Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση. Έννοια. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, όταν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αυτή αποτελεί τμήμα του βουλεύματος ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών και αποδείξεων. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Έννοια αυτών. Περιστατικά. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 1250/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη και Γεώργιο Αδαμόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 30 Απριλίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων :1)Χ1, κατοίκου ... και 2)Χ2, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ'αριθμ.2159/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με συγκατηγορούμενους τους :1)Ζ1, 2)Ζ2, 3)Ζ3 και 4)Ζ4.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον ασφαλιστικό συνεταιρισμό με την επωνυμία "ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΠΩΛΗΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ Η ΣΤΕΓΗ", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 8 Ιανουαρίου 2010 δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 210/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του, με αριθμό 131/12-4-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ'άρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, μαζί με τη συνημμένη δικογραφία τις υπ'αριθμ. 3/2010 και 4/2010 αιτήσεις αναίρεσης των (1) Χ1, κατοίκου ... και (2) Χ2, κατοίκου ... αντιστοίχως, κατά του υπ'αρ. 2159/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απερρίφθησαν, αφενός το αίτημα των ανωτέρω κατηγορουμένων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και αφετέρου, ως ουσιαστικά αβάσιμες οι υπ'αρ. 203/2009 και 202/2009 εφέσεις των αντιστοίχως, κατά του υπ'αρ. 974/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν (μαζί με άλλους) στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθούν για υπεξαίρεση από κοινού κατ'εξακολούθηση, της οποίας η συνολική αξία υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ (αρ. 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 98, 375 παρ. 1 ΠΚ ως ισχύει) και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. Οι υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (αρ. 473, 474, 482 παρ. 1-3 ΚΠ) με τις από 8/1/2009 δηλώσεις του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεωργίου Αλεξόπουλου, δυνάμει της από 7/1/2010 ειδικής έγγραφης νόμιμης εξουσιοδότησης, στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για τις οποίες συντάχθηκαν νομοτύπως οι υπ'αρ. 3 και ... (και όχι ως εκ προφανούς παραδρομής αναγράφεται 2009) εκθέσεις αναίρεσης αντιστοίχως, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε νομίμως στους κατηγορουμένους και τον αντίκλητο δικηγόρο τους (βλ. συνημμ. αποδεικτικά επίδοσης με ημερομηνίες ...) και συνεπώς είναι τυπικά δεκτές με προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης (α) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, (β) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, (γ) την απόλυτη ακυρότητα και (δ) την παραβίαση του δεδικασμένου (αρ. 93 παρ. 3 Συντ., 139, 484 παρ. 1α', β', γ', δ' ΚΠΔ) - βλ. αναλυτικά εκθέσεις αναίρεσης αμφοτέρων.- Επειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους (πχ μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε από ποιο ή ποια από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.ά.). Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 - όπως ισχύει - ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα-άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 732/2006 κ.α.). Εξ άλλου εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε συντρέχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτή που έχει, και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 67/2006 κ.α). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν, στο πόρισμα του συμβουλίου - που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού-σκεπτικού και ανάγεται στα στοιχεία και ταυτότητα του οικείου εγκλήματος - έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος - ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι το βούλευμα να μην έχει νόμιμη βάση (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 252/2004, ΑΠ 1128/2004, ΑΠ 2445/2003, ΑΠ 9/2001 - Ολ. κ.ά.). Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη- δεν. συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.ά.). Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι 'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του- βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών και αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2078/2005 κ.ά.). Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι ο ίδιος ο Άρειος Πάγος αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην Εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006, ΑΠ 1379/08), πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού (αρ. 87 επ. Συντ.). -Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το πληττόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή (ΑΠ 1494/05) αναφορά και υιοθέτηση της προτάσεως του παρ'αυτώ Εισαγγελέα, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, κατ'εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ'αυτό, κατ'είδος, αποδεικτικών μέσων τα εξής: Στην προκειμένη περίπτωση από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και ειδικότερα από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων τις απολογίες των εκκαλούντων - κατηγορουμένων, το περιεχόμενο των εκθέσεων εφέσεων και από όλα τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα, προέκυψαν τ' ακόλουθα περιστατικά: Με την αριθμό ... απόφαση του Νομάρχη Αττικής, ιδρύθηκε ο Ασφαλιστικός Συνεταιρισμός με την επωνυμία "ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΠΩΛΗΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ - ...", με έδρα το .... Σύμφωνα με το καταστατικό του παραπάνω συνεταιρισμού σκοπός αυτού είναι "η δια της συνεργασίας των συνεταίρων προαγωγή της ιδιωτικής οικονομίας αυτών". Ειδικότερα, ο συνεταιρισμός αυτός έχει ως κύριο σκοπό την πραγματοποίηση της ασφαλίσεως των συνεταίρων στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναλαμβάνοντας την ευθύνη καταβολής των εισφορών και υπέχοντας τις ευθύνες του εργοδότη έναντι του παραπάνω οργανισμού. Μέλη του συνεταιρισμού αυτού αποτελούν οι πωλητές λαϊκών αγορών Ανατολικής και Δυτικής Αττικής. Το όργανο που διοικεί το Συνεταιρισμό, είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από επτά (7) τακτικά μέλη, εκ των οποίων τα τέσσερα (Α) καταλαμβάνουν τις θέσεις του Προέδρου, Αντιπροέδρου, Γενικού Γραμματέως και Ταμία, τα δε υπόλοιπα τρία (3), ως απλά μέλη, τα οποία εκλέγονται από Γενική Συνέλευση. Το προηγούμενο Διοικητικό Συμβούλιο, όταν συγκροτηθεί σε σώμα, εκλέγει τα τέσσερα πρώτα από τα μέλη, με θητεία ενός (1) έτους. Το συνεταιρισμό εκπροσωπεί ο Πρόεδρος, το δε Διοικητικό Συμβούλιο έχει την ευθύνη για την καλή διαχείριση και διοίκηση του συνεταιρισμού και την υποχρέωση να καταβάλει εμπρόθεσμα στο ΙΚΑ τις ασφαλιστικές εισφορές. Για το σκοπό αυτό το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα με ευθύνη του να αναθέτει σε υπαλλήλους αυτού ή συνεταίρους ή άλλα πρόσωπα, την είσπραξη παρά των συνεταίρων των ασφαλιστικών εισφορών και την κατάθεση αυτών στον ασφαλιστικό οργανισμό. Τέλος, το Εποπτικό Συμβούλιο, του συνεταιρισμού, το οποίο αποτελείται από τρία (3) άτομα, μέλη αυτού, ασκεί την εποπτεία και τον έλεγχο των πράξεων και της διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου και εκλέγεται μαζί με τα μέλη του προηγούμενου οργάνου για θητεία ενός (1) έτους. Η Γενική Συνέλευση του συνεταιρισμού συγκλήθηκε για τελευταία φορά το έτος 1997, κατά την οποία εξελέγησαν ο Ζ1ως Πρόεδρος, ο Ζ2, ως Γενικός Γραμματέας, ο Ζ3, ως Ταμίας και ο Χ2 (αναιρεσείων), ως Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου. Από τότε, δεν έλαβε χώρα άλλη τακτική ή έκτακτη Γενική Συνέλευση, για να εκλεγεί νέα Διοίκηση, με αποτέλεσμα η διαχείριση του συνεταιρισμού να εξακολουθεί να γίνεται από τους παραπάνω κατηγορουμένους. Μέχρι το τέλος του έτους 1999 τις εισπράξεις των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών των μελών του συνεταιρισμού είχε αναλάβει αποκλειστικά ο Ταμίας Ζ3, ο οποίος εξέδιδε επίσημες αποδείξεις. Ακολούθως, τις αποδείξεις αυτές παρέδιδε ο προηγούμενος στη λογίστρια του συνεταιρισμού, η οποία συνέτασσε τις μηνιαίες καταστάσεις και τις κατέθετε στο ΙΚΑ και ο ίδιος κατέβαλε στον αυτό οργανισμό το αντίστοιχο χρηματικό ποσό. Επειδή όμως τα μέλη του συνεταιρισμού, ήταν διασκορπισμένα σε όλη την ... και υπήρχε δυσκολία για τον εντοπισμό αυτών και την είσπραξη των εισφορών, αποφασίστηκε από τον Πρόεδρο του συνεταιρισμού, Ζ1 και ανακοίνωσε στον Ταμία, ότι εκτός αυτού, από το έτος 2000 τις μηνιαίες εισφορές των μελών, θα εισέπρατταν ο ίδιος, ο Γενικός Γραμματέας,Ζ2, ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου Χ2(αναιρεσείων), ο Πρόεδρος του επαγγελματικού σωματείου πωλητών λαϊκών αγορών Δυτικής Αττικής, Χ1 (αναιρεσείων), όπως επίσης και ο υπεύθυνος ασφαλείας των λαϊκών, Ζ4. Για το λόγο αυτό την 1.1.2000 ανοίχτηκε ο με αριθμός ... λογαριασμός στο υποκατάστημα ... της Τράπεζας Εργασίας, για να κατατίθενται τα χρήματα που θα εισέπρατταν τα παραπάνω μέλη. Επειδή λοιπόν θα υπήρχαν πολλά άτομα, τα οποία θα εισέπρατταν τις μηνιαίες εισφορές των μελών, αποφασίστηκε να ακολουθείται η παρακάτω πολύπλοκη διαδικασία. Ο Ταμίας εξέδιδε και υπέγραφε όλες τις μηνιαίες αποδείξεις με τα ποσά που θα έπρεπε να εισπραχθούν, κρατούσε τα στελέχη των αποδείξεων για τις εισπράξεις που θα πραγματοποιούσε ο ίδιος και τα υπόλοιπα στελέχη παρέδιδε στον Πρόεδρο, ο οποίος με τη σειρά του τα παρέδιδε και στους άλλους για να εισπράξουν τις εισφορές, τις οποίες ακολούθως ή παρέδιδαν στον Ταμία, ή τις κατέθεταν στον τραπεζικό λογαριασμό του Συνεταιρισμού. Πλην όμως, με την πάροδο του χρόνου διαπιστώθηκε ότι οι παραπάνω κατηγορούμενοι αν και εισέπρατταν από τα μέλη του συνεταιρισμού τις μηνιαίες ασφαλιστικές εισφορές, δεν τις απέδιδαν στον Ασφαλιστικό Οργανισμό (ΙΚΑ) αλλά, ενεργώντας από κοινού, δηλαδή ο καθένας τους γνωρίζοντας τη συμπεριφορά των άλλων, παρακρατούσαν τα χρήματα και τα ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Με τον τρόπο αυτό οι παραπάνω κατηγορούμενοι, κατά το χρονικό διάστημα από 110.2000 μέχρι και 3112.2003, διαπιστώθηκε ότι ιδιοποιήθηκαν παράνομα, συνολικά το ποσό των 760.735,66 ευρώ. Το υποκατάστημα του ΙΚΑ ..., μετά από έλεγχο που διενήργησε, εξέδωσε την με αριθμό ... πράξη επιβολής εισφορών (Π.Ε.Ε.) ποσού 245.507,56 ευρώ, που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1.10.2000 μέχρι και 31.12.2001, όπως επίσης και την αριθμό ... πράξη επιβολής εισφορών (Π.Ε.Ε.), ποσού 515.228,10 ευρώ που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 μέχρι και 31.12.2003. Εκτός από τις παραπάνω πράξεις επιβολής εισφορών, από το αρμόδιο κατάστημα του ΙΚΑ. για το ίδιο χρονικό διάστημα. αλλά και μέχρι την 31.3.2004, εκδόθηκαν σε βάρος του συνεταιρισμού (α) η με αριθμό ... πράξη επιβολής πρόσθετου τέλους, ύψους 12.528,84 ευρώ, (β) η με αριθμό ..., πράξη επιβολής πρόσθετου τέλους, ποσού 44.509,43 ευρώ, (γ) η με αριθμό ... πράξη επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών 68.345,75 ευρώ, (δ) η με αριθμό ... πράξη επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών, ποσού 8.285,76, 5.149,24 και 7.288,40 ευρώ, (ε) η με αριθμό ... πράξη επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών, ύψους 2.455,04 ευρώ και (στ) η με αριθμό ... πράξη επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών, ποσού 339,59 ευρώ. Οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι, στις εκθέσεις των εφέσεων κατ' αρχή προβάλλουν τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η ποινική δίωξη που έχει ασκηθεί κατ' αυτών είναι απαράδεκτη, καθόσον η παρούσα ποινική δίωξη έχει απορροφηθεί από την ασκηθείσα ήδη ποινική δίωξη για το έγκλημα της μη αποδόσεως ασφαλιστικών εισφορών στο 1ΚΑ (άρθρο 1 παρ. 2 του Α.Ν. 86/1967). Ως προς την ουσία της υποθέσεως, οι εκκαλούντες αρνούνται την κατηγορία που τους αποδίδεται και ο καθένας από αυτούς προβάλει διαφορετικούς ισχυρισμούς. Ακόμη, ο ίδιοι εκθέτουν ότι το προβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένα εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και τους παρέπεμψε για να δικαστούν για την παραπάνω αξιόποινη πράξη. Ειδικότερα, οι Χ2 και Χ1 (αναιρεσείοντες) υποστηρίζουν, αφενός ότι δεν είχαν καμία ανάμειξη στην είσπραξη μηνιαίων εισφορών, αλλά την εργασία αυτή είχε αναλάβει ο Ζ4 και αφετέρου ότι στην κατηγορία που τους αποδίδεται, δεν προσδιορίζονται τα ονόματα των μελών τα οποία φέρονται ότι τους παρέδωσαν χρήματα και πόσα ο καθένας από αυτούς. Στο άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999, ορίζεται ότι "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. β' του άνω Ν. 2721/1999 "αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25-000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπέρβαινα σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται: (α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα (β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από το δράστη, (γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, (δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, και (ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, να συντρέχει δε επιπλέον στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξαρτήτως αυτών, η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης να υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, η είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεση του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Η ταυτότητα του ξένου κινητού πράγματος, το οποίο αποτελεί το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία περί αυτής. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη και το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου, δηλαδή με τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Η εξειδίκευση των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνο όταν αυτή ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία για μία από ή για περισσότερες τις επί μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου κλπ. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ, συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεση της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεση της και γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτόν τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Ειδικότερα επί υπεξαιρέσεως υπάρχει συναυτουργία όταν το ιδιοποιούμενο αντικείμενο περιέρχεται στη συγκατοχή των πολλών δραστών, οι οποίοι ενεργούν από κοινού, λόγω της μεταξύ τους ιδιαίτερης σχέσης και των ειδικών στη συγκεκριμένη περίπτωση συνθηκών (ΑΠ 230/2008, δημοσίευση στη Νόμος, ΑΠ 818/1989, Ποιν Χρ. Μ' σελ. 180, ΑΠ 1085/1989, ΠοινΧρ. Μ' σελ 399, ΑΠ 1334/1989 ΠοινΧρ. Μ' σελ. 586). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 57 ΚΠΔ. κατά την οποία "αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 και 526. Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου", συνάγεται με σαφήνεια ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου απαιτούνται (α) αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση, (β) ταυτότητα προσώπου και (γ) ταυτότητα πράξης. Ταυτότητα πράξης υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, δηλαδή από τα ίδια κατά το χρόνο και τόπο τέλεσης στο σύνολο τους ιστορικά γεγονότα, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία αυτής και η προηγούμενη κατηγορία επί της οποίας έκρινε η προγενέστερη απόφαση. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 36, 43 και 57 ΚΠΔ., συνάγεται ότι η ποινική δίωξη δεν κινείται όταν υφίστανται δικονομικά κωλύματα, μεταξύ των οποίων είναι και η εκκρεμοδικία, δηλαδή όταν, χωρίς να περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση ή Βούλευμα η ασκηθείσα κατά τίνος ποινική δίωξη για κάποια πράξη, ασκείται για την ίδια πράξη και κατά του ιδίου προσώπου και άλλη ποινική δίωξη. Ειδικότερα, η εκκρεμοδικία αποτελεί, παρά την ανυπαρξία ρητής δικονομικής διατάξεως που να την αναγνωρίζει ευθέως αρνητική δικονομική προϋπόθεση, που κωλύει την κίνηση δεύτερης ποινικής δίωξης και την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας που την ακολουθεί, ο δικαιολογητικός δε λόγος αυτής είναι κυρίως, αφενός μεν η αποτροπή του κινδύνου που δημιουργούν οι πολλές εκκρεμείς διαδικασίες για έκδοση αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων, αφετέρου δε η απαραβίαστη τήρηση του καθιερωμένου βασικού δικονομικού κανόνα "non bis in idem", κατά τον οποίο έκαστος με μια μόνο διαδικασία επιτρέπεται να αχθεί ενώπιον της δικαστικής αρχής ως υπαίτιος συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης.
Συνεπώς, εφόσον διαπιστωθεί ύπαρξη εκκρεμοδικίας, δηλαδή ύπαρξη δύο διαδοχικών διώξεων κατά του ιδίου προσώπου και για την ίδια πράξη, η μία εξ αυτών πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, σύμφωνα με την αρχή που προκύπτει από τα άρθρα 57 παρ. 3, 310, παρ. 1 εδ. γ' και 370 στοιχ. γ' ΚΠΔ κατά την οποία αν υπάρχει δικονομικό κώλυμα η ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη, θα κηρυχθεί δε απαράδεκτη η δεύτερη κατά χρονική σειρά ποινική δίωξη, υπό τις κάτωθι όμως προϋποθέσεις: (α) ότι δεν ματαιώθηκε για οποιοδήποτε λόγο η εκδίκαση της κατηγορίας, η οποία απαγγέλθηκε βάσει της προηγούμενης κατά χρονική σειρά ποινικής δίωξης, (β) ότι η πρώτη ποινική δίωξη δεν πάσχει κάποιας ακυρότητας, λόγω έλλειψης δικονομικής προϋπόθεσης και (γ) ότι η πρώτη κατά χρονική σειρά ποινική δίωξη προηγείται πράγματι και διαδικαστικά, δηλαδή ήδη εισέλθει στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας (στο ακροατήριο έναντι της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου και στο Συμβούλιο έναντι της ανακρίσεως ή της προανακρίσεως) (ΑΠ 898/1996, Ποιν Χρ. ΜΖ, σελ. 399, ΑΠ 1644/1995, ΠοινΧρ. ΜΣΤ, σελ. 1049, Ζησιάδης, Ποιν. Δικ. τομ. Α' 419). Ακόμη, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Α. Ν. 86/1967 τιμωρείται με τις αναφερόμενες ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών) ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστη σαν απαιτητές, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου και .νόμου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ' αυτόν (εργατικές) με σκοπό αποδόσεως τους στους Οργανισμούς της παρ. 1 και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του Α.Ν. 1846/ 1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης και κατά τις ως άνω διατάξεις κατά το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές στο ΙΚΑ, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί (ΑΠ 114/ 2008 και 574/2008, δημοσίευση Νόμος). Αναφορικά με τον προβαλλόμενο εκ μέρους των αναιρεσειόντων αυτοτελή ισχυρισμό περί υπάρξεως εκκρεμοδικίας, και κηρύξεως της παρούσας ποινικής διώξεως ως απαράδεκτης, από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα, δεχόμενο την εισαγγελική πρόταση, δεν έσφαλε στην κρίση του, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό αυτό. Ειδικότερα, σε βάρος των κατηγορουμένων έχει ασκηθεί άλλη - προγενέστερη - ποινική δίωξη και έχει σχηματιστεί η με αριθμό ΕΓ93-07/54 δικογραφία η οποία περατώθηκε από την Ανακρίτρια του 18ου τακτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και εκκρεμεί ήδη ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για την έκδοση βουλεύματος. Μάλιστα δε με την αριθμό 99/2007 απόφαση της παραπάνω Ανακρίτριας συνενώθηκαν με αυτή οι δικογραφίες που εκκρεμούσαν και είχαν παραγγελθεί με τις αριθμούς ΕΓ78-05/187 και Δ2004/4417 παραγγελίες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Από την αντιπαραβολή δε των στοιχείων των δικογραφιών αυτών σε συνδυασμό με την κατηγορία που τους έχει απαγγελθεί, προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν υπάρχει ταυτότητα των πράξεων που έχουν διαπραχθεί, καθόσον διαφέρει αφενός ο χρόνος τελέσεως των εγκλημάτων αυτών και αφετέρου το συνολικό ποσό που φέρεται ότι υπεξαιρέθηκε εκ μέρους των κατηγορουμένων. Ανεξάρτητα λοιπόν εάν η ποινική δίωξη στην άλλη δικογραφία έχει ασκηθεί προγενέστερα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η παρούσα υπόθεση σαφώς προηγείται διαδικαστικά της άλλης, καθόσον αυτή εκκρεμεί ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου για την έκδοση αμετακλήτου βουλεύματος, ενώ η παρούσα εκκρεμεί ήδη στο Συμβούλιο Εφετών, μετά τις εφέσεις που έχουν ασκήσει οι κατηγορούμενοι. Επιπλέον, ο εκ των συγκατηγορουμένων Ζ1, υποστηρίζει ότι με την αριθμό 22572/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, επιβλήθηκε σε αυτόν ποινή φυλακίσεως τριάντα (30) μηνών και χρηματική ποινή δώδεκα χιλιάδων (12000) ευρώ για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Επίσης, με το αριθμό 14247/2005 κατηγορητήριο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, ο ίδιος αλλά και οι Ζ3, Ζ2, Θ και Π, έχουν παραπεμφθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Μεταξύ των πράξεων της υπεξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ και αυτής που προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, υπάρχει ειδοποιός διαφορά, καθόσον στην πρώτη περίπτωση υπάρχει μία από τις σχέσεις που αναφέρονται ενδεικτικά στην παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου, (εντολοδόχου, διαχειριστή ξένης περιουσίας κλπ), ενώ στη δεύτερη περίπτωση για να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού πρέπει να υπάρχει σχέση εξαρτημένης εργασίας, έναντι αμοιβής και υποχρέωση εκ με ρους αυτών να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές τους προς τον Ασφαλιστικό Οργανισμό. Στην προκειμένη περίπτωση τα μέλη του συνεταιρισμού δεν παρείχαν κατά κύριο επάγγελμα οποιαδήποτε εξαρτημένη εργασία, έναντι αμοιβής, στο συνεταιρισμό, αλλά όπως αναφέρεται στο καταστατικό αυτού, κατά πλάσμα δικαίου θεωρείται ως εργοδότης για τις ανάγκες εξυπηρετήσεως αποδόσεως των εισφορών των μελών του, χωρίς όμως να εξομοιούται πλήρως προς τους κοινούς εργοδότες (Σ.τ.Ε. 4413/1990 και 358/1989, δημοσίευση στη Νόμος). Ως προς το ουσιαστικό μέρος της υποθέσεως οι εκκαλούντες αρνούνται ότι αυτοί ιδιοποιήθηκαν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό και υποστηρίζουν ότι όσα ποσά παρέλαβαν ως ασφαλιστικές εισφορές από τα μέλη του συνεταιρισμού, τα παρέδωσαν στα αρμόδια για την είσπραξη μέλη, ή τα κατέθεσαν στον τραπεζικό λογαριασμό τον οποίο τηρούσε ο συνεταιρισμός στην Τράπεζα. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών τους, επικαλούνται αφενός περικοπές των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στην υπόθεση, όπως επίσης και διάφορα έγγραφα, από τα οποία - κατά την άποψη τους - αποδεικνύεται η ανυπαρξία- στοιχείων σε βάρος τους. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί των κατηγορουμένων δεν είναι βάσιμοι, καθόσον από την αξιολόγηση των μαρτύρων που έχουν εξεταστεί κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως, σαφώς προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι, μετά συνεννόηση με τον συγκατηγορούμενο Ζ1, είχαν αναλάβει την είσπραξη των μηνιαίων εισφορών, από τα μέλη του συνεταιρισμού, προκειμένου να τα καταθέτουν στον τραπεζικό λογαριασμό, προκειμένου να αποδοθούν στο ΙΚΑ .... Πλην όμως, όπως συνάγεται από τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία και μάλιστα από τα σχετικά έγγραφα του ΙΚΑ (Πράξεις Επιβολής Εισφορών, Πράξεις Επιβολής Προσθέτων Εισφορών, Πράξεις Επιβολής Προσθέτων Τελών και Πράξεις Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης Εισφορών) οι κατηγορούμενοι ασκώντας στην πραγματικότητα τη διοίκηση και διαχείριση του συνεταιρισμού, αν και είχαν εισπράξει τις ασφαλιστικές εισφορές των μελών, δεν τις κατέθεσαν στον τραπεζικό λογαριασμό του συνεταιρισμού, αλλά τις ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Όπως δε αναφέρουν στις καταθέσεις των οι μάρτυρες Δ1, Δ2, Δ3, Δ4 και Δ5, οι κατηγορούμενοι με την καθοδήγηση του πρώτου εξ αυτών Ζ1, ενεργούσαν από κοινού, γνωρίζοντας ο καθένας από αυτούς ότι και οι λοιποί εισέπρατταν εισφορές τις οποίες δεν απέδιδαν, αλλά τις παρακρατούσαν παράνομα προς δικό τους όφελος. Μάλιστα δε όπως περί γράφουν οι μάρτυρες αυτοί, οι οποίοι έχουν προσωπική άποψη για τα γεγονότα και εκθέτουν πληροφορίες που τους έχουν μεταφερθεί από οικείους και φίλους των κατηγορουμένων, από τον τρόπο που εισέπρατταν τις εισφορές και ακολούθως τις μεταξύ αυτών συνεννοήσεις και δοσοληψίες, προκύπτει με σαφήνεια ότι υπήρχε συγκατοχή των χρημάτων τα οποία τελικά υπεξαίρεσαν. Οι ίδιοι δε μάρτυρες, σε συνδυασμό με τις υπεύθυνες δηλώσεις των μελών του συνεταιρισμού που έχουν προσκομιστεί, δίδουν καταλυτική απάντηση στον ισχυρισμό των κατηγορουμένων ότι δήθεν τα περισσότερα μέλη του συνεταιρισμού δεν είχαν καταβάλει τις εισφορές τους. Αλλά και σε περίπτωση που υποτεθεί ότι το ποσό που τελικά έχει υπεξαιρεθεί, δεν είναι το αποδιδόμενο, αλλά μικρότερο, (ισχυρισμό που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι), γεγονός όμως που στην παρούσα διαδικασία δεν μπορεί να αποδειχθεί ως πραγματικό, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή όσο αφορά τη βαρύτητα του εγκλήματος, το οποίο εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως κακουργηματική πράξη και η βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού θα κριθεί στη διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, με τα εχέγγυα της προφορικότητας, της αμεσότητας και της συνολικής εκτιμήσεως του αποδεικτικού υλικού. Ενόψει αυτών, ορθώς κρίθηκαν ως επαρκείς οι ενδείξεις σε βάρος των εκκαλούντων Ζ1, Χ2 (αναιρεσείοντα) Χ1 (αναιρεσείοντα) και Ζ3, με το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, στις ορθές, βάσιμες και νομίμους σκέψεις του οποίου και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση συμπληρωματικά αναφερόμαστε. Τέλος το συνυποβαλλόμενο με τις εκθέσεις εφέσεως αίτημα των εκκαλούντων - κατηγορουμένων, Χ2 και Χ1(αναιρεσειόντων), με το οποίο ζητούν την αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους ενώπιον του Συμβουλίου Σας, για την παροχή διευκρινίσεων και το οποίο (αίτημα) αποτελεί ειδικότερη έκφραση του κατοχυρωμένου με το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαιώματος ακροάσεως είναι μεν νόμιμο, κατά το άρθρο 309 παρ. 2, 316 παρ. 2 και 318 ΚΠΔ, στερείται όμως ουσιαστικής βασιμότητας και πρέπει να απορριφθεί, διότι, τόσο κατά τη δίοδο της κυρίας ανακρίσεως, όσο και με τις εκθέσεις εφέσεως τους εξέθεσαν εκτενέστατα και αναλυτικά τους αφορώντες στα νομικά και πραγματικά ζητήματα της υπόθεσης ισχυρισμούς τους και δεν συντρέχει λόγος για την ενώπιον Σας επαναδιατύπωσή τους, αφού η επαναφορά τους παρίσταται διαγνωστικά απρόσφορη και αλυσιτελής (ΑΠ 187/1995, ΠοινΧρ. ΜΕ' σελ. 472, ΑΠ 1134/1994, ΠοινΧρ. ΜΔ' σελ. 959). Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 Συντ. και 139 ΚΠΔ), αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς ασάφειες ή αντιφάσεις όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκαν παραπεμπτέοι οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, όλα τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ως άνω ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικώς δε και επαρκώς αιτιολογούνται όλοι οι προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί (περί εκκρεμοδικίας και κηρύξεως της ποινικής διώξεως ως απαράδεκτης, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεων - ΑΠ 1/07, ΑΠ 166/06 -) και τα αιτήματά των και επομένως οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων λόγοι αναίρεσης (αρ. 484 παρ. 1α', β', γ' και δ' ΚΠΔ) είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος από τους αναιρεσείοντες λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, επειδή το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε αναιτιολόγητα το αίτημά τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του (αρ. 309 παρ. 2 ΚΠΔ), είναι αβάσιμος διότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εκθέτοντας ότι..... "Οι αιτούντες τόσο κατά το στάδιο της κυρίας ανάκρισης, όσο και με τις εκθέσεις εφέσεώς των εξέθεσαν εκτενέστατα και αναλυτικά τους αφορώντες στα νομικά και πραγματικά ζητήματα της υπόθεσης ισχυρισμούς τους και δεν συντρέχει λόγος για την ενώπιόν σας επαναδιατύπωσή τους, αφού η επαναφορά τους παρίσταται διαγνωστικά απρόσφορη και αλυσιτελής", αιτιολογημένα απάντησε στο σχετικό αίτημα των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και συνεπώς δεν παραβίασε τα άρθρα 309 παρ. 2 - 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ (ΑΠ 187/95, ΑΠ 1506/02, ΑΠ 540/06, ΑΠ 1226/08, ΑΠ 1104/95), πέραν του ότι απόλυτη ακυρότητα δημιουργείται μόνο όταν το αρμόδιο Συμβούλιο δεν απαντά καθόλου στο αίτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου (ΑΠ 310/96, ΑΠ 1441/97 κ.α.). Κατ'ακολουθία τούτων, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει η υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης να απορριφθούν στο σύνολό τους και να επιβληθούν τα νόμιμα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω
(Α) Να γίνουν τυπικά δεκτές και να απορριφθούν στην ουσία οι υπ'αρ. 3/2010 και 4/2010 αιτήσεις των (1) Χ1, κατοίκου ... και (2) Χ2, κατοίκου ..., αντιστοίχως, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 2159/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
(Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες. Αθήνα 26 Μαρτίου 2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης".
Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου οι υπ' αριθ. 3/ 08-01-2010 και 4/ 08-01-2010 αιτήσεις των Χ1, κατοίκου ... και Χ2, κατοίκου ... αντίστοιχα για αναίρεση του 2159/ 2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν ως συναφείς.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται τα ανωτέρω στοιχεία με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου αυτού. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το συμβούλιο δίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό με το διατακτικό το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτές ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με το 974/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, οι αναιρεσείοντες παραπέμφθηκαν μαζί με άλλους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για υπεξαίρεση από κοινού κατ' εξακολούθηση της οποίας η συνολική αξία υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ. Μετά από εφέσεις των αναιρεσειόντων, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 2159/ 2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε αυτές κατ' ουσίαν και επικύρωσε το πρωτόδικο κατά τις παραπεμπτικές διατάξεις του. Με το βούλευμα αυτό, το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, αφού αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος προσδιορίζονται, δέχτηκε ανελέγκτως ότι: Με την με αριθμό ... απόφαση του Νομάρχη ..., ιδρύθηκε ο Ασφαλιστικός Συνεταιρισμός με την επωνυμία "ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΠΩΛΗΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ - Η ...", με έδρα το .... Σύμφωνα με το καταστατικό του παραπάνω συνεταιρισμού σκοπός αυτού είναι "η δια της συνεργασίας των συνεταίρων προαγωγή της ιδιωτικής οικονομίας αυτών". Ειδικότερα, ο συνεταιρισμός αυτός έχει ως κύριο σκοπό την πραγματοποίηση της ασφαλίσεως των συνεταίρων στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναλαμβάνοντας την ευθύνη καταβολής των εισφορών και υπέχοντας τις ευθύνες του εργοδότη έναντι του παραπάνω οργανισμού. Μέλη του συνεταιρισμού αυτού αποτελούν οι πωλητές λαϊκών αγορών Ανατολικής και Δυτικής Αττικής. Το όργανο που διοικεί το Συνεταιρισμό, είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από επτά (7) τακτικά μέλη, εκ των οποίων τα τέσσερα (Α) καταλαμβάνουν τις θέσεις του Προέδρου, Αντιπροέδρου, Γενικού Γραμματέως και Ταμία, τα δε υπόλοιπα τρία (3), ως απλά μέλη, τα οποία εκλέγονται από Γενική Συνέλευση. Το προηγούμενο Διοικητικό Συμβούλιο, όταν συγκροτηθεί σε σώμα, εκλέγει τα τέσσερα πρώτα από τα μέλη, με θητεία ενός (1) έτους. Το συνεταιρισμό εκπροσωπεί ο Πρόεδρος, το δε Διοικητικό Συμβούλιο έχει την ευθύνη για την καλή διαχείριση και διοίκηση του συνεταιρισμού και την υποχρέωση να καταβάλει εμπρόθεσμα στο ΙΚΑ τις ασφαλιστικές εισφορές. Για το σκοπό αυτό το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα με ευθύνη του να αναθέτει σε υπαλλήλους αυτού ή συνεταίρους ή άλλα πρόσωπα, την είσπραξη παρά των συνεταίρων των ασφαλιστικών εισφορών και την κατάθεση αυτών στον ασφαλιστικό οργανισμό. Τέλος, το Εποπτικό Συμβούλιο, του συνεταιρισμού, το οποίο αποτελείται από τρία (3) άτομα, μέλη αυτού, ασκεί την εποπτεία και τον έλεγχο των πράξεων και της διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου και εκλέγεται μαζί με τα μέλη του προηγούμενου οργάνου για θητεία ενός (1) έτους. Η Γενική Συνέλευση του συνεταιρισμού συγκλήθηκε για τελευταία φορά το έτος 1997, κατά την οποία εξελέγησαν ο Ζ1 ως Πρόεδρος, ο Ζ2, ως Γενικός Γραμματέας, ο Ζ3, ως Ταμίας και ο Χ2 (αναιρεσείων), ως Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου. Από τότε, δεν έλαβε χώρα άλλη τακτική ή έκτακτη Γενική Συνέλευση, για να εκλεγεί νέα Διοίκηση, με αποτέλεσμα η διαχείριση του συνεταιρισμού να εξακολουθεί να γίνεται από τους παραπάνω κατηγορουμένους. Μέχρι το τέλος του έτους 1999 τις εισπράξεις των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών των μελών του συνεταιρισμού είχε αναλάβει αποκλειστικά ο Ταμίας Ζ3, ο οποίος εξέδιδε επίσημες αποδείξεις. Ακολούθως, τις αποδείξεις αυτές παρέδιδε ο προηγούμενος στη λογίστρια του συνεταιρισμού, η οποία συνέτασσε τις μηνιαίες καταστάσεις και τις κατέθετε στο ΙΚΑ και ο ίδιος κατέβαλε στον αυτό οργανισμό το αντίστοιχο χρηματικό ποσό. Επειδή όμως τα μέλη του συνεταιρισμού, ήταν διασκορπισμένα σε όλη την ... και υπήρχε δυσκολία για τον εντοπισμό αυτών και την είσπραξη των εισφορών, αποφασίστηκε από τον Πρόεδρο του συνεταιρισμού, Ζ1 και ανακοίνωσε στον Ταμία, ότι εκτός αυτού, από το έτος 2000 τις μηνιαίες εισφορές των μελών, θα εισέπρατταν ο ίδιος, ο Γενικός Γραμματέας, Ζ2, ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου Χ2(αναιρεσείων), ο Πρόεδρος του επαγγελματικού σωματείου πωλητών λαϊκών αγορών Δυτικής Αττικής, Χ1 (αναιρεσείων), όπως επίσης και ο υπεύθυνος ασφαλείας των λαϊκών, Ζ4. Για το λόγο αυτό την 1.1.2000 ανοίχτηκε ο με αριθμός ... λογαριασμός στο υποκατάστημα ...Τράπεζας Εργασίας, για να κατατίθενται τα χρήματα που θα εισέπρατταν τα παραπάνω μέλη. Επειδή λοιπόν θα υπήρχαν πολλά άτομα, τα οποία θα εισέπρατταν τις μηνιαίες εισφορές των μελών, αποφασίστηκε να ακολουθείται η παρακάτω πολύπλοκη διαδικασία. Ο Ταμίας εξέδιδε και υπέγραφε όλες τις μηνιαίες αποδείξεις με τα ποσά που θα έπρεπε να εισπραχθούν, κρατούσε τα στελέχη των αποδείξεων για τις εισπράξεις που θα πραγματοποιούσε ο ίδιος και τα υπόλοιπα στελέχη παρέδιδε στον Πρόεδρο, ο οποίος με τη σειρά του τα παρέδιδε και στους άλλους για να εισπράξουν τις εισφορές, τις οποίες ακολούθως ή παρέδιδαν στον Ταμία, ή τις κατέθεταν στον τραπεζικό λογαριασμό του Συνεταιρισμού. Πλην όμως, με την πάροδο του χρόνου διαπιστώθηκε ότι οι παραπάνω κατηγορούμενοι αν και εισέπρατταν από τα μέλη του συνεταιρισμού τις μηνιαίες ασφαλιστικές εισφορές, δεν τις απέδιδαν στον Ασφαλιστικό Οργανισμό (ΙΚΑ) αλλά, ενεργώντας από κοινού, δηλαδή ο καθένας τους γνωρίζοντας τη
συμπεριφορά των άλλων, παρακρατούσαν τα χρήματα και τα ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Με τον τρόπο αυτό οι παραπάνω κατηγορούμενοι, κατά το χρονικό διάστημα από 110.2000 μέχρι και 3112.2003, διαπιστώθηκε ότι ιδιοποιήθηκαν παράνομα, συνολικά το ποσό των 760.735,66 ευρώ. Το υποκατάστημα του ΙΚΑ ..., μετά από έλεγχο που διενήργησε, εξέδωσε την με αριθμό ...πράξη επιβολής εισφορών (Π.Ε.Ε.) ποσού 245.507,56 ευρώ, που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1.10.2000 μέχρι και 31.12.2001, όπως επίσης και την αριθμό ...πράξη επιβολής εισφορών (Π.Ε.Ε.), ποσού 515.228,10 ευρώ που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 μέχρι και 31.12.2003. Εκτός από τις παραπάνω πράξεις επιβολής εισφορών, από το αρμόδιο κατάστημα του ΙΚΑ. για το ίδιο χρονικό διάστημα, αλλά και μέχρι την 31.3.2004, εκδόθηκαν σε βάρος του συνεταιρισμού (α) η με αριθμό ... πράξη επιβολής πρόσθετου τέλους, ύψους 12.528,84 ευρώ, (β) η με αριθμό ..., πράξη επιβολής πρόσθετου τέλους, ποσού 44.509,43 ευρώ, (γ) η με αριθμό ... πράξη επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών 68.345,75 ευρώ, (δ) η με αριθμό ... πράξη επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών, ποσού 8.285,76, 5.149,24 και 7.288,40 ευρώ, (ε) η με αριθμό ...πράξη επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών, ύψους 2.455,04 ευρώ και (στ) η με αριθμό ... πράξη επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών, ποσού 339,59 ευρώ. Οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι, στις εκθέσεις των εφέσεων κατ' αρχή προβάλλουν τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η ποινική δίωξη που έχει ασκηθεί κατ' αυτών είναι απαράδεκτη, καθόσον η παρούσα ποινική δίωξη έχει απορροφηθεί από την ασκηθείσα ήδη ποινική δίωξη για το έγκλημα της μη αποδόσεως ασφαλιστικών εισφορών στο 1ΚΑ (άρθρο 1 παρ. 2 του Α.Ν. 86/1967). Ως προς την ουσία της υποθέσεως, οι εκκαλούντες αρνούνται την κατηγορία που τους αποδίδεται και ο καθένας από αυτούς προβάλει διαφορετικούς ισχυρισμούς. Ακόμη, ο ίδιοι εκθέτουν ότι το προβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένα εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και τους παρέπεμψε για να δικαστούν για την παραπάνω αξιόποινη πράξη. Ειδικότερα, οι Χ2 και Χ1 (αναιρεσείοντες) υποστηρίζουν, αφενός ότι δεν είχαν καμία ανάμειξη στην είσπραξη μηνιαίων εισφορών, αλλά την εργασία αυτή είχε αναλάβει ο Ζ4ς και αφετέρου ότι στην κατηγορία που τους αποδίδεται, δεν προσδιορίζονται τα ονόματα των μελών τα οποία φέρονται ότι τους παρέδωσαν χρήματα και πόσα ο καθένας από αυτούς.
Αναφορικά με τον προβαλλόμενο εκ μέρους των αναιρεσειόντων αυτοτελή ισχυρισμό περί υπάρξεως εκκρεμοδικίας, και κηρύξεως της παρούσας ποινικής διώξεως ως απαράδεκτης, από τα αποδεικτικά στοιχεία -της δικογραφίας προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα, δεχόμενο την εισαγγελική πρόταση, δεν έσφαλε στην κρίση του, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό αυτό. Ειδικότερα, σε βάρος των κατηγορουμένων έχει ασκηθεί άλλη - προγενέστερη - ποινική δίωξη και έχει σχηματιστεί η με αριθμό ΕΓ93-07/54 δικογραφία η οποία περατώθηκε από την Ανακρίτρια του 18ου τακτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και εκκρεμεί ήδη ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για την έκδοση βουλεύματος. Μάλιστα δε με την αριθμό 99/2007 απόφαση της παραπάνω Ανακρίτριας συνενώθηκαν με αυτή οι δικογραφίες που εκκρεμούσαν και είχαν παραγγελθεί με τις αριθμούς ΕΓ78-05/187 και Δ2004/4417 παραγγελίες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Από την αντιπαραβολή δε των στοιχείων των δικογραφιών αυτών σε συνδυασμό με την κατηγορία που τους έχει απαγγελθεί, προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν υπάρχει ταυτότητα των πράξεων που έχουν διαπραχθεί, καθόσον διαφέρει αφενός ο χρόνος τελέσεως των εγκλημάτων αυτών και αφετέρου το συνολικό ποσό που φέρεται ότι υπεξαιρέθηκε εκ μέρους των κατηγορουμένων. Ανεξάρτητα λοιπόν εάν η ποινική δίωξη στην άλλη δικογραφία έχει ασκηθεί προγενέστερα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η παρούσα υπόθεση σαφώς προηγείται διαδικαστικά της άλλης, καθόσον αυτή εκκρεμεί ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου για την έκδοση αμετακλήτου βουλεύματος, ενώ η παρούσα εκκρεμεί ήδη στο Συμβούλιο Εφετών, μετά τις εφέσεις που έχουν ασκήσει οι κατηγορούμενοι. Επιπλέον, ο εκ των συγκατηγορουμένων Ζ1, υποστηρίζει ότι με την αριθμό 22572/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, επιβλήθηκε σε αυτόν ποινή φυλακίσεως τριάντα (30) μηνών και χρηματική ποινή δώδεκα χιλιάδων (12000) ευρώ για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Επίσης, με το αριθμό 14247/2005 κατηγορητήριο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, ο ίδιος αλλά και οι Ζ3, Ζ2, Θ και Π, έχουν παραπεμφθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Μεταξύ των πράξεων της υπεξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ και αυτής που προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, υπάρχει ειδοποιός διαφορά, καθόσον στην πρώτη περίπτωση υπάρχει μία από τις σχέσεις που αναφέρονται ενδεικτικά στην παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου, (εντολοδόχου, διαχειριστή ξένης περιουσίας κλπ), ενώ στη δεύτερη περίπτωση για να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού πρέπει να υπάρχει σχέση εξαρτημένης εργασίας, έναντι αμοιβής και υποχρέωση εκ με ρους αυτών να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές τους προς τον Ασφαλιστικό Οργανισμό. Στην προκειμένη περίπτωση τα μέλη του συνεταιρισμού δεν παρείχαν κατά κύριο επάγγελμα οποιαδήποτε εξαρτημένη εργασία, έναντι αμοιβής, στο συνεταιρισμό, αλλά όπως αναφέρεται στο καταστατικό αυτού, κατά πλάσμα δικαίου θεωρείται ως εργοδότης για τις ανάγκες εξυπηρετήσεως αποδόσεως των εισφορών των μελών του, χωρίς όμως να εξομοιούται πλήρως προς τους κοινούς εργοδότες. Ως προς το ουσιαστικό μέρος της υποθέσεως οι εκκαλούντες αρνούνται ότι αυτοί ιδιοποιήθηκαν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό και υποστηρίζουν ότι όσα ποσά παρέλαβαν ως ασφαλιστικές εισφορές από τα μέλη του συνεταιρισμού, τα παρέδωσαν στα αρμόδια για την είσπραξη μέλη, ή τα κατέθεσαν στον τραπεζικό λογαριασμό τον οποίο τηρούσε ο συνεταιρισμός στην Τράπεζα. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών τους, επικαλούνται αφενός περικοπές των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στην υπόθεση, όπως επίσης και διάφορα έγγραφα, από τα οποία - κατά την άποψη τους - αποδεικνύεται η ανυπαρξία- στοιχείων σε βάρος τους. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί των κατηγορουμένων δεν είναι βάσιμοι, καθόσον από την αξιολόγηση των μαρτύρων που έχουν εξεταστεί κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως, σαφώς προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι, μετά συνεννόηση με τον συγκατηγορούμενο Ζ1, είχαν αναλάβει την είσπραξη των μηνιαίων εισφορών, από τα μέλη του συνεταιρισμού, προκειμένου να τα καταθέτουν στον τραπεζικό λογαριασμό, προκειμένου να αποδοθούν στο ΙΚΑ .... Πλην όμως, όπως συνάγεται από τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία και μάλιστα από τα σχετικά έγγραφα του ΙΚΑ (Πράξεις Επιβολής Εισφορών, Πράξεις Επιβολής Προσθέτων Εισφορών, Πράξεις Επιβολής Προσθέτων Τελών και Πράξεις Επιβολής Πρόσθετης Επιβάρυνσης Εισφορών) οι κατηγορούμενοι ασκώντας στην πραγματικότητα τη διοίκηση και διαχείριση του συνεταιρισμού, αν και είχαν εισπράξει τις ασφαλιστικές εισφορές των μελών, δεν τις κατέθεσαν στον τραπεζικό λογαριασμό του συνεταιρισμού, αλλά τις ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Όπως δε αναφέρουν στις καταθέσεις των οι μάρτυρες Δ1, Δ2, Δ3, Δ4 και Δ5, οι κατηγορούμενοι με την καθοδήγηση του πρώτου εξ αυτών Ζ1, ενεργούσαν από κοινού, γνωρίζοντας ο καθένας από αυτούς ότι και οι λοιποί εισέπρατταν εισφορές τις οποίες δεν απέδιδαν, αλλά τις παρακρατούσαν παράνομα προς δικό τους όφελος. Μάλιστα δε όπως περί γράφουν οι μάρτυρες αυτοί, οι οποίοι έχουν προσωπική άποψη για τα γεγονότα και εκθέτουν πληροφορίες που τους έχουν μεταφερθεί από οικείους και φίλους των κατηγορουμένων, από τον τρόπο που εισέπρατταν τις εισφορές και ακολούθως τις μεταξύ αυτών συνεννοήσεις και δοσοληψίες, προκύπτει με σαφήνεια ότι υπήρχε συγκατοχή των χρημάτων τα οποία τελικά υπεξαίρεσαν. Οι ίδιοι δε μάρτυρες, σε συνδυασμό με τις υπεύθυνες δηλώσεις των μελών του συνεταιρισμού που έχουν προσκομιστεί, δίδουν καταλυτική απάντηση στον ισχυρισμό των κατηγορουμένων ότι δήθεν τα περισσότερα μέλη του συνεταιρισμού δεν είχαν καταβάλει τις εισφορές τους. Αλλά και σε περίπτωση που υποτεθεί ότι το ποσό που τελικά έχει υπεξαιρεθεί, δεν είναι το αποδιδόμενο, αλλά μικρότερο, (ισχυρισμό που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι), γεγονός όμως που στην παρούσα διαδικασία δεν μπορεί να αποδειχθεί ως πραγματικό, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή όσο αφορά τη βαρύτητα του εγκλήματος, το οποίο εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως κακουργηματική πράξη και η βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού θα κριθεί στη διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, με τα εχέγγυα της προφορικότητας, της αμεσότητας και της συνολικής εκτιμήσεως του αποδεικτικού υλικού.
Ενόψει αυτών, ορθώς κρίθηκαν ως επαρκείς οι ενδείξεις σε βάρος των εκκαλούντων Ζ1, Χ2 (αναιρεσείοντα) Χ1 (αναιρεσείοντα) και Ζ3, με το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, στις ορθές, βάσιμες και νομίμους σκέψεις του οποίου και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση συμπληρωματικά αναφερόμαστε.
Τέλος το συνυποβαλλόμενο με τις εκθέσεις εφέσεως αίτημα των εκκαλούντων - κατηγορουμένων, Χ2 και Χ1 (αναιρεσειόντων), με το οποίο ζητούν την αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους ενώπιον του Συμβουλίου Σας, για την παροχή διευκρινίσεων και το οποίο (αίτημα) αποτελεί ειδικότερη έκφραση του κατοχυρωμένου με το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαιώματος ακροάσεως είναι μεν νόμιμο, κατά το άρθρο 309 παρ. 2, 316 παρ. 2 και 318 ΚΠΔ, στερείται όμως ουσιαστικής βασιμότητας και πρέπει να απορριφθεί, διότι, τόσο κατά τη δίοδο της κυρίας ανακρίσεως, όσο και με τις εκθέσεις εφέσεως τους εξέθεσαν εκτενέστατα και αναλυτικά τους αφορώντες στα νομικά και πραγματικά ζητήματα της υπόθεσης ισχυρισμούς τους και δεν συντρέχει λόγος για την ενώπιον Σας επαναδιατύπωσή τους, αφού η επαναφορά τους παρίσταται διαγνωστικά απρόσφορη και αλυσιτελής.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθόσον σε αυτή αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος τούτου, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο τούτο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άνω άρθρου που εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και ορθά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Ειδικότερα, επαρκώς αιτιολογείται ο προβληθείς από τους αναιρεσείοντες αυτοτελής ισχυρισμός περί εκκρεμοδικίας και κηρύξεως εντεύθεν της ποινικής διώξεως ως απαράδεκτης, τον οποίον απέρριψε διότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεων της παρούσης ποινικής δίωξης και της προγενέστερης τοιαύτης καθόσον διαφέρουν ο χρόνος τελέσεως των διαλαμβανομένων εγκλημάτων και το συνολικό ποσό που φέρεται ότι υπεξαιρέθηκε εκ μέρους των κατηγορουμένων. Εξάλλου, ανεξάρτητα του ότι έχει ασκηθεί προγενέστερη ποινική δίωξη, η παρούσα υπόθεση σαφώς προηγείται διαδικαστικά της άλλης καθόσον εκείνη εκκρεμεί για την έκδοση βουλεύματος ενώ η παρούσα εκκρεμούσε στο Συμβούλιο των Εφετών, το οποίο εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Έτσι οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 α, β, γ, και δ' ΚΠΔ λόγοι της αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εξάλλου, ο λόγος της αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση για απόλυτη ακυρότητα διότι το Συμβούλιο Εφετών αναιτιολόγητα απέρριψε το αίτημα τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των αναιρεσειόντων ενώπιον του (άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ) είναι αβάσιμος διότι περί τούτου το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο βούλευμα του ότι "οι αιτούντες τόσο κατά το στάδιο της κυρίας ανάκρισης όσο και με τις εκθέσεις εφέσεων των εξέθεσαν εκτενέστατα και αναλυτικά του αφορώντες στα νομικά και πραγματικά ζητήματα της υπόθεσης ισχυρισμούς τους και δεν συντρέχει λόγος για την ενώπιον (του) επαναδιατύπωσή τους αφού η επαναφορά τους παρίσταται διαγνωστικά απρόσφορη και αλυσιτελής". Η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής και στο σχετικό αίτημα των αναιρεσειόντων το Συμβούλιο Εφετών αιτιολογημένα απάντησε και συνεπώς δεν παραβίασε τα άρθρα 309 παρ. 2 και 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και οι υπό κρίση αναιρέσεις πρέπει να απορριφθούν και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε κάθε αναιρεσείοντα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθ. 3/ 2010 και 4/2010 αιτήσεις των Χ1 κατοίκου ... και Χ2 κατοίκου ... αντίστοιχα για αναίρεση του 2159/ 2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Επιβάλλει σε κάθε αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ