Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2202 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Γαίες, Δημόσια κτήματα.




Περίληψη:
Δημόσιες γαίες κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856). Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας οι διατάξεις του Τουρκικού νόμου περί γαιών καταργήθηκαν και τα με την από 29 Ιουλίου 1882 συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αναγνωρισθέντα δικαιώματα μετατράπηκαν σε δικαιώματα πλήρους κυριότητας, υπαγόμενα πλέον στο κοινό δίκαιο.




Αριθμός 2202/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Γιολάντα Παπαρούνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Ζ. του Κ., 2)Σ. Ζ. του Κ., 3)Ι. Ζ. του Κ., χας Γ. Π., 4)Β. Ζ. του Α., συζ. Α. Κ., 5)Π. Ζ. του Α., 6)Κ. Ζ. του Σ., 7)Δ. Ζ. του Σ., κατοίκων ... 8)Α. Ζ. του Ι., χας Δ. Π., κατοίκου ... και 9)Μ. Ζ. του Ι., χας Κ. Ρ., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Ράλλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/7/2003 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 118/2005 του ίδιου Δικαστηρίου, 499/2007 μη οριστική και 384/2011 οριστική του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 30-12-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης ως προς το δεύτερο λόγο και να απορριφθεί ως προς τους λοιπούς.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ.α'και β' ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ'όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Η ακριβής, εξάλλου, περιγραφή του ακινήτου, η οποία μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, είναι αναγκαία, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, οι αναιρεσίβλητοι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν, ότι κατέστησαν συγκύριοι του λεπτομερώς περιγραφόμενου σ'αυτήν - αγωγή - ακινήτου (δασοκτήματος), ο καθένας από αυτούς κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά συγκυριότητας, σύμφωνα με τις περί εξ αδιαθέτου διαδοχής διατάξεις του ΑΚ, από τον απώτερο δικαιοπάροχο τους Α. Γ. Ζ., πάππο των υπό στοιχεία ΑΙ, Α2, A3, Β1 και Β2 και προπάππο των υπό στοιχεία Α4, Α5, Α6 και Α7 από αυτούς, ο οποίος κατέστη κύριος του 1/2 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου το έτος 1881 και του λοιπού 1/2 εξ αδιαιρέτου το έτος 1882, κατά παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα από αγορά, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή, νομίμως μεταγραφέντων αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, από τους Ν. Ε. και Ν. Ε., υιούς του Α. Ε., οι οποίοι κατείχαν το επίδικο, δυνάμει Οθωμανικών Τίτλων (ταπία). Άλλως, επικουρικά, ισχυρίστηκαν ότι κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου, ο καθένας από αυτούς, κατά τα αυτά ποσοστά συγκυριότητας, κατά πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα, με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον νεμήθηκαν το επίδικο δασόκτημα, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι την 11-9-1915, συνυπολογίζοντας στη δική τους νομή και την, με τα ίδια προσόντα, νομή του απώτερου δικαιοπαρόχου τους Α. Γ. Ζ., ο οποίος νέμονταν αυτό από την κατά τα ανωτέρω αγορά του, τα έτη 1881 και 1882, μέχρι και το θάνατό του, κατά το έτος 1906, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Πιο συγκεκριμένα, ότι το επίδικο δασόκτημα (δάσος) βρίσκεται στις νοτιοανατολικές πλαγίες του όρους Αντιχάσια και στα νότια της περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος Γερακαρίου του Δήμου Τυμφαίων της Επαρχίας Καλαμπάκας Ν.Τρικάλων, από υψόμετρο 490 έως 1.270 μ. και στη θέση "...", συνολικής έκτασης 18.078 στρεμμάτων, το οποίο συνορεύει ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ με το διακατεχόμενο δάσος Σκοτίνας και με απαλλοτριωθεισα έκταση του ιδίου κτήματος υπέρ του Δημοτικού Διαμερίσματος Λογγά, ΔΥΤΙΚΑ με απαλλοτριωθεισα έκταση υπέρ, κτηνοτρόφων και διακατεχόμενο δάσος Πάδης, ΒΟΡΕΙΑ με το δημόσιο δάσος Γερακαρίου και το ιδιωτικό δάσος αδελφών Δ., ΝΟΤΙΑ με δάσος Κουταβέλη (ή Σκοτίνας) και απαλλοτριωθείσα έκταση του ιδίου κτήματος υπέρ κτηνοτρόφων. Ειδικότερα, τα όρια του δάσους είναι σαφή (ακολουθούν ράχες, ρέματα, δασικούς δρόμους), η δε πορεία της οριογραμμής έχει ως εξής : Αρχίζει από το σημείο με το μικρότερο υψόμετρο, στη συμβολή των ρεμάτων "Σκοτίνας" και "Βούρλα" (υψ.490 μ.). Από τη συμβολή των παραπάνω ρεμάτων, η οριογραμμή με Βόρεια - Βορειοδυτική κατεύθυνση, ακολουθεί προς τα ανάντη την κοίτη του ρέματος "Βούρλα" μέχρι τη συμβολή του με το μικρόρεμα "Ανήλιο Χαροκόπη". Εκεί στρέφεται δυτικά, ακολουθώντας προς τα ανάντη την κοίτη του ρέματος "Ανήλιο Χαροκόπη" και φθάνει στην κορυφογραμμή όριο με το διακατεχόμενο δάσος Πάδης, όπου και συναντά δασικό δρόμο. Έπειτα, με βόρεια σχεδόν κατεύθυνση, ακολουθεί το δασικό δρόμο μέχρι να συναντήσει το ρέμα "Πυργοδημήτρη" στη θέση "Γιάννου βρύση", όπου εγκαταλείπει αριστερά το δασικό δρόμο και ακολουθεί μονοπάτι μέχρι την εκ νέου συνάντηση του δασικού δρόμου, πριν του υψοδείκτη 993 μ. Από εκεί, στρεφόμενη αρχικά βορειανατολικά και στη συνέχεια ανατολικά, ακολουθεί το δασικό δρόμο, όριο τόσο με το δημόσιο δάσος Γερακαριου, όσο και το ιδιωτικό δάσος Αδελφών Δ., μέχρι που συναντά τη διακλάδωση του δρόμου αυτού με το δρόμο προς Παληογεράκαρο Γερακαρίου στη θέση "Βαθύ Σέλωμα". Στη συνέχεια, αφήνει το δρόμο μέσα στο δάσος "..." και ανέρχεται δια της ράχης στον υψοδείκτη 1.252 μ. Από εκεί, ακολουθεί ανατολικά τη ράχη μέχρι τη θέση "..." και στον αυχένα, όπου και τα κοινά όρια των δασών "...", "Κοινοτικό Λογγά" και "Ιδιωτικού Δάσους Δ.", από όπου διέρχεται δασόδρομος. Εκεί η οριογραμμή στρέφεται σχεδόν νότια και, ακολουθώντας το δασικό δρόμο, φθάνει στη ράχη όριο με το διακατεχόμενο δάσος Σκοτίνας κοντά στη θέση "Βρύση Διάκου". Στη συνέχεια, στρέφεται αρχικά νοτιοδυτικά και στη συνέχεια νότια, ακολουθώντας τη ράχη όριο με το δάσος Σκοτίνας και περνώντας από τις δασικές θέσεις "Χονδρό δέντρο" και την "Διάσελο Καλαμπόκι", πέφτει στην κοίτη του ρέματος "Σκοτίνας", την οποία ακολουθεί μέχρι τη συμβολή του με το ρέμα "Βούρλα", όπου είναι και το τέλος της οριογραμμής. Σε εκτάρια, η έκταση του ως άνω δάσους "...", που περικλείεται στα παραπάνω όρια, ανέρχεται συνολικά σε 1.813 ή σε 18.130 στρέμματα, κατανέμεται δε σε τέσσερις μορφές εδαφοπονικής εκμετάλλευσης και ειδικότερα: α) 1.135 εκτάρια αποτελούν δασοσκεπή έκταση, δηλαδή ποσοστό 62,60%, β) 398 εκτάρια αποτελούν μερικώς δασοσκεπή έκταση, δηλαδή ποσοστό 21,90%, γ) 226 εκτάρια αποτελούν γυμνή έκταση, δηλαδή ποσοστό 12,50% και δ) 54 εκτάρια αποτελούν άγονη έκταση, δηλαδή ποσοστό 3,0%. Ζήτησαν δε - οι αναιρεσίβλητοι ενάγοντες - να αναγνωριστούν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου, ο καθένας τους κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά εξ αδιαιρέτου, επειδή το αναιρεσείον εναγόμενο αμφισβητεί τη συγκυριότητά τους σ'αυτό. Το επίδικο όπως περιγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο κατά είδος, θέση, έκταση και όρια, εξατομικεύεται πλήρως, ώστε να μη υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Το Εφετείο, επομένως, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε πλήρως ορισμένη την ένδικη αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή και ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, απορρίπτοντας - σιωπηρά - ως αβάσιμη την ένσταση περί αοριστίας της αγωγής του αναιρεσείοντος εναγομένου λόγω μη ακριβούς περιγραφής του, ούτε παρέλειψε παρά το νόμο να μην λάβει υπόψη την άνω ένσταση περί αοριστίας της αγωγής, ούτε να κηρύξει αυτήν απαράδεκτη, γι'αυτό και ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμησή του, από το άρθρο 559 αριθ.8 και 14 (και όχι 1) του ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856), δημόσιες γαίες είναι οι αγροί, οι λειμώνες, οι χειμερινές και θερινές βοσκές, τα δάση και οι παρόμοιοι με αυτούς τόποι, η δε κυριότητα επ'αυτών ανήκει στο Τουρκικό Δημόσιο. Με την από 29 Ιουλίου 1882 συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προσαρτήθηκε η Θεσσαλία. Με το άρθρο 4 της συνθήκης, η Ελλάδα αναγνώρισε το δικαίωμα ιδιοκτησίας "επί των αγροκηπίων, βοσκών, λειμώνων, δασών, νομών και παντός είδους γαιών, κατεχομένων παρ'ιδιώτου ή κοινοτήτων, δυνάμει φιρμανίων, χοτζετίων, ταπίων και άλλων τίτλων ή δυνάμει απλώς των διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου". Με την προσάρτηση οι διατάξεις του Τουρκικού νόμου περί γαιών καταργήθηκαν και τα με τη συνθήκη αναγνωρισθέντα δικαιώματα μετατράπηκαν σε δικαιώματα πλήρους κυριότητας, υπαγόμενα πλέον στο κοινό δίκαιο. Με το νόμο δε ΠΛΖ'της 13/14 Μαρτίου 1882 - με τον οποίο κυρώθηκε η μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προηγηθείσα Σύμβαση της 24 Μαΐου (2 Ιουλίου) 1881 - εισήχθη στη Θεσσαλία η Ελληνική Νομοθεσία, η οποία ρυθμίζει τις εφεξής δημιουργούμενες σχέσεις, ενώ οι προϋπάρχουσες ρυθμίζονται από τον Οθωμανικό νόμο. Ενόσω, επομένως, ίσχυε ο Οθωμανικός Νόμος περί γαιών και πριν την με την προεκτεθείσα - από 29 Ιουλίου 1882 - συνθήκη αναγνώριση δικαιώματος ιδιοκτησίας, η εκ "δημοσίων γαιών" κυριότητα δεν ανήκε στους κατέχοντας αυτές δυνάμει φιρμανίων κ.λπ. και γι'αυτό δεν μπορούσαν με συμφωνία τους να τη μεταβιβάσουν. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των ν.8 παρ.1 Κωδ.(7.39), ν.9 παρ.1 πανδ.(50.14), ν.2 παρ.20 πανδ. (41.4), ν.6 πρ.πανδ.(44.3), ν.76 παρ.1 (18.1) και ν.7 παρ.3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, που ίσχυε - και στη Θεσσαλία - πριν από τον Αστικό Κώδικα (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν άσκησης νομής πάνω σ'αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της ιδίας του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού (Ολ.ΑΠ 75/1987 ΕλλΔνη 32.1483). Όπως δε συνάγεται από τους ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.3), ν.25 Πανδ. (24.1), ν.27 Πανδ. (18.1), ν.10, 13 παρ.1, 17, 48 Πανδ. (41.3), ν.5 Πανδ. (41.7), ν.3 Πανδ. (41.10), ν.7 παρ.6 Πανδ. (41.4), ν.109 πανδ. (50.16) καλή πίστη αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ'ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου (ΑΠ 2106/2007 Ελλ Δνη 49.504). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Το (επίδικο) δασόκτημα "..." περιήλθε στην πλήρη συγκυριότητα, σύννομη και συγκατοχή των εναγόντων, εξ αδιαιρέτου και κατά τα παρακάτω ποσοστά στον καθένα, ως εξής: Αρχικός νομέας και κάτοχος του παραπάνω περιγραφόμενου δασοκτήματος, υπήρξε ο πάππος των υπό στοιχεία ΑΙ, Α2, A3, Β1 και Β2 των εναγόντων και προπάππος των υπό στοιχεία Α4, Α5, Α6 και Α7 από αυτούς, Α. Γ. Ζ.. Συγκεκριμένα, όπως αποδείχτηκε, ο Α. Γ. Ζ., αγόρασε το 1/2 εξ αδιαιρέτου του επίδικου δασοκτήματος (το οποίο, σύμφωνα με τους παρακάτω τίτλους κυριότητας, είχε συνολική έκταση 20.000 στρεμμάτων περίπου, ενώ κατά τη γενόμενη περί το έτος 1953, καταμέτρηση από Τοπογραφικό Συνεργείο του Υπουργείου Γεωργίας είχε έκταση 27.112,687 στρεμμάτων, όπως προκύπτει και από την υπ' αριθμ. 58/17-9-1963 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Τρικάλων), από τον Ν. Ε., υιό του Α. Ε., δυνάμει του υπ' αριθμ. …/5-12-1881 αγοραπωλητηριου συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος (τότε) Ειρηνοδίκη Τρικάλων Νικολάου Αναστασόπουλου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στις 22-6-1882, στα βιβλία μεταγραφών της περιφέρειας του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό μεταγραφών …, λόγω όμως της καταστροφής του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας κατά τη Γερμανική Κατοχή από τα Γερμανικά Στρατεύματα, έχει εκ νέου μεταγραφεί στις 6-11-1964, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας, στον τόμο …και με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …. Επίσης, αγόρασε και το έτερο 1/2 εξ αδιαιρέτου του επίδικου δασοκτήματος, από τον Ν. Ε., υιό του Α. Ε., δυνάμει του υπ' αριθμ. …/14-6-1882 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, του τότε Συμβολαιογράφου Τρικάλων Θεμιστοκλέους Σταμουλάκη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στις 22-6-1882, στα βιβλία μεταγραφών της περιφέρειας του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό μεταγραφών …, λόγω όμως της καταστροφής του Υποθηκοφυλάκειου Καλαμπάκας κατά τη Γερμανική Κατοχή από τα Γερμανικά Στρατεύματα, έχει εκ νέου μεταγραφεί στις 6-11-1964 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας, στον τόμο …, με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …, στο οποίο (αγοραπωλητήριο συμβόλαιο) γίνεται μάλιστα μνεία, ότι ο Α. Γ. Ζ. (αγοραστής) παρέλαβε τους Οθωμανικούς Τίτλους (Ταπία), οι οποίοι μεταφρασμένοι από την Οθωμανική στην Ελληνική γλώσσα, καταχωρήθηκαν στο παραπάνω συμβόλαιο. Πλην όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω (μείζονα σκέψη), οι πωλητές του επίδικου δασοκτήματος Ν. Ε. και Ν. Ε., υιοί του Α. Ε., κατείχαν το επίδικο, όπως ομολογείται στην αγωγή, δυνάμει Οθωμανικών Τίτλων (ταπίων), δια των οποίων είχε παραχωρηθεί σ1 αυτούς μόνο το δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί του επιδίκου (αντικείμενο του οποίου ήταν η "ορισμένη και ανεπίδεκτος μετατροπής" χρήση του εδάφους που αναφερόταν στον τίτλο), και δεν απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου, η κυριότητα του οποίου εξακολουθούσε να ανήκει στο Οθωμανικό Δημόσιο. Επομένως, αυτοί δεν ήταν κύριοι του επιδίκου, δυνάμενοι να το μεταβιβάσουν νομίμως δια αγοραπωλητήριου συμβολαίου σε έτερο πρόσωπο, και, εν προκειμένω, στον απώτερο δικαιοπάροχο των εναγόντων Α. Γ. Ζ..
Συνεπώς, ο τελευταίος, δεν απέκτησε κατά παράγωγο τρόπο (αρθρ. 1033 ΑΚ) την αποκλειστική κυριότητα του επίδικου δασοκτήματος, παρά τη νομότυπη κατάρτιση και νόμιμη μεταγραφή των ανωτέρων αγοραπωλητήριων συμβολαίων. Επομένως, η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της (κτήση της κυριότητας του επιδίκου με παράγωγο τρόπο), είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι, επί του ως άνω δασοκτήματος, ο Α. Γ. Ζ., από το έτος 1881, και πάντως, οπωσδήποτε από την 22-6-1882, ημερομηνία μεταγραφής του δεύτερου κατά τα ανωτέρω συμβολαίου πωλήσεως, έως και το θάνατο του, στις 20-7-1906, ασκούσε όλες τις εμφανείς πράξεις νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, δηλωτικές της βούλησης του περί εξουσιάσεως του επιδίκου, οι οποίες ήταν, κατά τα προκτεθέντα, σύμφωνες προς τη φύση και τον προορισμό του δασοκτήματος και συγκεκριμένα, την ξύλευση και την υλοτομία του επιδίκου, την παραγωγή καυσόξυλων και ξυλανθράκων, τη συλλογή ρητίνης, την εκμίσθωση αυτού προς βόσκηση των ποιμνίων της περιοχής, την άσκηση εποπτείας επί του επιδίκου και την επιτήρηση αυτού με την πρόσληψη δασοφυλάκων, με τη σύνταξη διαχειριστικών εκθέσεων και πινάκων υλοτομίας, την οριοθέτηση του, τη μέριμνα για την προστασία αυτού προς αποτροπή καταλήψεως του από οποιονδήποτε τρίτο κ.λ.π., χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί η επ1 αυτού νομή και κατοχή του και χωρίς να ενοχληθεί από κανένα. Τις παραπάνω πράξεις νομής τις ασκούσε με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση, ότι με την κτήση της νομής του επιδίκου δεν προσβάλλεται από αυτόν κατ' ουσία το δικαίωμα της κυριότητας άλλου, επί του επιδίκου. Η ενδιάθετη αυτή κατάσταση του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων, συνάγεται σαφώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από το γεγονός της κατάρτισης των ως άνω νομίμως μεταγεγραμμένων αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, στα οποία είχαν προσαρτηθεί σε μετάφραση οι επίσημοι Οθωμανικοί Τίτλοι (Ταπία), βάσει των οποίων (συμβολαίων), ο Α. Γ. Ζ., είχε σχηματίσει την απόλυτη και εύλογη πεποίθηση, ότι είχε καταστεί αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του επιδίκου, ανεξάρτητα από το ότι τα συμβόλαια αυτά, δεν αποτελούν κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, νόμιμους τίτλους κυριότητας. Επίσης αποδείχτηκε ότι αυτός ασκούσε την επί του επιδίκου νομή και κατοχή, συνεχώς και αδιαλείπτως, και με διάνοια κυρίου, καθόσον, από την αγορά του δασοκτήματος "..." και εντεύθεν, προέβη εκτός των ανωτέρω και στις απαιτούμενες ενέργειες, σύμφωνα με τις διαταγές του Υπουργείου Οικονομικών, για την αναγνώριση του δάσους "..." ως ιδιόκτητου. Ειδικότερα, αποδείχτηκε ότι: 1) κατά το έτος 1895, προσκόμισε ενώπιον του Οικονομικού Εφόρου Καλαμπάκας, τους επίσημους Οθωμανικούς Τίτλους (ταπία) του δάσους "...", του οποίου ήταν νομέας και κάτοχος, και ότι το δάσος αυτό, καταχωρήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1895, στο βιβλίο ιδιωτικών δασών της Επαρχίας Καλαμπάκας, στο φύλλο με αύξοντα αριθμό … (βλ. σχετ. προσκομιζόμενο έγγραφο). 2) Στις 23 Νοεμβρίου 1900, σύμφωνα προς την υπ' αριθμ. 84.132 Εγκύκλιο Διαταγή του Υπουργείου Οικονομικών, επέδωσε, με τον τότε δικαστικό κλητήρα του Πρωτοδικείου Τρικάλων …, στον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, τους επίσημους Οθωμανικούς Τίτλους, στο πρωτότυπο και σε επίσημη μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, για να ελεγχθεί το έγκυρο και η γνησιότητα αυτών, από το Υπουργείο Οικονομικών. 3) Παράλληλα, γνωστοποίησε εγγράφως την παράδοση των πρωτοτύπων αυτών Οθωμανικών Τίτλων, και προς τον Δασάρχη Καλαμπάκας, με τον τότε δικαστικό κλητήρα του Πρωτοδικείου Τρικάλων, …. Ο τότε Οικονομικός Έφορος Καλαμπάκας, με την από 24-11-1900 υπ' αριθμ. 1805 αναφορά του, υπέβαλε τους τίτλους στο Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο επιλήφθηκε του ελέγχου της γνησιότητας αυτών και απέστειλε αυτούς δύο φορές στην Ελληνική Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης για να ελεγχθούν λεπτομερώς, βάσει του Τουρκικού Κτηματολογίου (βλ. σχετ. το υπ' αριθμ. πρωτ. 56.495/13-6-1901 έγγραφο του). Μετά τις παραπάνω ενέργειες του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων Α. Γ. Ζ., και τον έλεγχο των πρωτοτύπων Οθωμανικών Τίτλων από το Υπουργείο Οικονομικών/με την αποστολή τους στην Ελληνική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, το δασόκτημα "..." αναγνωρίσθηκε ανεπιφύλακτα με την υπ' αριθμ. 94.682/19-9-1901 διαταγή του Υπουργείου Οικονομικών. Με την παραπάνω διαταγή, το Υπουργείο Οικονομικών επέστρεψε τους ελεγχθέντες τίτλους και διέταξε τον Οικονομικό Έφορο και τον Δασάρχη Καλαμπάκας να εξετάσουν μαζί με τον απώτερο δικαιοπάροχο των εναγόντων Α. Ζ. και με δημόσιο γεωμέτρη, τα πραγματικά όρια του δασοκτήματος και να προβούν σε διοικητικές ανακρίσεις ευυπόληπτων προσώπων σχετικώς με αυτό και να υποβάλλουν λεπτομερή έκθεση, πράγμα που έγινε, ώστε μέχρι και σήμερα δεν προέκυψε καμία αμφισβήτηση σχετικά με τα όρια του δασοκτήματος. Έτσι το Δημόσιο, αφού βεβαιώθηκε το γνήσιο των τίτλων του ως άνω δικαιοπαρόχου των εναγόντων, ήρε τις επιφυλάξεις του για την επί του δασοκτήματος κυριότητα του Α. Ζ. και από το έτος 1901, μέχρι και το έτος 1906, οπότε απεβίωσε, καμία επιφύλαξη του Δημοσίου δεν υπήρξε, σε κανένα έγγραφο. Αντίθετα, έκτοτε, τόσο το Υπουργείο Οικονομικών, όσο και όλες οι Δημόσιες Αρχές και Υπηρεσίες, αναγνώρισαν επίσημα ως ιδιόκτητο το δάσος "..." και ιδιοκτήτη αυτού τον Α. Γ. Ζ.. Αποδείχτηκε επίσης ότι στις 20-7-1906, απεβίωσε στα Τρίκαλα ο ανωτέρω Α. Γ. Ζ., χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΚ περί εξ αδιαθέτου διαδοχής, από τη νόμιμη σύζυγο του Μ. και τα έξι (6) τέκνα του, Α., Σ., Ε., Α., Κ. και Α., οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομιά του και αναμείχθηκαν σ' αυτή με πρόθεση κληρονόμου, καταβάλλοντος ο καθένας τους τον αναλογούντα σ' αυτόν φόρο κληρονομιάς, και συνεχίζοντας και αυτοί, από το θάνατο του δικαιοπαρόχου τους, έως και την 11-9-1915 (που είναι ο κρίσιμος χρόνος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσας, οι από της 11-9-1915 και εφεξής πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος, δεν έχουν καμία αξία ως προς την δια έκτακτης χρησικτησίας κτήση κυριότητας, εφόσον, εάν δεν έχει επέλθει αυτή μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, δεν δύναται να συμπληρωθεί ο προς χρησικτησία χρόνος και να αποκτηθεί κυριότητα κατά τον μετέπειτα χρόνο, βλ. και ΑΠ 76/1987 ΕλλΔνη 30.324), να ασκούν επί του δασοκτήματος, πράξεις σύννομης και συγκατοχής, με καλή πίστη και διάνοια συγκυρίου, σύμφωνες προς τη φύση και τον προορισμό του δασοκτήματος, με την ξύλευση και την υλοτομία του επιδίκου, την παραγωγή καυσόξυλων και ξυλανθράκων, τη συλλογή ρητίνης, την εκμίσθωση αυτού προς βόσκηση των ποιμνίων της περιοχής, τη σύνταξη διαχειριστικών εκθέσεων και πινάκων υλοτομίας, συνεχίζοντας και αυτοί να εποπτεύουν και επιτηρούν το επίδικο με την πρόσληψη δασοφυλάκων, την οριοθέτηση του, τη μέριμνα για την προστασία του, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί από κανένα η επ' αυτού σύννομη και συγκατοχή τους, με καλή πίστη (αφού και αυτοί, όπως και ο δικαιοπάροχος τους Α. Ζ., στήριζαν την κατ' αυτούς κτήση της κυριότητας του επιδίκου από τον τελευταίο, στα ως άνω νομίμως καταγεγραμμένα αγοραπωλητήρια συμβόλαια), και με διάνοια κυρίου, συνεχίζοντας, έτσι, τη συνεχή και αδιάλειπτη νομή και κατοχή του δικαιοπαρόχου τους Α. Γ. Ζ.. Επομένως, αυτοί κατέστησαν την 12-9-1915, συγκύριοι του επιδίκου δασοκτήματος, κατά πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα, με έκτακτη χρησικτησία (αρθρ. 1045 ΑΚ), νεμόμενοι το επίδικο, έκαστος με καλή πίστη και διάνοια (συγ)κυρίου, για χρονικό διάστημα άνω της τριακονταετίας, συνυπολογίζοντας, κατ' άρθρο 1051 ΑΚ, ως καθολικοί διάδοχοι του δικαιοπαρόχου τους Α. Γ. Ζ., στη δική τους νομή (η οποία άρχισε από την 20-7-1906, ημερομηνία θανάτου του Α. Γ. Ζ., μέχρι και την 11-9-1915, διότι μετά την προαναφερθείσα ημερομηνία δεν ήταν επιτρεπτή, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 21 του από 22-4/16-5-1926 Ν.Δ. "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής αμύνης", η χρησικτησία στα εν λόγω κτήματα), και την, με τα ίδια προσόντα, νομή του δικαιοπαρόχου τους Α. Γ. Ζ., η οποία άρχισε από την 22-6-1882, ημερομηνία μεταγραφής του δεύτερου κατά τα ανωτέρω συμβολαίου πωλήσεως, και διήρκεσε έως και το θάνατο του τελευταίου, την 20-7-1906, ο καθένας κατά τα εξής ποσοστά εξ αδιαιρέτου...". Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του προϊσχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία και έχουν εν προκειμένω εφαρμογή κατ'άρθρο 51 ΕισΝΑΚ και ειδικότερα τις διατάξεις εκείνες που αφορούν την επί ακινήτου άσκηση της νομής με καλή πίστη, κατά την προεκτεθείσα έννοια της ειλικρινούς πεποίθησης του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του δεν προσβάλλει κατ'ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου, ενώ στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της λόγω ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας, αφού, ενώ δέχτηκε, ότι οι πωλητές Ν. Ε. και Ν. Ε. "κατείχαν το επίδικο δυνάμει Οθωμανικών Τίτλων (ταπίων), δια των οποίων είχε παραχωρηθεί σ'αυτούς μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί του επιδίκου (αντικείμενο του οποίου ήταν η "ορισμένη και ανεπίδεκτος μετατροπής" χρήση του εδάφους που αναφερόταν στον τίτλο), και δεν απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου (αλλά ότι) η κυριότητά του εξακολουθούσε να ανήκει στο Οθωμανικό Δημόσιο" και γι'αυτό και ο απώτερος δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων (εναγόντων) Α. Γ. Ζ. "δεν απέκτησε κατά παράγωγο τρόπο (άρθρο 1033 ΑΚ) την αποκλειστική κυριότητα του επίδικου δασοκτήματος, παρά τη νομότυπη κατάρτιση και νόμιμη μεταγραφή των ανωτέρω αγοραπωλητήριων συμβολαίων", στη συνέχεια, εν τούτοις, - το Εφετείο - δέχτηκε, ότι "ο Α. Γ. Ζ., από το έτος 1881, και, πάντως, οπωσδήποτε από την 22.6.1882, ημερομηνία μεταγραφής του δεύτερου κατά τα ανωτέρω συμβολαίου, έως και το θάνατό του, στις 20.7.1906", νεμόταν το επίδικο, ασκώντας επ'αυτού "όλες τις εμφανείς πράξεις νομής (ξύλευση, υλοτομία κ.λπ) "με διάνοια κυρίου και καλή πίστη", κατά την έννοια που προεκτέθηκε, ως συναγόμενα "από το γεγονός της κατάρτισης των ως άνω νομίμως μεταγεγραμμένων αγοραπωλητήριων συμβολαίων, στα οποία είχαν προσαρτηθεί σε μετάφραση οι επίσημοι Οθωμανικοί Τίτλοι (ταπία)...ανεξάρτητα από το ότι τα συμβόλαια αυτά δεν αποτελούν, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, νομίμους τίτλους κυριότητας", χωρίς, όμως, και να αιτιολογεί (διασαφηνίζει) πως κατά την κτήση της νομής του επιδίκου δυνάμει των συμβολαίων αυτών - που "δεν αποτελούν νόμιμους τίτλους κυριότητας" - είχε την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει το δικαίωμα του κυρίου (του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου), ως διαδόχου τους, ώστε να θεμελιώνεται "άσκηση της νομής του επιδίκου με καλή πίστη" κατά την έννοια που προπαρατέθηκε και να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος των προεκτεθεισών ουσιαστικών διατάξεων του προϊσχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Οι περαιτέρω παραδοχές του Εφετείου και μάλιστα, ότι "μετά τις (αναφερόμενες) ενέργειες του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων (αναιρεσιβλήτων) Α. Γ. Ζ., και τον έλεγχο των πρωτοτύπων Οθωμανικών Τίτλων το Υπουργείο Οικονομικών, με την αποστολή τους στην Ελληνική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, το δασόκτημα "..." (επίδικο) αναγνωρίστηκε ανεπιφύλακτα με την υπ' αριθμ. 94.682/19.9.1901 διαταγή του Υπουργείου Οικονομικών" δεν ασκούν ουσιώδη επιρροή, προεχόντως, διότι, έκτοτε, έως και την 11.9.1915 (αφότου πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος δεν έχουν καμία αξία) δεν συμπληρώνεται τριακονταετία, πέραν του ότι από τις παραδοχές αυτές του Εφετείου δεν προκύπτει με σαφήνεια το περιεχόμενο της αναγνώρισης, δηλαδή εάν το επίδικο και μάλιστα καθ'όλη την έκτασή του αναγνωρίσθηκε - κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας - ιδιωτικό δασόκτημα. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για τις πλημμέλειες των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 384/2011 απόφαση του Εφετείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή