Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Δημόσιο , Νομή.
Περίληψη:
559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Προϋποθέσεις
Προϋποθέσεις άρθρου 4 παρ. 1 και 2 Ν. 3127/2003. Για ανίκητα μέχρι 2000τμ απαιτείται 10ετής νομή μέχρι ενάρξεως ισχύος του νόμου (19/3/2003) με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία ή τριακονταετής από το χρόνο αυτό αδιατάρακτη νομή, εκτός αν ο νομέας κατά την κτήση της νομής ήταν σε κακή πίστη. Προσμέτρηση χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Για ακίνητα μεγαλύτερα των 2000 τμ μόνο εάν στο ακίνητο υφίστατο κατά την 31.12.02 κτίσμα που κάλυπτε το 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης 1042 ΑΚ. Πότε ο νομέας είναι σε καλή πίστη αριθμ. 1 αρθρ. 559 Κ.Πολ.Δ. δεν ιδρύεται ο λόγος όταν υπό το πρόσχημα της παραβιάσεως κανόνα δικαίου πλήττεται η περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Αριθμός 1023/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Χρήστο Μιτκίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Του αναιρεσίβλητου: Α. Ο. του Γ., κατοίκου ..., o oποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Πάσχο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/6/2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2308/2005 του ιδίου Δικαστηρίου 8649/2006 μη οριστική και 7042/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 2/6/2009 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/3/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του ν. 3127/2003 για την "τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2644/1998 για τη κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις" σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α)νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17-3-2003) αδιαταράκτως για δέκα έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β)νέμεται, μέχρι της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στον χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο μέχρι 2000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλυτέρου των 2000 τ.μ. οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1042 ΑΚ, ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του ν. 3127/2003, πρέπει ο νομέας μεταξύ άλλων με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά να έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθησή του αυτή πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου (ΑΠ 863/2011, ΑΠ 1271/2011). Ο νομέας θεωρείται κακής πίστεως μόνο αν γνωρίζει ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Αν μεσολάβησε διαδοχή στη νομή, ο χρόνος νομής που διανύθηκε, με τις ίδιες προϋποθέσεις, στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου, συνυπολογίζεται στον χρόνο νομής του διαδόχου (ΑΠ 863/2011, ΑΠ 1271/2011). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 984 εδ.α και 989 εδ.α ΑΚ προκύπτει, ότι διατάραξη της νομής, η οποία υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σ' αυτό, συνιστά κάθε θετική πράξη, που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του (ΑΠ 210/2011) και ειδικότερα κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλ. όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις που μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια την μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών από την κυριότητα του πράγματος (ΑΠ 942/2012, ΑΠ 943/2012). Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 846/2013, ΑΠ 481/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα (Ολ.ΑΠ 20/2005) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι αυτή εκτιμώντας το σύνολο των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ως προς την ουσία της υπόθεσης τα ακόλουθα: "Επίδικο είναι ένα οικόπεδο εμβαδού 252,80 τμ, που κείται εντός του σχεδίου πόλεως του Δήμου Λαυρεωτικής Αττικής και συγκεκριμένα στο ΟΤ ..., στην περιοχή "..." ή "..." και στη συνοικία "..." του άνω Δήμου. Το οικόπεδο αυτό συνορεύει βορειοανατολικά επί πλευράς μήκους 16μ με την οδό ..., νοτιοανατολικά επί πλευράς μήκους 15,80 με την οδό ... (πρώην ...), νοτιοδυτικά επί πλευράς μήκους 16μ. με την οδό ... και βορειοδυτικά επί πλευράς μήκους 15,80 με ιδιοκτησία Ν. Π. Μ. ή Σ.. Το έτος 1963, ο Κ. Σ. Λ. ή Λ., που φερόταν κύριος αυτού, κατόπιν συμφωνίας μετά του πατέρα του εκκαλούντος, Γ. Ο., πώλησε το οικόπεδο αυτό ατύπως στον τελευταίο, σε αντάλλαγμα της προσφερόμενης προς αυτόν εργασίας του επί έτη και του παρέδωσε και τη νομή. Ο αγοραστής, Γ. Ο. άρχισε έκτοτε να νέμεται το οικόπεδο αυτό με διάνοια κυρίου, με τη θέληση, δηλαδή, να εξουσιάζει αυτό ως κύριος, ασκώντας επ' αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του και στον προορισμό του πράξεις νομής, αλλά και με καλή πίστη, με την πεποίθηση, δηλαδή, ότι απέκτησε την κυριότητα επ' αυτού με την άνω άτυπη μεταβίβαση και ότι δεν προσβάλλει την κυριότητα άλλου επ ' αυτού ακόμη και του Ελληνικού Δημοσίου. Ο Γ. Ο., ειδικότερα, προέβη στον καθαρισμό του οικοπέδου αυτού, στην εμφύτευση του με ελαιόδενδρα, στην καλλιέργεια αυτών και στη συλλογή του ελαιοκάρπου τους, αλλά και στην κατασκευή εντός αυτού πρόχειρης αποθήκης από τσιμεντόλιθους και ελενίτ. Επιπλέον, στις 18.9.1978 υπέβαλε αίτηση στην Πολεοδομία Ανατολικής Αττικής και ζήτησε άδεια περιτοιχίσεως του οικοπέδου αυτού. Πράγματι εκδόθηκε η υπ' αριθμ. πρωτ. .../1978 άδεια και βάσει αυτής προέβη στις 14.10 1978 στην περιτοίχιση του. Κατά την περιτοίχιση όμως, ο Γ. Ο. επεκτάθηκε και προς την όμορη βορειοδυτικά του άνω οικοπέδου ιδιοκτησία των Ν. και Π. Μ. ή Σ., οπότε οι τελευταίοι προέβησαν στην κατεδάφιση της περιτοιχίσεως της πλευράς αυτής. Ο Γ. Ο. άσκησε κατ' αυτών ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαυρίου την από 20.11.1978 αίτηση του, επικαλούμενος ότι διαταράχθηκε η νομή του και ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Παράλληλα, ο Οικονομικός Έφορος Λαυρίου, πληροφορηθείς την περιτοίχιση του άνω οικοπέδου, απέστειλε στην Υπηρεσία Πολεοδομίας το υπ' αριθμ. Πρωτ. 8367/14-10-1978 τηλεγράφημα, με το οποίο ζητούσε τη διακοπή των εργασιών και την ανάκληση της σχετικής άδειας, επικαλούμενος ότι, επ' αυτού "σφοδρά πιθανολογούνται δικαιώματα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου". Ανάκληση της άδειας αυτής και διακοπή εργασιών δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, κατά τη συζήτηση της προαναφερόμενης αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της 23-3-1979 το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε κυρία παρέμβαση και ισχυρίσθηκε ότι το άνω οικόπεδο ανήκει στη νομή και κυριότητα του. Το Ειρηνοδικείο Λαυρίου, ενόψει της προβολής δικαιωμάτων υπό του Ελληνικού Δημοσίου, με την υπ' αριθμ: 52/1979 απόφαση του απέρριψε την άνω αίτηση, δεχόμενο ότι δικαιοδοσία προς τούτο έχει ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών. Μετά από αυτά, δεν αποδείχθηκε ότι ασκήθηκε σχετική αίτηση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών υπό του Ελληνικού Δημοσίου ή του Γ. Ο.. Αποδείχθηκε όμως, ότι ο τελευταίος συνέχισε να νέμεται το παραπάνω οικόπεδο των 252,80 τμ με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, όπως και μέχρι τότε, καθ ' όσον η προβολή εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου για πρώτη φορά δικαιωμάτων επ' αυτού δεν απέκλεισε τη δυνατότητα να εμμείνει στη μέχρι τότε πεποίθηση του ότι κατέχει νομίμως το άνω ακίνητο. Στις 29.8.1979 το Ελληνικό Δημόσιο καταχώρησε έκταση του ΟΤ ..., εμβαδού 554,39 τμ, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο οικόπεδο, στο Βιβλίο Δημοσίων Κτημάτων της Οικονομικής Εφορίας Λαυρίου με ΑΒΚ 986, δεν έλαβε όμως μέτρα κατά του Γ. Ο. και των λοιπών νομέων του υπολοίπου τμήματος. Στη συνέχεια αποδείχθηκε, ότι ο Γ. Ο., κατόπιν παρακλήσεως του Α. Σ., που κατοικεί απέναντι από το επίδικο, επί της διασταυρώσεως των οδών ... και ..., και συγγενεύει με αυτόν (εξάδελφος του συζύγου της θυγατέρας του) παραχώρησε, κατά χρήση, κατά το έτος 1997, τμήμα του επιδίκου οικοπέδου, εμβαδού 10 τμ περίπου, οριζόμενο επί πλευράς μήκους 5 μ επί της οδού ... και επί πλευράς 2μ επί της οδού ..., προκειμένου να κατασκευάσει επ' αυτού πρόχειρο κατάλυμα για τη στέγαση του κυνηγετικού σκύλου του. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../30.9.1998 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίας Σούκουλη-Κουτσούκου, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία Μεταγραφών του Δήμου Λαυρεωτικής στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό 23, ο Γ. Ο. μεταβίβασε κατά κυριότητα το άνω οικόπεδο στο γιό του Ανδρέα Ορφανό, εκκαλούντα, λόγω γονικής παροχής. Ο εκκαλών, μόλις το άνω οικόπεδο περιήλθε σ' αυτόν, συνέχισε να το νέμεται, όπως και ο πατέρας του, δηλαδή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση, ότι απέκτησε την κυριότητα επ' αυτού και ότι δεν προσβάλλει την κυριότητα άλλου επ ' αυτού ακόμη και του Ελληνικού Δημοσίου, ενεργώντας επ' αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του και τον προορισμό του πράξεις νομής, όπως επίβλεψη, καθαρισμό, χρήση της επ' αυτού αποθήκης και ασκώντας όλα τα μέτρα προστασίας της έναντι τρίτων. Πιο συγκεκριμένα, ο προαναφερόμενος Α. Σ.ς, κατά παράβαση της άνω συμβάσεως χρησιδανείου, περί τον Οκτώβριο 1998, άρχισε να εναποθέτει επί του παραχωρηθέντος τμήματος διάφορα οικοδομικά υλικά και εργαλεία. Ο εκκαλών, μετά από αυτά, αφού κατήγγειλε τη σύμβαση χρησιδανείου, άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαυρίου κατ' αυτού (Α. Σ.) την από 15.10.1998 αίτηση του με την οποία ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να του αποδοθεί το παραπάνω τμήμα. Το Ειρηνοδικείο Λαυρίου με την υπ' αριθμ. 17/1999 απόφαση του δέχθηκε την αίτηση αυτή και υποχρέωσε τον Α. Σ. να αποδώσει στον εκκαλούντα το τμήμα αυτό, το οποίο και πράγματι απέδωσε οικειοθελώς. Παράλληλα, ο Λ. Δ., πεθερός του Α. Σ., ο οποίος από τότε, που το Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε δικαιώματα επί του άνω οικοπέδου, επιζητούσε τη χρήση του, έχοντας υποβάλει προς τη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής την από 29.8.1979 αίτηση του για τη μίσθωση του, γνωστοποίησε στην Κτηματική Υπηρεσία Ανατολικής Αττικής με την από 19.10.1998 αίτηση του την εκ μέρους του Γ. Ο. μεταβίβαση προς τον εκκαλούντα του επιδίκου οικοπέδου με το προαναφερόμενο συμβόλαιο. Ο Προϊστάμενος της Κτηματικής Υπηρεσίας Ανατολικής συνέχεια εξέδωσε σε βάρος του εκκαλούντος το υπ' αριθμ. Πρωτ. 2/31.3.1999 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Κατά του πρωτοκόλλου αυτού ο εκκαλών άσκησε την από 5.4.1999 ανακοπή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαυρίου και συγχρόνως με την από 6.4.1999 αίτηση του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε την αναστολή της εκτελέσεως του. Η εκτέλεση του παραπάνω πρωτοκόλλου ανεστάλη με την υπ' αριθμ. 29663/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά η ανακοπή του απορρίφθηκε τόσο με τη υπ1 αριθμ.123/1999 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, όσο και με την υπ' αριθμ. 168/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, για τυπικούς λόγους και συγκεκριμένα κατά την αιτιολογία των αποφάσεων, διότι αυτή (ανακοπή) δεν επιδόθηκε στον αρμόδιο Οικονομικό Έφορο. Παρόλα αυτά, ο εκκαλών, συνέχισε να νέμεται το επίδικο οικόπεδο, αφού δεν αποδείχθηκε, ότι εκτελέσθηκε το εις βάρος του εκδοθέν πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και μάλιστα με καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα επ ' αυτού και ότι δεν προσβάλλει την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου επ' αυτού, καθ' όσον η έκδοση του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής σε βάρος του δεν απέκλεισε τη δυνατότητα να εμμείνει στη μέχρι τότε πεποίθηση του ότι απέκτησε κατά κυριότητα και κατέχει το άνω οικόπεδο νομίμως. Από όλα τα παραπάνω γενόμενα δεκτά αποδείχθηκε, ότι ο εκκαλών νέμεται το επίδικο οικόπεδο, που βρίσκεται μέσα στο σχέδιο πόλεως του Δήμου Λαυρεωτικής και δεν υπερβαίνει τα 2000 τμ, οπωσδήποτε επί τριάντα (30) έτη μέχρι την 19.3.2003, που δημοσιεύθηκε ο Ν 3127/2003, και συγκεκριμένα από το έτος 1963 και εφεξής, προσμετρώντας προς τούτο και το χρόνο νομής του δικαιοπάροχου πατέρα του, Γ. Ο., χωρίς να διαταραχθούν στη νομή τους επ' αυτού, υπό του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, υπό την έννοια της θετικής πράξεως ή παραλείψεως, που να αποτελούν παρενόχληση τους στην άσκηση της νομής τους κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη καθ' όσον η προβολή και μόνον υπ ' αυτού δικαιώματος νομής επί του οικοπέδου στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, η καταχώρισή του ως δημοσίου κτήματος και η έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής δεν συνιστούν διαταρακτικές της νομής τους πράξεις. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε και ότι, κατά την κτήση της νομής του επιδίκου οικοπέδου, τόσο από το δικαιοπάροχο του εκκαλούντος, όσο και από τον ίδιο, αυτοί τελούσαν σε κακή πίστη. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι, κατά την κτήση της νομής, καθένας είχε την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα επ' αυτού και ότι δεν προσέβαλε την κυριότητα άλλου και δη του Ελληνικού Δημοσίου. Η κρίση αυτή, ειδικότερα, συνάγεται από το γεγονός, ότι κατά την κτήση της νομής του επιδίκου υπό του δικαιοπάροχου του εκκαλούντος το έτος 1963, αυτός δεν αποδείχθηκε ότι γνώριζε τα προβαλλόμενα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου, αφού αυτά προβλήθηκαν το πρώτον το έτος 1979 στα πλαίσια της προαναφερόμενης δίκης περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, οπότε και το επίδικο καταχωρίσθηκε ως δημόσιο κτήμα και περαιτέρω, κατά την κτήση της νομής υπό του εκκαλούντος στις 30.9.1998, αυτός δεν αποδείχθηκε ότι γνώριζε την προβολή των άνω δικαιωμάτων, αφού αυτός το έτος 1979 ήταν μόλις επτά (7) ετών, το Ελληνικό Δημόσιο έκτοτε δεν προέβη σε κάποια εμφανή ενέργεια στο επίδικο οικόπεδο και η έκδοση σε βάρος του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής από αυτό έλαβε χώρα μετά την κτήση υπ ' αυτού της νομής του και συγκεκριμένα στις 31.3.1999.Και είναι μεν αληθές, ότι ο δικαιοπάροχος του εκκαλούντος υπέβαλε στις 21.11.1978 αίτηση προς τον Οικονομικό Έφορο Λαυρίου, με την οποία ζήτησε τη χορήγηση παραχωρητηρίου για το άνω οικόπεδο, αναφερόντος ότι νέμεται αυτό και ότι προσφέρεται στην καταβολή τιμήματος. Η αίτηση αυτή, όμως, ανεξαρτήτως του ότι προβάλλεται ότι παραπλανήθηκε από τον Οικονομικό Έφορο, ως προς το περιεχόμενο της, κατά την υποβολή της, δεν ασκεί επιρροή στην παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, διότι υποβλήθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της κτήσεως της νομής υπ' αυτού και δεν μπορεί από αυτή και μόνον να συναχθεί αναγκαίως ότι ο δικαιοπάροχος του εκκαλούντος γνώριζε και κατά την κτήση της νομής του επιδίκου ότι δεν απέκτησε αυτά. Άλλωστε, η πεποίθηση του δικαιοπάροχου του εκκαλούντος και του ιδίου, ότι κατά την κτήση της νομής του επιδίκου απέκτησαν αυτή και ότι δεν προσέβαλαν την κυριότητα άλλου και δη του Ελληνικού Δημοσίου, δικαιολογείται και δεν ανάγεται σε βαρειά αμέλεια αυτών, καθόσον γύρωθεν του επιδίκου υπήρχαν οικόπεδα, που είχαν αποκτηθεί με μεταβιβαστικά της κυριότητας συμβολαιογραφικά έγγραφα από ιδιώτες και είχαν επ' αυτών ανεγερθεί οικοδομές, χωρίς να έχει προβληθεί αμφισβήτηση υπό του Ελληνικού Δημοσίου και περαιτέρω ο απώτερος δικαιοπάροχος του εκκαλούντος Κ. Σ. Λ. ή Λ. ήταν γνωστός κτηματίας της περιοχής και μάλιστα στο υπ' αριθμ. .../1868 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλείου Λαμπράλη, με το οποίο μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως από το Μ. Π. προς το Χ. Σ., ακίνητο κείμενο στην περιοχή ... ή ... της περιφέρειας του χωρίου ... του Δήμου Λαυρίου, όπου και το επίδικο, αφού στους μεταγενέστερους μεταβιβαστικούς τίτλους του ιδίου ακινήτου και συγκεκριμένα στα υπ' αριθμ. .../1978 και .../1980 πωλητήρια συμβόλαια του συμβολαιογράφου Λαυρίου Κοσμά Αλιβιζάτου και στην υπ' αριθμ. .../1978 αποδοχή κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Λαυρίου Νικολάου Τζουμάκα αναφέρεται ότι ήδη αυτό κείται στο ΟΤ ... του Δήμου Λαυρεωτικής και προφανώς αφορά στο βορείως του επιδίκου κείμενο ακίνητο, μετά την παρεμβαλλόμενη ιδιοκτησία του Μ. ή Σ., ιδιοκτησία των κληρονόμων Σ., επί των οποίων ιδιοκτησιών, σημειωτέον έχουν ήδη ανεγερθεί πολυόροφες οικοδομές, αναφέρεται ότι συνορεύει νοτίως με ιδιοκτησία Σ. Κ. Λ.. Ενόψει όλων αυτών, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί αληθής ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, ότι το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα μεγαλύτερης εκτάσεως, που περιήλθε σε αυτό κατά τους αναφερομένους στις έγγραφες προτάσεις του τρόπους, ανήκει στην κυριότητά του, διότι αυτό, φέροντας τον αριθμό 154 στον από 29.7.1888 πίνακα και διαγράμματα των Γ.Ν. και Ι.Π., που συντάχθηκαν, κατόπιν διαταγής του Υπουργείου Οικονομικών, για τα παραχωρηθέντα, τα αυθαιρέτως οικοδομηθέντα και τα μη εκποιηθέντα ακίνητα στη θέση "..." ή "..." της κωμοπόλεως Εργαστηρίων Λαυρίου", αναφέρεται ως μη εκποιηθέν, ο εκκαλών θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3127/2003, κύριος έναντι αυτού".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού δέχθηκε την έφεση του αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την εκκαλουμένη κατά το μέρος που απέρριπτε την κυρία και εκ της προλαβούσης διατάξεως του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 βάση της αγωγής και αφού αναδίκασε την αγωγή, δέχθηκε κατά παραδοχή της βάσεώς της αυτής ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος είναι κύριος του επακριβώς περιγραφομένου και επιφανείας 252,80τ.μ. επίδικου ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στη θέση "... ή ... ή ..." του Δήμου Λαυρεωτικής και στο ΟΤ ...αυτού, καθόσον ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοί του νεμήθηκαν αυτό, με καλή πίστη για περισσότερο από τριάντα χρόνια, πριν την ισχύ του ν. 3127/2003 (17.3.2003), χωρίς να διαταραχθούν στη νομή τους από το αναιρεσείον - εναγόμενο Δημόσιο (αδιαταράκτως) υπό την έννοια της θετικής πράξεως ή παραλείψεως, καθόσον οι προκύψασες ενέργειες του τελευταίου (προβολή και μόνον δικαιώματος νομής σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, καταχώρηση του ακινήτου ως δημοσίου κτήματος, έκδοση Πρωτοκόλλου Διοικητικής Αποβολής) δεν συνιστούν διαταρακτικές, της νομής, πράξεις. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στην παραπάνω διάταξη, όπως η έννοια αυτής αναλύθηκε στη νομική σκέψη και του συμπεράσματος του νομικού της συλλογισμού. Ενόψει τούτων, ο περί του αντιθέτου και εκ του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Επειδή, ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 834/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 4 του α.ν. 263/1968 (όπως αυτό συμπληρώθηκε με την παρ.1 του άρθρου 2 του ν. δ/τος 1154/1972 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 719/1977), με το να μην δεχθεί ότι εφόσον ο δικαιοπάροχος του αναιρεσίβλητου - ενάγοντος Γ. Ο. υπέβαλε στον αρμόδιο Οικονομικό Έφορο την από 21.11.1978 δήλωση εξαγοράς του επιδίκου, απώλεσε το ANIMUS της νομής, καθόσον με την ενέργειά του αυτή αναγνώρισε την κυριότητα του Δημοσίου, παραμείνας έκτοτε απλός κάτοχος, οπότε η μετά την αίτηση αυτή βούληση εξουσιάσεως του επιδίκου εκκίνησε νέο χρόνο χρησικτησίας, με αποτέλεσμα έκτοτε (21.11.1978) μέχρι της ισχύος του ν. 3127/2003 (19.3.2003) να μην έχει συμπληρωθεί, ο, κατά το νόμο αυτό, προσπορίζων κυριότητα, τριακονταετής χρόνος παραγραφής. Ο λόγος αυτός, που δεν αναφέρεται σε συνέπειες προβλεπόμενες από την επικαλούμενη διάταξη νόμου, αλλά σε εκτίμηση από το αναιρεσείον του πραγματικού γεγονότος της υποβολής δηλώσεως εξαγοράς, είναι απαράδεκτος, καθόσον υπό το πρόσχημα της παραβιάσεως, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, του παραπάνω κανόνα δικαίου, πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, το οποίο ως προς το παραπάνω ζήτημα της δηλώσεως εξαγοράς - που σημειωτέον θα έπρεπε να υποβληθεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από της ισχύος του ν. 719/10.10.1977, ήτοι μέχρι 11.10.1978 - έκρινε, όπως αναφέρεται στο εκτιθέμενο στον πρώτο λόγο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης διαφορετικά από το ότι το αναιρεσείον θεωρεί ορθό και συγκεκριμένα ότι η δήλωση αυτή δεν ασκεί επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου περί καλής πίστεως του δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου, γιατί υποβλήθηκε σε χρόνο που είναι μεταγενέστερος εκείνου (χρόνου) που αυτός απέκτησε τη νομή, ήτοι του 1963 και ότι δεν μπορεί "από τη δήλωση αυτή και μόνο να συναχθεί αναγκαίως, ότι ο δικαιοπάροχος του εκκαλούντος (αναιρεσιβλήτου) γνώριζε και κατά την κτήση της νομής" την προβολή δικαιωμάτων του δημοσίου, οι ενέργειες του οποίου (Δημοσίου), όπως αναφέρεται στον πρώτο λόγο δεν συνιστούν διατάραξη. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθεί, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ.183 και 176 ΚΠολΔ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝ ΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του ν. 1738/1987.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-6-2009 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμό 7042/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ