Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1060 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Κλοπή, Αναβολής αίτημα.




Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδίκη για κλοπή. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής. Δεν δημιουργείται ακυρότητα όταν το δικαστήριο δεν αποφαίνεται άμεσα επί του υποβληθέντος αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, αλλά ενιαίως με το σκεπτικό επί της ενοχής. Απόρριψη αιτήσεως.





Αριθμός 1060/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


E' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Μπουλούκο, περί αναιρέσεως της 1817/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 593/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1.817/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά "Την 25η Ιουλίου 2006 οι παθόντες ..... και η σύζυγός του ........ απουσίασαν από ώρας 21.00 έως 23.30 από το διαμέρισμά των, το οποίο ευρίσκεται στον πρώτο όροφο της επί της οδού ......' της ..... κειμένης πολυκατοικίας, όταν δε επέστρεψαν περί την 23.30 ώραν, διεπίστωσαν, ότι άγνωστος είχε διαρρήξει το διαμέρισμά των και αφού εισήλθε σε αυτό, αφήρεσε από την κατοχή των με σκοπό παράνομης ιδιοποιήσεως και πράγματι ιδιοποιήθηκε παρανόμως 2 δακτυλίδια συνολικής αξίας 15.000 ευρώ, καθώς και το χρηματικό ποσόν των 1054 ευρώ. Επί πλέον, οι ως άνω παθόντες ευρήκαν στο διαμέρισμά των μίαν απόδειξη παραγγελίας φαγητών, η οποία εκδοθεί την 16.44 ώραν περίπου της ίδιας ημέρας από το κατάστημα "ΠΙΤΣΑΡΙΑ - ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ" με την επωνυμία "....", το οποίο ευρίσκεται στην οδό ..... της ..... Η ύπαρξη της αποδείξεως αυτής στο διαμέρισμα των παθόντων δεν εδικαιολογείτο σε καμμία περίπτωση, καθόσον εκείνοι ουδέποτε είχαν παραγγείλει φαγητό στο ως άνω κατάστημα. Από την έρευνα, την οποία διενήργησε η Αστυνομία, διεπιστώθη, ότι η ως άνω παραγγελία είχε γίνει από πελάτες με τα ονόματα Β1 - Β2, οι οποίοι διέμεναν στην οδό .... της .... και τα φαγητά είχε μεταφέρει από το κατάστημα στην οικία των πελατών ο κατηγορούμενος, ο οποίος ηργάζετο ως διανομέας στην εν λόγω επιχείρηση. Όσον αφορά την συγκεκριμένη απόδειξη, η οποία ευρέθη στο διαμέρισμα των παθόντων, προέκυψε, ότι αυτή δεν εκδίδεται για τον πελάτη, αλλά παραδίδεται στον υπάλληλο, ο οποίος μεταφέρει τα φαγητά στον πελάτη και προορισμός της είναι η χρησιμοποίησή της κατά την εκκαθάριση των δοσοληψιών μεταξύ επιχειρήσεως και υπαλλήλου μετά από την παράδοση των φαγητών στους πελάτες κατά την συγκεκριμένη ημέρα, ύστερα δε από την εκκαθάριση του λογαριασμού μεταξύ της επιχειρήσεως και του διανομέως, η απόδειξη παραμένει στα χέρια του τελευταία, ο οποίος και την απορρίπτει, αφού εξεπληρώθη ο προορισμός της. Έτσι λοιπόν συνέβη και κατά την ημέρα εκείνη, δηλαδή αφού ο κατηγορούμενος εξετέλεσε την παραγγελία και παρέδωσε τα φαγητά τα φαγητά στους Β1 και Β2, παρέμεινε η απόδειξη στην κατοχή εκείνου, την οποία έπρεπε να διατηρήσει μέχρι του κλεισίματος του λογαριασμού του με την εργοδότιδά του επιχείρηση κατά την ημέρα εκείνη. Όμως αργότερα, όπως προέκυψε από την διαδικασία στο Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος διέπραξε την ως άνω κλοπή στην οικία των παθόντων, κατά την διάρκεια της οποίας και χωρίς να το αντιληφθεί ο ίδιος του έπεσε η απόδειξη από την τσέπη του και ευρέθη από τους παθόντες. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται και από τις καταθέσεις των παθόντων, οι οποίοι κατέθεσαν, ότι μόλις επέστρεψαν στο διαμέρισμά των, αντελήφθησαν να βρίσκεται σε εξέλιξη κλοπή και στο απέναντι, από το δικό τους, διαμέρισμα, ενώ κάτω από το διαμέρισμά των ήτο σταθμευμένο αυτοκίνητο μάρκας .... (TOYOTA), χρώματος ασημί, τέτοιο δε αυτοκίνητο, όπως παρεδέχθη κατά την απολογία του στο Δικαστήριο, έχει και ο κατηγορούμενος, ο οποίος το χρησιμοποιεί στην εργασία του. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος, προκειμένου να αποσείσει την κατηγορία από το πρόσωπό του, απήντησε κατά την απολογία του στο Δικαστήριο, ότι "το χαρτί (δηλαδή την ως άνω απόδειξη παραγγελίας) το πέταξα στις 6.00 (δηλαδή το απόγευμα της ίδιας ημέρας), ήταν έξτρα η παραγγελία αυτή, είχα κάνει λάθος όταν είχα πει (κατά την προανάκριση) ότι το πέταξα στις 12.00 (δηλαδή τα μεσάνυκτα) μαζί με τα άλλα χαρτιά". Όμως, η απάντηση αυτή είναι ψευδής και με αυτήν ο κατηγορούμενος εσκόπευε να στηρίξει τον ισχυρισμό του, ότι δηλαδή, αφού είχε γίνει η εκκαθάριση του λογαριασμού του με την εργοδότιδα επιχείρηση την 6η απογευματινή ώρα και αφού ο ίδιος είχε δήθεν απορρίψει πλέον, σαν άχρηστη, την απόδειξη παραγγελίας, τρίτος, ευρών την απόδειξη και διαπράξας την κλοπή, άφησε την απόδειξη στο διαμέρισμα των παθόντων, για να ενοχοποιήσει τον κατηγορούμενο.
Εν όψει της κατά τα άνω σχηματισθείσης στο Δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, δεν εξυπηρετεί στην προκειμένη περίπτωση διακοπή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, όπως εζήτησε ο κατηγορούμενος, προκειμένου δηλαδή να ερευνηθεί εάν ευρέθησαν από την Αστυνομία, η οποία ενήργησε σχετική έρευνα, δακτυλικά αποτυπώματα του κατηγορουμένου στο διαμέρισμα των παθόντων. Τούτο δε, καθόσον 1) η τυχόν ανεύρεση δακτυλικών αποτυπωμάτων του κατηγορουμένου θα συμβαδίζει απλώς με την ως άνω κρίση του Δικαστηρίου και 2) η ενδεχομένη ανυπαρξία δακτυλικών αποτυπωμάτων του κατηγορουμένου ή η ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων τρίτου προσώπου δεν αποκλείουν την εκ μέρους του κατηγορουμένου διάπραξη της ως άνω κλοπής, έστω και από κοινού με τρίτο, άγνωστο πρόσωπο. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν το σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου και να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σε αυτόν πράξεως της κλοπής, της οποίας το αντικείμενο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, να αναγνωρισθεί όμως στον ίδιο η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, ήτοι ότι έζησε έως τον χρόνο τελέσεως του εν λόγω εγκλήματος έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή.
Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο κλοπής με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αναγνώρισε σ' αυτόν το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου και επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κλοπής για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, οι αποδείξεις που το θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στην ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 372 παρ.1β'του ΠΚ την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Περαιτέρω και εν σχέσει με το κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας υποβληθέν από τον συνήγορο του κατηγορουμένου αίτημα αναβολής της δίκης προκειμένου να προσκομισθεί το πόρισμα της αρμόδιας εγκληματολογικής υπηρεσίας σχετικά με τη διερεύνηση των αποτυπωμάτων που βρέθηκαν στον τόπο της κλοπής, διαλαμβάνεται στην απόφαση επαρκής αιτιολογία απορρίψεως του αιτήματος. Δέχεται ειδικότερα το δικαστήριο ότι η τυχόν ταύτιση των αποτυπωμάτων προς εκείνα του κατηγορουμένου συμβαδίζει με την περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου, ενώ, η ενδεχόμενη μη ταύτιση των ευρεθέντων αποτυπωμάτων, ουδόλως αποκλείει, την από αυτόν διάπραξη της κλοπής, ώστε να κρίνεται επιβεβλημένη η για κρείσσονες αποδείξεις αναβολή της δίκης.
Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του Κ.Π.Δ. για έλλειψη αιτιολογίας τόσον ως προς την περί ενοχής του κατηγορουμένου ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου όσον και ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο μη καλυφθείσα, η οποία καθιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Β'του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν η ακυρότητα αυτή ρητά απαγγέλλεται στο νόμο (άρθρο 170 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) Από το γεγονός όμως, ότι το δικαστήριο επιφυλάσσεται να απαντήσει άμεσα σε αίτημα του κατηγορουμένου για την αναβολή εκδικάσεως της υποθέσεως δεν δημιουργείται τέτοια ακυρότητα όταν το δικαστήριο ενιαίως αποφαίνεται στο σκεπτικό της αποφάσεως του τόσον επί της κατηγορίας όσον και επί του υποβληθέντος αιτήματος αναβολής της δίκης και δεν παραβιάζεται ούτε η διάταξη του άρθρου 20 του Συντάγματος που θεμελιώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας των πολιτών, ούτε και η διάταξη του άρθρου 6 παρ.3δ' της ΕΣΔΑ η οποία παρέχει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει την πρόσκληση και εξέταση μαρτύρων.
Συνεπώς και ο από το παραπάνω άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β'του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο είναι αβάσιμος. Τέλος, η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι οι μάρτυρες κατηγορίας ουδέν επιβαρυντικό για την κλοπή κατέθεσαν εις βάρος αυτού, είναι απαράδεκτη διότι πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μετά ταύτα η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.1817/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή