Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Κλητήριο θέσπισμα.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Συκοφαντική δυσφήμιση. Έννοια. Στοιχεία στοιχειοθέτησης υποκειμενικώς και αντικειμενικώς (ΑΠ 173/2009). Αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Τι πρέπει να διαλαμβάνει η απόφαση ως προς αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 250/2009, ΑΠ 173/2009). Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος. Πότε και πώς προβάλλεται παραδεκτώς (ΑΠ 608/2009, ΑΠ 972/2003, ΑΠ 1513/2003). Άδεια αρχής για άσκηση ποινικής διώξεως κατ' άρθρο 10 Συντάγματος. Έννοια αναφοράς κατά την διάταξη αυτή. Πότε απαιτείται (ΑΠ 1527/2005, ΑΠ 526/2004, ΑΠ 775/2003). Συνέπειες ελλείψεως ή απαιτήσεως όταν δεν χρειάζεται. Λόγοι 510 § 1 Β΄ και Η΄ ΚΠΔ αντίστοιχα (ΑΠ 1265/2006, ΑΠ 1666/2006, ΑΠ 1652/2005, ΑΠ 526/2004, ΑΠ 1709/2003, ΑΠ 1472/2007). Λόγοι ενδίκου μέσου πρέπει να είναι ορισμένοι (ΑΠ 635/2009, ΑΠ 775/2003). Λόγος ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την κατ' ουσία κρίση του Δικαστηρίου. Λόγος για υπέρβαση εξουσίας (έλλειψη ακροάσεως). Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 142/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Τσοκανά, περί αναιρέσεως της 630/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάριο Δαλιάνη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 333/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να ΠΟΠΔ.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων και δη των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας, της χωρίς όρκο κατάθεσης της πολιτικώς ενάγουσας, των αναγνωσθέντων πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά και της απολογίας του κατηγορουμένου, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, που διατηρεί γραφείο τελετών στην ..., στις 12-3-2001 υπέβαλε προς το Δήμαρχο ... έγγραφη καταγγελία, στην οποία ανέφερε, ότι η πολιτικώς ενάγουσα Ψ η Ζ και ο Φ, υπάλληλος του Δήμου ... με μέριμνα για το κοιμητήριο ..., έχουν μετατρέψει το Δήμο σε δική τους επιχείρηση, καθόσον δωροδοκούνται με χρηματικά ποσά από 10.000 έως 50.000 δρχ. και ανάλογα με το ποσό που λαμβάνουν επιλέγουν τοποθεσία και τμήμα τάφων. Επίσης ανέφερε, ότι η Ψ, διευθύντρια του κοιμητηρίου φεύγει από την υπηρεσία της την Παρασκευή το μεσημέρι και επιστρέφει τη Δευτέρα, χωρίς να αφήνει στον επόπτη κάποιο τηλέφωνο για ώρα ανάγκης, ότι ο Ταμίας Φ, την Παρασκευή 9-3-2001 ώρα 12:00 και το Σάββατο 10-3-2001 και ώρα 13:00 είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία του και έτσι δεν μπόρεσε αυτός (κατηγορούμενος), να καταβάλει τα αναγκαία χρηματικά ποσά για τα δικαιώματα του Δήμου. Αποδείχτηκε όμως ότι όλα τα ανωτέρω είναι ψευδή, ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους και σκόπευε με την καταγγελία αυτή να προκαλέσει την ποινική δίωξη της εγκαλούσης και των ανωτέρω υπαλλήλων του Δήμου για δωροδοκία και παράβαση καθήκοντος, αλλά και την πειθαρχική τους δίωξη για τα αδικήματα αυτά. Ειδικότερα αποδείχτηκε, ότι ο κατηγορούμενος, μία εβδομάδα περίπου προ της 9-3-2001, ανέφερε στη Ζ ότι επρόκειτο να τελεστεί κάποιο μνημόσυνο που είχε αναλάβει το γραφείο του, αλλά δεν είχε συνεννοηθεί ακόμη με την οικογένεια τον θανόντος και δεν γνώριζε ακριβώς το χρόνο, γι' αυτό και μέχρι την 9-3-2001 δεν είχε δηλώσει το μνημόσυνο και δεν είχε καταβάλει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό στο Δήμο. Επίσης αποδείχτηκε ότι την Παρασκευή (9-3-01) και το Σάββατο (10-3-2001), ο ταμίας Φ παρευρισκόταν στην υπηρεσία του καθ' όλη τη διάρκεια του ωραρίου του, αλλά ο κατηγορούμενος δεν είχε δηλώσει το μνημόσυνο και δεν είχε καταβάλει τα χρήματα, καίτοι βρισκόταν εκεί. Όταν, πλέον αργά το Σάββατο συνεννοήθηκε με την οικογένεια του θανόντος ως προς το χρόνο τελέσεως του μνημοσύνου και αφού ανευρέθη Μητροπολίτης για την τέλεσή του, αναζήτησε τον ταμία, για να του καταβάλει τα χρήματα, αλλά το ωράριό του είχε τελειώσει, η υπηρεσία είχε κλείσει και ο ταμίας είχε αποχωρήσει. Ο κατηγορούμενος τότε απευθύνθηκε στην υπάλληλο Ζ για να καταβάλει σ' αυτή τα χρήματα, αλλ' αυτή αρνήθηκε να τα παραλάβει, διότι δεν είχε σχετική αρμοδιότητα. Αυτός τότε αναζήτησε το τηλέφωνο της πολιτικώς ενάγουσας, δημιουργήθηκε σχετικό επεισόδιο και κατέφυγε στο αστυνομικό Τμήμα .... Τελικώς το μνημόσυνο τελέστηκε την Κυριακή και αφού η πολιτικώς ενάγουσα ήλθε σε επικοινωνία με την οικογένεια του θανόντος, ενώ ο κατηγορούμενος, στις 12-3-2001 προέβη στην ως άνω έγγραφη καταγγελία του προς το Δήμαρχο ... και προς το Αστυνομικό Τμήμα ... και ισχυρίστηκε στο Δήμαρχο για όλους τους προαναφερομένους υπαλλήλους τα προεκτεθέντα. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι οι ως άνω Δημοτικοί υπάλληλοι έλαβαν ποτέ χρήματα για να εκτελέσουν το υπηρεσιακό τους καθήκον ή να ενεργήσουν αντίθετα προς αυτό. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να επαχθεί από τη μοναδική κατάθεση της μάρτυρος ..., η οποία ανέφερε ότι είχε δώσει μία φορά ένα πεντοχίλιαρο στην Ζ για να της δώσει τάφο και ότι άκουσε ότι ο ... έδινε χρήματα στην Ψ. Τούτο δε, διότι, όπως κατέθεσε, δεν θυμάται πότε έδωσε το παραπάνω χρηματικό ποσό στην Ζ, ούτε ανέφερε για ποιο συγκεκριμένο τάφο της το έδωσε, ούτε από ποιους πληροφορήθηκε ότι ο ... χρημάτιζε την Ψ, τι χρηματικά ποσά και πότε της τα έδινε. Αντίθετα αποδείχτηκε, ότι τόσο η εγκαλούσα, όσο και η Ζ κηρύχθηκαν αθώες των κατηγοριών της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση με την υπ' αριθμ. 89-68/2006 απόφαση του Β' Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, ενώ, με την ίδια απόφαση κηρύχθηκε αθώος ο ... για απλή συνέργεια στις ανωτέρω πράξεις. Επίσης η εγκαλούσα απηλλάγει και του πειθαρχικού παραπτώματος, για το οποίο είχε παραπεμφθεί από την υπηρεσία της. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε, ότι οι ανωτέρω Δημοτικοί υπάλληλοι απουσίαζαν από το γραφείο τους τις ώρες της υπηρεσίας τους, ή ότι η εγκαλούσα δεν άφηνε στον επόπτη το τηλέφωνο για ώρα ανάγκης. Των παραπάνω ψευδών περιστατικών που περιείχοντο στην καταγγελία του κατηγορουμένου, έλαβαν γνώση: ο Δήμαρχος ...ν, οι υπάλληλοι του Γραφείου προσωπικού, ο Διοικητής και ο Αξιωματικός Υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος ..., όπου επανέλαβε την καταγγελία, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσης Ψ, δεδομένου ότι, εκτός των άλλων, της αποδίδετο ότι τελούσε το ατιμωτικό αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας. Κατόπιν όλων αυτών, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και των: Ψ, Ζ και Φ και της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος της Ψ. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι: 1) Στην ... στις 12.3.2001 εν γνώσει του κατεμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη και πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για αυτήν. Συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε προς το Δήμαρχο ... έγγραφη καταγγελία στην οποία ανέφερε ότι η Ψ, η Ζ και ο Φ, άπαντες δημόσιοι υπάλληλοι στο Δήμο ... με μέριμνα για το, Α' Κοιμητήριο ..., έχουν μετατρέψει το Δήμο σε δική τους επιχείρηση, καθόσον δωροδοκούνται με χρηματικά ποσά από 10.000 έως 50.000 και ανάλογα το ποσό που λαμβάνουν επιλέγουν τοποθεσία και τμήμα τάφων. Στην ίδια καταγγελία αναφέρει, ότι η Ψ που είναι και Διευθύντρια του Κοιμητηρίου φεύγει από την υπηρεσία της την Παρασκευή το μεσημέρι και επιστρέφει τη Δευτέρα, χωρίς να αφήσει στον επόπτη κάποιο τηλέφωνο για ώρα ανάγκης. Και συνεχίζει στην ίδια καταγγελία αναφέροντας, ότι ο ταμίας Φ την Παρασκευή 9/3/2001 και ώρα 12.00 και το Σάββατο 10-3-2001 και ώρα 13.00 είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία και έτσι δε μπόρεσε ο κατηγορούμενος να καταβάλει τα αναγκαία χρηματικά ποσά για τα δικαιώματα του Δήμου. Όλα τα ανωτέρω είναι ψευδή, καθόσον οι ανωτέρω δημόσιοι υπάλληλοι ποτέ δεν έλαβαν χρήματα για να εκτελέσουν το υπηρεσιακό τους καθήκον η να ενεργήσουν αντίθετα προς αυτό, πάντοτε ευρίσκοντο στην υπηρεσία τους εν ώρα υπηρεσίας και πάντοτε η Ψ άφηνε στον επόπτη τα Σαββατοκύριακα κάποιο τηλέφωνο για ώρα ανάγκης. Περαιτέρω τις προαναφερθείσες ημερομηνίες ο κατηγορούμενος δεν πήγε ο ίδιος να καταβάλει στο ταμείο τα χρηματικά ποσά για τα δικαιώματος του Δήμου. Ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει, της αναληθείας των ανωτέρω και σκόπευε με την καταγγελία αυτή να προκαλέσει την ποινική δίωξη της εγκαλούσης Ψ αλλά και της Ζ και του Φ για δωροδοκία και παράβαση καθήκοντος αλλά και την πειθαρχική τους δίωξη για τα ανωτέρω αδικήματα.
2) Στην ... στις 12-3-2001 ενώπιον τρίτων ισχυρίστηκε για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, το γεγονός αυτό ήταν ψευδές και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδές. Συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με την από 12-3-2001 έγγραφη καταγγελία του στο Δήμαρχο γνώση της οποίας έλαβαν ο Δήμαρχος ..., οι υπάλληλοι του Γραφείου Προσωπικού και ο Διοικητής και Αξιωματικός Υπηρεσίας τουΑστυνομικού Τμήματος ..., όπου και επανέλαβε την καταγγελία, ισχυρίστηκε για τη Ψ τα ως άνω αναλυτικά αναφερόμενα υπό στοιχ. 1 γεγονότα. Όλα αυτά όμως ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσης Ψ.
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 94, 229 παρ 1, 363 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα με τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως θεμελιώνεται η υπό του αναιρεσείοντος τέλεση και των δύο ως άνω πράξεων, όπως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία τους. Συγκεκριμένα δέχθηκε το Εφετείο ότι η αναλήθεια του περιεχομένου της από 15-3-2001 έγγραφης καταγγελίας του αναιρεσείοντος προς το Δήμαρχο ..., το περιεχόμενο της οποίας απετέλεσε το περιεχόμενο και των δύο ως άνω αδικημάτων σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας και της Ζ αποδείχθηκε από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων κατηγορίας, μεταξύ των οποίων και οι καταγγελθέντες και η πολιτικώς ενάγουσα, υπάλληλοι του Δήμου, εργαζόμενοι στο Α' Νεκροταφείο ..., τα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως, τις αναγνωσθείσες χωρίς να προβληθεί αντίρρηση από τον κατηγορούμενο, καταθέσεις των αναφερομένων μαρτύρων και όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Περαιτέρω, καθόσον αφορά ειδικότερα το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως, το ψευδές του περιεχομένου της καταγγελίας, θεωρείται αποδεδειγμένο κατ άρθρο 366 παρ. 2 ΠΚ, αφού με την 20606/2005 παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία παραδεκτά επισκοπείται, είχε ανασταλλεί η σε βάρος του αναιρεσείοντος δίκη για το αδίκημα αυτό (για το έτερο αναβλήθηκε κατά τη διάταξη του άρθρου 59 ΚΠΔ), μέχρι αμετακλήτου περατώσεως της δίκης, που εκκρεμούσε, κατόπιν της καταγγελίας, σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας και της ετέρας ως άνω υπαλλήλου και ενός ακόμη ατόμου, για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, η οποία περατώθηκε με την 8268/2006 αθωωτική, λόγω του ότι δεν αποδείχθηκε η τέλεση της πράξεως, αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ενόψει δε της αθωωτικής αυτής αποφάσεως δεν μπορεί να εκτιμηθεί ούτε να αξιολογηθεί προς συναγωγή αντιθέτου αποδεικτικού πορίσματος, η πρωτόδικη στη δίκη εκείνη καταδικαστική 45732/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Αθηνών, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως υπό στοιχ. ε', ανεξάρτητα του ότι κρίθηκε και αυτός ένοχος του αδικήματος της ενεργητικής δωροδοκίας χωρίς να του επιβληθεί ποινή (236 εδαφ β'ΠΚ) και δεν άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως. Δεν ήταν απαραίτητο δε, όπως λέχθηκε ανωτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να προβεί το Εφετείο σε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ των καταθέσεων άλλων μαρτύρων που δεν εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, αλλά των οποίων οι καταθέσεις στο πρωτόδικο δικαστήριο (μάρτυρας ...) ή στην προδικασία (μάρτυρες ...) αναγνώσθηκαν, ούτε να διενεργηθεί τέτοια συσχέτιση μεταξύ των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και της απολογίας του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, όπως ισχυρίζεται ο τελευταίος με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως υπό στοιχεία α'- δ', διότι έτσι, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, όπως λέχθηκε ανωτέρω, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' πρώτος λόγος αναιρέσεως.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα στοιχεία αυτά, είναι άκυρο, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ. Η ακυρότητα όμως αυτή είναι σχετική, ως αναγόμενη σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠΔ να προταθεί εωσότου εκδοθεί για την κατηγορία η οριστική σε τελευταίο βαθμό, απόφαση, πριν από την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, κατ άρθρο 174 παρ. 1 του ίδιου κώδικα. Κατά την παραγ. 2 του ίδιου άρθρου η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στην δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της προτείνοντας την ακυρότητα. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η ακυρότητα και η εκ του λόγου αυτού αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σ αυτήν, πρέπει να επαναφέρει την πρόταση της ακυρότητας και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας, διαλαμβάνοντας στην έφεση του ειδικό λόγο περί τούτου. Τούτο αποτελεί την προϋπόθεση για να μπορεί να προτείνει παραδεκτά στο Εφετείο τον σχετικό ισχυρισμό και τούτο θα γίνει πριν την ανάπτυξη της εφέσεως από τον εισαγγελέα ή την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, διαφορετικά είναι απαράδεκτος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ.2 του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης και αν δεν πράξει τούτο ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ λόγος για έλλειψη ακροάσεως. Τούτο όμως προϋποθέτει ότι οι λόγοι εφέσεως προβάλλονται παραδεκτά, περίπτωση δε απαράδεκτης υποβολής τους συνιστά, όπως θα λεχθεί κατωτέρω, και η αοριστία αυτών, διαφορετικά δεν έχει υποχρέωση να εξετάσει τον οικείο λόγο της εφέσεως.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ.1 και 2 του Συντάγματος, 2 παρ.1, 3 παρ.1 και 6 παρ.1 Ν.Δ. 796/1971, προκύπτει ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να αναφέρεται στις αρχές εγγράφως και μόνο μετά την κοινοποίηση της τελικής απόφασης της αρχής, προς την οποία απευθύνεται η αναφορά και κατόπιν αδείας αυτής επιτρέπεται η δίωξη εκείνου που την υπέβαλε για παραβάσεις που τυχόν υπάρχουν σ' αυτήν. Ως αναφορά θεωρείται έγγραφο που περιέχει αιτιάσεις κατά ενεργείας ή παραλείψεως αρχής ή οργάνου αυτής και αίτηση περί επανορθώσεως ή αποτροπής ηθικής ή υλικής βλάβης. Η αναφορά απευθύνεται στην αρμόδια αρχή ή την προϊσταμένη αυτής ή την εποπτεύουσα αυτήν, μπορεί δε να υποβάλλεται με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο. Από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγεται ότι για να υπάρχει αναφορά, κατά την έννοια αυτών, πρέπει το έγγραφο να διαλαμβάνει αιτιάσεις για ενέργειες ή παραλείψεις αρχής ή οργάνου αυτής και συγχρόνως να περιέχει αίτημα περί επανορθώσεως ή αποτροπής είτε ηθικής είτε υλικής βλάβης, δυναμένης να γίνει υπό της ως άνω αρχής, ως ασκούσας διοικητική εξουσία, αρμόδιας κατά νόμο για ανόρθωση ή αποτροπή των επιζημίων συνεπειών που προέκυψαν από την ενέργεια ή παράλειψη αυτής ή των οργάνων της (ΑΠΟλ. 1245/1986, 1241/1984). Αν το Δικαστήριο, παρά την έλλειψη της απαιτούμενης στην συγκεκριμένη περίπτωση κατά τις ανωτέρω διατάξεις αδείας δεν κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη (370 γ'ΚΠΔ), αλλά προχωρήσει σε κατ ουσία εκδίκαση της διαφοράς και κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο υποπίπτει στην πλημμέλεια της θετικής υπέρβασης της εξουσίας και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 Η ΚΠΔ, ο ίδιος δε λόγος με την μορφή της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας ιδρύεται όταν το δικαστήριο κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη για έλλειψη αδείας, χωρίς να απαιτείται τέτοια στην συγκεκριμένη περίπτωση.
IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 148-153, 462, 474 παρ. 2 και 476 παρ. 1 ΚΠΔ, που εφαρμόζονται και επί εφέσεως, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου πρέπει αναγκαίως να περιέχει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο, γιατί διαφορετικά, αν δηλαδή δεν περιέχει λόγους ή περιέχει αορίστους, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, διότι ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις του νόμου. (βλ. επί αναιρέσεως ΑΠΟλ 2/2002, ΑΠΟλ 191/2001).
Στην κρινόμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, για την έρευνα της βασιμότητας του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των πρακτικών της ... πρωτόδικης απόφασης, της από 12-3-2001 καταγγελίας του αναιρεσείοντος προς τον Δήμαρχο ... και των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου (Τριμελές Πλημ/κειο Αθηνών), που εξέδωσε την ανωτέρω 30955/2008 απόφαση, πρόβαλε τον ισχυρισμό περί ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος για τον λόγο που αναφέρεται στον καταχωρηθέντα στα πρακτικά εν λόγω ισχυρισμό. Το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο, διότι προβλήθηκε το πρώτο μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και την κατ ουσία έρευνα της υποθέσεως που έγινε σε προηγούμενη συνεδρίαση του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε η 20606/2005 απόφαση, με την οποία ανεστάλη, κατ άρθρο 366 παρ. 2 ΠΚ, η δίκη για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημίσεως και αναβλήθηκε για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως κατ άρθρο 59 ΚΠΔ, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας και των λοιπών ως άνω προσώπων δίκη για την αναφερόμενη στην πρώτη σκέψη αξιόποινη πράξη. Επακολούθησε αμέσως η προβολή από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα του ισχυρισμού που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, περί κηρύξεως απαράδεκτης της ποινικής δίωξης, διότι δεν είχε προηγηθεί η άδεια του Δημάρχου ..., η οποία ήταν απαραίτητη στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει της αναφοράς - καταγγελίας που υπέβαλε στον Δήμαρχο ..., το ακριβές περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται στον ισχυρισμό. Από το περιεχόμενο της αναφοράς προκύπτει ότι δεν περιέχει, ούτε εμμέσως, αίτημα επανόρθωσης της υλικής ή ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στον καταγγείλαντα, από τις καταγγελόμενες πράξεις των υπαλλήλων του Δήμου, αλλά μόνον προτροπή για αποστολή της καταγγελίας στον Εισαγγελέα, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν ανωτέρω, να μη αποτελεί αναφορά κατά την εκεί εκτεθείσα έννοια, η οποία θα απαιτούσε την άδεια του Δημάρχου για άσκηση της ποινικής δίωξης. Τον ισχυρισμό αυτό απέρριψε το Δικαστήριο με την αιτιολογία ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν απαιτείτο από κάποια διάταξη νόμου, για την άσκηση σε βάρος του κατηγορουμένου ποινικής διώξεως για τις ανωτέρω πράξεις, άδεια προς τούτο της αρχής προς την οποία απευθύνθηκε η αναφορά-καταγγελία του που απετέλεσε και την αιτία της ποινικής δίωξης για την πράξη της δωροδοκίας. Στην συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των ανωτέρω πράξεων και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως 11 μηνών την οποία μετέτρεψε προς 5 € ημερησίως. Κατά της αποφάσεως ο αναιρεσείων άσκησε την 3785/6-5-2008 έφεση. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της εκθέσεως εφέσεως, πέραν των τυπικών στοιχείων του εντύπου και την προσβολή της αποφάσεως διότι κατ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων τον κήρυξε ένοχο και του επέβαλε την ανωτέρω ποινή, περιέχεται και λόγος που αρχίζει από το κείμενο της εκθέσεως και καταλήγει σε παραπομπή στο κάτω μέρος αυτής που φέρει μόνον την υπογραφή του γραμματέα με το ακόλουθο περιεχόμενο: " ...προς δε και διότι ουχί ορθώς και μη νομίμως απερρίφθησαν οι ενστάσεις μου εκ του άρθρου 10 Σ και κατά του κλητηρίου θεσπίσματος... ". Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι αόριστος, διότι, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του, δεν καθορίζεται κατ αρχάς ποιο ήταν το περιεχόμενο της ενστάσεως του κατά του κλητηρίου θεσπίσματος (βλ. περίπτωση, πλήρως ορισμένου λόγου σε τέτοιο ζήτημα σε ΑΠ 761/2000), αν αυτή υποβλήθηκε παραδεκτά κατά τα άνω και δη σε ποιο διαδικαστικό στάδιο της διαδικασίας και τέλος δεν προσδιορίζονται οι νομικές πλημμέλειες της αποφάσεως ως προς την απόρριψη της ενστάσεως του με την ανωτέρω αιτιολογία, όσον δε αφορά το δεύτερο σκέλος του, ποιο ήταν το νομικό σφάλμα της αποφάσεως που απέρριψε με την ανωτέρω αιτιολογία την ένσταση (ισχυρισμό) εκ του άρθρου 10 Σ, η οποία δεν στηρίζεται μόνον στο άρθρο 10 του Συντάγματος αλλά και στις ανωτέρω διατάξεις του Ν.Δ 796/1971, οι οποίες, όπως και η υποβολή αιτήματος περί επανορθώσεως ή αποτροπής υλικής ή ηθικής βλάβης του καταγγείλαντος από τον έχοντα τέτοια αρμοδιότητα Δήμαρχο ..., ουδόλως αναφέρονται για τον ακριβή και πλήρως ορισμένο προσδιορισμό της θεμελιώσεως της ενστάσεως. Την αοριστία αυτή δεν συμπλήρωσε ο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του παραστάς κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Εφετείο αναιρεσείων, αφού ουδεμία αναφορά και μάλιστα στο προαναφερθέν χρονικό σημείο της διαδικασίας, σε σχέση με την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, έκανε για τον λόγο αυτό της εφέσεως και τους ανωτέρω ισχυρισμούς του (ενστάσεις), ούτε τους πρόβαλε ορισμένως και με πλήρη θεμελίωση των αιτιάσεων του κατά των απορριπτικών αυτών αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλ αντιθέτως, μετά την απόρριψη αιτήματός του αναβολής για να κληθούν μάρτυρες υπερασπίσεως του, περιορίσθηκε σε αντίκρουση της στοιχειοθετήσεως των πράξεων για τις οποίες είχε κηρυχθεί ένοχος πρωτοδίκως και το Δικαστήριο εξέδωσε στην ανωτέρω και με την αναίρεση προσβαλλομένη απόφαση. Ενόψει τούτων το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει τον ως άνω λόγο εφέσεως και εφόσον έτσι έπραξε δεν δημιουργήθηκε ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ λόγος για έλλειψη ακροάσεως.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αιτιάται ο αναιρεσείων την προσβαλλομένη απόφαση για, εκ του λόγου αυτού, υπέρβαση εξουσίας (510 παρ. 1 Η ΚΠΔ) και όχι έλλειψη ακροάσεως, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στην δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε (176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 24-2-2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθμ. 630/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) € και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας από πεντακόσια (500) €.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Ιανουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ