Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση.
Περίληψη:
Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής αποφάσεως για ηθική αυτουργία σε ψευδή καταμήνυση, με την επίκληση των λόγων: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών δια-τάξεων και γ) της υπερβάσεως εξουσίας. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας από το γεγονός ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε ως απαράδεκτη τη δεύτερη έφεση κατά της αυτής αποφάσεως, κατ' εφαρμογή βασικής δικονομικής αρχής, ότι τα ένδικα μέσα ασκούν-ται μία μόνο φορά. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1670/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Eμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μυταλούλη, περί αναιρέσεως της 1082-1083/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενη την Χ2. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 24 Φεβρουαρίου 2009 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 29/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων που παραστάθηκαν, οι οποίοι ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Υπαίτιος της πράξεως που προβλέπεται, από το άρθρο 229 παρ. 1 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμήνυσης, είναι εκείνος που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Έτσι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοίχ. Δ' του ΚΠΔ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 περ. α του ίδιου Κώδικα, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, η οποία έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν πρόκληση και παραγωγή στον άλλον της απόφασης για τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος που μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με προτροπές και παρακλήσεις, που έγιναν με πίεση, πειθώ ή φορτικότητα, υποκειμενικούς δε δόλος που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξης.
Περαιτέρω, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά, όμως, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η καταμήνυση είναι ψευδής και ότι όσα ενόρκως κατέθεσε είναι επίσης ψευδή. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ1 είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και ειδικότερα "από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν στο δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, τις απολογίες των κατηγορουμένων στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η δεύτερη των κατηγορουμένων (Χ2), μη διάδικος στην παρούσα δίκη, έμπορος ..., στα πλαίσια των εμπορικών της συναλλαγών, είχε από πολλών ετών σφοδρή αντιδικία με την Α.Ε με την επωνυμία "ΝΑΝΑ ΑΕΒΕ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ" της οποίας πληρεξούσιος δικηγόρος είναι ο εγκαλών. Στις 10-4-2002 η άνω κατηγορουμένη υπέβαλε στο Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης την υπ' αριθμ. ... αναφορά σε βάρος του εγκαλούντος Δικηγόρου Θεσσαλονίκης ζητώντας την πειθαρχική του δίωξη, για τον οποίο ανέφερε ότι με την ιδιότητα του πληρεξουσίου Δικηγόρου της άνω Α.Ε, τηλεφωνούσε (εγκαλών) στους δικηγόρους της και τους απειλούσε προκειμένου να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του. Στην ίδια αναφορά καταλόγιζε στον εγκαλούντα δικηγόρο ότι αυτός απείλησε τον Δικηγόρο της ΑΑ (Δικηγόρο ...) με τη φράση "αν συναντηθούμε να δεις τι θα σου κάνω" όταν ο τελευταίος αρνήθηκε να συναινέσει, κατόπιν εντολής της κατηγορουμένης, σε αναβολή εξετάσεως μαρτύρων στο Πρωτοδικείο Κατερίνης και ότι απείλησε (ο εγκαλών) υπάλληλο του Πρωτοδικείου Κατερίνης με τη φράση "μη κάνεις καμιά παρανομία, θα σε κλείσω φυλακή" και ότι τέλος συνεπεία των άνω απειλών αυτή (κατηγορουμένη) δυσκολευόταν να βρει συνήγορο για τις υποθέσεις της. Όμως τα παραπάνω περιστατικά, όπως και ο μάρτυρας Δικηγόρος της κατηγορουμένης μέχρι το έτος 2006, ότε και παραιτήθηκε από το δικηγορικό λειτούργημα, ΑΑ ήταν ψευδή διότι ουδέποτε είχαν λάβει χώρα, ούτε αυτόν απείλησε, αλλά ούτε και την υπάλληλο του Πρωτοδικείου, αν και η άνω φράση και αληθής υποτιθέμενη δεν είναι απειλή, αλλά ούτε και δικηγόρους δυσκολευόταν να βρει, αφού μέχρι της παραιτήσεως του ο ΑΑ ήταν Δικηγόρος της (κατηγορουμένης) και μετά ο γιος του. Η άνω κατηγορουμένη ετέλει εν γνώσει της αναλήθειας αυτής, αφού ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της ΑΑ, τον οποίο φέρει ως πηγή των άνω πληροφοριών (απειλών), ουδέποτε της μετέφερε αυτά, όπως ευθέως ο τελευταίος κατέθεσε στο παρόν αλλά και στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Την άνω δε ψευδή αναφορά υπέβαλε η άνω κατηγορουμένη με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική δίωξη του εγκαλούντος Δικηγόρου, από τα αρμόδια κατά νόμο όργανα του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν των παραπάνω η άνω κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδόμενης σ' αυτήν αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος εν ενεργεία Δικαστικός Λειτουργός κατά τον κρίσιμο χρόνο, σύζυγος της δεύτερης κατηγορουμένης, στις 10-4-2002 με προτροπές και συμβουλές που έγιναν με φορτικότητα και πειθώ, λόγω της θέσεως του, έπεισε την δεύτερη κατηγορουμένη να υποβάλει την άνω ψευδή αναφορά, προς τούτο δε συνέταξε ο ίδιος το κείμενο αυτής (αναφοράς) αν και γνώριζε την αναλήθεια αυτών, αφού ούτε σ' αυτόν ο Δικηγόρος ΑΑ μετέφερε τα άνω ψεύδη και με προτροπή του η δεύτερη υπέβαλε αυτήν στο Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης. Γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξεως της ηθικής αυτουργίας της ψευδούς καταμηνύσεως που διέπραξε η δεύτερη κατηγορουμένη, απορριπτόμενων των ισχυρισμών του που αποτελούν άρνηση της κατηγορίας".
Στη συνέχεια το δικαστήριο με την απόφαση του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, ως ηθικό αυτουργό, στην πράξη της ψευδούς καταμήνυσης που τέλεσε η μη διάδικος στην παρούσα δίκη (συγκατηγορούμενη και σύζυγος του), και του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (άρθρα 46, και 229 παρ.1 του ΠΚ), τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα για την πληρότητα της αιτιολογίας είναι αρκετό ότι αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους και δεν είναι αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται, του αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Εξάλλου, στην αρχή του σκεπτικού της απόφασης αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα που το δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται, αφού με πληρότητα αναφέρεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων προκάλεσε στη συγκατηγορούμενή σύζυγο του, την απόφαση να τελέσει την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης με συνεχείς παραινέσεις και προτροπές που έγιναν με πειθώ και φορτικότητα, χωρίς να είναι αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση η συνδρομή και άλλων στοιχείων για τη θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας (ΑΠ 867/2006 και 965/2006). Επιπρόσθετα, το αιτιολογικό περιέχει με λεπτομερή ανάπτυξη τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, ενώ κατά το μέρος που, με την αιτίαση του πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα ότι το αιτιολογικό της αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού της, είναι αβάσιμος, γιατί δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, ενώ στην προκείμενη περίπτωση το διατακτικό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά χωρίς να δημιουργείται οποιαδήποτε ασάφεια ή αντίφαση, ενώ, ακόμη αιτιολογείται η συμμετοχική δράση του, αυτή του ηθικού αυτουργού. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος με τις οποίες πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, διότι απορρίφθηκαν χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του, α) ότι δεν είναι αξιόποινη η πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, β) ότι η από μέρους του παροχή νομικών συμβουλών στη συγκατηγορούμενή σύζυγό του, δεν συνιστά αξιόποινη πράξη, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, γιατί οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί αποτελούν αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, για τους οποίους το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει οποιαδήποτε αιτιολογία. Επομένως, ο πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγοι του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν είναι αβάσιμοι. Τέλος οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, αφού ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Επειδή, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ, αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως όταν: το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γ) έκρινε για την πολιτική αγωγή παραβαίνοντας αυτά που ορίζουν τα άρθρα 65 παρ.1 και 66 παρ.1 δ) ... Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για το λόγο ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε, υπερέβη την εξουσία του, γιατί απέρριψε ως απαράδεκτη, την με αριθμό 14 από 10-5-2007 δεύτερη έφεση του, που άσκησε κατά της υπ' αριθμό 1662/4-9-2007 αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων κατά της αυτής ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, είχε ασκήσει το μεν την με αριθμό 11 από 4-5-2007 έφεση του, το δε την με αριθμό 14 από 10-5-2007, δεύτερη κατά σειρά έφεση, την οποία το δικαστήριο απέρριψε, ως απαράδεκτη, με την παρακάτω αιτιολογία. "Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462, 465, 466, 473, 475, 476 παρ.1 και 501 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι τα χορηγούμενα από το νόμο κατά των αποφάσεων (άρθρο 486 επ) και των βουλευμάτων (αρθρ. 477 επ) ένδικα μέσα, όπως είναι η έφεση, κατά βασική δικονομική αρχή ασκούνται μία μόνο φορά από τα πρόσωπα στα οποία ρητώς ο νόμος παρέχει το δικαίωμα τούτο, η δε υπ' αριθμό 11/4-5-2007 έφεση του εκκαλούντος κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως, είναι παραδεκτή και νομότυπη και δεν κρίθηκε ανύπαρκτη". Έτσι, που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη τη δεύτερη έφεση, που άσκησε ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, κατά της αυτής ως αποφάσεως, δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του. Επειδή, λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ, ιδρύεται και όταν υπάρχει έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση με τον όγδοο λόγο του δικογράφου των προσθέτων πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για το λόγο ότι ο κατηγορούμενος, ενώ ζήτησε να αναγνωσθεί η από 11-4-2006 μήνυση του ήδη εγκαλούντος, το δικαστήριο που την εξέδωσε αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα του. Όπως, όμως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ο κατηγορούμενος, δεν είχε υποβάλλει αντίστοιχο αίτημα, σε κάθε δε περίπτωση που το δικαστήριο αρνήθηκε να δεχθεί το αίτημα του, δεν προσέφυγε ο αναιρεσείων κατά της αρνήσεως του διευθύνοντος τη διαδικασία.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος και ο λόγος αυτός και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, καθώς και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ), και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-12-2008 αίτηση του Χ, συνταξιούχου, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου των δικαστικών Φυλακών ..., και τους επ' αυτής από 24-2-2009 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμό 1082-1083/18-9-2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ