Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση. Αιτήσεις αναίρεσης παραπεμπτικού βουλεύματος με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των οικείων διατάξεων. Απορρίπτει αιτήσεις.
Αριθμός 2009/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Νοεμβρίου 2011, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Ε. Κ. του Ν. και 2) Ν. Κ. του Ε., αμφοτέρων κατοίκων ..., που δεν παρέστησαν, περί αναιρέσεως του με αριθμό βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "SCHMITZ ANHANGER LEASING UND HANDELS GMBH", που εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παρέστη.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Ιουνίου 2010 αιτήσεις τους, αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 855/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 358/21.10.2010 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τζαγκουρνή, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριό Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ.1, 474, 476 παρ.2 και 485 παρ.1 ΚΠΔ, τις με αριθμούς 73 και 74 / από 21-6-2010 αιτήσεις αναιρέσεως των α) Ε. Κ. του Ν. και β) Ν. Κ. του Ε., αντίστοιχα, κατοίκων ..., κατά του με αριθμ. 1156/2010 Βουλεύματος του Συμβουλίου των Εφετών Αθηνών, και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 3386/2009 Βούλευμα παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, τους παραπάνω κατηγορουμένους - αναιρεσείοντες για να δικασθούν ως υπαίτιοι από κοινού υπεξαίρεσης της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ, διότι κατόπιν συναπόφασης ιδιοποιήθηκαν παράνομα ξένα κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή τους, αξίας 495.329,81 ΕΥΡΩ. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών μετά από έφεση των κατηγορουμένων και με το υπ' αριθμ. 1156/2010 βούλευμά του δέχεται τυπικά τις με αριθμούς 633 και 634/30-11-2009 εφέσεις των εκκαλούντων και νυν αναιρεσειόντων, και τις απορρίπτει στην ουσία τους, επικυρώνοντας το Πρωτόδικο βούλευμα. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στους κατηγορουμένους, Ε. και Ν. Κ. στις 10-6-2010, και στον αντίκλητο Δικηγόρο Βασίλειο Σαράκη στις 9-6-2010, (ίδετ. αποδεικτικά επίδοσης του βουλεύματος), στις δε 21-6-2010, ο μεν Βασίλειος Σαράκης άσκησε αναίρεση για λογαριασμό του Ε. Κ., δυνάμει της από 18-6-2001 εξουσιοδότησης, η οποία προσκομίστηκε και προσαρτάται, εμφανισθείς ενώπιον του γραμματέα του τμήματος των Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, ο δε Ν. Κ. την αυτήν ημέρα 21-6-2010 ενεφανίσθη αυτοπροσώπως, (465 παρ.1 ΚΠΔ) ενώπιον του αυτού γραμματέα των Βουλευμάτων, και εδήλωσε ότι αναιρεσιβάλλει το προσβαλλόμενο, και από τους δύο συγκατηγορούμενους, βούλευμα με αριθμό 1156/2010 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.(βλ. αναιρετήρια). Οι ως άνω δύο αιτήσεις αναίρεσης τυγχάνουν νομότυπες (476 παρ.2 ΚΠΔ) και εμπρόθεσμες (αρθρ. 473 παρ.1 ΚΠΔ) εντός της 10ήμερης νόμιμης προθεσμίας, 10-6-2010>21-6-2010 και 9-6-2010>21-6-2010, ημέρα Δευτέρα, μετά τις εξαιρετέες Σάββατο και Κυριακή, και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, πρέπει δε να εξετασθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
ΙΙ. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 τελευταίο εδάφιο ΠΚ. όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α του Ν. 2721/1999, ?Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή μερικά), κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73000 ΕΥΡΩ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη. Από την διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι για την κατάφαση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην ως άνω κακουργηματική του μορφή απαιτείται να συντρέχουν τα εξής στοιχεία: α. Ξένο ολικά ή μερικά κινητό πράγμα, τέτοιο δε θεωρείται εκείνο που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο, β. παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον κάτοχο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη, γ. δόλια προαίρεση του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει στην περιουσία του, χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία το κατεχόμενο απ' αυτόν ξένο κινητό πράγμα, και δ. να υπερβαίνει η συνολική αξία το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ, (Βλ. ΑΠ 347/06, Π.Χρ. ΝΣΤ', 831, ΑΠ 1050/2005, Π.Χρ. ΝΣΤ' σελ.130, ΑΠ 113/2005, Π.Χρ. ΝΕ, Σελίς 907). Επί πωλήσεως κινητού με παρακράτηση κυριότητος (ΑΚ 532), αν ο αγοραστής γίνει υπερήμερος περί την καταβολή του τιμήματος και υπαναχωρήσει ο πωλητής από την σύμβαση και ζητήσει την επιστροφή του πράγματος, ο αγοραστής που δεν το αποδίδει διαπράττει υπεξαίρεση.(Βλ. ΑΠ 980/2002, Ποιν. Δικ/νη 2002, Σελίς 1205, ΑΠ 1848/2000, Π.Χρ. ΝΑ', σελ. 814). Κατ' άρθρο 45 ΠΚ, από κοινού νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς κοινός δόλος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επιμέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και σε επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς.(Βλ. ΑΠ 50/1990, ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ).
ΙΙΙ. Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά αποφάσεως - άρθρο 510 παρ.1 Ε' ΚΠΔ - και κατά βουλεύματος - άρθρο 484 παρ.1β' ΚΠΔ, - έχομε: α) Εσφαλμένη Ερμηνεία: ?όταν ο δικαστής - δικαστήριο - βούλευμα, αποδίδουν στην διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει?, και β) εσφαλμένη εφαρμογή, ?όταν ο δικαστής....δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά στην προσήκουσα διάταξη που εφαρμόσθηκε. (Βλ. ΑΠ 298/2008, ΑΠ 9/2001, ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ Π.Χρ. ΝΑ' Σελίς 788). Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή, όταν το πόρισμα του Συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασαφείς, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (Βλ. ΑΠ 9/2001, ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ, Π.Χρ. ΝΑ' Σελίς 788, ΑΠ 259/2006, Π.Χρ. ΝΣΤ' Σελις 811, ΑΠ 532 και 535/2002,Π.Χρ. ΝΓ' Σελίδες 28 και 30, αντίστοιχα).Αοριστία του λόγου αναίρεσης, που καθιστά αυτόν απαράδεκτο, έχουμε, όταν στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται, ποια διάταξη παραβιάσθηκε, η μορφή της παραβίασης (εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή), η έννοια που δόθηκε σ' αυτήν από το Συμβούλιο κατά την ερμηνεία της, ή τα σχετικά πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Συμβούλιο ότι απεδείχθησαν κατά την γενόμενη υπαγωγή τους σ' αυτή.(Βλ. ΑΠ 2397/2004, Π.Χρ. ΝΕ' Σελίς 822, Σχετική ΑΠ 1632/2001, Π. Λογ. 2001, Σελίς 2284). Έτσι είναι αόριστος ο λόγος ?για ουσιαστική παράβαση του Νόμου?, αν δεν προσδιορίζεται καθόλου η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα.(Βλ. ΑΠ 101/2000, Π.Χρ. Ν' Σελίς 1204).IV. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρθρα 93 παρ.3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ), χωρίς την οποία υπάρχει λόγος αναίρεσης, - 484 παρ.1 στοιχ.δ' ΚΠΔ -, όταν α) αναφέρονται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από την προδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική συγκρότηση του εγκλήματος, β) τα αποδεικτικά στοιχεία των πραγματικών αυτών περιστατικών, γ) οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε, και δ) οι επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπήν του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικά στο παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να προσδιορίζονται κατά το είδος τους όλα τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν, (Βλ. ΑΠ 854/2006, ΑΠ 1884/2005), χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και αναφορά για το ποια περιστατικά προέκυψαν από το καθένα χωριστά(Βλ. ΑΠ 1413/2006 και ΑΠ 74/2007). Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε ο προσδιορισμός της βαρύτητος καθενός στον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. (Βλ. ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002, Π.Χρ. 2003, Σελίς 1011/2000, Π.Χρ. 2001 Σελίς 244).Δεν αποτελεί όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεκτη κρίση του Συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας.Τέλος, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού μ' αυτό αποτελεί ένα ενιαίο όλο (σύνολο).[Βλ. ΑΠ. 2253/2002, Π.Χρ. 2003, Σελίς 795].V. Το Συμβούλιο των Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα, δέχτηκε ότι τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος, και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπόλοιπα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Η εγκαλούσα είναι γερμανική εταιρεία πώλησης και χρηματοδοτικής μίσθωσης τριαξονικών ρυμουλκών οχημάτων με αμαξωτά και λοιπών συναφών ειδών και στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της συναλλάχθηκε με την γερμανική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία 'PEGASUS GMBH', της οποίας κύριος εταίρος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο πρώτος εκκαλών, οποίος είναι και κύριος εταίρος της εταιρείας "ΦΑΙΣΤΟΣ ΙΜΕ Ε.Π.Ε." και διαχειριστής αυτής μέχρι τις 24-11-1999, ότε ανέλαβε διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ο δεύτερος εκκαλών. Αντικείμενο της συναλλαγής αυτής υπήρξε η πώληση από την εγκαλούσα, δυνάμει της υπ' αριθμ. ... συμβάσεως πωλήσεως των ανωτέρω δέκα τριαξονικών ρυμουλκών οχημάτων έναντι τιμήματος 495.329,84 ευρώ, το οποίο θα εξοφλείτο σε τριάντα έξι ισόποσες, αλληλοδιάδοχες μηνιαίες δόσεις. Η σύμβαση πωλήσεως συνομολογήθηκε με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, ενώ επιπλέον συμφωνήθηκε ότι η αγοράστρια δικαιούται να κάνει χρήση των πωληθέντων μόνο για τις ανάγκες της επιχείρησής της και μόνον εντός των ορίων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, απαγορευομένης οιασδήποτε άλλης πράξεως μέχρι της ολοσχερούς εξοφλήσεως του τιμήματος. Η αγοράστρια δεν ετήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, μη εξοφλώντας το τίμημα, και παρά τον μεταγενέστερο διακανονισμό, παραχώρησε την χρήση των κινητών στην εγγυήτρια "ΦΑΙΣΤΟΣ ΙΜΕ Ε.Π.Ε.". Η εγκαλούσα υπαναχώρησε της συμβάσεως και παρά την κοινοποίηση της 5571/2004 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία αναγνωρίσθηκε νομέας των επίδικων κινητών πραγμάτων, οι εκκαλούντες αρνούνται την απόδοσή τους."Με βάση όλα αυτά τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκρινε πως υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν για υπεξαίρεση από κοινού τελεσθείσα, της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ.VI. Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, κατά του πρωτόδικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών για την πράξη της υπεξαίρεσης στην κακουργηματική της μορφή, "375 παρ.1 τελ. εδάφ.", έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επειδή, α) εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αναίρεση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος εγκλήματος, β) αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 τελευταίο εδάφιο ΠΚ, γ) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ανωτέρω ουσιαστική ποινική διάταξη, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα εκθέτει ρητά:Α) Την γενόμενη συναλλαγή (πώληση) μεταξύ της εγκαλούσας Γερμανικής Εταιρείας και της εταιρείας "PEGASUS GMBH", της οποίας κύριος εταίρος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο πρώτος αναιρεσείων (Ε. Κ.), ο οποίος ήταν και ο κύριος εταίρος της "ΦΑΙΣΤΟΣ ΙΜΕ ΕΠΕ" και διαχειριστής αυτής μέχρι τις 24-11-1999., ότε και ανέλαβε διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ο δεύτερος αναιρεσείων, Ν. Κ.. Β. Το συμφωνηθέν τίμημα ύψους 495329,84€ για τα δέκα τριαξονικά ρυμουλκά οχήματα που αγοράσθηκαν. Γ) Τον όρο της παρακράτησης της κυριότητος μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, αλλά και την πρόσθετη συμφωνία, ότι η αγοράστρια δικαιούται να κάνει χρήση των πωληθέντων οχημάτων, μόνο για τις ανάγκες της επιχείρησής της, και μόνο εντός συνόρων Γερμανίας. Δ. Την μη τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων της αγοράστριας εταιρείας - μη εξόφληση του τιμήματος - και παρά τον μεταγενέστερο διακανονισμό, παραχώρηση της χρήσης των οχημάτων στην εγγυήτρια "ΦΑΙΣΤΟΣ ΙΜΕ ΕΠΕ". Ε. Την υπαναχώρηση της πωλήτριας από την σύμβαση και κοινοποίηση προς την αγοράστρια της με αριθμ. 5571/2004 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που την αναγνώρισε Νομέα των επιδίκων κινητών, και την άρνηση των αναιρεσειόντων σε απόδοση των αυτοκινήτων. (Βλ. εξώδικο με κοινοποίηση προς αυτούς την 27-1-2003, ημέρα εκδήλωσης ιδιοποιήσεως, και άρα χρόνος τέλεσης της πράξης). και ΣΤ) την αξία των ιδιοποιηθέντων κινητών, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000ΕΥΡΩ, που ακριβέστερα, μετά την καταβολή μερικών δόσεων, ανέρχεται σε 275.545,22€, έναντι του αρχικού συνολικού τιμήματος των 495.329,84 ΕΥΡΩ. Τέλος το βούλευμα σωστά ερμηνεύει την ουσιαστική διάταξη με την οποία παραπέμπονται (άρθρο 375 παρ.1 εδάφιο τελευταίο ΠΚ), και ορθά εφάρμοσε - υπήγαγε τα χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στην ως άνω διάταξη. VII. Με βάση τα δεδομένα αυτά οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι αβάσιμες και απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμες, καθόσον αφ' ενός μεν το βούλευμα έχει την κατά νόμο και Σύνταγμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφ' ετέρου δε, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 εδάφιο τελευταίο ΠΚ, ως απαράδεκτες, δε, διότι και οι δύο λόγοι που προβάλλονται τυγχάνουν αόριστοι, αφού δεν συνοδεύονται από πραγματικά περιστατικά. Επί πλέον δε, ο σχετικός με την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης - (375 παρ.1 ΠΚ) - λόγος αναίρεσης, αναφέρεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή δικονομικής διάταξης, (άρθρο 474 παρ.2 ΚΠΔ), που δεν συνιστά λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ.1 β' ΚΠΔ. [Μόνο η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο], τυγχάνει και πάλι απαράδεκτος. Τέλος, να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα, κατ' άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ. ΓΙ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ Προτείνω στο Συμβούλιό Σας:Α. Να απορριφθούν οι με αριθμ. 73 και 74/21-6-2010 αιτήσεις αναιρέσεως των α) Ε. Ν. Κ., και β)Ν. Ε. Κ.., κατοίκων ..., κατά του με αριθμ. 1156/2010 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.Β. Να επικυρωθεί και να εκτελεσθεί το ως άνω βούλευμα. Και Γ. Να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων, τα νόμιμα δικαστικά έξοδα (220€) στον καθένα. Αθήνα 16-9-2010.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τζαγκουρνής".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος των αναιρεσειόντων.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες με αριθμούς 73 και 74 από 21-6-2010 αιτήσεις αναιρέσεως α) του Ε. Κ. του Ν. και β) Ν. Κ. του Ε., κατά του υπ' αριθμό 1156/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων, κατά του υπ' αριθμό 3386/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης από κοινού, με την επιβαρυντική περίσταση ότι το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητα της.
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο ( ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθόν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επί πλέον μία από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, ήτοι εάν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, (παρ.1 περ. β' που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α' του Ν.2721/3-6-1999), ή αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση (παρ. 2 εδ.β' που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3β του Ν.2721/1999). Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση που διενεργήθηκε, σχετικά με τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Για την ύπαρξη δε αιτιολογίας του βουλεύματος αρκεί και η εξ' ολοκλήρου παραπομπή στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέως. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Β του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύει και ειδικότερα "από την αξιολόγηση, αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση όλου ανεξαιρέτως του αποδεικτικού υλικού, που συγκεντρώθηκε από την προκαταρκτική εξέταση και την επακολουθήσασα κυρία ανάκριση και ειδικότερα την έγκληση, τις καταθέσεις των μαρτύρων, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων της δικογραφίας σε συνδυασμό και προς τις απολογίες, τα υπομνήματα και τις εκθέσεις εφέσεως των κατηγορουμένων, προέκυψαν κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η εγκαλούσα είναι γερμανική εταιρεία πώλησης και χρηματοδοτικής μίσθωσης τριαξονικών ρυμουλκών οχημάτων με αμαξωτά και λοιπών συναφών ειδών και στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της συναλλάχθηκε με την γερμανική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία 'ΡΕGΑSUS GMΒΗ', της οποίας κύριος εταίρος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο πρώτος εκκαλών, οποίος είναι και κύριος εταίρος της εταιρείας "ΦΑΙΣΤΟΣ ΙΜΕ Ε.Π.Ε." και διαχειριστής αυτής μέχρι τις 24-11-1999, ότε ανέλαβε διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ο δεύτερος εκκαλών.
Αντικείμενο της συναλλαγής αυτής υπήρξε η πώληση από την εγκαλούσα, δυνάμει της υπ' αριθμ. ... συμβάσεως πωλήσεως των ανωτέρω δέκα τριαξονικών ρυμουλκών οχημάτων έναντι τιμήματος 495.329,84 ευρώ, το οποίο θα εξοφλείτο σε τριάντα έξι ισόποσες, αλληλοδιάδοχες μηνιαίες δόσεις. Η σύμβαση πωλήσεως συνομολογήθηκε με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, ενώ επιπλέον συμφωνήθηκε ότι η αγοράστρια δικαιούται να κάνει χρήση των πωληθέντων μόνο για τις ανάγκες της επιχείρησης της και μόνον εντός των ορίων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, απαγορευομένης οιασδήποτε άλλης πράξεως μέχρι της ολοσχερούς εξοφλήσεως του τιμήματος. Η αγοράστρια δεν ετήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, μη εξοφλώντας το τίμημα, και παρά τον μεταγενέστερο διακανονισμό, παραχώρησε την χρήση των κινητών στην εγγυήτρια "ΦΑΙΣΤΟΣ ΙΜΕ Ε.Π.Ε.". Η εγκαλούσα υπαναχώρησε της συμβάσεως και παρά την κοινοποίηση της 5571/2004 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία αναγνωρίσθηκε νομέας των επίδικων κινητών πραγμάτων, οι εκκαλούντες αρνούνται την απόδοση τους". Με τις παραδοχές του αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την, από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και με την επιβαρυντική περίσταση, ότι το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ανερχόμενο σε 275.545, 22 ευρώ, αλλά και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 του Π.Κ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι τούτο το βούλευμα δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα το Συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολογία διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τούτου, με τις παραδοχές: α) ότι μεταξύ της εγκαλούσας γερμανικής εταιρείας και της εδρεύουσας στη Γερμανία εταιρείας με την επωνυμία "ΡΕGASUS GΜΒΗ", της οποίας κύριος μέτοχος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της ήταν ο αναιρεσείων Ε. Κ., αλλά ταυτόχρονα και ο κύριος μέτοχος της εταιρείας με την επωνυμία "ΦΑΙΣΤΟΣ ΙΜΕ ΕΠΕ" και διαχειριστής αυτής μέχρι την 24-11-1999, οπότε ανέλαβε ως διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ο δεύτερος αναιρεσείων Ν. Κ., είχε συνομολογηθεί η αγοραπωλησία 10 τριαξονικών ρυμουλκών οχημάτων, αντί συνολικού τιμήματος 495.329,84 ευρώ, τα οποία παραδόθηκαν στον πρώτο υπό τους εξής όρους: 1) της παρακράτησης από την πωλήτρια της κυριότητας τους, μέχρις αποπληρωμής του τιμήματος και 2) της χρήσης αυτών μόνο εντός των γεωγραφικών ορίων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, β) ότι δεν τηρήθηκαν από την αγοράστρια οι συμβατικοί όροι της αγοραπωλησίας και ειδικότερα δεν εξοφλήθηκε το υπόλοιπο του πιστωθέντος τιμήματος από 275.545,22 ευρώ, γ) ότι οι κατηγορούμενοι, παρά την υπαναχώρηση της εγκαλούσας από την ως άνω σύμβαση και την κοινοποίηση προς αυτούς της υπ' αριθμ. 5571/2004 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία αναγνωρίσθηκε νομέας των πωληθέντων ρυμουλκών οχημάτων η εγκαλούσα, αρνήθηκαν να επιστρέψουν αυτά, τα οποία εξακολουθούν να παρακρατούν παράνομα και ενσωμάτωσαν στην ατομική τους περιουσία. Εν όψει αυτών αμφότεροι οι λόγοι των αιτήσεων αναιρέσεως, περί ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 375 του Π.Κ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι περιεχόμενες στους ίδιους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν εξέτασε τους αναφερόμενους στην έφεσή του λόγους, είναι απαράδεκτες, και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν, διότι δεν συνιστούν λόγο αναιρέσεως από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ. Μετά από αυτά, πρέπει οι αναιρεσείοντες να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ), τα οποία θα πρέπει να επιβληθούν χωριστά για τον καθένα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθμό 73 και 74 από 21 Ιουνίου 2010 αιτήσεις του Ε. Κ. του Ν. και Ν. Κ. του Ε., κατοίκων ..., για αναίρεση του υπ' αριθμό 1156/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ