Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 398 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Πολιτικός ενάγων, Απάτη, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Συνέργεια.




Περίληψη:
Άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής αποφάσεως για κακουργηματική απάτη και άμεση συνέργεια σε έκδοση ακαλύπτων επιταγών. Στοιχεία εγκλημάτων. Έννοια άμεσης συνέργειας. Επαρκής αιτιολογία ως προς την απαλλακτική, για τους κατηγορουμένους, κρίση. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος δεν απαιτείται να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, όταν, μάλιστα, προκύπτει από το όλο περιεχόμενο του σκεπτικού ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και αυτή.




Αριθμός 398/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 56/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 46, 348, 1083/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με κατηγορούμενους τους: 1) Θ. Τ. του Σ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Αναστασάκη και 2) Γ. Κ. του Χ., κάτοικο ..., που παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Μαύρο και πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "Α. Λ. - Σίδερα-Τσιμέντα-Δομικά Πλέγματα ΑΕ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο παρέστη ο νόμιμος εκπρόσωπός της Π. Λ. του Α. και διόρισε πληρεξουσίους δικηγόρους τους Δημήτριο Μουστακάτο και Όλγα Τσόλκα.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 17/23-6-2014 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 631/2014.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρ. 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρ. 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρ. 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, η ένδικη υπ’ αριθ. εκθ. 17/23.6.2014 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της 46, 348 και 1083/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το απαλλακτικό μέρος, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την επ’ αυτής επισημείωση της αρμοδίας Γραμματέως, καταχωρήθηκε στο βιβλίο καθαρογραφής ποινικών αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών την 23.5.2014. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η ισχύς του οποίου άρχισε από 3.6.1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για να είναι η απάτη κακούργημα, πρέπει α) ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ ή β) το όφελος που επεδίωκε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1, 2 του ν. 4055/12.3.2012, του οποίου η ισχύς άρχισε, κατ' άρθρο 110 αυτού, από 2.4.2012, τα προβλεπόμενα στις διατάξεις της περ. α' και β' της παρ. 3 του άρθρου 386 του ΠΚ ποσά των 15.000 και 73.000 ευρώ, αναπροσαρμόζονται στα ποσά των 30.000 και 120.000 ευρώ αντιστοίχως. Ήτοι η απάτη διώκεται πλέον σε βαθμό κακουργήματος: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ αντί 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία ή βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 αντί των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1β’ του ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, η οποία είναι δυνατή και επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξεως και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε.
Εξάλλου, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6§2 της ΕΣΔΑ, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την αθωωτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαίο, ως τέτοια, να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, ειδικότερα όταν προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας), ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και η κατάθεσή του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 46, 348 και 1083/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους απάτης από κοινού κατ’ εξακολούθηση, το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία που προξενήθηκε από την οποία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία "Α. Λ. - ΣΙΔΕΡΑ ΤΣΙΜΕΝΤΑ - ΔΟΜΙΚΑ ΠΛΕΓΜΑΤΑ Α.Ε.", τον δε από αυτούς Γ. Κ. και άμεσης συνέργειας σε έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, ενώ κήρυξε ένοχο τον από αυτούς Θ. Τ. εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική, και σε χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, όσον αφορά τα εγκλήματα της απάτης και της άμεσης συνέργειας στην έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, κατά λέξη, τα εξής: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του 1ου κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Η εγκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία "Α. Λ.-ΣΙΔΕΡΑ ΤΣΙΜΕΝΤΑ-ΔΟΜΙΚΑ ΑΕ" διατηρεί από ετών στη ... επιχείρηση εισαγωγής, εμπορίας και προμήθειας (στον τομέα της χονδρικής πώλησης) σιδήρου, δομικού χάλυβα κτλ. Η εταιρεία "IRON TENCO ΑΕ" συστήθηκε κατά τις αρχές του έτους 2004 με έδρα στον ... και αντικείμενο εργασιών τη λιανική πώληση και τοποθέτηση σιδήρου, δομικού χάλυβα και σιδήρου οπλισμού, εκπροσωπούνταν δε αυτή από τους κατηγορουμένους Θ. Τ. και Γ. Κ., οι οποίοι είχαν τη θέση αντίστοιχα του Διευθύνοντος Συμβούλου και Προέδρου του Δ.Σ. αυτής. Ο κατ/νος Θ. Τ. επί πολλά έτη πριν την ίδρυση της ως άνω εταιρείας ήταν εργολάβος σιδήρου αναλαμβάνοντας την τοποθέτηση σιδήρου σε διάφορα έργα. Ο Π. Λ., εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρείας, γνώριζε τον α' κατ/νο Θ. Τ. ως εργολάβο σιδήρου επί δεκαετία περίπου και δέχθηκε να συνεργασθεί με την νεοσυσταθείσα εταιρεία "IRON TENCO ΑΕ", που εκπροσωπούσαν οι κατ/νοι. Τον Απρίλιο του 2005 ξεκίνησε η συνεργασία μεταξύ των δύο εταιρειών. Η εγκαλούσα, δια του εκπροσωπούντος αυτήν Π. Λ., ανέλαβε να προμηθεύει την εκπροσωπούμενη από τους κατ/νους εταιρεία με σίδηρο, δομικό χάλυβα και συναφή προϊόντα, εκδίδοντας τα αντίστοιχα τιμολόγια - δελτία αποστολής, εκείνη δε θα πλήρωνε με επιταγές μεταχρονολογημένες κατά 3-4 μήνες από την ημερομηνία έκδοσης κάθε τιμολογίου. Η συνεργασία τους εξελίχθηκε ομαλά για αρκετό χρόνο πλην όμως περί τον Ιούνιο 2006 διεκόπη αυτή λόγω προστριβών των συμβληθέντων για θέματα σχετικά με την εισαγωγή σιδήρου από το εξωτερικό, οπότε ο μεν εκπρόσωπος της εγκαλούσας Π. Λ. έπαυσε να προμηθεύει με σίδηρο την "IRON TENCO ΑΕ" οι δε κατ/νοι, αφού πλήρωσαν δύο ακόμα επιταγές έπαυσαν να πληρώνουν τις επόμενες . Έτσι παρέμεινε ανεξόφλητο χρέος ύψους 605.000 ευρώ. Οι κατ/νοι μέχρι τη διακοπή της συνεργασίας υπήρξαν συνεπείς στις μέχρι τότε υποχρεώσεις τους. Η αξία του σιδήρου που είχαν προμηθευθεί μέχρι τότε ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 3.422.000 ευρώ, από το οποίο είχαν πληρώσει, για τις ληξιπρόθεσμες μέχρι τότε απαιτήσεις, το ποσό των 2.500.000 ευρώ περίπου. Η σύναψη της συμφωνίας των συμβαλλόμενων, η έναρξη της συνεργασίας τους και η συνέχιση αυτής δεν στηρίχθηκαν σε οποιαδήποτε απατηλή συμπεριφορά επιδειχθείσα από τους κατ/νους. Υπάρχουν πολλές αμφιβολίες σχετικά με όσα αντίθετα υποστηρίζονται από την εγκαλούσα, για τα οποία κατηγορούνται οι κατ/νοι. Δεν αποδείχθηκε ότι οι κατ/νοι, είτε στην αρχή είτε σε άλλο μεταγενέστερο χρονικό σημείο, παρέστησαν ψευδώς στον εκπρόσωπο της εγκαλούσας Π. Λ. ότι η εταιρεία τους ήταν εύρωστη, με μηχανήματα κτλπ, ότι ο δεύτερος κατ/νος είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια με τεράστια ακίνητη περιουσία, ότι είχε κινηθεί διαδικασία για έκδοση εγγυητικής επιστολής και διαδικασία προσημείωσης ακινήτου του β' κατ/νου Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, ο Π. Λ. γνώριζε τον κατ/νο Τενέζο επί δεκαετία περίπου ως εργολάβο επεξεργασίας και τοποθέτησης σιδήρου που είχε εργασθεί σε πελάτες της εγκαλούσας σε μεγάλα έργα, όπως το MALL, Εγνατία οδό και πολλά άλλα, για τα οποία η προμήθεια σιδήρου είχε γίνει από την εγκαλούσα. Η μέχρι τότε πορεία του κατ/νου Θ. Τ. ήταν θετική και δεν είχε ακουστεί κάτι αρνητικό στην αγορά γι' αυτόν. Κατά τη σύναψη της συμφωνίας δεν χρειάσθηκε να διαβεβαιώσει τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας Π. Π. για κάτι ο κατ/νος Θ. Τ. ούτε του ζητήθηκε οποιαδήποτε διαβεβαίωση ή εξασφάλιση της μελλοντικής απαίτησης. Την εποχή εκείνη το κλίμα στην αγορά σιδήρου ήταν πολύ θετικό, η ζήτηση σιδήρου ήταν πολύ μεγάλη και όλοι θεωρούσαν ότι ήταν αδύνατο να μην επιτευχθούν κέρδη και να κινδυνεύσουν απαιτήσεις προμηθευτών. Έτσι από την αρχή και χωρίς καμία εγγύηση ή οποιασδήποτε μορφής εξασφάλιση δέχθηκε ο Π. Λ. να προμηθεύει η εγκαλούσα την εταιρεία των κατ/νων με σίδηρο η δε εταιρεία των κατ/νων να πληρώνει με επιταγές μεταχρονολογημένες κατά 3 - 4 μήνες. Από το δεύτερο κιόλας μήνα ο Π. Π., στηριζόμενος στα παραπάνω θετικά δεδομένα πολλαπλασίασε τις ποσότητες σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων, εκτελώντας τις παραγγελίες των κατ/νων που ήταν πολλαπλάσιας αξίας από αυτές του πρώτου μήνα. Συγκεκριμένα, ενώ η συνεργασία ξεκίνησε με προμήθεια σιδήρου αξίας περίπου 50-60.000 ευρώ τον πρώτο μήνα, από το δεύτερο κιόλας μήνα η εγκαλούσα προμήθευσε την εταιρεία των κατ/νων με σίδηρο τριπλάσιας τουλάχιστον αξίας. Η ποσότητα μήνα με το μήνα αυξανόταν, από τον τρίτο δε μήνα της συνεργασίας, δηλ. τον Ιούνιο 2005, και μετά ξεπερνούσε σε αξία το ποσό των 250.000 ευρώ το μήνα, και αυξανόταν συνεχώς τους επόμενους μήνες, με αποτέλεσμα λίγους μήνες πριν τη διακοπή της συνεργασίας, δηλ. Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο του επόμενου έτους, δηλ. του 2006, να ξεπερνάει σε αξία τις 500.000 ευρώ το μήνα. Ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας, Π. Λ., καθώς και ο υπεύθυνος πωλήσεων αυτής Κ. Κ. και ο υπάλληλός της Π. Μ., αρμόδιος για την εκτέλεση των παραγγελιών και την παραλαβή από τους κατ/νους των επιταγών, ποσών αντίστοιχων με την αξία του παραδιδόμενου προϊόντος, γνώριζαν από το δεύτερο μήνα, δηλ. το Μάιο 2005, την αλματώδη αύξηση των ποσοτήτων σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων καθώς και ότι αυτό συνεχιζόταν και τους επόμενους μήνες και γνώριζαν βέβαια ότι τούτο είχε ως επακόλουθο η απαίτηση της εγκαλούσας να έχει διαμορφωθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από αυτά του πρώτου μήνα. Δεν είναι συνεπώς αληθές ότι ο Π. Λ. διαπίστωσε το μήνα Σεπτέμβριο 2005, δηλ. 6 μήνες μετά την έναρξη της συνεργασίας, ότι το ανεξόφλητο υπόλοιπο είχε ξεπεράσει το ποσό των 300.000 (δεν ήταν ακόμα ληξιπρόθεσμη η σχετική απαίτηση από τις μεταχρονολογημένες επιταγές) που το θεωρούσε πολύ υψηλό. Η αύξηση της προμήθειας σιδήρου από το δεύτερο μήνα και η συνέχιση εκτέλεσης αυξημένων παραγγελιών συνεχίσθηκε για όλο το χρόνο που διήρκεσε η συνεργασία των δύο εταιρειών, δηλ. μέχρι και τον Ιούνιο 2006. Έγινε χωρίς να ζητηθεί και να παρασχεθεί κάποια εγγύηση και οφειλόταν στην καλή πορεία της εταιρείας των κατ/νων, στο θετικό κλίμα που υπήρχε στην αγορά αλλά και στο γεγονός ότι οι κατ/νοι ήσαν συνεπείς και ανταποκρίνονταν πλήρως στις οικονομικές υποχρεώσεις τους προς την εγκαλούσα, πληρώνοντας τις μεταχρονολογημένες επιταγές στο συμφωνημένο χρόνο. Δεν αποδείχθηκε ότι έγινε καμία συνάντηση το Σεπτέμβριο ή μεταγενέστερα του Π. Λ. με τους κατ/νους, στην οποία να συζητήθηκαν ανησυχίες του πρώτου για το ύψος του ανεξόφλητου ποσού και για εξασφάλιση της εκάστοτε απαίτησης της εγκαλούσας και να δόθηκαν διαβεβαιώσεις για τη φερεγγυότητα της εταιρείας, την παροχή εγγυητικής επιστολής ή εγγραφή προσημείωσης ή για την οικονομική επιφάνεια του δεύτερου κατ/νου. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη το μήνα Σεπτέμβρη, που να μπορούσε να δημιουργήσει υπόνοια και ανησυχία ότι η εταιρεία των κατ/νων δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, καθόσον μάλιστα οι κατ/νοι είχαν εξοφλήσει τις μέχρι τότε μεταχρονολογημένες επιταγές του πρώτου τριμήνου που είχαν λήξει, μετά το οποίο τρίμηνο εξοφλούνταν μία - δύο επιταγές κάθε εβδομάδα (βλ. και κατάθεση Π. Λ. σελ. 32, στ 26 επ.). Αλλά και στο επόμενο διάστημα οι κατ/νοι, ως εκπρόσωποι της εταιρείας τους, υπήρξαν συνεπείς και ανταποκρίνονταν μέχρι τη διακοπή της συνεργασίας των δύο εταιρειών σε όλες τις υποχρεώσεις τους έναντι της εγκαλούσας αλλά και έναντι τρίτων, όπως προμηθευτών του εξοπλισμού του κτλ. Η εγκαλούσα ισχυρίζεται ότι οι κατ/νοι διαβεβαίωσαν τον νόμιμο εκπρόσωπό της ψευδώς ότι επρόκειτο για εταιρεία νέα, εύρωστη και συνεχώς αναπτυσσόμενη που απασχολεί πάνω από 100 εργαζόμενους και έχει πάρα πολλά μηχανήματα και μεγάλες εγκαταστάσεις. Τα φερόμενα ως βεβαιωθέντα είναι αληθή πλην όμως τέτοια θέματα δεν έγιναν αντικείμενο συζήτησης ούτε κατά τη σύναψη της συμφωνίας και την έναρξη της συνεργασίας των δύο εταιρειών ούτε και σε οποιαδήποτε άλλη συνάντηση των εκπροσώπων των εταιρειών είτε το Σεπτέμβρη είτε μεταγενέστερα. Δεν χρειάσθηκε να διαβεβαιώσουν οι κατ/νοι τον Π. Λ. για την εταιρεία και τις εγκαταστάσεις της. Τούτο διότι ήδη στην αγορά είχε γίνει γνωστό ότι η πορεία της εταιρείας ήταν πολύ ικανοποιητική, ο Π. Λ. γνώριζε και ο ίδιος και οπωσδήποτε από τον υπάλληλό του Π. Μ., που επισκεπτόταν περίπου τρεις φορές την εβδομάδα την επιχείρηση των και/νων, ότι η επιχείρηση είχε πολλή δουλειά και μεγάλη κίνηση ο ίδιος δε ο Π. Λ. είχε επισκεφθεί το χώρο, είχε δει τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα, γερανογέφυρες κτλ. και είχε σχηματίσει δική του άποψη περί αυτών και συνεπώς δεν υπήρχε περιθώριο για παραπλάνησή του σχετικά με αυτά τα θέματα. Δεν έγινε αντικείμενο συζήτησης, κατά την επίσκεψη του Π. Λ. στις εγκαταστάσεις ή σε άλλο χρόνο, εάν τα μηχανήματα ανήκαν κατά πλήρη κυριότητα στην εταιρεία των κατ/νων ή τα κατείχε με συμφωνία χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing), όπως άλλωστε συνηθίζεται στις περισσότερες επιχειρήσεις ούτε ζητήθηκαν ούτε δόθηκαν διαβεβαιώσεις για αριθμό εργαζομένων. Πράγματι στα έργα της εταιρείας των κατ/νων "IRON TENCO ΑΕ" απασχολούνταν μόνιμα πάνω από 100 εργαζόμενοι σε διάφορα συνεργεία υπεργολάβων πλην όμως δεν έγινε αντικείμενο συζήτησης αυτό και μάλιστα εάν οι εργαζόμενοι ήσαν μόνιμα εργαζόμενοι μόνο στην εταιρεία ή εργαζόμενοι στα διάφορα συνεργεία των υπεργολάβων, εάν και με ποιόν είχαν συμβατική σχέση και πως χαρακτηριζόταν νομικά αυτή. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να παραπλανηθεί ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας ότι η εταιρεία των κατ/νων είχε πάνω από 100 μόνιμους εργαζόμενους δικούς της, όταν η ίδια η εγκαλούσα, που ήταν πολύ μεγαλύτερη εταιρεία, απασχολούσε περίπου σαράντα εργαζόμενους. Ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων και στα συνεργεία των υπεργολάβων για την ολοκλήρωση των μεγάλων έργων που είχε αναλάβει η εταιρεία "IRON TENCO ΑΕ" υποδήλωνε το εύρος των εργασιών της που ήταν πράγματι μεγάλο. Η όποια άλλη πληροφορία για την εταιρεία των κατ/νων από αναρτήσεις στο διαδίκτυο, πέραν του γεγονότος ότι δεν αποδεικνύεται το χρονικό σημείο γνώσης τέτοιων αναρτήσεων, που μπορεί να ήταν και μεταγενέστερο της διακοπής της συνεργασίας, δεν έγινε αντικείμενο συζήτησης και δεν άσκησε οποιαδήποτε επιρροή στην έναρξη και συνέχιση της συνεργασίας ούτε στηρίχθηκε η συμφωνία σε πληροφόρηση από αναρτήσεις στο διαδίκτυο. Σε κάθε περίπτωση ήταν αληθές, όπως προαναφέρθηκε, ότι επρόκειτο για εύρωστη αναπτυσσόμενη εταιρεία με σύγχρονο εξοπλισμό και εγκαταστάσεις και με μεγάλο κύκλο εργασιών που απασχολούσε στο σύνολο των συνεργείων πάνω από 100 εργαζόμενους. Όπως δε αποδείχθηκε και στη συνέχεια, η εταιρεία αυτή είχε πράγματι μεγάλο εύρος εργασιών και έτσι μπόρεσε να ανταποκριθεί επιτυχώς στις υποχρεώσεις της και έναντι τρίτων, όπως πχ των προμηθευτών του εξοπλισμού της, προσωπικού κτλ αλλά και έναντι της εγκαλούσας, εξοφλώντας όλες τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της μέχρι το χρόνο που δημιουργήθηκε εμπλοκή στη συνεργασία τους που ανέρχονταν σε 2.500.000 ευρώ περίπου. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι σε κάποια ή σε κάποιες συναντήσεις οι κατ/νοι διαβεβαίωσαν τον Π. Λ. ψευδώς ότι ο κατ/νος Κ. ως μεγαλογιατρός, Διευθυντής στον Άγιο Σάββα, είχε τεράστια ακίνητη περιουσία και σκάφος και ότι με την τριτεγγύηση από αυτόν των επιταγών ήταν εξασφαλισμένο το εκάστοτε ανεξόφλητο υπόλοιπο. Ότι ήταν διευθυντής στον Άγιο Σάββα είναι αληθινό. Ότι είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια είναι γνώμη που σχημάτισε ο ίδιος ο Π. Λ. από το γεγονός κυρίως ότι ο κατ/νος Κ. επί πολλά έτη εργαζόταν ως επιτυχημένος θωρακοκαρδιοχειρουργός στο εξωτερικό. Ως προς την υπογραφή των επιταγών από κάποιο χρονικό σημείο και ύστερα και δη από το τέλος Νοεμβρίου 2005 και από το δεύτερο κατ/νο Γ. Κ., υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το εάν τούτο έγινε κατ' απαίτηση της εγκαλούσας και προς διασφάλιση των απαιτήσεών της και όχι διότι έτσι αποφασίσθηκε μεταξύ των κατ/νων για λόγους που αφορούσαν τις εσωτερικές σχέσεις τους. Εάν από αυτό το γεγονός ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας, μετά την ενημέρωσή του από τον Θ. Τ. ότι οι επιταγές θα φέρουν πλέον και τις υπογραφές και των δύο κατ/νων, θεωρούσε ότι εξασφαλιζόταν και η απαίτησή του περισσότερο, καθόσον πλέον θα ήταν υπεύθυνος και ο δεύτερος κατ/νος, για τον οποίο πίστευε ότι είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, τούτο δε σημαίνει ότι έγιναν και ψευδείς παραστάσεις για οικονομική επιφάνεια, μεγάλη ακίνητη περιουσία και προσημειώσεις. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι, σε συνάντηση το Σεπτέμβρη 2005 αλλά και σε μεταγενέστερες συναντήσεις και επικοινωνίες, οι κατ/νοι διαβεβαίωσαν ψευδώς τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας ότι ο κατ/νος Κ. είχε κινήσει τη διαδικασία εγγραφής προσημείωσης σε ακίνητό του καθώς και ότι οι κατ/νοι είχαν κινήσει διαδικασία έκδοσης εγγυητικής επιστολής από την ALPHA BANK, ποσού 600.000 ευρώ. Επιπλέον τούτου, τη διαδικασία εγγραφής προσημείωση, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι είχε τεθεί τέτοιο θέμα, θα την κινούσε η εγκαλούσα ως αιτούσα και επομένως ο εκπρόσωπός της Π. Λ. θα γνώριζε εάν είχε συμβεί τούτο και δεν θα μπορούσε να παραπλανηθεί από οποιαδήποτε διαφορετική διαβεβαίωση. Ως προς δε την εγγυητική επιστολή, πρέπει να επισημανθεί ότι αποδείχθηκε ότι δεν συνηθιζόταν οι προμηθευτές να ζητούν εγγυητικές επιστολές για συναλλαγές στο εσωτερικό. Τέτοιες επιστολές ζητούσαν μόνο οι εταιρείες του εξωτερικού για προμήθεια από αυτές. Τούτο, όπως προαναφέρθηκε, δικαιολογούνταν από τη μεγάλη και κερδοφόρα για όλους κίνηση στην αγορά σιδήρου στο εσωτερικό όλο εκείνο το χρονικό διάστημα. Πέραν τούτου, εάν πράγματι είχε ζητηθεί εγγυητική επιστολή το Σεπτέμβρη του 2005 και είχε διαβεβαιώσει ο κατ/νος Τ. ότι είχε κινήσει τη σχετική διαδικασία, η επιστολή θα μπορούσε να είχε εκδοθεί, όπως κατέθεσε ο ίδιος ο Π. Λ., σε τρεις ημέρες ή σε μία εβδομάδα ή το πολύ σε ένα μήνα. Ποτέ όμως δεν προσκομίσθηκε τέτοια επιστολή και παρόλα αυτά ο Π. Λ., για λογαριασμό της εγκαλούσας, συνέχισε να προμηθεύει όλο το διάστημα με μεγάλες ποσότητες την εταιρεία των κατ/νων. Δεν είναι δυνατόν λογικά να γίνει δεκτό ότι ο Π. Λ. ανησύχησε το Σεπτέμβρη 2005, οπότε το υπόλοιπο ανερχόταν σε 300.000 ευρώ, και γι' αυτό ζήτησε εγγυήσεις και παρ' όλα αυτά και χωρίς να δοθεί ούτε εγγυητική επιστολή ούτε προσημείωση, στηριζόμενος μόνο σε προφορικές διαβεβαιώσεις περί αυτών και περί μεγάλης ακίνητης περιουσίας και οικονομικής επιφάνειας του β' κατ/νου, αύξησε θεαματικά τις ποσότητες σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων τους επόμενους μήνες σε σημείο που τον Μάιο - Ιούνιο του 2006 το υπόλοιπο της ( μη ληξιπρόθεσμης) απαίτησης (από τις επιταγές που δεν είχαν λήξει) να έχει ανέλθει στο ποσό των 1.300.000 ευρώ περίπου, το οποίο μειώθηκε μετά από καταβολές των κατ/νων. Το γεγονός αυτό της προμήθειας, χωρίς εγγυητική επιστολή και χωρίς προσημείωση ή άλλη διασφάλιση, μεγάλων ποσοτήτων εμπορευμάτων για πολλούς μήνες και για όσο διάστημα διήρκεσε η συνεργασία των εταιρειών, που διακόπηκε για άλλους λόγους σχετικούς με την προμήθεια σιδήρου από το εξωτερικό, ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι τέτοια συζήτηση για παροχή εγγυήσεων και ασφαλειών δεν έγινε ποτέ και οπωσδήποτε η συνέχιση της συνεργασίας δεν στηρίχθηκε σε τέτοιες διαβεβαιώσεις. Εάν πράγματι ο Π. Λ. ανησυχούσε τόσο πολύ για το ύψος της απαίτησης, εφόσον οι κατ/νοι δεν διασφάλιζαν την εκάστοτε απαίτηση με την ζητηθείσα, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από αυτόν, εγγυητική επιστολή ή προσημείωση, σε εύλογο χρόνο θα λάμβανε κάποια μέτρα, όπως π.χ. θα μείωνε την ποσότητα σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων και δεν θα συνέχιζε μέχρι το τέλος να εκτελεί παραγγελίες μεγάλης αξίας. Δεν αντέχει στη λογική ότι για να μην κινδυνεύσουν απαιτήσεις ύψους 300.000 ευρώ το Σεπτέμβρη του 2005 ή 400.000 και 500.000 ευρώ τους αμέσως επόμενους μήνες συνέχισε τη συνεργασία διευρύνοντας ακόμα περισσότερο το ποσό της απαίτησης και ανεβάζοντας αυτήν κατά τους μήνες Μάιο - Ιούνιο 2006 στο ποσό των 1.300.000 ευρώ. Επιπλέον τούτου, δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι η εγκαλούσα θα έθετε σε κίνδυνο οποιαδήποτε απαίτησή της, εάν μείωνε ή διέκοπτε τη συνεργασία σε αρκετά προγενέστερο χρονικό σημείο, καθόσον δεν διαπιστώθηκε εάν είχε ασφαλίσει αυτήν την απαίτησή της, για τον κίνδυνο της μη πληρωμής της, όπως είχε πράξει με άλλες απαιτήσεις και όπως έπρατταν πολλοί επιχειρηματίες στο χώρο αυτό. Η διακοπή της συνεργασίας των δύο εταιρειών τον Ιούνιο του έτους 2006 δεν έχει σχέση με τη διασφάλιση ή μη της απαίτησης εκ μέρους των κατ/νων. Ο λόγος διακοπής οφείλεται στις προστριβές μεταξύ των εκπροσώπων των εταιρειών για λόγους που είχαν σχέση με την εισαγωγή εμπορευμάτων από τους κατ/νους από το εξωτερικό. Αυτός υπήρξε ο λόγος διακοπής ανεξαρτήτως του ποιός είχε δίκιο και ποιός δικαιώθηκε κατά τους μακροχρόνιους αγώνες που ακολούθησαν κυρίως με πρωτοβουλία του κατ/νων. Εξαιτίας τούτου η εγκαλούσα σταμάτησε να προμηθεύει την εταιρεία των κατ/νων με εμπόρευμα, οι τελευταίοι παρόλα αυτά πλήρωσαν δύο ληξιπρόθεσμες επιταγές και στη συνέχεια θεωρώντας αντισυμβατική τη συμπεριφορά της εγκαλούσας σταμάτησαν να πληρώνουν τις επόμενες επιταγές. Μετά τη σφράγιση της πρώτης επιταγής, 30-6-2006, οι λοιποί επιχειρηματίες αρνούνταν να προμηθεύσουν με εμπόρευμα την εταιρεία των κατ/νων, με συνέπεια οι τελευταίοι να μην μπορούν να συνεχίσουν τα έργα που είχαν αναλάβει και να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το ανεξόφλητο υπόλοιπο των 605.000 ευρώ δεν είναι όφελος των κατ/νων και ζημία της εγκαλούσας που προήλθε από απάτη που μετήλθαν οι κατ/νοι, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε υπήρξαν συνεπείς και κατέβαλαν όλο το ποσό των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων μέχρι τη διακοπή της συνεργασίας. Η άρνησή τους να πληρώσουν, διότι θεωρούσαν αντισυμβατική τη συμπεριφορά του εκπροσώπου της εγκαλούσας, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει απάτη, ανεξαρτήτως εάν η πεποίθησή τους αυτή ήταν εσφαλμένη ή μη και ανεξαρτήτως εάν τελικά δικαιώθηκαν ή όχι κατά τους δικαστικούς αγώνες που διεξήχθηκαν επί σειρά ετών. Δεν γίνεται δεκτό ότι οι κατ/νοι είχαν καταστρώσει σχέδιο να εξαπατήσουν τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας και να μην εξοφλήσουν το χρέος τους, αφού αποδείχθηκε ότι όλο το διάστημα υπήρξαν συνεπείς, εξοφλώντας από το ποσό των 3.500.000 ευρώ περίπου, στο οποίο ανήλθε το σύνολο των συναλλαγών τους με την εγκαλούσα, περίπου 2.500.000 ευρώ και μάλιστα τις δύο τελευταίες επιταγές τις πλήρωσαν μετά την άρνηση της εγκαλούσας να τους προμηθεύσει με σίδηρο, πιστεύοντας ότι θα πετύχαιναν τη συνέχιση της συνεργασίας. Σύμφωνα με αυτά οι κατ/νοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι για την κατηγορία της απάτης ... Ο δεύτερος κατ/νος Γ. Κ. πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην έκδοση των ως άνω ακάλυπτων επιταγών από τον πρώτο, διότι η φερόμενη ως χορηγηθείσα από αυτόν τριτεγγύηση, με υπογραφή του στο σώμα των επιταγών, δεν αποτελεί προϋπόθεση από το νόμο για την έκδοση επιταγής ούτε αποδείχθηκε ότι τέθηκε από τα μέρη ως όρος, χωρίς τον οποίο δεν θα εκδίδονταν οι ακάλυπτες επιταγές ούτε αποτέλεσε συνδρομή στην έκδοση αυτών. Όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι η υπογραφή των επιταγών από το δεύτερο κατ/νο έγινε κατόπιν απαίτησης της εγκαλούσας και μάλιστα ότι αυτή δεν θα δεχόταν πλέον επιταγές μη υπογεγραμμένες και από τους δύο κατ/νους".
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού παραθέτει τα αποδεικτικά μέσα και εκθέτει, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και τις σκέψεις που στηρίζουν την απαλλακτική του κρίση και ειδικότερα την κρίση του ότι, από τα αναφερόμενα στην απόφαση και τα πρακτικά αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε η ενοχή των κατηγορουμένων για την κακουργηματική απάτη που τους αποδιδόταν, του δε από αυτούς Γ. Κ. και για την άμεση συνέργεια στην έκδοση ακαλύπτων επιταγών από μέρους του Θ. Τ. κατ’ εξακολούθηση. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα είναι αβάσιμες, αφού: α) Από τις ως άνω παραδοχές, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο κατέληξε στην αθωωτική για τους κατηγορουμένους κρίση του, αφού συνεκτίμησε, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, και την χωρίς όρκο κατάθεση του ως μάρτυρα εξετασθέντος νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας Π. Λ., αφού, σε δύο σημεία του σκεπτικού γίνεται αναφορά σ’ αυτήν (σελ. 62, 64 προσβαλλόμενης αποφάσεως), ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, στο προοίμιο του σκεπτικού, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο. β) Οι παραδοχές ότι "επιπλέον τούτου, τη διαδικασία εγγραφής προσημείωσης, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι είχε τεθεί τέτοιο θέμα, θα την κινούσε η εγκαλούσα ως αιτούσα και επομένως ο εκπρόσωπός της Π. Λ. θα γνώριζε εάν είχε συμβεί τούτο και δεν θα μπορούσε να παραπλανηθεί από οποιαδήποτε διαφορετική διαβεβαίωση" και "εάν πράγματι ο Π. Λ. ανησυχούσε τόσο πολύ για το ύψος της απαίτησης, εφόσον οι κατ/νοι δεν διασφάλιζαν την εκάστοτε απαίτηση με την ζητηθείσα, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από αυτόν, εγγυητική επιστολή ή προσημείωση, σε εύλογο χρόνο θα λάμβανε κάποια μέτρα, όπως π.χ. θα μείωνε την ποσότητα σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων και δεν θα συνέχιζε μέχρι το τέλος να εκτελεί παραγγελίες μεγάλης αξίας" δεν είναι ούτε ενδοιαστικές ούτε ασαφείς, αλλά είναι επικουρικές και αποτελούν επιχειρήματα, τα οποία έχουν τεθεί για να στηρίξουν ακόμη περισσότερο τις παραδοχές ότι η μέχρι τότε πορεία του κατηγορουμένου Θ. Τ. ήταν θετική, ότι δεν είχε ακουστεί στην αγορά τίποτε αρνητικό γι’ αυτόν, ότι δεν του είχε ζητηθεί οποιαδήποτε διαβεβαίωση ή εξασφάλιση της μελλοντικής απαιτήσεως, ότι η αύξηση της προμήθειας σιδήρου από το δεύτερο μήνα και η συνέχιση εκτελέσεως αυξημένων παραγγελιών συνεχίσθηκε για όλο το χρόνο που διήρκεσε η συνεργασία των δύο εταιριών και έγινε χωρίς να ζητηθεί και να παρασχεθεί κάποια εγγύηση και οφειλόταν στην καλή πορεία της εταιρίας των κατηγορουμένων, στο θετικό κλίμα που υπήρχε στην αγορά αλλά και στο γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι, μέχρι τη διακοπή της συνεργασίας των εταιριών, ήσαν συνεπείς και ανταποκρίνονταν πλήρως στις οικονομικές υποχρεώσεις τους προς την εγκαλούσα και έναντι τρίτων. γ) Οι παραδοχές ότι "δεν είναι δυνατόν λογικά να γίνει δεκτό ότι ο Π. Λ. ανησύχησε το Σεπτέμβρη 2005, οπότε το υπόλοιπο ανερχόταν σε 300.000 ευρώ, και γι' αυτό ζήτησε εγγυήσεις και παρ' όλα αυτά και χωρίς να δοθεί ούτε εγγυητική επιστολή ούτε προσημείωση, στηριζόμενος μόνο σε προφορικές διαβεβαιώσεις περί αυτών και περί μεγάλης ακίνητης περιουσίας και οικονομικής επιφάνειας του β' κατηγορουμένου, αύξησε θεαματικά τις ποσότητες σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων τους επόμενους μήνες σε σημείο που τον Μάιο - Ιούνιο του 2006 το υπόλοιπο της ( μη ληξιπρόθεσμης) απαίτησης (από τις επιταγές που δεν είχαν λήξει) να έχει ανέλθει στο ποσό των 1.300.000 ευρώ περίπου, το οποίο μειώθηκε μετά από καταβολές των κατηγορουμένων" και "δεν αντέχει στη λογική ότι για να μην κινδυνεύσουν απαιτήσεις ύψους 300.000 ευρώ το Σεπτέμβρη του 2005 ή 400.000 και 500.000 ευρώ τους αμέσως επόμενους μήνες συνέχισε τη συνεργασία διευρύνοντας ακόμα περισσότερο το ποσό της απαίτησης και ανεβάζοντας αυτήν κατά τους μήνες Μάιο - Ιούνιο 2006 στο ποσό των 1.300.000 ευρώ" δεν είναι ούτε ασαφείς ούτε αόριστες, δεδομένου ότι αυτές επεξηγούνται, στη συνέχεια, με την παραδοχή ότι "επιπλέον τούτου, δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι η εγκαλούσα θα έθετε σε κίνδυνο οποιαδήποτε απαίτησή της, εάν μείωνε ή διέκοπτε τη συνεργασία σε αρκετά προγενέστερο χρονικό σημείο, καθόσον δεν διαπιστώθηκε εάν είχε ασφαλίσει αυτήν την απαίτησή της, για τον κίνδυνο της μη πληρωμής της, όπως είχε πράξει με άλλες απαιτήσεις και όπως έπρατταν πολλοί επιχειρηματίες στο χώρο αυτό. Η διακοπή της συνεργασίας των δύο εταιρειών τον Ιούνιο του έτους 2006 δεν έχει σχέση με τη διασφάλιση ή μη της απαίτησης εκ μέρους των κατ/νων. Ο λόγος διακοπής οφείλεται στις προστριβές μεταξύ των εκπροσώπων των εταιρειών για λόγους που είχαν σχέση με την εισαγωγή εμπορευμάτων από τους κατηγορουμένους από το εξωτερικό ...". Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. εκθ. 17/23 Ιουνίου 2014 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 46, 348 και 1083/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή