Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1421 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αοριστία αγωγής, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Ναυτικές διαφορές.




Περίληψη:
Ποιοτική-ποσοτική αοριστία αγωγής αναγνωριστικής κληρονομικού δικαιώματος. Κατά το άρθρο 28 ΑΚ οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας που είχε ο κληρονομούμενος όταν πέθανε. Με το δίκαιο αυτό κρίνεται και το κληρονομικό των μετοχών αλλοδαπής εταιρείας, όπως είναι η ναυτιλιακή εταιρεία του άρθρου 1 του Ν. 731/78 που έχει καταστατική έδρα στην αλλοδαπή και είναι διαχειρίστρια ή πλοιοκτήτρια πλοίου υπό Ελληνική σημαία. Με το ίδιο δίκαιο ερμηνεύονται και οι όροι του καταστατικού για τις δημιουργούμενες από την κληρονομία σχέσεις. Άρθρο 559 αρ. 20 δεν ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος, όταν η πλημμέλεια αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό λάθος. Άρθρο 559 αρ. 10, δεν ιδρύεται όταν δεν αφορά σε αυτοτελή ισχυρισμό, ενώ όταν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα, ο λόγος είναι αβάσιμος. Αν απορριφθεί κατ’ ουσίαν η έφεση η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώνεται στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Άρθρο 559 αρ. 8 εδ. β’, αν ο λόγος έφεσης, που αποτελεί πράγμα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής εξετάστηκε και απορρίφθηκε, δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος.





Αριθμός 1421/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Mαΐου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ά. Κ. του Λ., χήρας Χ. Π. (C. P.), κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σπαϊδιώτη. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Κ. του Λ., κατοίκου ...., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Κωνσταντίνο Ρούσσο και Δημήτριο Τσικρίκα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/7/2007 ανταγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1391/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 4184/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29/9/2011 αίτησή της και τους από 2/4/2013 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 7/5/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε α)να γίνουν δεκτοί ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως κατά το πρώτο τμήμα του, ο πρώτος πρόσθετος λόγος κατά το πρώτο τμήμα του και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος και β)να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή η ποιοτική - ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει αν ο ενάγων δεν να φέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στο οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην προκειμένη αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται, αναιρετικά, με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔικ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου. Εξάλλου αναγκαία στοιχεία της αναγνωριστικής του κληρονομικού δικαιώματος αγωγής, είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου, το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος, λόγω συγγενικής σχέσης με τον κληρονομούμενο ή από διαθήκη, το δικαίωμα του κληρονομουμένου στα κληρονομιαία κατά το χρόνο του θανάτου του, που μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε κυριότητα, αλλά και σε νομή, καθώς και η εκ μέρους του εναγομένου αδικαιολόγητη κατοχή των κληρονομιαίων ή και η απλή αμφισβήτηση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος. Δεν αποτελούν στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής η αποδοχή και μεταγραφή της κληρονομίας, εφόσον η αγωγή αυτή δεν περιέχει διεκδίκηση. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν κήρυξε άκυρο το δικόγραφο της ανταγωγής λόγω αοριστίας, όπως τούτο είχε ζητηθεί πρωτοδίκως και με λόγο εφέσεως καθόσον, δεν αναφερόταν η αξία των μετοχών, που προσδιόριζε την αξία του επίδικου αντικειμένου, η αποδοχή της κληρονομίας, καθώς και η ιδιότητα του αντενάγοντος ως κληροδόχου και όχι ως κληρονόμου. Ως προς το πρώτο από τα ζητήματα αυτά (αξία μετοχών) το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: " Η αξία του αντικειμένου της διαφοράς σε σχέση με την ένδικη ανταγωγή δεν έχει εν προκειμένω οποιαδήποτε δικονομική σημασία, δεδομένου ότι αυτή αφενός μεν είναι αναγνωριστική και δεν οφείλεται τέλος δικαστικού ενσήμου, δυνάμει δε του άρθρου 34 ΚΠολΔικ, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της κυρίας, από 10.10.2005 αγωγής της αντεναγομένης κατά του αντενάγοντος, η οποία ματαιώθηκε.........". Ως προς το ζήτημα της αποδοχής το Εφετείο αναφέρει ότι τούτο δεν αποτελεί στοιχείο της βάσεως της αγωγής, για την άσκηση της οποίας αρκεί η επίκληση της ιδιότητας του κληρονόμου, ως φορέα του αξιουμένου δικαιώματος. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ορθά έκρινε ως έγκυρο και ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής και ερευνώμενος από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ τέταρτος αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί, ενώ το ζήτημα του, με διαθήκη τιμωμένου ως κληροδόχου ή κληρονόμου είναι θέμα της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής και, σε περίπτωση αμφιβολίας, της υπαγωγής των περιστατικών που θα προκύψουν από τις αποδείξεις στη διάταξη του άρθρου 1800 ΑΚ και όχι του ορισμένου της αγωγής, η οποία εφόσον, φέρει τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη στοιχεία είναι ορισμένη, ανεξάρτητα, από την ιδιότητα, που ο ενάγων ως φορέας του καταγομένου σε δίκη δικαιώματος, αποδίδει στον εαυτό του, ως κληρονόμου ή κληροδόχου. Εξάλλου η αιτίαση του ίδιου λόγου κατά την οποία αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο " εσφαλμένα εφήρμοσε τις περί κληροδοσίας και κληρονομίας διατάξεις και εσφαλμένα αναγνώρισε ως κληρονόμο, αντί κληροδόχο, του αντενάγοντα " είναι αόριστη, γιατί δεν συνοδεύεται από αντίστοιχο πραγματικό που να προσδιορίζει σε τι συνίστανται οι πλημμέλειες, μη αρκούσης της νομικής μόνο διατάξεως ή μόνη της αποδιδομένης από το νόμο ιδιότητας. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (4ος) πρέπει, ως προς όλες τις αιτιάσεις του να απορριφθεί. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 28 ΑΚ, οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας, που είχε ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε. Η εν λόγω διάταξη που υιοθετεί την αρχή της ενότητας της κληρονομίας, ορίζει εφαρμοστέο επί της κληρονομίας κινητών και ακινήτων, οποιαδήποτε και αν αυτά κείνται, καθώς και για όλες τις δημιουργούμενες από την κληρονομιά αυτή σχέσεις, το δίκαιο της κατά το χρόνο του θανάτου, ιθαγένειας του κληρονομουμένου. Μεταξύ των δημιουργουμένων από την κληρονομιά σχέσεων είναι και το κληρονομητό ή μη των κεφαλαιουχικών εταιρειών, όπου λόγω του μη προσωποπαγούς χαρακτήρα της έννομης σχέσης, όπως συμβαίνει, κατά το άρθρο 773 ΑΚ επί προσωπικών εταιρειών, ισχύει το κληρονομητό, οπότε σε περίπτωση αλλοδαπής εταιρείας, με το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου θα κριθεί αν, σε ποιον και με ποιους όρους μεταβιβάζεται το περιουσιακό τους στοιχείο, δηλαδή τα κληρονομικά μερίδια ή οι μετοχές της εταιρείας οι οποίες (μετοχές) ενσωματώνουν σε αξιόγραφο (τίτλο) σταθερό ποσοστό του κεφαλαίου της εταιρείας και σαν πράγμα είναι αντικείμενο κυριότητας και κληρονομίας. Έτσι σε περίπτωση ναυτιλιακών εταιρειών του άρθρου 1 του Ν. 791/78, σύμφωνα με το οποίο και κατ' απόκλιση του κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ, κατά το οποίο η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του, ορίζεται ότι εφόσον η σύστασή τους έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας και ήταν ή είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίου υπό Ελληνική σημαία ( με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) διέπονται ως προς τη σύσταση ή ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο διευθύνονται εξ ολοκλήρου οι υποθέσεις τους, το κληρονομητό ή όχι των μετοχών τους θα κριθεί κατά το δίκαιο της κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου ιθαγενείας του. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, ή δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006). Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει ον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο περιλαμβάνονται, όπως προεκτέθηκε και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βουλήσεως. Μέσα από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μιας δικαιοπραξίας κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων. Η προσφυγή στις διατάξεις αυτές προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο, έστω και έμμεσα, οπότε σε περίπτωση μη αναζήτησης του αληθινού περιεχομένου της δικαιοπραξίας βάσει των διατάξεων αυτών ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης. Τέλος κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν η απόφαση δεν είναι νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, 'όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ ) μετά από συνεκτίμηση των νομίμως προσκομισθέντων σ' αυτό από τους διαδίκους, με επίκληση αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 13-1-2003 απεβίωσε στο … η αδελφή των διαδίκων, Α. χήρα Η. Η., το γένος Λ. Κ., κάτοικος στη ζωή …, η οποία ήταν μέτοχος της Λιβεριανής εταιρείας με την επωνυμία "SEA TRADE "MARITIME CORP.", πλοιοκτήτριας του φορτηγού πλοίου "Α." , το οποίο φέρει την ελληνική σημαία και έχει αριθμό νηολογίου Πειραιώς … και διεθνές διακριτικό σήμα …. Στην από 2-8-1999 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε με το από 29-6-2007 και με αριθμό 4330 πρακτικό δημοσίευσης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ 1828/2007 απόφαση του ιδίου, ως άνω Δικαστηρίου, η διαθέτης αναφέρει: Είμαι κάτοχος πεντακοσίων [500] μετοχών της εταιρείας [ήτοι του συνόλου] της "SEA TRADE MARITIME CORPORATION" της Λιβερίας. Μετά θάνατον αφήνω το 50% των ως άνω μετοχών δηλ. τις 250 μετοχές στην αδελφή μου Ά. Π. ή στους απογόνους της - τις δε υπόλοιπες 250 μετοχές [δηλ το 50%] στον αδελφό μου Σ. Λ. Κ. ή στους απογόνους του. Στις 14 Σεπτεμβρίου του έτους 2000, η παραπάνω θανούσα συνέταξε την δεύτερη ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία επίσης αποτελεί τη βάση της ένδικης ανταγωγής, που δημοσιεύθηκε με το από 29/6/2007 και με αριθμό 4331 πρακτικό δημοσίευσης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την προαναφερθείσα υπ' αριθμ. 1828/2007 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, κατά την αυτή ως άνω συνεδρίαση. Το κείμενο της εν λόγω ιδιόγραφης διαθήκης έχει ως εξής: Οι εσώκλειστες μετοχές No 9 δηλ.250 [δηλ50%] ανήκουν σε μένα Α. Η. και μετά τον θάνατον μου θα ανήκουν στον αδελφό μου Σ. Λ. Κ. ή στους απογόνους του. Οι δε εσώκλειστες μετοχές No 10 δηλ. 50 ανήκουν σε μένα Α. Η. και μετά θάνατον μου θα ανήκουν στην αδελφή μου Ά. Π. ή στους απογόνους της [δηλαδή 10%]. Οι εσώκλειστες αναφερόμενες μετοχές ανήκουν στην Εταιρεία Sea Trade Maritime Corp. της Λιβερίας, η οποία είναι η νόμιμος και αποκλειστική ιδιοκτήτρια του υπό Ελληνική σημαία δηζελοκίνητου πλοίου "Α.", νεκρού βάρους περίπου 61.500 τόνων. Από τις ανωτέρω δύο [2] διαθήκες προκύπτει αναμφίβολα η ρητή βούληση της θανούσας, να καταστεί ο ενάγων και οι απόγονοι του κληρονόμοι 250 μετοχών ήτοι του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της Sea Trade προαναφερθείσας Λιβεριανής εταιρείας. Τη βούληση και την απόφαση της αυτή η θανούσα, αδελφή των διαδίκων, ουδέποτε μετέβαλε μέχρι τον θάνατο της, στις 13-1-2003. Μετά τον θάνατο της αδελφής τους, τον Ιανουάριο του έτους 2003, οι διάδικοι μετέβησαν στην οικία αυτής - διαθέτιδας στην οδό … αριθμ 11, άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο, μέσα στο οποίο βρήκαν το πρωτότυπο, της από 14-9-2000 ιδιόγραφης διαθήκης της και τα υπ' αριθμ 9 και 10 πιστοποιητικά μετοχών της Sea Trade, τα οποία πράγματι ενσωμάτωναν 250 και 50 μετοχές, αντίστοιχα. Με βάση την κατά τα ανωτέρω σαφή και γνωστή στην αντεναγομένη, βούληση της εκλιπούσας αδελφής των διαδίκων, η αντεναγομένη, κράτησε για τον εαυτό της, το υπ' αριθμ 10 πιστοποιητικό μετοχών και παρέδωσε στον αντενάγοντα το υπ' αριθμ 9 τέτοιο. Το περιεχόμενο των διαθηκών και το, με βάση αυτό, κληρονομικό δικαίωμα του αντενάγοντος, όσον αφορά τις 250 μετοχές της Λιβεριανής ως άνω εταιρείας, δεν αμφισβητείται από την αντεναγομένη, η οποία με τον πρώτο λόγο της εφέσεως, ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος δεν δύναται να γίνει μέτοχος στην εταιρεία "SEA TRADE MARITIME CORP", ανεξαρτήτως αν είναι κληρονόμος των 250 μετοχών της Α. Η., μετόχου εν ζωή της εν λόγω εταιρείας, διότι σύμφωνα με ρητό όρο του καταστατικού της, ουδείς μέτοχος της εταιρείας θα έχει το δικαίωμα ή την εξουσία να πωλήσει, εκχωρήσει, μεταβιβάσει ή άλλως πως διαθέσει, το σύνολο ή μέρος των μετοχών του στην εταιρεία, σε πρόσωπο που δεν είναι ήδη μέτοχος, χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως την ομόφωνη έγγραφη συναίνεση όλων των άλλων μετόχων της εταιρείας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι ο επίμαχος όρος D του καταστατικού της "SEA TRADE", ερμηνευόμενος, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δεν αναφέρεται και δεν καταλαμβάνει τις αιτία θανάτου μεταβιβάσεις ήτοι τις περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής τόσο εκ διαθήκης όσο και εξ αδιαθέτου αλλά αφορά μόνο τις εν ζωή μεταβιβάσεις. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή ενισχύεται από το γεγονός, ότι η βούληση της διαθέτιδας Α. Η. και του συζύγου της Η. Η., ήταν η εν γένει περιουσία τους να μην περιέλθει στα χέρια τρίτων, παρά να παραμένει σε πρόσωπα του στενού συγγενικού και φιλικού τους περιβάλλοντος. Για το λόγο αυτό άλλωστε η θανούσα, με άλλη ιδιόγραφη διαθήκη της και συγκεκριμένα την από 15-7-1999, η οποία δημοσιεύθηκε με το 1850/28-3-2003 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατέλειπε άλλα περιουσιακά της στοιχεία και συγκεκριμένα την εταιρική της μερίδα στην εταιρεία "ΜΥΛΟΙ ΣΟΓΙΑ ΑΕ" αλλά και τα ποσοστό συγκυριότητας που είχε σε ακίνητα στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, στην Μ. Ο.-Γ., η οποία ήταν μέτοχος της εταιρείας αυτής και συγκυρία των ακινήτων, ενώ κληροδότησε την οικογενειακή της κατοικία, στην θυγατέρα του αντενάγοντα Φ., υπό τον όρο, της μη μεταβίβασης της απ' αυτή, σε τρίτο. Με τα δεδομένα αυτά, η πρόβλεψη του καταστατικού της παραπάνω Λιβεριανής εταιρείας Sea Trade, αποσκοπούσε στον περιορισμό των εν ζωή μεταβιβάσεων από την διαθέτιδα Α. Η. και από τους κληρονόμους της, αν δηλ επρόκειτο να μετάσχει κάποιος τρίτος ως εταίρος σ' αυτή [εταιρεία], αυτός θα έπρεπε να είναι της αποδοχής όλων των μετόχων της. Για το λόγο αυτό εξάλλου και δεν τέθηκε ζήτημα συναίνεσης, όταν η διαθέτης Α. Η., κληρονόμησε τις μετοχές της παραπάνω εταιρείας που ανήκαν στο σύζυγό της Η. Η.".Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και έτσι που έκρινε δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 28, 173 και 200 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους, καθόσον το κληρονομητό των επίδικων μετοχών κεφαλαιουχικής εταιρείας του άρθρου 1 του Ν.791/78 που έχει την καταστατική της έδρα στη Λιβερία και είναι πλοιοκτήτρια πλοίου υπό Ελληνική σημαία, και επί της οποίας δεν εφαρμόζεται το άρθρο 10 ΑΚ διέπεται, κατά τα στη μείζονα σκέψη αναφερόμενα, από το Ελληνικό δίκαιο, κατά το οποίο και ερμηνεύθηκε ο αφορών στη μεταβίβαση των μετοχών αυτών όρος του καταστατικού. Επομένως οι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως και ο δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του, καθώς και ο πρώτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση ως προς την ερμηνεία του επίμαχου όρου του καταστατικού, για τον οποίο, έμμεσα και ανέλεγκτα, δέχθηκε ότι χρήζει ερμηνείας ως προς τις δηλώσεις των συμβληθέντων στον όρο αυτό, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Οι παραδοχές της απόφασης ως προς τη βούληση της διαθέτιδος, αφορούν σε επιχειρήματα του δικαστηρίου ως προς την παροχική της, με τη διαθήκη, διάθεση και όχι σε ερμηνεία του επίμαχου όρου, στον οποίο αυτή δεν ήταν αντισυμβληθείσα, τα δε επιχειρήματα αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί της βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε να επιδέχονται μομφή για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα. Ενόψει των προεκτεθέντων είναι απορριπτέοι και οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του και ο δεύτερος λόγος του προσθέτου δικογράφου. Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ ΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με το τρίτο μέρος του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της αναφερομένης παραπάνω ρήτρας του καταστατικού της εταιρείας "SEA TRADE", με το να υιοθετήσει " ερμηνείες απολύτως ξένες και αντίθετες με την καθαρή έγγραφη διατύπωσή της". Η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε, αλλά σε λανθασμένη, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό, από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό: Δηλαδή η επικαλούμενη πλημμέλεια αφορά σε παραπάνω αναγόμενο στην, ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του έγγραφου. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, κατά το τρίτο μέρος του, που μάλιστα αυτοαναιρείται από τα εκτιθέμενα στο πρώτο μέρος του, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται " αν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔικ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί: Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Δεν απαιτείται να αξιολογεί η απόφαση τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δέχθηκε, χωρίς τούτο να προκύπτει από κάποιο αποδεικτικό μέσο, ήτοι ότι δέχθηκε χωρίς απόδειξη " ότι δεν δόθηκε συναίνεση όταν η Α. Η., εισήλθε ως μέτοχος στην εταιρεία". Η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη και δεν στοιχειοθετεί την επικαλούμενη πλημμέλεια, γιατί αφορά σε ισχυρισμό που δεν συνιστά "πράγμα" υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, ήτοι" σε αυτοτελή ισχυρισμό που να τείνει στη θεμελίωση του καταχθέντος σε δίκη δικαιώματος", αλλά αφορά σε επιχείρημα του δικαστηρίου, ενώ περαιτέρω η αιτίαση αυτή είναι και αβάσιμη, καθόσον στην προσβαλλομένη απόφαση προσδιορίζονται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, από την συνεκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ενώ κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν χρειαζόταν να αξιολογεί κάθε επί μέρους αποδεικτικό μέσο. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (τούτος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με τον πρώτο πρόσθετο λόγο, κατά το τρίτο μέρος του, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλειες κατά τις οποίες ενώ η πρωτόδικη απόφαση είχε κρίνει άκυρη την επίμαχη ρήτρα "D" του καταστατικού, με την αιτιολογία ότι αυτή συνιστούσε απαγορευμένη κληρονομική σύμβαση κατά το άρθρο 368 ΑΚ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η ρήτρα αυτή είναι έγκυρη, αλλά κατά ορθή ερμηνεία της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν καταλαμβάνει της αιτία θανάτου μεταβιβάσεις και ότι η αιτιολογία αυτή που αντιφάσκει με εκείνη της πρωτόδικης απόφασης δημιουργεί σύγχυση ως προς την εγκυρότητα ή μη της ρήτρας, αφού η απόφαση του Εφετείου απορρίπτει τον αφορώντα τη ρήτρα οικείο λόγο εφέσεως αναφέροντας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, χωρίς να κάνει λόγο για αντικατάσταση αιτιολογιών. Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες, καθόσον με την κατ' ουσίαν απόρριψη της εφέσεως η εκκαλουμένη απόφαση ενσωματώθηκε σε εκείνη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, οι αιτιολογίες της οποίας επι του παραπάνω ζητήματος αντικατέστησαν κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔικ εκείνες της εκκαλουμένης (Ολ ΑΠ40/1996 ). Εξάλλου το πραγματικό της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αφορά στις αιτιολογίες της ίδιας της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι στην τυχόν αντίφαση των αιτιολογιών της σε σχέση με άλλη απόφαση .
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγμα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικά με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής (Ολ ΑΠ 3/2008). Το παράπονο για μη λήψη υπόψη λόγου εφέσεως απορρίπτεται αν ρητώς ή "εκ των πραγμάτων" προκύπτει ότι το Εφετείο εξέτασε το λόγο αυτό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό" (Ολ ΑΠ 25/2003, ΑΠ 502/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο μέρος του πρώτου λόγου του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν ερεύνησε το πρώτο τμήμα του πρώτου λόγου της εφέσεως της αναιρεσείουσας, με τον οποίο αποδιδόταν στην εκκαλουμένη απόφαση ότι κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου έκρινε ότι ο επίμαχος όρος "D" του καταστατικού ήταν άκυρος, ως συνιστών απαγορευμένη, κατά το άρθρο 368 ΑΚ, κληρονομική σύμβαση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον όπως αναφέρεται στους αμέσως προηγούμενους λόγους (5ος και 3ο μέρος του πρώτου πρόσθετου) το Εφετείο εκ των πραγμάτων, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης, εξέτασε τον λόγο αυτό της εφέσεως και κατά το πρώτο μέρος του και αφού αντικατέστησε, τις ως προς αυτόν αιτιολογίες του, τον έκρινε ουσιαστικά αβάσιμο. Εφόσον λοιπόν ο λόγος αυτός εξετάστηκε δεν στοιχειοθετείται ο επικαλούμενος αναιρετικός λόγος, ενώ η αντικατάσταση των αιτιολογιών αυτών προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και δεν ασκεί έννομη επιρροή η μη αναφορά της διατάξεως του άρθρου 534 ΚΠολΔικ. Ενόψει τούτων και εφόσον δεν υφίσταται προς έρευνα άλλος αναιρετικός λόγος η αναίρεση στο σύνολό της, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν. Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29.9.2011 αίτηση της Ά. Κ. του Λ. κατά του Σ. Κ. του Λ. και τους από 2.4.2013 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4184/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή