Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που είχε εμπιστευθεί στο δράστη λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου. Μεταξύ της εγκαλούσας και ήδη πτωχεύσασας εταιρίας και του κατηγορουμένου είχε καταρτισθεί σύμβαση υποπρακτορεύσεως. Ο κατηγορούμενος παρακράτησε παράνομα και ιδιοποιήθηκε το ποσό της αξίας των εντύπων που του απέστειλε η εγκαλούσα και ανερχόταν στο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των 34.226,55 €, το οποίο είχε εισπράξει για λογαριασμό της ως εντολοδόχος. Αβάσιμοι οι λόγοι της αιτήσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής+ διατάξεως Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1497/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1994/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία "Πρακτορείο Εφημερίδων Αθηναϊκού Τύπου Α.Ε." που εδρεύει στην ...και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1589/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού με αριθμό 33/21-1-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 13-11-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X, κατά του υπ'αριθμ. 1994/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 1273/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι'υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, εμπιστευθέντος σ'αυτόν λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρ. 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι διά την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση, χωρίς δικαίωμα, ξένου (εν λόγω ή εν μέρει) κινητού πράγματος, περιελθόντος στην κατοχή του δράστου με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος αυτού ενέχων την γνώση, ότι το πράγμα είναι ξένο και το κατέχει, καθώς και την θέλησή του να το ενσωματώση στην περιουσία του. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγρ. 2) όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως και εκείνη του εντολοδόχου (βλ. ΑΠ 1050/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/130). Η κρίση περί της αξίας του παρανόμως ιδιοποιουμένου αντικειμένου, ως ιδιαιτέρως μεγάλης, εκτιμάται ανελέγκτως (βλ. ΑΠ 1779/2006, ΑΠ 1975/2007). Ξένο δε κινητό πράγμα θεωρείται εκείνο που ευρίσκεται σε ξένη ως προς τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο (βλ. ΑΠ 741/2002). Εξ άλλου, ως προκύπτει από τα άρθρα 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64-67 του ΝΔ 17-7-1923 "Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", αλληλόχρεος (ανοικτός ή τρεχούμενος) λογαριασμός υφίσταται όταν διά συμβάσεως δύο πρόσωπα, εκ των οποίων το ένα έμπορος, συμφωνούν, ρητώς ή σιωπηρώς, οι εκ των μεταξύ των συναλλαγών δυνάμενες να προκύψουν εκατέρωθεν απαιτήσεις να μη επιδιώκονται, ούτε να διατίθενται μεμονωμένως, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό, προς τον σκοπό όπως κατά το καθ'ορισμένα χρονικά διαστήματα κλείσιμο του λογαριασμού εκκαθαρίζονται οι επί μέρους απαιτήσεις (αποσβέννυνται), το δε τυχόν απομένον κατάλοιπο αποτελέση την μοναδική πλέον μεταξύ των απαίτηση. Για την ύπαρξη αλληλοχρέου λογαριασμού δεν απαιτείται η πραγματική αποστολή αμοιβαίων παροχών, αρκεί να υπάρχη η προς τούτο συμβατική δυνατότης. 'Ετσι, επί αλληλοχρέου λογαριασμού δεν αποτελούν ξένο πράγμα ούτε οι καταχωριζόμενες σ'αυτόν αξιώσεις, αφού αυτές χάνουν την αυτοτέλειά τους, ούτε το κατάλοιπο, κατά του οφειλέτου του οποίου ο αντισυμβαλλόμενος διατηρεί ενοχική απαίτηση (βλ. ΑΠ 918/1988, εις ΠΧ/ΛΘ'/40). Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, δια το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, αναφερόμενο επιτρεπτώς στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Μεταξύ του εκκαλούντος X και της ήδη πτωχευσάσης Α.Ε. με την επωνυμία "Πρακτορείο Εφημερίδων Αθηναϊκού Τύπου Α.Ε." συνήφθη η από 23-12-98 σύμβαση υποπρακτόρευσης αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο πρώτος ανέλαβε έναντι ανάλογης προμήθειας την πώληση εντύπων, που διακινούσε η δεύτερη, στην περιοχή του ... και των .... Για την εξυπηρέτηση των συμβαλλομένων τηρείτο μεταξύ των αλληλόχρεος λογαριασμός. Ο εκκαλών όφειλε μέσα στο πρώτο 10ήμερο κάθε μήνα ν'αποστέλλει στην άνω εταιρεία κατάσταση των εντύπων που είχαν παραληφθεί, πωληθεί και που τυχόν έμειναν αδιάθετα κατά τον αμέσως προηγούμενο μήνα, επιστρέφοντάς τα συγχρόνως. Στο τέλος κάθε μήνα η εταιρεία απέστελνε στον κατηγορούμενο εκκαθαριστή τον λογαριασμό για τον προηγούμενο μήνα και αυτός όφειλε να τον ελέγξει και αν είχε αντιρρήσεις να τις υποβάλλει εγγράφως. Επίσης και στο τέλος κάθε 10ημέρου όφειλε να εμβάσει προς το πρακτορείο την αξία των πωληθέντων εντύπων μετά την παρακράτηση της αμοιβής του. Ο εκκαλών όμως δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του αυτές και δεν κατέβαλε προς την εταιρεία τα χρήματα που είχε εισπράξει για λογαριασμό της. Ούτω στις 31-12-99 ο άνω αλληλόχρεος λογαριασμός εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 11.662.696 δρχ. ή 34.226,55 €, το οποίο όφειλε να παραδώσει μέχρι 11-1-00. Με την αριθμ. 275/21-2-01 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η άνω εταιρεία κηρύχθηκε σε πτώχευση και ο ... ορίστηκε αρχικά προσωρινός και ακολούθως οριστικός σύνδικος. Στις 26-2-02 ούτος επέδωσε στον κατηγορούμενο την από 2-1-02 εξώδικη όχληση, διά της οποίας τον καλούσε να καταβάλλει το χρέος του. Ο εκκαλών δεν ανταποκρίθηκε, εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεσή του να ιδιοποιηθεί παράνομα το ποσόν αυτό. Ούτω ο άνω σύνδικος υποχρεώθηκε ν' ασκήσει σε βάρος του την από 17-6-03 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εξεδόθη η αριθμ. 37/05 απόφαση γενομένης δεκτής της αγωγής και αναγνωρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος ώφειλε στην εταιρεία το ποσόν των 34.226,55€ από 1-1-00. Στην απόφαση αυτή αναφέρονται λεπτομερώς τα χρηματικά ποσά που εισέπραξε ο εκκαλών για λογαριασμό της εταιρείας, ως και από κάθε έντυπο αλλά και τον ακριβή χρόνο που τα εισέπραξε. Κατά της απόφασης αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε ανακοπή ερημοδικίας, η οποία απορρίφθηκε με την αριθμ. 1799/08 απόφαση το Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην απόφαση αυτή απορρίπτεται αιτιολογημένα ο ισχυρισμός του ανακόπτοντα ότι δεν έλαβε γνώση της ύπαρξης της οφειλής του διότι ήταν αγνώστου διαμονής. Όμως ο ισχυρισμός ότι είχε ενημερώσει την εταιρεία για την νέα του διεύθυνση δεν απεδείχθη. Τον ισχυρισμό αυτό προβάλλει και σήμερα, ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε έλαβε γνώση του εξωδίκου και επίσης ότι ουδέν οφείλει στην εταιρεία (!). Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος αφού πρόκειται για ένα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό και ο αλληλόχρεος λογαριασμός δεν είχε κλείσει ούτε ο ίδιος είχε ζητήσει να κλείσει ο λογαριασμός αυτός, παράλληλα δε είχε κλείσει την επιχείρησή του και είχε εξαφανισθεί χωρίς να έλθει σ'επαφή με τους εκπροσώπους της εταιρείας.
Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη ότι συντρέχουν όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, ενώ ο δόλος του κατηγορουμένου είναι προφανής, και αφού απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση αυτού, κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, επεκύρωσε αυτό.
Με τις παραδοχές, όμως, αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογία ελλειπή και ασαφή. Διότι, ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσείων δεν κατέβαλε στην ανωτέρω εταιρία το οφειλόμενο ως άνω χρηματικό ποσό, το οποίο ήτο υπόλοιπο αλληλοχρέου λογαριασμού, και ότι έτσι εξεδήλωσε την πρόθεσή του να ιδιοποιηθή αυτό παρανόμως, δεν διευκρινίζει αν το ποσό ήτο ξένο, υπό την προεκτεθείσα έννοια, ως προς τον αναιρεσείοντα. Αλλά, με την ασάφεια αυτή, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ως άνω απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, βασίμως δε προβάλλεται ο εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Όμως, ο περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, και ειδικότερα του άρθρ. 375 ΠΚ, αναιρετικός λόγος, απαραδέκτως προβάλλεται, αφού υπό την επίκληση αυτού πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση του Συμβουλίου, περί της αξίας του ιδιοποιηθέντος χρηματικού ποσού, ως ιδιαιτέρως μεγάλης.
Κατ' ακολουθία, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρα 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ.
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί νω
Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 1994/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αθήναι 15 Δεκεμβρίου 2009 Ο Αντιεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση η από 13-11-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X, κατά του υπ' αριθμ. 19994/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απερρίφθη κατ' ουσίαν η έφεσή του (αναιρεσείοντος) κατά του υπ' αριθμ. 1273/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθηκε από αυτό και με το οποίο αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικασθεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, εμπιστευθέντος σ' αυτόν λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου.
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 εδ. α' του άρθρου 375 ΠΚ "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε (ξένη) αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωριάτη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεως του στον ιδιοκτήτη. Το προαναφερόμενο έγκλημα προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα: 1) Αν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (τελευταίο εδάφιο της ίδιας ως άνω παραγράφου του άρθρου 375 ΠΚ) όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α' του ν. 2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999 και 2) το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω μίας από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (παρ. 2 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 και το εδ. β' αυτής που ορίζει ότι "Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση" προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β' του Ν. 2721/1999. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ, για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείρηση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία μπορεί να έχει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η πραγματική (de facto) άσκηση αυτής. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του αυτής. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή που απέκτησε από την εκτέλεση της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση που τελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν.2721/1999 για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικείμενου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν.2721/1999). Όταν το έγκλημα της υπεξαίρεσης έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας αυτού, διότι τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, επί συνδρομής της οποίας προβλέπεται μεγαλύτερη ποινή.
Περαιτέρω έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ, 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των αρθούν 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με δικές τους σκέψεις, και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορούμενου και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:
Μεταξύ του εκκαλούντος X και της ήδη πτωχευσάσης Α.Ε. με την επωνυμία "Πρακτορείο Εφημερίδων Αθηναϊκού Τύπου Α.Ε." συνήφθη η από 23-12-98 σύμβαση υποπρακτόρευσης αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο πρώτος ανέλαβε έναντι ανάλογης προμήθειας την πώληση εντύπων, που διακινούσε η δεύτερη, στην περιοχή του ... και των .... Για την εξυπηρέτηση των συμβαλλομένων τηρείτο μεταξύ των λογιστικός λογαριασμός. Ο εκκαλών όφειλε μέσα στο πρώτο 10ήμερο κάθε μήνα ν' αποστέλλει στην άνω εταιρεία κατάσταση των εντύπων που είχαν παραληφθεί, πωληθεί και που τυχόν έμειναν αδιάθετα κατά τον αμέσως προηγούμενο μήνα, επιστρέφοντας τα συγχρόνως. Στο τέλος κάθε μήνα η εταιρεία απέστελνε στον κατηγορούμενο εκκαθαριστή τον λογαριασμό για τον προηγούμενο μήνα και αυτός όφειλε να τον ελέγξει και αν είχε αντιρρήσεις να τις υποβάλλει εγγράφως. Επίσης και στο τέλος κάθε 10ημέρου όφειλε να εμβάσει προς το πρακτορείο την αξία των πωληθέντων εντύπων μετά την παρακράτηση της αμοιβής του. Ο εκκαλών όμως δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του αυτές και δεν κατέβαλε προς την εταιρεία τα χρήματα που είχε εισπράξει για λογαριασμό της. Έτσι στις 31-12-99 ο άνω μεταξύ των διαδίκων λογαριασμός εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 11.662.696 δρχ. ή 34.226,55 €, το οποίο όφειλε να παραδώσει μέχρι 11-1-00. Με την αριθμ. 275/21-2-01 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η άνω εταιρεία κηρύχθηκε σε πτώχευση και ο ... ορίστηκε αρχικά προσωρινός και ακολούθως οριστικός σύνδικος. Στις 26-2-02 ούτος επέδωσε στον κατηγορούμενο την από 2-1-02 εξώδικη όχληση, δια της οποίας τον καλούσε να καταβάλλει το χρέος του. Ο εκκαλών δεν ανταποκρίθηκε, εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεση του να ιδιοποιηθεί παράνομα το ποσόν αυτό. Ούτω ο άνω σύνδικος υποχρεώθηκε ν' ασκήσει σε βάρος του την από 17-6-03 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εξεδόθη η αριθμ. 37/05 απόφαση γενομένης δεκτής της αγωγής και αναγνωρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος ώφειλε στην εταιρεία το ποσόν των 34.226,55€ από 1-1-00. Στην απόφαση αυτή αναφέρονται λεπτομερώς τα χρηματικά ποσά που εισέπραξε ο εκκαλών για λογαριασμό της εταιρείας, ως και από κάθε έντυπο αλλά και τον ακριβή χρόνο που τα εισέπραξε. Κατά της απόφασης αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε ανακοπή ερημοδικίας, η οποία απορρίφθηκε με την αριθμ. 1799/08 απόφαση το Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην απόφαση αυτή απορρίπτεται αιτιολογημένα ο ισχυρισμός του ανακόπτοντα ότι δεν έλαβε γνώση της ύπαρξης της οφειλής του διότι ήταν αγνώστου διαμονής. Όμως ο ισχυρισμός ότι είχε ενημερώσει την εταιρεία για την νέα του διεύθυνση δεν απεδείχθη. Τον ισχυρισμό αυτό προβάλλει και σήμερα, ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε έλαβε γνώση του εξωδίκου και επίσης ότι ουδέν οφείλει στην εταιρεία. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος αφού πρόκειται για ένα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό και ο κατά τα άνω λογαριασμός δεν είχε κλείσει ούτε ο ίδιος είχε ζητήσει να κλείσει ο λογαριασμός αυτός, παράλληλα δε είχε κλείσει την επιχείρησή του και είχε εξαφανισθεί χωρίς να έλθει σ' επαφή με τους εκπροσώπους της εταιρείας.
Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (34.226,55 ΕΥΡΩ), που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 98 §1, 375 §2α-1 ΠΚ, ως η §2 αντικ/κε με άρθρ. 1 §9 Ν.2409/1976 και 14 §3 εδ. β' Ν.2721/1999.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, και παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για την άνω κακουργηματική αξιόποινη πράξη, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς την παραπομπή του κατηγορουμένου, άνω διάταξή του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος και εντολοδόχος της μηνύτριας ήδη πτωχευσάσης ανώνυμης εταιρίας έναντι ανάλογης προμήθειας, με σύμβαση υποπρακτόρευσης, είχε αναλάβει την πώληση εντύπων, που διακινούσε η τελευταία, στην περιοχή ... και ... και την εξυπηρέτηση των άνω συμβληθέντων, τηρείτο μεταξύ τους λογαριασμός, ο οποίος δεν ήταν αλληλόχρεος, διότι δεν έλαβε χώρα μεταξύ τους, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε, τέτοια σύμβαση. Ειδικότερα, για την ύπαρξη αλληλόχρεου λογαριασμού και, ανεξάρτητα από τον διδόμενο μεταξύ των μερών χαρακτηρισμό για τη σχέση που συνδέει αυτά, απαιτείται να υπάρχει η δυνατότητα από τις μεταξύ τους συναλλαγές να προκύψουν εκατέρωθεν απαιτήσεις και οφειλές, κατά τρόπο ώστε να μην είναι εκ των προτέρων γνωστό ποιος από αυτούς κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών του, θα είναι οφειλέτης ή πιστωτής του άλλου, από το οποίο συνέπεται ότι δεν υπάρχει τέτοιος λογαριασμός όταν, κατά τη φύση της συμβάσεως ο ένας καθίσταται μόνο πιστωτής και ουδέποτε οφειλέτης, ο δε άλλος μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δυνάμενος απλά να εξοφλεί τμηματικά το χρέος του, των εκάστοτε καταβολών γενομένων προς αντίστοιχη απαλλαγή από το χρέος, όπως όταν πελάτης εμπόρου αγοράζει με πίστωση διάφορα είδη και καταβάλλει κατά διαστήματα διάφορα ποσά σε μερική εξόφληση της εντεύθεν οφειλής του, οπότε δεν υπάρχει μεταξύ τους σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού αποκλείεται η δυνατότητα να καταστεί ο πωλητής οφειλέτης του αγοραστή, ο δε τελευταίος πιστωτής του πωλητή. Κατά συνέπεια, εφόσον ο κατηγορούμενος ήταν οφειλέτης, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό από αυτόν και την εγκαλούσα Α.Ε., ο επίδικος λογαριασμός δεν ήταν αλληλόχρεος και ο χαρακτηρισμός του ως τέτοιου στο προσβαλλόμενο βούλευμα, χρησιμοποιήθηκε ως μια πλεοναστική διατύπωση κρίσεως από τη διαπίστωση της υπάρξεως ενός προς εξυπηρέτηση των συμβαλλομένων με σύμβαση υποπρακτόρευσης μεταξύ τους λογαριασμού. Επίσης, υπάρχει ειδική αιτιολογία ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα το τίμημα από την πώληση εντύπων της μηνύτριας, δηλαδή ξένα ολικά κινητά πράγματα, αφού ως τέτοια θεωρούνται τα πράγματα που βρίσκονται σε ξένη, αναφορικά με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, είχαν δε περιέλθει στην κατοχή του, δυνάμει της άνω συμβάσεως, επίσης δε υπάρχει ειδική αιτιολογία και για τη δόλια προαίρεση του κατηγορουμένου να κατακρατήσει τα χρήματα και να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Επίσης, ότι το ποσό που εισέπραξε για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας, ανερχόμενο σε 34.226,55 ΕΥΡΩ, το οποίο αρνήθηκε να αποδώσει, ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας πράγμα. Κατόπιν των παραπάνω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατά την υποκειμενική και την αντικειμενική αυτής υπόσταση, καθώς επίσης ότι η ζημία της εγκαλούσας επήλθε κατά τον αναφερόμενο στο βούλευμα χρόνο και με τον τρόπο που περιγράφεται. Τέλος, δεν υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος ως προς τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της υπεξαίρεσης και ως προς την παράνομη ιδιοποίηση ξένων πραγμάτων, διότι περιέχονται με σαφήνεια και πληρότητα στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, καθώς επίσης διότι δεν περιέχονται ασάφειες και αντιφατικές διατάξεις αφού προσδιορίζονται στο βούλευμα με πληρότητα, τα περιστατικά της υπεξαίρεσης και μάλιστα, της κακουργηματικής, κατά την έννοια της ΠΚ 375 §§ 1-2α' τελέσεως αυτής.
Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων.
Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει ο αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεση του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 §1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13 Νοεμβρίου 2009 (υπ' αριθμ. πρωτ. 205 ενώπιον του Γραμματέα Εφετείου Αθηνών/2009) αίτηση του X, για αναίρεση του με αριθμό 1994/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ