Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Κατηγορούμενος.
Περίληψη:
Πλαστογραφία με χρήση. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και αιτιολογημένη καταδίκη. Η μη ανάγνωση πρακτικών προηγούμενης αναβλητικής αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου (άρθρο 363 παρ.2) χωρίς υποβολή σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου δεν επάγεται ακυρότητα. Απομάκρυνση θορυβούντος κατηγορουμένου. Ακυρότητα εάν μετά την επάνοδό του δεν γνωστοποιηθούν τα λαβόντα χώρα κατά την απουσία του. Απόρριψη ως αβάσιμου του σχετικού λόγου γιατί έγινε σχετική γνωστοποίηση. Δεν επέρχεται χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου και το δικαστήριο δεν υπερβαίνει την εξουσία του εάν αναστείλει και δεν μετατρέψει την επιβληθείσα ποινή, αφού το μέτρο της αναστολής είναι ευμενέστερο εκείνου της μετατροπής. Απορρίπτει.
Αριθμός 1688/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντι-προέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα, Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 , που παρέστη με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ιπποκράτη Μυλωνά και Κωνσταντίνο Λαμπράκη, για αναίρεση της με αριθμό 94/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσια δικηγόρο του Αθηνά Χουρμουζιάδου - Παπαστυλιανού. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2007 αίτησή της, καθώς και στο από 28 Σεπτεμβρίου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 656/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ.94/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά "... ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 κατά το έτος 1999 εκμεταλλευόταν νυκτερινό κέντρο διασκεδάσεως, επί της Λεωφόρου ...., στο οποίο απασχολούσε και αλλοδαπές. Με τα από ..... δύο ιδιωτικά συμφωνητικά η κατηγορουμένη εξεμίσθωσε σ' αυτόν δύο ημιυπόγεια επιπλωμένα διαμερίσματά της, τα οποία βρίσκονται στην Αθήνα, επί της οδού ...., το μεν πρώτο στον αριθμό 13, το δε δεύτερο στον αριθμό 24, επιφανείας 55 και 72 τ.μ. αντίστοιχα. Σκοπός της εκμισθώσεως ήταν η χρήση των διαμερισμάτων για τη διαμονή του αλλοδαπού προσωπικού, που ο εγκαλών - πολιτικώς απασχολούσε στην επιχείρησή του. Οι μισθώσεις αυτές καταρτίσθηκαν εικονικά η μεν πρώτη στο όνομα του Γ1, η δε δεύτερη στο όνομα του Γ2, ως μισθωτών, τα δε σχετικά μισθωτήρια κατατέθηκαν στην αρμόδια ΔΟΥ στις 16.6.1999. Η κατηγορουμένη για να διασφαλίσει τα εκ των παραπάνω μισθωτικών σχέσεων δικαιώματά της απέναντι στον εγκαλούντα, τον οποίο κατά το χρόνο εκείνο δεν γνώριζε, την επομένη της υπογραφής των μισθωτηρίων, δηλαδή στις 16.6.1999 του ζήτησε να υπογράψει και αυτός πράγματι υπέγραψε και της παρέδωσε την ακόλουθη υπεύθυνη δήλωση .... "Τριτεγγυώμαι υπέρ των 1) Γ1 ΑΔΤ ..... και 2) Γ2 ..... ΑΔΤ, οι οποίοι εμίσθωσαν τα επιπλωμένα διαμερίσματα τα ευρισκόμενα ......τα εξής: 1) Θα αναλάβω να πληρώσω εις το ακέραιον οποτεδήποτε οι κύριοι μισθωτές αυτών δεν σταθούν συνεπείς στις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς την Χ1 τα τυχόν οφειλόμενα μηνιαία μισθώματα - ΔΕΚΟ - Κοινόχρηστα - ζημιές, όσον αφορά την εσωτερική επίπλωση αυτών και ζημιές όσον αφορά τα ίδια τα ακίνητα". Την δήλωση αυτή με το πιο πάνω περιεχόμενο ο κατηγορούμενος την υπέγραψε στις 16.6.1999, το δε γνήσιο της υπογραφής του βεβαιώθηκε ενώπιον της Αρχιφύλακος του Τμήματος Άνω Πατησίων Ζ1. Η κατηγορουμένη μέχρι τότε δεν γνώριζε τον εγκαλούντα. Έκτοτε και μέχρι τον Φεβρουάριο του 2000, αυτή, μαζί με τον σύζυγό της ......, πήγαιναν συχνά στο κέντρο διασκεδάσεως του εγκαλούντος, αναπτυχθείσας μεταξύ τους φιλικής σχέσεως, η οποία επέτρεψε στην πρώτη να ζητήσει από τον δεύτερο, κατά τις αρχές Φεβρουαρίου του 2000 δάνειο 1.200.000 δραχμών και μετά από ένα μήνα δάνειο 40.000 δραχμών. Η συμφωνία για το πρώτο δάνειο και η εκ μέρους του εγκαλούντος καταβολή του ποσού του 1.200.000 δρχ. έγιναν μέσα στο εις ..... κατάστημα του τελευταίου, παρουσία των μαρτύρων Β1 και ......, που εξετάστηκαν και στο ακροατήριο, καθώς και των Β2 και ........, των οποίων οι προανακριτικές καταθέσεις αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Οι τρείς τελευταίοι από τους εν λόγω μάρτυρες παρευρίσκοντο στο κατάστημα ως υπάλλληλοι του εγκαλούντος, ενώ ο πρώτος που είναι αστυνομικός και υπηρετούσε τότε στο Α/Τ Ηρακλείου, ως φίλος και κουμπάρος του. Το ποσό του δεύτερου δανείου δόθηκε αρχές Μαρτίου σε καφετέρια που βρίσκεται απέναντι από το Α/Τ Ηρακλείου, ενώπιον των προαναφερθέντων μαρτύρων Β1 και Β2. Για την εξασφάλιση της επιστροφής του πρώτου δανείου η κατηγορ. την ίδια ημέρα της καταρτίσεώς του παρουσία των προαναφερθέντων μαρτύρων, αποδέχθηκε έξι συν/κές εκδόσεως του κατηγορ. ποσού 200.000 δραχμών της καθεμιάς και λήξεως 30.6.2000, 30.9.2000, 30.11.2000, 31.1.2001, 31.3.2001 και 31.5.2001, αντίστοιχα, και τις παρέδωσε σ'αυτόν (βλ. αυτές αναγνωσθείσες σε φωτοτ.). Το δάνειο η κατηγορουμένη το χρειαζόταν για την κάλυψη υποχρεώσεώς της προς τον Ε1, κεφαλαίου 2.015.000 δραχμών, που είχε επιδικασθεί με την υπ'αριθμ. 5592/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, νομιμότοκα, που ήταν προσωρινά εκτελεστή και επιδιωκόταν η αναγκαστική εκτέλεσή της, η οποία τελεσιδίκησε μετά την απόρριψη της κατ' αυτής εφέσεως με την υπ' αριθμ. 7387/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (βλ.αυτήν αναγν.). Στο τέλος Ιουνίου του 2000 με τη λήξη της πρώτης από τις παραπάνω συν/κές ο εγκαλών ζήτησε την εξόφλησή της, πλην όμως η κατηγορουμένη αρνήθηκε και λίγες μέρες αργότερα, ήτοι στις 10.7.2000 του επέδωσε με δικαστικό επιμελητή την αναγνωσθείσα από 5.7.2000 εξώδικη πρόσκλησή της, στην οποία, το πρώτον, ισχυριζόταν ότι η υποκειμένη αιτία των συν/κών δεν ήταν δάνειο, αλλά ότι αυτές είχαν εκδοθεί χάριν ευκολίας του, ώστε εκείνος να τις θέσεις σε κυκλοφορία και να τύχει πιστώσεως από τρίτους, του ζητούσε δε την επιστροφή της συν/κής που είχε λήξει. Στην εν λόγω εξώδικη πρόσκλησή της η κατηγορ. επικαλέστηκε και επισύναψε φωτοτυπικό αντίγραφο της προαναφερθείσας από 16.6.1999 υπεύθυνης δήλωσης του εγκαλούντος, στην οποία μετά το παραπάνω αρχικό κείμενο είχε προστεθεί η ακόλουθη παράγραφος "Δανείστηκα δε σήμερα παρά της κ.Χ1 τετρακόσιες εξήντα πέντε (465.000) δραχμές ισόποσα των εγγυήσεων με ημερομηνία επιστροφής των την 15.6.2000 και συναλλαγματικές ευκολίας ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων χιλιάδων (1.400.000) δραχμών λήξεως30.4.00, 30.6.2000, 30.9.2000, 30.11.2000, 31.1.2001, 31.3.2001 και 31.5.2001, τις οποίες οικονομικά θα καλύψω εγώ και μόνον (200.00 Χ 7=1.400.000)". Η παράγραφος αυτή δεν υπήρχε στο αρχικό κείμενο της υπεύθυνης δήλωσης που υπέγραψε ο εγκαλών στις 16.6.99 ενώπιον της αρχιφύλακος του Α/Τ Πατησίων Ζ1, η οποία και βεβαίωσε το γνήσιο της υπογραφής του, αλλά προστέθηκε εκ των υστέρων και συγκεκριμένα στις 30.6.2000 χωρίς την συναίνεσή του. Η γραφή της παραγράφου αυτής ανήκει στην κατηγορ., όπως και εκείνη του αρχικού κειμένου, που είχε υπογράψει ο εγκαλών, είναι όμως πυκνότερη από εκείνη τόσο ως προς τις αποστάσεις μεταξύ των γραμμάτων, όσο και ως προς εκείνες μεταξύ των σειρών και προδίδει την προσπάθεια της κατηγορουμένης να στριμώξει κυριολεκτικά το κείμενο της προσθήκης στο διάκενο μεταξύ του αρχικού κειμένου της δηλώσεως και της σφραγίδας του παραπάνω αστυνομικού τμήματος για τη γνησιότητα της υπογραφής του εγκαλούντος, έτσι ώστε η προσθήκη να καλυφθεί από αυτήν και να αποδοθεί στον εγκαλούντα. Με την προσθήκη αυτή η κατηγορουμένη νόθευσε την από 16.6.1999 υπεύθυνη δήλωση που υπέγραψε ο εγκαλών, εμφανίζοντας ότι οι συναλλαγματικές που αποδέχθηκε και παρέδωσε σε εκείνον δεν αφορούσαν το παραπάνω δάνειο, το οποίο πράγματι της είχε χορηγήσει, αλλά ότι ήταν συναλλαγματικές ευκολίας που του παρέδωσε για να εξυπηρετήσει δικές τους, οικονομικής φύσεως, ανάγκες, δηλαδή αυτή (κατηγ.) μετέβαλε την αιτία έκδοσης και αποδοχής των συν/κών από δάνειο σε συν/κές ευκολίας, προκειμένου να αποφύγει τις εκ του δανείου, έναντι του εγκαλούντος, υποχρεώσεις της. Η κατηγορουμένη στην προσπάθειά της να αποκρούσει την κατηγορία ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν δανείστηκε χρήματα από τον εγκαλούντα, αλλά ότι το βράδυ της 15.6.1999, αφού είχαν υπογράψει τα παραπάνω μισθωτήρια και αυτή είχε εισπράξει από τον εγκαλούντα το ποσό των 465.000 δραχμών που αφορούσε τις συμφωνηθείσες γι' αυτά εγγυήσεις καλής εκτελέσεώς τους, ο τελευταίος επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί της και, επικαλούμενος έκτακτες οικονομικές ανάγκες του, της ζήτησε αφενός μεν να του επιστρέψει το παραπάνω ποσό των εγγυήσεων που της είχε ήδη καταβάλει, γιατί το είχε άμεση ανάγκη, αφετέρου δε να του δώσει και μερικές συν/κές ευκολίας για να καλύψει, από την κυκλοφορία τους, ένα μέρος από τις παραπάνω ανάγκες του και ότι την επομένη ημέρα 16.6.1999, πεισθείσα αυτή στις περί φερεγγυότητός του διεβεβαιώσεις, του επέστρεψε το ποσό των εγγυήσεων και του παρέδωσε τις προαναφερθείσες συν/κές ευκολίας για δική του εξυπηρέτηση και ότι, προς απόδειξη της όλης αυτής συμφωνίας τους, του ζήτησε να υπογράψει και αυτός πράγματι υπέγραψε την ένδικη, από 16.9.1999 δήλωση, ενώπιον της Αρχ/κος του Α/Τ Πατησίων καθ' όλο το περιεχόμενό της, ήτοι και ως προς την παραπάνω προσθήκη για την οποία την κατηγορεί ότι έχει νοθεύσει. Ο ισχυρισμός αυτός της κατηγορ. δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα και δεν δικαιολογείται από αυτά, καθόσον επισφαλής ήταν η οικονομική κατάσταση της κατηγορ. κατά τον επικαλούμενο από τον εγκαλούντα χρόνο συνάψεως του δανείου (Φεβρουάριος-Μάρτιος 2000) και όχι εκείνη του τελευταίου τόσο κατά το χρόνο όσο και κατά τον Ιούνιο του 1999. Ειδικότερα από το αναγνωσθέν υπ' αριθμ. .... πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Καλλιθέας προκύπτει ότι στις 2.3.2000 επί του κειμένου επί της οδού ..... στην Καλλιθέα διαμερίσματος της κατηγορ. γράφτηκε αναγκαστική κατάσχεση υπέρ του Ε1 για το ποσό των 3.298.081 δρχ., από δε την αναγνωσθείσα από .... εξοφλητική απόδειξη του πληρεξουσίου δικηγόρου του τελευταίου Κυριάκου Εξαρχάκου προκύπτει ότι η κατηγορ. την εν λόγω οφειλή της την εξόφλησε κατά την ημέρα αυτή (9.10.2000), δηλαδή έξι μήνες μετά την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης και αφού προηγουμένως είχε επισπευσθεί αναγκαστικός πλειστηριασμός του κατασχεθέντος ακινήτου. Από αυτά συνάγεται ότι η κατηγορ. τον Φεβρουάριο του 2000 αδυνατούσε πράγματι να εξοφλήσει την παραπάνω οφειλή της και για το λόγο αυτό ζήτησε και πήρε από τον εγκαλούντα το προαναφερθέν δάνειο του 1.600.000 δραχμών (1.200.000 + 400.000 δρχ.). Περαιτέρω, ενώ ο εγκαλών το οικονομικό έτος 2001 δηλώνει στη ΔΟΥ Νέου Ηρακλείου ακαθάριστα έσοδα από εμπορικές επιχειρήσεις 54.877.371 δρχ. και καθαρό συνολικό εισόδημα από ακίνητα και εμπορικές επιχειρήσεις 14.331.270 δρχ., η κατηγορ. δηλώνει προς τη ΔΟΥ Κ' Αθηνών εισόδημα μόνο από ακίνητα 4.473.000 δρχ., ο δε σύζυγός της δηλώνει εισόδημα μόνο από μισθωτές υπηρεσίες 1.595.910 (βλ. αναγν. εκκαθαριστικά σημειώματα). Τούτο δηλώνει ότι από πλευράς οικονομικής ισχύος ο μεν εγκαλών μπορούσε να χορηγήσει δάνειο στην κατηγορουμένη και δεν είχε κανένα λόγο να ζητήσει από αυτήν συναλλαγματικές ευκολίας, ακριβώς επειδή δεν τις είχε ανάγκη, η δε κατηγορουμένη αντιστρόφως είχε λόγο να ζητήσει δάνειο από τον εγκαλούντα και δεν μπορούσε να του χορηγήσει συν/κές ευκολίας, ακριβώς επειδή δεν είχε την απαιτούμενη, για το σκοπό αυτό, οικονομική δυνατότητα. Εξάλλου αν οι εν λόγω συν/κές ήταν ευκολίας, ο εγκαλών θα τις είχε ασφαλώς θέσει σε κυκλοφορία, ήτοι θα τις είχε οπισθογραφήσει σε τρίτους, γιατί μόνο έτσι θα εκπληρωνόταν η υποκείμενη σ'αυτές αιτία αποδοχής τους από την κατηγορ., πράγμα το οποίο όμως ουδέποτε συνέβη, ο δε εγκαλών εξακολουθεί να τις έχει στην κατοχή του, πράγμα που δηλώνει ότι η υποκείμενη, σ' αυτές, αιτία, ήταν το παραπάνω δάνειο, το οποίο ο εγκαλών χορήγησε στην κατηγορ. και η εκ του δανείου αυτού προσωπική της οφειλή έναντι εκείνου και όχι η πρόθεσή της να στηρίξει, χωρίς ευθύνη της, την πιστοληπτική του ικανότητα. Τέλος επισημαίνεται η αντιφατικότητα μεταξύ της πρώτης παραγράφου της ένδικης από 16.6.1999 δήλωσης του εγκαλούντος και της δεύτερης παραγράφου, που η κατηγορ. πρόσθεσε εκ των υστέρων. Έτσι με την πρώτη παράγραφο ο εγκαλών εγγυάται υπέρ της κατηγορ., ενώ με τη δεύτερη η κατηγορ. είναι εκείνη που εγγυάται υπέρ του εγκαλούντος, δηλαδή στην ουσία αντιστρέφονται οι όροι αμφοτέρων, η αντιστροφή δε αυτή επέρχεται, σύμφωνα με τον πιο πάνω ισχυρισμό της κατηγορ., πριν περάσουν 24 ώρες από τη σύναψη των μισθώσεων, ήτοι η κατηγορ. σύμφωνα με τον εν λόγω ισχυρισμό της, επιστρέφει στον εγκαλούντα το ποσό της εγγυήσεως και εγγυάται αυτή πλέον για εκείνον, αποδεχόμενη και παραδίδοντάς του συν/κές ευκολίας ποσού 1.200.000 δρχ., με όλους τους κινδύνους που η ενέργειά της αυτή συνεπάγεται, χωρίς μάλιστα να γνωρίζει την πολιτεία του, πέραν του ότι εκμεταλλεύεται νυκτερινό κέντρο, στο οποίο απασχολεί αλλοδαπές, που θα έκαναν χρήση των εκμισθωθέντων διαμερισμάτων, ήτοι περιστατικά που ήταν αποτρεπτικά της επικαλούμενης συμφωνίας. Η αντιφατικότητα αυτή ανάμεσα στις δύο παραγράφους αποκλείει το ενδεχόμενο να κατέστησαν αμφότερες συγχρόνως περιεχόμενο της δηλώσεως. Από όλα τα παραπάνω, πλήρως αποδεικνύεται ότι η κατηγορ. στις 30.6.2000 νόθευσε την πιο πάνω, από 16.9.1999 υπεύθυνη δήλωση του εγκαλούντος με την προσθήκη στο αρχικό κείμενό της τής δεύτερης παραγράφου που αναφέρεται παραπάνω, ενώ στις 25.1.2002, έκανε και χρήση της με το να την επικαλεστεί, ως αποδεικτικό μέσο, και να την επισυνάψει αυτούσια στην αναγν. από 31.12.2001 και υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. 236/25.1.2002 αγωγή της κατά του εγκαλούντος, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Εξάλλου, πρέπει να λεχθεί ότι ο ισχυρισμός της κατηγορ. κατά τον οποίο η σύνταξη της δηλώσεως στο σύνολό της στις 16.6.1999 και πριν από τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του δηλούντος, ήτοι του εγκαλούντος προκύπτει από τα κατατεθέντα στην αρμόδια Κ' ΔΟΥ Αθηνών δύο μισθωτήρια, που είχαν αριθμό καταχωρ. ... και ....., στα οποία είναι προσαρτημένη η δήλωση, δεν αντικρούσει τα αναφερόμενα παραπάνω. Ειδικότερα, στα χορηγηθέντα από την Εφορία φωτοτυπικά αντίγραφα των κατατεθέντων μισθωτηρίων στην κατηγ., που αναγνώσθηκαν (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. ..... έγγρ. της ΔΟΥ) φαίνεται ότι το με αριθμό καταχ. .... μισθωτήριο, που αφορά το επί της οδού ..... διαμέρισμα και του οποίου είχαν χορηγηθεί δύο πανομοιότυπα φωτοτυπικά αντίγραφα, η δήλωση αποτελεί την τέταρτη σελίδα του μισθωτηρίου, πλην όμως η σφραγίδα της Εφορίας είναι στην άνω δεξιά πλευρά της σελίδας και στη συνέχεια ακολουθεί η δήλωση, το τέλος της οποίας, που είναι και η τελευταία σελίδα του μισθωτηρίου δεν έχει σφραγίδα και υπογραφή της Εφορίας, πράγμα το οποίο θα είχε γίνει αν πράγματι η δήλωση είχε στις 16.6.99 κατατεθεί μαζί με το μισθωτήριο. Από το με αριθμό καταχ. .... μισθωτήριο, που αφορά το επί της οδού .... διαμέρισμα και του οποίου επίσης είχαν χορηγηθεί δύο φωτοτυπικά αντίγραφα, προκύπτει ότι στο ένα δεν είναι προσαρτημένη η δήλωση και έχει στην τελευταία τέταρτη σελίδα και την σφραγίδα της ΔΟΥ αρμοδίως υπογεγραμμένη, ενώ στο άλλο η δήλωση είναι προσαρτημένη τόσο στις ενδιάμεσες σελίδες όσο και στο τέλος, με την επισήμανση ότι η υπογεγραμμένη σφραγίδα της ΔΟΥ είναι στην προηγούμενη σελίδα και στις δύο επόμενες ακολουθεί η φωτοτυπία της δήλωσης, που δεν έχει (όπως στο ..... μισθωτ.) στο τέλος της, που είναι και η τελευταία σελίδα του μισθωτ. σφραγίδα και υπογραφή της Εφορίας, πράγμα που θα είχε γίνει αν πράγματι η δήλωση είχε κατατεθεί στις 16.6.1999 μαζί με το μισθωτήριο. Από αυτά προκύπτει ότι η δήλωση σε χρόνο μεταγενέστερο προσκομίστηκε στην Εφορία και με τη μέθοδο της φωτοτυπίας παρουσιάστηκε ως η τελευταία σελίδα του μισθωτηρίου (Βλ. Ολ.ΑΠ 2/2000 Ποιν.Χρ. Ν 120), ενώ εξάλλου το ότι στα αντίγραφα του ..... μισθωτηρίου το ένα δεν έχει προσαρτημένη καμμία δήλωση και το άλλο έχει προσαρτημένες δύο, υποδεικνύει την επιδειχθείσα σπουδή για προσάρτηση της δηλώσεως σε μεταγενέστερο χρόνο. Ακόμη πρέπει να λεχθεί ότι ο ισχυρισμός του εγκαλούντος κατά τον οποίο η αρχιφύλακας Ζ1, που βεβαίωσε το γνήσιο της υπογραφής της στις 16.6.1999 δεν εργαζόταν το πρωΐ, αλλά μετά τις 10 το βράδυ και μάλιστα σε εποχούμενη περιπολία, ήτοι εκτός του Α/Τ είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού τούτο δεν αποκλείει την παρουσία της στο Α/Τ και τη βεβαίωση ενώπιόν της του γνησίου της υπογραφής του δηλούντος. Άλλωστε δεν αμφισβητείται η μετάβαση στο Α/Τ τις πρωϊνές ώρες της 16.6.99 (βλ. αναγν. από .... έγγρ. Α/Τ Πατησίων).
Ενόψει την προεκτεθέντων στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδομένου στην κατηγορουμένη αδικήματος της πλαστογραφίας (νοθεύσεως εγγράφου) μετά χρήσεως και πρέπει αυτή να κηρυχθεί ένοχη, ενώ ο χρόνος προσαρτήσεως της υπεύθυνης δήλωσης στα μισθωτήρια με τη μέθοδο της φωτοτύπησης, έγινε μετά την κατάρτιση στις 30.6.2000 της νοθευμένης δήλωσης, ήτοι εντός του 2ου 6μήνου του 2000, ενόψει δε του διαλεύσαντος έκτοτε χρόνου και του πλημμεληματικού χαρακτήρα της προκύψασας συμπεριφοράς καθίσταται χωρίς αντικείμενο η εφαρμογή του άρθρου 38 ΚΠοινΔικ. περί αποστολής της αποφάσεως αυτής και των εγγράφων της δικογραφίας στον Εισαγγελέα, ενόψει της συμπληρώσεως της οριζόμενης στο άρθρο 111 αρ. 3 Π.Κ. πενταετίας". Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για την πράξη της πλαστογραφίας (νόθευση) με χρήση και επέβαλε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νόθευσης εγγράφου, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή της κατηγορουμένης, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στην ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του Π.Κ την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζεται επακριβώς το έγγραφο το οποίο υπέγραψε την 16-6-1999 ο πολιτικώς ενάγων και παρέδωσε στην κατηγορουμένη, καθώς επίσης προσδιορίζεται η σε μεταγενέστερο χρόνο (30-6-2000) νόθευση του περιεχομένου του από την κάτοχο του εγγράφου κατηγορουμένη, που έγινε από αυτήν εν αγνοία του πολιτικώς ενάγοντος. Περαιτέρω, η απόφαση περιέχει εκτενείς σκέψεις που οδήγησαν το δικαστήριο στο αποδεικτικό συμπέρασμα ότι έγινε νόθευση του παραπάνω εγγράφου και ότι τη νόθευση την πραγματοποίησε η κατηγορουμένη και μνημονεύονται ρητώς, κατ' είδος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα αναφερόμενα περιστατικά και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι αναγκαία και η αναφορά του περιεχομένου και αξιολόγηση της καταθέσεως κάθε μάρτυρα ή των υπόλοιπων αποδεικτικών στοιχείων. Περαιτέρω προσδιορίζεται στην απόφαση η έννομη συνέπεια της νοθεύσεως του εγγράφου, αφού, δέχεται το δικαστήριο, ότι δια της ενσωματώσεως στο αρχικώς γνήσιο έγγραφο των εγγραφών που έγιναν από την κατηγορουμένη, αυτή επεδίωκε με την χρήση του να εμφανίσει τον πολιτικώς ενάγοντα ότι είχε δανεισθεί από αυτήν τα εις την προσθήκη αναφερόμενα χρηματικά ποσά.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ πρώτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, δεύτερος και τρίτος του δικογράφου των προσθέτων λόγων με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ελλειπή αιτιολογία και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι λοιπές αιτιάσεις περί μη ορθής αξιολόγησης των μαρτυρικών καταθέσεων και των προκυπτόντων από τα αναγνωστέα έγγραφα, πλήττουν την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου κει εκ του λόγου τούτου είναι απαράδεκτες. Τέλος, απαράδεκτη είναι και η αιτίαση, διότι πλήττει την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αναφορικά με τον χρόνο που δέχεται η απόφαση ότι τελέσθηκε η νόθευση του εγγράφου και είναι αυτός της 30-6-2000 και όχι εκείνος της 16-6-1999 που διατείνεται η κατηγορουμένη, ο παραπάνω δε χρόνος τελέσεως δεν μεταβλήθηκε ούτε από την πρωτόδικη ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση και είναι αυτός που διαλαμβάνεται στο κλητήριο θέσπισμα
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.2 του ΚΠΔ μεταξύ των άλλων αναγνωστέων εγγράφων αναγιγνώσκονται τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης. Όμως, η από το δικαστήριο μη ανάγνωση των πρακτικών προηγούμενης αναβλητικής του αποφάσεως δεν προκαλεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.2 ΚΠΔ ακυρότητα, ούτε μπορεί να παρεμποδίσει τον κατηγορούμενο από την άσκηση των δικαιωμάτων του, όπως αναφέρονται στο άρθρο 171 παρ.1, στοιχ.δ' του ΚΠΔ, εφόσον αυτός δεν αποστερείται του δικαιώματος να ζητήσει την ανάγνωση αυτών, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο γιατί δεν αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της υπ'αριθμ.7183/2006 αναβλητικής αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου που περιείχαν και την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος
ΙΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 1 δ' και 347 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι στον κατηγορούμενο, του οποίου με απόφαση του Δικαστηρίου διατάχθηκε η προσωρινή απομάκρυνση από τη συνεδρίαση διότι, παρά τις νουθεσίες του Προέδρου, θορυβούσε και δυσχέραινε τη διεξαγωγή της δίκης και του οποίου, μετά ταύτα, διατάχθηκε η επάνοδος στο ακροατήριο, πρέπει να αναγνωσθούν από το γραμματέα, με την υπόδειξη του διευθύνοντος τη συζήτηση, υποχρεωτικώς και απαραιτήτως, όσα έγιναν κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Η παράλειψη της διατυπώσεως αυτής δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Α ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, καθ'όσον επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της επ'ακροατηρίου διαδικασίας, που ανάγεται στην παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών και τα ταυτάριθμα με αυτήν πρακτικά, κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του συνηγόρου της πολιτικής αγωγής, διατάχθηκε από το Δικαστήριο η απομάκρυνση της κατηγορουμένης (ήδη αναιρεσείουσας) από τη συνεδρίαση προσωρινά και μέχρι την ολοκλήρωση της αγορεύσεως τούτου, επειδή αυτή, παρά τις νουθεσίες του Προέδρου και τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις του ότι θα απομακρυνθεί, δεν συμμορφώθηκε. Ακολούθως, μετά την ολοκλήρωση της αγορεύσεως του τελευταίου, διετάχθη η επάνοδος και επανήλθε η κατηγορουμένη στην αίθουσα του Δικαστηρίου και η Προεδρεύουσα γνωστοποίησε σ' αυτήν ότι κατά την απουσία της ολοκληρώθηκε η αγόρευση του συνηγόρου της πολιτικής αγωγής ο οποίος ζήτησε την ενοχή της, ακολούθως δε συνεχίστηκε η διαδικασία επί παρουσία της.
Συνεπώς, εφόσον στην κατηγορούμενη γνωστοποιήθηκαν μετά την επάνοδό της τα λαβόντα χώρα στο ακροατήριο, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε και ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α'του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι αβάσιμος.
VI. Κατά τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α' του Κ.Π.Δ., στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο, εναντίον καταδικαστικής απόφασης, από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Περίπτωση χειροτέρευσης της θέσεως του καταδικασθέντος συνιστά και η μετατροπή, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σε χρηματική, κατά το άρθρο 82 του Π.Κ., στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία όμως πρωτοδίκως είχε ανασταλεί, κατά το άρθρο 99 του ιδίου Κώδικα. Δεν επέρχεται όμως χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, εντεύθεν δε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπερβαίνει την εξουσία του, όταν δεν μετατρέπει αλλά αναστέλλει την επιβαλλόμενη ποινή την οποία είχε αναστείλει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού το μέτρο της αναστολής της ποινής είναι προδήλως ευμενέστερο από εκείνο της μετατροπής της.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας (ως εκτιμάται) εκ του ότι το δικαστήριο την επιβληθείσα ποινή των είκοσι (20) μηνών την ανέστειλε και δεν την μετέτρεψε, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 (άρθρα 583 ΚΠΔ, 176 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-4-2007 αίτηση και τους από 28-9-2007 προσθέτους λόγους της Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.94/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ..
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ