Θέμα
Δωρεάς ανάκληση, Αχαριστία.
Περίληψη:
Ανάκληση δωρεάς λόγω αχαριστίας. Έννοια αχαριστίας. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1 και 29, 10, 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι. Επικυρώνει Εφ.Αθ. 1809/2010.
Αριθμός 1429/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Α. Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Α. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Θανόπουλο.
Της αναιρεσίβλητης: Β. - Α. Χ. του Π., συζ. Π. Β., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Ψύχα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/11/2004 αγωγή της αρχικής διαδίκου Σ. Κ. χήρας Π., το γένος Β. Π., δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3837/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 1809/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2/5/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 20/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 505 του Α.Κ. ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει την δωρεά αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στον δωρητή, στον σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει τον δωρητή. Ως αχαριστία κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, νοείται η έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης του δωρεοδόχου προς τον δωρητή, που εκδηλώνεται με βαριά, υπαίτια και δυνάμενη να καταλογιστεί αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου προς τον δωρητή ή τον σύζυγο ή στενό συγγενή του και αντιβαίνει σε κανόνες δικαίου ή σε κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρεπείας (ΑΠ 1982/2006, 982/2004). Έτσι, αχαριστία μπορεί κατά τις περιστάσεις να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από περίθαλψη ή ανάγκη εκδηλώσεων αγάπης και ενδιαφέροντος για ψυχολογική του στήριξη λόγω της δύσκολης ψυχοσωματικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει, όπως λόγω γήρατος συνοδευομένου από ασθένεια (ΑΠ 1982/2006). Το ζήτημα δε αν η συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου που καταδεικνύει την αχαριστία συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα κρίνεται από τον δικαστή, ο οποίος για τη μόρφωση της κρίσεώς του εκτιμά τη συμπεριφορά αυτή βάσει κριτηρίων αντικειμενικών, λαμβάνοντας υπ' όψη και τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή στενού συγγενή του και αποφαίνεται αν η συμπεριφορά του δωρεοδόχου, την οποία δέχθηκε (το δικαστήριο) ως εμπίπτουσα, κατ' αντικειμενικήν κρίση, στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας, συνιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς (ΑΠ 1982/2006, 982/2004). Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν δημιουργείται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως αποδειχθέντα από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα : "Η αρχικώς ενάγουσα Σ. χήρα Π. Κ., το γένος Β. Π., η οποία απεβίωσε στις 25-11-2007 και κληρονομήθηκε εκ διαθήκης από τον τώρα εκκαλούντα ανιψιό της Σ. Α., ήταν κυρία του υπό στοιχεία ΑΑ-3 διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Πεύκη Αττικής (...), το οποίο έχει επιφάνεια 110,07 τ.μ. (...) Η αρχικώς ενάγουσα, κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής (2004), ήταν ηλικίας 86 ετών, ο σύζυγος της είχε αποβιώσει το έτος 1995 και έκτοτε είχε μείνει μόνη, δεδομένου ότι από το γάμο τους δεν είχαν αποκτήσει τέκνα. Κατά την τελευταία οκταετία πριν από το θάνατό της, η αρχικώς ενάγουσα αντιμετώπιζε, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της, προβλήματα υγείας και γι' αυτό απασχολούσε μόνιμη οικιακή βοηθό, η οποία διέμενε μαζί της, καθ' όλη τη διάρκεια του 24ώρου, στο παραπάνω διαμέρισμά της και την εξυπηρετούσε σε όλες τις καθημερινές της ανάγκες. Κατά το διάστημα αυτό, αλλά και προηγουμένως, η αρχικώς ενάγουσα είχε τη συμπαράσταση της εναγομένης και τώρα εφεσίβλητης ανιψιάς της, που ήταν κόρη της ήδη αποβιώσασας αδελφής της Σ. και διέμενε με την οικογένειά της (σύζυγο και τέκνο) στην .... Με την εφεσίβλητη η αρχικώς ενάγουσα διατηρούσε στενές συγγενικές σχέσεις, είχε συχνότατη επαφή μαζί της και γενικά είχε τη βοήθεια και την ψυχική και ηθική συμπαράστασή της σε κάθε ανάγκη της και ιδίως όταν ήταν ασθενής. Για το λόγο αυτό η αρχικώς ενάγουσα στις 25-10-2002 δώρισε στην εφεσίβλητη ανιψιά της, με το υπ' αριθμ. .../25-10-2002 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Κληστεγνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, την ψιλή κυριότητα των 3/4 εξ αδιαιρέτου του παραπάνω διαμερίσματός της, στο οποίο κατοικούσε, ενώ με το ίδιο συμβόλαιο παρακράτησε για τον εαυτό της την επικαρπία του ως άνω ποσοστού εφόρου ζωής της. Την ίδια παραπάνω ημερομηνία (25-10-2002) η αρχικώς ενάγουσα φέρεται ότι πώλησε και μεταβίβασε στην εφεσίβλητη, με το υπ' αριθμ. .../25-10-2002 πωλητήριο συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, την ψιλή κυριότητα του υπολοίπου 1/4 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω διαμερίσματός της και παρακράτησε για τον εαυτό της την επικαρπία του ποσοστού αυτού εφόρου ζωής της (...). Η καταρτισθείσα όμως με το παραπάνω πωλητήριο συμβόλαιο σύμβαση πωλήσεως ήταν εικονική, διότι αυτή δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, γεγονός που γνώριζαν οι συμβληθείσες στο συμβόλαιο αυτό, οι οποίες στην πραγματικότητα συμφώνησαν και ήθελαν την κατάρτιση συμβάσεως δωρεάς (...). Επομένως και η υπό την εικονική αυτή πώληση καλυπτόμενη δωρεά της ψιλής κυριότητας του ως άνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου του παραπάνω διαμερίσματος, μπορεί να ανακληθεί, εφόσον αποδειχθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 505 ΑΚ. Από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε περαιτέρω ότι οι καλές σχέσεις της αρχικώς ενάγουσας με την εφεσίβλητη συνεχίσθηκαν και μετά την υπογραφή των επίμαχων πιο πάνω συμβολαίων. Η εφεσίβλητη εξακολούθησε να παρέχει στην αρχικώς ενάγουσα ψυχική και ηθική συμπαράσταση, ενώ ανάγκη από οικονομική βοήθεια εκ μέρους της εφεσίβλητης δεν είχε η αρχικώς ενάγουσα, αφού αυτή, όπως προεκτέθηκε, ήταν συνταξιούχος και ελάμβανε σύνταξη περί τα 2.000 ευρώ μηνιαίως, που επαρκούσαν πλήρως για τη διατροφή και την εν γένει συντήρησή της. Στην εφεσίβλητη απευθυνόταν η αρχικώς ενάγουσα και μετά την υπογραφή των παραπάνω συμβολαίων για κάθε πρόβλημα που αντιμετώπιζε, η δε εφεσίβλητη την εξυπηρετούσε σε κάθε ανάγκη της. Μάλιστα η αρχικώς ενάγουσα, όταν στις 9-2-2004 υπέστη υποκεφαλικό κάταγμα δεξιού μηριαίου και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο "Κ.Α.Τ.", συνοδευόταν κατά τη μεταφορά της στο Νοσοκομείο από την εφεσίβλητη, η οποία επιμελήθηκε και διεκπεραίωσε τη διαδικασία εισαγωγής της σ' αυτό και τις λεπτομέρειες της εγχείρησης, στην οποία υποβλήθηκε. Κατά τη διάρκεια δε της νοσηλείας της στο παραπάνω Νοσοκομείο, η αρχικώς ενάγουσα είχε τη συμπαράσταση και την ψυχική στήριξη της εφεσίβλητης, η οποία την επισκεπτόταν τακτικά εκεί και παρέμενε μαζί της όποτε η οικιακή βοηθός έλειπε για ξεκούραση. Μετά την έξοδό της, στις 5-3-2004, από το Νοσοκομείο, η εφεσίβλητη πρότεινε σ' αυτήν να εγκατασταθεί προσωρινά, μαζί με την οικιακή βοηθό, μέχρι και την πλήρη ανάρρωσή της σε διπλανό με την οικία της διαμέρισμα στην ..., όπου διέμενε όταν ζούσε η μητέρα της, προκειμένου να τη φροντίζει και να την περιποιείται καλύτερα, αλλά η αρχικώς ενάγουσα αρνήθηκε και επέστρεψε στο διαμέρισμά της στην ..., όπου και ανάρρωσε. Κατά το διάστημα της ανάρρωσής της η αρχικώς ενάγουσα είχε καθημερινές τηλεφωνικές επικοινωνίες με την εφεσίβλητη, η οποία πήγαινε και στην οικία της και τη φρόντιζε και την περιποιούνταν όποτε η οικιακή βοηθός είχε ρεπό και απουσίαζε, ώστε να μη μένει μόνη και αβοήθητη. Μάλιστα στις 19-4-2004 η εφεσίβλητη πλήρωσε στην οικιακή βοηθό το ποσό των 40 ευρώ για πρόσθετη απασχόλησή της στην οικία της αρχικώς ενάγουσας στις 18-4-2004, ημέρα Κυριακή, που είχε ρεπό, επειδή η ίδια, λόγω ασθένειας συγγενικού της προσώπου, δεν μπορούσε να πάει στο σπίτι της αρχικώς ενάγουσας και να μείνει μαζί της. Το καλοκαίρι του 2004 η εφεσίβλητη, που ήταν δασκάλα και υπηρετούσε σε δημόσιο σχολείο στην ..., κατόπιν δικής της αίτησης, μετατέθηκε στη νήσο ..., όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά της το μήνα Σεπτέμβριο του 2004. Το γεγονός αυτό ενόχλησε την αρχικώς ενάγουσα, η οποία προδήλως θεώρησε ότι, λόγω της απόστασης, δεν μπορούσε πλέον να βασίζεται στην εφεσίβλητη σε περίπτωση ανάγκης της. Έτσι στράφηκε στον εκκαλούντα Σ. Α., που ήταν γιός της προαποβιώσασας αδελφής της Α., ο οποίος μέχρι τότε ουδεμία σχέση ή επαφή είχε μαζί της (...) και συνήψε στενές σχέσεις μ' αυτόν και την οικογένειά του. Έκτοτε η αρχικώς ενάγουσα μετέβαλε στάση και συμπεριφορά έναντι της εφεσίβλητης και άρχισε να αξιώνει πιεστικά από αυτήν να της επαναμεταβιβάσει το προαναφερόμενο διαμέρισμα που της είχε δωρίσει. Όταν δε η εφεσίβλητη δεν ανταποκρίθηκε στην αξίωσή της αυτή οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν και μάλιστα η αρχικώς ενάγουσα άρχισε να στέλνει στην εφεσίβλητη επιστολές με υβριστικό περιεχόμενο για το παιδί της και την οικογένειά της. Τελικά η αρχικώς ενάγουσα στις 8-11-2004 κοινοποίησε στην εφεσίβλητη την από 3-11-2004 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία προέβη σε ανάκληση των γενόμενων προς αυτήν, με τα παραπάνω συμβόλαια, δωρεών της ψιλής κυριότητας του προαναφερόμενου διαμερίσματος και αμέσως μετά άσκησε την ένδικη, από 29-11-2004, αγωγή εναντίον της. Η αρχικώς ενάγουσα στην παραπάνω εξώδικη δήλωσή της και στην ένδικη αγωγή της επικαλείται αχάριστη συμπεριφορά της εφεσίβλητης δωρεοδόχου απέναντί της, συνιστάμενη στο ότι η τελευταία μετά την υπογραφή των παραπάνω συμβολαίων και την απόκτηση από αυτήν του διαμερίσματος άρχισε να αδιαφορεί πλήρως για την τύχη, τη ζωή, την υγεία, και τη διατροφή της και την εγκατέλειψε, και συγκεκριμένα, όταν λίγες ημέρες μετά την υπογραφή των συμβολαίων αυτή ήταν κλινήρης και είχε ανάγκη από τη βοήθεια και τη συμπαράστασή της, η εφεσίβλητη αδιαφόρησε πλήρως για την κατάσταση της υγείας της, τη ζωή και την τύχη της και αναχώρησε για τις θερινές διακοπές της στη Ζάκυνθο, όταν δε νοσηλεύθηκε, εξαιτίας του παραπάνω κατάγματος, στο Νοσοκομείο "Κ.Α.Τ." και υποβλήθηκε σε εγχείρηση, η εφεσίβλητη την επισκέφθηκε μόνο μία φορά, ενώ από τότε που εξήλθε από το Νοσοκομείο και επέστρεψε στην οικία της μέχρι και την άσκηση της αγωγής, η εφεσίβλητη δεν είχε καμία επικοινωνία, ούτε τηλεφωνική, μαζί της, στις αλλεπάλληλες δε δικές της τηλεφωνικές προσκλήσεις, η εφεσίβλητη προέβαλε την ψευδή δικαιολογία ότι, λόγω των πολλών επαγγελματικών της υποχρεώσεων, δεν είχε την ευχέρεια να ασχοληθεί μ' αυτήν και τα προβλήματά της, με αποτέλεσμα να υποστεί απερίγραπτες στερήσεις, θλίψεις και ταλαιπωρίες. Όμως, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, οι ισχυρισμοί αυτοί της αρχικώς ενάγουσας, ότι δηλαδή η εφεσίβλητη μετά την υπογραφή των παραπάνω συμβολαίων την εγκατέλειψε και έπαυσε να επιδεικνύει οποιοδήποτε ενδιαφέρον γι' αυτήν, δεν αποδείχθηκαν βάσιμοι (ακολουθεί αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ). Και είναι γεγονός βέβαια ότι μετά που η εφεσίβλητη εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ζάκυνθο, οι σχέσεις αυτής με την αρχικώς ενάγουσα ψυχράνθηκαν. Αυτό όμως οφείλεται στην επίμονη αξίωση της αρχικώς ενάγουσας να επαναμεταβιβάσει η εφεσίβλητη σ' αυτήν το προαναφερόμενο διαμέρισμα που της είχε δωρίσει, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που να δικαιολογεί την αξίωση της αυτή, αφού η αρχικώς ενάγουσα κατά το μετά την εγκατάσταση της εφεσίβλητης στη ... και μέχρι την ανάκληση των δωρεών χρονικό διάστημα δεν αποδείχθηκε ότι αντιμετώπιζε, πέραν των συνηθισμένων προβλημάτων, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της, για τα οποία είχε, όπως και προηγουμένως, την καθημερινή βοήθεια και φροντίδα της οικιακής βοηθού, και κάποιο άλλο έκτακτο πρόβλημα ή υγείας, ώστε να περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας και να έχει ανάγκη της άμεσης και συνεχούς βοήθειας της εφεσίβλητης. Αυτή δε καθεαυτή η απόσταση, λόγω της μετεγκατάστασης της εφεσίβλητης στη ..., δεν απέκλειε από μόνη της την παροχή εκ μέρους της τελευταίας της απαιτούμενης βοήθειας και συμπαράστασης προς την αρχικώς ενάγουσα σε περίπτωση ανάγκης της. Με τα δεδομένα αυτά η παραπάνω αποδειχθείσα συμπεριφορά της εφεσίβλητης, αντικειμενικά αξιολογούμενη, δεν συνιστά βαρύ παράπτωμα, ήτοι αχαριστία με τη μορφή της χωρίς σοβαρό λόγο υπαίτιας αδιαφορίας της εφεσίβλητης δωρεοδόχου για την αρχικώς ενάγουσα δωρήτρια, ώστε να δικαιολογείται η ανάκληση των γενόμενων προς αυτήν δωρεών με τα προαναφερόμενα συμβόλαια. Επομένως η γενόμενη από την αρχική ενάγουσα ανάκληση των δωρεών αυτών, με την προαναφερθείσα εξώδικη δήλωσή της, δεν επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της και η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την αγωγή της δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος, με την οποία η τελευταία ζητούσε να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη -εναγομένη να αναμεταβιβάσει σ' αυτήν την ψιλή κυριότητα του ειρημένου διαμερίσματος, μετά την δήλωση ανακλήσεως της δωρεάς του λόγω αχαριστίας της εναγομένης. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές και το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου (αρθρ 505 του ΑΚ), τις οποίες το δικαστήριο ορθώς δεν εφήρμοσε, αφού υπό τις ίδιες παραδοχές δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους και τις οποίες επομένως δεν παραβίασε ούτε ευθέως, με εσφαλμένη μη εφαρμογή, ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς ή (και ) αντιφατικές αιτιολογίες, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τους πρώτον και δεύτερο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του. Περαιτέρω, το Εφετείο αποφάσισε επί των προταθέντων εκατέρωθεν ισχυρισμών και δεν επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε, όπως επίσης αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο και υπό την επίκληση των αριθμών 8 και 9 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου.
ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο στηρίζει την κρίση του για τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδειχθέντα στα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, ο δε αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11γ'του ίδιου άρθρου δεν ιδρύεται όταν από την αναιρεσιβαλλόμενη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι.
Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο α) την παραδοχή του ότι '... η αρχικώς ενάγουσα άρχισε να στέλνει στην εφεσίβλητη (σημ. ήδη αναιρεσίβλητη επιστολές με υβριστικό περιεχόμενο για το παιδί της και την οικογένειά της την στήριξε στα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, όχι δε στις ίδιες, μη προσκομισθείσες, επιστολές, β) στα ίδια αποδεικτικά μέσα στήριξε και τις λοιπές ως άνω παραδοχές του για τους ουσιώδεις ισχυρισμούς των διαδίκων, ενώ γ) έλαβε υπόψη, ως έγγραφο, και το δικόγραφο της από 27-12-2005 ανταγωγής της αναιρεσίβλητης, από το οποίο η τελευταία είχε παραιτηθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και τις φερόμενες ως ομολογίες της αναιρεσίβλητης που περιέχονται σ' αυτήν, τις οποίες είχε επικαλεστεί ο αναιρεσείων στο Εφετείο. Επομένως οι αντίστοιχοι τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγοι του αναιρετηρίου, τους οποίους ο αναιρεσείων επιχειρεί να θεμελιώσει στους αριθμούς 11, 10 και 11, αντίστοιχα, του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.
ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-5-2011 αίτηση του Σ. Α. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1809/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ