπου, πετρόκτιστο, με κουφώματα από αλουμίνιο, ημιυπαίθριο χώρο 17,50 τμ., ισόγειο βοηθητικό κτίσμα αποθήκης εμβαδού 20 τμ., μπάρμπεκιου 16 τμ., πετρόκτιστο με κεραμοσκεπή, ισόγειο γκαράζ 30 τμ. με σιδεροκατασκευή, με συνολικό κόστος κατασκευής όλων των κτιρίων ύψους 60.000 ευρώ, χρήματα, που προέρχονται από το ποσό που δόθηκε σ' αυτόν ως δώρο. Με τις πράξεις του αυτές ο Χ2 επεδίωξε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην ως άνω παράνομη δραστηριότητά του, αποκρύπτοντας την αληθή προέλευση των χρημάτων που εξασφάλισε με τη χορήγηση υπερβολικών αμοιβών στους Α και Χ1, ως εκτιμητές των πτωχεύσεων της εταιρείας ΒΟΚΤΑΣ ΑΕ και της ως άνω θυγατρικής της. Στην τέλεση της ανωτέρω εγκληματικής δραστηριότητας, ο κατηγορούμενος Χ1, με πρόθεση παρέσχε σ' εκείνον συνδρομή, ειδικότερα δε εισέπραξε από τον Α μέρος της διογκωμένης για τη εκτέλεση του ως άνω έργου των (εκτίμηση πτωχευτικών περιουσιακών στοιχείων) αμοιβής ποσού 54.252.580 δραχμών, το οποίο ανήρχετο στο ύψος των 24.252.580 δραχμών και μετεβίβασε στη συνέχεια τούτο στον συγκατηγορούμενό του Χ2 και από αυτό προέρχεται το μισό τίμημα της αγοράς του αγροτεμαχίου των 1533 τ.μ. μετά του εν αυτώ κτίσματος δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου, το μισό του οποίου, στη συνέχεια μεταβίβασε στο Χ2, ώστε να επιτρέψουν την συγκάλυψη της περιελθούσας ως δώρο από αυτούς στον εισηγητή των πτωχεύσεων, ως άνω, διαφοράς των 24.252.580 δραχμών και να προσδώσει ο τελευταίος νομιμοφανή υπόσταση στην προεκτεθείσα παράνομη δραστηριότητά του, αποφεύγοντας τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. Την άνω πράξη του δε ο Χ1 ενήργησε κατ' επάγγελμα και εκ κερδοσκοπίας, ως εκ του μεγάλου χρονικού διαστήματος τελέσεως της, του οργανωμένου και μεθοδευμένου σχεδίου ολοκληρώσεως της και του εξαιτίας αυτής επιδιωκόμενου οικονομικού οφέλους".
Με αυτά που δέχθηκε, ως άνω, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αναφορικά με τις πράξεις των κατηγορουμένων, α) της απάτης κατ'εξακολούθηση, φερομένης ως τελεσθείσας από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ, β) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, φερομένης ως τελεσθείσας κατ'επάγγελμα και από κερδοσκοπία κατ'εξακολούθηση και κατά συρροή και γ) της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα Χ2 και της άμεσης συνέργειας στην ως παραπάνω νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που αποδίδεται στον έτερο αναιρεσείοντα Χ1, ενεργήσαντα κατ'επάγγελμα και από κερδοσκοπία, (το Συμβούλιο) διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων για τα οποία διώχθηκαν και κρίθηκαν οι αναιρεσείοντες παραπεμπτέοι, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα προκύψαντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, ήτοι εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1, 13 περ. στ, 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1,46 παρ. 1 α,β, 94 παρ. 1, 98, 224 παρ. 2 και 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και ισχύει ήδη μετά την εκ νέου αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, 1 παρ. α εδ. Ι δδ και
ΙΙ, 2 παρ. 1 α,β, και δ και 6 του Ν. 2331/1995, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν. 3424/2005, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, ενώ εξ άλλου δεν στέρησε το βούλευμα νόμιμης βάσεως, αφού με αυτά που δέχθηκε δεν αποβαίνει ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων τούτων αλλά και για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και από κερδοσκοπία τελέσεως της πράξεως. Ειδικότερα, όσον αφορά τους επί μέρους λοιπούς λόγους αναιρέσεως των δύο παραπεμπομένων αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, που είναι ταυτόσημοι: 1. Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπάγγελτα υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της δίκης και στον Άρειο Πάγο προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 173 παρ. 2 του ΚΠοινΔ από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο αρθρ. 171 όσες αναφέρονται σε πράξεις τις προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο και κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ 1, ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται και κατά τη διάταξη του άρθρου 176 παρ.1 Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας διαδικασίας το Δικαστήριο που επαναλαμβάνει την εκδίκαση της υποθέσεως. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι πράξεις ή παραλείψεις προανακριτικών ή ανακριτικών υπαλλήλων που έχουν σχέση με την εμφάνιση εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος δημιουργούν απόλυτες ακυρότητες, ότι οι ακυρότητες αυτές μπορούν να προταθούν μέχρι της αμετάκλητης παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και ότι απαραίτητη προϋπόθεση για μπορούν οι ακυρότητες αυτές να προταθούν ακόμη και στο Άρειο Πάγο είναι να έχουν υποβληθεί και να έχουν τεθεί υπ' όψη του αρμοδίου κατ' άρθρο 176 παρ.1 ΚΠοινΔ δικαστικού συμβουλίου το οποίο είναι το αρμόδιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου οπότε απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως.
Περαιτέρω από η διάταξη άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ. 53/1974 με την επανένταξη της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης κατά την οποία "1. παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως είτε επί του βάσιμου πάσης φύσεως εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως ...", προκύπτει ότι η διάταξη αυτή θέτει τα πλαίσια μέσα στα οποία πρέπει να λειτουργούν τα δικαστήρια και ν' απονέμεται η δικαιοσύνη αποτελούσα συγχρόνως και την κατευθυντήρια γραμμή για τα δικονομικά συστήματα των συμβαλλομένων μερών και στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδος. Το δικονομικό σύστημα της Ελλάδος έχει ενσωματώσει στο δικονομικό της σύστημα και προβλέπει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και τις δικονομικές συνέπειες της μη τηρήσεώς τους. Ειδικότερα προβλέπει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, των οποίων η παραβίαση συνεπάγεται ακυρότητα, στις διατάξεις των άρθρων 96 έως 106 ΚΠοινΔ. Μεταξύ αυτών δεν αναφέρονται τα από τους αναιρεσείοντες επικαλούμενα για την στήριξη του αναιρετικού του λόγου δικαιώματα χωρίς όμως αυτό να αποκλείει ότι τα επικαλούμενα από αυτόν που ευρίσκονται διάσπαρτα σε άλλες διατάξεις όπως η διάταξη του άρθρου 273 παρ. 2 ΚΠοινΔ όπου αναφέρεται ρητά ότι "ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα ν' αρνηθεί ν' απαντήσει", το 366 παρ. 3 όπου αναφέρεται ότι "αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί να απολογηθεί ή ν' απαντήσει σε ερώτηση αυτό αναγράφεται στα πρακτικά" και 223 παρ. 3 όπου προβλέπεται "ότι ο μάρτυρας δεν είναι υποχρεωμένος να καταθέσει περιστατικά από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει ενοχή του για αξιόποινη πράξη", δεν δημιουργούν ακυρότητες αν παραβιαστούν.
Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η μη τήρηση των δικαιωμάτων της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου συνεπάγεται ακυρότητα, λόγω του ότι προβλέπονται και επιβάλλονται με διάφορες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με συνέπεια η παραβίασή τους να επιφέρει την ακυρότητα των ανακριτικών πράξεων και αποφάσεων στις οποίες δεν τηρήθηκαν τα δικαιώματα αυτά του κατηγορουμένου. Το γεγονός αυτό συμβαίνει όταν δεν τηρηθούν και παραβιασθούν, όχι όμως και σαν υποχρέωση ανακοινώσεως των άνω δικαιωμάτων, κατά την οποία κατά πανηγυρικό τύπο πρέπει από τα προανακριτικά και ανακριτικά όργανα να ανακοινώνονται, γιατί η υποχρέωση αυτή χωρίς να προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν προβλέπεται στις αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Άλλωστε και στο ίδιο το άρθρο 6 παρ. 3 γίνεται λόγος για τα συγκεκριμένα δικαιώματα τα οποία θεωρούνται σαν θεμελιώδη τοιαύτα κατά την σύμβαση αυτή και μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται τα από τους αναιρεσείοντες αναφερόμενα (Ολ. ΑΠ 1/2004, ΑΠ 1724/ 2007).
Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες σαν λόγο αναιρέσεως αναφέρουν ότι δεν τους ανακοινώθηκε κατά πανηγυρικό τύπο από τον Ειδικό Εφέτη- Ανακριτή το δικαίωμα της σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησής τους, τουτέστιν αναφέρουν σαν λόγο ακυρότητας, λόγο μη προβλεπόμενο στις περιπτώσεις που ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας απαιτεί την κατά πανηγυρικό τύπο ανακοίνωσή τους, και σαν τέτοιος, πρέπει ν' απορριφθεί, καθ' όσον τα δικαιώματα αυτά καθιερώνονται και ευρίσκονται διάσπαρτα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω και μόνο η παραβίασή τους συνιστά απόλυτη ακυρότητα. 2. Απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 εδ. δ' του ΚΠοινΔ, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, μεταξύ των οποίων και το από το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ παρεχόμενο σ' αυτόν δικαίωμα να ζητήσει την εμφάνιση του ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου για παροχή διευκρινίσεων. Για την ικανοποίηση του αιτήματος αυτού του κατηγορουμένου απαιτείται να υποβληθεί σαφής και ορισμένη αίτηση, γιατί σε διαφορετική περίπτωση το Δικαστικό Συμβούλιο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες Χ1 και Χ2, με τα υπομνήματά τους, που απευθύνθηκαν στο Συμβούλιο Εφετών και κατατέθηκαν στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, διέλαβαν και αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους, για παροχή διευκρινίσεων. Το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε το αίτημα αυτό, με την παρακάτω αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση οι κατηγορούμενοι με τα εκτενή υπομνήματά τους έχουν παράσχει με πληρότητα εξηγήσεις για τις πράξεις που τους αποδίδονται. Ενόψει αυτών η εμφάνισή τους δεν είναι αναγκαία. Εξάλλου δεν παραβιάζεται το δικαίωμα ακροάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 20 του Συντάγματος αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ με την οποία καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης συστατικό της οποίας είναι και το δικαίωμα ακροάσεως ενόψει του ότι οι κατηγορούμενοι εξέθεσαν με πληρότητα τις υπερασπιστικές του απόψεις και δεν υφίσταται περίπτωση ακυρότητας της διαδικασίας (ΑΠ 1649/2004 Ποιν. Δόγ. 2004/2152, Συμβ. Εφ. Αθ. 2661/2007".
Με τις παραδοχές αυτές, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκε το εν λόγω αίτημα. Είναι επομένως απορριπτέοι οι λόγοι αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα και για υπέρβαση εξουσίας, για τους λόγους ότι απορρίφθηκε αναιτιολόγητα το αίτημα των κατηγορουμένων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιο Εφετών, η δε παράσταση του Εισαγγελέα στο Συμβούλιο, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των όπλων, διότι το γεγονός ότι παραστάθηκε στο Συμβούλιο ο Εισαγγελέας Εφετών, δεν τους αποστερεί το δικαίωμα για μια κατ'αντιδικία δίκη, ούτε παραβιάζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη κρίση και δίκη, δεδομένου ότι ο Εισαγγελέας έχει καθορισμένο από τον ΚΠοινΔ ρόλο και η παρουσία του στο Συμβούλιο, κατά το άρθρο 306 ΚΠοινΔ, είναι υποχρεωτική για να ακουστεί και να αναπτύξει και προφορικά την πρότασή του, αποχωρεί δε και μετά ακολουθεί διάσκεψη του συμβουλίου των δικαστών χωρίς την παρουσία του, ενώ η παρουσία των κατηγορουμένων στο Συμβούλιο, εξαρτάται από την αποδοχή ή μη σχετικού αιτήματός τους από το ίδιο το Συμβούλιο. (ΑΠ 85/2006).
3. Ο έτερος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, λόγω χρησιμοποιήσεως και αποδεικτικής αξιοποιήσεως απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων και δη καταστάσεων τηλεφωνικών κλήσεων των κατηγορουμένων, χωρίς να προηγηθεί και τηρηθεί η από το νόμο 2225/1994 άρθρο 4 και ΠΔ 47/2005, καθοριζόμενη για τις περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρής εγκληματικότητας διαδικασία άρσης του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, παραβιαζομένων έτσι των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων, του άρθρου 19 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, όπως και λόγω αναφοράς των εν λόγω παράνομων αποδεικτικών μέσων στις ληφθείσες υπόψη απολογίες αυτών, είναι απορριπτέος διότι, από το προσβαλλόμενο βούλευμα προκύπτει, ότι δε λήφθηκαν υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν αποδεικτικά οι εν λόγω καταστάσεις των τηλεφωνικών κλήσεων των κατηγορουμένων, αμέσως ή εμμέσως, δια των ληφθεισών απολογιών, αφού μάλιστα ρητά το Συμβούλιο, στα φύλλα 74 και 75 του βουλεύματός του, αναφέρει ότι δεν λαμβάνει υπόψη του τις άνω καταστάσεις, λόγω μη τηρήσεως των όρων του νόμου για άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών, η δε αναφορά των τηλεφωνικών αυτών κλήσεων και συνδιαλέξεων των κατηγορουμένων στις απολογίες τους, δε θίγει το κύρος των διαδικαστικών πράξεων αυτών, ενόψει του ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 175 του ΚΠοινΔ ακυρότητα των εξαρτημένων μεταγενέστερων διαδικαστικών πράξεων, προϋποθέτει ύπαρξη εξαρτήσεως όχι ευκαιριακής λαμβανόμενης όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση με ρητή σαφή επιφύλαξη του Συμβουλίου, αλλά αποκλειστικής. (βλ. Ολ.ΑΠ 2/1996).
4. Επίσης ο τέταρτος για απόλυτη ακυρότητα λόγος αναιρέσεως, για το λόγο ότι λήφθηκαν υπόψη αποδεικτικά μέσα από άλλη δικογραφία και με αναφορά "στην με αριθ. 1356/2007 εισαγγελική πρόταση", που αφορά άλλη δικογραφία και άλλους κατηγορουμένους, είναι απορριπτέος, διότι από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, στα φύλλα 73, 74 και 75 αυτού, προκύπτει ότι η εν λόγω πράγματι υπό στοιχείο "ν." στο φύλλο 73 γενόμενη αναφορά στη με αριθ. 1356/2007 εισαγγελική πρόταση άλλης παρεμφερούς δικογραφίας, αντί του ορθού αριθμού 573/2008, γίνεται από προφανή παραδρομή, ενόψει του ότι στο φύλλο 75, πάλι με επαναλαμβανόμενο στοιχείο "ν.", γίνεται επανάληψη της ιδίας σκέψεως, και δη αναφοράς στα αποδεικτικά μέσα και μη λήψεως υπόψη από το Συμβούλιο, μαρτυρικών καταθέσεων των κατηγορουμένων που δόθηκαν κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως και των ως άνω καταστάσεων τηλεφωνικών κλήσεων των κατηγορουμένων, ενώ ο ανωτέρω αληθής αριθμός της εισαγγελικής προτάσεως (573/2008), αναφέρεται και στα φύλλα 1 και 204 του βουλεύματος.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ., όπως το τελευταίο ισχύει, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όμως όχι πέρα των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον 'Αρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ΚΠοινΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενοΒούλευμα, οι στον αναιρεσείοντα εφέτη Χ2 αποδιδόμενες, σε βαθμό πλημμελήματος, αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως καθήκοντος και της αποσιωπήσεως λόγου εξαιρέσεως, για τις οποίες παραπέμπεται και φέρεται ότι τέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2003 μέχρι 8-7-2003, ως παρελθόντος μέχρι σήμερα χρόνου υπερβαίνοντος την πενταετία από της ως άνω τελέσεώς τους, υπέκυψαν σε παραγραφή. Επομένως, κατά τα παραπάνω, είναι βάσιμος ο σχετικός τελευταίος λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως, πρέπει, α) να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και β) να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς τις διατάξεις του που παραπέμπουν τον αναιρεσείοντα Χ2 και τη μη αναιρεσείουσα Χ8, για τα παραπάνω παραγραφέντα ως άνω πλημμελήματα και να παύσει οριστικά, για τα δύο αυτά πλημμελήματα, η ασκηθείσα ποινική δίωξη, λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου, κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 περ. β του ΚΠοινΔ., ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση του εν λόγω αναιρεσείοντος, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 183/3-11-2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθ. 1209/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Καταδικάζει τον άνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Και

Αναιρεί εν μέρει το προσβαλλόμενο με αριθμό 1209/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς τη διάταξή του, που παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ2, για τα πλημμελήματα της παραβάσεως καθήκοντος και αποσιωπήσεως λόγου εξαιρέσεως.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος του Χ2, του ότι: 1) Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2003 μέχρι 8/7/2003 με πρόθεση παρέβη, ως δικαστικός λειτουργός, τα καθήκοντα της υπηρεσίας του και ειδικότερα αυτά της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος και να βλάψει τρίτο πρόσωπο. Συγκεκριμένα υπηρετώντας ως Πρόεδρος Πρωτοδικών στο Πρωτοδικείο Αθηνών κατά παράβαση της έννοιας του φυσικού δικαστή και των αρχών της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος και να βλάψει τρίτο πρόσωπο στις 31-3-2003 συμμετείχε στην εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της από 3-12-2002 και με αριθμό καταθέσεως 2971/2003 αιτήσεως της ... κατά του ... και της ασφαλιστικής εταιρίας "ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΓΑ" για την επιδίκαση προσωρινής απαίτησης από αυτοκινητικό ατύχημα και μερολήπτησε υπέρ της αιτούσης εκδίδοντας στις 8-7-2003 την με αριθμ. 5088/2003 απόφασή του ως άνω Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) με την οποία υιοθετώντας τις θέσεις της αιτούσης, έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση και υποχρεώθηκαν οι καθ' ων να καταβάλουν εις ολόκληρο στην αιτούσα μηνιαίως το ποσό των 500 ευρώ και εφάπαξ το ποσό των 10.000 ευρώ. Τούτο δε έπραξε με σκοπό να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος στην αιτούσα και τη νομική της σύμβουλο Χ11 με την οποία διατηρούσε ιδιαίτερες φιλικές σχέσεις και συνεργάτης της οποίας ήταν ο παραστάς δικηγόρος της αιτούσης ... και να βλάψει αντιστοίχως τους καθ' ων.
2) Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2003 μέχρι 8-7-2003, με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια άλλου και την παράλληλη βλάβη τρίτου, εν γνώσει του αποσιώπησε, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ως Προέδρου Πρωτοδικών στο Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου υπηρετούσε, το περιστατικό ότι συνέτρεχε λόγος εξαιρέσεώς του από την εκδίκαση σχετικής αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκκρεμούσε ενώπιόν του, συγκεκριμένα στις 31-3-2003, συμμετέχοντας ως Πρόεδρος Πρωτοδικών στην εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, της από 3-12-2003 και με αριθμ. καταθ. 2971/2003 αίτησης της ... κατά του ... και της Εταιρείας "ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.Γ.Α", με την οποία εζητείτο η προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεως από αυτοκινητικό ατύχημα, αποσιώπησε εν γνώσει του το περιστατικό, ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό του λόγος εξαιρέσεως από την εκδίκαση της συγκεκριμένης υποθέσεως, αφού κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα διατηρούσε στενή φιλική σχέση με την νομική σύμβουλο της αιτούσας δικηγόρο Χ11, συνεργάτης της οποίας ήταν ο παραστάς πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας ..., τούτο δε έπραξε με σκοπό όπως με την κατά μεγάλο μέρος αποδοχή της αιτήσεως, αφενός προκαλέσει βλάβη στους καθών και αφετέρου προσπορίσει παράνομο όφελος στην αιτούσα και στην προαναφερόμενη νομική της σύμβουλο, που απέβλεπε στην επιτυχή έκβαση της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε στις 8-7-2003 η με αριθμό 5088/2003 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση. Και

Απορρίπτει κατά τα λοιπά τη με αριθ. εκθ. 184/3-11-2008 αίτηση του Χ2 για αναίρεση του άνω με αριθ. 1209/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή