Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ναρκωτικά, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Οργάνωση εγκληματική, Δημοσιότητα διαδικασίας.
Περίληψη:
Παραβιάσεις του Νόμου Περί Ναρκωτικών και 187 Α΄ ΠΚ. Συνεκδίκαση 6 αιτήσεων αναιρέσεως 6 συγκατηγορούμενων, λόγω συνάφειας. 1) Απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη την αίτηση του απόντος, πλην κλητευθέντος νόμιμα, 6ου αναιρεσείοντος. 2) Αβάσιμοι κατ΄ ουσία: Οι λόγοι αναιρέσεως των λοιπών 5 παρισταμένων αναιρεσειόντων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για την ενοχή για όλες τις πράξεις παράβασης του Νόμου περί Ναρκωτικών και του 187 παρ.1 του ΠΚ, για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών αυτών περί μη συνδρομής των επιβαρυντικών περιστάσεων, κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης και από πρόσωπα ιδιαίτερα επικίνδυνα, για απόρριψη των ισχυρισμών για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων άρθρου 84 παρ. 2α΄, ε΄ του ΠΚ των 1ου, 2ου, 4ου και 5ου των αναιρεσειόντων και για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για μεταβολή της κατηγορίας ως προς 2ο αναιρεσείοντα, σε απλή συνδρομή. 3) Απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, για απουσία συνηγόρου υπεράσπισης σε 2 συνεδριάσεις, διότι η απουσία του συνηγόρου αυτού, από τα πρακτικά προκύπτει, ότι έγινε σε μία μόνο συνεδρίαση, μετά την αγόρευση αυτού επί της ενοχής, καθόν χρόνο αγόρευσαν οι συνήγοροι λοιπών 3 εκ των συγκατηγορουμένων και δεν εξετάστηκε κάποιο αποδεικτικό μέσο, αφού δεν στερήθηκε ο κατηγορούμενος από την δηλωθείσα αυτή απουσία του συνηγόρου του και τη μη αναπλήρωσή του από άλλον συνήγορο ή το μη διορισμό, κατ΄ άρθρο 340 ΚΠΔ άλλου συνηγόρου αυτεπαγγέλτως, λόγω κακουργηματικής κατηγορίας, κάποιο υπερασπιστικό δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος, δικαίωμα που δεν επικαλείται ότι απώλεσε, αλλά ούτε και την επομένη που παρέστη ο συνήγορός του ζήτησε, όπως εδικαιούτο κατ΄ άρθρο 369 παρ. 2 ΚΠΔ, πριν την απαγγελία της αποφάσεως, να δευτερολογήσει για να δηλώσει ή να προσθέσει κάτι ή να αντικρούσει κάποιο ισχυρισμό άλλου συγκατηγορουμένου. 4) Απορριπτέος ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, ως απαράδεκτος, γιατί δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα εκ μέρους του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, από το ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, όπως έπραξε και έδωσε το λόγο στον εισαγγελέα της έδρας: α) μετά τις απολογίες των συγκατηγορουμένων του για υποβολή ερωτήσεων προς αυτούς μέσω του διευθύνοντος, κατ΄ άρθρο 366 παρ. 1 γ΄ ΚΠΔ (ΑΠ 1099/2004, 347/2003) και β) για συμπληρωματικές αποδείξεις και διασαφήσεις πριν τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, κατ΄ άρθρο 368 ΚΠΔ (ΑΠ 1734/2002). 5) Απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ του ότι το Δικαστήριο, καίτοι ένας από τους συγκατηγορουμένους εκκαλών, είχε παραιτηθεί με σχετική έκθεση παραιτήσεως από το ένδικο μέσο της εφέσεώς του, δεν απέρριψε την έφεση αυτή στην αρχή της διαδικασίας ως απαράδεκτη, αλλά στο τέλος, αφού άφησε τον εκκαλούντα αυτόν να παρασταθεί μετά συνηγόρου καθόλη την αποδεικτική διαδικασία και μετά την απολογία και αγόρευση του συνηγόρου αυτού, αφού το κατ΄ άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ απαράδεκτο του ενδίκου μέσου, λόγω παραιτήσεως, δεν αποκλείει την εισαγωγή της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου και την υπό τούτου εκδίκαση σε δημόσια συνεδρίαση και όχι σε συμβούλιο. Άλλωστε, επί συμμετόχων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, οι εφέσεις που είχαν ασκήσει οι λοιποί συγκατηγορούμενοι - συναυτουργοί και οι λόγοι αυτών, ως μη αφορώντες αποκλειστικά στο πρόσωπό τους, ωφελούσαν λόγω του κατ΄ άρθρο 469 παρ. 1, 2 ΚΠΔ επεκτατικού αποτελέσματος της εφέσεως αυτών και τον κατηγορούμενο αυτό, ο οποίος και μπορούσε παραδεκτά να συμμετάσχει στη δίκη αυτή, ανεξάρτητα της παραιτήσεως από την δική του έφεση και επομένως ουδεμία ακυρότητα επήλθε από τη συμμετοχή του στη δίκη (ΑΠ 695/ 2004, 202/2002). 6) Απορριπτέος ως αόριστος ο λόγος αναιρέσεως του 3ου αναιρεσείοντος για παράβαση των διατάξεων περί δημοσιότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο (ΑΠ 1509/2008).
ΑΡΙΘΜΟΣ 34/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, που δεν παραστάθηκε, 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, 3. Χ3, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σοφία Συμινή, 4. Χ4, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαϊωάννου, 5. Χ5, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μιχαλόλια, και 6. Χ6, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Μουζάκη, περί αναιρέσεως της 2936/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Ζ.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 20/3/2008, 18/3/2008, 17/12/2007 όωπς αυτή διαμορφώθηκε με τους από 23/6/2008 πρόσθετους λόγους, 14/3/2008 και 24/3/2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 529/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους αναιρεσειόντων που παραστάθηκαν, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 28/12/2007 αίτηση αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος και να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης των υπόλοιπων αναιρεσειόντων.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α του ιδίου ΚΠοινΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 3-4-2008 αποδεικτικό επιδόσεως του αρμοδίου Γραμματέα της Κ.Φ. Αλικαρνασσού Ηρακλείου Κρήτης ...., ο αναιρεσείων Χ1, κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 15 / 10 /2008 , που είχε προσδιορισθεί για συζήτηση η κρινόμενη από 28-12-2007 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων όμως αυτός δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Χ1, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
Οι λοιπές κρινόμενες : 1) από 20/3/2008 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ2, 2) από 18/3/2008 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ3, 3) η 17-12-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ4, μετά των από 23-6-2008 προσθέτων αυτής λόγων, 4) από 14-3-2008 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ5 και 5) από 24-3-2008 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ6, οι οποίες στρέφονται κατά της ιδίας με αριθμό 2936/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω συναφείας.
Επειδή, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, επί κακουργημάτων είναι απαραίτητη η παράσταση του συνηγόρου του κατηγορουμένου καθόλη την διάρκεια της δίκης, γιατί διαφορετικά επέρχεται η, από το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ιδίου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο πρώτος αναιρεσείων Χ2, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι κατά τις μετά διακοπή δύο συνεδριάσεις του Δικαστηρίου, της 27/11/2007 αλλά και της 30/11/2007 που απαγγέλθηκε η απόφαση, απουσίαζε ο στην αρχή διορισθείς από τον ίδιο και παραστάς συνήγορός του Δημήτριος Τσοβόλας, για κώλυμά του επαγγελματικό που είχε γνωστοποιήσει στο Δικαστήριο, χωρίς να τον αναπληρώσει άλλος δικηγόρος και χωρίς να του διορίσει συνήγορο αυτεπάγγελτα, όπως όφειλε το Δικαστήριο, κατ'άρθρο 340 ΚΠοιν Δ από τον οικείο κατάλογο του ΔΣΑ.
Από τα επισκοπούμενα πρακτικά συνεδριάσεως όμως, που δεν προσβάλλονται για πλαστότητα, προκύπτει ότι η απουσία του άνω αρχικά κατά την έναρξη της δίκης στις 5/11/2007 διορισθέντος από τον κατηγορούμενο συνηγόρου υπερασπίσεως αυτού, έγινε σε μία μόνο συνεδρίαση της 27/11/2007,για την οποίαν ημερομηνία διέκοψε το Δικαστήριο τη συζήτηση στις 21/11/2007, παρά τη διατυπωθείσα τότε αντίρρηση του άνω συνηγόρου για τη νέα ημερομηνία, λόγω επαγγελματικής του απασχόλησης για άλλον πελάτη του στο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, ότι κατά τη συνεδρίαση της 21/11/2007, λίγο πριν την διακοπή ο άνω συνήγορος του κατηγορουμένου- νυν αναιρεσείοντος έλαβε το λόγο και αγόρευσε επί της ενοχής και μετά την αγόρευση αυτού, το Δικαστήριο διέκοψε εν γνώσει και του άνω συνηγόρου τη συνεδρίασή του για την 27/11/2007, ότε και μόνον, χωρίς την παρουσία του άνω συνηγόρου ή την αναπλήρωσή του από άλλον δικηγόρο ή το διορισμό αυτεπαγγέλτως συνηγόρου σε αυτόν, έγινε η συνεδρίαση του Δικαστηρίου και κατ'αυτήν, αγόρευσαν μόνο οι συνήγοροι λοιπών τριών συγκατηγορουμένων του, ενώ δεν εξετάστηκε κάποιο αποδεικτικό μέσο. Όμως, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, από την δηλωθείσα στο Δικαστήριο απουσία αυτή του συνηγόρου του Δημήτριου Τσοβόλα, μετά την απόρριψη σχετικού αιτήματος του τελευταίου να διακοπεί η δίκη για άλλη ημέρα και από τη μη αναπλήρωσή του από άλλον συνήγορο ή το μη διορισμό, κατ'άρθρο 340 ΚΠοινΔ άλλου συνηγόρου αυτεπαγγέλτως, λόγω κατηγορίας για κακούργημα, ενόψει του ότι είχε κηρυχθεί η λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και κατά τη μοναδική ημέρα της απουσίας του συνηγόρου του αυτού, το Δικαστήριο συνεδρίασε και κατ'αυτήν αγόρευσαν απλώς και μόνον οι συνήγοροι τριών άλλων από τους οκτώ κατά συναυτουργία συγκατηγορουμένους του (1ου, 6ου και 9ου), χωρίς να γίνει εξέταση κάποιου αποδεικτικού μέσου ή να υποβληθεί κάποια ένσταση, πρόταση, δήλωση ή διασάφηση, ή να γίνει προβολή κάποιου ισχυρισμού σε βάρος των συμφερόντων αυτού, συνάγεται ότι δε στερήθηκε, κάποιο υπερασπιστικό δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος, δικαίωμα που δεν επικαλείται άλλωστε με την αίτηση ότι απώλεσεν, αλλά ούτε και την επομένη ημέρα συνεδριάσεως της 30/11/2007 που παρέστη ο συνήγορός του Δημήτριος Τσοβόλας (σελ. 91 πρακτικών) και έλαβαν το λόγο και αγόρευσαν οι συνήγοροι των λοιπών συγκατηγορουμένων του (5ου, 7ου και 8ου), προκύπτει ότι αυτός ζήτησε, όπως εδικαιούτο κατ'άρθρο 369 παρ.2 ΚΠοινΔ, πριν την απαγγελία της αποφάσεως, να λάβει το λόγο για να προβεί σε κάποια δήλωση ή να δευτερολογήσει για να δηλώσει ή να προσθέσει κάτι. Άρα, από την ως άνω παράλειψη του Δικαστηρίου να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο στον πρώτο αναιρεσείοντα κατά την άνω ημέρα απουσίας του συνηγόρου του, δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως αυτού είναι απορριπτέος.
Επειδή κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος οι συνεδριάσεις κάθε Δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 329 παρ.2 του ΚΠοινΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις. Κατά τη διάταξη του άρθρου 330 παρ.1,2 του ιδίου Κώδικα, αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως αν η δημοσιότητα σε δίκη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου, το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή της ή ενός μέρους της χωρίς δημοσιότητα. Για τον αποκλεισμό της δημοσιότητας κατά την προηγούμενη παράγραφο, το δικαστήριο, αφού ακούσει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση και την απαγγέλλει σε δημόσια συνεδρίαση. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 331 του ιδίου Κώδικα, η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά. Για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά, και η απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 140-144. Η παράβαση των παραπάνω διατάξεων ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Η έλλειψη δημοσιότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, ενόψει και του άνω άρθρου 331 ΚΠοινΔ, πρέπει να αποδεικνύεται μόνο από τα σχετικά πρακτικά συνεδριάσεως. Όμως για να είναι ορισμένος ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως, δεν αρκεί να εκτίθεται μόνον ότι "η απόφαση απαγγέλθηκε κεκλεισμένων των θυρών και ουχί δημοσία", αλλά πρέπει να γίνεται επίκληση ότι λήφθηκε σχετική απόφαση του Δικαστηρίου για να γίνει η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών, τους λόγους για τους οποίους λήφθηκε η σχετική απόφαση, αν τηρήθηκαν ή όχι οι προϋποθέσεις του άνω άρθρου 330 του ΚΠοινΔ και συγκεκριμένα, αν η σχετική απόφαση υπήρξε αυθαίρετη ή όχι και αν είναι αιτιολογημένη ή όχι.
Στη προκειμένη περίπτωση, ο τρίτος των αναιρεσειόντων Χ4, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει κατά λέξη ότι "αιτούμαι την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για παράβαση του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. στ ΚΠΔ, καθόσον η απόφαση απηγγέλθη κεκλεισμένων των θυρών, δηλαδή ουχί δημοσία (ΑΠ 120/2003,1844/2005, 190/2007)". Επομένως ο σχετικός δεύτερος ως άνω λόγος αναιρέσεως του τρίτου αναιρεσείοντος Χ4, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η απαγγελία της προσβαλλόμενης αποφάσεως έγινε κεκλεισμένων των θυρών και όχι δημόσια, πρέπει, ανεξάρτητα του ότι, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η συνεδρίαση όσον και η απαγγελία της αποφάσεως (σελ.102), έγιναν "στο ακροατήριό του στην αίθουσα συνεδριάσεως με παρόντες όλους τους παράγοντες της δίκης σε δημόσια συνεδρίαση και όχι κεκλεισμένων των θυρών", να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, γιατί δε γίνεται επίκληση του λόγου και των προϋποθέσεων που επέβαλαν την κατ'άρθρο 330 παρ.2 του ΚΠοινΔ απόφαση του Δικαστηρίου για συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών και όχι δημόσια, αν η ληφθείσα απόφαση είναι αυθαίρετη ή παράνομη ή αναιτιολόγητη, κατά τα αναπτυχθέντα στην πιο πάνω νομική σκέψη.
Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ. 2 εδ. δ του ΚΠοινΔ για να γεννηθεί η από την τελευταία διάταξη προβλεπόμενη απόλυτη ακυρότητα θα πρέπει να υπάρχει από το νόμο υποχρέωση του δικαστηρίου να προκαλέσει αυτό την άσκηση εκ μέρους του κατηγορουμένου ορισμένου δικαιώματος που του παρέχεται από το νόμο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ.1 εδ. γ, δ του ΚΠοινΔ, ορίζεται ότι "αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση". Κατά τη διάταξη του άρθρου 368 του ιδίου Κώδικα, ορίζεται ότι "αφού απολογηθεί ο κατηγορούμενος και εξεταστεί ο αστικώς υπεύθυνος, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση ρωτάει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 333, αν έχουν ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση κατόπιν κηρύσσει τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 358 του ιδίου Κώδικα, οι διάδικοι " . . μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν". Από τις παραπάνω διατάξεις, ούτε από άλλες παρεμφερείς διατάξεις, δε συνάγεται ότι ανακύπτει υποχρέωση για το Δικαστήριο, σε σχέση με το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υποβάλει ερωτήσεις προς τους συγκατηγορούμενούς του με την μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση ή και να προβεί σε δηλώσεις ή παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση ή την απολογία τους. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος Χ2, με το οποίον προβάλλεται η αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπέπεσε στην από το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠοινΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας, γιατί η διευθύνουσα τη συζήτηση Πρόεδρος, μετά την απολογία των συγκατηγορουμένων του, α) έδωσε το λόγο στον εισαγγελέα και τους δικαστές και υπέβαλαν αυτοί ερωτήσεις, δεν έδωσε όμως το λόγο και σε αυτόν ή το συνήγορό του, για να υποβάλουν, μέσω της Προέδρου, ερωτήσεις και β) μετά την ολοκλήρωση των απολογιών, ρώτησε τον εισαγγελέα της έδρας αν χρειάζεται καμία συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και όταν αυτός απάντησε αρνητικά, κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, χωρίς προηγουμένως να ρωτήσει το ίδιο και αυτόν ή το συνήγορό του και έτσι στερήθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος του δικαιώματος να υποβάλει ερωτήσεις στους συγκατηγορουμένους του συναυτουργούς και να προβεί σε συμπληρωματικές εξηγήσεις και σε δηλώσεις, εφόσον ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ούτε και από τα επισκοπούμενα πρακτικά της σχετικής δίκης προκύπτει, ότι υποβλήθηκε από μέρους του τέτοιο αίτημα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. α, β, ζ, στ' του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 10 και 14 του ν.2161/1993 και 5 του ν. 3189/2003 και κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 20 του ν.3459/2006 (ΚΝΝ), τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ, όποιος πλην άλλων, εισάγει στην επικράτεια, πωλεί, αγοράζει, αποθηκεύει, κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικές ουσίες. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών: Εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών στην Ελληνική επικράτεια είναι η διακίνηση των ναρκωτικών από το εξωτερικό στην Ελλάδα και θεωρείται τελειωμένο με την είσοδο αυτών στο Ελληνικό έδαφος, δια της τελωνειακής υπηρεσίας ή και από μη νόμιμη διασυνοριακή οριογραμμή.
Αγορά και πώληση των ουσιών αυτών είναι η με την κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας της ναρκωτικής ουσίας και η για το σκοπό αυτό παράδοσή της από τον πωλητή στον αγοραστή, με το τίμημα που συμφωνήθηκε. Για τη θεμελίωση της αγοράς και της πώλησης δεν είναι αναγκαία η ρητή μνεία και αναφορά στη συγκεκριμένη κατηγορία του συμφωνηθέντος τιμήματος, γιατί ο νομικός αυτός όρος αγορά και πώληση έχει ορισμένο περιεχόμενο και γνωστή έννοια, υποδηλώνει δε οπωσδήποτε και συνομολόγηση τιμήματος, γιατί χωρίς τίμημα δε νοείται αγορά και πώληση. Επίσης, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για αγορά και πώληση ναρκωτικών ουσιών, δεν είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται η ταυτότητα του αντισυμβαλλομένου του κατηγορουμένου δράστη, ούτε το ύψος του καταβληθέντος ή εισπραχθέντος αντίστοιχα τιμήματος. Με τον όρο κατοχή ναρκωτικών, στα οποία περιλαμβάνεται και η κοκαϊνη (Πιν. Β Αρ.3 άρθρου 4 παρ.3 ν. 1729/1987), θεωρείται η φυσική εξουσία της ναρκωτικής ουσίας από το δράστη ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή της και να τη διαθέτει πραγματικά κατά τη δική του βούληση. Με τον όρο μεταφορά ναρκωτικών νοείται η μετακίνηση αυτών από τόπο σε τόπο, πάντοτε όμως εντός της Ελληνικής επικράτειας, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, με απλή ιδιόχειρη ή μέσου τρίτου μετακίνηση είτε στο έδαφος της επικράτειας, είτε παραπλέοντας ή διασχίζοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε ιπτάμενος στον ελληνικό εναέριο χώρο. Για τη στοιχειοθέτηση όμως του αυτοτελούς εγκλήματος της μεταφοράς ναρκωτικών, απαιτείται η μετακόμιση αυτών να τελείται προς διευκόλυνση ή πραγματοποίηση της κυκλοφορίας αυτών, για οποιαδήποτε αιτία, από ατόμου σε άτομο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου και οι επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς. Συγκατοχή ναρκωτικών δε υπάρχει, όταν υφίσταται μεταξύ των δραστών κοινός δόλος φυσικής εξουσιάσεως της συγκεκριμένης ποσότητας ναρκωτικής ουσίας, η οποία πρέπει να είναι σαφώς προσδιορισμένη και να υφίσταται η δυνατότητα σε όλους τους συναυτουργούς ασκήσεως της φυσικής αυτής εξουσιάσεως, με τη δυνατότητα διαθέσεως και διαπιστώσεως οποτεδήποτε της υπάρξεως αυτής.
Κατά το άρθρο 8 του ιδίου νόμου 1729/1987 (άρθρο 23 ΚΝΝ), ο δράστης των παραπάνω διατάξεων του άρθρου 5, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή από 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ, εκτός των άλλων, και όταν ενεργεί κατ' επάγγελμα ή συνήθεια ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Η έννοια των περιστάσεων αυτών ορίζεται, αντίστοιχα, στις διατάξεις του άρθρου 13 εδ. στ' και ζ' ΠΚ, κατά τις οποίες, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης όταν από τη βαρύτητα της πράξεως, τον τρόπο και τις συνθήκες τελέσεώς της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί που πρέπει να αιτιολογούνται ιδιαιτέρως, είναι και ο ισχυρισμός μεταβολής της κατηγορίας από φυσική αυτουργία σε απλή συνέργεια του κατηγορουμένου, όπως και ο ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ.
Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:
Οι Ζ, Χ4 και ο ήδη αποβιώσας Ψ, σε μη επακριβώς προκύψαντα χρόνο, μέσα στο διάστημα από το μήνα Δεκέμβριο του 2000 μέχρι και το μήνα Μάϊο του 2001, συγκρότησαν δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα που επιδίωκε τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται από τη νομοθεσία περί ναρκωτικών. Η υλοποίηση των σχεδίων της ομάδας πραγματοποιήθηκε εκτός των άλλων και με πλοίο το οποίο αγόρασε ο Ζ το Μάιο του 2000, μέσω του Ψ από το ...... Το πλοίο αυτό, άνω των 40 ετών, κατά το 2000, έφερε το όνομα ...., μετονομάσθηκε σε .... και ως νέα πλοιοκτήτρια εταιρεία εφέρετο η εταιρεία TORNABE SHIPPING SERVICES S.A. με έδρα την HONDYRA. Για την αγορά του πλοίου με την ως άνω εταιρική επωνυμία ο Ζ κατέβαλε περίπου το ποσό των 70.000.000 δρχ., με αποστολή εμβασμάτων από λογαριασμό που τηρούσε στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος (υποκατάστημα Πρέβεζας) από το γαμπρό του Χ2, ο οποίος ήταν συνδικαιούχος του λογαριασμού, προς τον Ψ. Ο τελευταίος ήταν γνωστός από ετών με τον Ζ από την ..., στην πόλη .... της οποίας ο Ζ διατηρούσε εστιατόριο και είχε ευρύ κύκλο γνωριμιών με Ελληνες που ζούσαν στις Κάτω Χώρες (ο Ψ, ο οποίος παλιότερα ήταν ναυτικός είχε ζήσει στο ...). Μεταξύ των δύο ως άνω προσώπων υπήρχε εμπιστοσύνη, ο Ψ κατά το έτος 2000 δεν είχε συγκεκριμένη απασχόληση και ευρισκόμενος στην Ελλάδα επιμελήθηκε της αγοράς του ως άνω πλοίου. καθώς και της ναυτολογήσεως εμπίστων προσώπων. Ετσι ως πλοίαρχος ναυτολογήθηκε Χ1 και ως υποπλοίαρχος ο Χ6, ενώ ως Γ' μηχανικός ο Ξ ο οποίος ήταν προσωπική επιλογή του Ζ. Ο Ξ ήταν από ετών φίλος του Ζ από την ....., στην οποία και εκείνος ζούσε και επιλέχθηκε για την ως άνω θέση ως άνθρωπος εμπιστοσύνης (του Ζ) αν και εστερείτο γνώσεών μηχανικού πλοίου, όπως και ο ίδιος αναφέρει. Το ως άνω Φ/Γπλοίο επισκευάσθηκε, αρχικά στην ..., όπου ήταν ελλιμενισμένο, και απέπλευσε με προορισμό τη ...., κατέπλευσε στη συνέχεια στην .... όπου επισκευάσθηκε εκ νέου, για δε τις εργασίες επισκευής και εξοπλισμού, με σύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα δαπανήθηκε περίπου το συνολικό ποσό των 20.000.000 δραχμ. Το ποσό των δαπανών επισκευής και εξοπλισμού το οποίο ομολογεί ότι κατέβαλε ο Ζ το αναβιβάζει σε 7.000.000 - 8.000.000 δρχ. Κατά τον απόπλου του πλοίου από την ...., εκτός από τα τρία ως άνω άτομα μέλη του πληρώματος είχαν ναυτολογηθεί και αποτελούσαν πλήρωμα του Φ/Γ πλοίου ..... και οι .... (Α' μηχανικός), ..... (.....) και .... (......), όπως τούτο προκύπτει από την κατάσταση πληρώματος Το πλοίο απέπλευσε από την ... στις 27/5/2001, με δήθεν προορισμό τη .... και κατόπιν τηλεφωνικών οδηγιών του Ζ ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της ομάδας (του ίδιου, του Χ4 και του Ψ) προς τον πλοίαρχο, κατευθύνθηκε προς την ..... και στις 15-19/6/2001 κατέπλευσε στο λιμάνι της .... της εν λόγω χώρας. Οσα διατείνεται ο εκ των κατηγορουμένων Χ1 ότι προορισμός του ως άνω πλοίου ήταν ο ...., αλλά λόγω προβλημάτων που παρουσίασε το πλοίο στην πορεία δεν κατέστη δυνατόν να καταπλεύσουν στον ...., είναι αβάσιμα και απορριπτέα, όπως επίσης αβάσιμοι είναι οι ισχυρισμοί του ίδιου και του μέλους του πληρώματος που είχε ναυτολογηθεί στην Ελλάδα Χ6 ότι θεωρούσαν ότι το ως άνω πλοίο θα μεταφέρει διάφορα νόμιμα φορτία, γι' αυτό υπέγραψαν τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, για να απασχοληθούν στο πλοίο αυτό. Επιπλέον ο πλοίαρχος (Χ1) ισχυρίσθηκε ότι του είχε γνωστοποιηθεί από την πλοιοκτήτρια εταιρεία ότι το εν λόγω πλοίο θα πραγματοποιεί πλόες στα νησιά της Καραϊβικής για διάστημα 2 περίπου ετών, γεγονός που τον οδήγησε στη σύναψη της ως άνω συμβάσεως, αφού έτσι θα είχε εξασφαλισμένη εργασία για ικανό χρονικό διάστημα. Αν όπως διατείνονται τα δύο ανωτέρω μέλη του πληρώματος αγνοούσαν τη βούληση του κατ' ουσίαν πλοιοκτήτη Ζ ότι με το πλοίο θα γίνει μεταφορά ναρκωτικών ουσιών θα μπορούσαν να καταγγείλουν τη σύμβαση ναυτικής εργασίας και να αποχωρήσουν από το πλοίο όταν έφθασαν στην ....... της ..... Το πλοίο από την αρχή παρουσίαζε προβλήματα όπως τουλάχιστον οι ίδιοι ισχυρίζονται, και ενώ απέπλευσε από την ..... στις 16/5/2001 αναγκάσθηκε να καταπλεύσει στην ..... προκειμένου να προβούν σε αποκατάσταση των βλαβών και να αποπλεύσουν από το λιμάνι της πόλης αυτής στις 27/5/2001. Το σημαντικό όμως ζήτημα είναι ότι σε κανένα από τους υποτιθέμενους προορισμούς του δεν κατέπλευσε το πλοίο και το σημαντικότερο ότι σε κανένα λιμάνι δεν, έγινε φόρτωση φορτίου (εμφανούς). Εμπειροι ναυτικοί αμφότεροι, καθώς και ο μετέπειτα ναυτολογηθείς Χ3, ο οποίος έφθασε στην .... στις 28/6/2001, για να αντικαταστήσει τον Α' μηχανικό ....., γνώριζαν ότι το πλοίο δεν μπορεί να περιφέρεται ασκόπως στον ωκεανό, να μη φορτώνει πουθενά φορτίο και οι ίδιοι να μην αντιλαμβάνονται τίποτε. Εξάλλου το γεγονός ότι κατέπλευσαν στην .... της ..... στις 15-19/6/2001 (κατά τον μάρτυρα ...., ενώ κατά τον Χ1 ο κατάπλους στην ... έγινε στις 19/6/2001) και ότι το αμέσως επόμενο γνωστό λιμάνι στο οποίο κατέπλευσαν (γνωστό στις αρμόδιες λιμενικές αρχές) μετά τον απόπλου από το λιμάνι της .... ήταν οι Πορτογαλικές Αζόρες, στις 13/8/2001 σημαίνει ότι στην ..... παρέμειναν για τουλάχιστον 1% μήνα χωρίς συγκεκριμένο λόγο, αφού δεν φόρτωσαν κάποιο φορτίο (εμφανές) με συγκεκριμένο προορισμό. Οσα διατείνονται οι εκ των κατηγορουμένων μέλη του πληρώματος ότι αρχικά το πλοίο παρουσίασε προβλήματα που έχρηζαν επισκευής, ότι ακολούθως "έχασαν" το φορτίο, ότι στις 20/7/2001 απέπλευσαν για ..... (χώρα όμορη της ....), για να "φορτώσουν" αλλά λόγω μηχανικών προβλημάτων "άραξαν" στον ωκεανό, (κατά το Χ1) και το πλοίο εκινείτο με μικρή ταχύτητα για εξοικονόμηση καυσίμων και για ασφαλή κατάπλου στο πλησιέστερο λιμάνι, εντάσσονται στην προσπάθεια των κατηγορουμένων να δικαιολογήσουν τη χωρίς λόγο παραμονή τους στην .... για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι ανωτέρω, λοιπόν, κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι στην .... βρίσκονται προκειμένου να φορτώσουν ναρκωτικές ουσίες (κοκαΐνη) και η μακρά παραμονή του σ' αυτή δικαιολογείται από το γεγονός τικ δημιουργίας των κατάλληλων συνθηκών τόσο για την κατασκευή των κρυπτών, στις οποίες θα φορτώνονταν οι ναρκωτικές ουσίες, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί, από τις αρμόδιες λιμενικές αρχές, όσο και για την έλευση των μελών της ομάδας Ζ και Χ4, οι οποίοι επιμελήθηκαν της αγοράς των ναρκωτικών ουσιών από την .... και της προωθήσεώς τους και τοποθετήσεώς τους εντός των κρυπτών. Οι Ζ και .... (και ο αποθανών Ψ) οι οποίοι δεν ήσαν στο ως άνω πλοίο, μόνο με άτομα της απόλυτης εμπιστοσύνης τους, θα μπορούσαν να υλοποιήσουν το σχέδιό τους για μεταφορά και εισαγωγή στην Ελλάδα τουλάχιστον 201 κιλών κοκαΐνης με το ως άνω πλοίο. Χωρίς τη γνώση και την ενεργό συμμετοχή των κατηγορουμένων μελών του πληρώματος του ως άνω πλοίου (πλοιάρχου, υποπλοιάρχου και Α' και Γ' μηχανικού αντίστοιχα) θα ήταν ανέφικτη η δημιουργία κρυπτών στο πλοίο, η τοποθέτηση τoυλάχιστov 201 κιλών κοκαΐνης σ' αυτές, το κλείσιμο των κρυπτών με ηλεκτροσυγκόλληση, η μεταφορά και εισαγωγή της ως άνω ποσότητας κοκαΐνης στην Ελλάδα η εκφόρτωσή της, στο .... της .... 3 περίπου ναυτικά μίλια από την ακτή, με το γερανό του πλοίου και η τοποθέτησή της σε φουσκωτή λέμβο την 03-00 ώρα της 8/9/2001, μετά την αφαίρεση των λαμαρίνων από τις κρύπτες. Επιπλέον η φύλαξη του ως άνω φορτίου κοκαϊνης (αξίας άνω των 1.000.000.000 δρχ.), τόσο κατά κατά το διάστημα της παραμονής του πλοίου στην ...., από τη φόρτωση μέχρι τον απόπλου, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, μόνο σε άτομα της απόλυτης εμπιστοσύνης της ομάδας μπορούσε να ανατεθεί. Δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι δεν γνώριζάν τίποτε, ούτε αντιλήφθηκαν τίποτε απ'όσα συνέβησαν στο ως άνω πλοίο, αφού τα πρόσωπα αυτά (Ελληνες μέλη του πληρώματος) διοικούσαν και έλεγχαν απολύτως το πλοίο, τόσο λόγω της ιδιότητάς τους, (πλοίαρχος, υποπλοίαρχος και μηχανικοί Α' και Γ'), όσο και λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που τους συνέδεε με τον ιδιοκτήτη του πλοίου. Οσες δε εργασίες έγιναν στο πλοίο έγιναν υπό τα όμματα και την καθοδήγηση των ανωτέρω μελών του πληρώματος και όχι από κάποιο άγνωστο εν αγνοία τους. Οι δύο αλλοδαποί, που είχαν ναυτολογηθεί στην Ελλάδα ήσαν ναύτες και δεν έκαναν "κουμάντο" στο πλοίο. Ούτε άλλωστε εκείνοι (Ελληνες μέλη του πληρώματος και κατηγορούμενοι) διατείνονται κάτι τέτοιο. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι από το ως άνω πλοίο αποχώρησε ο Α' μηχανικός ...., και στη θέση του ναυτολογήθηκε, με επιμέλεια του ..... (αυτός είχε κατηγορηθεί για άμεση συνεργεία στην εισαγωγή της κοκαΐνης στην ελληνική επικράτεια αλλά κηρύχθηκε αθώος με την εκκαλούμενη απόφαση) ο Χ3, ο οποίος, έφθασε στην ....στις 28/6/2001 και, ανέλαβε καθήκοντα. Ακολούθως, σε χρόνο που δεν προέκυψε επακριβώς, πάντως όμως κατά το διάστημα από τέλους του μηνός Ιουνίου έως τις αρχές Ιουλίου 2001 και αφού έγιναν οι εργασίες επισκευής του πλοίου, το οποίο είχε παρουσιάσει και πάλι προβλήματα, δημιουργήθηκαν οι κρύπτες με ηλεκτροκόλληση. Όπως διαπιστώθηκε, κατά τη διενέργεια αυτοψίας στο εν λόγω πλοίο το Νοέμβριο του 2001 στο ....., όπου ήταν ελλιμενισμένο (μετά τον κατάπλου στις 8/9/2001 στον Πειραιά), οι κρύπτες είχαν δημιουργηθεί μέσα στο χώρο της αποθήκης του λοστρόμου, κάτω από το κατάστρωμα της πλώρης, όπου βρίσκεται ο εργάτης της άγκυρας. Oι κρύπτες που είχαν δημιουργηθεί στο πλωραίο τμήμα (πρόστεγο), έφεραν ημικυκλικό σχήμα, είχαν ύψος 2,5 μέτρων και "ταπώθηκαν" με λαμαρίνες, επάνω και κάτω. Στις κρύπτες αυτές δημιουργήθηκαν και δύο αεραγωγοί, δεξιά και αριστερά της πόρτας της αποθήκης, οι οποίοι ουδεμία λειτουργία του πλοίου εξυπηρετούσαν, ειμή μόνο τον αερισμό των ναρκωτικών ουσιών που στη συνέχεια τοποθετήθηκαν σ' αυτές. Η θέση που δημιουργήθηκαν οι κρύπτες και ο τρόπος του κλεισίματος (με ηλεκτροσυγκόλληση) αποσκοπούσαν στη κατασκευή χώρων αποθηκεύσεως των ναρκωτικών ουσιών, οι οποίοι δύσκολα θα μπόρεσαν να εντοπισθούν, ακόμη και με εξονυχιστικό έλεγχο. Οι Ζ και Χ4, σε μη προκύψαντα επακριβώς χρόνο, αλλά κατά το διάστημα από την 1η έως την 31η Ιουλίου του έτους 2001, αγόρασαν από κοινού από άγνωστους εμπόρους
ναρκωτικών της ... (δεν προέκυψε ο ακριβής τόπος) άγνωστη ποσότητα απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών, τουλάχιστον όμως διακόσια ένα (201) κιλά κοκαΐνης, αντί άγνωστου τιμήματος, με σκοπό την εμπορία. Για τη συναλλαγή αυτή, ήτοι την αγορά τουλάχιστον της ως άνω ποσότητας κοκαΐνης, από κοινού με τον Χ4, ο οποίος βρισκόταν ως μόνιμος κάτοικος .... στη χώρα αυτή, ο Ζ μετέβη από την .... στην ..., χρησιμοποιώντας πλαστό διαβατήριο, με τα στοιχεία του γαμπρού του (συγκατηγορούμενου Χ2), γιατί, όπως ο ίδιος αναφέρει, στην .... ήταν ύποπτος για άλλη υπόθεση ναρκωτικών. Για να δικαιολογήσει το ταξίδι του στην ..... της ...., κατά τον ως άνω επίμαχο χρόνο, ο Ζ ισχυρίσθηκε, ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, ότι πραγματοποίησε το ταξίδι ..... - ......, προκείμενου να πληρώσει αυτοπροσώπως τον πράκτορα για τις επισκευές του πλοίου, το ύψος των οποίων ανέρχονταν σε 17.000 δολλάρια ΗΠΑ, επισκέφθηκε τον πράκτορα του πλοίου στο γραφείο του στην .... κατέβαλε το ως άνω οφειλόμενο ποσό, χωρίς να δει το πλοίο, και αναχώρησε από την ως άνω πόλη. Οι Ελληνες μέλη του πληρώματος, ήτοι οι Χ1, Χ6, Χ3 και Ξ, παρέλαβαν την ως άνω αγορασθείσα από τους Ζ και Χ4 ποσότητα κοκαΐνης, εν γνώσει τους ότι πρόκειται περί απαγορευμένης ναρκωτικής ουσίας, την τοποθέτησαν μέσα στις προαναφερθείσες κρύπτες και έκλεισαν με ηλεκτροσυγκόλληση και πάλι τις λαμαρίνες (τα ανοίγματα των κρυπτών) κατά τρόπο ώστε να μην καθίσταται εφικτός ο εντοπισμός των ναρκωτικών ουσιών, σε ενδεχόμενο έλεγχο του πλοίου, κι' έκτοτε την κατείχαν από κοινού στο ως άνω πλοίο μέχρι τις 8/9/2001. Ακολούθως το πλοίο απέπλευσε (αρχές Αυγούστου 2001) από την ...., με "προορισμό" ...., κενό φορτίου, και αφού προηγουμένως είχε προσληφθεί επιπλέον πλήρωμα τεσσάρων ατόμων, όπως αυτό προκύπτει από την κατάσταση πληρώματος κατά τον κατάπλου του πλοίου στον Πειραιά στις 8/9/2001 (ένας Ουκρανός, ένας Ινδός, ένας Ρώσος και ο Κολομβιανός .....). Για την αύξηση του πληρώματος κατά τέσσερα άτομα, αν και απέπλευσε κενό φορτίου από το ως άνω λιμάνι το πιο πάνω πλοίο ουδεμία εξήγηση δίνεται από τους κατηγορούμενους μέλη του πληρώματος και τον Ζ ποίοι λόγοι επέβαλαν τη ναυτολόγηση του επιπλέον πληρώματος και ποιος επιμελήθηκε της ναυτολογήσεώς τους. Ουδέποτε όμως
το ως άνω πλοίο κατέπλευσε στον τόπο "προορισμού" (.....), γιατί δήθεν το φορτίο "χάθηκε" και πάλι, αλλά κατευθύνθηκε προς τις .... Το είδος του εμπορεύματος που δήθεν θα μετέφερε το ως άνω πλοίο αλλά ουδέποτε κατά το τρίμηνο και πλέον ταξίδι του φόρτωσε ήταν αλάτι, σωλήνες, τσιμέντο, ξυλεία, χαρτί, τσιγάρα (και λαθρομετανάστες κατά τον αποβιώσαντα Ψ). Στις .... κατέπλευσε στις 13/8/2001, (στο λιμάνι .....), το ως άνω πλοίο μετονομάσθηκε από .... σε ... με σημαία ...., με πλοιοκτήτρια εταιρεία τη ..... Ltd και έδρα τη .... της ....., τις σχετικές δε διαδικασίες επιμελήθηκε ο ..... ο οποίος είχε μεταβεί προς τούτου στις ... και στη συνέχεια αναχώρησε. Στο παραπάνω λιμάνι οι Πορτογαλικές Αρχές προέβησαν σε έλεγχο του πλοίου ο οποίος απέβη άκαρπος, κι' έτσι επιτράπηκε ο απόπλους αυτού στις 20/8/2001 με προορισμό τον Πειραιά. Ευρισκόμενο στη Μεσόγειο (κοντά στην ....) το πλοίο, ο πλοίαρχος αυτού έλαβε, τηλεφωνικώς, οδηγίες από τον Ζ να κατευθυνθεί προς το Ιόνιο Πέλαγος και συγκεκριμένα προς τις ακτές της .... Καταπλέοντας προς την πιο πάνω περιοχή οι οδηγίες του Ζ προς τον πλοίαρχο ήταν να προσεγγίσει την ακτή του ... της ..... Πράγματι, την 03.00 περίπου ώρα της 8/9/2001 το πλοίο πλησίασε σε απόσταση 3 περίπου μιλίων από την ως άνω ακτή και εκεί, κατόπιν συγκεκριμένων εντολών του Ζ, ο οποίος λειτουργούσε και για λογαριασμό του Χ4, προς τον Ξ, ο τελευταίος από κοινού με τους Χ1, Χ6 και Χ3, απέκοψαν τις λαμαρίνες, ανοίγοντας έτσι τις κρύπτες με ηλεκτροσυγκόλληση, κατέβασαν φουσκωτή μηχανοκίνητη λέμβο τύπου ΖΟΝΤΙΑC, και με τη βοήθεια του γερανού του πλοίου ξεφόρτωσαν απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες, και τουλάχιστον 201 κιλά κοκαΐνης. Το φορτίο κοκαΐνης συνόδευσε στην ακτή ο Ξ, ο οποίος και παρέμεινε στο ...., όπως παρέμεινε και η φουσκωτή λέμβος. Ετσι, κατά τον ως άνω χρόνο στον ως άνω τόπο οι Ζ, Χ4, Ξ, Χ1, Χ6 και Χ3, μετά συναπόφαση εισήγαγαν στο έδαφος της Ελληνικής Επικράτειας (στο .... της ....) άγνωστες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, τουλάχιστον όμως 201 κιλά κοκαΐνης. Στη συνέχεια το πλοίο, με πλήρωμα 9 ατόμων [τα προαναφερθέντα 6 άτομα που είχαν ναυτολογηθεί στην Ελλάδα, μείον ο Ξ που αποβιβάσθηκε στο .... της ...., και αντικατάσταση του .... από τον Χ3, συν 4 αλλοδαποί που ναυτολογήθηκαν στην ...., (.... Ρώσος, .... Ουκρανός, .... Ινδός και .... Κολομβιανός) ίσον 9] κατευθύνθηκε προς το λιμάνι τoυ Πειραιά όπου και κατέπλευσε το πρωΐ της 8/9/2001. Αναφορικά με την εισαγωγή στην Eλληνική Επιράτεια και την εκφόρτωση στο .... της .... τουλάχιστον 201 κιλών κοκαΐνης, τόσο προανακριτικά, όσο κατά την κύρια ανάκριση αλλά και ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου οι εκ των κατηγορουμένων Χ1, Χ6 και Χ3 πρόβαλαν άρνηση και ισχυρίσθηκαν ότι ουδέποτε πέρασαν από την ... και το .... της .... και ότι ουδέποτε σταμάτησαν στα ως άνω παράλια ούτε εκφόρτωσαν κάποιο φορτίο αλλά από τις .... ήλθαν κατευθείαν στον Πειραιά. Ειδικότερα ο πλοίαρχος Χ1 ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου απολογούμενος ανέφερε ότι μετά τον απόπλου από τις .... παρακολουθούσαν το πλοίο οι διοικητικές αρχές της Πορτογαλίας (πετούσαν αεροπλάνα και ελικόπτερα) πέρασε ανάμεσα από .... και ...., πέρασε από τον .... και ήλθε στο ...., ότι δεν είχε δικαίωμα να πάει στη στεριά για να βγάλει "αυτά τα πράγματα που λέει ο Ξ" (ενν.τα 201 κιλά κοκαΐνη) και ότι πέρασαν σε απόσταση 30 μιλίων από το .... της ...., δεν σταμάτησαν και ήλθαν στον Πειραιά. Παρόμοιοι ήταν οι ισχυρισμοί και των λοιπών κατηγορουμένων, μελών του πληρώματος του εν λόγω πλοίου. Όμως ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου τα μέλη του πληρώματος του ως άνω πλοίου υποχρεώθηκαν εκ των μη επιδεχομένων αμφισβήτηση αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, ότι ο Ξ δεν ήταν μέλος του πληρώματος, κατά τον κατάπλου του πλοίου στον Πειραιά, χωρίς να έχει μεσολαβήσει αποχώρησή του σε άλλο λιμάνι (είτε της .... είτε των ...) και ότι έλειπε η φουσκωτή λέμβος του πλοίου, κατά τον κατάπλου του στον Πειραιά η οποία και βρέθηκε στο ... της ..., κοντά στο ξενοδοχείο "...." του Ζ, κατά τον έλεγχο των αρμοδίων λιμενικών και αστυνομικών αρχών στις 30/10/2001, να παραδεχθούν ότι πέρασαν από το ... της .... αλλά δεν αντιλήφθηκαν να κόβονται λαμαρίνες "ούτε να εκφορτώνονται ναρκωτικές ουσίες από τις κρύπτες. Ο πλοίαρχος Χ1 επιχειρώντας να αποσείσει τις ευθύνες του πρόβαλε το πρώτον ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου τον ισχυρισμό ότι είχε λάβει εντολή από τον Ζ να μαζευτούν κάποια εργαλεία σε σακούλες, ότι η εντολή αυτή εκτελέσθηκε χωρίς να γνωρίζει από ποιόν και στη συνέχεια προσέγγισαν την ακτή του .... της .... και αποχώρησε από το πλοίο ο Ξ με τα εργαλεία. Ο τελευταίος ισχυρισμός δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής, όπως επίσης δεν αντέχει στη λογική ο περαιτέρω ισχυρισμός των μελών του πληρώματος ότι ουδεμία συμμετοχή είχαν στην φόρτωση του φορτίου στην ...., ούτε στην εκφόρτωση του στο ..... της ....., ούτε γνώριζαν το περιεχόμενο του κρυφού φορτίου.
Συνεπώς από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία πλήρως αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι Χ1, Χ6 και Χ3, κατά το διάστημα από το μήνα Ιούλιο μέχρι τις 8/9/2001, ενεργώντας με πρόθεση από κοινού (και με τον Ξ), χωρίς να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, κατείχαν από κοινού επί του ως άνω πλοίου, το οποίο ταξίδευε από την .... της .... προς την Ελλάδα άγνωστη ποσότητα απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών τουλάχιστον όμως 201 κιλά κοκαΐνης, τις ναρκωτικές δε αυτές ουσίες τις εισήγαγαν στην Ελλάδα και τις παρέδωσαν στους Ζ και Χ4 στο .... της ...., περί ώρα 03.00 της 8/9/2001. Αποδείχθηκε, περαιτέρω ότι οι ναρκωτικές ως άνω ουσίες από την ακτή του .... της .... μεταφέρθηκαν από το Ζ και δύο άγνωστα άτομα (ο Ξ είχε τραυματισθεί ελαφρά, όταν η φουσκωτή λέμβος αναποδογύρισε λόγω προσκρούσεως στα βράχια και απαιτήθηκε να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες) στο ξενοδοχείο "...." του Ζ που βρίσκεται στην παραλία του .... της .... και σε μικρή απόσταση από το σημείο που έφθασε η ως άνω φουσκωτή λέμβος και αποθηκεύτηκαν μέσα σ' αυτό. Η αποθήκευση της κοκαΐνης σε δωμάτιο του ξενοδοχείου "...." έγινε μετά συναπόφαση και κοινή δράση των Ζ, Χ4, Χ2 (Ξ και Ψ). Εν των μεταξύ οι αρμόδιες αστυνομικές και λιμενικές αρχές που είχαν χάσει τα ίχνη του πλοίου .... και ήδη ...., ζήτησαν και πέτυχαν (με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά) την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου του σταθερού και κινητού τηλεφώνου του ήδη αποβιώσαντος Ψ. Από τις τηλεφωνικές ως άνω συνομιλίες, όπως αναφέρει ο μάρτυρας ...., προέκυψε ότι ο τελευταίος επικοινωνούσε με τον Χ4 και τον Ζ κατά το κρίσιμο διάστημα από της αποθηκεύσεως της ως άνω ποσότητας κοκαΐνης στο ξενοδοχείο "...." στο .... της .... στις 8/9/2001 κι' εντεύθεν μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 2001 που εκείνος συνελήφθη. Σε μη επακριβώς προκύψασα ημερομηνία μέσα στο αμέσως παραπάνω χρονικό διάστημα και πάντως πριν από τις 28/10/2001 (από τότε ο Χ4 ομολογεί ότι βρισκόταν στην Ελλάδα) ο Χ4 είχε αρκετές τηλεφωνικές συνομιλίες [κάποιες απ' αυτές ευρισκόμενος στο ξενοδοχείο ..... των .... (δωμάτιο ...., τηλ, .....)] με τον Ψ, στις οποίες τον καθοδηγεί συνθηματικά για την καλύτερη επεξεργασία και διακίνηση της κοκαΐνης. Το κρίσιμο και κομβικό σημείο στην επίμαχη υπόθεση που οδήγησε και στη σύλληψη των κατηγορουμένων ήταν το διάστημα από 15-28/10/2001, κατά το οποίο ήλθαν στην Ελλάδα κατόπιν προτροπής του Ζ ο Ξ από την .... στην οποία είχε μεταβεί το Σεπτέμβριο του 2001, και β) ο Χ5, γνωστός του Ψ τον Οκτώβριο του 2001, σε μη επακριβώς προκύψασα ημερομηνία, (πριν τις 28) στην Ελλάδα ήλθε και ο Χ4. Ο ίδιος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου απολογούμενος ανέφερε ότι ήλθε στην Ελλάδα 27, 28 Οκτωβρίου 2001 για προσωπικούς λόγους, ότι δεν έχει καμία σχέση με το πλοίο και το "εμπόρευμα" που μετέφερε, ότι γνωρίζει τον Ψ ως ναυτικό, ότι τον ρώτησε (ενν. σε τηλεφωνική επικοινωνία) να δει "την εκκρεμότητα του με τη δικαιοσύνη", γιατί στην Ελλάδα είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης σε βάρος του, ότι δεν ήταν αυτός το άτομο που συνομιλούσε από το ξενοδοχείο .... των .... με τον Ψ, ότι τον Ζ τον γνωρίζει και τον έχει δει στο ρεστωράν που ο τελευταίος διατηρεί στην .... και ότι δεν συνάντησε τον τελευταίο στην Ελλάδα (στον Πειραιά) όταν ήλθε στις 27/10/2001, ούτε τον Ξ, τον οποίο δεν γνωρίζει. Όλα τα ανωτέρω είναι αβάσιμα από ουσιαστική άποψη και απορριπτέα, καθόσον, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, ο ρόλος του Χ4 στην κρινόμενη υπόθεση είναι παρασκηνιακός αλλά κυρίαρχος. Η έλευση του Χ4 στην Ελλάδα, συμπίπτει χρονικά, εκτός των άλλων, και με την περαιτέρω διάθεση της μεγάλης ως άνω ποσότητας κοκαΐνης (των 201 κιλών), που "αντιμετώπιζε" δυσκολίες γι' αυτό στις 28/10/2001 συναντήθηκε (ο Χ4) στον Πειραιά με τον Ζ, Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο Ξ ο οποίος ήλθε στην Ελλάδα, από την ....., στις 26/10/2001, με προτροπή του Ζ μίσθωσε το με αριθμό κυκλοφορίας ..... ΓΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας HYUNDAI και στις 27/10/2001 μετέβη και στο ξενοδοχείο "....." όπου συνάντησε τον ιδιοκτήτη του Ζ. Στις 28/10/2001 οι ανωτέρω κατηγορούμενοι Ζ και Ξ αποφάσισαν από κοινού να μεταφέρουν πέντε (5) κιλά και 740 γραμμάρια κοκαϊνης από το ... της ... στους ...., που βρίσκεται οικία του Ξ. Ο Ζ πήρε δύο σακούλες τις τοποθέτησε μέσα στο μισθωμένο αυτοκίνητο και αναχώρησαν με προορισμό την Αθήνα. Στην διαδρομή πέρασαν από την εξοχική οικία του Ξ, που βρίσκεται στους ....., έκρυψαν στον κήπο τη μία σακούλα, ενώ σε άλλο σημείο του κήπου (σε ελιά) έκρυψαν άλλη ποσότητα κοκαΐνης που έδωσε ο Ζ στον Ξ προς φύλαξη, βάρους 480 γραμμαρίων. Όταν έφθασαν στην Αθήνα ο Ζ αποβιβάσθηκε στη λεωφόρο .... παίρνοντας μαζί του τη δεύτερη σακούλα. Σύμφωνα με όσα είχαν συζητήσει οι αμέσως παραπάνω, ο Ξ θα ανέμενε οδηγίες από το Ζ, μετά πάροδο 1 - 2 ημερών, προκειμένου να παραδώσει τη σακούλα που είχε κρύψει στον κήπο του εξοχικού του στον Ψ. Στις 30/10/2001 οι Ζ, Χ4 (και ο Ψ) αποφάσισαν από κοινού και πώλησαν στον Χ5 πέντε (5) κιλά και 740 γραμμάρια κοκαϊνης, ποσότητα η οποία είχε μεταφερθεί από το .... της .... στην εξοχική οικία του Ξ, αντί άγνωστου τιμήματος ή άλλου ανταλλάγματος. Συγκεκριμένα, αστυνομικοί που παρακολουθούσαν το Ψ τον ακολούθησαν, όταν αυτός, μετά προηγούμενη τηλεφωνική επικοινωνία και συνεννόηση με τους Ζ και Χ4, αναχώρησε από την οικία του στη .... του Πειραιά, επιβιβασθείς στο με αριθμό κυκλοφορίας .... ΓΧΕ αυτοκίνητο του, μάρκας OPEL ASTRA, περί την 10.30 ώρα της 30/10/2001, με κατεύθυνση προς .... μέσω της ΝΕΟ Αθηνών - Κορίνθου. Στο ύψος του .... ο Ψ σταμάτησε και σε ευρισκόμενο στο σημείο εκείνο αναψυκτήριο συναντήθηκε με τον Χ5, συνομίλησε για λίγο μαζί του και συνέχισαν προς ...., ο καθένας με το δικό του αυτοκίνητο (ο Χ5 οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας .... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας HONDA CIVIC). Στο ύψος των ... οι Ψ και Χ5 σταμάτησαν και πάλι για λίγο και στη συνέχεια αναχώρησαν και οδηγώντας ο καθένας το δικό του αυτοκίνητο έφθασαν στην παραλία των .... όπου και στάθμευσαν τα αυτοκίνητα τους. Μετά από λίγο εμφανίσθηκε το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο (HYUNDAI) που οδηγούσε ο Ξ εξήλθε ο Ψ από το αυτοκίνητο του και επιβιβάσθηκε στο αυτοκίνητο του Ξ, ενώ ο Χ5 παρέμεινε μέσα στο αυτοκίνητο του. Μετά την πάροδο λίγης ώρας επέστρεψε το οδηγούμενο από τον Ξ αυτοκίνητο, αποβιβάσθηκε ο Ψ πλησίασε το αυτοκίνητο του Χ5 και του παρέδωσε μία σακούλα την οποία ο τελευταίος τοποθέτησε στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του. Ακολούθως, οι Χ5 και Ψ πήραν το δρόμο της επιστροφής προς την Αθήνα, μέσω της ΝΕΟ Αθηνών - Κορίνθου ο πρώτος και μέσω της ΠΕΟ ο δεύτερος. Στα διόδια της Ελευσίνας, στα οποία είχε φθάσει πρώτος ο Ψ, στάθμευσε και μόλις αντιλήφθηκε ότι ο Χ5 δεν είχε αντιμετωπίσει μέχρι το σημείο αυτό κάποιο πρόβλημα, αλλά πέρασε κανονικά με το αυτοκίνητο του, συνέχισε και ο ίδιος και κατευθύνθηκε προς Πειραιά. Όταν ο Χ5 έφθασε στην οδό ..... των Αθηνών ακινητοποιήθηκε το αυτοκίνητο του από τους αστυνομικούς του τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών που τον ακολουθούσαν και στο χώρο αποσκευών του αυτού βρέθηκε η ως άνω σακούλα, που περιείχε έξι (6) αυτοσχέδια δέματα με κοκαΐνη, συνολικού βάρους πέντε (5) κιλών και 740 γραμμαρίων. Μετά τη σύλληψη του Χ5 ακολούθησε η σύλληψη του Ξ, ο οποίος έδωσε σημαντικές πληροφορίες αναφορικά με την κρινόμενη υπόθεση, υπέδειξε το ξενοδοχείο "....." του Ζ, ως τον τόπο που είχε αποθηκευθεί η κοκαΐνη, βάρους τουλάχιστον 201 κιλών, καθώς και το δένδρο (ελιά) στην εξοχική κατοικία του στους ..... στο οποίο είχε κρύψει τη σακούλα με την ποσότητα των 480 γρ. κοκαΐνης. Ακολούθως, μετά από διενεργηθείσα νόμιμη έρευνα βρέθηκαν, σε δωμάτιο του ξενοδοχείου "......" και στο υπόγειο αυτού, 170 αυτοσχέδια δέματα, που περιείχαν κοκαΐνη συνολικού μικτού βάρους 194 κιλών και 253 γραμμαρίων, μία μεταλλική πλάκα, ένα τούλι και μία μάσκα προσώπου [τα 3 τελευταία χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία της κοκαΐνης και βρέθηκαν στο δωμάτιο που διέμενε ο Χ2, ενώ το κλειδί για το υπόγειο στο οποίο είχε αποθηκευθεί η ως άνω συνολική ποσότητα κοκαΐνης βρισκόταν στο δωμάτιο που διέμενε ο Ζ]. Οσα διατείνονται οι κατηγορούμενοι στις απολογίες τους, ιδιαίτερα οι χαρακτηριζόμενοι αστυνομικές και λιμενικές αρχές ως "εγκέφαλοι" της επίμαχης υπόθεσης Ζ και Χ4 (και ο αποθανών Ψ) είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Συγκεκριμένα ο Ζ, ενώ αρχικά ισχυρίσθηκε (στην προανακριτική του απολογία) ότι γνώριζε καλά τον Χ4 και ότι είχε συνεργασθεί μαζί του για την ανεύρεση φορτίου για το ως άνω πλοίο, αναφέροντας πλήθος λεπτομερειών για τις επαφές του με τον Χ4 [ότι τον γνώριζε από την ....., ότι ο Ψ του είπε ότι βρήκε μαζί με τον Χ4 φορτίο (αλάτι) για το πλοίο, ότι τον καθησύχαζε (ο Χ4) ότι θα έρθουν οι Ιταλοί να πάρουν "τα πράγματα" από το ξενοδοχείο του, ότι το Σάββατο το βράδυ (27/10/2001) τηλεφώνησε ο Χ4 και του είπε ότι θα "στείλουν" τον ... (ενν. τον Ξ) να "κατεβάσουν" στην Αθήνα έξι κιλά κοκαΐνης που θα πουλούσε ο Ψ, ότι την Κυριακή 28/10/2001 συνάντησε στον Πειραιά, μαζί με τον ... (ενν. Ξ) τον Χ4 και οι τρεις τους πήγαν στο σπίτι του Ξ στους ...., ότι οι Ψ και Χ4 του είχαν πει ότι όταν θα πουλούσαν τα "πράγματα", που είχαν αποθηκευθεί στο ξενοδοχείο του θα του έδιναν το ποσό των 25.000.000 δρχ. και ότι ο Χ4 του είχε δώσει στο ....., μέσω ενός Ισπανού, το ποσό των 17.000.000 δρχ. (δεν διευκρινίζει το λόγο που ο Χ4 του είχε δώσει το ως άνω χρηματικό ποσό, σε χρόνο προγενέστερο της εισαγωγής της ως άνω ποσότητας κοκαΐνης στην Ελλάδα) στη συνέχεια (στην ανακριτική του απολογία) ισχυρίσθηκε ότι με τον Χ4 δεν είχε καμία επαφή, εκτός από ένα τηλεφώνημα, το οποίο έγινε το Σάββατο το βράδυ πριν από τη σύλληψη του (ενν. στις 27/10/2001) και τέλος, ενώπιον τόσο του πρωτοβάθμιου όσο και του παρόντος δικαστηρίου ισχυρίσθηκε ότι δεν γνωρίζει τον Χ4, ότι απλώς τον είχε ακουστά στην .... και ότι όσα είχε πει προανακριτικά σχετικά με τον Χ4 είναι ψέμματα. Ενώ αρχικά (ο Ζ) ισχυρίσθηκε ότι δεν αγόρασε το ως άνω πλοίο αλλ' απλώς μετοχές του πλοίου, στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι το πλοίο ανήκε στον ίδιο και αγοράσθηκε για λογαριασμό του από τον Ψ, εκτός των άλλων, και με χρήματα τα οποία έστελνε ο γαμπρός του (και συγκατηγορούμενός του) Χ2 προς τον Ψ, μέσω Τράπεζας της ..... Τούτο έγινε γιατί ο ίδιος (Ζ) δεν ήθελε να φαίνεται ότι το πλοίο ανήκει σ'αυτόν και κυρίως ότι το εκμεταλλεύεται αυτός, γι' αυτό ανέθεσε στον στερούμενο οικονομικών πόρων Ψ να ανεύρει πλοίο, να το αγοράσει για λογαριασμό του, και να ανεύρει πλήρωμα της εμπιστοσύνης του, προκειμένου η ομάδα να υλοποιήσει το σχέδιο της, το οποίο συνίστατο στην μεταφορά και εισαγωγή στην ελληνική επικράτεια της ως άνω αγορασθείσας στην .... ποσότητας κοκαΐνης. Ο Ζ είχε κυρίαρχη και συνεχή παρουσία σε όλες τις δράσεις της ομάδας, αφού με δικά του χρήματα αγοράσθηκε το ως άνω πλοίο και τοποθετήθηκε ηλεκτρονικός εξοπλισμός αξίας 20.000.000 δρχ. περίπου και όχι 7-8.000.000 δρχ. που ισχυρίζεται ο Ζ, δυσανάλογος προς την αξία του πλοίου, προκειμένου να υλοποιηθεί το σχέδιο της ομάδας για μεταφορά και εισαγωγή της ως άνω ποσότητας κοκαΐνης στην Ελλάδα με σκοπό την εμπορία. Ο Ζ είχε συνεχή επικοινωνία με το πλήρωμα, κυρίως με τον πλοίαρχο Χ1, προς τον οποίο έδινε οδηγίες, για το που θα καταπλεύσει, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του (από την Ελευσίνα μέχρι και την επιστροφή του στον Πειραιά στις 8/9/2001) και είχε αναλάβει, κατά κύριο λόγο, τη χρηματοδότηση του όλου "εγχειρήματος". Ο Ζ έστελνε χρήματα στον Ψ, ο οποίος είχε πρόσφατα αποφυλακισθεί (είχε καταδικασθεί, δις ισόβια για υπόθεση ναρκωτικών, όπως ο ίδιος είχε αναφέρει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και εστερείτο πόρων, μέσω του γαμπρού του Χ2, (για τις ανάγκες του ως άνω πλοίου), ο οποίος επίσης εστερείτο πόρων, και η μόνη εργασία του ήταν αυτή που παρείχε (οικογενειακώς) στο ξενοδοχείο "....." κατά τους θερινούς μήνες κάθε έτους, και δεν είχε περιουσία ή άλλα εισοδήματα. Ο Ζ έστελνε επίσης χρήματα στον Χ4 στην ...., μέσω του αδελφού του στενού και έμπιστου συνεργάτη του Ξ, ....., τον οποίο μάλιστα είχε ορίσει και πρόεδρο, διευθύνοντα σύμβουλο, ταμία και γραμματέα της ως άνω πλοιοκτήτριας εταιρείας του παραπάνω πλοίου, που είχε έδρα την .... της ..... Ο Ζ μετέβη ο ίδιος στην .... της ...., όχι για να πληρώσει με μετρητά, όπως ο ίδιος διατείνεται, για την αποκατάσταση των ζημιών του πλοίου, αλλά για να επιμεληθεί, μαζί με τον Χ4, της αγοράς τουλάχιστον 201 κιλών κοκαΐνης. Ο ίδιος αρνείται ότι συνάντησε τον Χ4 στη ... της ....., καθώς επίσης αρνείται ότι επισκέφθηκε το πλοίο του, που ήταν στο λιμάνι της ως άνω πόλης, πλην όμως οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν αντέχουν στη βάσανο της λογικής. Τούτο δε γιατί δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιεί ταξίδι στην .... και μάλιστα με πλαστό διαβατήριο, μόνο και μόνο για να πληρώσει με μετρητά που έφερε μαζί του, την αποκατάσταση των ζημιών του πλοίου και να μην επισκεφθεί το πλοίο, για το οποίο είχε δαπανήσει μεγάλα χρηματικά ποσά αλλά και εξακολουθούσε να δαπανά (για τις λειτουργικές του ανάγκες και τη μισθοδοσία του πληρώματος), χωρίς κανένα κέρδος, αφού ουδεμία μεταφορά φορτίου είχε πραγματοποιηθεί με το ως άνω πλοίο. Κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα ο Ζ είχε αποστείλει στον Χ4, τουλάχιστον το συνολικό ποσό των 20.000$ ΗΠΑ, μέσω του αδελφού του Ξ, ...., και της εταιρίας ηλεκτρονικής μεταφοράς χρημάτων Western Union (βλ. κατάθεση μάρτυρα ...., υπαλλήλου του τότε ΣΔΟΕ). Η δικαιολογία που προβάλλεται τόσο από τον Ζ όσο και από τον Χ4, ότι τα χρήματα αυτά προορίζονταν για την τροφοδοσία του πλοίου, την οποία είχε αναλάβει ο τελευταίος, δεν κρίνεται πειστική. Επίσης δεν κρίνεται πειστικός ο όψιμος ισχυρισμός του Ζ ότι το που θα πάει το πλοίο ήταν της αρμοδιότητας του Ψ, ο οποίος και του γνώρισε δύο Ιταλούς, στους οποίους και ανήκε το φορτίο και οι οποίοι το μετέφεραν στο ξενοδοχείο του και το τοποθέτησαν σε βαρελάκια για λίγες ημέρες. Αποφεύγει (ο Ζ) συστηματικά να αναφερθεί στα κρίσιμα σημεία της επίμαχης υπόθεσης και μεταθέτει σε ανύπαρκτα ή θαvόvτα πρόσωπα (Ιταλούς και Ψ) την αγορά, αποθήκευση και πώληση κοκαΐνης, ισχυριζόμενος ότι ουδεμία σχέση έχει με το σχεδιασμό και την οργάνωση της όλης υπόθεσης καθώς και με την πώληση της πιο πάνω ποσότητας στον Χ5 και ότι παρείχε συνδρομή (στον Ψ) στην μεταφορά και την εισαγωγή της ως άνω ποσότητας κοκαΐνης στην Ελλάδα. Οι ισχυρισμοί του Ζ είναι έωλοι, και για το λόγο, ότι αν κάποιοι "Ιταλοί" ήσαν κύριοι της ποσότητας των 201 κιλών κοκαΐνης, δεν θα την αποθήκευαν στο ξενοδοχείο του άγνωστου Ζ για 50 και πλέον ημέρες (από 8/9/2001 έως 30/10/2001) και στη συνέχεια να εξαφανισθούν, χωρίς να ενδιαφερθούν να την παραλάβουν και ότι ο Ψ δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει (μόνος του) την ως άνω ποσότητα ναρκωτικών ουσιών. Περαιτέρω, ο Χ4, ο οποίος τον Οκτώβριο του 2001 εισήλθε παράνομα στην Ελλάδα (είχε την πληροφορία από τον Ψ ότι εκκρεμεί σε βάρος του ένταλμα σύλληψης για υπόθεση ναρκωτικών) ισχυρίσθηκε ότι ουδεμία σχέση έχει με την επίμαχη υπόθεση και ότι η μόνη εμπλοκή του είναι η τροφοδοσία του ως άνω πλοίου, εργασία την οποία παρείχε από την ... που ζει μόνιμα. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι κατ'ουσίαν αβάσιμοι, καθόσον εκτός από τους συγκατηγορουμενους του, Ζ, ο οποίος ανέφερε λεπτομέρειες από τις επαφές τους κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κυρίως από της αγοράς του πλοίου μέχρι της πωλήσεως της ποσότητας των 5.740 γραμμαρίων κοκαΐνης στον Χ5, Ψ, ο οποίος, σε ανύποπτο χρόνο ανέφερε ότι ο Ζ πήγε με πλαστό διαβατήριο στην .... για να συναντήσει τον Χ4, και Χ3, ο οποίος ανέφερε ότι στο πλοίο τηλεφωνούσαν οι "....." και "..." και από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και κυρίως από τις μαρτυρικές καταθέσεις των ...., Ψ και .... προκύπτει η συμμετοχή του στις ως άνω πράξεις. Ειδικότερα, από την κατάθεση του .... προκύπτει ότι ο Χ4 ευρισκόμενος εκτός Ελλάδος, επικοινωνούσε τηλεφωνικά με τον Ψ, μετά την εισαγωγή και αποθήκευση της ως άνω ποσότητας κοκαΐνης στο ξενοδοχείο "..." στο .... της .... και του έδινε οδηγίες για την καλύτερη επεξεργασία και διακίνηση της κοκαϊνης, τέτοιες δε οδηγίες του έδινε και από το προαναφερθέν δωμάτιο του ως άνω ξενοδοχείου των ..... Σε χρόνο που δεν διακριβώθηκε, πάντως εντός του μηνός Οκτωβρίου του 2001 ο Χ4 ήλθε στην Αθήνα, γεγονός που παραδέχεται και ο ίδιος (ισχυρίζεται ότι ήλθε στην Ελλάδα για να δει τα παιδιά του) προκειμένου να προωθήσει, μαζί με τους Ζ και Ψ, την πώληση της ως άνω μεγάλης ποσότητας κοκαΐνης σύμφωνα με όσα του έλεγε στις τηλεφωνικές συνομιλίες τους ο τελευταίος. Το γεγονός ότι δεν ήταν τόσο, εμφανής η παρουσία του, σε όλες τις "δραστηριότητες" της ομάδας οφείλεται εν πολλοίς στο ότι είχε κύριο, τόπο κατοικίας την ..., και επεδίωκε την όσο το δυνατόν μικρότερη έκθεσή του, όταν δε απαιτήθηκε η παρουσία του στην Ελλάδα (Οκτώβριο του 2001) ήλθε στην Αθήνα και συναντήθηκε στον Πειραιά με τον Ζ και τον Ξ. Ο ίδιος παραδέχε ται ότι γνωρίζει τον Ζ ("τον έχω δει στο ρεστωράν στην ....") και ότι ήξερε τον Ψ, ως ναυτικό, όμως αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή στις ως άνω πράξεις. Κατά την κρίση όμως αυτού του δικαστηρίου, ο Χ4, μαζί με τους Ζ και Ψ ήσαν οι εγκέφαλοι του όλου εγχειρήματος (βλ. κατάθεση μάρτυρα .... της ως άνω) ποσότητας κοκαΐνης από την ... όπου ζούσε μόνιμα ο Χ4,της μεταφοράς, εισαγωγής στην ελληνική επικράτεια, της αποθήκευσης και της πώλησης της ποσότητας 5740 γραμμαρίων κοκαΐνης στον Χ5, καθόσον αποδείχθηκε ότι τα πρόσωπα αυτά σχεδίασαν, οργάνωσαν και υλοποίησαν όσα προαναφέρθηκαν, είναι τα πρόσωπα που συγκρότησαν την εγκληματική ομάδα για τη διάπραξη των λοιπών ως άνω κακουργηματικών πράξεων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και η συμμετοχική τους δράση είναι συνεχής από την πρώτη έως την τελευταία (χρονικά) πράξη. Οι Ζ και Χ4 (μαζί με τον Ψ) είναι τα πρόσωπα τα οποία συνέλαβαν την ιδέα, σχεδίασαν, oργάvωσαν, υλοποίησαν την απόφαση τους για αγορά από την ..., της οποίας μόνιμος κάτοικος ήταν από ετών ο Χ4, τουλάχιστον 201 κιλών κοκαΐνης, τη μεταφοράς με το ως άνω πλοίο του Ζ, το οποίο είχε ως πλήρωμα άτομα της εμπιστοσύνης της ομάδας (τους Χ1 και Χ6 τους προσέλαβε για λογαριασμό του Ζ ο Ψ και ήσαν άτομα της απόλυτης εμπιστοσύνης του τελευταίου, ενώ ο Ξ ήταν άτομο της απόλυτης εμπιστοσύνης του Ζ), από την .... της ... στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως είχαν διασφαλίσει, με τη δημιουργία κατάλληλων κρυπτών στο πλοίο, τη μη ανακάλυψη της σε ενδεχόμενους ελέγχους, την εκφόρτωση της τη νύκτα στην παραλία .... της ....., όπου διατηρεί ξενοδοχείο Ζ, την ασφαλή αποθήκευση της στο υπόγειο του ως άνω ξενοδοχείο, την φύλαξή της στον ως άνω χώρο από πρόσωπο της εμπιστοσύνης της ομάδας (τον γαμπρό του Ζ, Χ2), την επεξεργασία και τη συσκευασία της μέσα στο δωμάτιο που διέμενε ο Χ2 και τη σταδιακή πώληση της σε τρίτους. Ο Χ2, επ' αδελφή γαμπρός του Ζ, ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει τα ναρκωτικά, δεν είχε δει ποτέ ναρκωτικά στο ξενοδοχείο, τα σύνεργα που ήταν μέσα στο δωμάτιο που κοιμήθηκε πριν από τη σύλληψη του δεν ήταν δικά του, δεν γνώριζε τίποτε για τις δραστηριότητες του Ζ, ούτε είχε επιμεληθεί της εκδόσεως διαβατηρίου στο όνομά του, ούτε ταξίδεψε εκτός Ελλάδος και κατά τη χειμερινή περίοδο που δεν λειτουργεί το ξενοδοχείο "...." μένει στην .... και πηγαίνει 1-2 φορές το μήνα στο εν λόγω ξενοδοχείο για να αγοράσει τροφές για τα 10 άλογα που διατηρεί εκεί (στο ... της....) ο Ζ. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι κατ' ουσίαν αβάσιμοι, και δεν αντέχουν στη βάσανο της λογικής, καθόσον αν δεν είχε σχέση με την κατοχή και την αποθήκευση των ως άνω ναρκωτικών ουσιών δεν θα βρισκόταν στο ως άνω ξενοδοχείο κατή την ημέρα του ελέγχου σ' αυτό από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, ούτε θα υπήρχαν τα ως άνω αντικείμενα που είναι κατάλληλα για την επεξεργασία και την συσκευασία της κοκαΐνης στο δωμάτιο που κοιμόταν. Η παρουσία του στο ως άνω ξενοδοχείο, κατά το χρόνο που αυτό δεν λειτουργούσε, δικαιολογείται μόνο από το ότι ο Ζ, ήθελε άνθρωπο της εμπιστοσύνης του προκειμένου να φυλάσσει το μεγάλης αξίας "εμπόρευμά του" και ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Χ2. Άλλος λόγος που να δικαιολογεί την παρουσία και τη διανυκτέρευση του στο ως άνω ξενοδοχείο δεν υπήρχε, ενόψει του ότι υπήρχε και φύλακας (κάποιος Αλβανός κατά το Χ2), ο οποίος όμως κοιμόταν σε δωμάτιο που υπήρχε εκτός ξενοδοχείου. Αν, όπως διατείνεται ο εν λόγω κατηγορούμενος, δεν γνώριζε τίποτε για την ύπαρξη των ναρκωτικών ουσίων εντός του ξενοδοχείου, ούτε για τις σχετιζόμενες με αυτή δραστηριότητες του Ζ, τα ως άνω αντικείμενα επεξεργασίας της κοκαΐνης δεν θα βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο που ο ίδιος κοιμόταν, Ο όψιμος ισχυρισμός του, προς δικαιολόγηση της ύπαρξης πλάκας επεξεργασίας της κοκαϊνης, ότι το εν λόγω δωμάτιο χρησιμοποιείτο και ως σιδερωτήριο είναι επίσης αβάσιμος, καθόσον στο δωμάτιο που κοιμόταν ο Χ2 δεν βρέθηκε "σιδερώστρα" αλλά σκέτη πλάκα, η οποία είναι κατάλληλη για την επεξεργασία της κοκαΐνης. Πρέπει να σημειωθεί ότι όταν μετέβησαν οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές για έλεγχο στο ξενοδοχείο "....." ο ευρισκόμενος εκεί Χ2 τους είπε ότι βρισκόταν εκεί για να "φυλάει" το ξενοδοχείο που ήταν κλειστό (βλ. κατάθεση μάρ τυρα .....), ενώ, όπως προαναφέρθηκε, και συνομολογεί ο Χ2 το ξενοδοχείο είχε αλλοδαπό (Αλβανό) ως φύλακα, ο οποίος όμως κοιμόταν εκτός ξενοδοχείου, ενώ σε δωμάτιο του ξενοδοχείου κοιμόταν μόνο ο Χ2. Ο Χ5 ισχυρίζεται ότι ουδεμία σχέση έχει με την αγορά των 5.740 γραμμαρίων κοκαΐνης, ότι είχε έλθει στην Ελλάδα δύο ημέρες πριν από τη σύλληψη του, ότι συνάντησε τυχαία τον Ψ σε ένα μπαρ το βράδυ της ημέρας που ήλθε στην Ελλάδα, ότι ο τελευταίος, γνωρίζοντας τα οικονομικά του προβλήματα του πρότεινε να βγάλει "χαρτζιλίκι", κάνοντας απλώς μία μεταφορά, θεωρώντας ότι η μεταφορά θα αφορά χασίς, ότι την επόμενη ημέρα μετά από σειρά τηλεφωνικών επικοινωνιών που είχε με τον Ψ μετέβη στους .... όπου του παραδόθηκε από τον τελευταίο μία σακούλα την οποία τοποθέτησε στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του, με σκοπό να τη μεταφέρει, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ψ, στην περιοχή των .... όπου και θα την παρέδιδε σε άτομο που θα του υποδείκνυε εκείνος, πράγμα το οποίο όμως δεν έγινε γιατί στην περιοχή του .... συνελήφθη. Ο ισχυρισμός του ουδέποτε αγόρασε την ως άνω ποσότητα κοκαΐνης αλλά απλώς τη μετέφερε από τους ... στην Αθήνα είναι κατ' ουσίαν αβάσιμος. Η έλευση του στην Ελλάδα από το ...., όπου διέμενε, στις 26/10/2001, δεν ήταν τυχαία, συμπίπτει με την έλευση των Χ4 και Ξ και έγινε προκειμένου να αγοράσει την ποσότητα των 5.740 κιλών με σκοπό την εμπορία και όχι για να τη μεταφέρει όπου ο Ψ θα του υποδείκνυε. Γι' αυτό όταν συνελήφθη αρνήθηκε να κατονομάσει το πρόσωπο το οποίο τον προμήθευσε την ως άνω ποσότητα κοκαΐνης καθώς και το πρόσωπο στο οποίο θα την παρέδιδε. Αν ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση με την αγορά των 5.740 γραμμαρίων κοκαΐνης αλλά μόνο με τη μεταφορά της θα υποδείκνυε το πρόσωπο στο οποίο επρόκειτο να παραδώσει την ως άνω ποσότητα. Η πώληση της ως άνω μεγάλης ποσότητας κοκαΐνης από την ομάδα των Ζ, Χ4 και Ψ μόνο σε πρόσωπο εμπιστοσύνης τους θα μποροούσε να γίνει, (τέτοιο πρόσωπο ήταν ο Χ5 για τον Ψ), προκειμένου να περιορισθεί ο κίνδυνος, σύλληψής τους, γι'αυτό μετά από επικοινωνία με τον Ψ ήλθε από το .... ο Χ5 να αγοράσει την πιο πάνω ποσότητα κοκαΐνης για να την πωλήσει περαιτέρω και όχι για να βγάλει "χαρτζιλίκι", μεταφέροντάς την, όπως ο ίδιος διατείνεται. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ αρχικά ο Χ5 ισχυρίσθηκε ότι δεν γνώριζε τον Ψ και ανέφερε το όνομα κάποιου "...", ο οποίος του έκανε σχετική συζήτηση στο ..., στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι η αναφορά του ονόματος " ....." ήταν υπεκφυγή για να μην απαντήσει για τον Ψ. Η συνάντηση του δε με τον Ψ σε μπαρ της Αθήνας, την παραμονή του ταξιδιού του στους .... δεν ήταν τυχαία αλλά προσχεδιασμένη και έγινε προκειμένου να ρυθμισθούν οι λεπτομέρειες της πώλησης των 5.740 κιλών κοκαΐνης από την ομάδα, δια χειρός Ψ προς αυτόν. Επίσης, ενώ στην ανακριτική του απολογία ο Χ5 ανέφερε ότι κατά τη διαδρομή από την Αθήνα προς .... του τηλεφωνούσε κάποιο άγνωστο άτομο και του έδινε οδηγίες για το τι θα πράξει, κατά την πορεία του προς τους ..... και ότι το άτομο αυτό, όπως διαπίστωσε, ακούγοντας τη φωνή του στην Γενική Ασφάλεια ήταν ο Ζ, με βεβαιότητα 100%, ακολούθως, τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου όσο και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ανέφερε ότι το άτομο αυτό δεν ήταν ο Ζ. Εξάλλου από το γεγoνός όπου ο Ψ του έδωσε τη σακούλα των 5.740 γραμμαρίων κοκαΐνης, χωρίς ο τελευταίος να λάβει από τον ίδιο χρήματα ή άλλα ανταλλάγματα δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο Χ5 δεν αγόρασε την ως άνω ποσότητα κοκαΐνης αλλ'απλώς τη μετέφερε, καθόσον δεν ήταν απαραίτητο το τίμημα ή το οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο αντάλλαγμα για την αγορά της κοκαΐνης να δοθεί στον ως άνω τόπο και στον ως άνω χρόνο, ενόψει της γνωριμίας και της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ πωλητή και αγοραστή. Ούτε από το γεγονός ότι, κατά την επιστροφή τους στην Αθήνα ο Ψ σταμάτησε, στα διόδια της Ελευσίνας εωσότου περάσει απ' αυτά και ο Χ5, μπορεί να συναχθεί ότι ο τελευταίος μετέφερε απλώς τα 5.740 γραμμάρια κοκαΐνης και τούτο γιατί η διαπίστωση εκ μέρους του Ψ της ακώλυτης διέλευσης από το παραπάνω σημείο του Χ5 είναι δυνατόν να αφορά τη συμφωνία των μερών και τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων που θα ανέκυπταν κατά τη μεταφορά του ως άνω εμπορεύματος. Τον ισχυρισμό του Χ5 περί μεταφοράς διατυπώνει και ο Ψ στην προανακριτική του (από 31/10/2001) απολογία, αναφέροντας ότι πηγαίνοντας προς .... συνάντησε τον γνωστό του από το .... Χ5 και του είπε να μεταβεί στην Κινέττα, να του δώσει ένα δέμα να το μεταφέρει στην Αθήνα, προκειμένου το παραδώσει σε άτομο που θα του υποδείκνυε τηλεφωνικά και ότι ο Χ5 δεν γνώριζε τίποτε για το περιεχόμενο του δέματος που μετέφερε. Τα ανωτέρω διαψεύδονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος από τον ίδιο τον Ν. Χ5 ο οποίος παραδέχεται ότι την παραμονή της μετάβασης του στους συναντήθηκε σε μπαρ με τον Ψ, ο οποίος του μίλησε για ναρκωτικά με τη συνθηματική λέξη "κέρατο" και ότι η συνάντηση τους πηγαίνοντας προς την .... δεν ήταν τυχαία αλλά προγραμματισμένη, αφού η μετάβαση του στους .... πραγματοποιήθηκε μετά από συνεννόηση με τον Ψ. Οι κατηγορούμενοι μέλη του πληρώματος Χ1, Π. Χ6 και Χ3, όχι μόνο γνώριζαν ότι στο ως άνω πλοίο έχουν τοποθετηθεί σε κρύπτη ναρκωτικές ουσίες, τις οποίες εισήγαγαν στην Ελλάδα, αλλά ως μέλη του πληρώματος (πλοίαρχος, υποπλοίαρχος και Α' μηχανικός) τις κατείχαν και τις φύλασσαν από της τοποθετήσεως τους στις κρύπτες μέχρι και την εκφόρτωση τους στο .... της ..... Οι ισχυρισμοί τους ότι αγνοούσαν ότι μέσα στο ως άνω πλοίο είχε τοποθετηθεί σε κρύπτες κοκαΐνη, την οποία μετέφεραν από, την .... στην Ελλάδα στηρίζονται σε σαθρά επιχειρήματα και είναι αντιφατικοί. Συγκεκριμένα, α) από τις 27/5/2001 οι Χ1 και Χ6 και από τις 28/6/2001 ο Χ3, μέχρι τις 8/9/2001, γνώριζαν ότι το φορτηγό ως άνω πλοίο περιφερόταν ασκόπως από την .... μέχρι την .... της .... χωρίς να πραγματοποιήσει κάποια μεταφορά φορτίου, αλλά δεν αναρωτήθηκαν τι συμβαίνει. Οσα αναφέρει ο πλοίαρχος ότι δήθεν ελάμβανε οδηγίες να μεταβεί σε διάφορα μέρη (π.χ Μάλτα, Παναμά, Γουιάνα, κ.λ.π) για τη φόρτωση δήθεν φορτίου, η οποία όμως ου δέποτε έγινε, είτε λόγω μηχανικών προβλημάτων του πλοίου, είτε λόγω απώλειας του φορτίου, είναι προσχηματικά, β) στην .... το ως άνω πλοίο παρέμεινε επί ενάμιση μήνα, χωρίς προφανή λόγο, αφού οι επισκευές του δεν κράτησαν περισσότερο από μία εβδομάδα από την άφιξη στην πόλη αυτή, στις 28/6/2001 του Χ3 με ανταλλακτικά για την επισκευή του, γ) στην ..., υπό τα όμματα και την κάλυψη των ως άνω κατηγορουμένων δημιουργήθηκαν οι κρύπτες με ηλεκτροσυγκόλληση, για την τοποθέτηση της κοκαΐνης, και όχι σε άγνωστο τόπο και σε άγνωστο χρόνο, όπως διαφαίνεται από τους ισχυρισμούς των ως άνω κατηγορουμένων, δ) στην ...., υπό τα όμματα και την κάλυψη των ως άνω κατηγορουμένων έγινε η τοποθέτηση κοκαΐνης βάρους τουλάχιστον 201 κιλών στις κρύπτες που είχαν δημιουργηθεί, ε) αν και το πλοίο απέπλευσε κενό φορτίου από την ...., εν τούτοις προσελήφθη επιπλέον πλήρωμα, ένα δε από τα άτομα ήταν Κολομβιανός, στ) από του απόπλου, από τις ..., το πλοίο δεν κατέπλευσε κατ' ευθείαν προς Πειραιά, όπως αρχικά (από τις απολογίες τους ενώπιον του ανακριτή μέχρι και ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) ισχυρίσθηκαν, αλλά κατευθύνθηκε προς το .... της ...., όπου σε απόσταση 4 περίπου μιλίων από την ακτή, την 03.00 ώρα έγινε η εκφόρτωση του φορτίου και ζ) με ευθύνη του πλοιάρχου το ως άνω πλοίου κατευθύνθηκε προς το .... της .... και η εκφόρτωση έγινε όχι μόνο υπό τα όμματα αλλά την καθοδήγηση του πλοιάρχου και με τη συνδρομή των ως άνω κατηγορουμένων, αφού απαιτήθηκε να κατεβάσουν τη φουσκωτή λέμβο να ανοίξουν τις κρύπτες, να χρησιμοποιήσουν το γερανό του πλοίου για να κατεβάσουν το φορτίο της κοκαΐνης και να κατέλθει στη λέμβο ο Ξ. Ενόψει των ως άνω αποδειχθέντων θα πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι, των παρακάτω πράξεων, ως ακολούθως: 1) Ο Ζ ένοχος, α) αγοράς 201 κιλών κοκαΐνης, β) εισαγωγής 201 κιλών κοκαΐνης, γ) κατοχής 194 κιλών και 953 γραμμαρίων κοκαΐνης, δ) αποθήκευσης 201 κιλών κοκαΐνης, ε) μεταφοράς 5 κιλών και 740 γραμμαρίων κοκαΐνης, στ) πώλησης 5 κιλών και 740 γραμμαρίων κοκαΐνης στον Χ5, και ζ) συγκρότησης ομάδας προς διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται από τη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπως αναλυτικά οι πράξεις αυτές αναφέρονται στο διατακτικό. Τις ως άνω πράξεις, πλην της τελευταίας (ζ') ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα και συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση αυτών προκύπτει, σκοπός για πορισμό εισοδήματος από το οποίο και αποζούσε καθώς και σταθερή ροπή του προς τέλεση των ως άνω εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητας του, οι δε περιστάσεις υπό τις οποίες έγιναν οι πράξεις, αυτές μαρτυρούν ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. 2) Ο Χ2 ένοχος, α) κατοχής 194 κιλών και 953 γραμμαρίων κοκαΐνης και β) αποθήκευσης 201 κιλών κοκαΐνης, όπως αναλυτικά οι πράξεις αυτές αναφέρονται στο διατακτικό. Τις πράξεις αυτές ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα και συνήθεια. καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση αυτών προκύπτει, σκοπός για πορισμό εισοδήματος από το οποίο αποζούσε καθώς και σταθερή ροπή του προς τέλεση των ως άνω εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητας του, οι δε περιστάσεις υπό τις οποίες έγιναν οι πράξεις αυτές μαρτυρούν ότι ο κατηγορούμενος αυτός είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. 3) Ο Χ5 ένοχος, α) αγοράς 5 κιλών και 740 γραμμαρίων κοκαϊνης β) μεταφοράς 5 κιλών και 740 γραμμαρίων κοκαΐνης και γ) κατοχής 5 κιλών και 740 γραμμαρίων κοκαΐνης, όπως αναλυτικά οι πράξεις αυτές αναφέρονται στο διατακτικό. Τις πράξεις αυτές ο κατηγορούμενος αυτός τέλεσε κατ' επάγγελμα και συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων αυτών προκύπτει, σκοπό του δράστη για πορισμό εισοδήματος, από το οποίο αποζούσε, καθώς και σταθερή ροπή του για την τέλεση των ως άνω εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Οι δε περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβαν χωρά οι παραπάνω πράξεις μαρτυρούν ότι ο κατηγορούμενος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. 4) Ο Χ1, ένοχος, α) κατοχής 201 κιλών κοκαΐνης και β) εισαγωγής 201 κιλών κοκαΐνης στην Ελληνική Επικράτεια, όπως αναλυτικά αναφέρονται οι πράξεις αυτές στο διατακτικό. Τις ως άνω πράξεις ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα και συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση τους προκύπτει, σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος από το οποίο αποζούσε καθώς και σταθερή ροπή του για τέλεση των ως άνω αδικημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητας του, οι δε περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβαν χώρα οι πράξεις αυτές μαρτυρούν ότι είναι δράστης ιδιαίτερα επικίνδυνος. 5) Ο Χ6 ένοχος α) κατοχής 201 κιλών κοκαΐνης και β) εισαγωγής 201 κιλών κοκαΐνης στην Ελληνική Επικράτεια, όπως αναλυτικά αναφέρονται οι πράξεις αυτές στο διατακτικό. Τις πράξεις αυτές ο εν λόγω κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα και συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση αυτών προκύπτει, σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος από το οποίο αποζούσε, καθώς και σταθερή ροπή του προς τέλεση των αδικημάτων αυτών, ως στοιχείο της προσωπικότητας του, οι δε περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβαν χώρα οι πράξεις αυτές μαρτυρούν ότι είναι δράστης ιδιαίτερα επικίνδυνος. 6) Ο Χ3 ένοχος, α) κατοχής 201 κιλών κοκαΐνης και β) εισαγωγής 201 κιλών κοκαΐνης στην Ελληνική Επικράτεια, όπως αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Τις πράξεις αυτές ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα και συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση αυτών προκύπτει, σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος από το οποίο αποζούσε, καθώς και σταθερή ροπή του προς τέλεση των εγκλημάτων αυτών, ως στοιχείο της προσωπικότητας του, οι δε περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβαν χώρα οι εν λόγω πράξεις μαρτυρούν ότι είναι δράστης ιδιαίτερα επικίνδυνος και 7) Ο Χ4 ένοχος, α) αγοράς 201 κιλών κοκαΐνης, β) εισαγωγής 201 κιλών κοκαΐνης, γ) κατοχής 194 κιλών και 953 γραμμαρίων κοκαΐνης, δ) αποθήκευσης 201 κιλών κοκαϊνης, ε) πώλησης 5 κιλών και 740 γραμμαρίων κοκαΐνης στον Χ5 και στ) συγκρότησης ομάδας προς διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται από τη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπως αναλυτικά αναφέρονται οι πράξεις αυτές στο διατακτικό. Τις πράξεις αυτές, πλην της τελευταίας (στ) ο εν λόγω κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα και συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση αυτών προκύπτει, σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος από το οποίο και αποζούσε καθώς και σταθερή ροπή του προς τέλεση των ως άνω εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητας του, οι δε περιστάσεις υπό τις οποίες έγιναν οι πράξεις αυτές μαρτυρούν ότι ο δράστης αυτός είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Για τις ως άνω πράξεις της παράβασης του νόμου περί ναρκωτικών (αγοράς, κατοχής, εισαγωγής, αποθήκευσης και πώλησης κοκαΐνης), που τελέσθηκαν με περισσότερους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 5 παρ.1 του ν. 1729/ 1987, όπως αντικ. από το άρθρο 10 του ν. 3161/ 1993, αλλ' αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών ουσιών θα επιβληθεί μία ποινή (άρθρο 5 παρ. 2 ν. 1729/1987). Τις ως άνω πράξεις της παράβασης του νόμου περί ναρκωτικών οι κατηγορούμενοι τις τέλεσαν, χωρίς να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, κατ' επάγγελμα και συνήθεια, όπως τούτο προκύπτει από τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά που αφορούν, τόσο την υποδομή που είχαν διαμορφώσει, προκειμένου, μέσω αλληλένδετων εγκληματικών δράσεων όλων των κατηγορουμένων να αποκερδίζουν σημαντικά χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα και να αποκτούν έτσι εισοδήματα προς βιοπορισμό, όσο και τη σταθερής ροπή τους προς τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων, από δε τη βαρύτητα των πράξεων αυτών, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσης αυτών, καταδεικνύεται η σταθερή ροπή τους για διάπραξη νέων εγκλημάτων και η αντικοινωνικότητα τους ως ατόμων [αγορά πλοίου για μεταφορά ναρκωτικών ουσιών, ναυτολόγηση ατόμων εμπιστοσύνης της εγκληματικής ομάδας στο ως άνω πλοίο, διεθνείς διασυνδέσεις της ομάδας, χωρίς τις οποίες δεν θα ήταν εφικτή τόσο η αγορά τουλάχιστον 201 κιλών κοκαΐνης στην ... της .... όσο και η δημιουργία κρυπτών στο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα που το εν λόγω πλοίο βρισκόταν στην ...., κατασκευή κρυπτών στο πλοίο με ηλεκτροσυγκόλληση, σε σημείο και με τρόπο που ήταν σχεδόν αδύνατον να εντοπισθούν σε ενδεχόμενο έλεγχο των διωκτικών αρχών, γεγονός που σημαίνει σχετική εμπειρία και γνώση τόσο της εγκληματικής ομάδας όσο και των κατηγορουμένων μελών του πληρώματος για το πως και που πρέπει να κατασκευασθούν οι κρύπτες, αλλαγή ονόματος πλοίου από .... σε .... κατά το χρόνο που το πλοίο βρισκόταν στις ...., κατάπλους του πλοίου όχι κατ' ευθείαν στο λιμάνι του προορισμού του (Πειραιά) αλλά στο .... της .... όπου 03.00 περίπου ώρα της 8/9/2001 έγινε η εκφόρτωση κοκαΐνης 201 τουλάχιστον κιλών κοκαΐνης, αποθήκευση της κοκαΐνης στο υπόγειο του ξενοδοχείου ".....", φύλαξη της κοκαΐνης, δημιουργία της απαραίτητης υποδομής για την επεξεργασία και συσκευασία της, έλευση από την ...., .... και .... των Ξ, Χ4 και Χ5, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός Οκτωβρίου 2001 για την προώθηση της πώλησης διαφόρων ποσοτήτων κοκαΐνης (από τους δύο πρώτους και αγοράς 5.740 γραμμαρίων (από τον τρίτο), μεταφορά της τελευταίας ποσότητας σε εξοχική κατοικία του Ξ από το ... της .... και το ξενοδοχείο "...." προκειμένου να πωληθεί, λήψη μέτρων προφύλαξης τόσο κατά την μετάβαση των Ψ και Χ5 στους ..... όσο και κατά επιστροφή τους, κ.α.]. Οι αντίθετοι, συνεπώς ισχυρισμοί των κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο τους οι επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 8 του Ν. περί ναρκωτικών είναι ουσία αβάσιμοι και απορριπτέοι, καθώς επίσης ουσία αβάσιμος και απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του Χ3 ότι παρέσχε απλή συνδρομή στις πράξεις της κατοχής και εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια της προαναφερθείσας ποσότητας ναρκωτικών ουσιών. Περαιτέρω, στην επίμαχη υπόθεση συντρέχουν κατ' ουσίαν, ως προς τους Ζ και Χ4, τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της συγκρότησης δομημένης, και με διαρκή δράση ομάδας, αποτελούμενης από τους Ζ, Χ4 και Ψ, προς διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών (άρθρο 187 παρ. 1 Π.Κ.), καθόσον αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω πρόσωπα συγκρότησαν εγκληματική ομάδα, κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Δεκεμβρίου 2000 μέχρι και του μηνός Μαΐου 2001, η ομάδα αυτή έκτοτε και μέχρι τις 30/10/2001 έδρασε και η δράση της ήταν διαρκής, αφού διέπραξε τα κακουργήματα της αγοράς, εισαγωγής, κατοχής, αποθήκευσης, μεταφοράς και πώλησης ναρκωτικών ουσιών, με τη συμμετοχή και των λοιπών κατηγορουμένων, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, όσα δε αντίθετα διατείνεται ο Ζ είναι ουσία αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν".
Ακολούθως το Δικαστήριο της ουσίας, αφού απέρριψε ως αβάσιμους κατ'ουσίαν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, του κατηγορουμένου Χ3 (νυν δευτέρου αναιρεσείοντος), για μεταβολή της εναντίον του κατηγορίας από φυσική αυτουργία από κοινού με συγκατηγορουμένους του σε απλή συνέργεια, τους ισχυρισμούς όλων των συγκατηγορουμένων - νυν αναιρεσειόντων, για μη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 του ν. 1729/1987 και τους ισχυρισμούς αυτών για αναγνώριση στο πρόσωπό τους αντίστοιχα των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδαφ. α, και ε του ΠΚ,( κατά πλειοψηφίαν ως προς το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 α ΠΚ, όσον αφορά τους κατηγορουμένους Χ2 και Χ6), σύμφωνα με το προπαρατεθέν αιτιολογικό, κήρυξε τους κατηγορουμένους ενόχους εισαγωγής, πωλήσεως, αγοράς, αποθηκεύσεως, κατοχής και μεταφοράς της ναρκωτικής ουσίας κοκαϊνης, κατά τις στην προσβαλλόμενη απόφαση διακρίσεις και ενόχους επίσης παραβάσεως του άρθρου 187 παρ.1 του ΠΚ τον αναιρεσείοντα Χ4 και τους μη αναιρεσείοντας συγκατηγορουμένους του Ζ και αποβιώσαντα Ψ και τους επέβαλε, σε όλους τους αναιρεσείοντας, ποινή ισόβιας καθείρξεως, και χρηματική ποινή για την παράβαση του ν. περί ναρκωτικών, 75.000 ευρώ στον τρίτο αναιρεσείοντα και 50.000 ευρώ στους λοιπούς αναιρεσείοντας, ακόμη δε στον αναιρεσείοντα Χ4 επί πλέον κάθειρξη έξι ετών για την παράβαση του άνω άρθρου 187 παρ.1 του ΠΚ. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ και ζ',18,26 παρ.1 εδ. α, 27 παρ.1, 45,84 παρ.2 εδ. α,ε, 94 παρ.1, 187 παρ.1 ΠΚ, 4 παρ. 1,3- Πιν. Β αρ.3, 5 παρ. 1 εδ. α,β,γ,ζ, 5 παρ.2, 8 παρ.1 του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκαν ως άνω και ισχύουν, τις οποίες διατάξεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω εκτεταμένου αιτιολογικού συνάγεται: α) επαρκώς και πλήρως αιτιολογείται η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των άνω εγκλημάτων, η συμμετοχή ενός εκάστου από τους αναιρεσείοντες, ο λόγος για τον οποίο συντρέχει περίπτωση συναυτουργίας και όχι απλής συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ3, β)δεν υπάρχει ασάφεια και αβεβαιότητα περί του ότι το Δικαστήριο συνεκτίμησε και τις απολογίες όλων των συγκατηγορουμένων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων Χ2 και Χ4, εκ του ότι το Δικαστήριο αναφέρει στο αιτιολογικό του ότι έλαβε υπόψη του, πλην άλλων και "την απολογία του κατηγορουμένου", αντί του πληθυντικού αριθμού, καθόσον αυτό οφείλεται σε προφανή παραδρομή, λόγω του χρησιμοποιούμενου σχετικού εντύπου και από το όλο περιεχόμενο του σκεπτικού συνάγεται σαφώς ότι λήφθηκαν υπόψη οι απολογίες όλων των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων, γ) δεν υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις στο αιτιολογικό και στο διατακτικό, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων Χ4 και ειδικότερα:1) ως προς το χρόνο εισαγωγής των ναρκωτικών στην Ελλάδα και της παρουσίας του στην Ελλάδα, με ισχυρισμό ότι στη σελίδα 110 του σκεπτικού αναφέρεται ότι αυτός βρισκόταν στο .... ...., ενώ στη σελίδα 115 αναφέρει ότι εισήλθε το πρώτον στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 2001, αφού πράγματι στο σκεπτικό αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων αυτός στις 8/9/2001 βρισκόταν στο .... ότε και εισήγαγε μαζί με κάποιους ως παραπάνω από τους συγκατηγορουμένους του με πλοίο τα ναρκωτικά στην Ελληνική επικράτεια, αλλά δεν αναφέρει στην επικαλούμενη σελίδα 115 "το πρώτον", αλλά ότι τον Οκτώβριο του 2001 ήλθε και πάλιν στην Ελλάδα για να προωθήσει τις πωλήσεις των ναρκωτικών και ότι μετά την εισαγωγή και την αποθήκευση των ναρκωτικών στις 8/9/2001 στο ξενοδοχείο της .... ".....", ιδιοκτησίας του συγκατηγορουμένου του Ζ, βρισκόμενος στο ...., έδινε από ξενοδοχείο που διέμενε τηλεφωνικά οδηγίες στους συγκατηγορουμένους του εδώ στην Αθήνα για την επεξεργασία και καλύτερη διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών που είχαν αποθηκεύσει στην ....., 2) ως προς την εισαγωγή των ναρκωτικών, με ισχυρισμό ότι ενώ στη σελίδα 110 του σκεπτικού αναφέρεται ότι την εισαγωγή τέλεσαν οι συγκατηγορούμενοί του Ξ, Χ1, Χ6 και Χ3, αντιφατικά στο διατακτικό στη σελίδα 145 καταδικάζεται και αυτός για εισαγωγή των ναρκωτικών, αφού στις σελίδες 106 - 109 σαφώς αναφέρεται αναλυτικά και επαρκώς αιτιολογημένα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις ο ρόλος και η συμμετοχή του Ζ και αυτού στην εισαγωγή με πλοίο των ναρκωτικών στην Ελληνική επικράτεια, κατά συναυτουργία με τους άνω συγκατηγορουμένους του, συναποφασίσαντες, αλλά και δίδοντες σχετικές εντολές στον πλοίαρχο Χ1, τον επιβαίνοντα του πλοίου Ξ και το λοιπό προσωπικό του πλοίου, για προσέγγιση και εκφόρτωση και αποθήκευση στο .... των εισαχθέντων ναρκωτικών, που οι ίδιοι, βάσει οργανωμένου σχεδίου, μαζί με τον ήδη αποβιώσαντα Ψ είχαν αγοράσει και τους είχαν παραδώσει στην ...., 3) ως προς το χρόνο αποθήκευσης και κατοχής των ναρκωτικών, με ισχυρισμό ότι στο σκεπτικό ενώ αναφέρεται ότι αυτός με άλλους εισήγαγαν και αποθήκευσαν τα ναρκωτικά στο άνω ξενοδοχείο της ... στις 8/9/2001, τελικά καταδικάστηκε ότι τα ναρκωτικά αυτά κατείχε στις 31/10/2001, αφού η αναφορά και μόνον της 31/10/2001 ως ημερομηνίας κατοχής και όχι κατ'εξακολούθηση από 8/9/2001 έως την 31/10/2001, που κατασχέθηκαν τα ναρκωτικά στο εν λόγω ξενοδοχείο που τα είχαν αποθηκεύσει και που θα ήταν ακριβέστερα να κατηγορηθεί, δε δημιουργεί καμία ασάφεια ή αντίφαση ως προς τον χρόνο κατοχής. Επίσης, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η κατοχή (συγκατοχή) των κατηγορουμένων επί της πιο πάνω ποσότητας ναρκωτικών ουσιών αναφέρεται με την κατά το νόμο έννοια αυτής, δηλαδή της φυσικής εξουσιάσεως των ποσοτήτων αυτών των ναρκωτικών , ώστε να μπορούν κάθε στιγμή όλοι οι συγκατηγορούμενοι- συγκάτοχοι να διαπιστώσουν την ύπαρξή τους και κατά τη δική τους βούληση να τα διαθέτουν, κατά τις ειδικότερες συμφωνίες και αποφάσεις τους, δεν ήταν δε ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρονται στην απόφαση αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η σχετική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για το άνω ζήτημα της συγκατοχής. Επίσης δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη σκέψη ως προς την ύπαρξη του κοινού δόλου, δεδομένου ότι αυτός εμπεριέχεται στην έννοια της κατά συναυτουργία τέλεσης των άνω πράξεων με σκοπό την εμπορία, ενυπάρχει δε περαιτέρω στη θέληση των συναυτουργών να πραγματώσουν την αντικειμενική υπόσταση των συγκεκριμένων ως άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν, και επομένως, εξυπακούεται ότι προκύπτει από αυτό. Με την έννοια δε αυτή, υπήρχε συγκατοχή των κατηγορουμένων αναιρεσειόντων, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Τα ίδια ισχύουν και για την πράξη της σύστασης εγκληματικής οργανώσεως εκ μέρους των τριών συγκατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων Χ4, για την οποία υπάρχει πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επίσης με πλήρη και εμπεριστατωμένη ως πιο πάνω αιτιολογία το Δικαστήριο δέχθηκε τη συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων των πιο πάνω επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 του ν.1729/1987 σε συνδυασμό με το άρθρο 13 του ΠΚ ότι τέλεσαν δηλαδή τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις παραβάσεων του ν. περί ναρκωτικών, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και ότι είναι δράστες ιδιαίτερα επικίνδυνοι, κατά την προεκτεθείσα νομική σκέψη και απέρριψε ως αβάσιμο τον αντίθετο ισχυρισμό των κατηγορουμένων. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να θεμελιώσει τη συνδρομή των πιο πάνω επιβαρυντικών περιστάσεων, δέχθηκε ότι αυτό προκύπτει από την περιγραφόμενη στο σκεπτικό υποδομή που είχαν διαμορφώσει, προκειμένου, μέσω αλληλένδετων εγκληματικών δράσεων όλων των κατηγορουμένων να αποκερδαίνουν σημαντικά χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα και να αποκτούν έτσι εισοδήματα προς βιοπορισμό, όσο και τη σταθερή ροπή τους προς τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων, από δε τη βαρύτητα των πράξεων αυτών, καταδεικνύεται η σταθερή ροπή τους για διάπραξη νέων εγκλημάτων και η αντικοινωνικότητά τους ως ατόμων, ότι η οργάνωση και υποδομή συνίσταται ειδικότερα σε, αγορά πλοίου για μεταφορά ναρκωτικών ουσιών, ναυτολόγηση ατόμων εμπιστοσύνης της εγκληματικής ομάδας στο ως άνω πλοίο, διεθνείς διασυνδέσεις της ομάδας, χωρίς τις οποίες δεν θα ήταν εφικτή τόσο η αγορά τουλάχιστον 201 κιλών κοκαϊνης στην .... της ...., όσο και η δημιουργία κρυπτών στο πλοίο με ηλεκτροσυγκόλληση, σε σημείο και με τρόπο που ήταν σχεδόν αδύνατον να εντοπισθούν σε ενδεχόμενο έλεγχο των διωκτικών αρχών, γεγονός που σημαίνει σχετική εμπειρία και γνώση τόσο της εγκληματικής ομάδας (των τριών εγκεφάλων), όσο και των κατηγορουμένων μελών του πληρώματος, για το πώς και που πρέπει να κατασκευαστούν οι κρύπτες, αλλαγή ονόματος του πλοίου από .... σε .. κατά το χρόνο τον οποίο το πλοίο βρισκόταν στις ..., κατάπλους του πλοίου όχι κατ'ευθείαν στο λιμάνι του προορισμού στον Πειραιά, αλλά μακράν των ακτών στο .... της ...., όπου την 03.00 ώρα της 8/9/2001 έγινε η εκφόρτωση κοκαϊνης 201 τουλάχιστον κιλών, με φουσκωτό σκάφος, μεταφορά και αποθήκευση της κοκαϊνης αυτής στο υπόγειο του ξενοδοχείου "....",ιδιοκτησίας του Ζ, φύλαξη των ναρκωτικών εκεί από τον Χ2, γαμβρό του παραπάνω ιδιοκτήτη, δημιουργία εκεί στο ξενοδοχείο υποδομής για την επεξεργασία και τη συσκευασία της κοκαϊνης, έλευση από την ..., ...., και ... των από αυτούς Ξ, Χ4 και Χ5, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός Οκτωβρίου του 2001, για την προώθηση της πωλήσεως διαφόρων ποσοτήτων κοκαϊνης από τους δύο πρώτους στον τρίτο, μεταφοράς της πωληθείσας ως άνω στον Χ5 ποσότητας 5.740 γραμμαρίων από την ... στην εξοχική κατοικία του στους ...., λήψη μέτρων προφύλαξης, τόσο κατά τη μετάβαση των Ψ και Χ5 στους ...., όσο και κατά την επιστροφή τους, με διαφορετικά οχήματα, κ.α. Επίσης αιτιολογείται και ότι οι στο αιτιολογικό εκτιθέμενες πιο πάνω περιστάσεις υπό τις οποίες έγιναν οι πράξεις αυτές, μαρτυρούν ότι οι κατηγορούμενοι δράστες είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι.
Συνακόλουθα, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως όλων των αναιρεσειόντων, για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, σε σχέση με τα εν λόγω αδικήματα, που προβάλλονται με τις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και τους πρόσθετους λόγους του τρίτου από αυτούς, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, σε σχέση με την καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για τις πράξεις αυτές, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 364 παρ. 1, 329, 331 και 369 του άνω ΚΠοινΔ, επέρχεται κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδάφ. δ' του ιδίου Κώδικα, ωσαύτως η ως άνω απόλυτη ακυρότητα, της διαδικασίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ιδίου Κώδικα προαναφερθέντα λόγο αναιρέσεως, η λήψη από το δικαστήριο της ουσίας ως αποδεικτικών στοιχείων για την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του και όχι απλώς ιστορικώς εγγράφων τα οποία δεν αναγνώσθηκαν κατά την στο ακροατήριο συζήτηση της υποθέσεως και δεν προέκυψαν από άλλα αποδεικτικά μέσα, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του ΚΠοινΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο τρίτος αναιρεσείων Χ4, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο στο σκεπτικό του (σελ. 113 και 117), έλαβε υπόψη του τις προανακριτικές και ανακριτικές απολογίες του ιδίου και του συγκατηγορουμένου του Ζ, χωρίς να έχουν αυτές προηγούμενα αναγνωσθεί. Όμως από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι λαμβάνεται υπόψη η προανακριτική απολογία του κατηγορουμένου Ζ, η οποία όμως , σε περικοπές παραδεκτά έχει αναγνωσθεί (βλ. σελίδα 59), στην επικαλούμενη σελίδα 117 του σκεπτικού δεν υπάρχει αναφορά σε απολογία του άνω Ζ, ούτε του ιδίου, ενώ η στη σελίδα 117 αναφορά της ανακριτικής απολογίας του Ζ γίνεται αφηγηματικά και μόνο και επομένως ουδεμία ακυρότητα επήλθε.
Περαιτέρω, απορριπτέος είναι ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α και Η του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως του δευτέρου και τετάρτου των αναιρεσειόντων, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και για υπέρβαση εξουσίας, εκ του ότι το Δικαστήριο, καίτοι ο από τους συγκατηγορουμένους εκκαλών Ξ, είχε παραιτηθεί με σχετική έκθεση παραιτήσεως από το ένδικο μέσο της εφέσεώς του, δεν απέρριψε την έφεση αυτή στην αρχή της διαδικασίας ως απαράδεκτη, αλλά στο τέλος, αφού άφησε τον εκκαλούντα αυτόν να παρασταθεί μετά συνηγόρου καθόλη την αποδεικτική διαδικασία και μετά την απολογία και αγόρευση του συνηγόρου αυτού, αφού το κατ'άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ απαράδεκτο του ενδίκου μέσου, λόγω παραιτήσεως, δεν αποκλείει την εισαγωγή της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου και την υπό τούτου εκδίκαση σε δημόσια συνεδρίαση και όχι σε συμβούλιο. Άλλωστε, επί συμμετόχων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, οι εφέσεις που είχαν ασκήσει οι λοιποί συγκατηγορούμενοι- συναυτουργοί και νυν αναιρεσείοντες και οι λόγοι των εφέσεων αυτών, ως μη αφορώντες αποκλειστικά στο πρόσωπό τους, ωφελούσαν λόγω του κατ'άρθρο 469 παρ.1,2 ΚΠοινΔ επεκτατικού αποτελέσματος της εφέσεως αυτών και τον κατ/νο αυτό, ο οποίος και μπορούσε παραδεκτά να συμμετάσχει στη δίκη αυτή, ανεξάρτητα της παραιτήσεως από την ιδική του έφεση και επομένως ουδεμία ακυρότητα επήλθε από τη συμμετοχή του στη δίκη.
Τέλος, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του Π.Κ. το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του ισχυρισμός για την αναγνώριση μίας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να τον ερευνήσει και αν τον απορρίψει να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση όμως της έρευνας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περίστασης. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίο είναι γνωστή αυτή στη νομική ορολογία καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο ως τέτοιο δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά την σιωπηρή ή τη ρητή απόρριψή του. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α και ε, ήτοι ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (στοιχ. α') και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (στοιχ. ε'). Έτσι, για το ορισμένο των στηριζομένων στις παραπάνω διατάξεις αυτοτελών ισχυρισμών, αντιστοίχως, (στοιχ. α), δεν αρκεί η επίκληση λευκού ποινικού μητρώου ή εργασίας ή η ύπαρξης οικογένειας του δράστη, αλλά απαιτείται η επίκληση θετικών στοιχείων με αναφορά σε πραγματικά περιστατικά, που να είναι ικανά, αληθή υποτιθέμενα, να χαρακτηρίσουν τον δράστη έντιμο και (στοιχ.ε) δεν αρκεί η καλή συμπεριφορά στις φυλακές και μόνο, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών, δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης του δράστη μετά την πράξη, ήτοι πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του δράστη, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στη φυλακή, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή, και συνεπώς η συμπεριφορά του αυτή δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία, στην οποία και απέβλεψε ο νομοθέτης.Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, με ανάπτυξη προφορική και κατάθεση εγγράφων αυτοτελών ισχυρισμών, που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, ζήτησαν να τους αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά των περιπτώσεων α'και ε' της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, και συγκεκριμένα. 1) ο πρώτος αναιρεσείων Χ2, ισχυρίσθηκε, όσον αφορά το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α του ΠΚ, τα παρακάτω κατά λέξη:
"Οσον αφορά στο ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ. επισημαίνεται ότι έως το χρόνο που φέρεται ότι τελέσθηκε η πράξη για την οποία είμαι κατηγορούμενος έζησα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Κάτι τέτοιο αποδεικνύεται από εκκαθαριστικό σημείωμα της Δ.Ο.Υ. με ημερομηνία 2001, από ένσημα προς Ι.Κ.Α. που αποδεικνύουν την εργασία μου στο ξενοδοχείο "ΝΙΚΟ".
Επιπλέον δεν έχω απασχολήσει τις αστυνομικές αρχές ποτέ στο παρελθόν καθότι έχω λευκό ποινικό μητρώο, και σύμφωνα και με το από 31-10-2001 έγγραφο της αστυνομίας δεν είμαι προσεσημασμένος.
Ως οικογενειάρχης προσπαθώ να προσφέρω στην οικογένειά μου μέσα από έντιμη εργασία μου και να βοηθήσω τους δυο μου γιους και τη σύζυγό μου. Εργάζομαι με σύμβαση εργασίας από ηλικία δεκαέξι ετών συνεχώς και δεν έχω δώσει ποτέ αφορμή για αρνητικά σε βάρος μου σχόλια. Ασχολήθηκα μόνο με την εργασία μου και με την οικογένειά μου, καθώς επίσης είχα άριστη και ηθική συμπεριφορά κατά την εργασία έναντι του κοινού και των εργοδοτών μου. Ακόμη σπούδασα τα δυο παιδιά μου και φρόντιζα τη σύζυγο και την οικογένειά μου. Ο έντιμος βίος μου αποδείχθηκε και από τους μάρτυρες. Κατά συνέπεια ζητώ να μου αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ.".
2) ο δεύτερος αναιρεσείων Χ3, ισχυρίστηκε , όσον αφορά το αιτηθέν υπ' αυτού ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 ε ΠΚ, τα παρακάτω κατά λέξη:
"Αν και καταδικάστηκα σε ισόβια κάθειρξη όταν απολογήθηκα ενώπιον της κας Ανακρίτριας. Είχα αφεθεί ελεύθερος χωρίς καν να καταβάλω χρηματική εγγύηση. Τήρησα τους τεθέντες περιοριστικούς όρους απαρεγκλίτως, εμφανίστηκα στο Δικαστήριο όπου και καταδικάστηκα. Ως εκ τούτου πέραν των τελευταίων τεσσερισήμισι ετών, που κρατούμαι χωρίς να έχω δώσει ποτέ κανένα δικαίωμα εντός των Φυλακών, όπως προκύπτει από ήδη αναγνωσθέν πιστοποιητικό καλής διαγωγής καθώς και τον ενάμισι χρόνο που διήγα ελεύθερος τον βίο μου, ουδέποτε έδωσα δικαίωμα η υπέπεσα σε ποινικώς κολάσιμη πράξη, από το χρόνο που φέρομαι ότι τέλεσα την πράξη μέχρι και σήμερα. Ως εκ τούτου τα 6 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει είναι αρκετά ούτως ώστε να μπορεί να θεμελιωθεί η καλή συμπεριφορά μου για μακρό χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξης όταν μάλιστα μέσα σε αυτή τη χρονική περίοδο υπήρχε και 18μηνη διαβίωσή μου εκτός των Φυλακών". 3) ο τρίτος αναιρεσείων Χ4 δε ζήτησε την αναγνώριση στο πρόσωπό του ουδενός ελαφρυντικού, 4) ο τέταρτος αναιρεσείων Χ5, ισχυρίστηκε όσον αφορά το αιτηθέν ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 ε του ΠΚ, τα παρακάτω κατά λέξη:
"Ι. Εκδικάζεται ενώπιόν Σας κατ' έφεση της υπ' αριθμ. 869, 985/2003 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών με την οποία καταδικάστηκα σε ισόβια κάθειρξη άνευ συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων, η εις βάρος μου σχηματισθείσα ποινική δικογραφία αφορώσα παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών.
ΙΙ. Το εκδόσαν την πρωτόδικη απόφαση Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα δεν αναγνώρισε στο πρόσωπό μου τη συνδρομή ελαφρυντικής περιστάσεως και μάλιστα αυτής του άρθρου 84 παρ. 2 εδαφ. ε ΠΚ, ότι δηλαδή για μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση της πράξης, συμπεριφέρθηκα καλά.
Η συνδρομή του συγκεκριμένου ελαφρυντικού το οποίο ευπρόσωπα αιτούμαι προκύπτει από σειρά εγγράφων και σχετικών υπηρεσιακών βεβαιώσεων τα οποία προσάγω και επικαλούμαι. Όπως προκύπτει από το 10-2-04 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, είμαι πατέρας τριών τέκνων, ενός αγοριού 32 ετών, ενός αγοριού ηλικίας 12 ετών και ενός κοριτσιού 8 ετών. Τα δύο μικρότερα τέκνα μου γεννήθηκαν στο ...., μη γνωρίζοντας μέχρι τον ερχομό τους στην Ελλάδα καθόλου στην ελληνική γλώσσα.
Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από το από 22-10-2007 πληροφοριακό σημείωμα της κοινωνικής λειτουργού ...., καίτοι είμαι συνεχώς και αδιαλείπτως κρατούμενος από τις 7-11-2001, έπεισα τη σύζυγό μου να μετοικήσει μαζί με τα παιδιά μου στην Ελλάδα από το ...., προκειμένου να βρισκόμαστε μαζί έστω και κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες.
Μη έχοντας μάλιστα κανένα πόρο και βρισκόμενοι σε δυσχερέστατη οικονομική κατάσταση, κατάφερα να τους ζω αποκλειστικά από τη δική μου εργασία εντός φυλακής και συγκεκριμένα κατασκευάζοντας κομπολόγια, τα οποία αυτή τη στιγμή τροφοδοτούν καταστήματα των Χανίων αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας. Η οικογένειά μου δηλαδή ζει αποκλειστικά και μόνο από την εργασία μου στην φυλακή.
Επιπροσθέτως, επειδή η σύζυγός μου δε γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει ελληνικά, έχω αναλάβει το διάβασμα των παιδιών μου μέσα από τη φυλακή τηλεφωνικά καθημερινά και κατά τη διάρκεια των επισκεπτηρίων. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τίτλο σπουδών καθώς και αριστείο του Δήμου Χανίων του μαθητή ....., υιού μου, χάρη στις προσπάθειές μου, όχι μόνο έμαθαν τα παιδιά μου ελληνικά αλλά έχουν καταστεί και άριστοι μαθητές.
Όπως προκύπτει από το ίδιο υπηρεσιακό σημείωμα, στο οποίο αναγράφονται όλα τα ανωτέρω, εργάζομαι εδώ και έξι χρόνια ως συντηρητής κτιρίου και είμαι εμπειρικός γνώστης όλων των τεχνικών ειδικοτήτων.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την από 29-10-2007 υπηρεσιακή βεβαίωση της δικαστικής φυλακής Χανίων, όντας κρατούμενος από 7-11-2001 δεν έχω τιμωρηθεί πειθαρχικά επιδικνύοντας μέχρι σήμερα άριστη διαγωγή σεβόμενος το προσωπικό και τους κανονισμούς της Υπηρεσίας. Για διάστημα μάλιστα πέραν των πέντε ετών από 12-4-2002, εργάζομαι με άριστη απόδοση στις πλέον υπεύθυνες και κοπιαστικές εργασίες, δείχνοντας ιδιαίτερο ζήλο, ενδιαφέρον και προσοχή στη δουλειά μου με αποτέλεσμα να έχω συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση της εμφάνισης και της λειτουργίας της Φυλακής.
Από το ίδιο πιστοποιητικό προκύπτει ότι χαίρω της απολύτου εμπιστοσύνης και εκτίμησης της Υπηρεσίας των Φυλακών επιδεικνύοντας με τη συμπεριφοράς μου άτομο με ήθος, εντιμότητα και υπευθυνότητα.
Εξ όλων των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι πληρούνται στο πρόσωπό μου κατ' απόλυτο τρόπο οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 84 παρ. 2εδ. ε ΠΚ, αφού όπως προκύπτει για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα υπό αντίξοες συνθήκες φροντίζω την οικογένειά μου υλικά, ηθικά και πραγματικά και συμβάλλω κατά τρόπο ουσιαστικό και αποτελεσματικό στην εύρυθμη λειτουργία της φυλακής όπου κρατούμαι, εργαζόμενος με υπευθυνότητα και εντιμότητα, ούτως ώστε ευπρόσωπα να αιτούμαι από Σας τη συνδρομή ελαφρυντικής περιστάσεως και μάλιστα αυτής της επί μακρόν ουσιαστικά καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξης".
και 5) ο πέμπτος αναιρεσείων Χ6 ζήτησε (χωρίς υποβολή εγγράφων ισχυρισμών) την αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. α και ε ΠΚ, χωρίς παράθεση και καταχώρηση στα πρακτικά πραγματικών περιστατικών.
Τους παραπάνω αυτοτελείς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε όλους ως ουσία αβάσιμους, με το εξής σκεπτικό:
"Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου, ότι ο Ζ επέδειξε ειλικρινή μετάνοια (άρθρο 84 παρ. 2 δ'Π.Κ.) και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη (άρθρο 84 παρ. 2 ε'Π.Κ.). Από το με αριθμ. πρωτ. 3008/18/51α/5/3/2003 έγγραφο του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ιωαννίνων, στο οποίο αναφέρεται ότι με δική του πρωτοβουλία (ενν. του Ζ) έδωσε αποκλειστικές πληροφορίες και συντέλεσε στη σύλληψη από την ως άνω υπηρεσία ενός εμπόρου ναρκωτικών, δεν προκύπτει ειλικρινης μετάνοια του εν λόγω κατηγορουμένου, μετά συνεκτίμηση και της όλης συμπεριφοράς του από την προανακριτική του απολογία μέχρι και την απολογία του ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, η οποία δεν υποδηλώνει μετάνοια αλλά προσπάθεια απόσεισης των ευθυνών του και μετάθεσής τους σε άλλους. Η καλή συμπεριφορά που ο Ζ επέδειξε μετά την πράξη του είναι αποτέλεσμα της συμμόρφωσης του στον κανονισμό των φυλακών, στις οποίες κρατείται από της συλλήψεώς του μέχρι και την έκδοση της παρούσας και δεν είναι απόρροια της βούλησης αυτού που διαμορφώθηκε σε συνθήκες ελεύθερης διαβίωσής του στην κοινωνία. (βλ. Α.Π. 1474/2002, Π.Χρ. ΝΓ'σελ. 523, Α.Π. 1549/2000, Ποιν. Δικ. 4, σελ. 806). Οσα αναφέρθηκαν για τον Ζ, αναφορικά με την ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρο 84 παρ. 2 ε'Π.Κ.) ισχύουν και για τους λοιπούς κατηγορούμενους που ισχυρίσθηκαν ότι συντρέχει στο πρόσωπό τους η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρο 84 παρ. 2 ε'Π.Κ.) ισχύουν και για τους λοιπούς κατηγορούμενους που ισχυρίσθηκαν ότι συντρέχει στο πρόσωπό τους η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση, ήτοι τους Χ2, Χ5 και Χ3, αφού κρατούνται από της συλλήψεώς τους μέχρι και την έκδοση της παρούσας. Ως προς τους Χ1 και Χ6 δεν συντρέχει επίσης η ανωτέρω ελαφρυντική περίσταση, καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη καλή συμπεριφορά των ανωτέρω, ενώ από της εκδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως κι' εντεύθεν (από 1/1/2003) κρατούνται στις φυλακές, εκτίοντας την ποινή που τους επιβλήθηκε με την ως άνω απόφαση. Το γεγονός ότι ο Χ2 έχει παρακολουθήσει στις φυλακές διάφορα προγράμματα και ο Χ5 μέσα από τις φυλακές φροντίζει στο μέτρο του δυνατού τα παιδιά του, κάνοντας μάλιστα μαθήματα σ' αυτά, δεν συνιστά κατ' ουσίαν, κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως για τους εν λόγω κατηγορουμένους. Τέλος το αίτημα για χορήγηση της ελαφρυντικής περίστασης της πρότερης έντιμης ατομικής, οικογενειακής, επαγγελματικής και γενικά κοινωνικής ζωής (άρθρο 84 παρ. 2α'Π.Κ.) στους κατηγορουμένους Χ2, Χ1 και Χ6 θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, ομόφωνα ως προς τον Χ1 και κατά πλειοψηφία ως προς τους λοιπούς δύο. Συγκεκριμένα, κατά την κρατήσασα γνώμη του δικαστηρίου, αν και ο Χ2 δεν έχει τιμωρηθεί άλλη φορά σε στερητική της ελευθερίας ποινή, ενώ ο Χ6 έχει τιμωρηθεί μόνο σε ποινή φυλάκισης 30 ημερών, η οποία μετατράπηκε σε χρήμα, με την 6082/1993 απόφαση του Μονομελούς Πλ/κείου Αθηνών, για παράβαση του Ν. 1436/1984, παρά ταύτα δεν υφίσταται κατ' ουσίαν περίπτωση για χορήγηση του ελαφρυντικού αυτού. Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας (μειοψήφισαν η Πρόεδρος Ασπασία Καρέλλου και η Εφέτης Παρασκευή Μεντζελοπούλου) στους ανωτέρω κατηγορουμένους έπρεπε να χορηγηθεί η ελαφρυντική ως άνω περίσταση, γιατί ο μεν πρώτος ουδέποτε είχε τιμωρηθεί σε οποιαδήποτε στερητική της ελευθερίας ποινή μέχρι την ηλικία των 41 ετών που διέπραξε τις ως άνω πράξεις, γεγονός που υποδηλώνει ότι μέχρι τότε ζούσε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ο δε δεύτερος έχει τιμωρηθεί με την ως άνω ποινή των 30 ημερών, γεγονός που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει αρνητικά την πρότερη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή του εν λόγω κατηγορουμένου. Ως προς Χ1 δεν συντρέχει κατ' ουσίαν η ως άνω ελαφρυντική περίσταση, καθόσον από το ποινικό του μητρώο προκύπτει ότι έχει συντελέσει σε χρόνο προγενέστερο των παραπάνω πράξεων, άλλες αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες του έχουν επιβληθεί στερητικές της ελευθερίας ποινές και εκτός των άλλων, α) με την 7402/1970 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 ετών και 10 μηνών, για εισαγωγή, κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών (του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 ετών για κλοπή, κατά συρροή, ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, και γ) με την 148/1991 απόφαση του Τριμελούς Πλ/κείου Πειραιά, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 μηνών για παράβαση του Ν.Δ. 187/1973 που μετατράπηκε σε χρήμα".
Όμως το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψη, στους παραπάνω ισχυρισμούς, του πρώτου και του πέμπτου αναιρεσείοντος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη ήταν αόριστοι και κανένας από αυτούς δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ορισμένος, του πρώτου χωρίς παράθεση θετικών στοιχείων προτέρου εντίμου βίου και του πέμπτου, λόγω παντελούς έλλειψης παράθεσης πραγματικών περιστατικών. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς του δευτέρου και τετάρτου των αναιρεσειόντων για αναγνώριση σε αυτούς της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε του ΠΚ, το Δικαστήριο με επαρκή και ειδική αιτιολογία τους απέρριψε κατ'ουσίαν, σύμφωνα και με την κρατούσα στη νομολογία ως πιο πάνω στη νομική σκέψη εκτιθέμενη άποψη, όσον αφορά δε την αιτίαση του δευτέρου τούτων ότι έζησε εκτός φυλακών, επί 18 μήνες, λόγω μη προσωρινής κρατήσεώς του, ο χρόνος αυτός, ορθά κρίθηκε ότι δεν είναι μεγάλο χρονικό διάστημα, για να κριθεί η εκτός φυλακών καλή ή μη συμπεριφορά του. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως των άνω αναιρεσειόντων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όσον αφορά τους ως άνω απορριφθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς τους. Κατ'ακολουθίαν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι του τρίτου από αυτούς, στο σύνολό τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-12-2007 αίτηση του Χ1,την από 20-3-2008 αίτηση του Χ2, την από 18-3-2008 αίτηση- δήλωση του Χ3, την από 17-12-2007 αίτηση και τους από 23-6-2008 προσθέτους λόγους του Χ4, την από 14-3-2008 αίτηση- δήλωση του Χ5 και την από 24-3-2008 αίτηση - δήλωση του Χ6, για αναίρεση της με αριθμό 2936/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους άνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για καθένα από αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ