Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Λαθρεμπορία, Δεδικασμένο.
Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για λαθρεμπορία κατ' εξακολούθηση από κοινού για μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας και ως προς τη χρηματική ποινή που επέβαλε λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης. Παύση οριστικά ποινικής διώξεως λόγω παραγραφής για ορισμένες από τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας. Πότε παραβιάζεται η προφορικότητα της διαδικασίας και η δημοσιότητα της διαδικασίας από την ανάγνωση εγγράφων που δεν προσδιορίζονται με απόλυτη ακρίβεια στα πρακτικά συνεδριάσεως. Η πολιτική αγωγή κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή απ' αυτό. Το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σε αόριστο αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως. Δεν υπάρχει δεδικασμένο από ποινική απόφαση όταν δεν υπάρχει και ταυτότητα προσώπου που τέλεσε την αξιόποινη πράξη. Επεκτατικό αποτέλεσμα των αναιρέσεων των συναυτουργών και στον συναυτουργό τους που η αναίρεσή του απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη.
Αριθμός 865/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Απόστολο ΠαπαΓ. Προεδρεύoντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Σοφία Ντάντου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Αναστασάκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Σεπτεμβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθία Σπυροπούλου και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Γ. Ζ. του Δ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανδρουλάκη, 2)Σ. Κ. (Κ. S.) του Β., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Ιωάννη Θωμά και Ιωάννη Παπανδρουλάκη, 3)Δ. Τ. του Π., κατοίκου ..., που δεν παρέστη, 4)Β. Κ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Νικολίτσα Τσαφούλια και 5)Μ. Γ. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανδρουλάκη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.2883/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, από τον Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. Πολυχρόνη Καραστεργίου.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις: α)από 10 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12 Φεβρουαρίου 2015, και στους από 10 Αυγούστου 2015 και 13 Αυγούστου 2015 προσθέτους λόγους του Γ. Ζ., β)από 10 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12 Φεβρουαρίου 2015 και στους από 10 Αυγούστου 2015 προσθέτους λόγους του Σ. Κ., γ)από 11 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης του Β. Κ. και δ)από 10 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12 Φεβρουαρίου 2015 και στους από 6 Αυγούστου 2015 προσθέτους λόγους του Μ. Γ., τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 249/2015.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α)να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η αίτηση αναιρέσεως του Δ. Τ., β) να αναιρεθεί εν μέρει η υπ αρίθμ. 2883/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης και μόνο ως προς τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας, που αφορούν στις 164 πράξεις διαμετακόμισης και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, να παύσει οριστικά λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές με χρόνο τέλεσης από 21-3-2007 έως 10-8-2007, β) να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως μόνο για τις μερικότερες πράξεις της λαθρεμπορίας που διαλαμβάνονται στον ως άνω πίνακα 4 του διατακτικού και αφορούν στις 164 πράξεις διαμετακόμισης, με χρόνο τέλεσης μετά την 2-9-2015 και ως προς την επιμέτρηση της ποινής, γ) να αναιρεθεί εν μέρει η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση κατά την περί της ποινής διάταξη της, κατά το μέρος που επέβαλε την αναφερόμενη στο διατακτικό χρηματική ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος αυτό για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δ) να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως μετά των προσθέτων λόγων.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ του Κ.Ποιν.Δ , ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό ημερομηνία 30 Ιουνίου 2015 και 19 Ιουνίου 2015 αποδεικτικά επίδοσης των Γ. Ο., αρχιφύλακα στο Α.Τ. Αταλάντης και Λ. Χ., επιμελητή Εισαγγελίας Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, ο τρίτος αναιρεσείων Δ. Τ. του Π. κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως ο ως άνω αναιρεσείων δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση από 10-2-2015 αίτηση - δήλωσή του για αναίρεση της 2883/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-2-2015, πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον ως άνω τρίτο αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν από την άσκηση της αναίρεσής του (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ. 1 εδ. α και β του N. 2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας), λαθρεμπορία είναι α) η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα τελωνεία, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλον από τον ορισμένο παρ’ αυτής τόπο και χρόνο και β) οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των παρ’ αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος. Επίσης, κατά την παράγραφο 2 εδ. ζ του ίδιου ως άνω άρθρου του Ν. 2960/2001, ως λαθρεμπορία θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας και κατά την παράγραφο 2 εδ. θ του ίδιου ως άνω άρθρου του Ν. 2960/2001, ως λαθρεμπορία θεωρείται και η υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση εισαγομένων ή εξαγομένων εμπορευμάτων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη της παραγράφου 2 περ. ια του ίδιου ως άνω άρθρου του Ν. 2960/2001, ως λαθρεμπορία θεωρείται και η με οποιονδήποτε τρόπο διάθεση στην κατανάλωση εμπορευμάτων που τελούν υπό καθεστώς κοινοτικής διαμετακόμισης (ελεύθερης κυκλοφορίας) σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. Τ.10440/1923/Α.0019/Β 885 Α.Υ. Οικονομικών και ήδη της Απόφασης Γ.Γ.Δ.Ε. Πολ. 1006/9-1-2015 ΦΕΚ 120/21-1-2015. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη πλήρους ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε η αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στα στοιχεία αυτά. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως και όταν εξάρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως του γιατί δεν εξάρονται τα άλλα. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 1355/2014, Α.Π. 1086/2014). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008, Α.Π. 1355/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που παραδεκτώς συμπληρώνεται από το διατακτικό της, το δικαστήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ’ είδος μνημονεύονται, δηλαδή από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, από την ανάγνωση των πρακτικών της εκκαλούμενης αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως προσκομιζόμενων και επικαλούμενων εγγράφων, που λεπτομερώς, αναφέρονται στα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του Εφετείου και τα οποία βρίσκονται στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων, καθώς και από την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής: " ... ότι οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος κατηγορούμενοι, στη Θεσσαλονίκη, στους χρόνους που αναφέρονται πιο κάτω, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, τέλεσαν την πράξη της λαθρεμπορίας, όπως αυτή προσδιορίζεται ανά περίπτωση και για καθέναν εξ αυτών ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ειδικότερα στους πίνακες του διατακτικού, που δεν αναφέρονται και εδώ για λόγους οικονομίας. Συγκεκριμένα: Α) Στη Θεσσαλονίκη στους χρόνους που αναφέρονται στους πίνακες του διατακτικού με αριθμούς 1, 2 και 3, ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Ζ. , εκτελωνιστής Θεσσαλονίκης, ο δεύτερος κατηγορούμενος Σ. (S.) Κ. (K.), εισαγωγέας εμπορευμάτων, που διατηρούσε ατομική εμπορική επιχείρηση, ο τρίτος κατηγορούμενος Β. Κ., εν τοις πράγμασι διαχειριστής της εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "ΝΕΔΕΜ ΕΠΕ", με έδρα τον Πειραιά, αφού τυπικά, με βάση το καταστατικό, αλλά χωρίς στην πραγματικότητα να ασκεί διαχειριστικές πράξεις, διαχειρίστρια ήταν η σύζυγος του, ο τέταρτος κατηγορούμενος Δ. Τ., μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και νυν εκκαθαριστής της υπό εκκαθάριση εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "ΣΤΑΛΛΙΟΝ ΜΟΝ. ΕΠΕ" με έδρα τις ... ο πέμπτος κατηγορούμενος Μ. Γ., μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και νυν εκκαθαριστής της υπό εκκαθάρισης εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "Μ. Γ. ΜΟΝ. ΕΠΕ" και τον διακριτικό τίτλο "JMKS LTD", ... στα πλαίσια κοινής συναπόφασης και συνεκτέλεσης, κατά το χρονικό διάστημα από 27-2- 2007 έως 5-10-2007, στην ελληνική επικράτεια, με πρόθεση προέβησαν σε πράξεις που αποσκοπούσαν να στερήσουν από το Ελληνικό Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση τους εισπραττόμενους από αυτούς δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις. Ειδικότερα, προκειμένου να τελέσουν την πράξη της λαθρεμπορίας, είτε μέσω της υποτιμολόγησης των εισαγομένων από την Κίνα εμπορευμάτων, είτε μέσω της απαλλαγής του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή τους, παριστώντας ψευδώς ότι τα εμπορεύματα θα αποστέλλονταν άμεσα_στην Βουλγαρία (μέλος της Ε.Ε.), συνέστησαν εμπορικές επιχειρήσεις, είτε με εταιρική μορφή είτε με την μορφή της ατομικής επιχείρησης, οι οποίες θα φέρονταν ως αγοραστές προϊόντων προερχομένων από την Κίνα. Επίσης χρησιμοποίησαν δύο offshore εταιρίες (την Universe Ltd και την Underwood Ltd), οι οποίες εδρεύουν στις Σεϋχέλλες, προκειμένου αυτές να εμφανίζονται ως πωλητές των εισαγομένων προϊόντων, σε τιμές όμως έως και δέκα φορές χαμηλότερες της πραγματικής τους αξίας, δηλαδή αυτής στην οποία πραγματικά πωλούνταν από εμπόρους της Κίνας. Με την υποτιμολόγηση των εισαγομένων εμπορευμάτων γινόταν διαφυγή των εισπραττόμενων δασμών και φόρων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο πρώτος κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του εγκεκριμένου αποστολέα, χρησιμοποιούνταν και από τις τέσσερις εισαγωγικές επιχειρήσεις για την πραγματοποίηση των διαμετακομίσεων (ΤΙ), εν γνώσει όλων των παραπάνω μεθοδεύσεων για την αποφυγή δασμών. Αρμοδιότητα του πρώτου κατηγορουμένου Γ. Ζ. ήταν να παραλαμβάνει τα εμπορεύματα από το Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων του ΟΛΘ και να τα μεταφέρει στις εγκαταστάσεις της ατομικής του επιχείρησης που βρίσκεται εντός της ελεύθερης ζώνης Θεσσαλονίκης. Από εκεί αφού συμπλήρωνε τη δήλωση διαμετακόμισης αναγράφοντας την υποχρεωτική διαδρομή και την προθεσμία μέσα στην οποία έπρεπε τα εμπορεύματα να προσκομιστούν στο Τελωνείο Προορισμού, μολυβδοσφράγιζε τα containers, χωρίς να τα προσκομίσει στο Β’ Τελωνείο και τα απέστελλε στο Τελωνείο Προορισμού. Στην συνέχεια απέστελλε στο Β’ Τελωνείο για το αρχείο του το Αντίτυπο 1 των δηλώσεων διαμετακόμισης που είχε καταρτίσει. Στις περιπτώσεις δε των εταιριών Σταλλιον ΕΠΕ, Μ. Γ. ΜονΕΠΕ και ΝΕΔΕΜ ΕΠΕ, ενώ τα εμπορευματοκιβώτια έφταναν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με σκοπό την άμεση αποστολή τους στη Βουλγαρία, η κατάθεση των διασαφήσεων δεν πραγματοποιείτο στην Θεσσαλονίκη, αλλά τα φορτία διακομίζονταν στα Τελωνεία Αταλάντης και Βέροιας, επειδή σ’ αυτά δεν λειτουργούσε το σύστημα Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Τελωνείων, όπου τα εισαγόμενα εμπορεύματα χαρακτηρίζονται ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητάς τους και ανάλογα προσδιορίζεται ο τρόπος και τα μέσα ελέγχου. Σημειώνεται επίσης, ότι σε 157 περιπτώσεις διαμετακόμισης εμπορευμάτων, αποδείχθηκε ότι αυτά ουδέποτε προσκομίστηκαν ακόμη και στο Τελωνείο Αταλάντης, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος προσκόμισε στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Αταλάντης και Βέροιας, εικονικά ως προς τους αντισυμβαλλόμενους και ανακριβή ως προς την αξία των εμπορευμάτων τιμολόγια, εν γνώσει της εικονικότητάς τους αυτής. Αυτή όμως και μόνον η πράξη των κατηγορουμένων, ήτοι η μη φυσική προσκόμιση των εμπορευμάτων στο Τελωνείο της Αταλάντης από μόνη της, δεν συνιστά πράξη λαθρεμπορίας και για το λόγο αυτό, γι’ αυτήν και μόνο την πράξη πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι. Περαιτέρω, συγκεκριμένα αναφορικά με την εικονικότητα των τιμολογίων που αφορούσαν τα εισαγόμενα είδη, αυτή αποδείχθηκε από τα εξής περιστατικά: Όπως προαναφέρθηκε, οι εισαγωγικές επιχειρήσεις του Σ. Κ. και της Στάλλιον ΕΠΕ συστάθηκαν την 8-2-07 και 27-10-06 αντίστοιχα, ενώ η εταιρία του Μ. Γ. συστάθηκε την 30-4-07. Η ΝΕΔΕΜ ΕΠΕ συστάθηκε την 25-1-00 και έως το τέλος του 2006 ήταν αδρανής. Κατά τον χρόνο αυτό, ο πρώτος κατηγορούμενος πρότεινε στον εν τοις πράγμασι διαχειριστή της Β. Κ., έναντι αμοιβής, να χρησιμοποιεί την εταιρία του ως "εισαγωγέα" εμπορευμάτων, πράγμα το οποίο ο Β. Κ. αποδέχτηκε. Όλες οι παραπάνω επιχειρήσεις λειτούργησαν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα έξι μηνών περίπου, κατά το οποίο φέρονται να πραγματοποίησαν ξαφνικά αθρόες εισαγωγές προϊόντων. Επιπλέον, εμφανιζόταν ότι αγόραζαν από τις εικονικές off shore πωλήτριες εταιρίες εμπορεύματα αξίας δεκάδων χιλιάδων ευρώ, το τίμημα των οποίων πλήρωναν με μετρητά, χωρίς την μεσολάβηση Τραπεζών και μάλιστα χωρίς πίστωση του τιμήματος, αμέσως με την συμφωνία της πώλησης. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι διέθεταν δεκάδες χιλιάδων μετρητών καθημερινά, τα οποία διακινούσαν χέρι με χέρι και μάλιστα για την εισαγωγή προϊόντων, τόσο χαμηλής αξίας, που το κόστος μεταφοράς τους και διακίνησής τους, όχι μόνο δεν τους απέφερε κέρδος, αλλά αντίθετα είχαν ζημία. Σημειώνεται επίσης, ότι όλες αυτές οι εισαγωγικές επιχειρήσεις των κατηγορουμένων είτε συστάθηκαν είτε δραστηριοποιήθηκαν (περίπτωση της ΝΕΔΕΜ ΕΠΕ) με την ένταξη της Βουλγαρίας στην ΕΕ (1-1-2007) προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τους κατηγορούμενους το καθεστώς 42, σύμφωνα με το οποίο τα εισαγόμενα στην ΕΕ εμπορεύματα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία και άμεση αποστολή στη Βουλγαρία με απαλλαγή από τον ΦΠΑ. Σύμφωνα λοιπόν με όλη την ανωτέρω υποδομή που δημιούργησαν οι κατηγορούμενοι για την τέλεση κατ’ εξακολούθηση της πράξης της λαθρεμπορίας, προέβησαν στην υποτιμολόγηση εμπορευμάτων κατά την εισαγωγή τους από την Κίνα, τα οποία εισήχθησαν στην ελληνική
Επικράτεια μέσω του Λιμένα της Θεσσαλονίκης με φορτηγά πλοία και για τα οποία κατατέθηκαν στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές τα σχετικά τελωνειακά παραστατικά (ΤΙ και Διασαφήσεις). Ωστόσο, τα εμπορεύματα αυτά είχαν αξία μεγαλύτερη από τη δηλωθείσα στα συνοδευτικά τους έγγραφα και συνεπώς κατά τον εκτελωνισμό τους έγινε διαφυγή των εισπραττόμενων δασμών και φόρων που θα εισπράττονταν εάν δηλωνόταν η πραγματική τους αξία. Σε ορισμένα από αυτά, όπως αναφέρεται πιο κάτω, εκτός της υποτιμολόγησης, προέβησαν και σε καταστρατήγηση των διατάξεων περί απαλλαγής από τον Φ.Π.Α. κατά την εισαγωγή (λαθρεμπορία κατά την ενδοκοινοτική παράδοση), με συνέπεια τη διαφυγή καταβολής του Φ.Π.Α. που έπρεπε να καταβληθεί στην Ελλάδα και στην ΕΕ. Οι σχετικές Διασαφήσεις Εισαγωγής κατατέθηκαν στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης και αφορούσαν εισαγωγές εμπορευμάτων (κλωστοϋφαντουργικά, υποδήματα κλπ.), καταγωγής Κίνας, οι οποίες έγιναν στην Ελληνική Επικράτεια μέσω του Λιμένα της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα, σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στους παρακάτω πίνακες του διατακτικού, τα εμπορευματοκιβώτια κατέφθαναν θαλασσίως στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια διαμετακομίζονταν με ΤΙ (δήλωση διαμετακόμισης) του εγκεκριμένου αποστολέα Γ. Ζ. από το Β’ Τελωνείο Θεσσαλονίκης (ως Τελωνείο του Λιμένα Θεσσαλονίκης) στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης, όπου και εκτελωνίζονταν. Στο 90% των περιπτώσεων τα εμπορεύματα ετίθεντο σε ελεύθερη κυκλοφορία και άμεση αποστολή στη Βουλγαρία με απαλλαγή από το Φ.Π.Α. (καθεστώς 42). Σε κάθε περίπτωση, το καθεστώς διαμετακόμισης χρησιμοποιήθηκε ως προπαρασκευαστικό στάδιο και ως μηχανισμός εκτροπής του τελωνισμού των εμπορευμάτων από το Τελωνείο Εισόδου (Β’ Τελωνείο Θεσσαλονίκης) στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης, για την αποφυγή των ελέγχων και της απόρριψης των αναγραφόμενων στα τιμολόγια εισαγωγής ιδιαίτερα χαμηλών αξιών, αφού, όπως προαναφέρθηκε, στα τελωνεία αυτά δεν υπήρχε ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου και επιπλέον στο Τελωνείο Αταλάντης είχαν τη βοήθεια της τελωνειακής υπαλλήλου Ζ. Π. - Σ., για την οποία οι αποδιδόμενες πράξεις της λαθρεμπορίας υπέπεσαν στην πενταετή παραγραφή και έπαψε οριστικά η εναντίον της ποινική δίωξη. Οι επιμέρους πράξεις των πιο πάνω προσώπων, ήτοι του 1ου, 2ου, 3ου, 4ου και 5ου των κατηγορουμένων (με τη σημείωση για τον 5° κατηγορούμενο πλην των έξη διασαφήσεων για τις οποίες κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη), από κοινού με κοινό δόλο, ως προς κάθε μια περίπτωση λαθρεμπορίας έχουν ως εξής:
I. Υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων που εισήχθησαν από την Κίνα, κατά τον εκτελωνισμό με συνολικά 389 Διασαφήσεις Εισαγωγής εκ των οποίων: α) 47 Διασαφήσεις Εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς "Θέση σε ανάλωση με ταυτόχρονη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων που δεν αποτελούν αντικείμενο παράδοσης με απαλλαγή από Φ.Π.Α." (καθεστώς 40). Σημειώνεται ότι με το καθεστώς 40 ο εισαγωγέας καταβάλει όλους τους δασμούς και φόρους, συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α., και τα εμπορεύματα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση. Το σύνολο των διαφυγόντων δασμών και φόρων (συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α.) που αναλογούν στις 47 Διασαφήσεις Εισαγωγής ανέρχεται σε 329.085,62 ευρώ, β) 342 Διασαφήσεις Εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς "Θέση σε ανάλωση με ταυτόχρονη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων με απαλλαγή από τον ΦΠΑ για παράδοση σε άλλο κράτος - μέλος" (καθεστώς 42). Σημειώνεται ότι με το Καθεστώς 42 ο εισαγωγέας καταβάλει στο Τελωνείο κατά την εισαγωγή τους δασμούς και τις λοιπές επιβαρύνσεις και απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής Φ.Π.Α. με την προϋπόθεση ότι τα εμπορεύματα θα αποσταλούν άμεσα σε άλλο Κράτος - Μέλος της ΕΕ, στο οποίο και αποδίδεται ο Φ.Π.Α. από την τελική παραλήπτρια επιχείρηση. Το σύνολο των διαφυγόντων δασμών και επιβαρύνσεων (πλην Φ.Π.Α.) που αναλογούν στις 342 Διασαφήσεις Εισαγωγής ανέρχεται σε 929.248,09 ευρώ. II. Επιπλέον, σε 233 από τις ανωτέρω 342 εισαγωγές με το καθεστώς 42 τα εμπορεύματα δεν παρελήφθησαν από τις Βουλγαρικές επιχειρήσεις που αναγράφονται ως παραλήπτριες στα συνημμένα στις Διασαφήσεις φορολογικά στοιχεία, και ο Φ.Π.Α. που αναλογεί δεν καταβλήθηκε, με συνέπεια την απώλεια του τόσο από το Ελληνικό Δημόσιο όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, πράξη που συνιστά λαθρεμπορία. Κατόπιν επαναπροσδιορισμού των αξιών των εμπορευμάτων από τα αρμόδια Τελωνεία, ο Φ.Π.Α. που αναλογεί στη διαπιστωθείσα αξία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.224.794,19 €. Όπως επίσης προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε και η μη αποστολή, μη μεταφορά και μη φυσική προσκόμιση στο Τελωνείο Αταλάντης (ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο που καθορίσθηκε ή εγκρίθηκε από αυτό) των εμπορευμάτων, η διαμετακόμιση των οποίων αναλήφθηκε με αντίστοιχα ... του εγκεκριμένου αποστολέα Γ. Ζ.. Για την πράξη αυτή όμως, που όπως προαναφέρθηκε δεν συνιστά από μόνη της λαθρεμπορία, πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι. Περαιτέρω οι λοιπές πράξεις που προαναφέρθηκαν τελέσθηκαν από του ως άνω δράστες στα πλαίσια κοινής συναπόφασης και συνεκτέλεσης. Β. Επίσης, στη Θεσσαλονίκη, στους χρόνους που αναφέρονται στον πιο κάτω πίνακα 4 του σκεπτικού, οι Γ. Ζ., Σ. (S.) Κ. (K.), Β. Κ.ς, Δ. Τ., Μ. Γ. και Χ. Σ. (εκτελωνιστής), όλοι υπό τις παραπάνω αναφερθείσες ιδιότητες, σε 164 περιπτώσεις εισαγωγών εμπορευμάτων, από αυτές που αναφέρονται πιο πάνω, αποδείχθηκε η μη αποστολή, μη μεταφορά και μη φυσική προσκόμιση στο Τελωνείο Αταλάντης (ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο πού καθορίσθηκε ή εγκρίθηκε από αυτό) των εμπορευμάτων, η διαμετακόμιση των οποίων αναλήφθηκε με αντίστοιχα ... του εγκεκριμένου αποστολέα Γ. Ζ.. Οι ανωτέρω πράξεις τελέσθηκαν από τους πιο πάνω κατηγορούμενους στα πλαίσια κοινής συναπόφασης και συνεκτέλεσης. Έτσι, μολονότι τα εμπορεύματα ουδέποτε μεταφέρθηκαν ή προσκομίσθηκαν στο Τελωνείο Αταλάντης ή σε χώρο που καθορίσθηκε ή εγκρίθηκε από αυτό, ο εκτελωνιστής Χ. Σ. του Γ. προσκόμισε και κατέθεσε τα ΤΙ ταυτόχρονα μαζί με τις αντίστοιχες Διασαφήσεις Εισαγωγής στο Τελωνείο, ενώ η ελεγκτής Ζ. Π. - Σ. επαλήθευσε τα (μη προσκομισθέντα) εμπορεύματα θέτοντας την υπογραφή της στη θέση 8 "ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ" εκάστης Διασάφησης. Βάσει αυτής της πράξης επαλήθευσης οι υπάλληλοι του Τελωνείου Αταλάντης Ν. Τ. και Λ. Μ. (στα πλαίσια παραπλάνησης τους) θεώρησαν το αντίτυπο 5 των ΤΙ και βεβαίωσαν επί του αντιτύπου ότι τα εμπορεύματα προσκομίσθηκαν "καλώς" στο Τελωνείο Προορισμού (ένδειξη ΚΑΛΩΣ), περατώνοντας με τον τρόπο αυτό το καθεστώς διαμετακόμισης που αναλήφθηκε από τον Γ. Ζ. με την έκδοση των .... Οι ανωτέρω αναφερόμενοι κατηγορούμενοι προέβησαν στις συγκεκριμένες πράξεις εν γνώσει του γεγονότος της μη προσκόμισης των εμπορευμάτων στο Τελωνείο Αταλάντης, η δε επιλογή του Τελωνείου Αταλάντης, το οποίο ήταν μη μηχανογραφημένο τελωνείο, ήταν εξαρχής επινοημένη ως στοιχείο του σχεδίου διάπραξης της λαθρεμπορίας. Για την πράξη αυτή όμως, που όπως προαναφέρθηκε δεν συνιστά από μόνη της λαθρεμπορία, πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι. Στους πίνακες του διατακτικού που ακολουθούν παρατίθενται αναλυτικά όλες οι πράξεις της λαθρεμπορίας, όπως κατηγοριοποιήθηκαν ανωτέρω. Συγκεκριμένα: Στον πίνακα 1 παρατίθενται οι 47 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 40, που συνδέονται με την υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, ενώ αναγράφονται σε στήλες ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων, όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και οι διαφυγόντες δασμοί και φόροι. Στον πίνακα 2 παρατίθενται οι 342 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42, που συνδέονται με την υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, ενώ αναγράφονται σε στήλες ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων, όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και οι διαφυγόντες δασμοί και επιβαρύνσεις (πλην Φ.Π.Α.). Στον πίνακα 3 παρατίθενται αναλυτικά οι 232 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42 για την καταστρατήγηση του καθεστώτος 42, ενώ αναγράφονται ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και ο Φ.Π.Α. που αναλογεί στη διαπιστωθείσα αξία. Στον πίνακα 4 παρατίθενται οι 164 πράξεις διαμετακόμισης (ΤΙ) αναφορικά με τη μη φυσική προσκόμιση των εμπορευμάτων στο Τελωνείο Αταλάντης (Τελωνείο Προορισμού), ενώ αναγράφονται ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρησης του ΤΙ, ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρησης της αντίστοιχης Διασάφησης, που είναι και η ημερομηνία τέλεσης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση καθώς και οι δασμοί και φόροι που απώλεσε το Ελληνικό Δημόσιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι 1ος, 2ος, 3ος, 4ος και 5ος κατηγορούμενοι της πράξεως της λαθρεμπορίας με τη μορφή της υποτιμολόγησης και της μη καταβολής ΦΠΑ, όπως κατηγορούνται, με την ανωτέρω διευκρίνιση για τον 5° κατηγορούμενο (πλην των 6 διασαφήσεων για τις οποίες κηρύχθηκε απαράδεκτη η εναντίον του ασκηθείσα ποινική δίωξη) και να κηρυχθούν αθώοι οι 1ος, 2ος, 3ος, 4ος, 5ος και 6ος κατηγορούμενοι της πράξεως της λαθρεμπορίας με τη μορφή της μη προσκόμισης των εμπορευμάτων στο Τελωνείο Αταλάντης". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κήρυξε ένοχους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους του ότι: "Στη Θεσσαλονίκη στους χρόνους που αναφέρονται πιο κάτω, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος τέλεσαν την πράξη της λαθρεμπορίας, όπως αυτή προσδιορίζεται ανά περίπτωση και για καθέναν εξ αυτών ως προς τα πραγματικά περιστατικά πιο κάτω. Συγκεκριμένα: Α) Στη Θεσσαλονίκη στους χρόνους που αναφέρονται στους πιο κάτω πίνακες 1, 2, 3 οι Γ. Ζ., εκτελωνιστής Θεσσαλονίκης, Σ. (S.) Κ. (K.), εισαγωγέας εμπορευμάτων, Β. Κ.ς, εν τοις πράγμασι διαχειριστής της εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "ΝΕΔΕΜ ΕΠΕ", με έδρα τον Πειραιά, Δ. Τ., μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και νυν εκκαθαριστής της υπό εκκαθάριση εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "ΣΤΑΛΛΙΟΝ ΜΟΝ. ΕΠΕ" με έδρα τις ... Μ. Γ., μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και νυν εκκαθαριστής της υπό εκκαθάρισης εισαγωγικής εταιρίας με την επωνυμία "Μ. Γ. ΜΟΝ. ΕΠΕ" και τον διακριτικό τίτλο "JMKS LTD", στα πλαίσια κοινής συναπόφασης και συνεκτέλεσης, κατά το χρονικό διάστημα από 27-2-2007 έως 5-10-2007, στην Ελληνική Επικράτεια, με πρόθεση, προέβησαν σε πράξεις που αποσκοπούσαν να στερήσουν από το Ελληνικό Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση τους εισπραττόμενους από αυτούς δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις. Ειδικότερα, προέβησαν στην υποτιμολόγηση εμπορευμάτων κατά την εισαγωγή τους από την Κίνα, τα οποία εισήχθησαν στην Ελληνική Επικράτεια μέσω του Λιμένα της Θεσσαλονίκης με φορτηγά πλοία και για τα οποία κατατέθηκαν στις αρμόδιες Τελωνειακές Αρχές τα σχετικά τελωνειακά παραστατικά (ΤΙ και Διασαφήσεις). Ωστόσο, τα εμπορεύματα αυτά είχαν αξία μεγαλύτερη από τη δηλωθείσα στα συνοδευτικά τους έγγραφα και συνεπώς κατά τον εκτελωνισμό τους έγινε διαφυγή των εισπραττόμενων δασμών και φόρων που θα εισπράττονταν εάν δηλωνόταν η πραγματική τους αξία. Σε ορισμένα από αυτά, όπως αναφέρεται πιο κάτω, εκτός της υποτιμολόγησης, προέβησαν και σε καταστρατήγηση των διατάξεων περί απαλλαγής από τον Φ.Π.Α. κατά την εισαγωγή (λαθρεμπορία κατά την ενδοκοινοτική παράδοση), με συνέπεια τη διαφυγή καταβολής του Φ.Π.Α. που έπρεπε να καταβληθεί στην Ελλάδα και στην Ε.Ε.. Οι σχετικές Διασαφήσεις Εισαγωγής κατατέθηκαν στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης και αφορούσαν εισαγωγές εμπορευμάτων (κλωστοϋφαντουργικά, υποδήματα κλπ.), καταγωγής Κίνας, οι οποίες έγιναν στην Ελληνική Επικράτεια μέσω του Λιμένα της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα, σε όλες τις περιπτώσεις που εξετάσθηκαν, τα εμπορευματοκιβώτια κατέφθαναν θαλασσίως στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια διαμετακομίζονταν με ΤΙ (δήλωση διαμετακόμισης) του εγκεκριμένου αποστολέα Γ. Ζ. από το Β’ Τελωνείο Θεσσαλονίκης (ως Τελωνείο του Λιμένα Θεσσαλονίκης) στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης, όπου και εκτελωνίζονταν, στο δε 90% των περιπτώσεων τα εμπορεύματα έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία και άμεση αποστολή στη Βουλγαρία με απαλλαγή από το Φ.Π.Α. (καθεστώς 42). Σε κάθε περίπτωση, το καθεστώς διαμετακόμισης χρησιμοποιήθηκε ως προπαρασκευαστικό στάδιο και ως μηχανισμός εκτροπής του τελωνισμού των εμπορευμάτων από το Τελωνείο Εισόδου (Β’ Τελωνείο Θεσσαλονίκης) στα Τελωνεία Α’ Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Αταλάντης, για την αποφυγή των ελέγχων και της απόρριψης των αναγραφόμενων στα τιμολόγια εισαγωγής ιδιαίτερα χαμηλών αξιών. Οι επιμέρους πράξεις των πιο πάνω προσώπων από κοινού με κοινό δόλο, ως προς κάθε μια περίπτωση λαθρεμπορίας έχουν ως εξής: Ι. Υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων που εισήχθησαν κυρίως από την Κίνα, κατά τον τελωνισμό με συνολικά 389 Διασαφήσεις Εισαγωγής εκ των οποίων: α) 47 Διασαφήσεις Εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς "Θέση σε ανάλωση με ταυτόχρονη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων που δεν αποτελούν αντικείμενο παράδοσης με απαλλαγή από Φ.Π.Α." (Καθεστώς 40). Σημειώνεται ότι με το Καθεστώς 40 ο εισαγωγέας καταβάλει όλους τους δασμούς και φόρους, συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α., και τα εμπορεύματα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση. Το σύνολο των διαφυγόντων δασμών και φόρων (συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α.) που αναλογούν στις 47 Διασαφήσεις Εισαγωγής ανέρχεται σε 329.085,62 €. β) 342 Διασαφήσεις Εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς "Θέση σε ανάλωση με ταυτόχρονη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων με απαλλαγή από τον ΦΠΑ για παράδοση σε άλλο κράτος - μέλος" (Καθεστώς 42). Σημειώνεται ότι με το Καθεστώς 42 ο εισαγωγέας καταβάλει στο Τελωνείο κατά την εισαγωγή τους δασμούς και τις λοιπές επιβαρύνσεις και απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής Φ.Π.Α με την προϋπόθεση ότι τα εμπορεύματα θα αποσταλούν άμεσα σε άλλο Κράτος - Μέλος της Ε.Ε., στο οποίο και αποδίδεται ο Φ.Π.Α. από την τελική παραλήπτρια επιχείρηση. Το σύνολο των διαφυγόντων δασμών και επιβαρύνσεων (πλην Φ.Π.Α.) που αναλογούν στις 342 Διασαφήσεις Εισαγωγής ανέρχεται σε 929.284,09 €.
ΙΙ. Επιπλέον, σε 233 από τις ανωτέρω 342 εισαγωγές με το Καθεστώς 42 τα εμπορεύματα δεν παρελήφθησαν από τις Βουλγαρικές επιχειρήσεις που αναγράφονται ως παραλήπτριες στα συνημμένα στις Διασαφήσεις φορολογικά στοιχεία, και ο Φ.Π.Α. που αναλογεί δεν καταβλήθηκε, με συνέπεια την απώλειά του τόσο από το Ελληνικό Δημόσιο όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατόπιν επαναπροσδιορισμού των αξιών των εμπορευμάτων από τα αρμόδια Τελωνεία, ο Φ.Π.Α. που αναλογεί στη διαπιστωθείσα αξία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.224.794,19 €. Διαπιστώθηκε η μη αποστολή, μη μεταφορά και μη φυσική προσκόμιση στο Τελωνείο Αταλάντης (ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο που καθορίσθηκε ή εγκρίθηκε από αυτό) των εμπορευμάτων, η διαμετακόμιση των οποίων αναλήφθηκε με αντίστοιχα ... του εγκεκριμένου αποστολέα Γ. Ζ.. Οι ανωτέρω πράξεις τελέσθηκαν από τους δράστες στα πλαίσια κοινής συναπόφασης και συνεκτέλεσης (ΥΠΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ A’ I και II πράξεις). Στους Πίνακες που ακολουθούν παρατίθενται αναλυτικά όλες οι πράξεις της λαθρεμπορίας, όπως κατηγοριοποιήθηκαν ανωτέρω. Συγκεκριμένα: Στον Πίνακα 1 παρατίθενται οι 47 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 40, που συνδέονται με την υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, ενώ αναγράφονται σε στήλες ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων, όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες Εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και οι διαφυγόντες δασμοί και φόροι. Στον Πίνακα 2 παρατίθενται οι 342 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42, που συνδέονται με την υποτιμολόγηση της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, ενώ αναγράφονται σε στήλες ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων, όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες Εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και οι διαφυγόντες δασμοί και επιβαρύνσεις (πλην Φ.Π.Α.). Στον Πίνακα 3 παρατίθενται αναλυτικά οι 232 Διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42 για την καταστρατήγηση του καθεστώτος 42, ενώ αναγράφονται ο αριθμός και η ημερομηνία της Διασάφησης, που είναι και ο χρόνος τέλεσης της πράξης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση, η διαπιστωθείσα αξία των εμπορευμάτων όπως προσδιορίσθηκε από τις αντίστοιχες Εκθέσεις των αρμοδίων Τελωνείων, και ο Φ.Π.Α. που αναλογεί στη διαπιστωθείσα αξία. Στον Πίνακα 4 παρατίθενται οι 164 πράξεις διαμετακόμισης (ΤΙ) αναφορικά με τη μη φυσική προσκόμιση των εμπορευμάτων στο Τελωνείο Αταλάντης (Τελωνείο Προορισμού), ενώ αναγράφονται ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρησης του ΤΙ, ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρησης της αντίστοιχης Διασάφησης, που είναι και η ημερομηνία τέλεσης της λαθρεμπορίας, ο παραλήπτης στη Διασάφηση καθώς και οι δασμοί και φόροι που απώλεσε το Ελληνικό Δημόσιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση ... (ακολουθούν στο διατακτικό οι πίνακες 1, 2, 3 και 4)". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά το περί της ενοχής των αναιρεσείοντων κατηγορουμένων κεφάλαιο αυτής, ως προς τις μερικότερες πράξεις της λαθρεμπορίας, που αφορούν στις διασαφήσεις που διαλαμβάνονται στους πίνακες 1, 2 και 3 του διατακτικού της αποφάσεως, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση από κοινού, από την οποία οι διαφυγόντες δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 26 παρ. Ια, 27παρ. 1 ΠΚ, 155 παρ. 1 α-β, 2ζ, θ,157 παρ. 1 α, β και 160 του Ν. 2960/2001, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία, ώστε η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αιτιολογείται επαρκώς ο τρόπος με τον οποίον οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι έδρασαν στην τέλεση της ως άνω πράξεως με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της αποφάσεως, ενεργώντας μετά από συναπόφαση, προκειμένου να αποστερήσουν από το Ελληνικό Δημόσιο και την Ε.Ε. τους εισπραττόμενους από αυτούς δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις για εμπορεύματα που εισήγοντο από την Κίνα, χρησιμοποιώντας ως τέχνασμα για την πραγμάτωση του σκοπού τους αυτού το καθεστώς [40] της υποτιμολόγησης ,ως και αυτό του [42], σύμφωνα με το οποίο τα εισαγόμενα στην Ε.Ε. εμπορεύματα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία και άμεση αποστολή στη Βουλγαρία με απαλλαγή από τον ΦΠΑ, όπου κατά τις παραδοχές της αποφάσεως δεν εξήχθησαν. Προσδιορίζεται επίσης ο χρόνος τέλεσης των μερικοτέρων πράξεων. Το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση για τις ως άνω μερικότερες πράξεις, αφού έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα κατ’ είδος στο προοίμιο του σκεπτικού μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες, κατά το μέρος δε που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία, όμως, είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, είναι απαράδεκτοι. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως με τα δικόγραφα των αναιρέσεων από τους άνω αναιρεσείοντες Μ. Γ., Γ. Ζ. και Σ. Κ., ως και ο πρώτος και τρίτος λόγοι, που προβλήθηκαν με το από 6-8-2015 δικόγραφο προσθέτων λόγων από τον Γ. Ζ., καθώς και ο υπό στοιχ. 1β επικαλούμενος λόγος από τον τελευταίο με το από 12-8-2015 έτερο δικόγραφο προσθέτων λόγων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οι οποίοι λόγοι αναφέρονται στην κατάφαση της ενοχής τους για τις ως άνω μερικότερες πράξεις που διαλαμβάνονται στους 1, 2 και 3 πίνακες του διατακτικού, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όμως, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, στέρησε στην προσβαλλόμενη απόφασή του από την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την κατάφαση της ενοχής των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων για τις άλλες μερικότερες πράξεις της λαθρεμπορίας που αφορούν στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, καθόσον έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες και αντιφάσεις μεταξύ του αιτιολογικού (σκεπτικού) και του διατακτικού και συγκεκριμένα, ενώ στο σκεπτικό καταλήγει ότι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι για τις πράξεις αυτές και στο διατακτικό στην αρχή τους κηρύσσει, επίσης, αθώους, στο τέλος, στο διατακτικό, διαλαμβάνει στις πράξεις για τις οποίες τους καταδίκασε και τις εν λόγω πράξεις, με συνέπεια, να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Επομένως, ως προς τις μερικότερες αυτές πράξεις που διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως με τον πρώτο λόγο των δικογράφων των αιτήσεων αναιρέσεως από τους αναιρεσείοντες, ως και με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των από 12-8-2015 προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Γ. Ζ., είναι βάσιμοι και κατ’ ακολουθία, πρέπει να αναιρεθεί κατά ένα μέρος η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα κατά το μέρος της που αφορά την καταδίκη των αναιρεσειόντων για τις πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού.
Κατά τα άρθρα 111,112 και 113 του Π.Κ., όπως το τελευταίο ισχύει, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 2408/1996 και η παράγραφος 3 έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 25 του Ν.3346/2005, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β’ , 370 στοιχ. β’ και 511 του Κ.Ποιν.Δ., όπως η τελευταία ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση, σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και στον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής μετά την άσκηση της αναιρέσεως οφείλει, μετά την αναίρεση της αποφάσεως που προσβάλλεται, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά δεκτή ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα και περιέχεται σ’ αυτήν, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 του Κ.Ποιν.Δ., ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του Κ.Ποιν.Δ., ο οποίος κρίθηκε βάσιμος (Α.Π. 324/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, ορισμένες από τις ως άνω μερικότερες πράξεις λαθρεμορίας που αναφέρονται και περιλαμβάνονται στον πίνακα με αριθμό 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης και που κατά τα προαναφερθέντα είναι αναιρετέα η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα αυτές που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 21- 3-2007 έως 10-8-2007, αφού από του χρόνου της τελέσεώς τους μέχρι τη διάσκεψη και την έκδοση και δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος της οκταετίας, έχουν υποπέσει σε παραγραφή και εξαλείφθηκε το αξιόποινό τους.
Συνεπώς, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των αναιρεσείοντων κατηγορουμένων για τις εν λόγω μερικότερες πράξεις λόγω παραγραφής και εξαλείψεως του αξιοποίνου τους και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της μόνο ως προς τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις του πίνακα 4, καθώς και για την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 160 παρ.1 και 2 του Ν. 2960/2001 για τον "Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα", που ισχύει κατά το άρθρο 185 αυτού από 1-1-2002 και έκτοτε καταργήθηκαν οι διατάξεις του Ν. 1165/1918 (άρθρ. 184 παρ. 1α Ν. 2960/2001), "σε κάθε περίπτωση λαθρεμπορίας τα εμπορεύματα, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο αυτής, δημεύονται . ... Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, ήθελε καταστεί αδύνατη η δήμευση των κατά το παρόν άρθρο αντικειμένων λαθρεμπορίας, επιβάλλεται στον ένοχο ποινή χρηματική ίση με την αξία CIF αυτών, επιπροσθέτως πάσης άλλης ποινής επιβαλλόμενης κατά τον παρόντα Κώδικα". Οι διατάξεις αυτές του "Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα", με τις οποίες επιβάλλεται χρηματική ποινή, χωρίς προσαυξήσεις και οι οποίες είναι επιεικέστερες από εκείνες του προϊσχύσαντος Τελωνειακού Κώδικα, προϋποθέτουν για την επιβολή της χρηματικής ποινής να έχει καταστεί αδύνατη η δήμευση των αντικειμένων λαθρεμπορίας. Έτσι, για να επιβληθεί η ως άνω χρηματική ποινή σε περίπτωση καταδίκης για λαθρεμπορία, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, να βεβαιώνεται με ειδική σκέψη σ’ αυτήν ότι η δήμευση των αντικειμένων της λαθρεμπορίας κατέστη αδύνατη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε στους αναιρεσείοντες για την πράξη της λαθρεμπορίας και χρηματική ποινή χωρίς όμως να γίνεται μνεία ή να βεβαιώνεται στην αιτιολογία, όπως θα έπρεπε κατά τα προεκτεθέντα, ότι δεν κατέστη δυνατόν να δημευθούν τα εμπορεύματα που ήσαν αντικείμενο της λαθρεμπορίας και ότι για το λόγο αυτό επιβάλλεται η χρηματική ποινή. Επιπλέον δεν αναφέρεται καθόλου πως προέκυψε το ύψος της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε και ειδικότερα αν τα ποσά των χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν σε καθένα εκ των κατηγορουμένων αντιστοιχούν στην αξία CIF των εμπορευμάτων της λαθρεμπορίας (Α.Π. 129/2009, Α.Π. 1086/2014). Επομένως, ενόψει τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που επέβαλε τις χρηματικές ποινές, στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά τις βάσιμες περί τούτου αιτιάσεις που περιέχονται στον τελευταίο με αριθμό 8 λόγο των κρινόμενων αναιρέσεων των ως άνω αναιρεσειόντων, αλλά και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 160 του Ν. 2960/2001, όπως βάσιμα επικαλείται με τον δεύτερο λόγο του από 12-8-2015 δικογράφου προσθέτων λόγων ο αναιρεσείων Γ. Ζ..
Συνεπώς, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και κατά το μέρος που επέβαλε στους ως άνω αναιρεσείοντες χρηματική ποινή και να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358 και 364 του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 παρ. δ του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι για το σχηματισμό της κρίσης περί ενοχής του κατηγορουμένου, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Όμως, τα ανωτέρω δεν ισχύουν για τα έγγραφα που αποτελούν τη βάση, το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος για το οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη του κατηγορουμένου και στοιχείο του σε βάρος του κατηγορητηρίου (Α.Π.416/2015, Α.Π.196/2015, Α.Π.146/2015). Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, στα οποία όμως πρέπει να προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του εγγράφου, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Δηλαδή, ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου που αναγνώστηκε είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και ότι έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει, κατά το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, σε σχέση με το περιεχόμενο του αναγνωσθέντος εγγράφου. Εξάλλου, αν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του περί ενοχής του κατηγορουμένου έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραβιάζονται και οι αρχές της δημοσιότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία θεμελιώνει τους προβλεπόμενους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ του ίδιου κώδικα λόγους αναιρέσεως, αφού έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. απορρέοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το κάθε αποδεικτικό μέσο (Α.Π. 857/2014, Α.Π.686/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως αναγνωσθέντα έγγραφα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, αναφέρονται και τα με αρ. 85 (οκτώ σελίδες με πίνακες, αποδείξεις, διασαφήσεις, ποσά), με αρ. 86 (πρόχειρο σχεδιάγραμμα απ’ όπου προκύπτει η σχέση του Ζ. με τις παρεμβαλλόμενες εταιρίες), με αρ. 46 (αντίγραφο διασάφησης), με αρ. 55 (συμβολαιογραφικά πιστοποιητικά σε πρωτότυπο και σε μετάφραση), με αρ.18 (ένας σκληρόδετος μπλε φάκελος με προσκομιζόμενα από το 2ο κατηγορούμενο Σ. Κ. με αναγνωστέα τα αναφερόμενα σε αυτόν). Ο κατά τα ανωτέρω προσδιορισμός στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως των ως άνω εγγράφων είναι επαρκής και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού των ως άνω εγγράφων, αφού με την ανάγνωσή τους κατέστησαν γνωστά στους αναιρεσείοντες, τον δε μπλε φάκελο με έγγραφα είχε προσκομίσει ο ίδιος ο αναιρεσείων Σ. Κ., οπότε οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά κατ’ άρθρον 358 του Κ.Ποιν.Δ., ενόψει μάλιστα του ότι η δυνατότητά τους αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρονται τα έγγραφα αυτά στα πρακτικά συνεδριάσεως του Εφετείου. Ακόμη, από τα πρακτικά του Εφετείου προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες δεν προέβαλαν καμμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των ανωτέρω εγγράφων (Α.Π. 857/2014, Α.Π.1290/2013). Επομένως, ενόψει τούτων, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ προβαλλόμενοι από τους αναιρεσείοντες με τα δικόγραφα των αιτήσεων αναιρέσεως και με αριθμό 7 λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση της προφορικότητας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Περαιτέρω, ο εκ των αναιρεσειόντων Γ. Ζ., με το δεύτερο λόγο του δικογράφου των από 6-8-2015 προσθέτων λόγων, παραπονείται ότι υπέπεσε η προσβαλλόμενη απόφαση στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας, διότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη για την καταδικαστική του κρίση έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν και δη ότι έλαβε υπόψη του 4 πίνακες υπολογισμού διαφυγόντων δασμών και φόρων για εμπορεύματα που υπήχθησαν στο καθεστώς 40, ήτοι τους πίνακες 1, 2, 3 και 4 και ότι σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει η ταυτότητα των πινάκων. Όμως, οι πίνακες αυτοί είναι στοιχείο του κατηγορητηρίου και ήσαν γνωστά έγγραφα ως και το περιεχόμενό τους στον ως άνω αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και στον παρασταθέντα συνήγορό του, και ως εκ τούτου μπορούσε να ασκήσει τα από το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ. απορρέοντα δικαιώματά του και δεν παραβιάσθηκε το δικαίωμα υπεράσπισής του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ προβαλλόμενος με το δικόγραφο των από 6-8-2015 προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Γ. Ζ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, είναι αβάσιμος και ο έτερος λόγος που προβάλλει ο ίδιος αναιρεσείων Γ. Ζ. με το από 12-8-2015 δικόγραφο προσθέτων λόγων για απόλυτη ακυρότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, αιτιώμενος ότι δεν περιλαμβάνονται στα αναγνωστέα έγγραφα οι 47 διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 40, οι 342 διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42, οι 232 διασαφήσεις εισαγωγής εμπορευμάτων που υπήχθησαν στο καθεστώς 42, και οι 164 πράξεις διαμετακόμισης ΤΙ, τα οποία έγγραφα έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση. Όμως, τα ως άνω έγγραφα περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της πρωτόδικης αποφάσεως και επομένως ήσαν γνωστά στον αναιρεσείοντα και μπορούσε να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 του Κ.Ποιν.Δ. δικαώματά του. Κατά συνέπεια, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. προβαλλόμενος από τον ως άνω αναιρεσείοντα Γ. Ζ. με το από 12-8-2015 δικόγραφο πρόσθετων λόγων δεύτερος λόγος αναιρέσεως, υπό την ειδικότερη ως άνω αιτίαση, με τον οποίο παραπονείται για απόλυτη ακυρότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Αβάσιμη είναι και η μερικότερη αιτίαση του ίδιου ως άνω αναιρεσείοντος Γ. Ζ., η οποία προβάλλεται υπό στοιχείο 1α με τον τρίτο λόγο του δικογράφου των από 12-8- 2015 προσθέτων λόγων, για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη νόμιμης παράστασης της πολιτικής αγωγής, αιτιώμενος ότι ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δήλωσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο παράσταση πολιτικής αγωγής, χωρίς επιφύλαξη και ζήτησε να του επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 10.000 ευρώ από καθένα των κατηγορουμένων και τελικά το δικαστήριο υποχρέωσε καθένα των κατηγορουμένων να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση σ’ αυτό το ποσό των 500 ευρώ, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής με επιφύλαξη και υποχρεώθηκαν οι κατηγορούμενοι, να καταβάλει ο καθένας εξ αυτών το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των 500 ευρώ. Όμως, η δήλωση αυτή της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ουδεμία έννομη συνέπεια έχει και δεν παράγεται εξ αυτού του λόγου ακυρότητα, αφού η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό (Α.Π. 315/2013). Κατά συνέπεια, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. προβαλλόμενος με το δικόγραφο των από 12-8-2015 προσθέτων λόγων του Γ. Ζ. τρίτος λόγος αναιρέσεως, υπό την ειδικότερη ως άνω αιτίαση για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη νόμιμης παράστασης της πολιτικής αγωγής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Β. Κ. του Ν., με την κρινόμενη αναίρεσή του, εκτός από τους λόγους αναιρέσεως που αναφέρονται σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οι οποίοι είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι όπως προαναφέρθηκε, ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και διότι δεν διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του, του ελαφρυντικού της μεταμέλειας. Πράγματι, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά και ως προς τους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά τον σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά την απόρριψή του (Α.Π. 460/2014, Α.Π. 1289/2013). Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. δ του Π.Κ., θεωρείται και η περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο συνήγορος του ως άνω αναιρεσείοντος Β. Κ., αφού έλαβε το λόγο και ανέπτυξε την υπεράσπισή του ζήτησε την απαλλαγή του και σε περίπτωση που η απόφαση του δικαστηρίου είναι καταδικαστική, υπέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο ανέπτυξε και προφορικά, να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς (82 παρ. 2 περ. ε Π.Κ.) και όχι αυτό της ειλικρινούς μετάνοιας, όπως ο ίδιος υποστηρίζει. Όμως, έτσι όπως διατυπώθηκε ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, είναι προεχόντως αόριστος και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο να απαντήσει και ως εκ περισσού τον απέρριψε με την απαιτούμενη αιτιολογία.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ λόγος αναιρέσεως που προβάλλει ο ως άνω αναιρεσείων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του Κ.Ποιν.Δ. "αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. ... Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, πρέπει να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προεκλήθη από αυτή (Α.Π. 196/2015, Α.Π. 933/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ίδιος ως άνω αναιρεσείων Β. Κ., με την κρινόμενη αναίρεση του, υποστηρίζει ότι με την καταδίκη του παραβιάστηκε το δεδικασμένο από την υπ’ αριθμ. 67/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, με την οποία αθωώθηκε συγκατηγορούμενός του για τις έξι (6) περιπτώσεις που ο ίδιος καταδικάσθηκε. Όμως, η ως άνω υπ’ αριθμ. 67/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας που επικαλείται ο αναιρεσείων, δεν αφορά τον ίδιο, αλλά το συγκατηγορούμενό του Μ. Γ. και κατά συνέπεια δεν υπάρχει ταυτότητα προσώπου και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα παραβίασης δεδικασμένου. Επομένως και ο τρίτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως από τον άνω αναιρεσείοντα για παραβίαση δεδικασμένου είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές οι αναιρέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορούμενων Γ. Ζ. (1ου), Σ. (S.) Κ. (K.) (2ου), Β. Κ. (4ου) και Μ. Γ. (5ου), κατά τους λόγους τους που κρίθηκαν βάσιμοι, να αναιρεθεί κατά ένα μέρος η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα κατά το μέρος της που αφορά την καταδίκη των ως άνω αναιρεσειόντων για τις πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των ως άνω αναιρεσείοντων κατηγορουμένων για τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται και περιλαμβάνονται στον πίνακα με αριθμό 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης και που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 21- 3-2007 έως 10-8-2007, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της μόνο ως προς τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις του πίνακα 4, καθώς και για την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος που επέβαλε στους ως άνω αναιρεσείοντες χρηματική ποινή και να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση και να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι κρινόμενες αναιρέσεις μετά των προσθέτων λόγων.
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 469 του Κ.Ποιν.Δ., "αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται, σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ’ αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. ... Σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ή του Εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεώς του". Από τη διάταξη αυτή, δικαιολογητικός λόγος της οποίας είναι η αρχή της ισότητας και η εναρμόνιση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων για όλους τους συμμετόχους, προκύπτει ότι προϋπόθεση εφαρμογής της είναι: α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που εδικαιούτο να ασκήσει αυτό και να μην κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες από αυτόν λόγοι να μη αρμόζουν αποκλειστικώς στο πρόσωπό του και γ) οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε δικαιούνται μεν αλλά δεν το άσκησαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία ή το άσκησαν και τούτο απερρίφθη ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, και εφόσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση εκείνου που το άσκησε, ωφελούνται και οι συμπαραπεμφθέντες ή συγκαταδικασθέντες, αλλά μόνο για αντικειμενικούς λόγους και όχι για λόγους που αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, αφού οι αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν οι συγκατηγορούμενοι του τρίτου αναιρεσείοντος Δ. Τ. για αναίρεση της 2883/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και οι λόγοι των αναιρέσεών τους που έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι δεν αναφέρονται αποκλειστικά στα πρόσωπά τους, πρέπει να επεκταθεί το αποτέλεσμα των αναιρέσεών τους και στον ως άνω τρίτο αναιρεσείοντα Δ. Τ., με τον οποίο καταδικάστηκαν ως συναυτουργοί που από κοινού τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση και του οποίου η ασκηθείσα αναίρεση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη και να αναιρεθεί και ως προς αυτόν κατά ένα μέρος η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα κατά το μέρος της που αφορά την καταδίκη του για τις πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, να παύσει και γι’ αυτόν οριστικά η ποινική δίωξη για τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται και περιλαμβάνονται στον πίνακα με αριθμό 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης και που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 21-3-2007 έως 10-8-2007, να παραπεμφθεί και γι’ αυτόν η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της μόνο ως προς τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις του πίνακα 4, καθώς και για την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως και να αναιρεθεί και γι’ αυτόν η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος που επέβαλε σ’ αυτόν χρηματική ποινή και να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-2-2015 αίτηση - δήλωσή του τρίτου αναιρεσείοντος Δ. Τ. για αναίρεση της 2883/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-2-2015. Και
Καταδικάζει τον ως άνω τρίτο αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν από την αναίρεσή του, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται κατά ένα μέρος τις από 10-2-2015 αιτήσεις - δηλώσεις του πρώτου αναιρεσείοντος Γ. Ζ., του δεύτερου αναιρεσείοντος Σ. (S.) Κ. (K.), του πέμπτου αναιρεσείοντος Μ. Γ., οι οποίες επιδόθηκαν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-2-2015 και την από 11-2-2015 αίτηση - δήλωση του τέταρτου αναιρεσείοντος Β. Κ., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 11-2-2015, για αναίρεση της 2883/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Αναιρεί κατά ένα μέρος την 2883/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα κατά το μέρος της που αφορά καταδίκη των ως άνω αναιρεσειόντων για τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη για τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται και περιλαμβάνονται στον πίνακα με αριθμό 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 21- 3-2007 έως 10-8-2007.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της μόνο ως προς τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις του πίνακα 4, καθώς και για την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Αναιρεί την ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος που επέβαλε στους ως άνω αναιρεσείοντες χρηματική ποινή και παραπέμπει την υπόθεση και κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και Επεκτείνει το αποτέλεσμα των αναιρέσεων των πρώτου, δεύτερου, τέταρτου και πέμπτου των αναιρεσειόντων και στον ως άνω τρίτο αναιρεσείοντα Δ. Τ. και αναιρεί και ως προς αυτόν κατά ένα μέρος την προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα κατά το μέρος της που αφορά την καταδίκη του για τις πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται στην έκδοση των ... και διαλαμβάνονται στον πίνακα 4 του διατακτικού, παύει οριστικά και γι’ αυτόν την ποινική δίωξη για τις μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας που αναφέρονται και περιλαμβάνονται στον πίνακα με αριθμό 4 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης και που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 21- 3-2007 έως 10-8-2007, παραπέμπει και γι’ αυτόν την υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της μόνο ως προς τις μη παραγραφείσες μερικότερες πράξεις του πίνακα 4, καθώς και για την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως και αναιρεί και γι’ αυτόν την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος που του επέβαλε χρηματική ποινή και παραπέμπει και γι’ αυτόν κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Σεπτεμβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Σεπτεμβρίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ