Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1613 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ηθική αυτουργία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία από πρόθεση. Στοιχεία του αδικήματος. Αναίρεση του βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για ηθική αυτουργία με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει την αναίρεση.




Αριθμός 1613/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 19/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Με συγκατηγορουμένη την Χ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 325/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, με αριθμό 179/11-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 3/2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 19/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και εκθέτω τα εξής:
1) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ'ουσία η υπ'αριθμ. 9/5-2-2007 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 242/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, με το οποίο παραπέμπεται, μαζί με τη συγκατηγορουμένη του Χ2, στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης στην περιφέρεια του Εφετείου Κρήτης για να δικασθεί για την πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού με την ως άνω συγκατηγορουμένη του σε ανθρωποκτονία από πρόθεση (αρ. 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 46 παρ. 1, 49 παρ. 2 και 299 παρ. 1 ΠΚ). Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε από τον δικηγόρο Ηρακλείου Βενιζέλο Κάββαλο για λογαριασμό του κατηγορουμένου, δυνάμει του επισυναπτόμενου υπ'αριθμ. 1278/29-1-2008 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβ/φου Ηρακλείου Χαρίκλειας Σφακιανάκη, νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον ίδιο τον κατηγορούμενο στις 28-1-2008 και η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε την επομένη, δηλαδή στις 29-1-2007. Περιέχει δε ως λόγο αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ), ενώ το βούλευμα αυτό υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπεται ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος στο ακροατήριο για κακούργημα (αρ. 462, 463, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 482 παρ. 1α, 2 ΚΠΔ). Επομένως, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ'ουσίαν. 2) Η έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον κατ'άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανακριτική διαδικασία και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής και την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. 3) Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 ΠΚ: "1.όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και τη θέληση καταστροφής της ζωής άλλου ανθρώπου (ΑΠ 1999/2006 Ποίν. Χρον. ΝΖ' 402, ΑΠ 362/2006 Ποιν. Χρον. ΝΣΓ 890, ΑΠ 1880/2005 Ποιν. Χρον. ΝΣΓ 517, 245/2005 Ποιν. Λογ. 2005 290, ΑΠ 1057/2004 Ποιν. Χρον. ΝΕ' 509, ΑΠ 2447/2003 Ποιν. Λογ. 2003 2599, ΑΠ 795/2003 Ποιν. Λογ. 2003 788, ΑΠ 870/2002 Ποιν. Λογ. 2002 1003). Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 299 ΠΚ προκύπτει ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης και κατά τη λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής. Ως βρασμός ψυχικής ορμής νοείται η ψυχική υπερδιέγερση που προκαλείται από την αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος ή πάθους, η οποία, χωρίς να φθάνει μέχρι τη διατάραξη της συνειδήσεως, ώστε να αποκλείει ή να μειώνει την ικανότητα προς καταλογισμό, αποκλείει τη δυνατότητα στο δράστη να σταθμίσει τα αίτια που τον ωθούν στην τέλεση του εγκλήματος και εκείνα που τον απωθούν από αυτή( ΑΠ 1269/2006 Ποιν. Χρον. ΝΖ' 508, ΑΠ 1239/2005 Ποιν Χρον ΝΣΤ 490, ΑΠ 425/2005 Ποιν. Λογ. 2005 417, ΑΠ 861/2004 Ποιν. Χρον. ΝΕ' 408, ΑΠ 2292/2003 Ποιν. Λογ. 2003 2466, ΑΠ 343/2000 Ποιν Χρον. Ν' 897, ΑΠ 1105/1998 Ποιν. Χρον. ΜΘ' 601). Εξ άλλου, από τη διάταξη του όρθρου 46 παρ.1 περ.α' ΠΚ, με την οποία ορίζεται ότι: "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε" συνάγεται ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη. Η πρόκληση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλου ανταλλάγματος, πειθώ, απειλή κλπ β) διάπραξη από τον άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. (ΑΠ 601/2006 Ποιν. Χρον. ΝΖ 60, ΑΠ 20/2006 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ 638, ΑΠ 1270/2003 Ποιν. Λογ. 2003, 1437, ΑΠ 1135/2001 Ποιν. Χρον. MB1 361, ΑΠ 899/1999 Ποιν. Χρον. Ν' 421, ΑΠ 859/1998 Ποιν Χρον. ΜΘ' 458). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 Π Κ, αν δύο ή περισσότεροι από κοινού τέλεσαν αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι συναυτουργία είναι η άμεση και αυτοπρόσωπη ταυτόχρονη ή διαδοχική σύμπραξη δύο ή περισσοτέρων στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που διαπράττεται με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν ή πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεση της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεση της και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση του άλλου. Επομένως, απαραίτητος όρος για την κατά συναυτουργία τέλεση του εγκλήματος είναι η γνώση του συναυτουργού της προθέσεως του άλλου να τελέσει την αυτή πράξη και η θέληση του να συμπράξει με αυτόν (κοινός δόλος), η δε σύμπραξη μπορεί να περιορισθεί και στην ενέργεια μερικότερων πράξεων κατά την εκτέλεση του εγκλήματος, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι επιμέρους ενέργειες καθενός των συναυτουργών για την από κοινού πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του (Ολ. ΑΠ 50/1990 Ποιν. Χρον. Μ' 949, ΑΠ 817/2005 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ 32, ΑΠ 2497/2003 Ποιν. Λογ. 2003 2649, ΑΠ 1497/2000 Ποιν. Χρον. ΝΑ' 549, ΑΠ1314/1993 Ποιν. Χρον. ΜΓ1137, Εφ. Αθ. 10/1999 Παν. Δ/νη 2000,1070). Τέλος, κατά το όρθρο 49§2 ΠΚ: "Οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνον το συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν". Από την διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 48 και 299 ΠΚ συνάγεται ότι η ύπαρξη ή μη προμελετημένου δόλου ή αλλιώς η ψυχική ηρεμία ή ο βρασμός ψυχικής ορμής, λαμβάνονται υπ' όψη μόνον για εκείνον από τους συμμέτοχους στον οποίο υπάρχουν. Ενδέχεται δηλαδή ο μεν αυτουργός της ανθρωποκτονίας να δρα με απρομελέτητο δόλο ο δε ηθικός αυτουργός αυτής να δρα με προμελετημένο ή και το αντίστροφο (ΑΠ 540/2006 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ 933, ΑΠ 1001/1991 Ποιν. Χρον. MB' 11, Συμεωνίδου-Καστανίδου Εγκλήματα κατά της ζωής 2001 σελ. 390, Ν. Ανδρουλάκη Ποιν. Δικ. 1974 σελ. 51). 4) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 19/2008 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, που το εξέδωσε, με καθολική παραδεκτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται κατ'είδος σ'αυτή (πρόταση) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 4-11-2003 από ώρα 15.30 έως 17.00, στη θέση ... Ηρακλείου, άγνωστος δράστης σκότωσε με πρόθεση τον Α, κτηνοτρόφο, γεννηθέντα το έτος ... στο ..., κάτοικο στη ζωή ομοίως, πυροβολώντας τον με κυνηγετικό όπλο στη θωρακική και κοιλιακή χώρα από πολύ μικρή απόσταση. Από τα ευρήματα των ιατροδικαστών που διενήργησαν την νεκροψία-νεκροτομή και των αστυνομικών αρχών, προέκυψε ότι ο θανών, μόλις εξήλθε από την θύρα του υπόστεγου του ποιμνιοστασίου του μεταφέρων ένα σάκο ζωοτροφών, εβλήθη από απόσταση 90 έως 150 εκατοστών. Οι βολές είχαν κατεύθυνση εκ των άνω πρόσω και δεξιά προς τα κάτω πίσω και αριστερά και από αυτές ο θανών υπέστη δύο "τυφλά" τραύματα, το πρώτο στη δεξιά υποκλείδια χώρα και το δεύτερο στα όρια της στερνικής χώρας και επιγαστρίου, με συνέπεια να επέλθει αμέσως ο θάνατος του συνεπεία των επιγενόμενων πολλαπλών κακώσεων σπλάχνων θώρακος και αγγείων της κοιλιακής χώρας. Από την θέση του πτώματος που ουδόλως καταδείκνυε αμυντική στάση, την έλλειψη ενδείξεων προηγούμενης πάλης και τα λοιπά ευρήματα, τεκμαίρεται ότι ο θανών αιφνιδιάστηκε από τον άγνωστο δράστη, ο οποίος είχε προαποφασίσει την πράξη του, μετέβη προς τούτο στον χώρο του ποιμνιοστασίου και εκτέλεσε αυτήν ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Τον κρίσιμο χρόνο στην περιοχή ... Καστελλίου, που απέχει ένα χιλιόμετρο περίπου από τον τόπο του εγκλήματος, ευρίσκοντο η εξετασθείσα μάρτυς Β και ο σύζυγος της Γ, οι οποίοι άκουσαν δύο πυροβολισμούς και υπολόγισαν ότι προέρχονταν από την πλευρά του υπόστεγου του θανόντος. Ακολούθως, μετά την παρέλευση δεκαλέπτου, ως άνω μάρτυς είδε έναν άνδρα άγνωστο σε αυτήν ηλικίας 30 ετών περίπου να έχει στον ώμο του κρεμασμένο ένα κυνηγετικό όπλο και να κατευθύνεται προς τη μάνδρα των προβάτων της, αλλά μόλις την είδε έκανε επί τόπου στροφή και τρέχοντας εξαφανίσθηκε μέσα στα ελαιόδενδρα. Τον άνδρα αυτόν (πιθανό δράστη της ανθρωποκτονίας) δεν τον αναγνώρισε η Β. Ο εκκαλών και η συγκατηγορουμένη του αρνούνται την αποδιδόμενη σ αυτούς πράξη, πλην όμως από τα προεκτεθέντα αποδεικτικά στοιχειά της δικογραφίας προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής τους. Ειδικότερα, οπό την έρευνα που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της προανακρίσεως και της κυρίας ανακρίσεως δεν προέκυψε ότι ο θανών είχε σοβαρές ή άλλες διαφορές με τρίτους ή παράνομες δραστηριότητες ή άλλες δοσοληψίες, οι οποίες θα δικαιολογούσαν την σε βάρος του θανατηφόρο επίθεση. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τα αποτελέσματα της άρσεως του τραπεζικού απορρήτου των λογαριασμών που διατηρούσε στις τράπεζες, στους οποίους δεν φαίνονται καταχωρημένες αδικαιολόγητες εγγραφές. Εξ άλλου, ο τόπος τελέσεως και οι συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το ως άνω έγκλημα, αποκλείουν τη ληστεία ως κίνητρο αυτού, τούτο δε επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο θανών βρέθηκε να έχει στα θυλάκια του το ποσό των 556,00 , ευρώ και το κινητό του τηλέφωνο. Αντίθετα προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι, τον συγκεκριμένο χρόνο, είχαν ισχυρό κίνητρο να θανατωθεί ο θανών Α. Ειδικότερα, η πρώτη κατηγορούμενη Χ2, μητέρα τεσσάρων θυγατέρων, εκ των οποίων οι δύο ανήλικες και ο κατά μία δεκαετία νεώτερος της εκκαλών Χ1, έγγαμος σε διάσταση και πατέρας ενός ανήλικου παιδιού, το θέρος του έτους 2003 μετέτρεψαν την μεταξύ τους πνευματική συγγένεια ("κουμπαριά") -ο θανών σύζυγος της πρώτης είχε βαφτίσει την αδελφή του δευτέρου- και τις εξ αυτής οικογενειακές τους σχέσεις, σε ερωτικό δεσμό. Σημειώνεται ότι οι κατηγορούμενοι αρχικά αρνήθηκαν την μεταξύ τους ερωτική σχέση, την οποία στη συνέχεια αναγκάστηκαν να αποδεχθούν, αφού ήταν δεδομένη η αποκάλυψή της από την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών τους. Η ένταση της σχέσεως αυτής των κατηγορουμένων διαφαίνεται από τα αποτελέσματα της άρσεως του τηλεφωνικού απορρήτου, τις καταθέσεις των μαρτύρων και όσα οι ίδιοι συνομολογούν. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι μόνο σε μία ημέρα (29-10-2003) έχουν καταγραφεί άνω των 65 τηλεφωνικών επικοινωνιών τους (τηλεφωνημάτων και μηνυμάτων). Επισημαίνεται δε ότι οι ισχυρισμοί των ανωτέρω κατηγορουμένων, ότι επρόκειτο για "ευκαιριακή" ερωτική σχέση που διεκόπη με τον θάνατο του συζύγου της πρώτης, ανατρέπονται από την σαφή κατάθεση της θυγατέρας της Δ, η οποία κατέθεσε ότι η σχέση της μητέρας της με τον εκκαλούντα διατηρήθηκε και ότι αυτοί "..... εξακολουθούν να είναι μαζί....." (βλ. από 26-5-2004 κατάθεση της ανωτέρω μάρτυρος;. Το προηγούμενο του θανάτου του Α χρονικό διάστημα οι κατηγορούμενοι είχαν σχεδιάσει να απομακρυνθεί από την συζυγική της οικία η πρώτη, να διαμένει αρχικά μόνη με την μικρή της θυγατέρα Ε προκειμένου να αποφύγουν τα σχόλια και τις αντιδράσεις λόγω της προμνησθείσας πνευματικής της συγγένειας με τον εκκαλούντα και ακολούθως να συμβιώσει με αυτόν. Εμπόδιο στην ερωτική σχέση των κατηγορουμένων και στον ως άνω σχεδιασμό τους ήταν ο θανών, ο οποίος είχε λάβει γνώση της σχέσεως τους και αντιδρούσε πεισματικά και έντονα, με επακόλουθο τη δημιουργία σοβαρών αντεγκλήσεων μεταξύ αυτού και της συζύγου του, που κατέλήξαν σε οξύ επεισόδιο χειροδικίας του θανόντος σε 0άρος της πρώτης κατηγορουμένης, δύο μέρες πριν την θανάτωση του. Εξ άλλου, στην δραματική επιδείνωση των σχέσεων των δυο συζύγων το ίδιο ως άνω τελευταίο διάστημα, συνέτεινε και η ανακοίνωση από την κατηγορουμένη στον θανόντα της αποφάσεως της να φύγει από την οικία τους. Τα γεγονότα αυτά, το έντονο ερωτικό πάθος των κατηγορουμένων και το μίσος της πρώτης για τον σύζυγό της, οδήγησαν τους δυο κατηγορουμένους το χρονικό διάστημα από 25-10-2003 έως 4-11-2003, να λάβουν την απόφαση να απαλλαγούν από παρουσία του ανωτέρω, ο οποίος αντιδρούσε έντονα στο ενδεχόμενο διαζυγίου κάθε φορά που η πρώτη κατηγορούμενη του έκανε σχετική νύξη. Έτσι, ευρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά την λήψη της ως άνω αποφάσεως και κατά την υλοποίηση της, από κοινού ενεργούντες, με παραινέσεις που έδωσαν με πειθώ και φορτικότητα και με μη διακριβωθέν οικονομικό αντάλλαγμα σε άγνωστο δράστη, τον έπεισαν και διέπραξε την σε βάρος του Α ανθρωποκτονία, υπό τις συνθήκες πoυ ήδη εκτέθηκαν. Σημαντικό στοιχείο της συμμετοχής (ως ηθικών αυτουργών) των κατηγορουμένων στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας αποτελεί το γεγονός ότι κατά τον χρόνο που διαπράχθηκε το έγκλημα και δη περί ώρα 16.00 έως 16.30 της 4-11-2003, η πρώτη κατηγορουμένη μετέβη στον τόπο τελέσεως του. ήτοι στο ποιμνιοστάσιο του συζύγου της, με το ένα από τα δύο αυτοκίνητα του και συγκεκριμένα το παλαιό αυτοκίνητο που συνήθως χρησιμοποιούσε αυτή. Το κρίσιμο αυτό γεγονός αρνείται η τελευταία, όμως ο μάρτυρας Ζ στην από 12-2-2004 κατάθεση του ανέφερε ότι την 4-11-2003 και περί ώρα 16:00 έως 16:15 είδε ένα αυτοκίνητο όμοιο ακριβώς με το παλιό αυτοκίνητο του Α, να περνά έξω από τη μάνδρα του οδηγούμενο από γυναίκα, χωρίς να είναι βέβαιος ποια ήταν, με κατεύθυνση από ... προς ..., δηλαδή από το δρόμο που οδηγεί στο ποιμνιοστάσιο του θανόντος. Το μοναδικό ωστόσο όμοιο με το προαναφερθέν αυτοκίνητο της περιοχής με αριθμό κυκλοφορίας ..., ιδιοκτησίας του Η δεν μετακινήθηκε την εν λόγω ημέρα από τον κλειστό χώρο όπου φυλάσσεται, ενώ η σύζυγος του το οδηγεί πολύ σπάνιο και πάντα έχοντας ως συνοδηγό τον ίδιο (βλ. από 10-3-2004 κατάθεση του Η), ενώ από το με αρ. πρωτ. .../58087/5-1/24-3-2004 έγγραφο του Α.Τ. Καστελλίου συνάγεται ότι δεν υπάρχει άλλο όμοιο αυτοκίνητο με το παλαιό αυτοκίνητο του θανόντος στην εν λόγω περιφέρεια που να οδηγείται από γυναίκα. Το ανωτέρω γεγονός ο μάρτυρας Ζ το επιβεβαίωσε και στους αδελφούς του θύματος Θ και Ι (βλ. ανακριτικές καταθέσεις αυτών). Εξ άλλου, ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι κατά τον ως άνω χρόνο ήταν στην οικία της αποδυναμώνεται από 9-2-2004 ένορκη κατάθεση της θυγατέρας της Δ, η οποία κατέθεσε ότι σε συζήτηση που είχε με την αδερφή της Κ για την ημέρα του φόνου, η τελευταία της είπε ότι ετοιμάστηκε κατά τις τέσσερις να πάει φροντιστήριο και πριν φύγει φώναξε στη μητέρα της χωρίς όμως να πάρει απάντηση και έπειτα έγραψε σημείωμα το οποίο άφησε στο σπίτι (προφανώς για ενημέρωση της μητέρας της), ότι θα πήγαινε φροντιστήριο. Η ίδια κατηγορούμενη, όπως συνομολογεί, μετέβη με την ανήλικη (γεννηθείσα την 16-11-1993) θυγατέρα της Ε με το με αρ. κυκλοφορίας ... παλαιό αυτοκίνητο του συζύγου της στον τόπο τελέσεως του εγκλήματος, λίγο χρόνο μετά την διάπραξη αυτού. Η επικαλούμενη από την ανωτέρω ως αιτία της μεταβάσεως της στον ως άνω τόπο, ότι δηλαδή ανησύχησε για την κατάσταση της υγείας του συζύγου της, καθ' όσον το πρωί είχε εξεταστεί στο τοπικό Κέντρο Υγείας και τις απογευματινές ώρες δεν απαντούσε στις επανειλημμένες κλήσεις της στο κινητό του τηλέφωνο, δεν είναι πειστική, εν όψει όσων εκτέθηκαν για τις σχέσεις της με τον σύζυγό της το τελευταίο χρονικό διάστημα, αλλά και της φύσεως της ασθένειας (ιγμορίτιδα) που είχε διαγνωστεί για τον σύζυγο της. Εξ άλλου, ο βοσκός Λ, τον οποίο απασχολούσε ο θανών, στην από 30-6-2004 ανακριτική κατάθεσή του ανέφερε ότι η κατηγορούμενη επικοινώνησε μαζί του και αφού τον ρώτησε που βρισκόταν ο ίδιος, δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει πού βρισκόταν ο σύζυγός της. παρά έκλεισε, βιαστικά το τηλέφωνο. Επισημαίνεται ότι, ενώ η κατηγορούμενη είχε λάβει γνώση της θανατώσεως του συζύγου της με πυροβόλο όπλο, δεν ειδοποίησε τις αρμόδιες αρχές, αλλά μετέβη στην οικία της Β, η οποία, όπως προαναφέρθηκε είχε αντιληφθεί την κίνηση άγνωστου άνδρα, πιθανόν του δράστη, λίγο χρόνο μετά την ρίψη των δύο πυροβολισμών. Σύμφωνα με όσα υποστήριξε ο αδελφός του θύματος Θ, η μετάβαση της κατηγορουμένης στην ανωτέρω οικία έγινε επειδή η κατηγορουμένη είχε πληροφορηθεί από τον δράστη ότι τον είχε δει η Β και θέλησε να μάθει αν τον είχε αναγνωρίσει. Σημειώνεται επίσης ότι η ανωτέρω κατηγορουμένη αρχικά άφηνε να εννοηθεί ότι ο θάνατος του συζύγου της οφείλετο σε πιθανή αυτοκτονία του, λόγω της κακής ψυχολογικής του καταστάσεως συνεπεία της καταστάσεως στην οποία είχαν περιέλθει οι σχέσεις τους. Από οικείους του θανόντος και της κατηγορουμένης παρατηρήθηκε ότι αυτή δεν έδειξε καθόλου να λυπάται για την απώλεια του συζύγου της, ενώ την πρώτη βραδιά μετά τη δολοφονία συμπεριφερόταν νευρικά κι ακατανόητα με σπασμωδικές αντιδράσεις, χτυπούσε πόρτες, ενώ έσπασε ακόμη και το τζάμι της μπαλκονόπορτας της οικίας της. Επιπλέον είχε απομονωθεί και συζητούσε συνεχώς στο υπνοδωμάτιο της με τον ξάδερφο της Μ, τον εκκαλούντα-δεύτερο κατηγορούμενο, τον Ν και τη μητέρα της, η οποία μάλιστα κάποια στιγμή της είπε επί λέξει "πήγαινε μωρή όξω να κλαις και να τραβάς τα μαλλιά σου, γιατί θα σε θεωρήσουνε ύποπτη". Η ίδια δικαιολόγησε τις κατ'ιδίαν συζητήσεις της με τα παραπάνω πρόσωπα λέγοντας ότι ήταν ανάγκη να συζητηθούν ορισμένα ζητήματα λόγω της ερωτικής της σχέσης με το δεύτερο κατηγορούμενο, χωρίς να δικαιολογήσει επαρκώς για ποιο λόγο δεν έπρεπε να ακούσει κανείς άλλος τι έλεγαν. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών αυτών η σύζυγος του Ν εμπόδιζε την είσοδο στο δωμάτιο των λοιπών παρευρισκομένων στην οικία, ακόμη και των ίδιων των τέκνων του θανόντος. Σημειώνεται τέλος ότι, όταν η κατηγορούμενη επέστρεψε στην οικία της το πρώτον, με τη συνοδεία αστυνομικού και της ζητήθηκε να παραδώσει το κινητό της τηλέφωνο της για να χρησιμοποιηθεί ως πειστήριο στο πλαίσιο της προανακρίσεως, εμφανίσθηκε απρόθυμη να το παραδώσει, ισχυριζόμενη ότι δε θυμόταν που το είχε βάλει ή ότι έχει χαλάσει. Τη στάση της αυτή επιβεβαίωσε η ίδια ως άνω θυγατέρα της Δ, η οποία επιπλέον κατέθεσε ότι, σύμφωνα με όσα της είπε ο σύζυγος της Ξ, η μητέρα της όσο την περίμενε ο αστυνομικός που τη συνόδευε, πέταξε την κάρτα SIM του τηλεφώνου της στην τουαλέτα, ενώ όταν επέστρεψε αργά το βράδυ από την αστυνομία ήταν τρομαγμένη μήπως συλλαμβανόταν ο εκκαλών-δεύτερος κατηγορούμενος (βλ. από 26-^2004 κατάθεση της ανωτέρω μάρτυρος). Τα ανωτέρω συμβάντα κατά τον κρίσιμο χρόνο του θανάτο του Α και μετά από αυτόν, αναφέροντάι μεν κατ' αρχήν στην πρώτη κατηγορουμένη, η οποία δεν άσκησε έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος και δήλωσε ότι παραιτείται από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατ' αυτού (σχετ. η από 25-7-2007 έκθεση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Ηρακλείου), εκτέθηκαν όμως για να καταδειχθούν τα αίτια του εγκλήματος, ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχαν λόγους να διαπραχθεί τούτο και ότι η χρονική σύμπτωση της θανατώσεως του Α με την κορύφωση της ερωτικής σχέσεως των κατηγορουμένων και την αντίστοιχη επιδείνωση της σχέσεως της πρώτης με τον θανόντα, δεν ήταν τυχαία. Πέραν δε των ήδη εκτεθέντων, οι σε βάρος και του δευτέρου κατηγορουμένου (εκκαλούντος) σοβαρές ενδείξεις ενοχής υποστηρίζονται και από τα ακόλουθα δεδομένα: Η ένταση του ερωτικού πάθους των κατηγορουμένων, η απόφαση τους να συμβιώσουν στο μέλλον και η μεταξύ τους επικοινωνία δεκάδες φορές κάθε ημέρα, ενισχύουν την άποψη ότι η κορυφαίας σημασίας και για τους ίδιους απόφαση θανατώσεως του Α δεν μπορεί να είχε ληφθεί μόνο από την πρώτη κατηγορουμένη, εν αγνοία του εκκαλούντος, αλλά είχε συζητηθεί μεταξύ τους και είχε ληφθεί από κοινού. Εξ άλλου το κρίσιμο χρονικό διάστημα που διαπράχθηκε το έγκλημα υπήρχε συνεχής τηλεφωνική επικοινωνία δια των κινητών τους τηλεφώνων μεταξύ των ^κατηγορουμένων. Ειδικότερα, από τα στοιχεία που προέκυψαν μετά την άρση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων, συνάγεται ότι η πρώτη τηλεφώνησε στον εκκαλούντα την 14.44.39 ώρα της 4-11-2003 και ακολούθως ο τελευταίος, από το ... όπου βρισκόταν και μέσω του σταθμού βάσεως ... (...) της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας COSMOTE, πραγματοποίησε τέσσερις κλήσεις από το "κινητό του τηλέφωνο στο κινητό της πρώτης κατηγορουμένης κατά τις ώρες 14:45:10. 14:58:42. 15:08:54 και 15:34:31 με τρεις ολιγόλεπτες διακοπές και συνομίλησε μαζί της σχεδόν μιάμιση ώρα συνολικά. Το γεγονός αυτό συνδυαζόμενο με την πρώτη μετάβαση της κατηγορουμένης στον τόπο του εγκλήματος (την οποία αυτή αρνείται), ενισχύει την κρίση ότι το περιεχόμενο των συγκεκριμένων τηλεφωνημάτων είχε σχέση με την υλοποίηση του σχεδιασμού τους για την θανάτωση του Α. Ο δε ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι για τον θάνατο του ανωτέρω ενημερώθηκε το πρώτο από τον Μ περί ώρα 18.30-18.45 της 4-11-2003, είναι αβάσίμος, αφού σε κάθε περίπτωση ήταν λογικό να ενημερωθεί και μάλιστα από τους πρώτους, από την συγκατηγορουμένη του ενόψει της προαναφερθείσας σχέσεως τους. Υπό τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και δεδομένα προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής και του εκκαλούντος για την πράξη που του αποδίδεται, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 5, 14, 16-19, 26§1, 27, 45, 46§1α, 51. 52, 59, 63: 79 και 299§1 ΠΚ. Ειδικότερα προέκυψε αποχρώντως ότι ο εκκαλών ενεργών από κοινού με την συγκατηγορουμένη του, με τα μέσα που εκτέθηκαν, ήτοι με παραινέσεις που έδωσαν με πειθώ και φορτικότητα και με την υπόσχεση και παροχή οικονομικού ανταλλάγματος, έπεισαν τον άγνωστο φυσικό αυτουργό και διέπραξε την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Ο βάσιμος ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι κατά τον χρόνο που διαπράχθηκε η ανθρωποκτονία ευρίσκετο στο ..., δεν αναιρεί την συμμετοχή του στην αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται, καθ' όσον η πράξη αυτή (ηθική αυτουργία) λογικά προηγήθηκε χρονικά της ανθρωποκτονίας, προσέτι δε δεν αποτελεί στοιχείο της η παρουσία του ηθικού αυτουργού στον τόπο τελέσεως του εγκλήματος. Τέλος, η κρίση ότι και οι ηθικοί αυτουργοί της ανθρωποκτονίας ευρίσκοντο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά την λήψη και την εκτέλεση της αποφάσεως χ τους να διαπράξουν την πράξη της ηθικής αυτουργίας που τους αποδίδεται, στηρίζεται στο γεγονός ότι η λήψη και εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως δεν έγιναν αιφνίδια ενόψει συγκεκριμένου γεγονότος που θα μπορούσε να τους αποκλείσει τη δυνατότητα να σταθμίσουν τα αίτια που ωθούσαν στην τέλεση του εγκλήματος και εκείνα που τους απωθούσαν από αυτή, αλλά αντίθετα έγιναν μετά από στάθμιση των ως άνω αιτίων και των αποτελεσμάτων της πράξεώς τους, ήταν δε προϊόν λογικής διεργασίας και συζητήσεων μεταξύ τους και με τον άγνωστο φυσικό αυτουργό που ασφαλώς διήρκεσαν ικανό χρόνο. Κατ' ακολουθία όσων εκτέθηκαν, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, το οποίο, με το προσβαλλόμενο με αριθμό 242/2007 βούλευμα του, αποφάνθηκε με τις ίδιες παραδοχές και κατ' εφαρμογή των άρθρων 309§1ε και 313 ΚΠΔ την παραπομπή του εκκαλούντος στο ακροατήριο αρμοδίου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου (άρθρα 96 και 97 Συντάγματος και 1, 8§1α, 109 περ. α', 119§1 και 122 ΚΠΔ), δεν έσφαλε αλλά προέβη σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν. Κατά συνέπεια η έφεση του εκκαλούντος που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσία. Περαιτέρω, εν όψει των διατάξεων των άρθρων 145§§1,2, 317§2 και 318 ΚΠΔ, πρέπει να συμπληρωθεί-διορθωθεί το ανωτέρω παραπεμπτικό βούλευμα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, στο μεν σκεπτικό του ως προς τα άρθρα που προβλέπουν και τιμωρούν την αξιόποινη πράξη, στο δε διατακτικό ως προς τον ειδικότερο προσδιορισμό του χρόνου τελέσεως της πράξεως και του προμελετημένου δόλου των κατηγορουμένων, ενώ κατ' άρθρο 319§3 ίδιου κώδικα, το εν λόγω βούλευμα πρέπει να επικυρωθεί κατά τα λοιπά. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583§1 ΚΠΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 55 Ν3160/2003), πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, το οποίο και επικύρωσε, αφού προηγουμένως συμπλήρωσε-διόρθωσε το διατακτικό του, διέλαβε την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που εκτέθηκε στη νόμιμη σκέψη της παρούσας, εφόσον εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση (και την αυτεπάγγελτη προανάκριση) και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σ'αυτόν ως άνω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού (με την συγκατηγορουμένη του) σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 46 παρ. 1α, 49 παρ. 2 και 299 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος είναι αβάσιμος και η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 3/2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ... κατά του υπ'αριθμ. 19/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 31 Μαρτίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 3 από 7 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση αναιρέσεως, του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 19/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία, η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 242/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της περιφερείας Κρήτης, προκειμένου να δικαστεί, με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη, Χ2, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού, σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και, κατά βουλεύματος, που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 299 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης . Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του αυτού άρθρου 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά τη έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη, είτε κατά την απόφαση, είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης. Για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που κινούν την πράξη ή απωθούν από αυτήν.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού"νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου, προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως, μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές.
Εξ' άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 περ. α του ίδιου Κώδικα, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, η οποία έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν πρόκληση και παραγωγή στον άλλον της απόφασης για τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος που μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με προτροπές και παρακλήσεις, που έγιναν με πίεση, πειθώ ή φορτικότητα, υποκειμενικώς δε δόλος που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξης.
Τέλος, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι, κατ' επιλογή, μερικά εξ αυτών. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, και, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: "Την 4-11-2003 από ώρα 15.30 έως 17.00, στη θέση ... Ηρακλείου, άγνωστος δράστης σκότωσε με πρόθεση τον Α, κτηνοτρόφο, γεννηθέντα το έτος ... στο ..., κάτοικο στη ζωή ομοίως, πυροβολώντας τον με κυνηγετικό όπλο στη θωρακική και κοιλιακή χώρα από πολύ μικρή απόσταση. Από τα ευρήματα των ιατροδικαστών που διενήργησαν την νεκροψία-νεκροτομή και των αστυνομικών αρχών, προέκυψε ότι ο θανών, μόλις εξήλθε από την θύρα του υπόστεγου του ποιμνιοστασίου του μεταφέρων ένα σάκο ζωοτροφών, εβλήθη από απόσταση 90 έως 150 εκατοστών. Οι βολές είχαν κατεύθυνση εκ των άνω πρόσω και δεξιά προς τα κάτω πίσω και αριστερά και από αυτές ο θανών υπέστη δύο "τυφλά"τραύματα, το πρώτο στη δεξιά υποκλείδια χώρα και το δεύτερο στα όρια της στερνικής χώρας και επιγαστρίου, με συνέπεια να επέλθει αμέσως ο θάνατος του συνεπεία των επιγενόμενων πολλαπλών κακώσεων σπλάχνων θώρακος και αγγείων της κοιλιακής χώρας. Από την θέση του πτώματος που ουδόλως καταδείκνυε αμυντική στάση, την έλλειψη ενδείξεων προηγούμενης πάλης και τα λοιπά ευρήματα, τεκμαίρεται ότι ο θανών αιφνιδιάστηκε από τον άγνωστο δράστη, ο οποίος είχε προαποφασίσει την πράξη του, μετέβη προς τούτο στον χώρο του ποιμνιοστασίου και εκτέλεσε αυτήν ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Τον κρίσιμο χρόνο στην περιοχή ..., που απέχει ένα χιλιόμετρο περίπου από τον τόπο του εγκλήματος, ευρίσκοντο η εξετασθείσα μάρτυς Β και ο σύζυγος της Γ, οι οποίοι άκουσαν δύο πυροβολισμούς και υπολόγισαν ότι προέρχονταν από την πλευρά του υπόστεγου του θανόντος. Ακολούθως, μετά την παρέλευση δεκαλέπτου, ως άνω μάρτυς είδε έναν άνδρα άγνωστο σε αυτήν ηλικίας 30 ετών περίπου να έχει στον ώμο του κρεμασμένο ένα κυνηγετικό όπλο και να κατευθύνεται προς τη μάνδρα των προβάτων της, αλλά μόλις την είδε έκανε επί τόπου στροφή και τρέχοντας εξαφανίσθηκε μέσα στα ελαιόδενδρα. Τον άνδρα αυτόν (πιθανό δράστη της ανθρωποκτονίας) δεν τον αναγνώρισε η Β. Ο εκκαλών και η συγκατηγορουμένη του αρνούνται την αποδιδόμενη σ αυτούς πράξη, πλην όμως από τα προεκτεθέντα αποδεικτικά στοιχειά της δικογραφίας προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής τους. Ειδικότερα, οπό την έρευνα που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της προανακρίσεως και της κυρίας ανακρίσεως δεν προέκυψε ότι ο θανών είχε σοβαρές ή άλλες διαφορές με τρίτους ή παράνομες δραστηριότητες ή άλλες δοσοληψίες, οι οποίες θα δικαιολογούσαν την σε βάρος του θανατηφόρο επίθεση. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τα αποτελέσματα της άρσεως του τραπεζικού απορρήτου των λογαριασμών που διατηρούσε στις τράπεζες, στους οποίους δεν φαίνονται καταχωρημένες αδικαιολόγητες εγγραφές. Εξ άλλου, ο τόπος τελέσεως και οι συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το ως άνω έγκλημα, αποκλείουν τη ληστεία ως κίνητρο αυτού, τούτο δε επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο θανών βρέθηκε να έχει στα θυλάκια του το ποσό των 556, 00, ευρώ και το κινητό του τηλέφωνο. Αντίθετα προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι, τον συγκεκριμένο χρόνο, είχαν ισχυρό κίνητρο να θανατωθεί ο θανών Α. Ειδικότερα, η πρώτη κατηγορούμενη Χ2, μητέρα τεσσάρων θυγατέρων, εκ των οποίων οι δύο ανήλικες και ο κατά μία δεκαετία νεώτερος της εκκαλών Χ1, έγγαμος σε διάσταση και πατέρας ενός ανήλικου παιδιού, το θέρος του έτους 2003 μετέτρεψαν την μεταξύ τους πνευματική συγγένεια ("κουμπαριά") -ο θανών σύζυγος της πρώτης είχε βαφτίσει την αδελφή του δευτέρου- και τις εξ αυτής οικογενειακές τους σχέσεις, σε ερωτικό δεσμό. Σημειώνεται ότι οι κατηγορούμενοι αρχικά αρνήθηκαν την μεταξύ τους ερωτική σχέση, την οποία στη συνέχεια αναγκάστηκαν να αποδεχθούν, αφού ήταν δεδομένη η αποκάλυψη της από την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών τους. Η ένταση της σχέσεως αυτής των κατηγορουμένων διαφαίνεται από τα αποτελέσματα της άρσεως του τηλεφωνικού απορρήτου, τις καταθέσεις των μαρτύρων και όσα οι ίδιοι συνομολογούν. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι μόνο σε μία ημέρα (29-10-2003) έχουν καταγραφεί άνω των 65 τηλεφωνικών επικοινωνιών τους (τηλεφωνημάτων και μηνυμάτων). Επισημαίνεται δε ότι οι ισχυρισμοί των ανωτέρω κατηγορουμένων, ότι επρόκειτο για "ευκαιριακή"ερωτική σχέση που διεκόπη με τον θάνατο του συζύγου της πρώτης, ανατρέπονται από την σαφή κατάθεση της θυγατέρας της Δ, η οποία κατέθεσε ότι η σχέση της μητέρας της με τον εκκαλούντα διατηρήθηκε και ότι αυτοί "εξακολουθούν να είναι μαζί"(βλ. από 26-5-2004 κατάθεση της ανωτέρω μάρτυρος;. Το προηγούμενο του θανάτου του Α χρονικό διάστημα οι κατηγορούμενοι είχαν σχεδιάσει να απομακρυνθεί από την συζυγική της οικία η πρώτη, να διαμένει αρχικά μόνη με την μικρή της θυγατέρα Ε προκειμένου να αποφύγουν τα σχόλια και τις αντιδράσεις λόγω της προμνησθείσας πνευματικής της συγγένειας με τον εκκαλούντα και ακολούθως να συμβιώσει με αυτόν. Εμπόδιο στην ερωτική σχέση των κατηγορουμένων και στον ως άνω σχεδιασμό τους ήταν ο θανών, ο οποίος είχε λάβει γνώση της σχέσεως τους και αντιδρούσε πεισματικά και έντονα, με επακόλουθο τη δημιουργία σοβαρών αντεγκλήσεων μεταξύ αυτού και της συζύγου του, που κατέληξαν σε οξύ επεισόδιο χειροδικίας του θανόντος σε βάρος της πρώτης κατηγορουμένης, δύο μέρες πριν την θανάτωση του. Εξ άλλου, στην δραματική επιδείνωση των σχέσεων των δυο συζύγων το ίδιο ως άνω τελευταίο διάστημα, συνέτεινε και η ανακοίνωση από την κατηγορουμένη στον θανόντα της αποφάσεως της να φύγει από την οικία τους. Τα γεγονότα αυτά, το έντονο ερωτικό πάθος των κατηγορουμένων και το μίσος της πρώτης για τον σύζυγο της, οδήγησαν τους δυο κατηγορουμένους το χρονικό διάστημα από 25-10-2003 έως 4-11-2003, να λάβουν την απόφαση να απαλλαγούν από παρουσία του ανωτέρω, ο οποίος αντιδρούσε έντονα στο ενδεχόμενο διαζυγίου κάθε φορά που η πρώτη κατηγορούμενη του έκανε σχετική νύξη. Έτσι, ευρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά την λήψη της ως άνω αποφάσεως και κατά την υλοποίηση της, από κοινού ενεργούντες, με παραινέσεις που έδωσαν με πειθώ και φορτικότητα και με μη διακριβωθέν οικονομικό αντάλλαγμα σε άγνωστο δράστη, τον έπεισαν και διέπραξε την σε βάρος του Α ανθρωποκτονία, υπό τις συνθήκες που ήδη εκτέθηκαν. Σημαντικό στοιχείο της συμμετοχής (ως ηθικών αυτουργών) των κατηγορουμένων στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας αποτελεί το γεγονός ότι κατά τον χρόνο που διαπράχθηκε το έγκλημα και δη περί ώρα 16.00 έως 16.30 της 4-11-2003, η πρώτη κατηγορουμένη μετέβη στον τόπο τελέσεως του. ήτοι στο ποιμνιοστάσιο του συζύγου της, με το ένα από τα δύο αυτοκίνητα του και συγκεκριμένα το παλαιό αυτοκίνητο που συνήθως χρησιμοποιούσε αυτή. Το κρίσιμο αυτό γεγονός αρνείται η τελευταία, όμως ο μάρτυρας Ζ στην από 12-2-2004 κατάθεση του ανέφερε ότι την 4-11-2003 και περί ώρα 16:00 έως 16:15 είδε ένα αυτοκίνητο όμοιο ακριβώς με το παλιό αυτοκίνητο του Α, να περνά έξω από τη μάνδρα του οδηγούμενο από γυναίκα, χωρίς να είναι βέβαιος ποια ήταν, με κατεύθυνση από ... προς ..., δηλαδή από το δρόμο που οδηγεί στο ποιμνιοστάσιο του θανόντος. Το μοναδικό ωστόσο όμοιο με το προαναφερθέν αυτοκίνητο της περιοχής με αριθμό κυκλοφορίας ... ιδιοκτησίας του Η δεν μετακινήθηκε την εν λόγω ημέρα από τον κλειστό χώρο όπου φυλάσσεται, ενώ η σύζυγος του το οδηγεί πολύ σπάνιο και πάντα έχοντας ως συνοδηγό τον ίδιο (βλ. από 10-3-2004 κατάθεση του Η), ενώ από το με αρ. πρωτ. .../58087/5-1/24-3-2004 έγγραφο του Α.Τ. Καστελλίου συνάγεται ότι δεν υπάρχει άλλο όμοιο αυτοκίνητο με το παλαιό αυτοκίνητο του θανόντος στην εν λόγω περιφέρεια που να οδηγείται από γυναίκα. Το ανωτέρω γεγονός ο μάρτυρας Ζ το επιβεβαίωσε και στους αδελφούς του θύματος Θ και Ι (βλ. ανακριτικές καταθέσεις αυτών). Εξ άλλου, ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι κατά τον ως άνω χρόνο ήταν στην οικία της αποδυναμώνεται από 9-2-2004 ένορκη κατάθεση της θυγατέρας της Δ, η οποία κατέθεσε ότι σε συζήτηση που είχε με την αδερφή της Κ για την ημέρα του φόνου, η τελευταία της είπε ότι ετοιμάστηκε κατά τις τέσσερις να πάει φροντιστήριο και πριν φύγει φώναξε στη μητέρα της χωρίς όμως να πάρει απάντηση και έπειτα έγραψε σημείωμα το οποίο άφησε στο σπίτι (προφανώς για ενημέρωση της μητέρας της), ότι θα πήγαινε φροντιστήριο. Η ίδια κατηγορούμενη, όπως συνομολογεί, μετέβη με την ανήλικη (γεννηθείσα την 16-11-1993) θυγατέρα της Ε με το με αρ. κυκλοφορίας ... παλαιό αυτοκίνητο του συζύγου της στον τόπο τελέσεως του εγκλήματος, λίγο χρόνο μετά την διάπραξη αυτού. Η επικαλούμενη από την ανωτέρω ως αιτία της μεταβάσεως της στον ως άνω τόπο, ότι δηλαδή ανησύχησε για την κατάσταση της υγείας του συζύγου της, καθ' όσον το πρωί είχε εξεταστεί στο τοπικό Κέντρο Υγείας και τις απογευματινές ώρες δεν απαντούσε στις επανειλημμένες κλήσεις της στο κινητό του τηλέφωνο, δεν είναι πειστική, εν όψει όσων εκτέθηκαν για τις σχέσεις της με τον σύζυγό της το τελευταίο χρονικό διάστημα, αλλά και της φύσεως της ασθένειας (ιγμορίτιδα) που είχε διαγνωστεί για τον σύζυγο της. Εξ άλλου, ο βοσκός Λ, τον οποίο απασχολούσε ο θανών, στην από 30-6-2004 ανακριτική κατάθεσή του ανέφερε ότι η κατηγορούμενη επικοινώνησε μαζί του και αφού τον ρώτησε που βρισκόταν ο ίδιος, δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει πού βρισκόταν ο σύζυγος της. παρά έκλεισε, βιαστικά το τηλέφωνο. Επισημαίνεται ότι, ενώ η κατηγορούμενη είχε λάβει γνώση της θανατώσεως του συζύγου της με πυροβόλο όπλο, δεν ειδοποίησε τις αρμόδιες αρχές, αλλά μετέβη στην οικία της Β, η οποία, όπως προαναφέρθηκε είχε αντιληφθεί την κίνηση άγνωστου άνδρα, πιθανόν του δράστη, λίγο χρόνο μετά την ρίψη των δύο πυροβολισμών. Σύμφωνα με όσα υποστήριξε ο αδελφός του θύματος Θ, η μετάβαση της κατηγορουμένης στην ανωτέρω οικία έγινε επειδή η κατηγορουμένη είχε πληροφορηθεί από τον δράστη ότι τον είχε δει η Β και θέλησε να μάθει αν τον είχε αναγνωρίσει. Σημειώνεται επίσης ότι η ανωτέρω κατηγορουμένη αρχικά άφηνε να εννοηθεί ότι ο θάνατος του συζύγου της οφείλετο σε πιθανή αυτοκτονία του, λόγω της κακής ψυχολογικής του καταστάσεως συνεπεία της καταστάσεως στην οποία είχαν περιέλθει οι σχέσεις τους. Από οικείους του θανόντος και της κατηγορουμένης παρατηρήθηκε ότι αυτή δεν έδειξε καθόλου να λυπάται για την απώλεια του συζύγου της, ενώ την πρώτη βραδιά μετά τη δολοφονία συμπεριφερόταν νευρικά κι ακατανόητα με σπασμωδικές αντιδράσεις, χτυπούσε πόρτες, ενώ έσπασε ακόμη και το τζάμι της μπαλκονόπορτας της οικίας της. Επιπλέον είχε απομονωθεί και συζητούσε συνεχώς στο υπνοδωμάτιο της με τον ξάδερφο της Μ, τον εκκαλούντα-δεύτερο κατηγορούμενο, τον Ν και τη μητέρα της, η οποία μάλιστα κάποια στιγμή της είπε επί λέξει "πήγαινε μωρή όξω να κλαις και να τραβάς τα μαλλιά σου, γιατί θα σε θεωρήσουνε ύποπτη". Η ίδια δικαιολόγησε τις κατ' ιδίαν συζητήσεις της με τα παραπάνω πρόσωπα λέγοντας ότι ήταν ανάγκη να συζητηθούν ορισμένα ζητήματα λόγω της ερωτικής της σχέσης με το δεύτερο κατηγορούμενο, χωρίς να δικαιολογήσει επαρκώς για ποιο λόγο δεν έπρεπε να ακούσει κανείς άλλος τι έλεγαν. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών αυτών η σύζυγος του Ν εμπόδιζε την είσοδο στο δωμάτιο των λοιπών παρευρισκομένων στην οικία, ακόμη και των ίδιων των τέκνων του θανόντος. Σημειώνεται τέλος ότι, όταν η κατηγορούμενη επέστρεψε στην οικία της το πρώτον, με τη συνοδεία αστυνομικού και της ζητήθηκε να παραδώσει το κινητό της τηλέφωνο της για να χρησιμοποιηθεί ως πειστήριο στο πλαίσιο της προανακρίσεως, εμφανίσθηκε απρόθυμη να το παραδώσει, ισχυριζόμενη ότι δε θυμόταν που το είχε βάλει ή ότι έχει χαλάσει. Τη στάση της αυτή επιβεβαίωσε η ίδια ως άνω θυγατέρα της Δ, η οποία επιπλέον κατέθεσε ότι, σύμφωνα με όσα της είπε ο σύζυγος της Ξ, η μητέρα της όσο την περίμενε ο αστυνομικός που τη συνόδευε, πέταξε την κάρτα SIM του τηλεφώνου της στην τουαλέτα, ενώ όταν επέστρεψε αργά το βράδυ από την αστυνομία ήταν τρομαγμένη μήπως συλλαμβανόταν ο εκκαλών-δεύτερος κατηγορούμενος (βλ. από 26-2004 κατάθεση της ανωτέρω μάρτυρος). Τα ανωτέρω συμβάντα κατά τον κρίσιμο χρόνο του θανάτο του Α και μετά από αυτόν, αναφέρονται μεν κατ"αρχήν στην πρώτη κατηγορουμένη, η οποία δεν άσκησε έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος και δήλωσε ότι παραιτείται από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατ' αυτού (σχετ. η από 25-7-2007 έκθεση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Ηρακλείου), εκτέθηκαν όμως για να καταδειχθούν τα αίτια του εγκλήματος, ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχαν λόγους να διαπραχθεί τούτο και ότι η χρονική σύμπτωση της θανατώσεως του Α με την κορύφωση της ερωτικής σχέσεως των κατηγορουμένων και την αντίστοιχη επιδείνωση της σχέσεως της πρώτης με τον θανόντα, δεν ήταν τυχαία. Πέραν δε των ήδη εκτεθέντων, οι σε βάρος και του δευτέρου κατηγορουμένου (εκκαλούντος) σοβαρές ενδείξεις ενοχής υποστηρίζονται και από τα ακόλουθα δεδομένα: Η ένταση του ερωτικού πάθους των κατηγορουμένων, η απόφαση τους να συμβιώσουν στο μέλλον και η μεταξύ τους επικοινωνία δεκάδες φορές κάθε ημέρα, ενισχύουν την άποψη ότι η κορυφαίας σημασίας και για τους ίδιους απόφαση θανατώσεως του Α δεν μπορεί να είχε ληφθεί μόνο από την πρώτη κατηγορουμένη, εν αγνοία του εκκαλούντος, αλλά είχε συζητηθεί μεταξύ τους και είχε ληφθεί από κοινού. Εξ άλλου το κρίσιμο χρονικό διάστημα που διαπράχθηκε το έγκλημα υπήρχε συνεχής τηλεφωνική επικοινωνία δια των κινητών τους τηλεφώνων μεταξύ των κατηγορουμένων. Ειδικότερα, από τα στοιχεία που προέκυψαν μετά την άρση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων, συνάγεται ότι η πρώτη τηλεφώνησε στον εκκαλούντα την 14.44.39 ώρα της 4-11-2003 και ακολούθως ο τελευταίος, από το ... όπου βρισκόταν και μέσω του σταθμού βάσεως ... (...) της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας COSΜΟΤΕ, πραγματοποίησε τέσσερις κλήσεις από το "κινητό του τηλέφωνο στο κινητό της πρώτης κατηγορουμένης κατά τις ώρες 14:45:10. 14:58:42. 15:08:54 και 15:34:31 με τρεις ολιγόλεπτες διακοπές και συνομίλησε μαζί της σχεδόν μιάμιση ώρα συνολικά. Το γεγονός αυτό συνδυαζόμενο με την πρώτη μετάβαση της κατηγορουμένης στον τόπο του εγκλήματος (την οποία αυτή αρνείται), ενισχύει την κρίση ότι το περιεχόμενο των συγκεκριμένων τηλεφωνημάτων είχε σχέση με την υλοποίηση του σχεδιασμού τους για την θανάτωση του Α. Ο δε ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι για τον θάνατο του ανωτέρω ενημερώθηκε το πρώτο από τον Μ περί ώρα 18.30-18.45 της 4-11-2003, είναι αβάσιμος, αφού σε κάθε περίπτωση ήταν λογικό να ενημερωθεί και μάλιστα από τους πρώτους, από την συγκατηγορουμενη του ενόψει της προαναφερθείσας σχέσεως τους. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος- κατηγορούμενου και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Κρήτης, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος της ηθικής αυτουργίας, από κοινού, σε ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Κρήτης, επίσης δε, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 46 και 299 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις.
Συνεπώς, η αντίθετη αιτίαση του αναιρεσείοντος, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (άρθρο 484 παρ.1 δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, ότι το Συμβούλιο Εφετών, εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, και δεν είναι αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται, του αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους και με πληρότητα αναφέρεται στο βούλευμα, ότι ο αναιρεσείων προκάλεσε στον άγνωστο δράστη, την απόφαση να τελέσει την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με συνεχείς παραινέσεις και προτροπές, που έγιναν με πειθώ και φορτικότητα, χωρίς να είναι αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση η συνδρομή και άλλων στοιχείων για τη θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας.
Ειδικότερα, αιτιολογείται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, α) ότι ο αναιρεσείων, έγγαμος και πατέρας ενός ανηλίκου τέκνου, που τελούσε σε διάσταση με τη σύζυγό του, είχε συνάψει σχέση πνευματικής συγγένειας με τον θανατωθέντα. Παρόλα αυτά, ο αναιρεσείων, είχε συνάψει με την κατά δέκα έτη μεγαλύτερή από αυτόν, σύζυγο του θανατωθέντος Α, και συγκατηγορούμενή του, εξωσυζυγική σχέση, η οποία είχε καταστεί πλέον εμφανής όχι μόνο, στη μικρή κοινωνία που διαβιούσαν, αλλά και στον ίδιο το σύζυγό της, ακόμη δε και στην ανήλικη θυγατέρα τους. Εξαιτίας δε αυτής της σχέσης, είχαν διαταραχθεί σε σοβαρό βαθμό οι σχέσεις του ζεύγους. Η σχέση τους αυτή, αποτέλεσε και το ισχυρότερο κίνητρο, για την αφαίρεση της ζωής του Α, που, παρά την αρχική άρνησή τους, παραδέχθηκαν στη συνέχεια τη σχέση τους αυτή, β) προς ενίσχυση δε της συμμετοχικής του δράσης, αιτιολογείται κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, που συγκεντρώθηκε, η παραδοχή, κατά την οποία, μετά την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, καταγράφηκε η ανταλλαγή μεταξύ τους 65 τηλεφωνημάτων και μηνυμάτων, από τα κινητά τους τηλέφωνα, γ) αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή κατά την οποία, την προηγούμενη ημέρα της θανατώσεώς του, είχε συμφωνηθεί μεταξύ του αναιρεσείοντος και της συγκατηγορούμενής του, η απομάκρυνση της τελευταίας από τη συζυγική οικία και η κοινή συμβίωσή τους σε άλλο χώρο, η οποία έτσι ή αλλιώς είχε διαταραχθεί, λόγω της εξωσυζυγικής σχέσεώς της, δ) ακόμη, αιτιολογείται η παραδοχή, κατά την οποία συμφωνήθηκε μεταξύ του αναιρεσείοντος και της ερωμένης του, στο χρονικό διάστημα μεταξύ 25-10-2003 και 4-11-2003, η θανάτωση του συζύγου της τελευταίας, ενόψει του ότι ο σύζυγός της, αντιδρούσε έντονα στη λύση του γάμου τους με διαζύγιο, όπως επίσης αιτιολογείται η από μέρους του αναιρεσείοντος, με πειθώ, παραινέσεις και φορτικότητα, πρόκληση της απόφασης στον άγνωστο δράστη, να αφαιρέσει τη ζωή του Α, η παρουσία του οποίου αναμφισβήτητα, αποτελούσε το μοναδικό εμπόδιο, στην ανάπτυξη και διατήρηση της ερωτική τους σχέση. Δεν στερείται, επίσης, σημασίας, τουναντίον ενισχύεται η κρίση του συμβουλίου Εφετών, και από το γεγονός, που δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, σύμφωνα με το οποίο, μεταξύ της ώρας 14.44 της 4-11-2003 (ημέρα θανατώσεως του Α και 15.34 της ίδιας ημέρας πραγματοποιήθηκαν 4 τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, μεταξύ του αναιρεσείοντος και της συζύγου του Α, συνολικής διάρκειας πλέον της μιας ώρας, γεγονός, το οποίο καταδηλοί, ότι συνέχονται τα περιστατικά αυτά, με την υλοποίηση του κοινού τους σχεδίου, αυτού δηλαδή της θανατώσεώς του, όπως επίσης, αιτιολογείται η μετάβαση της συγκατηγορούμενής του, στο ποιμνιοστάσιο του συζύγου της κατά την κρίσιμη ημέρα και ώρα, πράγμα που έγινε αντιληπτό. Τέλος, αιτιολογείται η παραδοχή, κατά την οποία ο αναιρεσείων τελούσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αφού είχε προηγουμένως σταθμίσει και υπολογίσει τα αίτια που τον ώθησαν και τα οποία δεν αναιρούνται από μόνο το γεγονός, που αυτός επικαλείται, ότι κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος αυτού, ο ίδιος βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση, από τον τόπο του εγκλήματος. Ενόψει αυτών, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα. πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς και η αίτησή στο σύνολό της. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η, επί της ουσίας, αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την, με αριθμό 3/7-2-2008, αίτηση του Χ1, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθμό 19/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή