Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Ψευδής βεβαίωση, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Χρήση Ψευδούς Βεβαίωσης και υφαρπαγής η 1η και Ηθική Αυτουργία ο 2ος αναιρεσίβλητοι. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α, Δ, Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως και πρόσθετος λόγος, για απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή. Με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως που ασκήθηκε κατ' αυτής, και κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος (ΑΠ 784/2008) -.
Αριθμός 2201/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκων ..., που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Ραζέλο, περί αναιρέσεως της 1923/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Μαρτίου 2009 και 3 Μαρτίου 2009 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με τους από 24 Σεπτεμβρίου 2009 και 28 Σεπτεμβρίου 2009 προσθέτους λόγους, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 392/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές εν μέρει οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις, όπως είναι και η περί απορρίψεως αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου ή οποιουδήποτε αιτήματος αυτού περί αναβολής της δίκης ή περί κατ' αντιπαράσταση εξετάσεως μαρτύρων. Λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι, ασκήθηκε κατά των δύο αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και του αθωωθέντος στον πρώτο βαθμό ιατρού ΑΑ, ποινική δίωξη και παραπέμφθηκαν να δικασθούν για την πράξη της ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως για δικαστική χρήση o άνω ιατρός, για χρήση της ανωτέρω ψευδούς πιστοποιήσεως η πρώτη αναιρεσείουσα και για ηθική αυτουργία στην παραπάνω χρήση της ψευδούς βεβαιώσεως ο δεύτερος αναιρεσείων (άρθρα 46 παρ. 1 α, 221 ΠΚ), ότι με την πρωτόδικη 551/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, αθωώθηκε ο ως άνω ιατρός για την ψευδή ιατρική πιστοποίηση, αλλά καταδικάστηκαν, κατά μεταβολή της κατηγορίας, η μεν πρώτη αναιρεσείουσα για χρήση ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως για δικαστική χρήση, ληφθείσα κατόπιν υφαρπαγής, ο δε δεύτερος αναιρεσείων για ηθική αυτουργία στην παραπάνω χρήση της πρώτης, όπως μεταβλήθηκε (άρθρα 46 παρ.1 α, 220 παρ.1 α ΠΚ). Κατόπιν εφέσεων των άνω καταδικασθέντων κατηγορουμένων, παραπονουμένων για εσφαλμένη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να προβάλλεται ειδικός λόγος εφέσεως για ανεπίτρεπτη μεταβολή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της εναντίον τους κατηγορίας, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, από την οποία προκύπτει ότι εμπεριέχει το εξής αιτιολογικό: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και αναφέρονται στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και κατωτέρω και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής: Στις 23-5-2002, ενώπιον του Β' Μονομελούς Πλημ/κείου Πειραιά επρόκειτο να εκδικασθεί, κατόπιν μηνύσεως του σωματείου με την επωνυμία "Συντεχνία Επιπλοποιών και Ξυλουργών Καταστηματαρχών Αθηνών και Προαστίων", η κατά του εκ των κατηγορουμένων Χ2 κατηγορία για υπεξαίρεση. Αμέσως μετά την εκφώνηση της υποθέσεως αυτής, ενεφανίσθη ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου η κατηγορουμένη Χ1, αδελφή του ανωτέρω κατηγορουμένου και δήλωσε στο δικαστήριο ότι ο συγκατηγορούμενος αδελφός της αδυνατεί να εμφανισθεί λόγω ανυπερβλήτου κωλύματός του και ζήτησε την για τον λόγο αυτόν αναβολή της δίκης. Προς επιστήριξη δε του αιτήματος τούτου αναβολής κατέθεσε ως μάρτυς, ενόρκως εξεταζόμενη, επί λέξει τα εξής: "Ο κατηγορούμενος είναι αδελφός μου. Θα ερχόμασταν μαζί στο Δικαστήριο και καθώς εγώ πήγα να ανεβώ στο μηχανάκι έπεσε το μηχανάκι και χτύπησε. Εισήχθη στο Νοσοκομείο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ. Σας προσκομίζω υπηρεσιακό σημείωμα νοσηλειών. Είμαι 41 ετών. Ιδιωτική υπάλληλος. 7.20 το πρωΐ έγινε το ατύχημα. Απογευματινή είμαι". Ακολούθως και προς επίρρωση της ανωτέρω καταθέσεώς της η ανωτέρω κατηγορουμένη προσεκόμισε και παρέδωσε στον δικάζοντα δικαστή το από 23-5-2002 έγγραφο έκτακτο εισιτήριο του ανωτέρω Νοσοκομείου, που υπέγραφε ως εξετάσας ιατρός ο αναπληρωτής διευθυντής της ορθοπεδικής κλινικής του ΑΑ, στο οποίον εξετίθετο ότι διεγνώσθη ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος Χ2 έπασχε από "αίμαρθρο ΔΕ γόνατος, πιθανή ρήξη χιαστού και μηνίσκου". Με βάση το έγγραφο τούτο και την ως άνω κατάθεση της κατηγορουμένης Χ2, το δικαστήριο, παρά την διατύπωση αντιρρήσεων του μηνυτή και επιφυλάξεών του ως προς την προβαλλόμενη πάθηση του κατηγορουμένου Χ2, προχώρησε, κατά παραδοχήν του σχετικού αιτήματος του τελευταίου, στην δια της υπ' αριθμ. ΒΜ-3880/23-5-2002 αποφάσεώς του, αναβολή της δίκης για την δικάσιμο της 24-9-2002. Μετά ταύτα και προκειμένου να διαπιστώσουν την κατ' ουσίαν βασιμότητα του προβληθέντος λόγου αναβολής της ως άνω δίκης, μέλη του μηνυτού σωματείου, μεταξύ των οποίων και ο επ' ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου εξετασθείς ως μάρτυς ΒΒ, μετέβησαν στο προαναφερόμενο νοσοκομείο, όπου όμως διεπίστωσαν ότι δεν ευρίσκετο εκεί νοσηλευόμενος ο εν λόγω κατηγορούμενος και ότι αυτός είχε αποχωρήσει την ίδια ημέρα (23-5-2002), αφού προηγουμένως πράγματι είχε μεταβεί εκεί και δη στα εξωτερικά ιατρεία, όπου προσποιήθηκε στον ιατρό ΓΓ, ότι έχει κτυπήσει το γόνατό του και του ζήτησε να επισκεφθεί δήθεν προς εξέταση και τον γνωστό του ιατρό του ίδιου νοσοκομείου ΑΑ, από τον οποίον εν τέλει έλαβε την ανωτέρω ιατρική βεβαίωση, εξαπατώντας τον τελευταίο ότι πάσχει εκ της ανωτέρω παθήσεως. Σε συζήτηση δε που είχαν τα ως αν μέλη του μηνυτή με τον φερόμενο ως εξετάσαντα τον κατηγορούμενο αυτόν (Χ2) ιατρό ΑΑ, ο τελευταίος παραδέχθηκε ότι δεν τον είχε εξετάσει και παρά τούτο είχε εκδώσει την εν λόγω ιατρική πιστοποίηση, απευθυνόμενος δε προς σ' αυτόν (Χ2), μόλις ο τελευταίος αντελήφθη ότι τον αναζητούν και προσέτρεξε εκεί, του είπε επί λέξει "εντάξει μην λες ψέματα, μην παίζεις θέατρο, ξέρουν", όπως τούτο αποδεικνύεται από την επ' ακροατηρίου κατάθεση του ως άνω μάρτυρος ΒΒ. Ειρήσθω ενταύθα ότι επειδή ο εν λόγω κατηγορούμενος Χ2 δεν ανευρέθη στην κλινική αυτή κατά την ανωτέρω ημερομηνία και κατά την αναζήτησή του εκεί από τα ειρημένα μέλη του σωματείου, συνετάγη προς τούτο το από 24-5-2002 πειθαρχικό εξιτήριο της ειρημένης κλινικής του προαναφερομένου νοσοκομείου. Ότι ο ανωτέρω ιατρός ΑΑ δεν εξήτασε τον κατηγορούμενο Χ2 αποδεικνύεται από την συνεκτίμηση (ΑΠ 987/2006 ΠΧρ ΝΖ'338, ΑΠ 854/2006 ΠΧρ ΝΖ.236, ΑΠ 721/2005 ΝοΒ 53.1862): α) της επ' ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου ως άνω καταθέσεως του μάρτυρος ΒΒ, β) της επ' ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου παραδοχής του ιατρού αυτού (ΑΑ), ότι πράγματι δεν εξήτασε τον κατηγορούμενο αυτόν και ότι όταν τον ανεζήτησε σε δωμάτιο του νοσοκομείο δεν τον ανεύρε, με συνέπεια όταν τελευταίος ενεφανίσθη, κατά τα εκτεθέντα, να τον επιπλήξει λέγοντας του "που είσαι γιατί με εκθέτεις" και γ) της επίσης επ' ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου καταθέσεως του μάρτυρος ΓΓ, ωσαύτως ιατρού της ανωτέρω κλινικής, ότι όταν, ως εφημερεύοντα ιατρό, τον επεσκέφθη κατά την ειρημένη ημερομηνία ο κατηγορούμενος αυτός διεπίστωσε μεν ότι αυτός είχε εκδορές στο γόνατο, ότι δεν υπήρχε κάταγμα αλλά αιμάτωμα και επειδή ήταν γόνατο του είπε ότι χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος και ότι μέχρι του σημείου αυτού είχε ασχοληθεί ο ίδιος, σαφώς συναγομένου εκ τούτων, ότι και ο ιατρός αυτός δεν εξήτασε κατά τον ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο τον κατηγορούμενο αυτόν και ούτε εξέδωσε ο ίδιος την ειρημένη και προσκομισθείσα στο δικαστήριο ως άνω ιατρική βεβαίωση. Επομένως εκ των ανωτέρω, ως αποδειχθέντων γενομένων δεκτών περιστατικών, αποδεικνύεται αναντιρρήτως τον μεν ότι η ανωτέρω από 23-5-2002 ιατρική πιστοποίηση, δεν είχε συνταχθεί μετ' ιατρικήν εξέταση και διάγνωση της ανωτέρω παθήσεως, ούτε υπό του ιατρού ΓΓ, ούτε ειδικώς υπό του ανωτέρω αρμοδίου προς τούτο και υπογράφοντος αυτήν ιατρού ΑΑ, αλλά είχε συνταχθεί υπό του τελευταίου τούτου ιατρού άνευ εξετάσεώς του υπ' αυτού και κατόπιν εξαπατήσεώς του από τον εν λόγω κατηγορούμενο (Χ2) ότι έπασχε εκ της ανωτέρω παθήσεως. Επομένως, η ιατρική αυτή βεβαίωση, η οποία ως εκ το ότι εξεδόθη υπό του αρμοδίου προς τούτο ως άνω υπαλλήλου - ιατρού του ανωτέρω δημοσίου, ως υπαγομένου στο Υπουργείο Υγείας νοσοκομείου είναι δημόσιο έγγραφο, ήταν ψευδής ως προς την ειρημένη γνωμάτευση - βεβαίωση της παθήσεως του κατηγορουμένου αυτού. Το δε ότι τόσον ο ανωτέρω κατηγορούμενος Χ2, ως αφορώσα στο πρόσωπό του, όσον και η συγκατηγορουμένη αδελφή του Χ1 ως συνοδεύουσα αυτόν, κατά τα υπό της ιδίας εκτεθέντα κατά την εξέτασή της ως μάρτυρος στο ανωτέρω Μονομελές Πλημ/κείο Πειραιώς και έχουσα συνεπώς ιδίαν γνώση και αντίληψη των προπαρατεθέντων περιστατικών αυτών, εγνώριζαν το ψευδές της (βεβαιώσεως αυτής), αφού ο πρώτος τούτων δεν είχε εξετασθεί από τον εκδόσαντα αυτήν ιατρό ΑΑ ώστε ο τελευταίος να διαγνώσει και να βεβαιώσει την εν λόγω πάθησή του. Παρά ταύτα ο μεν εκ των κατηγορουμένων Χ2 με την ηθελημένη υπ' αυτού δόση της σχετικής εντολής στην συγκατηγορουμένη αδελφή του, αλλά και με παροτρύνσεις, πειθώ, φορτικότητα, υποσχέσεις, προτροπές και συμβουλές προς αυτήν, την έπεισε να προσκομίσει στο ανωτέρω δικαστήριο την εν λόγω ψευδή ιατρική βεβαίωση προς επιστήριξη, ως προσφόρου προς τούτο, του αιτήματός του για αναβολή της δίκης δι' εξαπατήσεώς του (ανωτέρω δικαστηρίου), δημιούργησε σε αυτήν την βούληση και την απόφαση να την προσκομίσει γνωρίζοντας, κατά τα εκτεθέντα, ότι είναι ψευδής, πράγμα που και αυτή έπραξε, επίσης με την αυτή βούληση και θέληση, αφού την προσεκόμισε ενώπιον του ειρημένου Μονομελούς Πλημ/κείου Πειραιώς προς επιστήριξη του εν λόγω αιτήματος του συγκατηγορουμένου της για αναβολή της δίκης, την οποίαν και επέτυχε. Υπό τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται, ότι πληρούνται τόσον κατά την υποκειμενική όσον και κατά την αντικειμενική τους υπόσταση οι αξιόποινες πράξεις των κατά τα άρθρα 46 παρ.1 εδ. α' και 220 παρ. 1 του ΠΚ χρήσεως ψευδούς βεβαιώσεως κατόπιν υφαρπαγής και της ηθικής αυτουργίας στην χρήση ψευδούς βεβαιώσεως κατόπιν υφαρπαγής, για τις οποίες, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από χρήση ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως και ηθική αυτουργία σε αυτήν που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο, πρέπει, ως και πρωτοδίκως, να κηρυχθούν αντιστοίχως ένοχοι οι κατηγορούμενοι, απορριπτόμενων ως αβασίμων των ισχυρισμού και αιτήματος του εξ αυτών Χ2 περί απολύτου ακυρότητος της διαδικασίας λόγω ανεπίτρεπτου κατά τα ανωτέρω μεταβολής της κατηγορίας και κατ' αντιπαράσταση εξέταση του μάρτυρος ΓΓ με τους λοιπούς ως άνω μάρτυρες. Και τούτο καθ' όσον μεν αφορά τον πρώτο γιατί οι πράξεις αυτές για τις οποίες και πρωτοδίκως κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι αυτοί, δεν είναι ουσιωδώς διάφορες κατά χρόνο, τόπο και λοιπές περιστάσεις από τις ανωτέρω για τις οποίες ασκήθηκε η εναντίον τους ποινική δίωξη, ώστε να αποτελούν εντελώς διαφορετικά εγκλήματα. Ωσαύτως απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του αυτού κατηγορουμένου (Χ2) ότι δεν του ανακοινώθηκε η ως άνω μετατροπή της εναντίον του κατηγορίας πριν την πρωτόδικη καταδίκη μου για να μπορεί έτσι να απολογηθεί, αφού τούτο (απολογία του), ενόψει της αποδεικνυομένης από τα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως ερημοδικίας του, δεν μπορούσε να γίνει. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι επί μεταβολής της κατηγορίας δεν υπάρχει, κατ' ουδεμίαν διάταξη νόμου, υποχρέωση ανακοινώσεώς της στον κατηγορούμενο και ακολούθως κλήσεως του ήδη απολογηθέντος αυτού σε συμπληρωματική απολογία. Περαιτέρω, καθ' όσον αφορά το αίτημά του για κατ' αντιπαράσταση εξέταση του μάρτυρος ΓΓ με τους λοιπούς ως άνω μάρτυρες είναι επίσης απορριπτέο ως αβάσιμο, γιατί από τα ειρημένα αποδεικτικά μέσα το δικαστήριο σχημάτισε πλήρη, σαφή και ασφαλή γνώση και αντίληψη των κρισίμων για την υπόθεση αυτή περιστατικών". Στη συνέχεια το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες, ενόχους, για την πράξη της χρήσης ψευδούς βεβαιώσεως κατόπιν υφαρπαγής την πρώτη Χ1 και για ηθική αυτουργία στην παραπάνω πράξη της πρώτης, τον δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 και ειδικότερα: "την πρώτη κατηγορουμένη Χ1 ένοχη του ότι στον ..., χρησιμοποίησε ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα την 23-5-2002 προσεκόμισε την από 23-5-2002 ψευδή πιστοποίηση του Αν. Δ/ντή του Π. Γ. Ν. Νίκαιας "Αγ. Παντελεήμων", ενώπιον του Β' Μονομελούς Πλημ/κείου Πειραιά, όπου δικαζόταν κατόπιν μηνύσεως του σωματείου με την επωνυμία "Συντεχνία Επιπλοποιών και Ξυλουργών Καταστηματαρχών Αθηνών και Προαστίων" για υπεξαίρεση ο αδελφός της Χ2, καταθέτοντας ότι τη στιγμή που επέβαιναν του δικύκλου μοτοποδηλάτου αυτού, με σκοπό να μεταβούν στο δικαστήριο, ο αδελφός της έπεσε και χτύπησε και στη συνέχεια εισήχθη στο παραπάνω νοσοκομείο, με αποτέλεσμα, να πετύχει εξ αυτού του λόγου την αναβολή της υποθέσεως για τη δικάσιμο της 24-9-2002, αν και γνώριζε ότι η ως άνω βεβαίωση ήταν ψευδής, αφού ο αδελφός της, ούτε τραυματίστηκε ούτε εισήχθη στο νοσοκομείο αυτό για νοσηλεία και τον δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 ένοχο του ότι στις 23-5-2002 προκάλεσε με πρόθεση στη συγκατηγορούμενη Χ1 (αδελφή του) την απόφαση να εκτελέσει την πιο πάνω διαπραχθείσα από αυτήν άδικη πράξη της χρήσης ψευδούς βεβαιώσεως κατόπιν υφαρπαγής και συγκεκριμένα με εντολή προς αυτήν αλλά και με πειθώ, φορτικότητα, υποσχέσεις, προτροπές και συμβουλές, παρότρυνε και έπεισε αυτήν να προσκομίσει ενώπιον του Β' Μονομελούς Πλημ/κείου Πειραιά, την προαναφερομένη ψευδή βεβαίωση, προκειμένου να επιτύχει την αναβολή της εκδικάσεως της υποθέσεώς του, στην οποία κατηγορείτο για υπεξαίρεση, ενώ εγνώριζε τόσον αυτός, όσον και η συγκατηγορούμενή του, την αναλήθεια του περιεχομένου της". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 46 παρ. 1 α, 220 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, σε σχέση με τις ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, α) αιτιολογείται ειδικώς και επαρκώς ο δόλος των αναιρεσειόντων και δη τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση και των δύο, ότι δεν είχε εξετασθεί ο δεύτερος ποτέ από τον βεβαιούντα ιατρό και περί του ψευδούς περιεχομένου της, κατόπιν υφαρπαγής του δευτέρου, ληφθείσας από τον παραπλανηθέντα γνωστό τους ιατρό ΑΑ, ψευδούς ιατρικής βεβαιώσεως και δη ο δόλος της πρώτης αναιρεσείουσας που κατ'εντολή του αδελφού της έκανε χρήση της ψευδούς αυτής ιατρικής βεβαιώσεως στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς και πέτυχε αναβολή ποινικής δίκης του δευτέρου αναιρεσείοντος για σημαντικό αίτιο στο πρόσωπό του, ως δήθεν ασθενήσαντος κατηγορουμένου, αιτιολογείται ειδικά και ο δόλος του τελευταίου ηθικού αυτουργού και δη ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποίησε (πειθώ, φορτικότητα, υποσχέσεις, προτροπές και συμβουλές) προς την πρώτη αδελφή του, να μεταβεί αυτή και να κάνει χρήση στο ποινικό δικαστήριο, όπου αυτή κατέθεσε και ως μάρτυρας, της ψευδούς αυτής ιατρικής βεβαιώσεως, ζητήσασα με τη βεβαίωση αυτή τη για λογαριασμό του αδελφού της αναβολή της δίκης, την οποία και πέτυχε, β) αιτιολογείται επαρκώς η απόρριψη του προβληθέντος ισχυρισμού περί ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας και του υποβληθέντος αιτήματος της κατ' αντιπαράσταση εξετάσεως του ιατρού ΓΓ με τους υπόλοιπους μάρτυρες, γ) τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι αποδείχθηκαν, ορθά υπήχθησαν στην προσήκουσα ως άνω νομική διάταξη και συνιστούν τα αδικήματα της χρήσης σε δικαστήριο, από την πρώτη αναιρεσείουσα, ψευδούς ιατρικής βεβαιώσεως, ληφθείσας κατόπιν υφαρπαγής και ηθικής αυτουργίας στην παραπάνω χρήση ψευδούς βεβαιώσεως, ληφθείσας κατόπιν υφαρπαγής, του δευτέρου αναιρεσείοντος, (άρθρα 220 παρ. 1 και 46 παρ.1 του ΠΚ), αξιόποινες πράξεις για τις οποίες ακριβώς καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δ) δεν υπάρχει ασάφεια ούτε αντίφαση σκεπτικού και διατακτικού, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται και συνιστούν ενιαίο σύνολο, και σαφώς προκύπτει, ότι οι αναιρεσείοντες καταδικάζονται για χρήση σε δικαστήριο ψευδούς ιατρικής βεβαιώσεως, ληφθείσας κατόπιν υφαρπαγής και ηθική αυτουργία στη χρήση αυτή αντίστοιχα (άρθρο 220 παρ.1, 46 παρ.1 ΠΚ) και όχι για χρήση ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως του άρθρου 221 παρ. 1 και 2 του ΠΚ. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, Ε του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, των αναιρεσειόντων, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των παρεμπιπτουσών αυτής και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 46 και 220 ΠΚ.
Περαιτέρω, από τις περί ασκήσεως της ποινικής διώξεως διατάξεις των άρθρων 27 επ., 43 και 49 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57 επ., 246 επ., 250 και 321 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο μπορούν να αποφαίνονται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε για κάποια άλλη, έστω και συναφή, γιατί διαφορετικά επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ. Όταν δε η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε να δικασθεί, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές συνθήκες, ώστε να αποτελεί νέο έγκλημα, αντικειμενικά διαφορετικό, υφίσταται μεταβολή κατηγορίας, η οποία ιδρύει λόγο εφέσεως, αλλά και αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ για απόλυτη ακυρότητα. Όμως, κατά το άρθρο 504 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370)". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα, πέρασε και από τους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσεως, με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως που ασκήθηκε κατ' αυτής, και κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος.
Συνεπώς οι λόγοι αναιρέσεως των καταδικασθέντων, για απόλυτη ακυρότητα, κατ'άρθρο 171 παρ.1 δ και 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ και για παραβίαση των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων, κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και 20 του Συντάγματος, διότι, α) το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα και ανεπίτρεπτα μετέβαλε την κατηγορία, από χρήση ψευδούς πιστοποιήσεως για δικαστική χρήση και ηθική αυτουργία στην παραπάνω χρήση (221 ΠΚ) που είχαν παραπεμφθεί με κλητήριο θέσπισμα, σε χρήση ψευδούς ιατρικής βεβαιώσεως, κατόπιν υφαρπαγής και ηθική αυτουργία σε αυτή τη χρήση (220 ΠΚ), β) το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έδωσε το λόγο στο συνήγορο των κατηγορουμένων, ως προς το ζήτημα της παραπάνω μεταβολής της κατηγορίας που προέβη, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Ενόψει δε του ότι στις εκθέσεις εφέσεων που άσκησαν οι κατηγορούμενοι, κατά της άνω πρωτοβάθμιας αποφάσεως, που μετέβαλε ως παραπάνω την κατηγορία, δεν προτάθηκε, με ειδικό λόγο εφέσεως, η άνω κατά τους αναιρεσείοντες ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, είχε εξουσία πλέον να κρίνει μόνο για το αδίκημα του άρθρου 220 ΠΚ, για το οποίο και είχαν καταδικασθεί, και ο σχετικός πρόσθετος λόγος αναιρέσεως της πρώτης αναιρεσείουσας για απόλυτη ακυρότητα και της δευτεροβάθμιας αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών, να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 10-3-2009 και από 3-3-2009 αιτήσεις - δηλώσεις της Χ1 και του Χ2, μετά των προσθέτων από 24-9-2009 και 28-9-2009 αντίστοιχων λόγων αυτών, περί αναιρέσεως της 1923/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ