Θέμα
Εφέσεως απαράδεκτο, Ποινής μετατροπή.
Περίληψη:
Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών που απέρριψε έφεση ως απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατά αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου που είχε απορρίψει αίτηση για μετατροπή της ποινής, κατά τη διαδικασία του άρθρου 16 του ν. 3727/2008, κατά το άρθρο 482, 546 παρ.2 και 476 παρ. 1 ΚΠΔ.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2004/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 50/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας. Το Συμβούλιο Εφετών Κέρκυρας με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 38/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιο Μπόμπολης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή με αριθμό 278/21-9-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριό Σας, την με αριθμό 7/21-12-2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων ... που στρέφεται κατά του με αριθμό 50/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο".
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων άσκησε την με αριθμό 15/2009 έφεση του κατά της με αριθμό 180/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας, η οποία απέρριψε την από 4/2/2009 αίτηση του για μετατροπή της ποινής κάθειρξης που είχε σ' αυτόν επιβληθεί, δεδομένου ότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 16 Ν. 3727/2008 για το παραδεκτό της αίτησης του. Η έφεση του αυτή απορρίφθηκε με το προσβαλλόμενο με αριθμό 50/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας, ως απαράδεκτη, αφού κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 16 Ν. 3727/2008 δεν προβλέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων. Κατά του βουλεύματος αυτού, στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του. Όμως, ως προελέχθη το βούλευμα αυτό δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, ως εκ τούτου η αίτηση αυτή ως ασκηθείσα κατά βουλεύματος για το σκοπό που προβλέπεται η άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρα 476 παρ.1 - 583 παρ.1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
1) Να απορριφθεί, ως απαράδεκτη η με αριθμό 7/2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατά του με αριθμό 50/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας και
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 17/9/2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Π. Παντελής
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση της Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αναιρεσείων.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 482 παρ. 1, 2 ΚΠοινΔ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος μόνο όταν τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα ή παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 546 παρ. 2 του αυτού Κώδικα, "αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή . . .".
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, εναντίον βουλεύματος που απέρριψε ως απαράδεκτη έφεση κατά αποφάσεως με την οποίαν απορρίφθηκε αυτοτελής αίτηση του καταδικασθέντος, κατά τη διαδικασία του άρθρου 16 του ν. 3727/2008, για μετατροπή της ποινής καθείρξεως, που του έχει επιβληθεί με άλλη δικαστική απόφαση, σε χρηματική, διότι η απόφαση αυτή είναι τελειωτική, ως μη προβλεπόμενης έφεσης από τον ανωτέρω νόμο, δεν επιτρέπεται να ασκήσει αυτός αίτηση αναιρέσεως. Η απαγόρευση αυτή που θέτει περιορισμούς στην άσκηση ενδίκων μέσων δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1, 25 παρ.1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ για ακώλυτη πρόσβαση στη δικαιοσύνη και δίκαιη δίκη, διότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ένδικου μέσου εναντίον αποφάσεως, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβαση τους να μην είναι υπέρμετρες σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει μόνον όταν η προβλεπόμενη από τον νόμο κύρωση είναι δυσανάλογη προς την παράβαση της διατάξεως του νόμου, πράγμα που δε συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός άλλων περιπτώσεων, εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα δικαστικά έξοδα εκείνου που το άσκησε.
Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά του υπ' αριθ. 50/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας, με το οποίο απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθ. 180/ 2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας, με την οποία απορρίφθηκε η από 4.2.2009 αίτηση του για μετατροπή σε χρηματική της ποινής καθείρξεως που του επιβλήθηκε με την υπ' αριθ. 83/2002 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Το προσβαλ-λόμενο, όμως, βούλευμα, κατά τα ανωτέρω, δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως.
Συνεπώς, εφόσον η ένδικη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε αναίρεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 και 583 ΚΠοινΔ), ενόψει του ότι κλήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο παρόν Δικαστήριο που συνεδριάζει σε Συμβούλιο, ο αντίκλητος δικηγόρος του (άρθρο 476 παρ.1 εδάφ. τελευταίο ΚΠοινΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμοδίου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας και αυτός δεν παραστάθηκε.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 7/21-12-2009 αίτηση του Χ για αναίρεση του 50/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις
8 Δεκεμβρίου 2010. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ