Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 783 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ποινή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Κλοπή, Συναυτουργία.




Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων αναιρέσεως από κατηγορούμενους που καταδικάσθηκαν για κλοπή από κοινού με απόφαση κατ' έφεση δικάζοντος Τριμελούς Εφετείου. Απορρίπτονται οι λόγοι των αιτήσεων αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ), καθόσον δεν αναγνώσθηκαν μόνον τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ότι αναγνώσθηκαν, αλλά προκύπτει ότι το δικάσαν Εφετείο στήριξε την κρίση του και στα αναφερόμενα στα πρακτικά της κατ' έφεση δίκης ως αναγνωσθέντα έγγραφα και στα λοιπά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και έτσι ελήφθησαν υπόψη και τα έγγραφα που προσεκόμισαν οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων στην κατ' έφεση δίκη μεταξύ των οποίων και το έγγραφο ληφθέντων αποτυπωμάτων όπως και το έγγραφο επεξεργασίας βίντεο κλειστού κυκλώματος του πρατηρίου καυσίμων, στο οποίο έγινε η κλοπή. Δεν είναι ανεπαρκής η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως από το ότι επαναλαμβάνεται στο σκεπτικό το κατηγορητήριο που επαναλαμβάνεται στο διατακτικό διότι περιέχονται στο διατακτικό πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την αξιόποινη πράξη και δεν χρειαζόταν διαφοροποίηση στην διατύπωση και ως προς τη δράση των αναιρεσειόντων ως συναυτουργών αναφέρεται στην απόφαση ότι συνέπραξαν πραγματώνοντας αμφότεροι την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκαν με σκοπό να ιδιοποιηθούν παράνομα το χρηματικό ποσό που ανήκε στον παθόντα και με την ενσωμάτωσή του στην κοινή των περιουσία και έτσι γνώριζαν καθένας των αναιρεσειόντων ότι ο συμμέτοχος συγκατηγορούμενος του έπραττε με τον ίδιο δόλο. Γίνεται δεκτός ο λόγος αναιρέσεως του πρώτου των αναιρεσειόντων για έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού που προέβαλε για την υπέρ αυτού αναγνώριση ελαφρυντικού από το άρθρο 84 παρ. 2 εδ. ε΄ ΠΚ, που ενώ είχε προβληθεί ορισμένως απερρίφθη σιγή από το δικαστήριο της ουσίας και αναγκαίως αναιρείται η προσβαλλομένη απόφαση για τον ίδιο αναιρεσείοντα και ως προς την επιβληθείσα ποινή για να συνεκτιμηθεί σε περίπτωση αναγνωρίσεως και αυτού του ελαφρυντικού κατά την επιμέτρηση της και αυτή η ελαφρυντική περίσταση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 783/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων! 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρου Κωνσταντίνο Κοσμάτο και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Μουζακιάρη περί αναιρέσεως της 550/2009 αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Εμμανουηλίδη.

Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 16 Νοεμβρίου 2009 αιτήσεις τους αναιρέσεως και των από 26 Ιανουαρίου 2010 προσθέτων λόγων, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1694/09.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ανωτέρω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση από 16-11-2009 αυτοτελείς δηλώσεις -αιτήσεις των κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 για αναίρεση της 550/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικασθούν. Από τις διατάξεις των παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 17 στοιχ. Β'του ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών" όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το άρθρο 2 του ν. 3346/2005 και το άρθρο 4 του ν. 2172/1993, προκύπτει ότι προκειμένου και για το Εφετείο Λάρισας όπου προβλέπεται οργανικός αριθμός μεγαλύτερος των 15 Εφετών και Εισαγγελέων, το Τριμελές Ποινικό Εφετείο συγκροτείται νομίμως υπό την προεδρία του εφέτη που κληρώθηκε και με τη συμμετοχή του κληρωθέντος επίσης εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα εφετών, χωρίς μάλιστα να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην εκδιδόμενη απόφαση ότι εκείνοι που μετέσχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου, είναι αυτοί που κληρώθηκαν, ούτε σε σχέση με τον προεδρεύοντα εφέτη, ότι κωλύεται ο πρόεδρος εφετών και οι αρχαιότεροι εφέτες. Επομένως ο από τα άρθρα 171 παρ. 1 στοιχ. α'και 510 παρ. 1 στοιχ. Α'του Κ.Ποιν.Δ μοναδικός λόγος αναιρέσεως του παραδεκτώς ασκηθέντος από 27-1-2010 δικογράφου προσθέτων λόγων του εκ των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων Χ1, κατά τον οποίο η σύνθεση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1δ'και 5 παρ. 1 του ν. 1756/1988 διότι προήδρευσε όχι πρόεδρος εφετών αλλά εφέτης χωρίς να βεβαιώνεται στα πρακτικά της ότι δεν υπήρχαν, ή εκωλύοντο ή απουσίαζαν οι πρόεδροι εφετών και οι αρχαιότεροι της προεδρεύουσας εφέτη Χρυσούλας Χαλιαμούρδα εφέτες είναι νομικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα και στη θεμελίωση νέας σ' αυτό κατοχής από το δράστη ή τρίτο με το σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεώς του, στην έννοια δε της κατοχής που εκφράζει εξουσίαση κάποιου προσώπου σε σχέση με ένα πράγμα περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική εξουσία επί του πράγματος, όσο και η βούληση για την εξουσίασή του. Η αφαίρεση αυτή απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Το έγκλημα της κλοπής θεωρείται τετελεσμένο ευθύς ως εκείνος που αφαίρεσε το ξένο πράγμα από την κατοχή του άλλου θέσει αυτό ολοκληρωτικά στη δική του φυσική εξουσία έστω και για ελάχιστο χρόνο. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικώς υποστάσεως της εφόσον δεν χαρακτηρίσθηκε ως κλοπή με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου ή αντίστοιχα στο βούλευμα του συμβουλίου και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς, εκτός αν πρόκειται για έγκλημα πολύπρακτο ή εν στενή έννοια, οπότε η τοιαύτη αναφορά είναι επιβεβλημένη.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για να καταλήξει στην κρίση περί ενοχής του κατηγορουμένου όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά διαφορετικά αν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της αποφάσεως δεν συνάγεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν υπάρχει έλλειψη της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενης αιτιολογίας της αποφάσεως. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και τα πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προσβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής, αρκεί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που τους θεμελιώνουν κατά νόμο έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής των να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα, διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών που προβλήθηκαν αορίστως με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ αφού η παραδοχή της οδηγεί κατά την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση όμως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως το Τριμελές Εφετείο Λάρισας που, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα κατ'είδος αναφερόμενα στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι στο ...στις 14-3-2006 και ώρα 02.45, από κοινού ενεργούντες, αφαίρεσαν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα με σκοπό να ιδιοποιηθούν αυτό παρανόμως. Πιο συγκεκριμένα αφού εισήλθαν από ανασφάλιστο παράθυρο εντός του πρατηρίου υγρών καυσίμων που βρίσκεται στο 9ο χιλιόμετρο της Ε.Ο..., όπου ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα ο εγκαλών Ψ1, αφαίρεσαν από συρτάρι του γραφείου το χρηματικό ποσό των 10.000 ευρώ, με σκοπό να ιδιοποιηθούν παράνομα το εν λόγω ποσό που ανήκει στην κυριότητα του ανωτέρω παθόντα ενσωματώνοντάς το στην από κοινού περιουσία των. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και ειδικότερα του ..., ο οποίος κατά τον ανωτέρω χρόνον εργαζόταν ως υπάλληλος στο πρατήριο υγρών καυσίμων του παθόντος και κατέθεσε κατηγορηματικά ότι οι κατηγορούμενοι είναι δράστες της κλοπής. Με αυτές τις παραδοχές και αφού ακόμη δέχθηκε ότι προέκυψε πως οι κατηγορούμενοι έως το χρόνο τέλεσης της ανωτέρω πράξεως έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, το δικαστήριο κήρυξε τους ήδη αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους ενόχους για την πράξη της κλοπής από κοινού με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου από το άρθρο 84 παρ. 2 α Π.Κ και τους κατεδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών τον καθένα, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το πιο πάνω Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, σχετικά με το προαναφερόμενο έγκλημα την από τις παραπάνω διατάξεις επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 45,372 παρ. 1α ΠΚ τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή κατ' άλλον τρόπο. Τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζει τη κρίση του το Τριμελές Εφετείο Λάρισας για τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ενόχους και κατεδίκασε τους ήδη αναιρεσείοντες, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, όπως αναφέρει στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεως αυτής "από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης με τα αναγνωσθέντα έγγραφα, τις απολογίες των κατηγορουμένων και τη συζήτηση γενικά της υποθέσεως". Από την κατά τον τρόπο αυτό μνεία στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως των αποδεικτικών μέσων στα οποία στήριξε την άνω κρίση του το δικαστήριο της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη τα αναφερόμενα στα πρακτικά της δίκης ως αναγνωσθέντα έγγραφα και όχι μόνον τα έγγραφα που είχαν αναγνωσθεί κατά τη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο καθόσον στη τελευταία περίπτωση θα είχε διατυπωθεί διαφορετικά η σχετική περικοπή του σκεπτικού. Επομένως είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του εκ των αναιρεσειόντων Χ1 ότι το δικάσαν Εφετείο δεν έλαβε υπόψη προς συνεκτίμηση τα αναφερόμενα στα πρακτικά της κατ' έφεση δίκης ως αναγνωσθέντα έντεκα έγγραφα που προσεκόμισαν οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων και ότι εκ του λόγου τούτου στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση της επιβαλλόμενης κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το δικαστήριο που την εξέδωσε. Συνακόλουθα κρίνονται αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν και οι συναφείς αιτιάσεις του ετέρου των αναιρεσειόντων Χ2 ότι δεν γίνεται μνεία στην προσβαλλόμενη απόφαση για δυο από τα αναφερόμενα στα πρακτικά της δίκης ότι αναγνώσθησαν έγγραφα και συγκεκριμένα α) του από 21-3-2006 εγγράφουμε την εξέταση των ληφθέντων αποτυπωμάτων στο πρατήριο υγρών καυσίμων του Ψ1 στο 9ο χιλιόμετρο της Ε.Ο ... που διαπιστώθηκε δακτυλοτυπικά ότι είναι ανόμοια με τα αποτυπώματα του παθόντα καθώς και των συλληφθέντων από το Α.Τ ... ως δραστών ήδη αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων και β) του από 21-3-2006 εγγράφου εργαστηριακής επεξεργασίας του βίντεο κλειστού κυκλώματος με το οποίο καθίστατο γνωστό ότι στην επεξεργασθείσα βιντεοκασέτα για την 14-3-2006 ώρα 02.08 έως 02.37 δεν υπάρχει βιντεοληπτικό υλικό για φωτογράφηση και εν συνεχεία σύγκριση. Απορριπτέος είναι και ο έτερος ισχυρισμός που προβλήθηκε από καθένα από τους αναιρεσείοντες ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από το λόγο ότι το στο σκεπτικό της αποφάσεως αντιγράφεται το κατηγορητήριο και επαναλαμβάνεται το διατακτικό της. Η επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό της άνω αποφάσεως δεν καθιστά αυτήν ανεπαρκή όσον αφορά την αιτιολογία της καθόσον περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο διατακτικό εκτός από τα τυπικά στοιχεία και τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την πράξη για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι ήδη αναιρεσείοντες με σαφήνεια και πληρότητα που καλύπτει την απαίτηση αιτιολογήσεως της αποφάσεως, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά περαιτέρω, την συμμετοχή των ήδη αναιρεσειόντων στην άνω αξιόποινη πράξη ως συναυτουργών αναφέρεται με πληρότητα στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι συνέπραξαν στην εκτέλεση της κλοπής δηλαδή ότι πραγμάτωσαν αμφότεροι την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος συγχρόνως με την αφαίρεση από συρτάρι του γραφείου, μετά την είσοδο τους στο πρατήριο που εκμεταλλευόταν ο εγκαλών - πολιτικώς ενάγων στο 9ο χιλιόμετρο της Ε.Ο ..., του αναφερόμενου χρηματικού ποσού με σκοπό να ιδιοποιηθούν παράνομα το εν λόγω ποσό που ανήκε στην κυριότητα του ανωτέρω παθόντος και με την ενσωμάτωση αυτού στην κοινή περιουσία των. Από αυτές τις παραδοχές της αποφάσεως προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι συνέπραξαν στην εκτέλεση του άνω εγκλήματος με τη θέληση πραγμάτωσης της αντικειμενικής υποστάσεως της κλοπής γνωρίζοντας ο καθένας από αυτούς ότι ο συμμέτοχος συγκατηγορούμενος του έπραττε με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος και δεν απαιτείτο η εξειδίκευση και αναφορά των επιμέρους συγκεκριμένων ενεργειών κάθε δράστη ούτε ως προς την αφαίρεση των χρημάτων από την κατοχή του παθόντος ούτε ως προς την ενσωμάτωση των παραπάνω χρημάτων στην περιουσία καθενός από αυτούς. Επομένως είναι απορριπτέοι οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων ότι στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση την επιβαλλόμενη αιτιολογία αναφορικά με την παραδοχή της από κοινού τέλεσης της κλοπής εκ μέρους αυτών. Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδαφ. ε'ΠΚ θεωρείται ως ελαφρυντική περίσταση εκτός των λοιπών αναφερόμενων στα προηγούμενα εδάφια αυτής και το ότι "ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περιστάσεως από το εδάφιο ε του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαίτιου, διότι τότε μόνο η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική στάση του και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο εκ του αναιρεσειόντων κατηγορουμένων Χ1, με αυτοτελή ισχυρισμό που κατέθεσε ο συνήγορος υπερασπίσεως του εγγράφως και ανέπτυξε προφορικώς, ζήτησε να αναγνωρισθεί στο πρόσωπο του εκτός από την ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ. 2 α Π.Κ, που όπως προαναφέρθηκε έγινε δεκτός από το δικάσαν Εφετείο ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο αμφότερων των καταδικασθέντων κατηγορουμένων, και η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδαφ. ε και σχετικά με το άνω ελαφρυντικό εξέθεσε τα παρακάτω "Από τα αποδεικτικά στοιχεία (μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα που προσκομίστηκαν και αναγνώστηκαν), αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος μετά την πράξη του δεν τέλεσε νέα αδικήματα, αντίθετα συνεχίζει να εργάζεται και με τα χρήματα που κερδίζει από αυτήν συντηρεί την οικογένειά του. Τα παραπάνω συνηγορούν στο ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου συντρέχει και θα πρέπει να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 ότι δηλαδή συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του δεδομένου ότι ο χρόνος τελέσεως είναι ο Μάρτιος του έτους 2006". Όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως υπέρ του άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ελαφρυντικού από το άρθρο 84 παρ. 2 ε ΠΚ. το κατ' έφεση δικάσαν δικαστήριο τον απέρριψε σιωπηρώς χωρίς να διαλάβει ουδεμία αιτιολογία για την αρνητική ως προς την αναγνώριση αυτού του ελαφρυντικού κρίση του, παρά το ότι κατά την προβολή του από τον συνήγορο του άνω κατηγορουμένου αναφέρθηκαν τα πραγματικά περιστατικά καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνον μετά την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως του ήδη αναιρεσείοντος, ο οποίος δεν κρατήθηκε μετά τη σύλληψη του για την άνω πράξη πέραν της μιας ημέρας, που αφαιρέθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση από την ποινή που του επιβλήθηκε. Έτσι στέρησε το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αυτή από την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όσον αφορά την απόρριψη του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1. Επομένως είναι βάσιμες οι αιτιάσεις και ο λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Χ1 κατά το μέρος που αποδίδεται η άνω πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ Κ.Ποιν.Δ για έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού του. Σε περίπτωση που συντρέχουν στο πρόσωπο του κηρυχθέντος ενόχου κατηγορούμενου περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 85 ΠΚ η μείωση της ποινής λαμβάνει χώρα μια φορά, το δικαστήριο όμως προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνει υπ' όψη του στα όρια της ελαττωμένης ποινής το γεγονός της συνδρομής τυχόν περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων εφόσον από το δικαστήριο της ουσίας που έχει αναγνωρίσει υπέρ του κατηγορουμένου έτερη ελαφρυντική περίσταση, δεν επιββλήθηκε το ελάχιστο της ποινής κατά το άρθρο 83 ΠΚ.
Συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει μόνο όσον αφορά την απόρριψη του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού από το άρθρο 84 παρ. 1 ε ΠΚ του άνω αναιρεσείοντος και αναγκαίως ως προς την περί ποινής διάταξη προκειμένου να κριθεί να συντρέχει στο πρόσωπο του εν λόγω αναιρεσείοντος η από τη διάταξη αυτή ελαφρυντική περίσταση και σε καταφατική περίπτωση να συνεκτιμηθεί και αυτή κατά την επιμέτρηση της ποινής που θα του επιβληθεί και να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο μέρος η υπόθεση για νέα συζήτηση ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1 στο ίδιο άνω δικαστήριο του οποίου η συγκρότηση είναι δυνατή από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δικάσαν προηγουμένως. Κατά τα λοιπά η ίδια αίτηση του αναιρεσείοντος Χ1 με τον πρόσθετο λόγο αυτής και η αίτηση αναιρέσεως του έτερου των αναιρεσειόντων Χ2 πρέπει να απορριφθούν και να επιβληθούν σε βάρος του τελευταίου τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ) και η δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 550/2009 απόφαση του Τριμελούς εφετείου Λάρισας μόνον κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1, όσον αφορά την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος αυτού για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του και ως προς τη διάταξη περί της επιβληθείσης σε αυτόν ποινής.
Παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο άνω δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 16-11-2009 αίτηση του Χ1 όπως διαμορφώθηκε με τον από 27-1-2010 πρόσθετο λόγο για αναίρεση της άνω αποφάσεως και την από 16-11-2009 αίτηση του Χ2 για αναίρεση της ίδιας άνω 550/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος Χ2 τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και τη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, που ανέχρεται σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Απριλίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή