Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1954 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος επιεικέστερος, Εξακολουθούν έγκλημα.




Περίληψη:
Απάτη. Η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3α΄ ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 είναι ηπιότερη της προηγουμένης και εφαρμόζεται και επί πράξεων τελεσθεισών προ της ισχύος του Ν. 2721/1999 εξακολουθητικώς και έχουν συνολικό όφελος ανώτερο των 5.000.000 δρχ, εφόσον στοιχειοθετούνται οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης. Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σε αόριστο αίτημα για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρ. 84 παρ. 2 περ. ε΄ του ΠΚ.




Αριθμός 1954/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αθανάσιο Κουτρομάνο (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Θεοδώρα Γκοΐνη, Βιολέττα Κυτέα (ορισθείσα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παρασκευόπουλο-Κόλλια, περί αναιρέσεως της 537/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 735/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 386 του ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, από το άρθρο 98 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι επί απάτης, τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Κατά δε την παράγραφο 3 εδάφ. α' του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 του ΠΚ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, που εφαρμόζεται αναδρομικά και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της (3-6-1999), σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, γιατί είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο διάταξη, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, και κατά συνήθεια, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του εγκλήματος της απάτης κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Δικαστήριο.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στην απόφαση. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 537/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα κατά τα ουσιώδη μέρη πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση τέλεσης του ιδίου εγκλήματος της απάτης, έπεισε άλλους σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και με την απόκρυψη αληθινών γεγονότων και ειδικότερα: Α. α) Την 29-10-1992 μετέβη στο εδρεύον στη Θεσσαλονίκη και επί της οδού Πολυτεχνείου 17 κατάστημα της εταιρείας "INTERLET Α.Ε." και παρέστησε ψευδώς στους κατονομαζόμενους στο διατακτικό μετόχους και στον υπάλληλο αυτής ότι ονομάζεται Α και ότι διατηρεί επί της οδού ... στην ... εταιρία δισκογραφική, υπό το ψευδώνυμο δε τούτο παρήγγειλε την επομένη τηλεφωνικώς ένα Fax Samsung SF 2200, αξίας 218.300 δραχμών, διαβεβαιώνοντας τους μετόχους ότι η ισόποση επιταγή που συμφωνήθηκε να τους παραδώσει θα πληρωνόταν, β) Την 4-11-1992 τηλεφώνησε στην ίδια εταιρία και παρέστησε ψευδώς στους εκπροσώπους της ότι ονομάζεται Β και ότι διατηρεί επιχείρηση ειδών υγιεινής επί της οδού ... στην ..., παρήγγειλε δε τις αναφερόμενες στο διατακτικό συσκευές, συνολικής αξίας 310.000 δραχμών, διαβεβαιώνοντας τους ανωτέρω ότι η ισόποση επιταγή που συμφωνήθηκε να τους παραδώσει θα πληρωνόταν και γ) Την 16-11-1992 τηλεφώνησε και πάλι στην ίδια εταιρία και παρέστησε ψευδώς στους εκπροσώπους της ότι ονομάζεται Γ και ότι διατηρεί επιχείρηση εμπορική επί της οδού ... στη ... και παρήγγειλε ένα Fax Samsung, ως το περιγραφόμενο, διαβεβαιώνοντας αυτούς ότι η ισόποση προς το τίμημα των 250.000 δραχμών επιταγή θα πληρωνόταν. Μετά από αυτά οι μέτοχοι και οι εκπρόσωποι της εταιρίας, πεισθέντες, απέστειλαν τα προαναφερθέντα είδη στα πρόσωπα που τα παρήγγειλαν, τα οποία ήσαν μεν υπαρκτά, πλην αγνοούσαν ότι ο κατηγορούμενος έκανε χρήση των ονομάτων τους, με αποτέλεσμα οι τρεις επιταγές που παραδόθηκαν στην πωλήτρια εταιρία και ήσαν πλαστές να μην πληρωθούν και αντιστοίχως να ωφεληθεί κατά τα ποσά τους ο κατηγορούμενος, με ισόποση ζημία της τελευταίας. Β. Την 12-12-1993 μετέβη ο κατηγορούμενος στο επί της οδού ..., ... κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του Δ και, αφού παρέστησε ψευδώς σ' αυτόν ότι ονομάζεται Ε, παρήγγειλε ηλεκτρικά είδη συνολικής αξίας 650.000 δραχμών, οι δε προς εξόφληση του ποσού αυτού παραδοθείσες δύο επιταγές, που αναφέρονται, όπως και οι αμέσως προηγούμενες, στο διατακτικό, δεν πληρώθηκαν, αφού ήσαν προϊόντα κλοπής από το δικαιούχο ΣΤ και πλαστογραφίας από τον κατηγορούμενο, που ωφελήθηκε κατά τα ποσά τους, με ισόποση ζημία του πωλητή. Γ. Το έτος 1993 και σε ημερομηνία που δεν έχει προσδιορισθεί, μετέβη ο κατηγορούμενος στο επί της ... στην ... κατάστημα της εταιρείας ΗΛΕΚΤΡΟΧΑΛΚΟΜ ΕΠΕ και παρέστησε ψευδώς στο διαχειριστή της Ζ ότι ονομάζεται Ε, παρήγγειλε δε χαλκοσωλήνες αξίας 460.770 δραχμών. Η ισόποση και αναφερόμενη στο διατακτικό, όμως, επιταγή δεν πληρώθηκε, αφού ήταν προϊόν κλοπής από το δικαιούχο Η και πλαστογραφίας από τον κατηγορούμενο, ο οποίος ωφελήθηκε κατά το ποσό της, με αντίστοιχη ζημία της πωλήτριας. Δ. Το έτος 1993 και σε ημερομηνία που δεν έχει προσδιορισθεί, μετέβη ο κατηγορούμενος στο επί της οδού ... στο ... κατάστημα της εταιρείας "ΒΑΜΒΑΚΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΑΕ" και παρέστησε ψευδώς στη νόμιμη εκπρόσωπό της Θ ότι ονομάζεται Ε και παρήγγειλε έναν αεροσυμπιεστή, μία μηχανή συσκευασίας και ένα πλαστικό τσέρκι συνολικής αξίας 680.000 δραχμών. Η ισόποση και αναφερόμενη στο διατακτικό όμως επιταγή δεν πληρώθηκε, αφού ήταν προϊόν κλοπής από το δικαιούχο Η και πλαστογραφίας από τον κατηγορούμενο, ο οποίος ωφελήθηκε κατά το ποσό της, με αντίστοιχη ζημία της πωλήτριας. Ε. Την 26-11-1993 μετέβη ο κατηγορούμενος στα γραφεία της εταιρείας "ΧΑΛΒΑΔΟΠΟΙΪΑ ΞΑΝΘΗΣ-ΖΑΧΑΡΩΔΗ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ ΑΕ", στην ... και παρέστησε ψευδώς στον εκπρόσωπό της Ι ότι ονομάζεται Κ και ότι έχει επιχείρηση στην οδό ..., στην ..., δηλώνοντας και αριθμό τηλεφώνου και ΑΦΜ, παρήγγειλε δε πωλούμενα από αυτήν προϊόντα αξίας 1.882.300 και 1.056.780 δραχμών, χωρίς να καταβάλει τα ποσά αυτά, ούτε να παραδώσει ισόποσες επιταγές, ωφελούμενος έτσι, με αντίστοιχη ζημία της πωλήτριας. ΣΤ. Την 15-11-1993 παρέστησε ψευδώς στις εκμισθώτριες διαμερίσματος της ..., στην ..., Λ1 και Λ2 ότι ονομάζεται Ε και μίσθωσε με το όνομα αυτό το διαμέρισμα για επαγγελματική στέγη, ενώ η μίσθωση δεν θα καταρτίζονταν αν ήξεραν οι εν λόγω εκμισθώτριες ότι τους είχε δώσει ψευδή στοιχεία. Στη συνέχεια δε εγκατέλειψε το μίσθιο οφείλοντας μισθώματα δύο μηνών, ήτοι 200.000 δραχμές, κατά τις οποίες ωφελήθηκε, με αντίστοιχη ζημία των τελευταίων και Ζ. Την 17-12-1993 μετέβη ο κατηγορούμενος στο επί της οδού ..., στο ..., κατάστημα της Μ και, παριστάνοντας ψευδώς, ότι ονομάζεται Ε, παρήγγειλε ένα πλυστικό μηχάνημα αξίας 881.541 δραχμών. Οι παραδοθείσες όμως ισόποσες και αναφερόμενες στο διατακτικό δύο επιταγές δεν πληρώθηκαν διότι ήταν πλαστές, αν και είχε διαβεβαιώσει την εν λόγω, όπως και όλους τους προαναφερθέντες λήπτες επιταγών, του ότι θα επληρώνοντο, ωφελούμενος έτσι κατά το ποσό τους, με αντίστοιχη ζημία της πωλήτριας. Από τις διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 ΠΚ), προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται η προς το σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας επέρχεται ως άμεσο αποτέλεσμα η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και, μετά τη νέα αντικατάσταση της παρ. 3 από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, απαιτείται, επιπλέον, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., οπότε η νεότερη αυτή διάταξη αποβαίνει στο σύνολό της, ακόμη ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, (αφού βάσει αυτής, για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της απάτης δεν αρκεί μόνο, όπως προηγουμένως, η κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσή της από το δράστη), και πρέπει να εφαρμόζεται μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως. Όπως δε προκύπτει από το συνδυασμό της τελευταίας αυτής ευμενέστερης διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 386 ΠΚ προς το άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, επί απάτης κατ' εξακολούθηση, που τελέσθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2721/1999, ο ποινικός χαρακτήρας αυτής ως κακουργήματος προσδιορίζεται πλέον με βάση τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που επήλθε ή σκοπήθηκε. Ο αυτοτελής ισχυρισμός, συνεπώς, του κατηγορουμένου, όπως αυτός αναπτύχτηκε στο ακροατήριο, ότι οι ανωτέρω διατάξεις δεν είναι εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση και ότι η απάτη κατ' εξακολούθηση, που του αποδίδεται, δεν έχει κακουργηματικό αλλά πλημμεληματικό χαρακτήρα, δεν στηρίζεται στο νόμο και είναι απορριπτέος. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την άδικη πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και συνάμα σταθερή ροπή του προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού, ως στοιχείου της προσωπικότητάς του, με συνέπεια η πράξη του αυτή να έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, αφού προσθέτως η από την πράξη του αυτή συνολική ζημία των παθόντων και το συνολικό όφελος αυτού υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών". Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος απάτης σε βαθμό κακουργήματος, κατ' εξακολούθηση, με τη μορφή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως αυτής, από την οποία το συνολικό όφελος αυτής και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (13 εδ. στ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 386 παρ. 1, 3 εδ. α, ΠΚ). Για την πράξη του δε αυτή, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών. Με τις πιο πάνω παραδοχές το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα το Πενταμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε εσφαλμένα τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου του 386 παρ. 3 ΠΚ, όπως ισχύουν, με το να απορρίψει τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι η πιο πάνω πράξη για την οποία καταδικάστηκε είχε πλημμεληματικό χαρακτήρα και να δεχθεί ότι για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια απάτης, κατ' εξακολούθηση, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό όφελος των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) και όχι τα ποσά της κάθε επί μέρους πράξεως (ΟλΑΠ 5/2008). Επίσης περιέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, τόσο ως προς την συνδρομή της εν λόγω προϋποθέσεως, (δηλαδή ότι το συνολικό όφελος υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ), όσο και ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της κακουργηματικής πράξεως της απάτης, κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε. Κατ' ακολουθία ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ συναφής λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και ο από το αυτό άρθρο του ίδιου Κώδικα στοιχ. Δ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι. Αβάσιμος επίσης είναι και ο λόγος αναιρέσεως περί παραγραφής της πιο πάνω πράξεως, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων έχει το χαρακτήρα πλημμελήματος, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται περί κακουργήματος, για το οποίο, από το χρόνο τελέσεως αυτού (29-10-1992 έως και το έτος 1993), δεν παρήλθε ο προβλεπόμενος από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2β και 113 παρ. 2 και 3 εδ. α ΠΚ χρόνος παραγραφής.
Η κατά τα προεκτεθέντα επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα ποινής. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, (εδάφιο ε'), "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του". Για να είναι ορισμένος ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός πρέπει να διαλαμβάνει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, όπως να προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα για να κριθεί αν αφορά σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και να αναφέρονται στην προσωπικότητα του δράστη. Η παθητική απλώς συμπεριφορά του δράστη μετά την πράξη δεν αρκεί για την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και το αίτημα προς αναγνώριση των από το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ ελαφρυντικών περιστάσεων, που προτείνονται, κατ' άρθρα 170 παρ. 2 και 333,παρ. 2 ΚΠοινΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με επίκληση των θεμελιούντων τούτους πραγματικών περιστατικών. Επομένως, είναι, αβάσιμος και απορριπτέος ο, κατ'εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ αναιρετικός λόγος, κατά τον οποίο το εκδόσαν την πληττόμενη απόφαση Δικαστήριο, με ανεπαρκή αιτιολογία, απέρριψε το ζητηθέν ελαφρυντικό από το άρθρο 84 παρ. 2 εδάφιο ε' ΠΚ, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος ζήτησε την αναγνώριση στο πρόσωπο του τελευταίου της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ", χωρίς, όμως, να εκθέσει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, προς θεμελίωση της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν υποχρεούτο να απαντήσει στον εν λόγω αόριστο αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, τον οποίον ως εκ περισσού απέρριψε με ιδιαίτερη αιτιολογία.
Κατ' ακολουθία τούτων, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5-4-2007 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 537/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Αυγούστου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή