Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Εκβίαση, Απόφαση αθωωτική.
Περίληψη:
Εκβίαση. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού (σε βαθμό πλημμελήματος). Αιτιολογία αθωωτικής απόφασης. Αίτηση αναίρεσης από Εισαγγελέα Αρείου Πάγου για αντίφαση στην αιτιολογία της απόφασης. Απόρριψη της αίτησης αυτής ως αβάσιμης.
Αριθμός 372/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της με αριθμό 462/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με κατηγορούμενη τη ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Παναγόπουλο.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ρίζο.
Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.9.2009 και με αριθμό 44 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1357/2009.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους της κατηγορουμένης και του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής απόφασης οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνης της έλλειψης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Στην προκείμενη περίπτωση με την υπ' αρ. 44/29.9.2009 αίτησή του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την αναίρεση της υπ' αριθμ. 462/2009 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που έχει καταχωρηθεί στο από το άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ προβλεπόμενο Βιβλίο την 31.8.2009, επικαλούμενος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η ως άνω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, με την παρουσία όλων των διαδίκων. Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 στοιχ. γ' του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτούνται α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκαζομένου και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή κάποιος άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει, δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχόμενου από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 ΑΚ στο πρόσωπο δικαιώματος της βούλησης του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Ο εξαναγκασμός ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζομένου και να οδηγηθεί, είτε ο ίδιος είτε άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, εφόσον εκβίαση συνιστά, όχι αυτή καθεαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησης τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 Π.Κ., δηλαδή την κάμψη της θέλησης του εξαναγκαζομένου, ώστε δι' αυτής να αχθεί ή ο ίδιος ή άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως ή και εμμέσως, να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον ή ακόμη και να είναι σιωπηρή, όταν συνάγεται από τον τρόπο εκδήλωσης και συμπεριφοράς του δράστη, είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάστηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση απειλή ενώ η πράξη, παράλειψη ή ανοχή μπορεί να απορρέει, είτε από τον Ίδιο τον εξαναγκαζόμενο, είτε από άλλον, στη βούληση του οποίου ο εξαναγκαζόμενος υπό το κράτος της απειλής, επενήργησε.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Τριμελές Εφετείο, που την εξέδωσε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, σε σχέση με την αποδιδόμενη στην κατηγορουμένη αξιόποινη πράξη της εκβίασης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη την 27.6.2001 υποβλήθηκε σε πλαστική εγχείριση προσθετικής στήθους, την οποία πραγματοποίησε ο εγκαλών Ψ1, πλαστικός χειρούργος. Μετά τρίμηνο από την επέμβαση εξετάστηκε από τον εγκαλούντα και δεν εντοπίστηκε κάποιο πρόβλημα. Μετά από διάστημα έξι (6) μηνών, ήτοι το Δεκέμβριο 2001 η κατηγορουμένη τον επισκέφθηκε εκ νέου παραπονουμένη για θωρακικό άλγος. Με υπόδειξη του εγκαλούντος υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία από την οποία διαπιστώθηκε "ελαφρά αλλαγή (περιστροφή) του αριστερού εμφυτεύματος (εργαστηριακό εύρημα)". Μετά τη διαπίστωση αυτή ο εγκαλών συνέστησε στην κατηγορουμένη να υποβληθεί σε νέα χειρουργική επέμβαση διορθωτική, την οποία όμως ή ίδια δίσταζε να αποφασίσει, μη επιθυμώντας να υποβληθεί πάλι σε χειρουργική επέμβαση και μάλιστα από τον ίδιο γιατρό (εγκαλούντα) και στον οποίο οφείλεται το πρόβλημα, στον οποίον πλέον δεν είχε εμπιστοσύνη. Το ζήτημα παρέμεινε σε εκκρεμότητα και το Μάρτιο του ίδιου έτους και ενώ, εν τω μεταξύ, η κατηγορουμένη ήταν έγκυος, επισκέφθηκε τον εγκαλούντα στο ιατρείο του στο "Ιατρικό Κέντρο Αθηνών" προς διευθέτηση του προβλήματος ενόψει της εγκυμοσύνης της και δεδομένου ότι προηγουμένως η κατηγορουμένη είχε επισκεφθεί και άλλους γιατρούς (...και ...) οι οποίοι και γνωμάτευσαν ότι πρέπει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση προς διόρθωση της περιστροφής του εμφυτεύματος. Κατά την εκεί επίσκεψή της στις 11.3.2002 που έγινε κατόπιν ραντεβού, στο ιατρείο του εγκαλούντος η κατηγορουμένη βρέθηκε ενώπιον πέντε ατόμων (γιατρών και νοσηλευτών), ήτοι, εκτός του εγκαλούντος, του Φ1, ιατρού αναισθησιολόγου,... και ..., νοσηλευτών και ..., ιατρικού επισκέπτη, απάντων μαρτύρων κατηγορίας. Κατά τις συζητήσεις του εγκαλούντος με την κατηγορουμένη που έγιναν παρουσία των ως άνω ατόμων, ο εγκαλών εκδήλωσε την πρόθεση να της καταβάλει το ποσό των 2.000.000 δρχ. που κόστιζε περίπου η επέμβαση, ώστε να λήξει το ζήτημα. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι παρόλο που σήμερα ο εγκαλών υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε καμία βλάβη ή αλλοίωση μετά την επέμβαση, στην αναγνωσθείσα από 11.3.2002 προανακριτική του κατάθεση κάνει λόγο για ελαφρά αλλαγή (περιστροφή) του αριστερού εμφυτεύματος, που ναι μεν, κατά τον ίδιο, δεν προκαλούσε δυσμορφία ή σωματική βλάβη (πλην όμως όπως αποδεικνύεται υπήρχε εμφανής δυσμορφία), ο ίδιος της πρότεινε να την υποβάλει σε διορθωτική επέμβαση με τοπική αναισθησία. Η κατηγορουμένη θεώρησε ότι τα χρήματα που της πρότεινε ήταν λίγα και δεν επαρκούσαν για τη νέα επέμβαση, την οποία είχε την πρόθεση να πραγματοποιήσει στο Λονδίνο. Ο εγκαλών δεν συμφώνησε να της δώσει περισσότερα χρήματα από 2.000.000 έως 3.000.000 δρχ. και απεχώρησε λέγοντας ότι "θα τον βγάλει στα κανάλια". Πάντως δεν συμφωνήθηκε συγκεκριμένο ποσό που θα κατέβαλε ο εγκαλών στην κατηγορουμένη, και το οποί θα συζητούσαν σε νεώτερη συνάντησή τους. Μάλιστα όπως καταθέτει επί λέξει ο εκ των αυτοπτών μαρτύρων Φ1 - ιατρός αναισθησιολόγος "μου έδωσε την εντύπωση ότι θα συζητούσαν μετά για το ποσό". Σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ο ίδιος καταθέτει ότι "πιστεύω ότι δεν θα τον έπαιρνε τηλέφωνο. Θα τον πήγαινε στα κανάλια". Από τα ως άνω περιγραφέντα περιστατικά μέχρι τη στιγμή της αποχώρησής της από το ιατρείο του εγκαλούντος δεν υπήρξε κανένας εξαναγκασμός του τελευταίου εκ μέρους της κατηγορουμένης που να στοιχειοθετεί το αποδιδόμενο στην τελευταία τετελεσμένο αδίκημα της εκβίασης, αλλ' ούτε και εν αποπείρα δεδομένου ότι ελλείπει το στοιχείο του παράνομου περιουσιακού οφέλους και της αντίστοιχης ζημίας, αφού ούτε είχε καταβληθεί, ούτε είχε συμφωνηθεί να καταβληθεί στην κατηγορουμένη από τον εγκαλούντα οποιοδήποτε ποσό, το οποίο επρόκειτο να καθοριστεί σε νέα συνάντησή τους. Mάλιστα η εντύπωση που είχε δημιουργηθεί ήταν ότι η κατηγορουμένη θα πήγαινε στα "κανάλια" χωρίς να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό. Στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι ο εγκαλών μετά από συνεννόηση με το Α/Τ ..., κάλεσε την κατηγορουμένη μέσω της γραμματέως του, να περάσει την επομένη από το ιατρείο του για να της καταβάλει δήθεν το ποσό των 5.000.000 δρχ. Πράγματι η κατηγορουμένη αφού συμβουλεύθηκε την αδελφή της ... - δικηγόρο, προσήλθε την επομένη στο ιατρείο του εγκαλούντος και έλαβε το παραπάνω ποσό, παραδίδοντας μάλιστα στον εγκαλούντα την από 12.3.2002 "βεβαίωση είσπραξης - καταβολής αποζημίωσης" και στη συνέχεια συνελήφθη από τους παριστάμενους αστυνομικούς. Υπό τα περιστατικά η κατηγορουμένη δεν τέλεσε την πράξη της εκβίασης που κατηγορείται εφόσον με την ενέργειά της αυτή δεν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του πολιτικώς ενάγοντα. Και τούτο διότι μετά τα προαναναφερόμενα "ευρήματα" κατά την αξονική τομογραφία, αλλά και λόγω της δεδομένης δυσμορφίας που και εξωτερικά παρουσίαζε στην αρχή ο αριστερός μαστός και στη συνέχεια και ο δεξιός και της πρότασης του πολιτικώς ενάγοντος να υποβληθεί εκ νέου σε χειρουργική (διορθωτική) επέμβαση και μάλιστα χωρίς νέα αμοιβή και έξοδα, αναγνωρίζοντας κι αυτός έμμεσα πλην σαφώς την ανάγκη της διορθωτικής επέμβασης, πίστευε ότι το στήθος της έπρεπε οπωσδήποτε να αποκατασταθεί και ζήτησε (συμφωνήθηκε) το ως άνω χρηματικό ποσό για τη νέα επέμβαση, στην οποία επρόκειτο να υποβληθεί από άλλο γιατρό (στον πολιτικώς ενάγοντα δεν είχε πλέον εμπιστοσύνη) και σε άλλο κέντρο και ενδεχομένως στο εξωτερικό. Εξάλλου, η ως άνω εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντος περιουσιακή διάθεση προς την κατηγορουμένη με την προσφορά και καταβολή του ως άνω ποσού, με δεδομένη και την κατάληξη της συνάντησής τους την προηγουμένη ημέρα κατά την οποία το ποσό της "αποζημίωσης" της κατηγορουμένης για τη διορθωτική επέμβαση θα καθοριζόταν σε νέα συνάντησή τους, δεν υπήρξε προϊόν απειλής εκ μέρους της κατηγορουμένης, αλλά οφείλεται στην αυτοπροαίρετη βούληση του πολιτικώς ενάγοντος για την κατάσταση της ζημίας της κατηγορουμένης. Έτσι το εξέλαβε και η τελευταία (κατηγορουμένη) και δεν πίστευε ότι με τον τρόπο αυτό εκβιάζει τον πολιτικώς ενάγοντα και ούτε είχε τέτοιο σκοπό, αλλά πίστευε ότι ασκούσε νόμιμη αξίωσή της. Γι' αυτό, όπως προαναφέρθηκε έδωσε στον εγκαλούντα μετά την είσπραξη του παραπάνω ποσού και σχετική απόδειξη, γεγονός που μαρτυρεί το ανυποψίαστο και την έλλειψη δόλου της. Ενόψει των ως άνω περιστατικών δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικά και αντικειμενικά η αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη αξιόποινη πράξη της εκβίασης σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος και θα πρέπει αυτή να κηρυχθεί αθώα". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, κήρυξε την κατηγορουμένη αθώα της αποδιδομένης σ'αυτήν αξιόποινης πράξης της εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου απόφασή του, ως προς την παραπάνω πράξη, την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς αντιφάσεις αναφέρεται η μη ύπαρξη στο πρόσωπο της κατηγορουμένης όλων των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτή αθωώθηκε. Ειδικότερα, αιτιολογείται ότι η κατηγορουμένη είχε νόμιμη αξίωση αποζημίωσης από τον πολιτικώς ενάγοντα εξαιτίας της διενεργηθείσας επ' αυτής από μέρους του τελευταίου χειρουργικής επέμβασης και των βλαπτικών αποτελεσμάτων για εκείνη (κατηγορουμένη) που επήλθαν απ' αυτήν. Ακόμα, το ποσό των 13.000 ευρώ, που αυτή έλαβε από τον πολιτικώς ενάγοντα, χορηγώντας σχετική απόδειξη για το ποσό αυτό, της παραδόθηκε κατά την ελευθέρα βούλησή του, μετά από συμφωνία τους ως προς το ύψος του και μετά την απόρριψη της αρχικής πρότασής του πολιτικώς ενάγοντος για καθορισμό της αποζημίωσης αυτής (αναγκαίας για αποκατάσταση της σωματικής βλάβης της κατηγορουμένης με νέα χειρουργική επέμβαση στο εξωτερικό) στο ποσό των 2.000.000 έως 3.000.000 δραχμών, ενώ αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση (ως προς το εκούσιο της καταβολής τελικά του ποσού των 13.000 ευρώ) με τη συμπεριφορά της κατηγορουμένης στην κατά την αποχώρηση της στις 11.3.2002 από το γραφείο του πολιτικώς ενάγοντος και την άρνησή του να προσφέρει μεγαλύτερο χρηματικό ποσό των 2.000.000 έως 3.000.000 δραχμών για εξώδικο διακανονισμό της διαφοράς τους, είπε δυνατά "θα τον βγάλει στα κανάλια", δηλονότι ότι ήθελε με αυτόν τον τρόπο να τον εκβιάσει για να εισπράξει μεγαλύτερο ποσό", αλλά ήταν μη ποινικά κολάσιμος τρόπος αντίδρασής της στην προηγηθείσα συμπεριφορά του πολιτικώς ενάγοντος στην αντιμετώπιση του προβλήματος που της δημιούργησε από την ανεπιτυχή χειρουργική απόφαση και τον τρόπο καθορισμού, κατά την προσωπική του εκτίμηση και κρίση και κατά την κατηγορουμένη προσβλητικό τρόπο, της αποζημιώσεώς της. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι αβάσιμος και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή στο σύνολό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 462/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 23 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ