Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1597 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής υπεύθυνη δήλωση, Ηθική αυτουργία.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για παράβαση του άρθρου 22 § 6α ν. 1599/1986 και ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή. Απορρίπτει λόγους αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου.




Αριθμός 1597/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις δύο αιτήσεις
των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σαντιπαντάκη και 2. Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, περί αναιρέσεως της 8608/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Δεκεμβρίου 2009 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με τα από 19 Μαρτίου 2010 δύο χωριστά δικόγραφα προσθέτων λόγων, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 49/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση αναίρεσης της Χ1 και να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Συνεκδικάζονται ως συναφείς, στρεφόμενες κατά της αυτής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών (υπ' αριθμ. 8608/2009), οι υπό κρίση, από 23-12-2009, δύο αιτήσεις αναιρέσεως της Χ1 και του Χ2, καθώς και οι παραδεκτώς ασκηθέντες, με τα από 19-3-2010 δύο δικόγραφα, πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως.
Από τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 του ν. 1599/86, κατά την οποία "Γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας, ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα, με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου που συντάσσεται σε ειδικό σφραγιστό χαρτί αξίας 100 δραχμών" και ήδη σε απλό χαρτί (άρθρο 2 §2 της Π.Ν.Π. της 21-12-2001), και 22 παρ. 6 εδ. α' του ίδιου νόμου, η οποία ορίζει ότι "όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα, ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά, με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών κλπ", συνάγεται ότι για την αντικειμενική υπόσταση του από την τελευταία διάταξη προβλεπόμενου εγκλήματος απαιτείται: 1) δήλωση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ή άρνηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, τα οποία δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριο, (όχι δε μόνο γεγονότων που αφορούν προσωπικά στοιχεία του δηλούντος), 2) η ψευδής έγγραφη υπεύθυνη δήλωση να απευθύνεται, δηλαδή να υποβάλλεται, σε αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα, για την υποκειμενική δε θεμελίωσή του, γνώση με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρης γνώση - επίγνωση) των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση τελέσεως της πράξεως, η οποία φέρει στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως αυτού. Ως αρχή νοείται το όργανο του Κράτους, το οποίο ασκεί, κατ' ιδίαν αυτού ελεύθερη κρίση, σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, προβλεπόμενη από τους οργανικούς τούτου νόμους.
Εξάλλου κατά το αρθ. 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεως του ή και της σχέσεως του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινείται ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης 8608/2009 αποφάσεώς του δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Η πρώτη κατηγορουμένη Χ1 τον Ιούλιο 1999 ανέθεσε στον εγκαλούντα Κ να αναλάβει την έκδοση άδειας πέργκολας για το δώμα της κείμενης επί της οδού ..., κατοικίας, στην οποία διέμεναν αυτή και η οικογένειά της. Λόγω των οικονομικών διαφορών που προέκυψαν μεταξύ τους και αφορούσαν το ύψος της αμοιβής του εγκαλούντος η άδεια δεν εκδόθηκε. Ακολούθως η πρώτη κατηγορουμένη αντί πέργκολας, το καλοκαίρι του 2000, κατασκεύασε αυθαίρετο κτίσμα στο δώμα της άνω οικοδομής, επιφάνειας 55,6 τμ. Με την 5547//2003 αυτοψία της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών, η οποία έγινε από το δρόμο διαπιστώθηκε η ύπαρξη του ανωτέρω αυθαιρέτου κτίσματος, το οποίο αναφέρεται ως εμβαδού 36,31 τμ., επειδή η μέτρηση έγινε από το δρόμο. Προκειμένου η πρώτη κατηγορουμένη να επιτύχει την νομιμοποίηση του άνω κτίσματος υπέβαλε στην Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών, (α) την από 11-7-2004 υπεύθυνη δήλωσή της του ν. 1599/1986 στην οποία ανέφερε ότι "το αυθαίρετο δώμα της οικοδομής στην οδό ..., που διαπιστώθηκε με την 5547/2003 έκθεση αυτοψίας προϋπήρχε της 31-12-03 και κατασκευάσθηκε το 1979", β) την από 6-9-2004 υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 του δευτέρου κατηγορουμένου Χ2, πατέρα της, στην οποία αυτός δήλωνε ότι "το κτίσμα των 36 τμ στην οδό ..., είχε δηλωθεί από εμένα τον ίδιο το 1979 και είχαν γίνει όλες οι νόμιμες διαδικασίες νομιμοποίησής του". Τα διαλαμβανόμενα στις άνω υπεύθυνες δηλώσεις αποδείχθηκε ότι ήταν ψευδή και ότι οι κατηγορούμενοι τελούσαν εν γνώσει του ψεύδους τους, καθόσον μέχρι το καλοκαίρι του 2000 δεν υπήρχε κανένα κτίσμα στο δώμα της συγκεκριμένης οικοδομής και μάλιστα επιφάνειας 36 τμ. Τούτο προέκυψε ιδίως από την κατάθεση του εγκαλούντος, ο οποίος κατέθεσε ότι τον Ιούλιο του 1999, που, στα πλαίσια της εντολής που του δόθηκε για την έκδοση άδειας πέργκολας, επισκέφθηκε το χώρο του δώματος της άνω κατοικίας της πρώτης κατηγορουμένης το δώμα ήταν ακάλυπτο, υπήρχε δε μόνο η απόληξη του κλιμακοστασίου, σκεπασμένη με ελενίτ και δύο φωταγωγοί που περικλειόταν με τοίχο ύψους ενός μ. περίπου. Τα ίδια κατέθεσαν, από δική τους αντίληψη, οι μάρτυρες ...και ..., ιδιοκτήτες γειτονικών ιδιοκτησιών καθώς και ο Ξ, σύζυγος της αδελφής της κατηγορουμένης από το 1986 μέχρι 1999,ο οποίος επιπλέον κατέθεσε ότι στο δώμα είχαν εγκατασταθεί και ηλιακοί θερμοσίφωνες. Η ανωτέρω κρίση περί μη ύπαρξης του κτίσματος από το έτος 1979 ενισχύεται και από το γεγονός ότι αν τούτο υπήρχε, ο δεύτερος κατηγορούμενος θα το είχε περιλάβει στην 27/1979 δήλωσή του περί αυθαιρέτου οικοδομικής κατασκευής προς τον οικονομικό έφορο ..., στην οποία ως αυθαίρετα δηλώνει εξώστη στη στάθμη δαπέδου του ισογείου, κλίμακες κυρίας εισόδου και βοηθητικής και 2 κλίμακες στο πεζοδρόμιο. Η κρίση αυτή δεν αντικρούεται από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο. Η ύπαρξη μικρού κοτετσιού και δύο αυτοσχέδιων μικρών αποθηκευτικών χώρων για τοποθέτηση εργαλείων ,από τους οποίους ο ένας περιέκλειε τον ένα φωταγωγό, που κατέθεσαν οι μάρτυρες υπεράσπισης, δεν ήταν συνεχής (ο μάρτυρας ... Χ κατέθεσε ότι είδε τα ανωτέρω κτίσματα 1979-1980). Επίσης η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από την από Νοέμβριο 2006 έκθεση φωτοερμηνείας της τοπογράφου μηχανικού Γ, η οποία συγκρίνοντας αεροφωτογραφίες λήψεως 1983 και 1999 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στο πιο πάνω δώμα υπάρχουν τέσσερα κτίσματα, που σημειώνονται με τις ενδείξεις Κ1, Κ2, Κ3, Κ4, η θέση, το σχήμα και το μέγεθος των οποίων δεν έχει μεταβληθεί, καθόσον τα προαναφερόμενα κτίσματα, τα οποία δεν περιγράφονται κατ είδος και διαστάσεις δεν αφορούν το επίμαχο κτίσμα των 36 τμ, αλλά το Κ1 είναι η απόληξη του κλιμακοστασίου, τα Κ2 και Κ4 οι φωταγωγοί, το δε Κ3 στην αεροφωτογραφία του 1983 απεικονίζει το κοτέτσι, στη δε αεροφωτογραφία του 1999 προφανώς τους ηλιακούς θερμοσίφωνες, που κατέθεσε ο μάρτυρας Ξ, αφού το κοτέτσι είχε μεταφερθεί στον κήπο, σύμφωνα με την απολογία της κατηγορουμένης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επίσης η ανυπαρξία κτίσματος 36 τμ στο δώμα ενισχύεται από το γεγονός ότι από τα απεικονιζόμενα στις αεροφωτογραφίες κτίσματα το μεγαλύτερο είναι το Κ1, που όλοι συμφωνούν ότι αντιστοιχεί στην απόληξη του κλιμακοστασίου και έχει επιφάνεια περίπου δέκα τμ. Τέλος αποδείχτηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος υπέβαλε την ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση του μετά από φορτικές πιέσεις και παραινέσεις της πρώτης κατηγορουμένης".
Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους - αναιρεσείοντες της παραβάσεως της διατάξεως της παρ.6 του άρθρου 22 σε συνδυασμό με αυτή της παρ.1 του άρθρου 8 του Ν.1599/1986 και επί πλέον την πρώτη κατηγορουμένη της ηθικής αυτουργίας στην πράξη που τέλεσε ο δεύτερος κατηγορούμενος και επέβαλε στην μεν πρώτη συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών στον δε δεύτερο ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, την εκτέλεση των οποίων ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο στο σκεπτικό, αλληλοσυμπληρούμενο από το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων που αυτοί τέλεσαν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 §1α, 27 §2 94 ΠΚ, 8 §1 και 22 §6 του Ν.1599/1986 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα και όσον αφορά την αιτίαση του δευτέρου αναιρεσείοντος ότι το δικαστήριο εσφαλμένα εφήρμοσε το άρθρο 8 §1 του Ν.1599/1986, διότι τα αναφερόμενα στην άνω υπεύθυνη δήλωση δεν αφορούσαν τον ίδιο ούτε έχουν άμεσες συνέπειες γι' αυτόν είναι αβάσιμη, διότι τα δηλωθέντα γεγονότα αφορούσαν τον ίδιο (κατασκευή κτίσματος) και έχουν άμεσες συνέπειες γι' αυτόν (παράβαση άρθρου 17 §8 Ν.1337/1983).
Περαιτέρω, οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων ότι το δικαστήριο δεν προχώρησε στην αξιολογική εκτίμηση, συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση όλων των αποδείξεων και ότι δεν καθίσταται σαφές ότι ελήφθη υπόψη του το υπ' αριθ. 10190/3623/06 έγγραφο του ΤΕΚ της Διεύθυνσης Πολεοδομίας (περί πραγματογνωμοσύνης, φωτοερμηνείας αεροφωτογραφίας) από το οποίο βεβαιώνεται η έκθεση πραγματογνωμοσύνης της Μηχανικού Γ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, διότι από την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική κρίση του, αφού έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, τα αναγνωσθέντα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της αποφάσεως, την απολογία της πρώτης κατηγορουμένης και τις εξηγήσεις που δόθηκαν από το συνήγορο που εκπροσώπησε τον δεύτερο κατηγορούμενο, προκύπτει με βεβαιότητα ότι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο όλα τα αποδεικτικά αυτά μέσα, ειδική μάλιστα μνεία γίνεται για το υπ' αριθ. 10190/3623/2006 έγγραφο το οποίο και σχολιάζεται. Δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων, ούτε μνεία από ποία εξ' αυτών προέκυψε η κάθε παραδοχή. Τέλος, η αιτίαση της πρώτης κατηγορουμένης-αναιρεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει τα αποδεικτικά μέσα και τα περιστατικά από τα οποία συνήγαγε ότι αυτή έπεισε τον συγκατηγορούμενο πατέρα της να τελέσει την άδικη πράξη την οποία τέλεσε, και τα μέσα και τον τρόπο που αυτή χρησιμοποίησε για να πείσει τον πατέρα της, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθεί, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, δεν ήταν δε αναγκαίο να παραθέσει ειδικώς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του για την καταδικαστική κρίση του ως προς την άνω πράξη, στο σκεπτικό δε αναφέρονται τα μέσα και ο τρόπος που χρησιμοποίησε η άνω κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα με τις παραδοχές στο σκεπτικό "μετά από φορτικές πιέσεις και παραινέσεις της πρώτης κατηγορουμένης", στοιχεία επαρκή για την αιτιολόγηση της καταδικαστικής κρίσεως. Οι λοιπές αιτιάσεις, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγοι των συνεκδικαζομένων αιτήσεων και του δικογράφου των προσθέτων λόγων της πρώτης εναγομένης-αναιρεσείουσας Χ1 και ο εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ.Ε' Κ.Ποιν.Δ., μοναδικός του δικογράφου των προσθέτων λόγων του δευτέρου εναγομένου-κατηγορουμένου Χ2, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι ένδικες αιτήσεις και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί έκαστος αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 23 Δεκεμβρίου 2009 και τους πρόσθετους από 19-3-2010 λόγους της Χ1 και Χ2 περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 8608/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Οκτωβρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή