Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Απόπειρα ανθρωποκτονίας, οπλοφορία, οπλοχρησία και κατοχή πυρομαχικών. Λόγοι αναιρέσεως έλλειψη αιτιολογίας, έλλειψη ακροάσεως και απόλυτη ακυρότητα (510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Β' και Α'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Αναιρείται αυτεπάγγελτα για υπέρβαση εξουσίας, διότι εκδόθηκε μετά το Ν. 4411/2016 και αντί να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση για όσες πράξεις είχαν τιμωρηθεί με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες και να στείλει την υπόθεση ως προς αυτές στον Εισαγγελέα Εφετών για να μπουν στο αρχείο, υπερέβη την εξουσία του και δίκασε και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα και για τις πράξεις αυτές. Αναιρεί εν μέρει για υπέρβαση εξουσίας για τις υπόλοιπες πράξεις εκτός της απόπειρας ανθρωποκτονίας, εξαλείφει από την προσβαλλόμενη τις ποινές που επέβαλε για τις πράξεις αυτές και διαβιβάζει στον Εισαγγελέα εφετών την υπόθεση για τις πράξεις αυτές για τις δικές του νόμιμες ενέργειες.
Αριθμός 1496/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασίλειου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Υ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Καμηλάρη, για αναίρεση της υπ'αριθ. 49/2016 απόφασης του Μικτού Ορκωτού του Εφετείου Θράκης.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Νοεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …2017.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Θράκης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, που συνίσταται ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος στην αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Ειδικότερα, επί ενδεχόμενου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει, όμως, ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεώς του και το αποδέχεται. Απαιτείται, δηλαδή, πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος και αποδοχή του. Η αποδοχή, ειδικότερα, του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επελεύσεώς του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή, αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του Π.Κ., στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 1 και 299 του Π.Κ., προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας αυτού (άρθρο 15 ΠΚ), η οποία, σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της, οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, επιφέρει, δηλαδή, τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Αν ο έχων ανθρωποκτόνο δόλο τέλεσε μόνο σωματική βλάβη (ή αστόχησε τελείως), κρίνεται σύμφωνα με την αποφασισθείσα από αυτόν πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας και όχι από το αποτέλεσμα. Ακόμη, κατά το άρθρο 34 του Π.Κ., "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν, όταν την διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό" και κατά το άρθρο 36 παρ.1 του αυτού Κώδικα, "αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, στον όρο διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας υπό την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη της συνειδήσεως περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές. Αν εξαιτίας μιας από τις ψυχικές αυτές καταστάσεις ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητα του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεως του, δηλαδή να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο αυτό, δηλαδή να ενεργήσει λογικά, τότε η πράξη, στην μεν πρώτη περίπτωση δεν καταλογίζεται στον δράστη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση του καταλογίζεται, αλλά του επιβάλλεται μειωμένη ποινή. Η ύπαρξη καταστάσεως ελαττωμένου καταλογισμού προϋποθέτει, κατά το άρθρο 36 του Π.Κ., σημαντική μείωση της ικανότητας για καταλογισμό, της ικανότητας δηλαδή αντιλήψεως του αδίκου της πράξεως και της ενέργειας κατά την περί αυτού αντίληψη, εξαιτίας νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών ή διαταράξεως της συνειδήσεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Όταν, όμως, πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 του Κ.Ποιν.Δ., υπό προϋποθέσεις, από ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Η πραγματογνωμοσύνη, ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, εκτός αν αυτό προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως. Από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 183 Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι η πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 του ιδίου Κώδικα, με την έννοια ότι δε δεσμεύεται το δικαστήριο από τις γνωμοδοτήσεις των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, το δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα συμπεράσματα της πραγματογνωμοσύνης, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του κρίση και πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποκλείουν όσα οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Ακόμη, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της δικαστικής απόφασης αναφέρεται τόσο στην κρίση για την ενοχή όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής κλπ.. Αντίθετα, δεν είναι αυτοτελείς όσοι ισχυρισμοί απλώς αρνούνται ή αποκρούουν στοιχεία της κατηγορίας, οι οποίοι, λόγω της φύσης τους, αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ, που επιφέρει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί τον λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ.. Ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ.. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής ή είναι αυτοτελής, αλλά δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλον λόγο, ούτε (πολύ περισσότερο) έχει υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία γι' αυτόν. Στους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς υπάγονται και οι ισχυρισμοί περί ελλείψεως ικανότητας προς καταλογισμό και περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς τους, ο πρώτος, όπως προκύπτει από το άρθρο 34 του Π.Κ., έχει ως συνέπεια το ατιμώρητο του δράστη, και ο δεύτερος, όπως προκύπτει από το άρθρο 36 παρ. 1 του Π.Κ., έχει ως συνέπεια την επιβολή μειωμένης ποινής στο δράστη. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 49/2016 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο 1) απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, 2) παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου όπλου, 3) οπλοχρησίας και 4) παράνομης κατοχής πυρομαχικών και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών για την πρώτη πράξη, φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ για τη δεύτερη πράξη, φυλακίσεως έξι (6) μηνών για τη τρίτη πράξη και φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ για την τέταρτη πράξη και κατά συγχώνευση σε συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και εννέα (9) μηνών και σε συνολική χρηματική ποινή εννιακοσίων (900) ευρώ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο σκεπτικό της, σχετικά με τις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, τα εξής: "...Από τις καταθέσεις των παρόντων μαρτύρων Β. Τ., Γ. Χ., Δ. Β., Δ. Σ., και Α. Δ.. (δυνάμει της με αριθμό 21/3-3-2015 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου) που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, το σύνολο όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και μνημονεύονται στα πρακτικά της παρούσας (μεταξύ των οποίων και η από 9/12/2011 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του οπλουργού- πραγματογνώμονα Δ. Σ., καθώς και οι με αριθμούς .../12-1-2012 ιατροδικαστικές εκθέσεις του ψυχιατρικού τμήματος Νοσοκομείου Καβάλας), σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορούμενου και από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 9-12-2011 στον ... και ώρα 5.20, ο Β. Τ. μετέβαινε, όπως συνήθιζε καθημερινά νωρίς το πρωϊ, πεζός στο κατάστημα παρασκευής- πώλησης μπουγάτσας που εκεί διατηρεί προκειμένου να εργαστεί. Την ίδια χρονική στιγμή ο κατηγορούμενος που είναι συγχωριανός του, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... (αγροτικό) αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του κινήθηκε (εποχούμενος) προς το ίδιο σημείο που ο Τ. έβαινε πεζός, δηλαδή προς το κατάστημα του τελευταίου, χωρίς όμως να γίνει εγκαίρως αντιληπτός από αυτόν. Ο κατηγορούμενος που έφερε μαζί του ένα αεροβόλο τυφέκιο μάρκας BAIKAL, τύπου ..., διαμετρήματος 5,5mm, με σειριακό αριθμό ... ιδιοκτησίας του και ακολουθούσε από απόσταση τον κατηγορούμενο, λίγο πριν ο τελευταίος προσεγγίσει το κατάστημά του, ακινητοποίησε το αυτοκίνητό του, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των 15 μέτρων, άνοιξε το παράθυρο του οχήματος του, στόχευσε με το ως άνω όπλο στο κεφάλι τον Τ., (ο οποίος είχε γυρισμένη την πλάτη του προς το μέρος του, ενόψει του ότι προπορευόταν εκείνου κατά τα προεκτεθέντα), και τον πυροβόλησε μία φορά. Στην πράξη αυτή προέβη από ενδεχόμενο δόλο και δη, παρότι γνώριζε ότι με την ενέργειά του αυτή μπορούσε να επιφέρει θανατηφόρο πλήγμα στον ανωτέρω παθόντα, εντούτοις αποδέχθηκε ως ενδεχόμενο την πραγμάτωση (το αποτέλεσμά) της, δηλαδή το θάνατο του Τ., όπως και το πρωτοβάθμιο έκρινε, (αλλά και το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται να δεχθεί στα πλαίσια της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσεως του κατηγορούμενου κατ' άρθρο 470 ΚΠΔ). Πλην όμως το αποτέλεσμα της ανωτέρω πράξεώς, το οποίο ο δράστης - κατηγορούμενος επιδοκίμασε με την τέλεσή της ως ενδεχόμενο (δηλαδή η θανατηφόρος έκβασή της) δεν επήλθε, από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της ως άνω περιγραφείσας κατά περιεχόμενο βουλήσεώς του, καθόσον το σημείο της κεφαλής, στο οποίο έπληξε το θύμα του σταμάτησε την πορεία του φυσιγγίου, αφού τούτο σφηνώθηκε στο αντίστοιχο οστό του κρανίου του και δεν εισχώρησε σε εσώτερο σημείο του εγκεφάλου, του προκάλεσε όμως εξοίδηση και επώδυνη ερυθρότητα των μαλακών μορίων βρεγματοϊνιακά. Το θύμα διακομίστηκε στο νοσοκομείο Καβάλας, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του βλήματος, ακολούθως δε το τραύμα επικαλύφθηκε με περίδεσμο κεντρικά της εξοίδησης. Στοιχεία αποδεικτικά του γεγονότος ότι ο δράστης πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που ήταν δυνατόν να παραχθεί από την επίμαχη ως άνω πράξη του και παρά ταύτα αποδέχθηκε τούτο (την ενδεχόμενη παραγωγή του άνω αποτελέσματος) συνιστούν: το μέσο που χρησιμοποίησε κατά του θύματος (αεροβόλο όπλο), το ιδιαίτερα ευαίσθητο σημείο του σώματός του που στόχευσε και έπληξε (το οπίσθιο τμήμα της κεφαλής), η εγγύτητα αυτού (εν όψει και της κίνησης - βάδισης του θύματος) με άλλα ζωτικά σημεία του σώματός του (καρωτίδες, αυτί), η μικρή απόσταση του δράστη από το θύμα κατά τη σκόπευση και βολή (10-15 μέτρα), η κατοχή του συγκεκριμένου όπλου και τύπων φυσιγγίων 5,5mm. Δηλωτικά εξ άλλου του υπολογισμού του για το ενδεχόμενο της θανατηφόρου έκβασης της πράξης του αποτελούν και μεταγενέστερες ενέργειές του και δη η άμεση απομάκρυνση με το αυτοκίνητό του από το σημείο, η μετάβασή του σε αγρόκτημα του πατέρα του (μαντρί) και η απόκρυψη του όπλου σε εκεί εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο, η καταδίωξή του από την ομάδα των αστυνομικών που επιλήφθηκαν του συμβάντος για αρκετό χρονικό διάστημα εντός του χωριού ...) και εν συνεχεία σε παρακείμενη δασική περιοχή όπου κατέστη δυνατή η ακινητοποίηση και η σύλληψή του, αφού προηγουμένως οι διώκτες του (αστυνομικοί) πυροβόλησαν τα ελαστικά του αυτοκινήτου του. Ο κατηγορούμενος στα πλαίσια της άρνησης της κατηγορίας ισχυρίσθηκε ότι "πυροβόλησε σκυλιά". Ο ισχυρισμός του όμως αυτός δεν επιβεβαιώνεται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία. Άλλωστε ο ίδιος ανέφερε προανακριτικά ότι "ήθελε να θυμώσει τον Τ." καθώς και ότι "ήταν πίσω του και αυτός δεν τον είδε". Το εφεύρημα όμως περί "σκοπεύσεως σκύλων" που προβλήθηκε το πρώτον κατά την απολογία του στον Ανακριτή ανατρέπεται από τα γεγονότα, καθώς αποκλείεται από το ύψος και μόνον της επίμαχης βολής που έπληξε την κεφαλή ατόμου που βάδιζε και όχι άλλο τμήμα του σώματός του (λ.χ τα πόδια του). Ο κατηγορούμενος αρνείται περαιτέρω την πράξη του κατά τα υποκειμενικά της στοιχεία και δη εκείνα του ανθρωποκτόνου δόλου (ήδη ενδεχόμενου), μεταξύ δε των επιχειρημάτων του αναφέρει την (μεγάλη, κατά τους ισχυρισμούς του 50 μέτρων) απόσταση που τους χώριζε, στοιχείο όμως το οποίο από ουδέν των αποδεικτικών στοιχείων επιβεβαιώθηκε, το είδος του όπλου που χρησιμοποίησε και τη βλητική του ικανότητα σε σχέση με το επελθόν τελικώς ως άνω αποτέλεσμα επικαλούμενος προς τούτο ιδίως τον εξετασθέντα πρωτοδίκως και μη εμφανισθέντα σήμερα μάρτυρα υπεράσπισης Γ. Ρ. (παρά την με αριθμό 21/2015 παρεμπίπτουσα απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου) και την υπ' αυτού συνταχθείσα από 10/9/2012 βαλλιστική αξιολόγηση. Οι παραπάνω ισχυρισμοί ωστόσο αναιρούνται από τα γεγονότα που αποδείχθηκαν κατά τα λεπτομερώς ανωτέρω εκτιθέμενα. Αντίθετα, περιστατικά που επιβεβαιώνουν τη γνώση του δράστη για την ενδεχόμενη παραγωγή του αξιόποινου αποτελέσματος και την αποδοχή του αποτελούν και τα ακόλουθα: το θύμα γνωριζόταν απλώς με τον δράστη, δεν είχαν μεταξύ τους προηγουμένως διαφορές, δεν είχε μεσολαβήσει συμπλοκή μεταξύ τους, η πράξη έλαβε χώρα σε χρονική στιγμή που ουδείς άλλος, πλην του θύματος που πήγαινε στο κατάστημά του, κυκλοφορούσε στο δρόμο (χειμώνα, ξημερώματα, υπό συνθήκες κατ' εξοχήν σκότους, ώρα που προδήλως επελέγη από τον δράστη ώστε να μην υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες), ο δράστης προσέγγισε εποχούμενος το θύμα του σε μικρή απόσταση (όχι μεγαλύτερη των 15 μέτρων) κατά τα προεκτεθέντα και αφού προηγουμένως κινήθηκε πίσω από την πλάτη του τελευταίου ώστε να μη γίνει αντιληπτός από αυτόν, ακινητοποίησε το όχημά του, σκόπευσε με το αεροβόλο όπλο που μαζί του μετέφερε και το έπληξε στην κεφαλή και όχι σε άλλο σημείο του σώματός του. Εν όψει των παραπάνω αποδειχθέντων η επικαλούμενη από τον κατηγορούμενο βαλλιστική αξιολόγηση του Γ. Ρ. σύμφωνα με την οποία το επίμαχο όπλο μπορεί να επιφέρει το θάνατο μόνο από μικρή απόσταση και εφόσον πληγεί ευαίσθητο σημείο της κεφαλής δεν ανατρέπει, αλλά επιβεβαιώνει και την από 9/12/2011 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του οπλουργού Δ. Σ. που το εξέτασε κατά την προδικασία και αποφάνθηκε (όπως και σήμερα στο ακροατήριο κατέθεσε) ότι η βλητική δύναμη του συγκεκριμένο όπλου είναι εξαιρετικά μεγάλη σε συνάρτηση με την ταχύτητα και τη διάμετρο του βλήματός του με συνέπεια να είναι ικανό να επιφέρει το θάνατο ανθρώπου βάλλοντας σε απόσταση 15 ως 20 μέτρων από το στόχο του.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ανθρωποκτονίας σε απόπειρα από ενδεχόμενο δόλο όπως και πρωτοδίκως (άρθρ.470 ΚΠΔ). Επίσης πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της παράνομης οπλοφορίας, εφόσον αποδείχθηκε ότι κατά τον προαναφερόμενο χρόνο και τόπο κατελήφθη να φέρει το προπεριγραφέν κατά τα χαρακτηριστικά και τον τύπο του αεροβόλο τυφέκιο (με το οποίο πυροβόλησε τον Β. Τ.) που λειτουργεί με συμπιεζόμενο αέρα ή με χρήση του διοξειδίου του άνθρακα και εκτοξεύει σφαιρίδιο από μεταλλική, πλαστική ή άλλη ύλη, καθώς και 29 βολίδες αυτού, κάνοντας χρήση σε χώρους που δεν επιτρέπεται, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής που στην προκειμένη περίπτωση απαιτούνταν. Περαιτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος του εγκλήματος της οπλοχρησίας, αφού αποδείχθηκε ότι με τη χρήση του προαναφερόμενου όπλου τέλεσε το κακούργημα της ανθρωποκτονίας σε απόπειρα με ενδεχόμενο δόλο σε βάρος του Β. Τ. κατά τα προεκτεθέντα. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι στον αυτό ως άνω τόπο και χρόνο κατελήφθη να κατέχει εντός της κατοικίας του στα κομοδίνα του σαλονιού και του υπνοδωματίου του πυρομαχικά όπλου, ήτοι εφόδια βολής, παρότι γνώριζε ότι τούτο απαγορεύεται, χωρίς την απαιτούμενη άδεια της οικείας αστυνομικής αρχής. Ειδικότερα στη νομότυπη έρευνα που έλαβε χώρα στην κατοικία του διαπιστώθηκε ότι κατείχε 113 κυνηγετικά φυσίγγια διαφόρων τύπων και 6 πυροδοτημένα κυνηγετικά φυσίγγια διαφόρων τύπων, ήτοι: α) 10 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας special slug, μονόβολα, β) 19 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Lampro Νο6, γ)10 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Wolf, δεκάβολα, δ) 5 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Winchester X, μονόβολα, στ) 6 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Wolf, δωδεκάβολα, ζ) 12 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Club No 9, η) 15 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Champion No 9, θ) 2 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας ΕΒΡΟΣ No 2, ι) 5 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας ΒΡ Νο3, ια) 2 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Reminglom, δεκάβολα, ιβ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο μάρκας Rottweiler, μονόβολο,, ιγ) 13 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Federal No 4, ιδ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο μάρκας Federal , μονόβολο, ιε) 5 πυροδοτημένα κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Federal No 6, ιστ) 1 πυροδοτημένο κυνηγετικό φυσίγγιο μάρκας Federal Νο4, ιζ) 3 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Federal No 0 και ιθ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο μάρκας Nobel Νο 4.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και της τελευταίας αυτής πράξεως. Αυτοτελείς ισχυρισμοί εξ άλλου είναι και εκείνοι οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και κατατείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως ή της ικανότητος προς καταλογισμόν ή την μείωση αυτής ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεώς ή την μείωση της ποινής όπως οι εκ του άρθρου 34 ΠΚ σύμφωνα με το οποίο ("Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν την διέπραξε, λόγω, νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό" και ο εκ του άρθρου 36 ΠΚ κατά το οποίο "Αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34 δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Η αιτιολογία επ' αυτών δεν είναι απαραίτητο να είναι ιδιαιτέρα ως αυτοτελής, αλλά μπορεί να διατυπώνεται σε συνδυασμό με τις παραδοχές του σκεπτικού της αποφάσεως, για την ενοχή, ως αποτελούσα ενιαίο σύνολο.(ΑΠ1059/2014 Νόμος).
Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι λόγω "ερωτικής απογοήτευσης" (απόρριψης του από μία γυναίκα) εμφάνισε παρανοϊκά συμπτώματα και δη ιδέες συσχέτισης, διάσπαση σκέψης, καχυποψίες, ακουστικές ψευδαισθήσεις, αίσθημα καθημερινής απειλής, συνεπεία των οποίων περιήλθε σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών και εντεύθεν μειώθηκε σημαντικά η ικανότητά του προς καταλογισμό. Ωστόσο τον ισχυρισμό του αυτό πρόβαλε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μόνον η συνήγορός του στο έγγραφο των αυτοτελών ισχυρισμών που και σήμερα προβάλλονται. Αντίθετα ο κατηγορούμενος στην πρωτόδικη απολογία του δήλωνε ότι "ούτε με καμία κοπέλα είχε πρόβλημα". Παρά τα αναφερόμενα στις οικείες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες που κρίνονται μη πειστικά αιτιολογημένες (κατά κύριο λόγο παραθέτουν γεγονότα απώτερου χρόνου αναφερόμενα από τον ίδιο τον κατηγορούμενο χωρίς επαρκή τεκμηρίωση από τους συντάκτες τους κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς τους), ο κατηγορούμενος υπηρέτησε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία, είχε μάλιστα κριθεί ικανός από το δασαρχείο Καβάλας να κατέχει όπλο, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της επίμαχης ως άνω (πρώτης) πράξης, βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση πνευματικών λειτουργιών ώστε να έχει μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της συγκεκριμένης πράξης και να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για αυτό, λαμβανομένου υπόψη και του ότι σε κάθε περίπτωση η ανικανότητα ή η μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό, κρίνεται, όχι γενικά και αφηρημένα, αλλά πάντα σε σχέση με τη συγκεκριμένη πράξη και πρέπει να διαπιστώνεται η συνδρομή της κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης -κάτι που δεν συνέβη στη προκείμενη περίπτωση- ενώ δεν αρκεί η πριν ή μετά την πράξη διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης (ΑΠ1059/2014 ο.π). Αντίθετα στην ερευνώμενη περίπτωση, όλη η μεθόδευση που μετήλθε με την επιλογή του συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, σύμφωνα με όσα παραπάνω αναπτύχθηκαν, σε συνδυασμό με τις μετέπειτα ενέργειες που συνέτειναν στην απόκρυψη του όπλου και στην προσπάθεια διαφυγής του, φανερώνουν ότι ο κατηγορούμενος είχε πλήρη αντίληψη της πράξης του και των ενδεχόμενων συνεπειών της, τις οποίες αποδέχθηκε στο σύνολό τους.
Συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής από την ως άνω ευθύνη του και ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί". Στη συνέχεια, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Α) Στον ... την 09.12.2011 με ενδεχόμενο δόλο και ειδικότερα γνωρίζοντας ότι από την πράξη του ενδέχεται να προέλθει ο θάνατος άλλου προσώπου και αποδεχόμενος το ανθρωποκτόνο αυτό αποτέλεσμα, επιχείρησε πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την πράξη του από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους από τη θέληση του. Συγκεκριμένα, γνωρίζοντας ότι από την πράξη του ενδέχεται να προέλθει ο θάνατος του Β. Τ. του Ν., κάτοικου ..., και αποδεχόμενος το ανθρωποκτόνο αυτό αποτέλεσμα, πυροβόλησε εναντίον του με ένα αεροβόλο τυφέκιο, μάρκας BAIKAL, τύπου ..., διαμετρήματος 5,5 mm με σειριακό αριθμό ..., το οποίο παράνομα έφερε, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την πράξη του από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θέλησης του, καθόσον αστόχησε, προκαλώντας στον ως άνω παθόντα εξοίδηση και επώδυνη ερυθρότητα μαλακών μορίων βρεγματοϊνιακά, η οποία αντιμετωπίστηκε με χειρουργική επικάλυψη με περίδεσμο κεντρικά της ανωτέρω εξοίδησης. Β) Στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο έφερε μαζί του παράνομα όπλο, δηλαδή μηχάνημα, το οποίο εκ κατασκευής, μετατροπής ή τροποποίησης με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο, εκτοξεύει βλήμα, βλαπτικές χημικές ή άλλες ουσίες, ακτίνες ή φλόγες ή αέρια και μπορεί να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα ή βλάβη σε πράγματα και πυρομαχικά αυτού και συγκεκριμένα έφερε μαζί του ένα αεροβόλο τυφέκιο, ήτοι όπλο που λειτουργεί με συμπιεζόμενο αέρα ή με χρήση του διοξειδίου του άνθρακα και εκτοξεύει σφαιρίδιο από μεταλλική, πλαστική ή άλλη ύλη, μάρκας BAIKAL, τύπου ..., διαμετρήματος 5,5 mm και σειριακό αριθμό ..., καθώς και 29 βολίδες αυτού, με το οποίο πυροβόλησε κατά του Τ. Β. του Ν., χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, η οποία στην προκειμένη περίπτωση απαιτούνταν, καθότι έκανε χρήση αυτού σε χώρους που δεν επιτρέπεται. Γ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με χρήση όπλου διέπραξε κακούργημα και συγκεκριμένα με τη χρήση ενός αεροβόλου τυφεκίου, μάρκας BAIKAL, τύπου ..., διαμετρήματος 5,5 mm και σειριακό αριθμό ..., τέλεσε την υπ' αριθμό … πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, η οποία με βάση της απειλούμενης στο νόμο ποινή χαρακτηρίζεται κακούργημα, πυροβολώντας σε βάρος του Τ. Β.. Και Δ) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και δη εντός της οικίας του στα κομοδίνα του σαλονιού και του υπνοδωματίου του κατείχε πυρομαχικά όπλου, ήτοι εφόδια βολής, τα οποία διαλαμβάνονται στην παρ.1 περ. δ' του άρθρου 1 του Ν.2168/1993, ενώ γνώριζε ότι αυτό απαγορεύεται, χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας του. Ειδικότερα, σε γενόμενη έρευνα εντός της οικίας του διαπιστώθηκε ότι κατείχε 113 κυνηγετικά φυσίγγια διάφορων τύπων και 6 πυροδοτημένα κυνηγετικά φυσίγγια διάφορων τύπων, ήτοι α) 10 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Special Slug, μονόβολα, β) 19 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Lambro Νο6, γ) 10 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Wolf, δεκάβολα, δ) 5 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Federal, μονόβολα, ε) 5 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Winchester X, μονόβολα, στ) 6 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Wolf, δωδεκάβολα, ζ) 12 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Club Νο9, η) 15 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Champion, Νο9, θ) 2 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας ΕΒΡΟΣ, Νο2, ι) 5 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας ΒΡ Νο3, ια) 2 κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας Reminglom, δεκάβολα, ιβ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο, μάρκας Rottweiler, μονόβολο, ιγ) 13 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Federal No 4, ιδ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο, μάρκας Federal, μονόβολο, ιε) 5 πυροδοτημένα κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Federal Νο6, ιστ) 1 πυροδοτημένο κυνηγετικό φυσίγγιο, μάρκας Federal Νο4, ιζ) 3 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Federal, μονόβολα, ιη) 3 κυνηγετικά φυσίγγια, μάρκας Federal No 0 και ιθ) 1 κυνηγετικό φυσίγγιο, μάρκας Nobel Νο4". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν την αιτιολογία της, η τελευταία περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1, 34, 36 παρ. 1, 42 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ούτε εκ πλαγίου, αφού στο πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του ως άνω εγκλήματος, δεν έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Ειδικότερα αιτιολογείται ειδικώς στην προσβαλλόμενη απόφαση ο ενδεχόμενος δόλος ανθρωποκτονίας του αναιρεσείοντος, καθόσον αναφέρεται ότι το πλήγμα επενέχθηκε από τον αναιρεσείοντα με αεροβόλο όπλο από μικρή απόσταση, στοχεύοντας και πλήσσοντας τον παθόντα στην κεφαλή. Διαλαμβάνεται ακόμη ότι ενήργησε μετά από αθόρυβη προσέγγισή του παθόντα, οδηγώντας αυτοκίνητο που του εξασφάλισε και την άμεση απομάκρυνση, ότι αμέσως μετά απέκρυψε σε αγρόκτημα το όπλο που χρησιμοποίησε, στοιχεία δηλωτικά της ψυχικής του ηρεμίας, τόσο κατά τη λήψη της αποφάσεως να διαπράξει την ως άνω αξιόποινη πράξη, όσο και κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και κατά την αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος του θανάτου του παθόντος. Περαιτέρω, όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό περί ελλείψεως ικανότητάς του αναιρεσείοντος προς καταλογισμό λόγω ψυχικής νόσου, άλλως περί μειωμένης ικανότητάς του προς καταλογισμό, τον οποίο προέβαλε ο αναιρεσείων στο Δικαστήριο της ουσίας, το τελευταίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν ως κατ' ουσίαν αβάσιμο με την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που προαναφέρθηκε και περιλαμβάνεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, η οποία έχει, επί λέξει, ως εξής: "Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι λόγω "ερωτικής απογοήτευσης" (απόρριψης του από μία γυναίκα) εμφάνισε παρανοϊκά συμπτώματα και δη ιδέες συσχέτισης, διάσπαση σκέψης, καχυποψίες, ακουστικές ψευδαισθήσεις, αίσθημα καθημερινής απειλής συνεπεία των οποίων περιήλθε σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών και εντεύθεν μειώθηκε σημαντικά η ικανότητά του προς καταλογισμό. Ωστόσο τον ισχυρισμό του αυτό πρόβαλε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μόνον η συνήγορός του στο έγγραφο των αυτοτελών ισχυρισμών που και σήμερα προβάλλονται. Αντίθετα ο κατηγορούμενος στην πρωτόδικη απολογία του δήλωνε ότι "ούτε με καμία κοπέλα είχε πρόβλημα". Παρά τα αναφερόμενα στις οικείες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες που κρίνονται μη πειστικά αιτιολογημένες (κατά κύριο λόγο παραθέτουν γεγονότα απώτερου χρόνου αναφερόμενα από τον ίδιο τον κατηγορούμενο χωρίς επαρκή τεκμηρίωση από τους συντάκτες τους κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς τους), ο κατηγορούμενος υπηρέτησε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία, είχε μάλιστα κριθεί ικανός από το δασαρχείο Καβάλας να κατέχει όπλο, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της επίμαχης ως άνω (πρώτης) πράξης, βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση πνευματικών λειτουργιών ώστε να έχει μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της συγκεκριμένης πράξης και να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για αυτό. λαμβανομένου υπόψη και του ότι σε κάθε περίπτωση η ανικανότητα ή η μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό, κρίνεται, όχι γενικά και αφηρημένα, αλλά πάντα σε σχέση με τη συγκεκριμένη πράξη και πρέπει να διαπιστώνεται η συνδρομή της κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης - κάτι που δεν συνέβη στη προκειμένη περίπτωση - ενώ δεν αρκεί η πριν ή μετά την πράξη διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης (ΑΠ1059/2014 ο.π). Αντίθετα στην ερευνώμενη περίπτωση, όλη η μεθόδευση που μετήλθε με την επιλογή του συγκεκριμένου τόπου και χρόνου σύμφωνα με όσα παραπάνω αναπτύχθηκαν σε συνδυασμό με τις μετέπειτα ενέργειες που συνέτειναν στην απόκρυψη του όπλου και στην προσπάθεια διαφυγής του φανερώνουν ότι ο κατηγορούμενος είχε πλήρη αντίληψη της πράξης του και των ενδεχόμενων συνεπειών της τις οποίες αποδέχθηκε στο σύνολό τους.
Συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής από την ως άνω ευθύνη του και ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ". Στην αιτιολογία αυτή, με την οποία απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί ελλείψεως ικανότητας του προς καταλογισμό, άλλως περί ελαττωμένης ικανότητας του προς καταλογισμό, γίνεται ειδική αναφορά στις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης για την ψυχική υγεία του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, τις οποίες το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, όπως και το συμπέρασμά τους, το οποίο όμως, με την ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέκρουσε και δεν υιοθέτησε, όπως τούτο σαφώς προκύπτει από το σύνολο της αιτιολογίας που διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ενόψει τούτων, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση της και την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί ελλείψεως, άλλως ουσιώδους μείωσης της ικανότητάς του προς καταλογισμό, είναι αβάσιμος. Ακόμη, αφού με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απάντησε και απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να θεμελιωθεί και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ., για έλλειψη ακροάσεως και είναι και αυτός αβάσιμος. Επομένως, αμφότεροι οι ως άνω λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμοι, οι δε λοιπές επιμέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδείξεων και με τις οποίες, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αμφισβητείται η ουσία των ως άνω παραδοχών του Δικαστηρίου και πλήττεται ανεπίτρεπτα η περί τα πράγματα και την εκτίμηση των αποδείξεων ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες.
Ωστόσο, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου ένατου (9) του Ν. 4411/2016 (ΦΕΚ Α' 142/03.08.2016), 2 και 14 του Π.Κ. και 568 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του ως άνω νόμου (3.8.2016), εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω χρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση (παρ. 2 εδ. α του ως άνω νόμου). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και για την χρηματική ποινή που επιβλήθηκε μαζί με την στερητική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, παρά το ότι δεν γίνεται ρητή μνεία. Τούτο διότι αν η νομοθετική βούληση ήταν να παραμείνει η χρηματική ποινή, θα γινόταν ρητή μνεία για την τύχη αυτής και δεν θα προβλεπόταν γενικώς η αρχειοθέτηση της δικογραφίας και γι' αυτήν. Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 81Α, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 358 και 390 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των νόμων 927/1979 και 3304/2005. Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι αυτές, σύμφωνα και με την από το άρθρο 94 παρ. 3 του Π.Κ. καθιερωμένη αρχή της αυτοτέλειας των ποινών που έχουν προσμετρηθεί στη "συνολική ποινή", αναφέρονται στις επιμέρους ποινές, έστω και αν έχουν προσμετρηθεί αυτές στη συνολική ποινή. Περαιτέρω, υπέρβαση εξουσίας που στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 στοιχείο Η' του Κ.Ποιν.Δ., ο οποίος λαμβάνεται υπόψη και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει όταν το ποινικό δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του (θετική υπέρβαση εξουσίας) και όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του και είχε υποχρέωση να αποφασίσει (αρνητική υπέρβαση εξουσίας). Υπέρβαση εξουσίας που εμπίπτει στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει και όταν το δικαστήριο, καίτοι συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση και όφειλε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση ποινικής υποθέσεως λόγω παραγραφής της ποινής που επιβλήθηκε γι' αυτήν, προχώρησε στην ουσιαστική διερεύνηση της υποθέσεως και καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε ποινή. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσείων με την υπ' αριθ. 5,6,7,8,9,10,11 και 12/2012 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ξάνθης, κρίθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο σε κάθειρξη δώδεκα (12) ετών, για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου όπλου σε φυλάκιση έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ, για την πράξη της οπλοχρησίας σε φυλάκιση έξι (6) μηνών και για την πράξη της παράνομης κατοχής πυρομαχικών σε φυλάκιση έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ και καθορίστηκε κατά συγχώνευση των ποινών που του επιβλήθηκαν συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και εννέα (9) μηνών και συνολική χρηματική ποινή εννιακοσίων (900) ευρω. Οι ποινές αυτές που επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα δεν είχαν καταστεί αμετάκλητες, ούτε είχαν εκτιθεί μέχρι την 3η Αυγούστου 2016, ημερομηνία που, όπως προαναφέρθηκε, άρχισε να ισχύει ο Ν. 4411/2016. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως την με αριθμό εκθέσεως ...10-2012 έφεσή του, η οποία εκδικάσθηκε μετά την ισχύ του Ν. 4411/2016 και συγκεκριμένα στις 4-10-2016 και επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 49/4-10-2016 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος, εκδικάστηκαν κατ' έφεση όλες οι ως άνω πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων πρωτοδίκως και καταδικάστηκε γι' αυτές ο αναιρεσείων στις ίδιες ποινές που του είχαν επιβληθεί και πρωτοδίκως. Έτσι όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου όπλου, για την οποία είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ, της οπλοχρησίας, για την οποία είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, για την οποία είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ, για τις οποίες όφειλε κατά το νόμο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων ένατου του Ν. 4411/2016, 2 και 14 και 94 παρ. 3 του Π.Κ. και 568 του Κ.Ποιν.Δ., να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως και να διαβιβάσει την πρωτόδικη απόφαση ως προς αυτές στον Εισαγγελέα Εφετών για να την θέσει στο αρχείο, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, αφού επιλήφθηκε της εκδικάσεως της εφέσεως και της υποθέσεως και για τις ως άνω πράξεις για τις οποίες είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών που είχε με βάση τις ευμενέστερες διατάξεις του Ν. 4411/2016 παραγραφεί υπό όρο και θα έπρεπε κατά το νόμο να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως ως προς αυτές.
Συνεπώς, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του σχετικού λόγου αναιρέσεως (άρθρ. 511 Κ.Ποιν.Δ.), πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την καταδίκη του αναιρεσείοντος για τις τρεις ως άνω πράξεις της παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου όπλου, της οπλοχρησίας και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τις ποινές που επιβλήθηκαν για τις πράξεις αυτές, αλλά και ως προς την διάταξή της που αφορά τον καθορισμό συνολική ποινής, να απαλειφθούν οι διατάξεις που αφορούν τις ποινές που επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα για τις ως άνω τρεις πράξεις και να απαλειφθεί και το μέρος των ποινών αυτών που προσμετρήθηκε κατά συγχώνευση στην ποινή της καθείρξεως των δώδεκα (12) ετών, ώστε να διατηρηθεί μόνο η ποινή καθείρξεως των δώδεκα (12) ετών για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, για την οποία δεν αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Τέλος, δεδομένου ότι η πρωτόδικη απόφαση, όσον αφορά τις τρεις ως άνω πράξεις, πρέπει να τεθεί στο αρχείο από τον Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, αντί να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο αρμόδιο Δικαστήριο, κατ' άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ., συντρέχει νόμιμη περίπτωση να παραπεμφθεί αυτή στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Θράκης για τις δικές του νόμιμες ενέργειες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται εν μέρει την από 25-11-2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Α. Υ. του Χ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 28-11-2016, για αναίρεση της 49/2016 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης.
Αναιρεί εν μέρει την 49/2016 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης και δη ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την καταδίκη του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου για τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας αεροβόλου όπλου, της οπλοχρησίας και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, καθώς και ως προς την επιβολή ποινών για τις πράξεις αυτές, αλλά και ως προς τον καθορισμό συνολικής ποινής.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως.
Και
Παραπέμπει η υπόθεση, ως προς τις ως άνω πράξεις, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ