Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1744 / 2010    (Β, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Πολιτική αγωγή, Πλάνη.




Περίληψη:
Πλαστογραφία τραπεζικής επιταγή με χρήση από τον υπαίτιο. Αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα απόφασης με λόγους (κύριους και πρόσθετους) από το αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Α΄ και Δ΄ ΚΠΔ ως ακολούθως: 1) επίκληση απόλυτης ακυρότητας (άρθρ. 171 § 1δ ΚΠΔ) α) για λήψη υπόψη εγγράφου που αναγνώσθηκε, αλλά δεν επιδείχθηκε, καθώς και εγγράφων που αναφέρονται ατελώς στα πρακτικά (τρόπος καταχώρησης των εγγράφων στα πρακτικά), β) για παράλειψη του δικαστηρίου να δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο ή στον συνήγορο του (αρθρ. 369 ΚΠΔ), γ) για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικώς ενάγουσας, 2) Έλλειψη αιτιολογίας ως προς το δόλο του κατηγορουμένου, ως προς την απόρριψη αιτήματος διενέργειας πραγματογνωμοσύνης και ως προς την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών περί πραγματικής πλάνης του κατηγορουμένου και περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικών περιστάσεων απόρριψη όλων των λόγων ως αβάσιμων.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1744/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Δημητρούλα Υφαντή, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Δημήτριο Κράνη - Εισηγητή και Βασίλειο Φράγγο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Πέτρου, περί αναιρέσεως της με αριθμό 9918/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρο Κοσκινά. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουνίου 2010 αίτησή του περί αναιρέσεως, καθώς και στο από 17 Αυγούστου 2010 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 860/2010.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Η κρινόμενη από 2.6.2010 αίτηση αναίρεσης του Χ με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθώς και οι από 17.8.2010 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης του ίδιου κατά της καταδικαστικής γι' αυτόν υπ' αριθ. 9918/2009 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς (για πλημμελήματα) Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα(άρθρ. 473§§ 1 και 2, 474, 504 §§1 και 4, 505, 507 §1, 509 ΚΠΔ) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω.
2. Από τις διατάξεις των άρθρ. 329,331,333§2,358,364 και 369 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρ. 171 §1 περ.δ ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι όταν το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν και φωτογραφίες ή σχεδιαγράμματα που δεν επισκοπήθηκαν στο ακροατήριο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 510§1 στοιχ.Α' ΚΠΔ, αφού με την παράλειψή του αυτή το δικαστήριο της ουσίας στέρησε τον κατηγορούμενο από τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Όμως αυτό δεν συμβαίνει προκειμένου για έγγραφα που αποτελούν τη βάση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, διότι στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος γνωρίζει τη κατηγορία και μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του ανεξάρτητα από την ανάγνωση στο ακροατήριο του δικαστηρίου των ήδη γνωστών σ' αυτόν εγγράφων της κατηγορίας (ΑΠ 38/2009).Εξ άλλου στα πρακτικά που συντάσσονται για τη συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρ. 140-142 ΚΠΔ) δεν είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται το ειδικότερο θέμα απόδειξης που αφορά το έγγραφο που αναγνώσθηκε, ούτε επιβάλλεται να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου ή το πρόσωπο που το προσκόμισε, αλλά αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν με επάρκεια την ταυτότητα του εγγράφου με τρόπο που να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο ακριβώς έγγραφο αναγνώσθηκε (ΑΠ 1715/2009). Τα στοιχεία αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου, αφού ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο μέχρι του σημείου που δημιουργείται βεβαιότητα ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και ότι έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του, διαφορετικά δημιουργείται από τον ανεπαρκή προσδιορισμό του εγγράφου απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (ΑΠ 1620/2009). Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 9918/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτει ότι ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε μ' αυτή σε ποινή φυλάκισης 20 μηνών, επειδή κηρύχθηκε ένοχος πλαστογραφίας με χρήση και συγκεκριμένα κηρύχθηκε ένοχος, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της απόφασης, του ότι "στην Αθήνα, στις 17.12.2002, κατάρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, στη συνέχεια δε έκανε χρήση του εγγράφου αυτού. Ειδικότερα στον πιο πάνω τόπο και χρόνο κατάρτισε μια επιταγή θέτοντας ως ποσό ΕΥΡΩ 110,00, ως εκδότη την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ και αριθμό .... Στη συνέχεια δε έκανε χρήση της υπό του ιδίου πλαστογραφημένης ως άνω επιταγής με το να την παραδώσει ως εγγύηση- και τήρηση των όρων της πώλησης σε περίπτωση πλειοδοσίας- για τη συμμετοχή του στο δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την πώληση ακινήτου που πραγματοποιήθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. και η επιταγή επεστράφη από το γραφείο συμψηφισμού της Εμπορικής Τράπεζας, καθώς ουδέποτε εκδόθηκε επιταγή με τα στοιχεία αυτά". Στα πρακτικά της απόφασης, που παραδεκτά επίσης επισκοπούνται, αναφέρονται ως αναγνωσθέντα, μεταξύ άλλων: "1) Φωτοαντίγραφο της με αριθμό ... επιταγής της Εμπορικής Τράπεζας, 2) Η από 7.2.2003 βεβαίωση της Εθνικής Τράπεζας, ... 4) Έκθεση έγκρισης εγγραφής μήνυσης και βεβαίωσης αυτής από 12.2.2003". Ο αναιρεσείων αποδίδει με τα Α1 και Α2 σκέλη του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης την πλημμέλεια από το άρθρ. 510§1στοιχ.Α'ΚΠΔ στην προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο, αν και έλαβε υπόψη του φωτοαντίγραφο της ως άνω τραπεζικής επιταγής και τον κήρυξε ένοχο πλαστογραφίας αυτής με χρήση της ακολούθως από τον ίδιο, παρέλειψε να του επιδείξει το φωτοαντίγραφο της επιταγής, ώστε να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του για το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενώ εξ άλλου από τον ατελή στα πρακτικά προσδιορισμό των ως άνω λοιπών δυο εγγράφων καταλείπεται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα των εγγράφων αυτών που έλαβε υπόψη του το Εφετείο και θα έπρεπε να αναφερόταν ο τόπος της έκδοσής τους και επιγραμματική περίληψη του περιεχομένου τους. Αντίθετα όμως με όσα ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, η ανάγνωση στο ακροατήριο του Εφετείου φωτοαντιγράφου της παραπάνω επιταγής ήταν αρκετή για να μπορεί αυτός να διατυπώσει τις όποιες παρατηρήσεις του για την επιταγή, πολύ περισσότερο που πρόκειται για το αντικείμενο του εγκλήματος και συνεπώς ως στοιχείο της κατηγορίας δεν ήταν καν αναγκαία κατά τα προεκτεθέντα η ανάγνωση της επιταγής στο ακροατήριο, αφού το περιεχόμενό της ήταν ήδη γνωστό στον αναιρεσείοντα. Σε κάθε περίπτωση είχε αυτός τη δυνατότητα να ζητήσει στο ακροατήριο και την επίδειξη της επιταγής, εφόσον το επιθυμούσε, την οποία όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν έκρινε σκόπιμο να ζητήσει, ούτε βέβαια υπήρχε χωρίς σχετικό αίτημά του υποχρέωση του δικαστηρίου να προβεί αυτεπαγγέλτως στην επίδειξη αυτή. Αντίθετα επίσης με όσα ο αναιρεσείων υποστηρίζει, ο τόπος έκδοσης και η επιγραμματική περίληψη του περιεχομένου της από 7.2.2003 βεβαίωσης της Εθνικής Τράπεζας και της από 12.2.2003 έκθεσης έγκρισης εγγραφής μήνυσης και βεβαίωσης αυτής δεν ήταν στοιχεία αναγκαία για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των εγγράφων αυτών που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του Εφετείου, αφού ο προσδιορισμός τους με τα λοιπά ως άνω στοιχεία τους δεν καταλείπει αμφιβολία ότι πράγματι τα έγγραφα αυτά αναγνώσθηκαν και όχι κάποια άλλα, εφόσον μάλιστα δεν υπάρχουν άλλα έγγραφα μεταξύ των αναγνωσθέντων με παρόμοια στοιχεία, ώστε να μπορεί ενδεχομένως να δημιουργηθεί αμφισβήτηση και σύγχυση.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά τα Α1 και Α2 σκέλη του, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. 3. Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 369 §§1 και 3 ΚΠΔ, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή στους περισσότερους κατά το άρθρ. 32§2 ίδιου Κώδικα εισαγγελείς, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα... ,ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο, ο οποίος ή ο συνήγορός του έχουν πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσουν τελευταίοι. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες έχουν γενική εφαρμογή σε όλα τα ποινικά δικαστήρια, συνάγεται ότι η παραχώρηση του λόγου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση με την προβλεπόμενη στο νόμο σειρά είναι υποχρεωτική και δεν προϋποθέτει προηγούμενη αίτηση των διαδίκων. Αν παραβιασθούν οι διατάξεις αυτές και ειδικότερα δεν δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του για να μιλήσουν τελευταίοι, επέρχεται κατά το άρθρ. 171§1περ.δ ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρ. 510§1στοιχ.Α ΚΠΔ, διότι πρόκειται για παραβίαση διατάξεων που αφορούν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται (ΑΠ 343/1990). Με το Α3 σκέλος του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει και πάλι στην προσβαλλόμενη απόφαση την ως άνω πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, ισχυριζόμενος ότι μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και την αγόρευση της Εισαγγελέως που πρότεινε την ενοχή του, δεν δόθηκε σ' αυτόν (αναιρεσείοντα) ή στον συνήγορό του ο λόγος για να αναπτύξουν τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τους. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, η διευθύνουσα τη συζήτηση, αφού κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα που ανέπτυξε την κατηγορία, προτείνοντας την ενοχή του αναιρεσείοντος, και ακολούθως δόθηκε ο λόγος πρώτα στον πληρεξούσιο της πολιτικής αγωγής και έπειτα στον συνήγορο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικώς τους έγγραφους αυτοτελείς ισχυρισμούς που στο σημείο αυτό κατέθεσε, ζητώντας την απαλλαγή του αναιρεσείοντος. Στη συνέχεια το λόγο έλαβε η Εισαγγελέας που πρότεινε την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, ενώ ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, που έλαβε και πάλι στο σημείο αυτό το λόγο, ζήτησε να γίνουν δεκτοί οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του.
Συνεπώς στον συνήγορο του αναιρεσείοντος δόθηκε πάντοτε ο λόγος για να μιλήσει τελευταίος και να αναπτύξει την υπεράσπιση του αναιρεσείοντος και είναι έτσι αβάσιμος και απορριπτέος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το Α3 σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρ. 510§1στοιχ.Α ΚΠΔ.
4. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 171 §2 ΚΠΔ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα όμως αυτή, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 510§1στοιχ.Α ΚΠΔ, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρ. 68 ίδιου Κώδικα ως προς τον τρόπο και χρόνο άσκησης και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι όταν υπάρχουν άλλες πλημμέλειες ή ελλείψεις ως προς την παράσταση ή την εκπροσώπηση αυτού που παρέστη ως πολιτικώς ενάγων. Κατά το άρθρ. 63 ΚΠΔ νομιμοποιείται ενεργητικά ως πολιτικώς ενάγων στο ποινικό δικαστήριο αυτός που δικαιούται κατά τον αστικό κώδικα να ζητήσει από τον κατηγορούμενο ή τον αστικώς υπεύθυνο, δηλαδή από τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται παθητικά κατά το άρθρ. 64§1 ΚΠΔ, αποζημίωση για το έγκλημα ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και μάλιστα στην περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης η απαίτηση μπορεί να υποβληθεί στο ποινικό δικαστήριο ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία χωρίς έγγραφη προδικασία (άρθρ.68§2 ΚΠΔ). Δικαιούχος αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης κατά τις διατάξεις των άρθρ. 297-298,914,928,929,932 ΑΚ και συνεπώς ενεργητικά νομιμοποιούμενος ως πολιτικώς ενάγων είναι όμως μόνον όποιος έχει ζημιωθεί άμεσα από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του δράστη (ΑΠ 1/2ΟΟΟ? ΑΠ 667/2000? ΑΠ92/2002), δηλαδή ο φορέας του δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος που προσβλήθηκε από το έγκλημα, ανεξάρτητα από τη φύση αυτής καθ' εαυτής της ζημιάς ως άμεσης ή έμμεσης, δηλαδή ζημιάς που δεν προκλήθηκε απευθείας από το ζημιογόνο γεγονός, αλλά από άλλη, συναφή, πάντως, αιτία. Αντίθετα ο έμμεσα ζημιούμενος, δηλαδή αυτός που ζημιώθηκε από την προσβολή έννομου αγαθού άλλου προσώπου, δικαιούται αποζημίωσης ή ανάλογα χρηματικής ικανοποίησης μόνον κατ' εξαίρεση στις περιπτώσεις των άρθρ. 928εδ.β και 929εδ.β ΑΚ (ΑΠ 900/1991). Έτσι σε περίπτωση εγκλήματος πλαστογραφίας, που στην πλημμεληματική του μορφή προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις του άρθρ. 216§§1και2 ΠΚ, άμεσα ζημιούμενος δεν είναι μόνον εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε έγγραφο που αυτός εξέδωσε, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του (ΑΠ 963/2008? ΑΠ 1217/2008? ΑΠ 2324/2008). Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι στη δίκη στο Εφετείο δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, ζητώντας να της επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη από το αποδιδόμενο στον αναιρεσείοντα έγκλημα, το ποσό των 44 ευρώ, που είχε ζητήσει και πρωτοδίκως, επιφυλασσόμενη να διεκδικήσει επιπλέον ποσό στα πολιτικά δικαστήρια. Κατά της παράστασης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ ως πολιτικώς ενάγουσας ο αναιρεσείων υπέβαλε εγγράφως και στη συνέχεια ανέπτυξε και προφορικά αντιρρήσεις και ζήτησε την αποβολή της, ισχυριζόμενος ότι από την αποδιδόμενη σ' αυτόν πλαστογραφία με χρήση ακολούθως από τον ίδιο της υπ' αριθ. ... επιταγής της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ μόνον η Τράπεζα αυτή, ως εκδότρια δήθεν της επιταγής, θα μπορούσε να ζημιωθεί άμεσα και όχι η πολιτικώς ενάγουσα. Το Εφετείο με παρεμπίπτουσα απόφασή του, ταυτάριθμη και συμπροσβαλλόμενη (άρθρ. 506§4 ΚΠΔ) με την αναιρεσιβαλλόμενη οριστική απόφασή του, απέρριψε την ένσταση αποβολής της πολιτική αγωγής με την ακόλουθη αιτιολογία: " Σύμφωνα με το κατηγορητήριο η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ είναι αμέσως ζημιωθείσα από τη σε βάρος της χρήση του κατά το κατηγορητήριο πλαστού εγγράφου (επιταγής της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ), εφόσον αυτό χρησιμοποιήθηκε ως εγγύηση- και τήρηση των όρων πώλησης σε περίπτωση πλειοδοσίας-για τη συμμετοχή του κατηγορουμένου στο δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την πώληση ακινήτου της, με συνέπεια να κλονίζεται η εμπιστοσύνη του κοινού στη διαδικασία της πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας. Επομένως η ένσταση του κατηγορουμένου περί αποβολής της πολιτικής αγωγής είναι απορριπτέα ως κατ' ουσία αβάσιμη (άρθρ. 63,64,82-84 και 87 ΚΠΔ)". Η αιτιολογία αυτή είναι ορθή, αφού η πλαστογραφία της ως άνω επιταγής και η χρήση της ακολούθως από τον αναιρεσείοντα ως εγγύηση για τη συμμετοχή του σε διενεργούμενο από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό ακινήτου της την καθιστά, σύμφωνα ήδη με τα στοιχεία της κατηγορίας, αμέσως ζημιούμενη από την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη, εφόσον η επιταγή αυτή, ως πλαστή, δεν ήταν δυνατόν να εκπληρώσει τον εγγυητικό της ρόλο ούτε βέβαια να καλύψει αντίστοιχο μέρος του πλειστηριάσματος σε περίπτωση κατακύρωσης του διαγωνισμού στον αναιρεσείοντα.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το Α4 σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται στην συμπροσβαλλόμενη ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση η αυτή πλημμέλεια από το άρθρ. 510§1στοιχ.Α ΚΠΔ, είναι και πάλι αβάσιμος και απορριπτέος.
5. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρ. 93§3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 510§1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τόσο τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, όσο και οι αποδείξεις από τις οποίες προκύπτουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη (ΑΠ 126/2009). Μάλιστα για την επάρκεια της αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, αφού αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση ειδικότερα με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση ότι έχουν ληφθεί όλα υπόψη και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Η βεβαιότητα αυτή υπάρχει και όταν τα αποδεικτικά μέσα αναφέρονται στην απόφαση μόνον γενικώς κατά την κατηγορία και το είδος τους (λ.χ. μάρτυρες, έγγραφα κλπ...), αρκεί έτσι να καλύπτεται το σύνολο των αποδεικτικών μέσων. Αντίθετα δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά σε κάθε αποδεικτικό μέσο και ανάλυση του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται με την απόφαση ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα υπόλοιπα (ΑΠ 356/2009), ως προς τα οποία η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολογική συσχέτιση αφορά την ουσία της υπόθεσης και είναι ανέλεγκτη αναιρετικά. Η ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται κατά το τελευταίο εδάφιο του άρθρ. 139 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρ. 2§5 ν. 2408/1996, για όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε (ΑΠ 105/1999? ΑΠ 731/2001). Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε στο Εφετείο αίτημα αναβολής της δίκης κατά το άρθρ. 352§3 ΚΠΔ προκειμένου να προσκομισθεί από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ το πρωτότυπο σώμα της υπ' αριθ. ... επιταγής της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ για να διενεργηθεί επ' αυτού γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, που θα έπρεπε να διαταχθεί από το δικαστήριο κατά το άρθρ. 183 ΚΠΔ, ώστε να διακριβωθεί ότι δεν τέθηκαν απ' αυτόν οι πλαστές υπογραφές στο σώμα της επιταγής αυτής. Το Εφετείο με παρεμπίπτουσα απόφασή του, ταυτάριθμη και συμπροσβαλλόμενη (άρθρ. 506§4 ΚΠΔ) με την αναιρεσιβαλλόμενη οριστική απόφασή του, απέρριψε το αίτημα αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία: " Επειδή από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας και ειδικότερα από τα έγγραφα της δικογραφίας, το αίτημα του κατηγορουμένου περί προσκόμισης του πρωτοτύπου της επίδικης επιταγής και διεξαγωγής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης είναι απορριπτέο κατ' ουσία, διότι το δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τα σχετιζόμενα με το αίτημα αυτό θέματα και ειδικότερα την πλαστογράφηση της επιταγής από τον κατηγορούμενο από τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία". Η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής, αφού το δικαστήριο απέρριψε το ως άνω διπλό αίτημα, θεωρώντας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη στο σημείο αυτό κρίση του, ότι μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, δηλαδή αυτά που αναφέρονται παρακάτω στο αιτιολογικό της οριστικής επί της ενοχής απόφασής του.
Συνεπώς είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο πρώτος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται στην συμπροσβαλλόμενη ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρ. 510§1στοιχ.Δ ΚΠΔ, δηλαδή της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
6. Οι διατάξεις του άρθρ. 216§§1 και 2 ΚΠΔ ορίζουν ότι "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο". Από τις διατάξεις αυτές, που αποβλέπουν στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των έγγραφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν κατάρτιση από την αρχή (κατασκευή) εγγράφου από τον αυτουργό που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, που μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή(και) εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση ή αποδοχή πραγμάτωσης των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας και επιπλέον σκοπός του δράστη (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, άσχετα αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 2324/2008? ΑΠ 38/2009). Με το δεύτερο και τρίτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την κρίση της για την ενοχή του και συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι δεν περιέχει περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι είχε πλήρη γνώση της πλαστότητας της τραπεζικής επιταγής που παρέδωσε ως εγγύηση για τη συμμετοχή του στον δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό που διενήργησε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, ενώ με ελλιπή αιτιολογία απέρριψε και τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί πραγματικής πλάνης του ως προς την πλαστότητα της επιταγής. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατέθεσε εγγράφως με το συνήγορό του και ανέπτυξε και προφορικώς στο ακροατήριο του Εφετείου αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης του κατά το άρθρ. 30 ΠΚ, ισχυριζόμενος ότι αγνοούσε την πλαστότητα της ως άνω επιταγής, την οποία αντίθετα θεωρούσε καθ' όλα νόμιμη και ισχυρή. Τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό απέρριψε ως αβάσιμο το Εφετείο και με την προσβαλλόμενη απόφασή του, που παραδεκτά επισκοπείται, κήρυξε τελικώς ένοχο των αναιρεσείοντα με τις ακόλουθες αιτιολογίες: " Από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, την χωρίς όρκο εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και από την όλη διαδικασία αποδείχθηκε ότι στις 17.12.2002 η πολιτικώς ενάγουσα Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος διενεργούσε στα γραφεία της πλειοδοτικό διαγωνισμό για την πώληση ακινήτου της στην Κρήτη, αξίας 840.000 ευρώ. Όρος συμμετοχής στο διαγωνισμό ήταν η καταβολή ποσού ίσου προς το 10% της αγοράς του ακινήτου, δηλαδή 84.000 ευρώ από όσους επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία, ως εγγύηση για την τήρηση των όρων της πώλησης. Ο κατηγορούμενος υπέβαλε έγγραφη προσφορά για ποσό 840.000 ευρώ, δηλώνοντας ότι σε περίπτωση πώλησης σ' αυτόν τα συμβόλαια θα γίνουν στο όνομά του ή στο όνομα εταιρείας συμφερόντων του ...ή στο όνομα της εταιρείας VICARAGE GATE, κατέθεσε ως εγγύηση συμμετοχής την ... επιταγή με εκδότρια την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, σε διαταγή της εταιρείας COMEX INVESTMENTS S.A., ποσού 110.000 ευρώ, η οποία είχε παραδοθεί με οπισθογράφηση από την εις διαταγή δικαιούχο αυτής στην πολιτικώς ενάγουσα. Ο κατηγορούμενος αναδείχθηκε πλειοδότης έναντι άλλου συμμετασχόντος, ενώ δε γινόταν περαιτέρω συζήτηση με τους υπαλλήλους της πολιτικώς ενάγουσας για τον τρόπο καταβολής του τιμήματος, αυτός πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία έφυγε από το γραφείο, εγκαταλείποντας και την αστυνομική του ταυτότητα και δεν επέστρεψε ποτέ. Η επιταγή εμφανίσθηκε προς πληρωμή στο γραφείο συμψηφισμού και δεν πληρώθηκε, διότι ουδέποτε είχε εκδοθεί από την Εμπορική Τράπεζα και ήταν πλαστή. Την επιταγή αυτή κατάρτισε με πρόθεση ο κατηγορούμενος, συμπληρώνοντας όλα τα στοιχεία αυτής και θέτοντας στη θέση του εκδότη τις δυο υπογραφές των υπαλλήλων της Εμπορικής Τράπεζας, κατ' απομίμηση των γνήσιων υπογραφών τους, καθώς και στη θέση του πρώτου οπισθογράφου, κατ' απομίμηση της υπογραφής του εκπροσώπου της εταιρείας αυτής, με σκοπό να παραπλανήσει τα μέλη της επιτροπής της πολιτικώς ενάγουσας ότι δικαιούται να συμμετάσχει στο διαγωνισμό και ακολούθως έκανε χρήση της επιταγής παραδίδοντας αυτή στην επιτροπή ως εγγύηση συμμετοχής του και τήρησης των όρων πώλησης σε περίπτωση πλειοδοσίας. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ενεργούσε κατόπιν προφορικής εντολής για λογαριασμό κάποιου Ρώσου, με το όνομα Λ, με τη συμφωνία ο ίδιος (κατηγορούμενος) να λάβει προμήθεια 5%-10% επί του τιμήματος και ότι την επιταγή την παρέδωσε η γραμματέας του Ρώσου Κ λίγο πριν από τον πλειοδοτικό διαγωνισμό μαζί με μια εξουσιοδότηση να συμμετάσχει στο διαγωνισμό για να γίνει η πώληση στην εταιρεία VICARAGE GATE ESTATES LTD, η οποία σημειωτέον είναι πλαστογραφημένη ως προς τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. Ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως κατ' ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι ουδόλως πιστευτός είναι, λαμβάνοντας υπόψη ότι στην προανακριτική του απολογία ο κατηγορούμενος δεν ανέφερε τον Λ, αλλά μόνο την Κ, η οποία μετά από μήνυσή του έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για να δικαστεί για την πράξη της πλαστογραφίας και της απάτης με το ήδη αμετάκλητο 4340/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, σημειώνοντας ότι η Κ ουδέποτε ανευρέθη για να εκθέσει τις απόψεις της. Εξ άλλου η παράδοση της επίδικης επιταγής από τρίτα πρόσωπα, των οποίων η ύπαρξη δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της δικογραφίας, καταρρίπτεται και από το ότι στην έγγραφη προσφορά που κατέθεσε ο κατηγορούμενος ζητεί τη μεταβίβαση του ακινήτου, εκτός από την εταιρεία VICARAGE στον εαυτό του ή σε εταιρεία συμφερόντων του, πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν ενεργούσε ως απλός εντολοδόχος, ενώ έρχεται και σε αντίφαση με τον ισχυρισμό του ότι από την εν λόγω πώληση θα λάμβανε προμήθεια 5%-10%. Η κρίση του δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εγκατέλειψε τη διαδικασία πριν από την ολοκλήρωσή της και δεν επέστρεψε αμέσως για την παραλαβή της αστυνομικής του ταυτότητας, παρά την ειδοποίηση από τους υπαλλήλους της Τράπεζας. Σημειώνεται ότι την αστυνομική του ταυτότητα παρέλαβε ένα μήνα αργότερα. Με βάση τα παραπάνω είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός του περί πραγματικής πλάνης (άρθρ. 30 ΠΚ), εφόσον δεν αποδείχθηκε άγνοια αυτού περί της πλαστότητας της επιταγής". Mε αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν κατά την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση του πλαστού εγγράφου, για το οποίο κηρύχθηκε κατά τα ανωτέρω ένοχος και καταδικάσθηκε. Εκτίθενται επίσης στην απόφαση τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα κρίσιμα περιστατικά και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρ. 26§1α,27§1,13περ.γ,216§1 ΠΚ, τις οποίες ορθά το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, εφόσον το Εφετείο σαφώς και με πληρότητα αιτιολογίας δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη στο σημείο αυτό κρίση του, ότι την πλαστή ως άνω επιταγή την κατάρτισε ο ίδιος ο αναιρεσείων, είναι αυτονόητο πλέον ότι είχε πλήρη γνώση της πλαστότητάς της και δεν απαιτείται πρόσθετη αιτιολόγηση της γνώσης του, η οποία κατά λογική συνεκδοχή αποκλείει την ύπαρξη άγνοιάς του, με συνέπεια να είναι χωρίς άλλο ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος και ο αντίστοιχος ισχυρισμός του περί πραγματικής πλάνης του ως προς την πλαστότητα της επιταγής.
Συνεπώς ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρ. 510§1στοιχ.Δ ΚΠΔ, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι.
7. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρ. 93 §3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ.333§2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, στην άρση ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Με την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται παραδεκτά και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δημιουργείται υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί γι' αυτούς, αλλιώς επέρχεται κατά το άρθρ. 170 §2 ΚΠΔ ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρ.510§1στοιχ.Β ΚΠΔ (ΑΠ 105/1999), ενώ η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης για τους ισχυρισμούς αυτούς αιτιολογίας θεμελιώνει το λόγο αναίρεσης από το στοιχείο Δ του άρθρ. 510 §1 ΚΠΔ. Όταν όμως οι αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι αόριστοι και γενικώς δεν προβάλλονται παραδεκτά ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής κατά την παραπάνω έννοια, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να απαντήσει στους ισχυρισμούς και μάλιστα να διαλάβει στην απόφασή του ειδική γι' αυτούς και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (ΑΠ 2324/2008? ΑΠ 797/2009? ΑΠ 1715/2009). Στην επιβολή μειωμένης ποινής οδηγεί και η συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρ. 84§2 ΠΚ και συνεπώς η επίκληση απ' αυτόν τέτοιας ελαφρυντικής περίστασης συνιστά κατά τα παραπάνω προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού, ο οποίος για να είναι ορισμένος και να χρήζει έτσι απάντησης από το δικαστήριο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία θα πρέπει να περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη ελαφρυντική περίσταση. Μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρ. 84§2 ΠΚ είναι κατά μεν την περίπτωση (α) το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, κατά δε την περίπτωση (ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για τη στοιχειοθέτηση της πρώτης από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, δηλαδή του πρότερου έντιμου βίου του κατηγορουμένου, πρέπει να εκτίθενται με θετική διατύπωση συγκεκριμένα περιστατικά έντιμης ζωής του και μάλιστα σε όλους τους παραπάνω τομείς συμπεριφοράς του. Έτσι η έντιμη ζωή δεν έχει μόνο αρνητικό περιεχόμενο με την έννοια της έλλειψης προηγούμενης καταδίκης του κατηγορουμένου, αλλά πρέπει να έχει αυτοτελή θετική υπόσταση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής του δραστηριότητας πριν από την αξιόποινη πράξη του (ΑΠ 984/2006), ενώ για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου μετά την αξιόποινη πράξη του πρέπει να αναφέρονται συγκεκριμένα επίσης περιστατικά καλής συμπεριφοράς του για μεγάλο σχετικά διάστημα μετά την πράξη του (ΑΠ 286/2009? ΑΠ 797/2009) και μάλιστα υπό καθεστώς ελευθερίας του, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά σε γνήσια ψυχική στάση του και μαρτυρεί για την ποιότητα του ήθους του. Αντίθετα ο ευρισκόμενος στη φυλακή κατηγορούμενος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς, τους οποίους αν παραβεί θα υποστεί πειθαρχικές ποινές, γι' αυτό και η συμπεριφορά του δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία συμπεριφορά, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης, αλλά πρόκειται για συμπεριφορά επιβαλλόμενη και σε μεγάλο βαθμό προκαθορισμένη (ΑΠ 13/2009). Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου με γραπτό αίτημα που υπέβαλε στο Εφετείο και ανέπτυξε και προφορικά, ζήτησε να αναγνωρισθεί στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η συνδρομή των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, διότι ναι μεν έχει προηγούμενες καταδίκες, οι οποίες δεν υπερβαίνουν συνολικά τους 6 μήνες, αφορούν όμως όλες παραβάσεις του νόμου περί επιταγών, δηλαδή έγκλημα σχετιζόμενο με ατυχίες στην εμπορική του δραστηριότητα και συνεπώς μικρής ποινικής απαξίας, ενώ εξ άλλου από το έτος 2002 και μετέπειτα, δηλαδή αφότου χρησιμοποίησε την πλαστή ως άνω επιταγή, δεν υπάρχει άλλη εμπλοκή του σε αξιόποινη πράξη. Ουσιαστικά δηλαδή ο κατηγορούμενος επικαλέσθηκε για να θεμελιώσει τη συνδρομή στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου μόνον την ανυπαρξία προηγούμενων καταδικών του ανώτερων συνολικά των 6 μηνών, που όμως δεν αρκεί και θα έπρεπε κατά τα προεκτεθέντα να γίνεται επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών έντιμης ζωής του και θετικής δράσης του σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς του, ενώ και για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης της καλής μετά την πράξη του συμπεριφοράς του δεν επικαλέσθηκε συγκεκριμένα περιστατικά θετικής συμπεριφοράς του, αλλά το αρνητικό και μόνον γεγονός της μη περαιτέρω εμπλοκής του σε αξιόποινες πράξεις, που επίσης δεν είναι αρκετό για να είναι ορισμένος ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του.
Συνεπώς το Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στους αόριστους αυτούς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου που απέβλεπαν στην αναγνώριση στο πρόσωπό του των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, ωστόσο ως εκ περισσού απάντησε και μάλιστα με αιτιολογία ορθή και πλήρη ως ακολούθως: "Τέλος παρά την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου (του κατηγορουμένου) είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός του περί χορήγησης ελαφρυντικού εκ του άρθρ. 84§2α ΠΚ, εφόσον δεν αποδείχθηκε και θετική συμπεριφορά του δράστη (έντιμη οικογενειακή και επαγγελματική ζωή), καθώς και ελαφρυντικού εκ του άρθρ. 84§2ε ΠΚ, εφόσον δεν αρκεί γι' αυτό παθητική μόνο συμπεριφορά". Έτσι είναι αβάσιμος και απορριπτέος και ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αυτή πλημμέλεια από το άρθρ. 510§1 στοιχ.Δ ΚΠΔ. Συνακόλουθα πρέπει η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583§1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρ. 176,189§1, 191§2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό ειδικότερα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 2.6.2010 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθ. 9918/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, καθώς και τους από 17.8.2010 πρόσθετους λόγους αναίρεσης κατά της αυτής απόφασης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2010, όπου και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 18 Νοεμβρίου 2010.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή