Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1729 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Υπεξαίρεση, Καταχραστές Δημοσίου, Συρροή εγκλημάτων, Νόμος ειδικότερος.




Περίληψη:
Καταδίκη: α) για κακουργηματική υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και β) για κακουργηματική πλαστογραφία εις βάρος Ελληνικού Δημοσίου. Αυτοτελή εγκλήματα - υπάρχει αληθινή πραγματική συρροή. Το άρθρο 16 § 2 ΝΔ 2576/53 κατισχύει ως ειδική διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε υπό το κράτος ισχύος Ν. 2408/96. Οι ειδικές διατάξεις για αξιόποινη φοροδιαφυγή (άρθρ. 31 Ν. 1591/86) αποκλείουν ως ειδικές την εφαρμογή των άρθρ. 216 και 386 ΠΚ, πλην όμως δεν εμποδίζουν αυτές την εφαρμογή των τελευταίων γενικών διατάξεων, όταν η κατάρτιση πλαστών φορολογικών στοιχείων και απατηλή ενέργεια του δράστη κατατείνουν όχι μόνο στη φοροδιαφυγή αλλά και στην πρόκληση και άλλης περαιτέρω ζημίας του Δημοσίου, κλπ. Αιτιολογημένη η καταδίκη, χωρίς να παραβιαστούν οι εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, εντεύθεν δε απορριπτέοι οι συναφείς λόγοι Δ’ και Ε’. Νόμιμη παράσταση της ομόρρυθμης εταιρείας ως πολιτικώς ενάγουσας, αφού είναι η αμέσως ζημιωθείσα, ενόψει του ότι αυτή παρέδωσε στον κατηγορούμενο το ποσό του ΦΠΑ για να το καταβάλει στη ΔΟΥ, εκείνος το ιδιοποιήθηκε και επιπλέον φέρεται ως εκδότρια των πλαστών τιμολογίων, ενώ ο πραγματικός εκδότης των νοθευθέντων εμπορικών βιβλίων της ήταν ο κατηγορούμενος. Απορρίπτονται συναφείς λόγοι Α΄, Δ΄ και Η΄ του άρθρου 510 Κ.Π.Δ. . Απορρίπτεται λόγος ΣΤ΄ ανεξαρτήτως αοριστίας του, αφού με την κατ’ επίφαση επίκληση αυτού πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς εκτίμηση αποδείξεων. Απορρίπτει.




M.K.

Αριθμός 1729/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη προσωρινά κρατουμένου στη Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημοσθένη Βλήτα, περί αναιρέσεως της 1898,1901/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ομόρρυθμη Εταιρία με την επωνυμία "......Ο.Ε.", που εδρεύει στην .... και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στα δικόγραφα των από 23 Απριλίου 2007 και 20 Απριλίου 2007 προσθέτων λόγων αυτής (αναιρέσεως), που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 122/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί στο σύνολό της η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 375 παραγρ. 1 εδ. α' και 2 εδάφ. α' του ΠΚ, όπως η παραγρ. 2 αυτού αντικ. από το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1995 ο οποίος εφαρμόζεται εν προκειμένω ως επιεικέστερος κατ' άρθρο 2 παρ. 2 ΠΚ, συνάγεται ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματούται αντικειμενικώς μεν με την από το δράστη παράνομη, ήτοι χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος, που περιήλθε και βρίσκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή αυτού, υποκειμενικώς δε με τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη, κατά την έννοια του Αστικού Κώδικα, και τη θέληση ή την αποδοχή, αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγραφος 2), όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος, αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και για τον ποινικό χαρακτηρισμό της πράξης, ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, λαμβάνεται υπόψη η αξία του αντικειμένου εκάστης των επιμέρους πράξεων, αν οι μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 2721/1999. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές, που αποβλέπουν στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατασκευή) από τον αυτουργό, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή και με τα δύο, λέξεων, αριθμών ή σημείων, για την υποκειμενική δε θεμελίωσή του απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και επί πλέον το σκοπό του δράστη (υπερχειλή δόλο) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, αδιάφορου όντος αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Τα παραπάνω εγκλήματα είναι αυτοτελή και διαφέρουν μεταξύ τους, λόγω της ετερότητας του πληττομένου με το καθένα από αυτά εννόμου αγαθού. Ενόψει τούτου, αλλά και γιατί το καθένα από αυτά δεν αποτελεί μέσο τελέσεως ή αναγκαία συνέπεια του άλλου, τελούν μεταξύ τους σε σχέση, αληθινής πραγματικής συρροής και όταν ακόμη η πλαστογραφία διαπράττεται προς συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως. Περαιτέρω, για την κακουργηματική μορφή της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου, απαιτείται επί πλέον, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α του ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον να σκόπευε να βλάψει άλλον και το όφελος ή η βλάβη να υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Τέλος, κακουργηματική πλαστογραφία υπάρχει και όταν, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, όπως αντικ. από τα άρθρα 4 παρ. 5 του ν. 1738/1987 και 36 του ν. 2172/1993, σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. δ' του ν. 2408/1996, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263α του ΠΚ όπως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 1738/1987, και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε προσδιορίζεται επί εγκλήματος που τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση κατά του Δημοσίου και των ανωτέρω νομικών προσώπων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ΝΔ 2576/1953, η οποία, ως ειδική, κατισχύει του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε υπό το κράτος της ισχύος του ν. 2408/1996, με βάση το όλο περιεχόμενο των επί μέρους πράξεων και όχι καθεμιάς από αυτές. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 εδ. ζ' του ν. 1591/1986, ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως των κατηγορουμένων εγκλημάτων, αδίκημα φοροδιαφυγής, τιμωρούμενο κατά τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον έξι (6) μηνών, διαπράττει και όποιος εκδίδει πλαστό ή εικονικό ή νοθεύει τιμολόγιο πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών ή οποιοδήποτε από τα φορολογικά στοιχεία που αναφέρονται στην περίπτωση γ' της παραγράφου αυτής. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγισθεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησης και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Θεωρείται, περαιτέρω, εικονικό και το φορολογικό στοιχείο που εκδόθηκε για συναλλαγή, διακίνηση ή οποιαδήποτε άλλη αιτία ανύπαρκτη στο σύνολο ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο φορολογικό στοιχείο. Οι ειδικές αυτές διατάξεις που αναφέρονται στην αξιόποινη φοροδιαφυγή αποκλείουν, ως ειδικές, την εφαρμογή των γενικών περί πλαστογραφίας και απάτης διατάξεων των άρθρων 216 και 386 του ΠΚ. Αν όμως η κατάρτιση των πλαστών φορολογικών στοιχείων ή η απατηλή ενέργεια του δράστη κατατείνουν, όχι μόνο στη φοροδιαφυγή, αλλά και στην παράνομη ωφέλεια ή βλάβη τρίτων ή την πρόκληση και άλλης περαιτέρω ζημίας του Δημοσίου ή στον προσπορισμό και άλλου οφέλους του, εκτός της μειώσεως ή της αποφυγής της φορολογικής του επιβαρύνσεως, τότε οι ειδικές διατάξεις περί αξιόποινης φοροδιαφυγής δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των γενικών πιο πάνω περί πλαστογραφίας και απάτης διατάξεων, γιατί τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, δεν συμπίπτουν πλήρως με εκείνα που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και της απάτης, τα οποία περιέχουν και άλλη εγκληματική διαγωγή του υπαιτίου, την απαξία της οποίας (αντικειμενική και υποκειμενική) δεν καλύπτουν οι ειδικές περί φοροδιαφυγής πιο πάνω διατάξεις. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, και για την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης προς διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, έστω και αν αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 183 του ΚΠοινΔ, εναπόκειται στη διακριτική και ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 2 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανοίγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 1898, 1901/2006 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα γενικώς, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος ετύγχανε διαχειριστής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης υπό την επωνυμία "...... Ε.Π.Ε.", με αντικείμενο εργασιών την τήρηση λογιστικών και φορολογικών βιβλίων διαφόρων εταιριών, εμπορικών αλλά και αστικών μη κερδοσκοπικών (εταιριών). Ούτως, οι διάφοροι επιτηδευματίες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) του ανέθεταν τον χειρισμό των φορολογικών των υποθέσεων, την τήρηση των βιβλίων των εσόδων - εξόδων, ως και την εμπρόθεσμη καταβολή των πάσης φύσεως φόρων και τελών, ως και του Φ.Π.Α. Με την άνω ιδιότητα του ελάμβανε από τους νομίμους εκπροσώπους των ως υποκατάστατος των εντολοδόχος, στην εκπλήρωση των αντιστοίχων υποχρεώσεών των, διάφορα ποσά κατά μήνα, με την εντολή να τα καταβάλει στην αρμοδία Δ.Ο.Υ., για λογαριασμό εκάστης εταιρίας, για την εξόφληση Φ.Π.Α., (άλλως, σε περίπτωση μη καταβολής των, να επιστρέψει τα ποσά στην εταιρία που τα παρέδιδε κάθε φορά). Ούτως, ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 10-12-1990 μέχρι 31-12-1994 ιδιοποιήθηκε παρανόμως ποσά ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που του παρέδωσαν κατά καιρούς οι εντολείς του εταιρίες και τα ενεπιστεύθησαν λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, για να τα καταβάλει για λογαριασμό των στην Δ.Ο.Υ. κάθε εταιρίας. Για την επίτευξη του σκοπού της ιδιοποιήσεως παρανόμως των ποσών και, για να αποκρύψει από τις εντολείς του εταιρίες, προηγούμενες κατόχους των ποσών, το γεγονός αυτής, κατεσκεύασε πλαστά τιμολόγια άλλων πελατών του, με τα οποία ενεφανίζετο ότι εκείνοι που του είχαν παραδώσει τα χρήματα του αποδοτέου Φ.Π.Α., είχαν κάνει αγορές από τους φερομένους ως εκδότες των πλαστών τιμολογίων και είχαν δήθεν καταβάλει τον ανάλογο με τις αγορές αυτές πλασματικό φόρο προστιθέμενης αξίας, συγχρόνως δε ενόθευσε με αντίστοιχες ψευδείς εγγραφές τα βιβλία των πιο πάνω εταιριών, χωρίς βέβαια τη συναίνεση των νομίμων εκπροσώπων τους: α) με καταχώρηση των αγορών, για τις οποίες τα άνω πλαστά τιμολόγια και β) με καταχώρηση ανύπαρκτων επίσης αγορών, για τις οποίες όμως δεν εξεδόθησαν αντίστοιχα πλαστά τιμολόγια. Η καταχώρηση εγένετο τόσο στα βιβλία των φερομένων ως αγοραστών, όσο και στα βιβλία των φερομένων ως πωλητών ή μόνο στα βιβλία των πρώτων, έτσι ώστε, συμψηφιζομένου του Φ.Π.Α. των εν λόγω πλασματικών αγορών, με εκείνο των πραγματικών πωλήσεων, του οποίου οφείλετο η απόδοση, να μηδενίζεται ή πάντως να ελαττώνεται ουσιωδώς το ποσό του Φ.Π.Α. Τα πλαστά τιμολόγια, τα οποία εξέδωσεν ο κατηγορούμενος προκειμένου να συγκαλύψει την παράνομη ιδιοποίηση, ως άνω, φέρουν κατ' αρχήν ως εκδότρια την εταιρία ".... Ο.Ε." και αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό, στην κατηγορία της πλαστογραφίας. Τα πλαστά αυτά έγγραφα τιμολόγια εξεδόθησαν κατά τον ακόλουθο τρόπο: ο κατηγορούμενος, έχων εις χείρας του το σύνολο των λογιστικών στοιχείων και βιβλίων της εταιρίας "..... Ο.Ε.", τα οποία τηρούσε στην επιχείρησή του, παρήγγειλε δύο σφραγίδες με τη φίρμα της εταιρίας, από τις οποίες μόνο την μια παρέδωσε στην εταιρία αυτή, ενώ την δεύτερη, την κράτησε κρυφά στο γραφείο του, για να την χρησιμοποιεί για την κατάρτιση των πλαστών τιμολογίων. Επίσης, είχε θεωρήσει στην αρμοδία Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου δύο (2) μπλοκ τιμολογίων και δελτίων αποστολής, από τα οποία παρέδωσε μόνο το ένα στην εταιρία, ενώ το άλλο, το οποίο θεώρησε εν αγνοία της εταιρίας, το κράτησε κρυφά στο γραφείο του, όπου το εύρον και το κατέσχεσαν τα ελεγκτικά όργανα. Από το δεύτερο αυτό μπλοκ τιμολογίων και δελτίων αποστολής ο κατηγορούμενος ήρχισε να εκδίδει τιμολόγια πώλησης για ανύπαρκτες πωλήσεις, τις οποίες δήθεν πραγματοποίησε η εταιρία ".... Ο.Ε." σε διάφορες άλλες εταιρίες, με τις οποίες συνεργάζετο αυτός επίσης, τηρών τα λογιστικά τους βιβλία. Προκειμένου δε να εμφανίσει ότι εκδότρια των πλαστών αυτών τιμολογίων ήτο η τελευταία εταιρία "..... Ο.Ε." έθετε κάτω από την ένδειξη "ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ" σε κάθε τιμολόγιο, μία σφραγίδα με την επωνυμία της εταιρίας αυτής, χωρίς βέβαια τη συναίνεση του νομίμου εκπροσώπου της, χρησιμοποιώντας την σφραγίδα που είχε κρυφά και εν αγνοία της εταιρίας κατασκευάσει, συγχρόνως δε έθετε στο ίδιο σημείο των πλαστών τιμολογίων την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας, χωρίς τη γνώση ή συναίνεση του τελευταίου. Επίσης, έχων στην κατοχή του, κατά τα άνω εκτεθέντα, τα εμπορικά βιβλία της εταιρίας ""......Ο.Ε.", προέβη χωρίς τη συναίνεση του νομίμου εκπροσώπου της, σε εγγραφές εις αυτά ανύπαρκτων συναλλαγών, με σκοπό να εμφανίσει: α) ότι είχαν γίνει δήθεν πωλήσεις εις τρίτους, με αποτέλεσμα να παραπλανηθούν οι Φορολογικές Αρχές με τον ίδιο τρόπο που έγινε και με την έκδοση των προηγουμένων τιμολογίων (στις περιπτώσεις αυτές δεν εξεδόθηκαν αντίστοιχα τιμολόγια) και με επιτευχθέντα σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος του ιδίου και τη ζημία της εταιρίας με τον ίδιο ως άνω τρόπο και β) ότι είχαν γίνει δήθεν αγορές από τρίτους, με αποτέλεσμα να παραπλανηθούν οι φορολογικές αρχές ως προς το ύψος του σκέλους των εξόδων της ιδίας εταιρίας το οποίο ενεφανίζετο έτσι διογκωμένο, ώστε να ισοσκελισθεί η προκύπτουσα εκ των προηγουμένων εικονικών πωλήσεων οφειλή Φ.Π.Α. εκ μέρους της εν λόγω εταιρίας και να συγκαλυφθεί ούτως η προηγουμένη πλαστογραφία ως προς το σκέλος των πωλήσεων - εξόδων της ιδίας και πραγματοποιηθεί ευχερέστερα ο παράνομος σκοπός του κατηγορουμένου της, χωρίς δικαίωμα ιδιοποιήσεως. Στη συνέχεια, η ιδιοποίηση έγινε μέσω των εταιριών που είχαν παραδώσει στον κατηγορούμενο χρηματικά ποσά για να τα παραδώσει στο Δημόσιο, δηλαδή μέσω των: α) Α. Γλυνός ΑΒΕΕ, β) Δέσποινα ΑΒΕΕ, γ) Ζωή Μπαρτζιώτη Α.Ε., 6) ..... Ε.Π.Ε., ε) ..... Ε.Ε στ) ..... αστική μη κερδοσκοπική εταιρία για την Ελλάδα και τη Μεσόγειο των Πολιτισμών και ..... Ε.Π.Ε. Επί πλέον, πραγματοποίησε και άλλες ψευδείς εγγραφές για ανύπαρκτες πωλήσεις και εξέδωσε και άλλα πλαστά τιμολόγια για ορισμένες από αυτές προς τις εταιρίες Α. ΓΛΥΝΟΣ ΑΒΕΕ και ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΒΕΕ, με φερόμενους ως εκδότες πωλητές, εκτός από την εταιρία ".......Ο.Ε." και τις εξής εταιρίες και ατομική επιχείρηση: αα) ...... Ε.Π.Ε., ββ) ...... Ο.Ε., γγ) EVROVIT ΑΒΕΕ, δδ) Ι. ΛΑΓΟΥΝΑΡΗΣ Α.Ε, εε) ...... Ε.Π.Ε, στστ) ..... (ατομική επιχείρηση), Ζζζ) ..... Ε.Ε. και ηη) ..... Ε.Ε. Οι ψευδείς αυτές εγγραφές εκτίθενται αναλυτικά στους παρατιθεμένους στο διατακτικό του παρόντος πίνακες με στοιχεία "Α" και "Β". Με τα τιμολόγια αυτά και τις αντίστοιχες ψευδείς εγγραφές για πωλήσεις και αντίστοιχες αγορές που δεν πραγματοποιήθηκαν, έγινε συγκάλυψη ιδιοποιήσεως αντίστοιχων ποσών Φ.Π.Α. που είχαν παραδοθεί στον κατηγορούμενο για να τα καταβάλει στη Δ.Ο.Υ. για λογαριασμό των εταιριών Α. ΓΛΥΝΟΣ ΑΒΕΕ, ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΒΕΕ και .... ΕΠΕ. Τα ποσά που ιδιοποιήθηκε με αυτόν τον τρόπο είναι: 1) Μέσω της εταιρίας Α. ΓΛΥΝΟΣ ΑΒΕΕ 27.541.440 δρχ., 2) μέσω της εταιρίας ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΒΕΕ 38.886.924 δρχ., σύμφωνα με την από .... έκθεση ελέγχου της ΥΠΕΔΑ, 3) μέσω της εταιρίας ..... ΕΠΕ ποσό 641.739 δρχ., που αφορά ψευδή εγγραφή στα βιβλία αυτής ανύπαρκτης αγοράς από την εταιρία ..... Ο.Ε. ποσού 3.565.217 δρχ., πλέον του εν λόγω ΦΠΑ στις 19-9-1994, σύμφωνα με την από .... έκθεση ελέγχου της ΥΠΕΔΑ και 4) μέσω της εταιρίας ..... Ο.Ε. ποσού 2.970.000 δρχ., που του είχε παραδοθεί με την εντολή εξόφλησης οφειλής της αποδόσεως Φ.Π.Α. και το οποίο παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, χωρίς να χρησιμοποιηθούν πλαστά τιμολόγια ή ψευδείς εγγραφές στα βιβλία της εταιρίας αυτής. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι για την καταβολή στη Δ.Ο.Υ., του ΦΠΑ της εταιρίας "Α. ΓΛΥΝΟΣ Α.Β.Ε.Ε." έχει καταδικασθεί με την υπ' αριθμ. 6556-6557/2000 Απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για υπεξαίρεση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας για ποσόν 15.260.000 δραχμών και όχι για το μεγαλύτερο ποσό των 27.541.440 δραχμών, που ανεφέρετο στη μήνυση, όπερ αποδεικνύεται ότι είναι το αυτό με το εις την κρινομένη υπόθεση φερόμενου ως υπεξαιρεθέν υπ' αυτού ως εντολοδόχου, το οποίο του το είχε εμπιστευθεί, με την παράδοση του, η άνω εταιρία, για να καταβάλει τον ΦΠΑ προς την Δ.Ο.Υ. Εντεύθεν και πρέπει να γίνει δεκτή η Ένσταση Εκκρεμοδικίας ως προς το ποσό αυτό (άρθρο 57 Κ. Ποιν. Δικ.). Περαιτέρω ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι για τα τιμολόγια τα οποία φέρεται ότι έχει εκδώσει ή εταιρία ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΒΕΕ έχει καταδικαστεί δια της υπ' αριθμ. 10947-10948-10949/1998 Αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Όμως, οι παραβάσεις αυτές, ναι μεν έχουν σχέση με την καταχώρηση των πλαστών ψευδών και εικονικών στοιχείων που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσης και ειδικά στον πίνακα "Β", πλην αφορούν παραβάσεις των άρθρων 49 παρ. 1-3 και 54 παρ. 4 ν. 2065/1992 και 22 παρ. 6 ν. 1599/1986, και εντεύθεν, ο κατηγορούμενος σ' αυτές ως αυτουργός δεν είχε την ιδιότητα του υπόχρεου δηλώσεως και αποδόσεως του Φ.Π.Α., ούτε με την ίδια συμπεριφορά του επέτυχε τη μη καταβολή του τελευταίου αυτού (ΑΠ 1005/1996 Ποιν. Χρον ΜΖ', 1294) δι' ό και ο ισχυρισμός του και εδώ περί εκκρεμοδικίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι με τις υπ' αριθμ. 6180 και 6190/2000 Αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών έχει καταδικαστεί για πλαστογραφία σε βάρος της εταιρίας ..... ΕΠΕ και για τρία τιμολόγια, ως τα αναφέρει, για τα οποία και τώρα κατηγορείται. Όμως ταύτα, όπως από την εκκαλουμένη προκύπτει, πουθενά δεν υπάρχουν εις αυτήν και πρέπει ο σχετικός περί εκκρεμοδικίας ισχυρισμός του να απορριφθεί. Μετά πάντα ταύτα, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. ως εντολοδόχος (όχι εις βάρος του Δημοσίου) και κακουργηματικής πλαστογραφίας εις βάρος του Δημοσίου". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων α) της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και β) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, αμφοτέρων σε βαθμό κακουργήματος, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 375 παρ. 1 εδ. α' και 2 εδ. α' ΠΚ, όπως η παρ. 2 αντικ. από το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, 216 παρ. 1 και 3 ΠΚ, όπως η παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α του ν. 2408/1996, 1 παρ. 1 ν. 1608/1950, όπως αντικ. από τα άρθρα 4 παρ. 5 ν. 1738/1987 και 36 ν. 2172/1993, σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. δ' του ν. 2408/1996, 16 παρ. 2 ΝΔ 2576/1953, 98 και 94 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, σε σχέση με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου αναφορικά με την εσφαλμένη εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, το Πενταμελές Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του ΠΚ με το να δεχθεί ότι τα εγκλήματα της υπεξαιρέσεως και της προς συγκάλυψη αυτής τελεσθείσας πλαστογραφίας συρρέουν αληθινά και όχι κατά φαινόμενο και τούτο λόγω της ετερότητας των προσβαλλομένων με αυτά εννόμων αγαθών, αφού επί υπεξαιρέσεως πλήττεται το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας (κυριότητας), επί δε πλαστογραφίας η ασφάλεια και η ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών, δηλαδή η δημόσια πίστη περί τα υπομνήματα, και γιατί το καθένα από αυτά δεν αποτελεί μέσο τελέσεως ή αναγκαία συνέπεια του άλλου, ούτε παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 3 του ΠΚ με το να μην εφαρμόσει αντ' αυτής τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 εδ. ζ' του ν. 1591/1986, ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, αφού τα καταρτισθέντα επίμαχα πλαστά τιμολόγια δεν κατέτειναν μόνο στη φοροδιαφυγή και δη στην αποφυγή της πληρωμής του οφειλόμενου στο Δημόσιο από τους φερόμενους σ'αυτά ως αγοραστές Φ.Π.Α., αλλά περαιτέρω στην παράνομη βλάβη εκείνων που εφέροντο ότι είχαν εκδώσει τα πλαστά τιμολόγια και εισπράξει από τον υποτιθέμενο αγοραστή τον αναλογούντα Φ.Π.Α., οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι κατά το νόμο να τον αποδώσουν στο Δημόσιο. Ούτε, επίσης, το άνω Δικαστήριο παραβίασε το άρθρο 98 ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε υπό το κράτος ισχύος του ν. 2408/1996, τόσο ως προς το έγκλημα της κατ' εξακολούθηση κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, αφού το αντικείμενο κάθε μερικότερης πράξεως αυτής, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και είχε γίνει εμπίστευσή του στον κατηγορούμενο, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, όσο και ως προς το έγκλημα της κατ' εξακολούθηση κακουργηματικής πλαστογραφίας, ενόψει του ότι, ως υπαγόμενο αυτό στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 1608/1950, δεν εφαρμόζεται επ' αυτού το άρθρο 98 ΠΚ, αλλά ως ειδική διάταξη η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ΝΔ 2576/1953. Ούτε, περαιτέρω, το Πενταμελές Εφετείο εσφαλμένως εφάρμοσε, αναφορικά με το έγκλημα της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, όπως ισχύει σήμερα, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Επίσης έχων στην κατοχή του, κατά τα άνω εκτεθέντα, τα εμπορικά βιβλία της εταιρίας "..... Ο. Ε", προέβη χωρίς τη συναίνεση του νομίμου εκπροσώπου της, σε εγγραφές εις αυτά ανύπαρκτων συναλλαγών, με σκοπό να εμφανίσει: α) ότι είχαν γίνει δήθεν πωλήσεις εις τρίτους, με αποτέλεσμα να παραπλανηθούν οι Φορολογικές Αρχές με τον ίδιο τρόπο που έγινε και με την έκδοση των προηγουμένων τιμολογίων (στις περιπτώσεις αυτές δεν εξεδόθηκαν αντίστοιχα τιμολόγια) και με επιτευχθέντα σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος του ιδίου και τη ζημία της εταιρίας με τον ίδιο ως άνω τρόπο και β) ότι είχαν γίνει δήθεν αγορές από τρίτους, με αποτέλεσμα να παραπλανηθούν οι φορολογικές αρχές ως προς το ύψος του σκέλους των εξόδων της ιδίας εταιρίας το οποίο ενεφανίζετο έτσι διογκωμένο, ώστε να ισοσκελισθεί η προκύπτουσα εκ των προηγουμένων εικονικών πωλήσεων οφειλή Φ.Π.Α. εκ μέρους της εν λόγω εταιρίας και να συγκαλυφθεί ούτως η προηγουμένη πλαστογραφία ως προς το σκέλος των πωλήσεων - εξόδων της ιδίας και πραγματοποιηθεί ευχερέστερα ο παράνομος σκοπός του κατηγορουμένου της, χωρίς δικαίωμα ιδιοποιήσεως. Στη συνέχεια η ιδιοποίηση έγινε μέσω των εταιριών που είχαν παραδώσει στον κατηγορούμενο χρηματικά ποσά για να τα παραδώσει στο Δημόσιο, δηλαδή μέσω των: α) Α. Γλυνός ΑΒΕΕ, β) Δέσποινα ΑΒΕΕ, γ) Ζωή Μπαρτζιώτη Α.Ε., δ) ..... Ε.Π.Ε., ε) .... Ε.Ε. στ) ...... αστική μη κερδοσκοπική εταιρία για την Ελλάδα και τη Μεσόγειο των Πολιτισμών και ...... Ε.Π.Ε. πλέον, πραγματοποίησε και άλλες ψευδείς εγγραφές για ανύπαρκτες πωλήσεις και εξέδωσε και άλλα πλαστά τιμολόγια για ορισμένες από αυτές προς τις εταιρίες Α. ΓΛΥΝΟΣ ΑΒΕΕ και ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΒΕΕ, με φερόμενους ως εκδότες πωλητές, εκτός από την εταιρία "..... Ο.Ε." και τις εξής εταιρίες και ατομική επιχείρηση: αα) ...... Ε.Π.Ε., ββ) ...... Ο.Ε., γγ) EVROVIT ΑΒΕΕ, δδ) Ι. ΛΑΓΟΥΝΑΡΗΣ Α.Ε., εε) ..... Ε.Π.Ε., στστ) ...... (ατομική επιχείρηση), ζζ) ..... Ε.Ε. και ηη) ..... Ε.Ε. Οι ψευδείς αυτές εγγραφές εκτίθενται αναλυτικά στους παρατιθεμένους στο διατακτικό του παρόντος πίνακες με στοιχεία "Α" και "Β". Με τα τιμολόγια αυτά και τις αντίστοιχες ψευδείς εγγραφές για πωλήσεις και αντίστοιχες αγορές που δεν πραγματοποιήθηκαν, έγινε συγκάλυψη ιδιοποιήσεως αντίστοιχων ποσών Φ.Π.Α. που είχαν παραδοθεί στον κατηγορούμενο για να τα καταβάλει στη Δ.Ο.Υ. για λογαριασμό των εταιριών Α. ΓΛΥΝΟΣ ΑΒΕΕ, ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΒΕΕ και ..... ΕΠΕ. Τα ποσά που ιδιοποιήθηκε με αυτόν τον τρόπο είναι: 1) Μέσω της εταιρίας Α. ΓΛΥΝΟΣ ΑΒΕΕ 27.541.440 δρχ., 2) μέσω της εταιρίας ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΒΕΕ 38.886.924 δρχ., σύμφωνα με την από ..... έκθεση ελέγχου της ΥΠΕΔΑ, 3) μέσω της εταιρίας .... ΕΠΕ ποσό 641.739 δρχ., που αφορά ψευδή εγγραφή στα βιβλία αυτής ανύπαρκτης αγοράς από την εταιρία ...... Ο.Ε. ποσού 3.565.217 δρχ., πλέον του εν λόγω ΦΠΑ στις 19-9-1994, σύμφωνα με την από .... έκθεση ελέγχου της ΥΠΕΔΑ...", τα οποία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσό των 50.000.000 δραχμών, ενώ, τέλος, η καταχώρηση στα εμπορικά βιβλία ανύπαρκτων συναλλαγών αποτελεί νόθευση εγγράφου, δεδομένου ότι αυτά αποτελούν συνολικά έγγραφα, δηλαδή, περισσότερα έγγραφα που εκλαμβάνονται ως ενιαίο έγγραφο. Οι ειδικότερες δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο δεν ανάγνωσε την από .... έκθεση "ελέγχου εφαρμογής διατάξεων του ΠΔ 1861/1992" και έτσι δεν την έλαβε υπόψη και δεν τη συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, και ότι δεν απάντησε στο αίτημά του για διενέργεια γραφολογικής και λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, είναι απορριπτέες ως ερειδόμενες επί αναληθούς προϋποθέσεως, καθόσον από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκαν τέτοια αιτήματα. Με βάση τις σκέψεις αυτές οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι συναφείς λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και των δικογράφων των προσθέτων λόγω, με τους οποίους πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένης απόφαση για: α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν, κατά το μέρος δε που με αυτούς, με την επίκληση, κατ' επίφαση, α) ελλείψεως της επιβαλλόμενης πιο πάνω αιτιολογίας και β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμησή τους, είναι απαράδεκτοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα, η οποία δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, συνεπάγεται και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Η παράσταση αυτή είναι παράνομη, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του για την άσκηση πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάσεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠοινΔ ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 68 του ίδιου Κώδικα, ως προς τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63 ΚΠοινΔ, 914 και 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες μόνο εκείνοι που ζημιώνονται άμεσα από το έγκλημα ή υφίστανται ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη απ' αυτό και όχι και εκείνοι που βλάπτονται έμμεσα, όπως τα μέλη νομικού προσώπου, τα οποία δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς στην άσκηση ατομικώς της πολιτικής αγωγής από αδίκημα που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, το οποίο και μόνο ζημιώνεται άμεσα απ' αυτό (Ολ.ΑΠ. 5/1994). Ειδικότερα, σε περίπτωση αξιόποινης πράξης, που στρέφεται ευθέως κατά εταιρίας που έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, επομένως και κατά ομόρρυθμης εταιρίας, εφόσον έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας του Εμπορικού Νόμου (άρθρα 42 έως 44) για τη σύσταση της, μόνο η εταιρία δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα στη σχετική ποινική διαδικασία, όχι δε και οι εταίροι της, που υφίστανται (αντανακλαστική) υλική ζημία ή ηθική βλάβη από την εν λόγω πράξη και, συνεπώς, δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς να προβούν στην παράσταση αυτή ατομικώς. Ειδικώς επί πλαστογραφίας ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να παραστεί: α) επί καταρτίσεως πλαστού εγγράφου ο φερόμενος ως εκδότης αυτού, β) επί νοθεύσεως γνήσιου εγγράφου, ο εκδότης του εγγράφου, εκτός αν τη νόθευση έκανε ο εκδότης σε χρόνο που δεν είχε την εξουσία διαθέσεως του εγγράφου και γ) ο ζημιούμενος από τη χρήση του εγγράφου.
Στην προκείμενη περίπτωση, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, εμφανίστηκε ο Ψ, ο οποίος δήλωσε στο Δικαστήριο ότι "υπό την ιδιότητά του ως εκπρόσωπος και διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρίας ".... ΟΕ" με έδρα την Αθήνα, ....., δηλώνει ότι η παραπάνω εταιρία παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα κατά του παραπάνω κατηγορουμένου, για τις πράξεις της υπεξαίρεσης και της πλαστογραφίας στα τιμολόγια του Ψ και ζητά χρηματική ικανοποίηση 44 ευρώ, με επιφύλαξη, λόγω ηθικής βλάβης που της προκλήθηκε από τις κρινόμενες πράξεις του". Διόρισε δε, πληρεξούσιο, τον παρόντα δικηγόρο Αθηνών Ευάγγελο Πετρόπουλο. Ακολούθως, οι συνήγοροι της υπερασπίσεως υπέβαλαν ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, την οποία απάντησαν προφορικά και κατέθεσαν και εγγράφως και έχει εξής: "Σύμφωνα με παγία θέση της νομολογίας, πολιτική αγωγή ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί μόνον από τα πρόσωπα που ζημιώνονται αμέσως από το έγκλημα (ΑΠ 1177/91 ΠΧρ ΜΒ/146, ΑΠ 1083/91 ΝοΒ 40/129, ΑΠ 510/91 ΠΧρ ΜΑ/987) και όχι από κάθε άλλον, εμμέσως ζημιωθέντα, στον οποίον αντανακλούν οι υλικές ή ηθικές συνέπειες του εγκλήματος [ΑΠ (Ολομ) 402/81 ΠΧρ ΛΑ/664, ΣυμβΑΠ 2005/03 ΠραξΛογΠΔ 2003/532 και 300/03 ΠΧρ ΝΓ/993, ΑΠ 1083/91 ΝοΒ 40/129, ΣυμβΕφΝαυπλ 71/90 ΑρχΝομολ/1990 578]. Ο Ψ, που δήλωσε, πρωτοδίκως και τώρα, παράσταση πολιτικής αγωγής ως νόμιμος εκπρόσωπος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "..... ΟΕ", δεν ενομιμοποιείτο, ούτε νομιμοποιείται, να προβεί σε τέτοια δήλωση, καθώς η εκπροσωπούμενη απ' αυτόν εταιρία δεν είναι (σύμφωνα με το διατακτικό του παραπεμπτικού βουλεύματος, αλλά και το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως) αμέσως παθούσα από οποιαδήποτε από τις αποδιδόμενες σε μένα πράξεις, αλλά ούτε και επικαλείται, στη δήλωσή του για παράσταση πολιτικής αγωγής, οποιαδήποτε περιστατικά ή σκέπεις, που να συνδέουν τις κατηγορίες με, δήθεν, άμεση ζημία της εταιρίας του. Εξάλλου, όπως εισάγεται η κατηγορία (ΑΠ 300/03 ΠΧρ ΝΓ/993) και δέχθηκε η εκκαλουμένη, κύριος των, προς απόδοση ΦΠΑ, χρημάτων και, ως εκ τούτου, άμεσως ζημιωθείς, είναι το Ελλ. Δημόσιο. Συνακολούθως, μοναδικός και αποκλειστικός, αμέσως ζημιωθείς, από τις φερόμενες πράξεις μου, είναι το Ελλ. Δημόσιο και όχι η οποιαδήποτε εταιρία, υπόχρεη προς καταβολή ΦΠΑ, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση η ανωτέρω εταιρία. Στην προκειμένη, συνεπώς, περίπτωση η ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, γενομένη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε βάρος μου είναι, σύμφωνα με τα παραπάνω, άκυρη, καθώς, κατά τα προεκτεθέντα, η ανωτέρω εταιρία δεν είναι αμέσως ζημιωθείσα από τις φερόμενες πράξεις μου, γι' αυτό και η εκκαλουμένη απόφαση, που δεν απέβαλε την πολιτική αγωγή, υπέπεσε σε (αρνητική) υπέρβαση εξουσίας, η οποία πρέπει να κηρυχθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου Σας, το οποίο, ούτως ή άλλως, πρέπει να αποβάλει την και τώρα δηλώσασα την εν λόγω παράσταση εταιρία. Επομένως, η εταιρία ..... ΟΕ δεν νομιμοποιείται να παρασταθεί, δια του νομίμου εκπροσώπου της, ως πολιτικώς ενάγουσα σε βάρος μου, γι' αυτό και πρέπει να αποβληθεί". Ακολούθως, το Δικαστήριο απέρριψε την ανωτέρω ένσταση με την εξής αιτιολογία: "Κατ' άρθρο 63 Κ.Ποιν.Δικ. νομιμοποιούνται να ασκήσουν πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο οι παθόντες και οι άμεσα ζημιωθέντες από την αξιόποινη πράξη. Τα νομικά πρόσωπα έχουν την δυνατότητα να ασκήσουν πολιτική αγωγή και να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όταν προσβάλλονται στην πίστη τους, την επαγγελματική τους υπόληψη και στο μέλλον των και συνεπώς η νομιμοποίηση των ως πολιτικώς ενάγοντες, όπως και επί φυσικών προσώπων, εξαρτάται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως των, αφού τα άνω περιστατικά είναι αυτά τα οποία συγκροτούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αξιόποινης πράξης και της ηθικής βλάβης (Α.Π. 921/1990 ΝοΒ 38, 1990, Α.Π. 959/1989 Ποιν. Χρον. 1990, 373.). Ούτω τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υποστούν ηθική βλάβη από τον αντίκτυπο που έχει στην πίστη των και στο κύρος των η αξιόποινη πράξη που έγινε σε βάρος των, διό και στη δήλωση παραστάσεως ως πολιτικώς ενάγοντος δεν απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του τρόπου, με τον οποίον επήλθε η βλάβη αυτή, γιατί αναφέρεται προφανώς στον παραπάνω αντίκτυπο (Α.Π. Συμβ. 575/1986 Ποιν. Χρον. 1986.692 ΝοΒ 34.1267). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αποδοθείσα εις τον κατηγορούμενο κατηγορία και όπως έγινε δεκτή και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του, αμέσως παθούσα από τις πράξεις είναι (και) η εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "....... Ο.Ε.", η οποία παρέδωσε την κατοχή του ποσού του Φ.Π.Α. εις τον λογιστήν της κατηγορούμενο με την εντολή να το καταβάλει στην αρμοδία Δ.Ο.Υ., και ο οποίος το παρακράτησε, νυν δε παρίσταται ο Ψ, ως νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρίας, αιτούμενος δι' αυτήν χρηματικήν ικανοποίηση δια την αυτονόητο ηθική βλάβη, την οποία αυτή υπέστη (Α.Π. 921/1990 ΝοΒ. 38, 1191) ως εκ της φύσεως της πράξεως, υπεξαιρέσεως εις βάρος της ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας (Α.Π. 1333/2000 Ποιν. Δικ. 2001 σελ. 218) και πλαστογραφίας, εφ' όσον φέρεται εκδότης του νοθευθέντος εγγράφου και συντάκτης των πλαστών (Συμβ. Α.Π. 773/1993 Ποιν. Χρον. ΜΓ' 539, Α.Π. 88/1992 Ποιν. Χρον. ΜΒ' 393)". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της συμπροσβαλλόμενης παρεμπίπτουσας υπ'αριθ. 1898/2006 αποφάσεώς του, διέλαβε την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη της ενστάσεως αποβολής της πολιτικής αγωγής, αφού δέχεται ότι αμέσως παθόν από τα άνω εγκλήματα της υπεξαιρέσεως και της πλαστογραφίας τόσο με τη μορφή της καταρτίσεως των πλαστών τιμολογίων, όσο και με τη μορφή της νοθεύσεως των εμπορικών του βιβλίων, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας με την επωνυμία "..... Ο.Ε.", ενόψει του ότι η εν λόγω εταιρία παρέδωσε στον κατηγορούμενο το ποσό του ΦΠΑ με την εντολή να το καταβάλει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., ο οποίος το ιδιοποιήθηκε παράνομα, και του ότι η εταιρία αυτή φέρεται ως εκδότης των καταρτισθέντων από τον κατηγορούμενο πλαστών τιμολογίων, πραγματικός δε εκδότης των νοθευθέντων από τον τελευταίο εμπορικών της βιβλίων, και επομένως νομίμως παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα η ανωτέρω εταιρία δια του νομίμου εκπροσώπου της για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από τις ανωτέρω εγκληματικές πράξεις του κατηγορουμένου. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι με το κύριο δικόγραφο και τα δικόγραφα των προσθέτων λόγω συναφείς λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η συμπροσβαλλόμενη πιο πάνω παρεμπίπτουσα απόφαση για: α) απόλυτη ακυρότητα, λόγω παράνομης παραστάσεως της πολιτικώς ενάγουσας στο ακροατήριο και β) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί, ως ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως, και ο λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου, επειδή αυτό αντί να απορρίψει ως απαράδεκτη την πολιτική αγωγή, τη δέχθηκε και προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο κακουργηματικής υπεξαιρέσεως από εντολοδόχο και πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.
Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο δια του δευτέρου δικογράφου των προσθέτων λόγων προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση του δεδικασμένου, γιατί, πέραν της αοριστίας του, πλήττεται με την κατ' επίφαση επίκληση αυτού η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 23-4-2007 και 20-4-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22 Δεκεμβρίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 11.651/28-12-2006) αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 23-4-2007 και 20-4-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 1898,1901/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιουνίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή