Θέμα
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Ακυρότητα επιδόσεως.
Περίληψη:
Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης: 1. Όταν πρόκειται για οφειλές περισσότερες του ενός μηνός, για να καταστεί ανέγκλητη η πράξη καθυστερήσεως ασφαλιστικών εισφορών, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, κατά το άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή απαιτείται το συνολικό ποσό των οφειλομένων και παρακρατούμενων εισφορών (εργατικών ή εργοδοτικών) που βαρύνουν τον εργοδότη για όλο το επίδικο διάστημα και όχι το κατά μήνα οφειλόμενο ποσό, να μην υπερβαίνει τα πέντε ή είκοσι χιλιάδες ευρώ, με τις γενόμενες τροποποιήσεις, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες (βλ. ΑΠ 1094/2010). 2. Ο προβάλλων την ακυρότητα επιδόσεως κλητηρίου θεσπίσματος και παραγραφή, λόγω μη αναστολής της, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, αν είχεν παρασταθεί νομότυπα σε προηγούμενη δικάσιμο, που αναβλήθηκε η υπόθεση για κρείσσονες αποδείξεις, δια παρασταθέντος και εκπροσωπήσαντος πλήρως αυτόν, κατ' άρθρο 340 παρ.2 του ΚΠΔ συνηγόρου και κατά τη συνεδρίαση αυτή, δεν πρόβαλε καμία ακυρότητα της επιδόσεως σε αυτόν της κλήσεως και του κλητηρίου θεσπίσματος, ούτε εναντιώθηκε στην πρόοδο της δίκης για το λόγο αυτό, έπεται ότι οιαδήποτε τυχόν μεσολαβήσασα τέτοια ακυρότητα επιδόσεως, καλύφθηκε, η επίδοση θεωρείται πλέον έγκυρη, άρχισε από τότε η κύρια διαδικασία και χώρησε αναστολή της πενταετούς παραγραφής επί τριετία και η προβολή της ακυρότητας αυτής το πρώτον με λόγο εφέσεως είναι απαράδεκτη (ΑΠ 562/2010).
Αριθμός 1275/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 1 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1.Ι. Π. του Π. , κατοίκου ... και 2.Κ. Π. του Π., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κωνσταντίνου , για αναίρεση της υπ' αριθ. 10281/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2013 κοινή αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 357/13
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων , που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 170 παρ.1 του ΚΠΔ, "η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο". Κατά το άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, "από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο" και κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, "ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται", κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως. Επίσης, κατά το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ, "η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου και του αστικώς υπευθύνου και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους και της πολιτικής αγωγής, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 166 παρ.3 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της ..". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι και σε περίπτωση άκυρης επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, αρχίζει η κυρία διαδικασία και ως εκ τούτου, κατ' άρθρο 113 παρ.2 του ΚΠΔ, αναστέλλεται η παραγραφή από της ημέρας της επιδόσεως. Αυτό όμως, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο, αυτοπρόσωπα ή δια εκπροσωπούντος αυτόν εξουσιοδοτημένου δικηγόρου και δεν προτείνει κατά την έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα και η επίδοση θεωρείται πλέον έγκυρη και απ' αυτή αρχίζει η κύρια διαδικασία και αναστέλλεται η παραγραφή. Αν δε ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξεως, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως και όχι το πρώτον με σχετική ένσταση κατά την ακροαματική διαδικασία ή και με λόγο αναιρέσεως, σε περίπτωση που η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν υπόκειται σε έφεση. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως, πάλιν καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Η απορρίπτουσα την σχετική ένσταση του κατηγορουμένου απόφαση, δηλαδή, περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ούσα προπαρασκευαστική, πρέπει, κατ' άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αν τέλος η προβολή της ενστάσεως αυτής περί ακυρότητας της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος δε γίνει με ειδικό λόγο εφέσεως στην έκθεση εφέσεως, τότε πάλιν η ένσταση αυτή που προβάλλεται στο εφετείο το πρώτον, είναι απαράδεκτη και δεν απαιτείται αιτιολόγηση απαράδεκτων ενστάσεων και ισχυρισμών(ΑΠ 562/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας σχετικού λόγου αναιρέσεως, όσον αφορά μόνο τον προβάλλοντα σχετικό λόγο, αναιρεσείοντα Ι. Π., με την 36523/1-7-2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό με απόντα τον ανωτέρω ήδη αναιρεσείοντα, αυτός καταδικάστηκε ερήμην κληθείς ως άγνωστης διαμονής, για τις πλημμεληματικές πράξεις της μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, τελεσθείσες κατά το χρονικό διάστημα από Ιουλίου 2005 έως Φεβρουαρίου 2006. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο αναιρεσείων Ι. Π. άσκησε την με αριθμό εκθ. 3006/21-11-2011 έφεση, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα, στο δικόγραφο της οποίας όμως, όπως από αυτή προκύπτει, ο αναιρεσείων εκθέτει ότι ασκεί έφεση κατά της 36523/1-7-2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με ειδικό λόγο εφέσεως ακυρότητα επιδόσεως του επιδοθέντος σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος, γιατί κλήθηκε ως άγνωστης διαμονής ενώ ήταν γνωστής διαμονής. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως αυτής ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης , που έγινε στις 2-11-2012, ο άνω αναιρεσείων, δια του εκπροσωπούντος αυτόν, απουσιάζοντα, συνηγόρου του, πρόβαλε, τον αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο ανάπτυξε και προφορικά, περί παραγραφής των μερικοτέρων αξιοποίνων πράξεων, μέχρι και το δεύτερο μήνα του έτους, 3-3- 2006, λόγω άκυρης επίδοσης σε αυτόν την 16-7-2010 του κλητηρίου θεσπίσματος με αρ. ... και κλήσης για τη δικάσιμο της 24-9-2010, από τη δικαστική επιμελήτρια …, ως άγνωστης διαμονής και εντεύθεν λόγω μη αναστολής κατ'άρθρο 113 παρ.2 του ΚΠΔ της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 111 παρ.3 του ΚΠΔ. Το δικάσαν ως Εφετείο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με το εξής αιτιολογικό: "Όσον αφορά τον ισχυρισμό του πρώτου κατηγορουμένου περί μερικής παραγραφής για τον λόγο που αναφέρει ανωτέρω, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι ο πρώτος κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από το απόσπασμα της με αρ. 26625/19-5-2011 αναβλητικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, εμφανίστηκε και παραστάθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Κωνσταντίνου κατά τη δικάσιμο της 19-5-2011, οπότε η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε, για μεταγενέστερη δικάσιμο, προκειμένου οι κατηγορούμενοι να προσκομίσουν απόφαση ρύθμισης των οφειλών τους και δεν αποδείχθηκε ότι τη δικάσιμο εκείνη ο πρώτος κατηγορούμενος πρότεινε την ακυρότητα του ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος, με αποτέλεσμα απαραδέκτως να προτείνεται η ακυρότητα αυτή ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 174 παρ. 2 του ΚΠΔ".
Με το παραπάνω αιτιολογικό ορθά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε και εφάρμοσε το νόμο και απέρριψε τον προβληθέντα περί παραγραφής ισχυρισμό του αναιρεσείοντος πρώτου κατηγορουμένου Ι. Π., λόγω ακυρότητας της επιδόσεως σε αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος ως άγνωστης διαμονής, γιατί ήταν γνωστής διαμονής και εκ τούτου λόγω μη αναστολής της παραγραφής εισέτι επί τριετία, διότι πράγματι από τα επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι η επίδοση μεν του ... κλητηρίου θεσπίσματος και κλήσης για συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης στη δικάσιμο της 24-9-2010, έγινε με το από 16-7-2010 αποδεικτικό επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας ..., ως άγνωστης διαμονής, αναζητηθείς στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της επιχείρησής τους, στην οδό ..., όπου αναζητήθηκε και δε βρέθηκε, αναχωρήσας σε άγνωστη διεύθυνση, πλην όμως με τη με αρ. 41703/24-9-2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου αυτού δικαστηρίου η εκδίκαση της υπόθεσης κατά την αρχική δικάσιμο της 24-9-2010 αναβλήθηκε για κρείσσονες αποδείξεις σε ρητή δικάσιμο της 19-5-2011, ότε και πάλιν το ίδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την προαναφερθείσα με αρ. 26625/2011 απόφασή του ανέβαλλε, κατ'άρθρο 352 παρ.2,3 του ΚΠΔ, την εκδίκαση σε ρητή δικάσιμο της 1-7-2011, προκειμένου να προσκομισθεί απόφαση ρύθμισης των οφειλών των κατηγορουμένων στο ΙΚΑ, η δε δικάσιμος αυτή της 1-7-2011, ανακοινώθηκε στον παριστάμενο εξουσιοδοτημένο κοινό συνήγορο και των δύο κατηγορουμένων και στη συνέχεια, με ωσεί παρόντες τους απουσιάζοντες και μη εκπροσωπηθέντες πλέον κατά τη νέα δικάσιμο της 1-7-2011 κατηγορουμένους, εκδόθηκε ερήμην των κατηγορουμένων η πρωτοβάθμια 36523/1-7-2011 καταδικαστική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω και τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ο προβάλλων την ανωτέρω ακυρότητα πρώτος κατηγορούμενος Ι. Π., ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εξέδωσε την παραπάνω καταδικαστική απόφαση, είχε παρασταθεί νομότυπα σε προηγούμενη δικάσιμο της 19-5-2011, που αναβλήθηκε η υπόθεση για κρείσσονες αποδείξεις, δια παρασταθέντος και εκπροσωπήσαντος πλήρως αυτόν, κατ' άρθρο 340 παρ.2 του ΚΠΔ συνηγόρου και όχι απλώς ως αγγέλου για την αναβολή, και κατά τη συνεδρίαση αυτή, ο παρασταθείς συνήγορός του, δεν πρόβαλε καμία ακυρότητα της επιδόσεως σε αυτόν της κλήσεως και του κλητηρίου θεσπίσματος, ούτε εναντιώθηκε στην πρόοδο της δίκης για το λόγο αυτό και επομένως, οιαδήποτε τυχόν μεσολαβήσασα τέτοια ακυρότητα, καλύφθηκε, η επίδοση θεωρείται πλέον έγκυρη, άρχισε από τότε η κύρια διαδικασία και χώρησε αναστολή της πενταετούς παραγραφής επί τριετία και η προβολή της ακυρότητας αυτής το πρώτον με λόγο εφέσεως ήταν απαράδεκτη, όπως ορθά και με ειδική επαρκή αιτιολογία αποφάνθηκε και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη με αρ. 10281/2012 απόφασή του.
Επομένως, ο συναφής λόγος αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος Ι. Π. για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας απόρριψης του παραπάνω προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του περί ακυρότητας επιδόσεως του αρχικού κλητηρίου θεσπίσματος και περί παραγραφής μερικοτέρων πράξεων οφειλών του, συνεπεία μη αναστολής της πενταετούς παραγραφής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών) προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δρχ. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές αυτών που εργάζονται σ' αυτόν με σκοπό να τις αποδώσει στους άνω Οργανισμούς και δεν τις καταβάλει ή δεν τις αποδίδει στους Οργανισμούς αυτούς μέσα σε ένα μήνα αφότου είχαν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ' αυτόν, καθώς και μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Για την πληρότητα της αντικειμενικής υποστάσεως των εν λόγω εγκλημάτων απαιτείται το υποκείμενο των εγκλημάτων αυτών να έχει την ιδιότητα του εργοδότη και σαν τέτοιος νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο το υπαγόμενο στην ασφάλιση προσωπικό οφείλει να προσφέρει την υπηρεσία του. Πρόκειται συνεπώς για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία. Από τις διατάξεις του άρθρου 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον χρόνο που έχει ορισθεί. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ". Ο νέος νόμος 3346/2005 για την "Επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων", με το άρθρο 33 ορίζει ότι "Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο [εργοδοτικών], καθώς και των παρακρατουμένων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων να υπερβαίνει συνολικώς τα δύο χιλιάδες [2000] ευρώ". Περαιτέρω, κατά το ίδιο άρθρο 33 του Ν. 3346/2005, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 της ΠΝΠ της 16.9.2009 (ΦΕΚ -Α' 181/16.9.2009), που κυρώθηκε στη συνέχεια με το άρθρο πρώτο του Ν. 3814/2010 (Α' 3/12.1.2010)., ορίζεται ότι "Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών) καθώς και των παρακρατουμένων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, να υπερβαίνει συνολικώς τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ". Από την νεώτερη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι: α) το όριο των πέντε χιλιάδων ευρώ αναφέρεται στο σύνολο των κατά περίπτωση της εργατικών ή εργοδοτικών εισφορών, αφού πρόκειται για δύο διαφορετικές πράξεις, β) αν το συνολικώς οφειλόμενο ποσόν εισφορών, εργοδοτικών ή εργατικών, είναι μικρότερο, δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη και γ) η νέα ρύθμιση είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, αφού δεν αρκεί η μη καταβολή ή η παρακράτηση των άνω εισφορών, αλλά απαιτείται προσθέτως η οφειλή να υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και επομένως, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, εφαρμόζεται και στις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την 16-9-2009, όταν άρχισε η ισχύς της άνω κυρωθείσας με νόμο ΠΝΠ, και δ) όταν πρόκειται για οφειλές περισσότερες του ενός μηνός, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των οφειλόμενων εισφορών, κατά το άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή απαιτείται το συνολικό ποσό των οφειλομένων εισφορών (εργατικών ή εργοδοτικών) και όχι το κατά μήνα οφειλόμενο ποσό, να μην υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ(ΑΠ 1094/2010). Σύμφωνα δε με το άρθρο 30 του Ν.3904/23.12.2010, που εφαρμόζεται, ως επιεικέστερος νόμος (άρθρο 2 ΠΚ) και για τις πράξεις που τελέσθηκαν και προ του νόμου αυτού (23.12.2010 άρθρο 38), για την εφαρμογή των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, οι εργοδοτικές και εργατικές εισφορές πρέπει να υπερβαίνουν τα ποσά των 20.000 και 10.000 ευρώ αντίστοιχα.(ΑΠ 1794/2011). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Διαφορετικά, αν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της απόφασης δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, υπάρχει έλλειψη της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενης αιτιολογίας της αποφάσεως. Για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής, για την παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, αποφάσεως, πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιοποίνων πράξεων, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, του ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού και τα χρηματικά ποσά τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και, δεν κατέβαλε ή παρακράτησε και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη εκ της ασκήσεως επιχειρήσεως, των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή.
Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 10281/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, οι δύο αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι, σε δεύτερο βαθμό, ως εργοδότες επιχείρησης, για μη έγκαιρη καταβολή απαιτητών εργοδοτικών και εργατικών εισφορών προς το ΙΚΑ απασχοληθέντος προσωπικού σε επιχείρηση αυτών ΕΠΕ, και τους επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαέξι μηνών και χρηματική ποινή 1.500 ευρώ σε καθένα, με τριετή αναστολή. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά πιστή αντιγραφή, τα εξής πραγματικά περιστατικά :
"Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στην …από την 01/09/05 έως τη 01/02/09 τυγχάνοντας εργοδότες της επιχείρησης με την επωνυμία .... (....) και ΑΜΕ ..., ΥΠΟΚ/ΜΑ Ι ΚΑ ΤΟΥΜΠΑΣ, είδος επιχείρησης ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΠΙΠΛΩΝ και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο 1/7/2005 έως 31/12/2008 στην επιχείρηση τους προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλαν για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλουν στο Ι ΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 279.000,79 € Ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία.
Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό ΠΕΕ Α 45/2009 στην οποία αναγράφονται 15 μισθωτοί με ύψος αποδοχών 585.901,65 €ΕΥΡΩ συνολικά. Συγκεκριμένα:
1.Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τους ίδιους ασφαλιστικών εισφορών ( ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ ) ποσού 186.000,43 € ΕΥΡΩ δεν κατέβαλαν αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές.
2.Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση τους (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 93.000,26€ ΕΥΡΩ με σκοπό να αποδώσουν αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλαν σ' αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές και κατέστησαν γι' αυτές τιμωρητέοι για υπεξαίρεση. Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 10281/2012 απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με αναφορά γενικά στο είδος τους, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1 του ΠΚ, και άρθρο 1 παρ.1,2 του Α.Ν. 86/1967 σε συνδυασμό με άρθρο 375 παρ.1 του ΠΚ που εφάρμοσε. Σε σχέση με τις προβαλλόμενες ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, περί εφαρμογής αυτεπάγγελτα του νεότερου επιεικέστερου ως προς τα ποσά των εισφορών άρ.33 Ν. 3346/2005 και 30 Ν. 3904/2010 και ανεγκλήτου των μερικοτέρων πράξεων καθυστέρησης καταβολής των εισφορών, κατά μήνα, σύμφωνα με τα προπαρατεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η νέα ρύθμιση του νόμου είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, αφού δεν αρκεί η μη καταβολή ή η παρακράτηση των άνω εισφορών, αλλά απαιτείται προσθέτως η συνολική οφειλή να υπερβαίνει το ποσό των πέντε ή είκοσι χιλιάδων ευρώ και όταν πρόκειται για καθυστερούμενες οφειλές περισσότερες του ενός μηνός, όπως στην προκειμένη περίπτωση, για να καταστεί ανέγκλητη η πράξη καθυστερήσεως ασφαλιστικών εισφορών, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, κατά το άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή απαιτείται το συνολικό ποσό των οφειλομένων και παρακρατούμενων εισφορών (εργατικών ή εργοδοτικών) που βαρύνουν τον εργοδότη για όλο το επίδικο διάστημα( εδώ οι οφειλόμενες εισφορές είναι 186.000,43 και 93.000,26 ευρώ αντίστοιχα) και όχι το κατά μήνα οφειλόμενο ποσό, να μην υπερβαίνει τα πέντε ή είκοσι χιλιάδες ευρώ, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες.
Συνεπώς, οι συναφείς λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, όπως και για αθώωση αυτών κατ' εφαρμογή των παραπάνω επιεικέστερων νεότερων νόμων, που καθιστούν τις πράξεις ανέγκλητες, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-2-2013 κοινή αίτηση - δήλωση των Ι. Π. του Π. και Κ. Π. του Π., για αναίρεση της με αρ. 10281/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Οκτωβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ