Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1259 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Χρησικτησία, Επανάληψη βίαια διακοπείσας δίκης, Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου.




Περίληψη:
Βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου. Επανάληψη εκουσία και αναγκαστική. Με αναίρεση προσβάλλεται μόνο η απόφαση του Εφετείου. Χρησικτησία έκτακτη κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό Δωδεκανήσου άρθρ. 41 Κανονισμού. Ανενεργός ή χρησικτησία έναντι τίτλου του τρίτου αν αποδείξει καλή πίστη. Ένσταση ο οικείος ισχυρισμός και όχι δημοσίας τάξης 559 α 1, 559 αρ. 13 βάρος αποδείξεως 559 αρ. 11γ προϋποτίθεται έρευνα της ουσίας. 559 αρ.8 εδ.β δεν στοιχειοθετείται αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν 559 αρ.14 δικονομικές ακυρότητες 269 Κ.Πολ.Δ. Προϋποθέσεις ανέλεγκτη η κρίση ως προς συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. 559 αρ. Πότε στοιχειοθετείται ο οικείος λόγος.




Αριθμός 1259/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας: Χ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου του αποβιώσαντος αναιρεσείοντος Δημητρίου Κώττη του Αλεξίου, όπως αναφέρεται στην από 11/6/2008 κλήση, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέφανο Πανταζή. Της αναιρεσίβλητης - καθής η κλήση: Ε. χήρας Σ. Κ., το γένος Κ. Χ., ατομικά και ως κληρονόμος του Σ. Κ., η οποία δεν παραστάθηκε.
Των καθών η κλήση: 1) Σ. Κ. του Σ., και 2) Κ. Κ. του Σ., συζ. Χ. Κ., κατοίκων ..., ως κληρονόμων του Σ. Κ.. Η 1η δεν παραστάθηκε και η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Γκαρδιακό, ο οποίος δήλωσε ότι η αναιρεσίβλητη Ε. Κ. απεβίωσε στις 9/4/2012 και κληρονομήθηκε από την Κ. Κ., η οποία συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/12/1969 αγωγή των αρχικών αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 128/1970, 524/1971 μη οριστικές, 523/1972 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 162/1981 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση όλων των αποφάσεων αυτών ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 21/4/1983 αίτησή του και η καλούσα με τους από 2/12/2008 προσθέτους λόγους της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε: α) την από 18/3/2009 έκθεση του ήδη αποχωρίσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Μίμη Γραμματικούδη, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 21/4/1983 αίτηση του Δημητρίου Κώττη, για αναίρεση της 162/1981 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου και των 523/1972 οριστικής και 128/1970, 524/1971 προδικαστικών αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, και β) την από 2/1/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των από 2/12/2008 προσθέτων λόγων αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της καλούσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της παραστάσας καθής η κλήση την απόρριψη τους, καθεμία δε την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 έως και 292 Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι πολιτική δίκη διακόπτεται και με το θάνατο ενός των ομοδίκων, με αποτέλεσμα την ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξεως που ενεργείται μετ' αυτήν και πριν την επανάληψή της, εκτός αν την ενεργήσει ο διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Επέρχεται δε η διακοπή από της γνωστοποιήσεως του λόγου της στον αντίδικο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο δικαιούμενο να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του αποβιώσαντος. Η επανάληψη της δίκης μπορεί να είναι είτε εκουσία με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, όχι όμως και του ομοδίκου του, έστω και αναγκαίου, είτε και αναγκαστική με πρόσκληση του αντιδίκου ή του ομοδίκου, που πρέπει να γίνει με κοινοποίηση δικογράφου, μπορούν δε οι διάδικοι αυτοί να προκαλέσουν την επανάληψη και χωρίς να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση του λόγου διακοπής, μη επικαλούμενη την έλλειψη της γνωστοποιήσεως και θεωρώντας πως η διακοπή έχει επέλθει. Η πρόσκληση όμως αυτή δεν μπορεί να επιδοθεί στον κληρονόμο του αποβιώσαντος διαδίκου πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για την αποποίηση, η οποία κατ' άρθρο 1847 εδ. α' του Α.Κ. είναι τετράμηνη και αρχίζει από την επαγωγή της κληρονομίας, εξ αντιδιαστολής δε του άρθρου 288 Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι επί απλής ομοδικίας η διακοπή που επέρχεται στο πρόσωπο ενός ομοδίκου δεν επηρεάζει τις δίκες των λοιπών (Α.Π. 272/2012,Α.Π. 992/2012). Εξάλλου οι διατάξεις των ως άνω άρθρων, εφαρμόζονται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρ. 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 3 εδ. β' του Κ.Πολ.Δικ., που προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/20-3-2013 και καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 98 του ίδιου νόμου "σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς".
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, κατά την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο και την παραδεκτή επισκόπηση όλων των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελλο της δικογραφίας, για την προκειμένη αναιρετική δίκη, η πρώτη καθής Ευδοκία χήρα Σ. Κ., το γένος Κ. Χ. απεβίωσε στις 9-4-2012, πράγμα το οποίο γνωστοποίησε στο ακροατήριο η τρίτη καθής, θυγατέρα της, Κ. Κ. του Σ., η οποία δήλωσε ότι συνεχίζει ως προς την ίδια την βιαίως διακοπείσα, λόγω του θανάτου της μητέρας της, δίκη (πράγμα το οποίο, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν μπορούσε να κάνει για την ομόδικο αδελφή της). Η βιαίως όμως αυτή διακοπείσα δίκη δεν συνεχίστηκε ως προς την δεύτερη καθής Σ. Κ. του Σ., που είναι επίσης θυγατέρα της αποβιώσασας και αδελφή της συνεχίζουσας τη δίκη, με τις οποίες συνδεόταν ως προς την ένδικη διαφορά, που αφορά αναγνώριση συγκυριότητας σε ακίνητο, με απλή ομοδικία. Αυτή δεν προσκλήθηκε από την αναιρεσείουσα ή την ομόδικο αδελφή της για να παραστεί στη δίκη και ως κληρονόμος της μητέρας της, δεδομένου του ότι έχει προσκληθεί και μετέχει στη δίκη ως κληρονόμος του αρχικού αναιρεσιβλήτου πατέρα της Σ. Κ., στη θέση του οποίου, αποβιώσαντος στις 6-3-2001 είχαν υπεισέλθει (χωρίς να μεσολαβήσει βίαιη διακοπή της δίκης) η εξ αρχής ομόδικος σύζυγός του Ευδοκία και οι δύο προαναφερθείσες θυγατέρες του. Εφόσον όμως η εν λόγω δεύτερη καθής Σ. Κ. δεν έχει κληθεί για να παρασταθεί, κατά τα προαναφερθέντα και ως κληρονόμος της μητέρας της, η βιαίως διακοπείσα από την αιτία αυτή δίκη, δεν μπορεί να επαναληφθεί αναγκαστικά, ως προς αυτήν, καθόσον απολείπεται και συνακόλουθα δεν μπορεί να προβεί ούτε σε δήλωση περί εκουσίας επαναλήψεως. Σ' αυτήν έχουν επιδοθεί τόσο η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, όσο και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 11.1.2012, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο (βλ. υπ' αριθ. 2399/7.11.2008, 2497/8-1-2008 και 4244/12.5.2011 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Ρόδου ...). Οι κλήσεις όμως αυτές αφορούν στην υπεισέλευσή της στη θέση του αρχικού αναιρεσίβλητου πατέρα της και κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, εφόσον δε δεν έχει μεσολαβήσει και κλήση για να παραστεί στη σημερινή μετ' αναβολή δικάσιμο ως κληρονόμος της αποβιώσασας στο μεσοδιάστημα των δύο αυτών δικασίμων (9-4-2012) μητέρα της η βιαίως διακοπείσα για το λόγο αυτό δίκη, δεν συντρέχει περίπτωση να επαναληφθεί αναγκαστικά ως προς την εν λόγω καθής, ως προς, την οποία πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση και αφού χωρισθεί η υπόθεση να προχωρήσει η συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 573 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ., ως προς την παρισταμένη απλή ομόδικο Κ. Κ. του Σ., η οποία, κατά τα προαναφερθέντα συνεχίζει εκουσίως, ως προς την ίδια, την βιαίως διακοπείσα λόγω του προαναφερθέντα θανάτου δίκη (βλ. προσκ. α) υπ' αριθμ. πρωτ. .../16.1.2013 πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως του Δήμου Ρόδου, β) υπ' αριθμ. 592/30.1.2013 πιστοποιητικό του Δήμου Ρόδου, περί μη δημοσίευσης διαθήκης, περί μη αποποίησης κληρονομίας και περί μη αμφισβητήσεως κληρονομικού δικαιώματος σε σχέση με την κληρονομιά της Ε. Κ. και γ) υπ' αριθμ. 4648/2013 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη δημοσίευσης διαθήκης). Εξ ετέρου το καταγόμενο σε δίκη δικαίωμα της απολιπομένης Σ. Κ. θα πρέπει να κριθεί ενιαίως και προς τούτο δεν είναι δόκιμο να δικασθεί, παρά την απουσία της η υπόθεσή της κατά το μέρος που αφορά την υποκατάστασή της στη θέση του πατέρα της και να κηρυχθεί η συζήτηση απαράδεκτη κατά το τμήμα της υπόθεσης που έχει διακοπή λόγω του θανάτου της μητέρας της.
Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 του Κ.Πολ.Δικ., αν η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με έφεση και αυτή έγινε τυπικά δεκτή, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η οριστική απόφαση του Εφετείου, που ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης, αφού αν μεν έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η έφεση, η πρωτόδικη απόφαση και οι θεωρούμενες ως συμπροσβληθείσες με αυτήν και εκδοθείσες προηγουμένως, μη οριστικές (άρθρ. 513 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ.) εξαφανίσθηκαν και έπαψαν να υπάρχουν, ενώ αν η έφεση απορρίφθηκε κατ' ουσίαν οι αποφάσεις αυτές ενσωματώθηκαν πλέον στην εφετειακή απόφαση (Ολ.Α.Π. 40/1996, Α.Π. 568/2013, Α.Π. 883/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη, από 21.4.1983, αναίρεση στρέφεται τόσο κατά της υπ' αριθμ. 523/1972 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου και την υπ' αριθμ.128/1970 και 524/1971 προδικαστικών αποφάσεων του ίδιου δικαστηρίου, όσο και κατά της υπ' αριθμ. 162/1981 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση του εναγομένου και αρχικά αναιρεσείοντος Δ. Α. Κ. (στη θέση του οποίου ήδη αποβιώσαντος υπεισήλθε η θυγατέρα του - καλούσα Χ. Δ. Κ.) κατά των εναγομένων και αρχικά αναιρεσιβλήτων Σ. και Ε. Κ. (στη θέση των οποίων ήδη αποβιωσάντων, έχει επέλθει η αναφερομένη παραπάνω υποκατάσταση) κατά της άνω πρωτόδικης αποφάσεως και το Εφετείο μετά την τυπική παραδοχή της εν λόγω εφέσεως την απέρριψε κατ' ουσίαν. Επομένως η αναίρεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρωτόδικης και των συνεκληθεισών με αυτήν μη οριστικών αποφάσεων, οι οποίες ενσωματώθηκαν στην απόφαση του Εφετείου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Επειδή κατά το άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, που κυρώθηκε με το υπ' αριθμ. 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη Δωδεκανήσου και διατηρήθηκε σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο, και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου και την εισαγωγή σ' αυτή της Ελληνικής Νομοθεσίας, με το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 510/1947, κατά των εγγραφών του κτηματικού βιβλίου, που αφορούν ακίνητα ελεύθερης ιδιοκτησίας (μούλκ) συγχωρείται η παραγραφή κατά τις αρχές της Ιταλικής νομοθεσίας, μετά από δεκαπενταετία από την εγγραφή που έγινε, ο δε νομέας που χρησιδέσποσε μπορεί να επιτύχει την εγγραφή του δικαιώματος είτε με πράξη με την οποία συνομολογείται η συνεχής 15ετής νομή του από μέρους του τιτλούχου που είναι εγγεγραμμένος, είτε με δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει έναντι του τελευταίου τιτλούχου ή των κληρονόμων του ή, αν αυτοί δεν υπάρχουν, του διευθυντή του κτηματολογικού γραφείου ότι η παραγραφή συμπληρώθηκε. Εξάλλου κατά το άρθρο 61 παρ. 1 του ίδιου Κανονισμού, η κτηματική εγγραφή και κάθε επόμενη καταχώρηση που προκύπτει από το κτηματικό βιβλίο, αποτελούν αντιστοίχως τη νόμιμη απόδειξη του κτηματικού δικαιώματος και τη διάδοχη αυτού μεταβολή, κατά δε το άρθρο 41 αυτού, αγωγές δεν μπορούν να βλάψουν τους τρίτους, οι οποίοι απέκτησαν το ακίνητο ή δικαιώματα επ' αυτού από επαχθή αιτία και με καλή πίστη, επί τη βάσει των δεδομένων της κτηματολογικής εγγραφής, η οποία προϋπήρχε της έγερσης και καταχώρησης της αγωγής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι καθιερώνεται ως τρόπος κτήσεως της κυριότητας η έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με 15ετή νομή. Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με 15ετή νομή, ως προς τα άλλα δε στοιχεία αυτής, ήτοι τις προϋποθέσεις έναρξης, διαδρομής και συμπλήρωσης της δεκαπενταετούς αυτής κτητικής παραγραφής, παραπέμπει στις διατάξεις της Ιταλικής νομοθεσίας. Η παραπομπή όμως αυτή που είναι γνήσια, έχει την έννοια ότι η συμπλήρωση των παραπάνω διατάξεων γίνεται όχι με εκείνες της αστικής νομοθεσίας, που ίσχυε κατά τη θέσπισή τους, αλλά με αυτές που ισχύουν κάθε φορά.
Συνεπώς ενόψει και του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 3 ΕισΝΑ.Κ., κατά τον οποίο "στις περιπτώσεις που στην ισχύουσα νομοθεσία γίνεται παραπομπή σε διατάξεις που καταργούνται με το νόμο αυτό εφαρμόζονται στη θέση τους οι αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα", είναι σαφές ότι από 30.12.1947, που έχει εισαχθεί στη Δωδεκάνησο, με το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α του πιο πάνω ν. 510/1947, ο Α.Κ., ο ΕισΝΑ.Κ. και το ν.δ. 7/10.5.1946 "περί αποκαταστάσεως του Α.Κ. και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου", η παραπομπή της παραπάνω διάταξης του άρθρου 63 παρ. 1 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου στις αρχές της Ιταλικής νομοθεσίας έχει πλέον την έννοια της παραπομπής στις αντίστοιχες διατάξεις του Ελληνικού Α.Κ., που ισχύει πλέον στη Δωδεκάνησο, από τις οποίες τώρα διέπεται η δεκαπενταετής κτητική παραγραφή που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης, διαδρομής και συμπλήρωσης αυτής. (Ολ.Α.Π. 188/1980, Α.Π. 486/2013, Α.Π. 697, 827,1004, 1625, 2367/2009, Α.Π. 1266/2008). Επομένως μετά την εισαγωγή της Ελληνικής νομοθεσίας στη Δωδεκάνησο, αρκεί, κατά τα άρθρα 974-979, 1045 και 1051 Α.Κ. προς κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία η επί πλήρη 15ετία άσκηση νομής με διάνοια κυρίου με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του - 1051 Α.Κ.- (Α.Π. 821/2010, 725/2010, Α.Π. 2367/2009). Περαιτέρω η διεκδικητική αγωγή, που ως βάση της έχει τη χρησικτησία ασκείται από εκείνον υπέρ του οποίου συμπληρώθηκε ο νόμιμος χρόνος της κτητικής παραγραφής και στρέφεται κατά του εγγεγραμμένου τιτλούχου, δεν μπορεί να βλάψει τον τελευταίο όταν είναι τρίτος και απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα από επαχθή αιτία και με καλή πίστη, η έννοια της οποίας προσδιορίζεται κατά το άρθρο 1042Α.Κ., στηριζόμενος στα δεδομένα της αρχικής κατά την κατάρτιση του Κτηματολογίου καταγραφής ή της μεταγενέστερης μεταγραφής, που υπήρχε προτού να εγερθεί και καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία η από την χρησικτησία διεκδικητική αγωγή. Έναντι του ως άνω τιτλούχου τρίτου, καθίσταται ανενεργό το αποτέλεσμα της χρησικτησίας, εφόσον όμως αυτός επικαλεσθεί και αποδείξει την καλή του πίστη ότι δηλαδή δεν γνώριζε ή ότι όχι από βαριά αμέλεια αγνοούσε την πραγματική νομική κατάσταση του ακινήτου, κατά την από επαχθή αιτία κτήση και τούτο γιατί τα περιστατικά αυτά δεν είναι στοιχεία της εναντίον του από χρησικτησία διεκδικητικής αγωγής, αλλά αποτελούν περιεχόμενο ένστασης η οποία πηγάζει από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 41 του Κανονισμού, σε συνδυασμό με το 1042Α.Κ., κατά το οποίο ο νομέας βαρύνεται με την απόδειξη της καλής του πίστης. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή (Α.Π. 486/2013, Α.Π. 568/2013, Α.Π. 846/2013). Εξ άλλου κατά τη διάταξη του αριθμού 13 του ίδιου άρθρου, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός λόγος για παράβαση των κανόνων περί βάρους της αποδείξεως και όταν το δικαστήριο παραλείπει να προσδιορίσει με απόφασή του τον διάδικο που φέρει το υποκειμενικό βάρος της απόδειξης και να επιβάλλει σ' αυτόν την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού, προς βεβαίωση, στον απαιτούμενο βαθμό, της πλήρους απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων (Α.Π. 847/2013, Α.Π. 373, 636, 987/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παραβίαση της διατάξεως του παραπάνω άρθρου 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, αξίωσε από τον εναγόμενο και αρχικό αναιρεσείοντα (στη θέση του οποίου, λόγω θανάτου του υπεισήλθε η καλούσα θυγατέρα του Χ. Κ. ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του) την επίκληση των παραπάνω στοιχείων του εν λόγω άρθρου 41, προς απόκρουση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής των αρχικών αναιρεσιβλήτων (στη θέση των οποίων, λόγω θανάτου τους και κατά το μέρος της κληρονομικής της μερίδας έχει υπεισέλθει η καθής ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος τους) που ως βάση είχε την 15ετή κτητική παραγραφή, ενώ με την επίκληση και απόδειξη της έλλειψης καλής πίστεως του εναγομένου κατά τον χρόνο κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου βαρυνόταν ο ενάγων.
Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 13 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας η αιτίαση ότι δεν έταξε αποδείξεις εις βάρος των εναγόντων ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού. Οι λόγοι αυτοί κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι αβάσιμοι, αφού με την επίκληση και την απόδειξη των συγκροτούντων την ιστορική βάση του εν λόγω ισχυρισμού περιστατικών, ο οποίος είναι ένσταση του εναγομένου, βαρύνεται ο ενιστάμενος, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων και συνακόλουθα η προσβαλλομένη απόφαση δεν υπέπεσε στις επικαλούμενες πλημμέλειες.
Επειδή, κατά το άρθρο 559αρ. 8 εδ. β' Κ.Πολ.Δικ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά τους, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (Α.Π. 87/2013, Α.Π. 609/2013). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό, τον οποίο και απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Α.Π. 179/2013, Α.Π. 1126/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο και τέταρτο μέρος του πρώτου λόγου και του πρώτου μέρους του τρίτου λόγου της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες α) ότι δεν έλαβε υπόψη τον αγωγικό ισχυρισμό ότι ο εναγόμενος είναι κύριος του επιδίκου από επαχθή αιτία, ήτοι από αγορά, με βάση συμβόλαια που καταχωρήθηκαν στα βιβλία του Κτηματολογίου ...ς Ρόδου, β) ότι δεν έλαβε υπόψη του τους θεμελιωτικούς της ενστάσεως του άρθρου 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού ισχυρισμούς του εναγομένου που προβλήθηκαν με τις προτάσεις του και γ) ότι δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του περί παραδεκτής προβολής της εν λόγω ενστάσεως του άρθρου 41 μετά την πρώτη συζήτηση α) από δικαιολογημένη αιτία συνιστάμενη στο ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγομένου πίστευε ότι η επίκληση της καλής του πίστεως ήταν περιττή, αφού επικαλιόταν την κτήση της κυριότητας από επαχθή αιτία και β) γιατί η ένσταση αυτή αποδεικνυόταν από δικαστική ομολογία των εναγόντων. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.) προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί λήφθηκαν υπόψη και δη όσον αφορά τον υπό στοιχ. α' ισχυρισμό, το Εφετείο έκρινε ως βάσιμη την ένδικη διεκδικητική αγωγή κατά του εναγομένου, λαμβάνοντας υπόψη τον ισχυρισμό αυτό, ενώ όσον αφορά τους υπό στοιχ. β' και γ' ισχυρισμούς, το Εφετείο έλαβε υπόψη την ένσταση αυτή και την απέρριψε ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 269 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., ως προταθείσα βραδέως, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παρ. 2 α και γ της ίδιας διατάξεως, την επίκληση των οποίων έλαβε υπόψη και απέρριψε και μάλιστα κατ' ανέλεγκτη, ως αφορώσα σε εκτίμηση πραγμάτων, κρίση (Α.Π. 269, 829/2007).
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι σαφής και από αυτών προκύπτει η ταυτότητά του. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, ενώ από την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν τα μη αναφερόμενα. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.Α.Π. 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.Α.Π. 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (Α.Π. 197/2013, Α.Π. 495/2013, Α.Π. 609/2013). Βέβαια τούτο προϋποθέτει ότι το δικαστήριο εισήλθε στην έρευνα της ουσίας του σχετικού ισχυρισμού προς απόδειξη του οποίου έγινε η επίκληση και προσκομιδή των αποδεικτικών μέσων και όχι όταν τον απέρριψε ως απαράδεκτο ή νόμω αβάσιμο, αφού στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο της ουσίας δεν προβαίνει στην έρευνα των πραγματικών περιστατικών.
Στην προκειμένη περίπτωση με το τρίτο μέρος του πρώτου λόγου της αναίρεσης και το δεύτερο μέρος του τρίτου λόγου και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη δικαστική ομολογία των εναγόντων, ότι ο εναγόμενος απέκτησε το επίδικο ακίνητο με καλή πίστη, η οποία συναγόταν από τους αναφερομένους παραπάνω (στους λόγους από τη διάταξη του αρ. 8) ισχυρισμούς τους, ότι ο εναγόμενος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου από επαχθή αιτία. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος ως αλυσιτελής, καθόσον η επικαλουμένη ομολογία προϋπέθετε την προβολή εκ μέρους του εναγομένου, κατά τρόπο παραδεκτό (άρθρ. 338 παρ. 1, 269 Κ.Πολ.Δικ.) της ανωτέρω ένστασης του άρθρου 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού, προς απόκρουση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, η οποία όμως όπως προαναφέρθηκε και προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προβλήθηκε εμπροθέσμως από τον εν λόγω διάδικο, γι' αυτό και απορρίφθηκε από το δικαστήριο της ουσίας ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης προβολής της. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι από τους ισχυρισμούς αυτούς δεν συνάγεται η επικαλούμενη ομολογία των εναγόντων για την υπάρξεως καλής πίστεως στον εναγόμενο, κατά την απόκτηση του επιδίκου.
Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που ο αναιρεσείων, με επίκληση, προσκόμισε προς απόδειξη της εν λόγω από το άρθρο 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού ενστάσεως. Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, αφού η λήψη των αποδεικτικών μέσων προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα του ισχυρισμού, πράγμα το οποίο δεν συνέβη για την επίμαχη ένσταση, που, λόγω της εκπρόθεσμης προβολής της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Με τον έβδομο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι για τον σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντα Φ. Τ., Κ. Κ. του Ο. και Σ. Σ. Κ., ενώ εξετίμησε εσφαλμένα την κατάθεση του μάρτυρα των αναιρεσιβλήτων Χ. Π., ο οποίος στις καταθέσεις του που περιέχονται στις Εισηγητικές Εκθέσεις 244/1970 και 243/1970 αναφέρει ότι τους αναιρεσίβλητους τους γνώρισε το 1953 - 1954 και συνακόλουθα αυτός δεν γνώριζε εάν αυτοί κατείχαν το επίδικο το 1948. Ο λόγος αυτός όσο αφορά τις αιτιάσεις του για την κατάθεση του μάρτυρα των αναιρεσιβλήτων είναι απαράδεκτος γιατί πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, ενώ κατά τις λοιπές αιτιάσεις του είναι αβάσιμος, αφού η προσβαλλομένη απόφαση ρητά αναφέρει ότι έλαβε υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα υπ' αριθμ. 243/1970 πρακτικά του Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, στα οποία περιέχονται οι καταθέσεις των σε άλλη δίκη, μεταξύ των ίδιων διαδίκων εξετασθέντων μαρτύρων Φ. Τ., Κ. Κ., Σ. Κ., Χ. Π., καθώς και τα υπ' αριθμ. 32/1969 πρακτικά συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, στα οποία περιέχονται οι καταθέσεις των επίσης σε άλλη δίκη εξετασθέντων μαρτύρων Γ. Β., Χ. Π., Ν. Τ., που λαμβάνονται υπόψη "για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων". Από τη ρητή αυτή αναφορά σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις και τα παραπάνω, περιέχοντα τις επικαλούμενες καταθέσεις έγγραφα, για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος σχετικά με τη βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών, ότι οι ενάγοντες νεμήθηκαν την επίδικη εδαφική έκταση συνεχώς από το 1948 και επέκεινα για περισσότερο από 15 χρόνια. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δικ., όπως τούτο ίσχυε κατά τον χρόνο συζητήσεως της αγωγής (5.3.1970 - άρθρ. 17 ΕισΝΚ.Πολ.Δικ.), ήτοι την προγενέστερη της ισχύουσας δικονομία (α.ν.44/1967 - ενδιάμεση δικονομία-) και που ήταν ταυτόσημο με την ισχύουσα έως την τροποποίηση με το Ν. 3994/13.7.2011 διάταξη της ισχύουσας δικονομίας "αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιεωρουμένου με το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δικ. συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ο όρος "πράγματα" στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, όπως αυτός αναλύθηκε παραπάνω (2ο και 4ο μέρος του πρώτου λόγου και 1ο μέρος του τρίτου). Η πρώτη περίπτωση του παρόντος άρθρου ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα, ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στην θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή (Α.Π. 87/2013, Α.Π. 835/2013). Δεν απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Η δεύτερη περίπτωση του παρόντος άρθρου ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, παρέλειψε να διατάξει τακτική απόδειξη (Α.Π. 567/2013, Α.Π. 87/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ' εκτίμηση των εκτιθεμένων, ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι κατείχαν την επίδικη έκταση από το 1948, χωρίς τούτο να προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων ή από τα έγγραφα, αφού οι εξετασθέντες ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή μάρτυρές τους κατέθεσαν ότι αυτοί (αναιρεσίβλητοι) κατείχαν το επίδικο από το 1952 και ότι ειδικότερα η μάρτυράς τους Ν. συζ. Μ. Τ. κατέθεσε ότι οι αναιρεσίβλητοι έμεναν στην οικία που είναι στο επίδικο από το 1950 και όχι από το 1948. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί δεν αιτιάται την απόφαση γιατί δέχθηκε "πράγματα" χωρίς απόδειξη, αλλά γιατί αυτά που δέχθηκε δεν είναι, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τις αποδείξεις. Δηλαδή, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων και την στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι για το παραπάνω ζήτημα με την προδικαστική απόφαση (128/1970) είχε τεθεί θέμα αποδείξεως.
Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αναιρετικός λόγος για έλλειψη νομίμου βάσεως δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια (Α.Π. 481/2013, Α.Π. 486/2013, Α.Π. 834/2013). Η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, είναι από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ. ανέλεγκτη, ι δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου ή δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (Α.Π. 1021/2013, Α.Π. 567/2013, Α.Π. 197/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν αιτιολογεί από ποιες αποδείξεις κατέληξε στο πόρισμά του ότι οι ενάγοντες - αναιρεσίβλητοι κατείχαν και νέμονταν το επίδικο ακίνητο από το έτος 1948 και εφεξής συνεχώς και απέκτησαν την κυριότητά του με 15ετή κτητική παραγραφή, ενώ από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν αποδείχθηκε ότι οι εν λόγω διάδικοι κατείχαν το επίδικο ακίνητο από το έτος 1950 και επομένως μέχρι το χρόνο μεταβίβασης τούτου, λόγω πώλησης στον εναγόμενο, κατά τα έτη 1963 και 1964 δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπό τους ο χρόνος της κτητικής αυτής παραγραφής. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον οι ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδείξεων δεν ιδρύουν τον ερευνώμενο λόγο, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα, όπως δεν αμφισβητείται εκτίθεται σαφώς, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ., κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση αυτή.
Επειδή κατά το αρθρ. 559 αρ.14 του Κ.Πολ.Δικ. υπάρχει λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο. (Α.Π. 355/2011, Α.Π. 640/2011, Α.Π. 862/2011). Εξάλλου κατά το άρθρο 269 Κ.Πολ.Δικ., μέσα επιθέσεως και αμύνης μπορούν να προβληθούν μέχρι πέρατος της πρώτης στο ακροατήριο συζητήσεως, διαφορετικά απορρίπτονται ως απαράδεκτα και αυτεπαγγέλτως, εκτός εάν κατά νόμο μπορούν να ληφθούν υπόψη και αυτεπαγγέλτως ή να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης. Μέσα επιθέσεως και αμύνης είναι παραδεκτά και μετά την πρώτη επ' ακροατηρίου συζήτηση εάν α)κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν προεβλήθησαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία ή β)προέκυψαν το πρώτον μεταγενεστέρως ή γ) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Εξάλλου η ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου επί ακινήτου, έστω και αν αυτή έχει ως νομική βάση την διάταξη του άρθρου 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού της Δωδεκανήσου, αυτή ως αφορώσα σε ιδιωτικά δικαιώματα δεν αφορά στη δημόσια τάξη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρ.561 παρ.2 Κ.Πολ.Δικ.), αλλά και αναφέρεται στο αναιρετήριο, αυτός ως εναγόμενος, δεν προέβαλε εγκαίρως, ήτοι κατά την πρώτη συζήτηση της ένδικης αγωγής τον εκ της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 41 Κτηματολογικού Κανονισμού ισχυρισμό περί ιδίας κυριότητας, ότι δηλαδή αυτός, ως τιτλούχος τρίτος, δεν εγνώριζε ή ότι αγνοούσε όχι από βαριά αμέλεια την πραγματική νομική κατάσταση του επιδίκου ακινήτου κατά την από επαχθή αιτία κτήση της κυριότητάς του. Το Εφετείο την εν λόγω ένσταση την απέρριψε όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο ως απαράδεκτη λόγω της βραδείας υποβολής της γιατί κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως αφορώσα στην εκτίμηση πραγμάτων, κρίση του (Α.Π. 269, 829/2007) δεν συνέτρεχε καμία από τις παραπάνω εξαιρετικές περιπτώσεις, που να δικαιολογούν την βραδεία προβολή της. Έτσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πλημμέλεια με το να κηρύξει απαράδεκτο παρά το νόμο, γι' αυτό και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντιφάσεως στο αιτιολογικό της αποφάσεως αυτής ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της αποφάσεως ή η πρόκληση της απαιτούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (Ολ.Α.Π. 13/1995, Α.Π. 87/2013, Α.Π. 813/2012, Α.Π. 838/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 17 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, στην οποία ενσωματώθηκε η πρωτόδικη υπ' αριθμ. 573/1973 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, μετά την απόρριψη της κατ' αυτής εφέσεως, η πλημμέλεια, ότι το διατακτικό της περιέχει ασαφείς και αντιφατικές διατάξεις που εμποδίζουν την παραγωγή δεδικασμένου και την εκτελεστότητα. Όπως όμως προκύπτει από το εν λόγω διατακτικό, διαλαμβάνεται σ' αυτό με σαφήνεια κατά την θέση, τα όρια και το εμβαδόν, το εδαφικό τμήμα για το οποίο γίνεται δεκτή η αγωγή. Ειδικότερα το εν λόγω εδαφικό τμήμα περιγράφεται ως έχον εμβαδόν χιλίων πεντακοσίων (1500) τ.μ., αποτελούν τμήμα μείζονος εκτάσεως 6383 τμ. κειμένης στη θέση "..." Ρόδου, καταχωρημένης στα κτηματολογικά βιβλία υπό τα κτηματολογικά στοιχεία "τόμος Ι, μερίδα 26, φύλλο 54 και φάκελος 58", νομικής φύσεως "Μούλκ", συνορεύον δε (το τμήμα των 1500 τμ) ανατολικώς με τμήμα Μγ'23, βορείως με δημόσια έκταση και νότια με υπόλοιπη έκταση του όλου ως άνω αγρού. Με το περιεχόμενο αυτό το διατακτικό της αποφάσεως είναι σαφές και δεν περιέχει αντιφατικές διατάξεις που να εμποδίζουν την παραγωγή δεδικασμένου και την εκτελεστότητα. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός είναι αβάσιμο. Η περιεχομένη στον ίδιο λόγο αιτίαση, ότι το διαλαμβανόμενο στο διατακτικό στοιχείο "Μγ'23", ως προσδιοριστικό της ταυτότητος του ακινήτου, είναι εσφαλμένο, πλήττει, υπό την επίφαση της παραβιάσεως της ερευνώμενης διάταξης του αριθμού 17 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., την περί των πραγμάτων αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτη. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός είναι και κατά το μέρος του αυτό απορριπτέος, καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι στο σύνολό τους. Η υποκατασταθείσα στη θέση του αναιρεσείοντος καλούσα, βαρύνεται λόγω της ήττας της, με τη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας - καθής η κλήση (αρθρ.176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς την καθής Σ. Κ. του Σ..
Χωρίζει την υπόθεση ως προς αυτήν.
Απορρίπτει την από 21 Απριλίου 1983 αίτηση και τους από 2.12.2008 προσθέτους λόγους της Χ. Κ. του Δ. κατά της Κ. Κ. του Σ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 162/1981 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Καταδικάζει την καλούσα - αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της καθής η κλήση - αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή