Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1482 / 2018    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Εκβίαση, Έξοδα, Αβάσιμοι λόγοι.




Περίληψη:
Απόπειρα εκβίασης κατ' επάγγελμα. Παθητική δωροδοκία. Απλή
συνεργεία σε απόπειρα εκβίασης κατ' επάγγελμα. Δύο αιτήσεις
αναιρέσεως. Η πρώτη αίτηση από την αυτουργό της εκβίασης και της
παθητικής δωροδοκίας και η δεύτερη αίτηση από τον απλό συνεργό στην
εκβίαση. Λόγοι της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως από το 510 παρ. 1
στοιχ. Δ', Ε' και Η'. Λόγοι δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως από το 510
παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε', Α' και Β'. Αβάσιμοι οι λόγοι αμφοτέρων των
αιτήσεων, Απορρίπτονται αμφότερες οι αιτήσεις αναιρέσεως.
Επιβάλλονται σε κάθε αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας
και καταδικάζεται ο κάθε αναιρεσείων στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του
παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου.





Αριθμός 1482/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ι. Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. Ε. Π. του Ν., κατοίκου ... η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ζήση και 2. Ν. Α. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Χουρσόγλου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1284, 1688, 2309, 2451/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Νικόλαο Πατηνιώτη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2. Ι. Φ., κάτοικο ..., ο οποίος δεν παρέστη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις αναίρεσης α) από 19 Απριλίου 2016 και β) από 18 Απριλίου 2016 μαζί με τους από 5 Ιανουαρίου 2017 πρόσθετους λόγους επί της δεύτερης αίτησης, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2016.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της δεύτερης αίτησης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ’ αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 8 Ιουνίου 2016 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Χ. Λ., ο πολιτικώς ενάγων Ι. Φ. κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. ...17-5-2016 κλήση της για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως αυτός δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Κατά συνέπεια, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, μετά την εμφάνιση και νομότυπη παράσταση των αναιρεσειόντων, πρέπει να συζητηθούν σαν να ήταν παρών και ο ως άνω πολιτικώς ενάγων, αφού ο τελευταίος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Φέρονται προς συζήτηση η από 19 Απριλίου 2016 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Ε. Π. του Ν., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-4-2016 και η από 18 Απριλίου 2016 αίτηση αναιρέσεως του Ν. Α. του Α., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18-4-2016, καθώς και οι από 5 Ιανουαρίου 2017 πρόσθετοι επ’ αυτής λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 5-1-2017, για αναίρεση της με αριθμούς 2451,2309,1688,1284/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκαν, η πρώτη, για απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα και για παθητική δωροδοκία, σε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως και ο δεύτερος, για απλή συνέργεια σε απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα, σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, οι οποίες αναιρέσεις, καθώς και οι κατά τα ανωτέρω πρόσθετοι λόγοι επί της μίας, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, πρέπει να συνεκδικασθούν και να ερευνηθούν περαιτέρω.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 στοιχ. γ’ του Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου, ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, ενώ σύμφωνα με την παρ. 1 στοιχ. β’ εδάφιο α’ του αυτού ως άνω άρθρου, αν ο υπαίτιος της εκβίασης μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματός του, ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν δε τις παραπάνω πράξεις (του άρθρου 385 παρ. 1 στοιχ. β εδάφιο α’ Π.Κ.), τις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατά συνήθεια ή κατ’ επάγγελμα, τιμωρείται, σύμφωνα με το εδάφιο β’ της παρ. 1 στοιχ. β’ του ίδιου άρθρου, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από την διάταξη της παρ. 1 στοιχ. γ’ του άρθρου 385 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της μεν αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της εκβίασης στην βασική του μορφή, απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή βλαπτική για την περιουσία του, με βία ή με απειλή ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφασή του, της δε υποκειμενικής του υπόστασης γνώση του δράστη ότι με την ασκούμενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείμενο σε καταναγκαστική κατάσταση, θέληση του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του ίδιου ή άλλου και επί πλέον σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ο εξαναγκασμός ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο ή ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζόμενου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η επαπειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζόμενου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ’ εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησής τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 Π.Κ.. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως, ή και εμμέσως να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον, μπορεί δε να συνίσταται και στην παράλειψη εκπλήρωσης συμβατικής υποχρέωσης, αρκεί να είναι ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκαζόμενου. Είναι αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει, ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάσθηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η απειλή. Η εκβίαση επιχειρήσεων που προβλέπεται από την παρ. 1 στοιχ. β’ εδάφιο α’ του άρθρου 385 του Π.Κ, καθίσταται κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο δράστης της εκβίασης διαπράττει τέτοιες πράξεις(εκβιάσεις επιχειρήσεων) κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 13 εδάφιο στ’ του Π.Κ., που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 2408/1996, κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη της εκβίασης, προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του εγκλήματος της εκβίασης του άρθρου 385 παρ. 1 στοιχ. β’ εδάφιο α’ του Π.Κ. κατ’ επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί από την επανειλημμένη τέλεσή του, εισόδημα. Επίσης, κατ’ επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια διαγωγή. Αν η ασκηθείσα βία ή απειλή δεν προκαλέσουν στον απειλούμενο φόβο ή δεν επιφέρουν σ’ αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβιάσεως δεν είναι τετελεσμένο και η βία ή η απειλή που ασκήθηκε συνιστούν απόπειρα εκβίασης κατά το άρθρο 42 του Π.Κ., εφόσον περιέχουν τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του εγκλήματος της εκβίασης. Ακόμη από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 του Π.Κ. προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας σε οποιαδήποτε άδικη πράξη, απαιτείται ηθελημένη παροχή στον αυτουργό, πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης αυτής πράξης, οποιασδήποτε υλικής ή ψυχικής συνδρομής, η οποία χωρίς να έχει το στοιχείο της άμεσης συνέργειας, συντελεί στην τέλεση της πράξης από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στην γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξης που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα, και την βούλησή του να συμβάλλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η ψυχική συνδρομή του απλού συνεργού μπορεί να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του στον τόπο της πράξης, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξης καθώς και με την ενθάρρυνση αυτού καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες κ.λπ.. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 49 παρ. 2 του Π.Κ , οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις, που επιτείνουν, μειώνουν, ή αποκλείουν την ποινή, λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνο τον συμμέτοχο, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις, εξαιτίας των οποίων μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της πράξεως από πλημμέλημα σε κακούργημα , πρέπει να υπάρχουν και στον συμμέτοχο, γιατί διαφορετικά αυτός θα κριθεί ως συμμέτοχος στο βασικό έγκλημα και όχι στην διακεκριμένη παραλλαγή του, έστω και αν γνώριζε ότι οι ιδιότητες αυτές, υφίσταντο στο πρόσωπο του αυτουργού. Έτσι, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης ως προς τις ανωτέρω ιδιότητες ή σχέσεις, πρέπει να διαλαμβάνονται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η συνδρομή και στα πρόσωπα των συμμετόχων (ηθικών αυτουργών και άμεσων ή απλών συνεργών), των ιδιαιτέρων αυτών ιδιοτήτων ή σχέσεων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξης. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 235 Π.Κ., όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του Ν. 2802/2000, ως εκ του χρόνου που τελέστηκε η επίδικη αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας, "υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου για τον εαυτό του ή τρίτο, ωφελήματα οποιοσδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’ του Π.Κ., η από μέρους αυτού του ίδιου ή διαμέσου άλλου, απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων), για ενέργεια ή παράλειψή του που ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντα του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του, είναι δε αδιάφορο αν η ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την πραγματώσει (Ολομ. Α.Π. 6/1998). Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, με την έννοια ότι οι περισσότεροι τρόποι πραγμάτωσής του, που κατά την ως άνω διάταξη είναι: α) η απαίτηση ωφελήματος, β) η αποδοχή του και γ) η αποδοχή υπόσχεσης για την ενέργεια ή την παράλειψη, μπορούν να εναλλαχθούν και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων πραγματώνεται ένα μόνο έγκλημα, εφόσον θίγεται το ίδιο έννομο αγαθό και δεν μεσολάβησε ειρήνευση, χρόνος δε τέλεσης της πράξης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο εκδηλώθηκε ο πρώτος τρόπος τέλεσης, όπως με την απαίτηση του δώρου, οπότε ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος απαίτησε το δώρο θεωρείται κατά το νόμο (άρθρ. 17 του Π.Κ.), ως χρόνος τέλεσης της πράξης. Αν μετά την υπόσχεση προσφορά κ.λπ., δοθεί και το δώρο, η προηγούμενη δραστηριότητα απορροφάται στην τελευταία.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 2451,2309,1688,1284/2015 αποφάσεώς του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτήν, δέχθηκε ανελέγκτως, επί λέξει, τα εξής: "Κατά το έτος 2007, οι κατηγορούμενοι υπηρετούσαν στη ... και ειδικότερα η μεν πρώτη κατηγορούμενη, ως εφοριακός ελεγκτής, ο δε δεύτερος, ως προϊστάμενος, και, συνεπώς, είχαν την ιδιότητα του υπαλλήλου. Η πρώτη κατηγορούμενη, κατά το Μάϊο του 2007, επισκέφθηκε την επιχείρηση κομμωτηρίου του πολιτικώς ενάγοντος Ι. Φ., επί της οδού ... στην Αθήνα, και, επιδεικνύοντας την ...2005 εντολή ελέγχου, την οποία είχε υπογράψει, στις 13-10-2005, η Β. Κ., προϊστάμενη τότε της ίδιας ΔΟΥ, του ανακοίνωσε ότι της είχε ανατεθεί ο φορολογικός έλεγχος της επιχείρησής του για τα έτη 2003 έως 2006. Ο I. Φ., επικαλούμενος προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους, παρακάλεσε την πρώτη κατηγορούμενη να αναβάλει, για μικρό χρονικό διάστημα, τον έλεγχο. Η παράκληση αυτή έγινε αποδεκτή. Κατά τις αρχές του Σεπτεμβρίου 2007, η πρώτη κατηγορούμενη επικοινώνησε με το λογιστή του πολιτικώς ενάγοντος Δ. Χ., στον οποίο, επίσης, ανακοίνωσε την εντολή ελέγχου της εν λόγω επιχείρησης και του ζήτησε να επισκεφθεί είτε ο ίδιος είτε ο πελάτης του την υπηρεσία της για να συζητήσουν για την υπόθεση. Πράγματι, ο Δ. Χ. την επισκέφθηκε στο γραφείο της και εκεί, σε γενόμενη συζήτηση, η πρώτη κατηγορούμενη άφησε να εννοηθεί ότι το απειλούμενο σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος πρόστιμο για τις φορολογικές παραβάσεις του θα ανερχόταν στο ποσό των 60.000 ευρώ περίπου, χωρίς να είναι τούτο οριστικό, γιατί δεν είχε ολοκληρώσει ακόμη τον έλεγχο. Την επόμενη ημέρα, τηλεφώνησε η ίδια στον I. Φ. και, αφού του είπε ότι είχε συναντηθεί με το λογιστή του, του ανακοίνωσε ότι την επόμενη ημέρα θα μετέβαινε η ίδια στο κομμωτήριο, όπως και έπραξε. Εκεί, κατά τη συνάντησή τους και ενόψει του ότι την άνοιξη του ίδιου έτους (2007) είχε επιβληθεί σε βάρος του I. Φ. πρόστιμο για το λόγο ότι δεν τηρούσε το ειδικό βιβλίο για περιποίηση νυχιών, του δήλωσε ότι για τη μη τήρηση του βιβλίου τούτου και το φορολογικό έλεγχο της τετραετίας "...θα δώσεις κάτι σε μας και στο κράτος και θα είμαστε όλοι ευχαριστημένοι...", αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι απαιτούσε χρήματα προκειμένου να έχει ευνοϊκή κατάληξη γι’ αυτόν ο φορολογικός έλεγχος. Ο I. Φ., επειδή άρχισε να φοβάται, της είπε ότι είχε συγκεντρώσει 5.000 ευρώ για να της τα δώσει, όμως εκείνη έμμεσα αποποιήθηκε το ποσό εκείνο, λέγοντας σ’ αυτόν ότι ένα άλλο κομμωτήριο της είχε καταβάλει 40.000 ευρώ και ένας καρδιολόγος 50.000 ευρώ. Το ποσό το οποίο αρχικά ζήτησε από τον I. Φ. ήταν 30.000 ευρώ, από το οποίο 15.000 ευρώ προοριζόταν για την ίδια και 15.000 ευρώ για το κράτος. Ο I. Φ. αρχικά δεν ήταν διατεθειμένος να καταβάλει το ποσό αυτό. Άφησε, όμως, να εννοηθεί ότι θα το σκεφθεί και θα αποφασίσει. Έτσι, η πρώτη κατηγορούμενη έφυγε από το κομμωτήριο χωρίς να πάρει μαζί της τα βιβλία της επιχείρησης για έλεγχο. Μετά την πάροδο ενός μήνα περίπου, η πρώτη κατηγορούμενη τηλεφώνησε πάλι στον I. Φ. και του είπε "με ξέχασες, δεν μου έχεις απαντήσει". Ο I. Φ., αρνούμενος να ενδώσει στην απαίτησή της αυτή, της είπε να έλθει για έλεγχο στην επιχείρησή του, οπότε η τελευταία, για να τον εξαναγκάσει να δεχθεί την πρότασή της, του δήλωσε ότι, σε περίπτωση άρνησής του, το πρόστιμο που θα του επιβαλλόταν θα ήταν υπέρογκο και εξοντωτικό για την επιχείρησή του. Στις 30-11-2007, η ίδια εφοριακός επισκέφθηκε και πάλι το κομμωτήριο του I. Φ. και, αφού πήρε μαζί της για φορολογικό έλεγχο τα βιβλία τα οποία τηρούσε ο τελευταίος, και, ενώ ακόμη δεν είχε προβεί σε έλεγχο αυτών, του δήλωσε ότι το πρόστιμο το οποίο απειλούνταν για τη μη τήρηση των προβλεπόμενων από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για το τμήμα περιποίησης νυχιών, ανερχόταν σε 97.000 ευρώ και με τις νόμιμες προσαυξήσεις θα έφθανε σε 130.000 ευρώ. Η απειλή επιβολής του υπέρογκου αυτού προστίμου περιήγαγε τον I. Φ. σε κατάσταση φόβου για το μέλλον της επιχείρησής του και αποφάσισε να ενδώσει και να καταβάλει σ’ αυτή το ως άνω ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο όμως η πρώτη κατηγορούμενη αξίωσε να αυξηθεί σε 40.000 ευρώ (20.000 ευρώ για την ίδια και 20.000 ευρώ για το κράτος) για το λόγο ότι είχε καθυστερήσει κατά ένα μήνα την καταβολή του. Αρχικά, ο I. Φ.ς ζήτησε μικρή πίστωση χρόνου προκειμένου να συγκεντρώσει το ποσό αυτό, στη συνέχεια, όμως, επειδή έκρινε άδικες και υπερβολικές τις αξιώσεις της πρώτης κατηγορούμενης, μετέβαλε γνώμη και στις 10-12-2007 απευθύνθηκε στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, στην οποία κατήγγειλε τον επιχειρούμενο σε βάρος του εκβιασμό και ζήτησε τη συνδρομή της. Μετά την καταγγελία αυτή, καταστρώθηκε από την εν λόγω υπηρεσία σχέδιο για την επ’ αυτοφώρω σύλληψη της πρώτης κατηγορούμενης κατά το χρόνο παραλαβής των χρημάτων. Για την εκτέλεση του σχεδίου τούτου, στις 11-12-2007, ο I. Φ., με υπόδειξη των αστυνομικών, τηλεφώνησε στην πρώτη κατηγορούμενη στο με αριθμό κλήσης ... κινητό της τηλέφωνο και σε ανοικτή ακρόαση, άκουγαν τη συνομιλία τους αστυνομικοί της εν λόγω υπηρεσίας, μεταξύ των οποίων και ο τότε αρχιφύλακας Κ. Μ.. Κατά την τηλεφωνική αυτή συνομιλία, ο I. Φ. προσφώνησε την πρώτη κατηγορούμενη με το μικρό της όνομα (Ε.) και εκείνη, αφού του απάντησε λέγοντάς του "έλα Ι. μου, τι κάνεις;", στη συνέχεια του είπε ότι εκείνη τη στιγμή ήταν απασχολημένη και ότι θα του τηλεφωνούσε. Πράγματι, του τηλεφώνησε στις 11.30’ περίπου της ίδιας ημέρας, οπότε σε ανοικτή ακρόαση και σε επήκοο των αστυνομικών του είπε "έλα Ι. μου, η Ε. είμαι, σου μείωσα και άλλο τους φόρους και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσεις είναι έντεκα χιλιάδες τετρακόσια εξήντα ευρώ και 33 λεπτά, από το οποίο αύριο πρέπει να πληρώσεις με επιταγή 2.292 ευρώ που θα φέρεις στην εφορία". Εκείνος της απάντησε ότι δεν μπορούσε να πάει στην εφορία και της ζήτησε να συναντηθούν στο κομμωτήριό του. Επίσης, τη ρώτησε, αν το ποσό το οποίο έπρεπε να δώσει στην ίδια ήταν εκείνο των 15.000 ή των 20.000 ευρώ και αυτή του απάντησε "το δεύτερο Ι. μου, το δεύτερο", συμφώνησαν δε να συναντηθούν στο κομμωτήριο του I. Φ. την επόμενη ημέρα, δηλαδή την 12η Δεκεμβρίου 2007 και ώρα 10.30’ . Στη συνέχεια, προσημειώθηκαν από τους αστυνομικούς χαρτονομίσματα των 200 και 500 ευρώ, συνολικού ποσού 20.000 ευρώ, και παραδόθηκαν στον Ι. Φ., με σκοπό να τα δώσει ο τελευταίος στην πρώτη κατηγορούμενη κατά την επικείμενη συνάντησή τους την επόμενη ημέρα, κατά την οποία θα παρακολουθούσαν αστυνομικοί. Στις 12-12-2007 και ώρα 10.45’ περίπου, έξω από το κομμωτήριο του I. Φ., επί της οδού ... στάθμευσε το ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο ..., το οποίο ήταν ιδιοκτησίας του δεύτερου κατηγορούμενου και το οποίο οδηγούσε ο ίδιος. Στο ίδιο αυτοκίνητο, συνεπιβάτης ήταν η πρώτη κατηγορούμενη, η οποία κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς το κομμωτήριο του I. Φ., ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέμεινε στο αυτοκίνητο και την ανέμενε. Η πρώτη κατηγορούμενη εισήλθε στο κομμωτήριο, στον προθάλαμο του οποίου υπήρχαν αστυνομικοί με πολιτική ενδυμασία, οι οποίοι παρίσταναν τους πελάτες, και κατευθύνθηκε στο γραφείο του I. Φ., η πόρτα του οποίου (γραφείου) είχε αφεθεί επίτηδες μισάνοικτη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ευρισκόμενους στον προθάλαμο αστυνομικούς, μεταξύ των οποίων και ο Κ. Μ., να ακούν τα διαμειβόμενα. Κατά τη συνάντησή τους αυτή, μετά το σχετικό χαιρετισμό, η πρώτη κατηγορούμενη είπε στον I. Φ. ότι ο φόρος που του είχε καταλογιστεί ανερχόταν σε 13.683,84 ευρώ, αλλά, μετά την έκπτωση που του είχε κάνει, έπρεπε τελικά να πληρώσει 12.999 ευρώ, συγχρόνως δε του έδωσε να υπογράψει τέσσερα ασυμπλήρωτα αποδεικτικά επίδοσης φύλλων ελέγχου φορολογίας εισοδήματος και πράξης επιβολής προστίμου, δύο έγγραφα καταβολής ποσοστού 1/5 των προσδιορισθέντων μετά από συμβιβασμό φόρων και μια αίτηση συμβιβασμού. Στη συνέχεια, ο I. Φ.ς έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου του ένα φάκελο με τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα, συνολικού ποσού 20.000 ευρώ, τον έβαλε πάνω στο γραφείο του και της είπε "Ε., είναι τα είκοσι χιλιάρικα, θέλω να τα μετρήσεις". Η πρώτη κατηγορούμενη πήρε το φάκελο με τα χρήματα και τον έβαλε στην τσάντα της, χωρίς να μετρήσει τα χαρτονομίσματα, λέγοντάς του "όχι Ι. μου, σου έχω εμπιστοσύνη, τώρα θα ηρεμήσεις και εσύ και εμείς, να χαρεί και ο έφορος, για να τελειώσει". Ο I. Φ., τότε, τη ρώτησε, αν γνώριζε σχετικά και ο έφορος, δηλαδή ο δεύτερος κατηγορούμενος, και εκείνη του απάντησε "και βέβαια το ξέρει". Τη συνομιλία αυτή, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, επιβεβαίωσε με την κατάθεσή του ο I. Φ.. Κατόπιν τούτου, κρίνεται αβάσιμος ο ισχυρισμός της πρώτης κατηγορούμενης ότι τον φάκελο με τα χρήματα τον τοποθέτησε στην τσάντα της ο I. Φ., χωρίς να το αντιληφθεί εκείνη τη στιγμή η ίδια και ότι δήθεν το αντιλήφθηκε αργότερα. Μετά την παραλαβή του χρηματικού αυτού ποσού, η πρώτη κατηγορούμενη βγήκε από το κομμωτήριο και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του δεύτερου κατηγορούμενου, ο οποίος την ανέμενε, οπότε, με την επέμβαση των αστυνομικών, έγινε η σύλληψη και των δύο κατηγορουμένων. Ακολούθησε σωματική έρευνα στην πρώτη κατηγορούμενη από γυναίκα αστυνομικό, κατά την οποία (έρευνα) βρέθηκε, εντός της δερμάτινης τσάντας την οποία έφερε αυτή μαζί της, ο λευκός φάκελος με τα εντός αυτού προσημειωμένα χαρτονομίσματα, συνολικού ποσού 20.000 ευρώ. Επίσης, στην κατοχή της βρέθηκε και μια πλαστική τσάντα με το λογότυπο της επιχείρησης ..., η οποία (τσάντα) περιείχε φάκελο με την αναγραφή στο εξώφυλλο "... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε." με υπηρεσιακά έγγραφα στο εσωτερικό του. Αποδείχθηκε, έτσι, ότι η πρώτη κατηγορούμενη, κατά παράβαση των καθηκόντων της, ως υπαλλήλου δημόσιας υπηρεσίας, ζήτησε άμεσα για τον εαυτό της και έλαβε περιουσιακά ωφελήματα προκειμένου να προβεί σε ενέργεια που αναγόταν στα καθήκοντά της και ειδικότερα αξίωσε από τον πολιτικώς ενάγοντα, μετά από εντολή την οποία είχε λάβει για να διενεργήσει φορολογικό έλεγχο στην επιχείρησή του, και έλαβε από αυτόν, στις 12-12-02007, ως χαριστική παροχή, το ποσό των 20.000 ευρώ, για να μη του επιβάλει υπέρογκο πρόστιμο για φορολογικές παραβάσεις, τις οποίες ισχυριζόταν ότι θα εντόπιζε στα φορολογικά του βιβλία, η επιβολή δε του προστίμου άνηκε στον κύκλο της αρμοδιότητας και των καθηκόντων της. Με τα δεδομένα αυτά, η πρώτη κατηγορούμενη έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας. Περαιτέρω, ως προς την πράξη της απόπειρας εκβίασης σε βαθμό κακουργήματος, η οποία, επίσης, αποδίδεται στην πρώτη κατηγορούμενη, αποδείχθηκε ότι η τελευταία πράγματι, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, εκμεταλλευόμενη την ιδιότητά της ως εφοριακού ελεγκτή της ... και το γεγονός ότι της είχε ανατεθεί από την υπηρεσία της εντολή για διενέργεια φορολογικού ελέγχου στην επιχείρηση του πολιτικώς ενάγοντος για τα έτη 2003 έως 2006, με την άμεση και σοβαρή απειλή βλάβης της επιχείρησής του, με τη μορφή της επιβολής υπέρογκου προστίμου, συνολικού ποσού με τις προσαυξήσεις 130.000 ευρώ, επιχείρησε να εξαναγκάσει τον τελευταίο να της παραδώσει το ποσό των 20.000 ευρώ για να το ιδιοποιηθεί παράνομα, προκειμένου, με τη δική της παρεμβολή, να μειωθεί το ποσό του φόρου για τις φορολογικές παραβάσεις του, στο ποσό των 13.683,84 ευρώ. Επιχείρησε, έτσι, πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος τούτου, το οποίο, όμως, τελικά, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, δεν ολοκλήρωσε, όχι από δική της βούληση, αλλά από αίτια εξωτερικά και συγκεκριμένα γιατί ο πολιτικώς ενάγων κατήγγειλε την επιχειρούμενη σε βάρος του εκβίαση στην αστυνομική αρχή και, έτσι, η ως άνω απειλή δεν επέφερε τελικά το σκοπούμενο αποτέλεσμα της επέλευσης, δηλαδή, ζημίας στην περιουσία του πολιτικώς ενάγοντος, αφού το ως άνω ποσό των 20.000 ευρώ προσημειώθηκε από τους αστυνομικούς και παραδόθηκε από τον πολιτικώς ενάγοντα στην πρώτη κατηγορούμενη με σκοπό να επιτευχθεί η αυτόφωρη σύλληψή της, όπως και έγινε. Την πράξη αυτή, η πρώτη κατηγορούμενη τέλεσε κατ’ επάγγελμα, εφόσον προέβη σ’ αυτή έχοντας διαμορφώσει την απαραίτητη υποδομή, με οργανωμένο και μελετημένο τρόπο δράσης, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, δηλαδή με την επιβολή, ως αρμόδια φορολογική ελεγκτής, μικρότερου ποσού προστίμου για τον προαναφερόμενο φορολογικό έλεγχο της επιχείρησης του πολιτικώς ενάγοντος, έχοντας προς τούτο και τη συνδρομή, όπως πιο κάτω αναφέρεται, του δεύτερου κατηγορούμενου, ο οποίος, ως προϊστάμενος της ως άνω ΔΟΥ, θα ενέκρινε συμβιβαστικά το τελικό ποσό. Περαιτέρω, ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέσχε, με πρόθεση, στην πρώτη κατηγορούμενη απλή συνδρομή πριν και κατά τη διάρκεια της τέλεσης της αξιόποινης πράξης της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα, την οποία εκείνη διέπραξε. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος, μετά από προσυνεννόηση με την πρώτη κατηγορούμενη, γνώριζε ότι η τελευταία τελούσε την εν λόγω αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης σε βάρος του I. Φ. και αφενός μεν δέχθηκε να την συνοδεύσει με το αυτοκίνητό του, στις 12-12-2007, στο κομμωτήριο του I. Φ. και την ανέμενε για να επιβιβαστεί και πάλι στο αυτοκίνητό του μετά την ολοκλήρωση της ως άνω παράνομης πράξης, αφετέρου δε δέχθηκε να εγκρίνει με την ιδιότητά του, ως προϊστάμενος της ..., το τελικό ποσό επιβολής προστίμου, για το οποίο θα εμφανιζόταν στον I. Φ. ότι μειώθηκε από το αρχικό ποσό των 130.000 ευρώ σ’ εκείνο των 13.683,84 ευρώ και με περαιτέρω έκπτωση σ’ αυτό των 12.999,65 ευρώ, καταβλητέο σε δόσεις των 2.736,77 ευρώ η καθεμία και η ενέργειά του αυτή αναγόταν στην αρμοδιότητα και στα υπηρεσιακά καθήκοντά του. Περαιτέρω, ο δεύτερος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι αγνοούσε την ως άνω εντολή ελέγχου, εφόσον αυτή είχε δοθεί στην πρώτη κατηγορούμενη από την προκάτοχό του, ιεραρχικά δε μεταξύ αυτού και της τελευταίας μεσολαβούν δύο άλλα υπηρεσιακά όργανα (επόπτης, υποδιευθυντής ελέγχου), και οι υποθέσεις φορολογικού ελέγχου τελεσιδικούν, από διοικητικής πλευράς, στον Υποδιευθυντή, που αποτελεί μετά τον ελεγκτή και τον επόπτη το τελευταίο όργανο, για το λόγο ότι η έκθεση ελέγχου και το σχετικό φύλλο είχαν τότε υπαχθεί στην αποκλειστική αρμοδιότητα των υποδιευθυντών ΔΟΥ με εγκύκλιο του Υπουργού Οικονομικών και ότι αυτός, συμμορφούμενος με την εγκύκλιο εκείνη, είχε μεταβιβάσει με την ...-3-2007 απόφασή του στον υποδιευθυντή της ... τις ως άνω αρμοδιότητες ελέγχου και η μόνη αρμοδιότητά του περιοριζόταν στη διενέργεια τυχόν πράξης συμβιβασμού μεταξύ ελεγχόμενου και ΔΟΥ. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος και, συνεπώς, απορριπτέος, εφόσον από την ...-3-2007 απόφαση, την οποία πράγματι εξέδωσε για μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον υποδιευθυντή ελέγχου, προκύπτει ότι, πριν την υπογραφή-θεώρηση της έκθεσης ελέγχου από τον αρμόδιο υποδιευθυντή, αυτός θα λαμβάνει γνώση των αποτελεσμάτων του ελέγχου και σε περίπτωση διαφωνίας η έκθεση θα υπογράφεται μόνο από τον ίδιο ως προϊστάμενο της ΔΟΥ. Εξάλλου, ο δεύτερος κατηγορούμενος υποστήριξε ότι δεν γνώριζε τις ενέργειες της πρώτης κατηγορούμενης, ούτε ενέκρινε ή μείωσε το ποσό του φορολογικού ελέγχου της επιχείρησης του I. Φ.. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι κατ’ εκείνη την ημέρα είχε αποφασίσει να μεταβεί για θεώρηση ιατρικών εξετάσεων, στις οποίες έπρεπε να υποβληθεί και, αφού συνάντησε την πρώτη κατηγορούμενη, θέλησε να τη διευκολύνει κατά τη μετάβασή της, όπως εκείνη του δήλωσε, στο Υπουργείο Οικονομικών στην πλατεία Συντάγματος. Έτσι, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητό του, αυτός έδωσε στην πρώτη κατηγορούμενη το βιβλιάριο ασθενείας του, η οποία το τοποθέτησε στην τσάντα της και αρχικά κατευθύνθηκαν προς την οδό ..., πλην, όμως, λόγω της ύπαρξης διαδηλωτών κατευθύνθηκαν, δια μέσου της οδού ... προς την πλατεία Συντάγματος και ότι κατά τη διαδρομή, στο ύψος του αριθμού 5, η πρώτη κατηγορούμενη τον παρακάλεσε να σταματήσει για λίγο προκειμένου να μεταβεί στην επιχείρηση του I. Φ., όπως και έπραξε. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί του δεύτερου κατηγορούμενου είναι αβάσιμοι και, συνεπώς, απορριπτέοι, εφόσον δεν ενισχύονται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Πρέπει να σημειωθεί ότι αν πράγματι κατ’ εκείνη την ώρα μετέβαινε για θεώρηση ιατρικών εξετάσεων και είχε παραδώσει, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, το βιβλιάριο ασθενείας του στην πρώτη κατηγορούμενη, η οποία το είχε δήθεν τοποθετήσει στην τσάντα της, θα έπρεπε το βιβλιάριο τούτο να βρεθεί στην τσάντα της κατά τη σωματική έρευνα, στην οποία αυτή (πρώτη κατηγορούμενη) υποβλήθηκε από αστυνομικό κατά την έξοδό της από το κομμωτήριο του πολιτικώς ενάγοντος, ενώ στη σχετική έκθεση σωματικής έρευνας και κατάσχεσης του Υπαστυνόμου Σ. Τ., πέραν των προαναφερομένων, δεν αναφέρεται ότι βρέθηκε και βιβλιάριο ασθένειας. Αναπόδεικτος είναι και ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορούμενου ότι τελικά το βιβλιάριο ασθένειας το παρέλαβε αργότερα από την αστυνομία, καθόσον αν πράγματι είχε κατασχεθεί και αποδόθηκε, θα έπρεπε να συνταχθεί προς τούτο και έκθεση απόδοσης από τον αρμόδιο αστυνομικό, την οποία ο δεύτερος κατηγορούμενος ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει. Από όλα αυτά συνάγεται ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος δεν βρισκόταν, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, σε άγνοια των συστατικών στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης της απόπειρας εκβίασης, την οποία τέλεσε η πρώτη κατηγορούμενη, αλλά γνώριζε αυτά. Περαιτέρω, αναφορικά με τη συνδρομή του δεύτερου κατηγορουμένου στην πράξη της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα, την οποία τέλεσε η πρώτη κατηγορούμενη, ενήργησε και αυτός κατ’ επάγγελμα, δηλαδή με υποδομή και οργανωμένο σχέδιο δράσης με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ήτοι με την έγκριση από αυτόν, ως έφορος, του τελικού ποσού επιβολής προστίμου και με τη σχετική έκπτωση, με τη μεταφορά της πρώτης κατηγορούμενης στην επιχείρηση του πολιτικώς ενάγοντος με το αυτοκίνητό του, προκειμένου αυτή να παραλάβει το ποσό των 20.000 ευρώ, με την αναμονή του έως ότου η πρώτη κατηγορούμενη ολοκληρώσει τις ενέργειές της στην εν λόγω επιχείρηση, για να φύγουν μαζί, και ακόμη με την προβολή των εφευρεθεισών δικαιολογιών του ότι, κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, επρόκειτο να μεταβεί η πρώτη κατηγορουμένη στο Υπουργείο Οικονομικών, όπου θα μετέβαινε και ο ίδιος για να θεωρήσει το βιβλιάριο υγείας του, καθώς δε τη μετέφερε με το αυτοκίνητό του, του ζήτησε να σταματήσει για "κάποια δουλειά της" στην οδό ..., ενώ το βιβλιάριό του, το οποίο της έδωσε να τοποθετήσει στην τσάντα της, δεν αναφέρθηκε στην έκθεση σωματικής έρευνας, είχε δε ο ίδιος τη σχετική, υπηρεσιακή και αναγόμενη στα καθήκοντά του, αρμοδιότητα για έγκριση του τελικού αυτού ποσού. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι η μεν πρώτη κατηγορούμενη για τις πράξεις της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα και της παθητικής δωροδοκίας, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος για την πράξη της απλής συνέργειας στην απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα της πρώτης κατηγορούμενης. Αντίθετα, όσον αφορά στην αποδιδόμενη στο δεύτερο κατηγορούμενο πράξη της απλής συνέργειας στην παθητική δωροδοκία της πρώτης κατηγορούμενης, προέκυψαν αμφιβολίες ως προς την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης της εν λόγω πράξης, συνισταμένης τόσο στη γνώση αυτού (δεύτερου κατηγορουμένου) για την από την αυτουργό (πρώτη κατηγορούμενη) τέλεση της πράξης της παθητικής δωροδοκίας όσο και στη βούληση αυτού να συμβάλει στην τέλεση της πράξης αυτής και, συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο δεύτερος κατηγορούμενος για την πράξη αυτή. Τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί στους κατηγορουμένους η πρωτοδίκως αναγνωρισθείσα ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ΠΚ, εφόσον οι κατηγορούμενοι έζησαν ως το χρόνο που τελέστηκαν οι πράξεις έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή".
Στη συνέχεια, με το ως άνω σκεπτικό, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Ε. Π. ένοχη απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα και παθητικής δωροδοκίας, της αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ και ε’ του Π.Κ. και της επέβαλε φυλάκιση τεσσάρων (4) ετών για την απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα, φυλάκιση τριών (3) ετών για την παθητική δωροδοκία και συνολική ποινή φυλακίσεως κατά συγχώνευση (4 έτη+1 έτος) πέντε (5) ετών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως και τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Ν. Α. ένοχο απλής συνέργειας κατ’ επάγγελμα σε απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα, του αναγνώρισε επίσης τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ και ε’ του Π.Κ. και του επέβαλε φυλάκιση τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "
Κηρύσσει τους κατηγορουμένους ενόχους του ότι: Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2007 έως 12-12-2007 τέλεσαν τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: Α) Η πρώτη κατηγορούμενη Ε. Π.: α) Έχοντας αποφασίσει να τελέσει το κακούργημα της εκβίασης σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ι. Φ. και να τον εξαναγκάσει με απειλή βλάβης της επιχείρησής του σε πράξη από την οποία θα επερχόταν ζημία στην περιουσία του με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε πράξη που συνιστά τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος τούτου, τη δε πράξη της αυτή τέλεσε κατ’ επάγγελμα. Ειδικότερα, στην Αθήνα κατά τον παραπάνω χρόνο, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, εκμεταλλευόμενη την υπαλληλική ιδιότητά της ως φορολογικής ελεγκτή της ... και την εντολή που είχε λάβει από την υπηρεσία της για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου στην επιχείρηση κομμωτηρίου, που διατηρεί ο εγκαλών Ι. Φ., στην Αθήνα επί της οδού ..., για τα έτη 2003-2006, επιχείρησε να εξαναγκάσει τον εγκαλούντα μετά από αλλεπάλληλες τηλεφωνικές επικοινωνίες και προσωπικές συναντήσεις να της παραδώσει στις 12-12-2007 το ποσό των 20.000 ευρώ με την απειλή ότι, αν ο τελευταίος δεν της κατέβαλε το ποσό αυτό, θα του επιβαλλόταν για φορολογικές παραβάσεις, τις οποίες του είχε δηλώσει ότι οπωσδήποτε θα εντόπιζε στα βιβλία της επιχείρησής του από τον αναγόμενο στα καθήκοντά της έλεγχο, υπέρογκο πρόστιμο, το οποίο με τις προσαυξήσεις θα ανερχόταν σε 130.000 ευρώ, γεγονός που θα προκαλούσε στην επιχείρησή του οικονομική καταστροφή και για το λόγο αυτό μετέβη στο κομμωτήριο του εγκαλούντος στις 12-12-2007. Όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την πράξη της, όχι από δική της βούληση, αλλά από αίτια εξωτερικά και πιο συγκεκριμένα γιατί ο εγκαλών κατήγγειλε στην αρμόδια αστυνομική αρχή τον επιχειρούμενο σε βάρος του εκβιασμό και αστυνομικοί της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας τη συνέλαβαν μόλις παρέλαβε από τον εγκαλούντα εντός του γραφείου του ένα φάκελο, στον οποίο υπήρχε σε προσημειωμένα από τους αστυνομικούς χαρτονομίσματα το συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ. Την πράξη της αυτή τέλεσε η 1η κατηγορούμενη κατ’ επάγγελμα, δηλαδή με σκοπό πορισμού εισοδήματος και πρόθεση κατ’ επανάληψη τέλεσης, έχοντας διαμορφώσει την απαραίτητη υποδομή με βάση οργανωμένο σχέδιο και ετοιμότητα δράσης που συνίσταται στο ότι ως αρμόδια φορολογική ελεγκτής είχε τη δυνατότητα επιβολής μικρότερου του προκύπτοντος από το φορολογικό έλεγχο προστίμου για φορολογικές παραβάσεις του εγκαλούντος με τη συνδρομή του 2ου κατηγορούμενου Ν. Α., ο οποίος ως προϊστάμενος της παραπάνω ΔΟΥ και μετά από σχετική συνεννόηση θα ενέκρινε το τελικό ποσό συμβιβαστικά, β) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο ως υπάλληλος δημόσιας υπηρεσίας κατά παράβαση των καθηκόντων της ζήτησε άμεσα για τον εαυτό της και έλαβε ωφελήματα προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη μελλοντική και που ανάγεται στα καθήκοντά της αυτά. Συγκεκριμένα, από το μήνα Σεπτέμβριο έως 12-12-2007 με την ιδιότητά της ως εφοριακής υπαλλήλου της ... και μετά από εντολή που είχε λάβει από την υπηρεσία της να διενεργήσει φορολογικό έλεγχο στην επιχείρηση του μηνυτή Ι. Φ. αξίωσε από το μηνυτή και έλαβε στις 12-12-2007, ως χαριστική παροχή, το ποσό των 20.000 ευρώ, προκειμένου να μην του επιβάλει υπέρογκο πρόστιμο για φορολογικές παραβάσεις, τις οποίες ισχυρίστηκε ότι οπωσδήποτε θα εντόπιζε στα φορολογικά του βιβλία, η δε επιβολή προστίμου ανήκε στον κύκλο της αρμοδιότητας της και στα καθήκοντά της. Β) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Ν. Α. παρέσχε με πρόθεση στην πρώτη κατηγορούμενη Ε. Π. οποιαδήποτε συνδρομή κατά την τέλεση της άδικης πράξης της απόπειρας εκβίασης κατ’ επάγγελμα που διέπραξε και συγκεκριμένα γνωρίζοντας ότι αυτή τελούσε την ανωτέρω περιγραφόμενη υπό στοιχεία (Αα) πράξη σε βάρος του μηνυτή Ι. Φ., αφενός μεν ενέκρινε, ως έφορος, το τελικό ποσό επιβολής προστίμου, το οποίο από το αρχικό συνολικό ποσό των 130.000 ευρώ μειώθηκε στο ποσό των 13.683,84 ευρώ και με σχετική έκπτωση στο ποσό των 12.999,65 ευρώ, καταβλητέο σε δόσεις των 2.736,77 ευρώ, αφετέρου δε στις 12-12-2007 συνόδευσε την πρώτη κατηγορούμενη με το αυτοκίνητό του στην επιχείρηση (κομμωτήριο) του μηνυτή, το οποίο βρίσκεται επί της οδού Α. 5, προκειμένου να παραλάβει αυτή το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, την ανέμενε να ολοκληρώσει τις παράνομες ενέργειες της σε βάρος του μηνυτή και στη συνέχεια να επιβιβαστεί στο όχημα που οδηγούσε, προκειμένου να διαφύγει, ενήργησε δε και αυτός κατ’ επάγγελμα, δηλαδή με υποδομή και οργανωμένο σχέδιο δράσης με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ήτοι με την έγκριση από αυτόν, ως έφορος, του τελικού ποσού επιβολής προστίμου και με τη σχετική έκπτωση, με τη μεταφορά της πρώτης κατηγορούμενης στην επιχείρηση του πολιτικώς ενάγοντος με το αυτοκίνητό του, προκειμένου αυτή να παραλάβει το ποσό των 20.000 ευρώ, με την αναμονή του έως ότου η πρώτη κατηγορούμενη ολοκληρώσει τις ενέργειές της στην εν λόγω επιχείρηση, για να φύγουν μαζί, και ακόμη με την προβολή των εφευρεθεισών δικαιολογιών του ότι, κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, επρόκειτο να μεταβεί η πρώτη κατηγορουμένη στο Υπουργείο Οικονομικών, όπου θα μετέβαινε και ο ίδιος για να θεωρήσει το βιβλιάριο υγείας του, καθώς δε τη μετέφερε με το αυτοκίνητό του, του ζήτησε να σταματήσει για "κάποια δουλειά της" στην οδό ..., ενώ το βιβλιάριό του, το οποίο της έδωσε να τοποθετήσει στην τσάντα της, δεν αναφέρθηκε στην έκθεση σωματικής έρευνας, είχε δε ο ίδιος τη σχετική, υπηρεσιακή και αναγόμενη στα καθήκοντά του, αρμοδιότητα για έγκριση του τελικού αυτού ποσού".
Με βάση τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό και στο ως άνω διατακτικό της, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, επί των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως ρητέα τα εξής: Α) Επί της από 19 Απριλίου 2016 αιτήσεως αναιρέσεως της κατηγορουμένης Ε. Π. του Ν.:
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 349 και 501 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι παρέχεται το δικαίωμα στον εκκαλούντα κατηγορούμενο να ζητήσει την αναβολή της δίκης για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας που αφορούν αυτόν ή τον συνήγορό του. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για τον κατηγορούμενο απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για σοβαρούς λόγους υγείας ή ανώτερης βίας, κατά το άρθρο 349 του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης, στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Αν το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα αναβολής χωρίς την απαιτούμενη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, τότε υποπίπτει στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ’ αριθ. 2309/20-7-2015 παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης για λόγους υγείας του ενός εκ των συνηγόρων υπερασπίσεως της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης Ζ. Κ., και ακολούθως προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και στην καταδίκη της αναιρεσείουσας, με την τελευταία εκπροσωπούμενη από τον άλλο συνήγορό της Α. Τ. και την δικηγόρο Β. Τ., την οποία διόρισε ως δεύτερη συνήγορό της, μετά την απόρριψη του αιτήματός της για αναβολή της δίκης. Από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι στη συνεδρίαση της 12-6-2015, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, μετά την εκφώνηση του ονόματος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, η τελευταία ζήτησε την αναβολή της δίκης επειδή δεν μπορούσαν να εμφανισθούν και να την υπερασπίσουν αμφότεροι οι συνήγοροί της, Ζ. Κ. και Α. Τ., λόγω του ότι είχαν άλλα Δικαστήρια, ένεκα δε του λόγου αυτού, το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι το κώλυμα εμφανίσεως των συνηγόρων της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης μπορούσε να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης, με την 1688/2015 παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε το αίτημα αναβολής και διέκοψε τη δίκη για τη δικάσιμο της 20-7-2015, παραγγέλοντας, κατά τη νέα δικάσιμο, να είναι παρόντες όλοι οι παράγοντες της δίκης. Κατά τη νέα, μετά τη διακοπή, δικάσιμο της 20-7-2015, εμφανίστηκε η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη και ο δικηγόρος Α. Τ., ένας εκ των δύο συνηγόρων υπερασπίσεώς της και υποβλήθηκε αίτημα αναβολής για λόγους υγείας του δεύτερου συνηγόρου υπερασπίσεως της Ζ. Κ. και συγκεκριμένα γιατί αυτός υποβλήθηκε σε επέμβαση στο γόνατό του στην κλινική "...", παραδόθηκε δε στο Δικαστήριο και η από 14-7-2015 ιατρική γνωμάτευση της ανωτέρω κλινικής, η οποία και αναγνώστηκε. Το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 2309/20-7-2015 παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε το ως άνω αίτημα αναβολής της δίκης με την ακόλουθη, επί λέξει, αιτιολογία: "Από τις διατάξεις των άρθρων 349 παρ. 1, 2 και 501 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι παρέχεται στον εκκαλούντα-κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης και για σοβαρούς λόγους υγείας που αφορούν αυτόν ή και το συνήγορό του, λόγοι που πρέπει να αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος ή για λόγους ανώτερης βίας. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά τη δικάσιμο της 12ης-6-2015 του Δικαστηρίου τούτου, οι συνήγοροι υπεράσπισης της πρώτης κατηγορούμενης Ζ. Κ. και Α. Σ., τους οποίους αυτή είχε διορίσει κατά την πρώτη δικάσιμο του Δικαστηρίου τούτου (13-5-2015), ζήτησαν την αναβολή της προκείμενης δίκης, διότι: α) Ο μεν πρώτος δεν μπορούσε να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να υπερασπιστεί την πρώτη κατηγορούμενη, λόγω του ότι ασκούσε, μετά από διακοπή, τα καθήκοντά του ενώπιον αφενός μεν του Ε’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ως συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου Ι. Π., αφετέρου δε του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ως συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου Π. Σ.. β) Ο δε δεύτερος, δεν μπορούσε να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να υπερασπιστεί την πρώτη κατηγορούμενη, λόγω του ότι ασκούσε, μετά από διακοπή, τα καθήκοντά του ενώπιον του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως συνήγορος υπεράσπισης της πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία "...". Με την απόφασή του 1688/2015, το Δικαστήριο τούτο, ενόψει του ότι οι σχετικοί λόγοι αναβολής μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με διακοπή της δίκης, απέρριψε τα εν λόγω αιτήματα, καθώς και το αντίστοιχο αίτημα του συνηγόρου υπεράσπισης του δεύτερου κατηγορουμένου Σ. Χ., και διέκοψε τη δίκη για τη σημερινή δικάσιμο. Κατά τη σημερινή δικάσιμο, εμφανίστηκε, ως άγγελος, η Δικηγόρος Αθηνών Β. Τ., η οποία δήλωσε στο Δικαστήριο ότι ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης της πρώτης κατηγορούμενης Ζ. Κ.υποβλήθηκε σε επέμβαση στο γόνατό του στην Κλινική "..." και για το λόγο αυτό ζήτησε την αναβολή της δίκης, παρέδωσε δε την από 14-7-2015 ιατρική γνωμάτευση της ανωτέρω Κλινικής, η οποία (βεβαίωση), μετά από πρόταση της Εισαγγελέως, αναγνώστηκε και σύμφωνα με την οποία "Ο ασθενής Ζ.Κ. ετών 78 κάτοικος Αθηνών, οδός ... εισήχθη την 13η Ιουλίου 2015 και μετά τον προεγχειρητικό έλεγχο υπεβλήθη σήμερον σε επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής γόνατος ΑΡ υπό ραχιαία αναισθησία. Δικαιολογητικό απουσίας εκ των νομικών υποχρεώσεών του επί διάστημα 2 μηνών". Όμως, αν ληφθούν υπόψη: α) Όσα ήδη αναφέρθηκαν, β) το ότι δύο από τις αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους πράξεις, ήτοι εκείνες της παθητικής δωροδοκίας που αποδίδεται στην πρώτη κατηγορούμενη και της απλής συνέργειας στην παθητική δωροδοκία που αποδίδεται στο δεύτερο κατηγορούμενο, αποτελούν πλημμελήματα με φερόμενο ως χρόνο τέλεσης αυτών το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του έτους 2007 έως τις 12-12- 2007 και, συνεπώς, υπάρχει άμεσος κίνδυνος εξάλειψης του αξιοποίνου αυτών λόγω παραγραφής, γ) το ότι η απουσία του συνηγόρου υπεράσπισης της πρώτης κατηγορούμενης Ζ. Κ. από τις νομικές υποχρεώσεις του θα διαρκέσει δύο μήνες, σύμφωνα με την προαναφερόμενη γνωμάτευση και δ) το ότι το προαναφερόμενο δικαίωμα για αναβολή της δίκης, μετά την προαναφερόμενη διακοπή αυτής, με δεδομένο τον ως άνω χρόνο τέλεσης των πλημμελημάτων δεν πρέπει να εξικνείται, με την απειλούμενη ως άνω παραγραφή, σε ματαίωση της αξίωσης της πολιτείας προς εκδίκαση των ποινικών αδικημάτων που φέρονται ότι διαπράχθηκαν (ΑΠ 361/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του συνηγόρου υπεράσπισης της πρώτης κατηγορούμενης Ζ. Κ. για αναβολή της δίκης. Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος για αναβολή της δίκης, η πρώτη κατηγορούμενη δήλωσε ότι θα παραστούν ως συνήγοροι υπεράσπισής της ο δεύτερος από τους αρχικώς διορισθέντες από αυτή συνήγορος Α. Σ., Δικηγόρος Αθηνών, καθώς και η Β. Τ., Δικηγόρος Αθηνών". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο διέλαβε στην ως άνω απορριπτική του αιτήματος αναβολής της δίκης απόφασή του, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον διαλαμβάνονται σ’ αυτή τα περιστατικά, οι αποδείξεις και οι συλλογισμοί που οδήγησαν το Δικαστήριο στην απορριπτική του κρίση. Ειδικότερα, με τις ως άνω παραδοχές, προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών έλαβε υπόψη του την αναγνωσθείσα ιατρική γνωμάτευση, πλην όμως έκρινε ότι η διεξαγωγή της δίκης μπορούσε να γίνει με τον παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης Α. Σ., ο οποίος ήταν δικηγόρος της επιλογής της και τον είχε ήδη διορίσει με δήλωσή της κατά την πρώτη δικάσιμο, στις 13-5-2015, που συνεδρίασε το Δικαστήριο και ότι δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος, τον οποίο μάλιστα δεν προσδιόρισε ούτε η ίδια, για να αναβληθεί η υπόθεση, ενόψει και του κινδύνου παραγραφής των πλημμελημάτων, προκειμένου να την υπερασπισθούν δύο δικηγόροι και όχι ένας. Η επισήμανση στο σκεπτικό της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως του κινδύνου επικείμενης παραγραφής των πλημμελημάτων, δεν συνιστά την αποκλειστική αιτιολογία για την κατά τα άνω απορριπτική κρίση και η επισήμανση αυτή, η οποία έγινε προς ενίσχυση της παραπάνω ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ουδόλως επηρεάζει την πληρότητα της αιτιολογίας αυτής. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και H’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως της αναιρεσείουσας Ε. Π., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προμνημονευόμενης παρεμπίπτουσας αποφάσεως και συνακόλουθα περί υπερβάσεως εξουσίας με την εν συνεχεία εκδίκαση της υποθέσεως και την καταδίκη της, είναι αβάσιμος.
Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη για την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους τα πραγματικά αυτά περιστατικά υπήχθησαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στο έγκλημα της εκβίασης. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ούτε και στην περίπτωση που η κατ’ έφεση απόφαση έχει την ίδια ακριβώς αιτιολογία με την αιτιολογία που είχε και η πρωτόδικη απόφαση, αρκεί αυτή η αιτιολογία να είναι πλήρης, ειδική και εμπεριστατωμένη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Ένα τέτοιο δικαίωμα που αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και αναφέρεται στην αρχή της δίκαιης δίκης, η παραβίαση του οποίου δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, καθιερώνεται με το άρθρο 20 παρ. 1 του έβδομου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν.1705/1987, το οποίο ορίζει ότι "κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξετάσεως από ανώτερο δικαστήριο της αποφάσεως με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή, η άσκηση δε του δικαιώματος και οι λόγοι για τους οποίους μπορεί αυτό να ασκηθεί διέπονται από το νόμο". Όμως, η τυχόν αντιγραφή από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο του αιτιολογικού και του διατακτικού της πρωτόδικης αποφάσεως, ως προς τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και τις σκέψεις υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, εφόσον διαλαμβάνονται όλα τα στοιχεία εκείνα, που απαιτεί η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν σημαίνει ότι δεν έγινε νέα αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών ή ότι δεν υπάρχει αιτιολογημένη κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ή ότι ο κατηγορούμενος στερήθηκε του δικαιώματός του να επανεξετασθεί από το ανώτερο δικαστήριο η απόφαση με την οποία καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε η ποινή και ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της, που αλληλοσυπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων, για τα οποία καταδίκασε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, τις αποδείξεις από τις οποίες εξήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. α’ και στ’ , 26 παρ. 1 α’ , 27, 42 παρ. 1, 47 παρ. 1, 49, 94, 385 περ. β, 235 παρ. 1 του Π.Κ. , τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε η απόφασή του δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας: α) Η αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω παραβιάσεως του δικαιώματος του κατηγορούμενου να επανεξετασθεί από το ανώτερο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η πρωτόδικη απόφαση με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή επειδή το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποτελεί αντιγραφή του σκεπτικού της πρωτόδικης αποφάσεως, είναι αβάσιμη, αφενός μεν διότι το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο άλλωστε δεν αποτελεί πιστή, κατά λέξη, αντιγραφή του σκεπτικού της πρωτόδικης αποφάσεως, όπως προαναφέρθηκε, περιέχει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του το Δικαστήριο της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων, για τα οποία καταδίκασε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, τις αποδείξεις από τις οποίες εξήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν και ως εκ τούτου έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε διότι η αντιγραφή του αιτιολογικού (σκεπτικού) της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε δεχθεί τα ίδια, δεν σημαίνει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο) δεν άσκησε τη δικαιοδοτική του εξουσία, με δική του αυτοτελή κρίση, όπως αιτιάται η αναιρεσείουσα, και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας αποφάσισε για την ενοχή της αναιρεσείουσας μετά από συζήτηση, αποδεικτική διαδικασία και διάσκεψη και, στη συνέχεια, απήγγειλε προφορικά την απόφασή του, όπως ορίζει το άρθρο 371 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., ενώ η γραπτή σύνταξη (οπότε και έλαβε χώρα η αντιγραφή) και υπογραφή της αποφάσεώς του, σύμφωνα με όσα κατά την κρίση του αποδείχθηκαν, έγινε μεταγενέστερα, κατά τα άρθρα 142 παρ. 2 και 144 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. και κατά συνέπεια κρίθηκε και σε δεύτερο βαθμό (κατ’ έφεση) η υπόθεση και η αναιρεσείουσα δεν στερήθηκε του δικαιώματός της να επανεξετασθεί από ανώτερο δικαστήριο η απόφαση που την καταδίκασε και της επέβαλε ποινή. β) Με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχεται το Δικαστήριο της ουσίας στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι η αναιρεσείουσα τέλεσε κατ’ επάγγελμα την απόπειρα εκβίασης, αφού δέχεται ότι αυτή τέλεσε την αξιόποινη αυτή πράξη προς βιοπορισμό και έχοντας διαμορφώσει προς τούτο υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεώς της, η οποία υποδομή συνίστατο σε οργανωμένο σχέδιό της, στο οποίο, κατόπιν συνεννοήσεως, περιλαμβανόταν και η εξασφάλιση της συνεργασίας και της συνδρομής προς τούτο του συγκατηγορούμενού της Ν. Α., Προϊσταμένου της ..., στην οποία υπηρετούσε ως αρμόδια φορολογική ελέγκτρια, να εκβιάζει αυτή τους φορολογουμένους με την απειλή ότι θα τους επιβάλει τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία μεγάλα πρόστιμα, για να τους εξαναγκάζει να της δίνουν χρήματα, προκειμένου αυτή, ως αρμόδια φορολογική ελέγκτρια, να τους καταλογίζει και να τους επιβάλει συμβιβαστικά κατά πολύ μικρότερα πρόστιμα από τα προβλεπόμενα, τα οποία θα ενέκρινε ο ως άνω συγκατηγορούμενος και Προϊστάμενός της, του οποίου είχε εξασφαλίσει τη συνεργασία. Κατά συνέπεια η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την αποδοχή της ότι αυτή τέλεσε κατ’ επάγγελμα την απόπειρα εκβίασης, για την οποία καταδικάστηκε, είναι αβάσιμη. γ) Η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι δεν αναφέρει τους λόγους που θεωρεί αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας και όχι τους μάρτυρες αποδείξεως είναι απαράδεκτη, διότι με αυτή, υπό το πρόσχημα και την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται στην πραγματικότητα η ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. δ) Η αιτίαση περί ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως διότι δεν απάντησε σε αίτημα του συγκατηγορούμενού της για να ληφθεί υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014, ενόψει του ότι, όπως προκύπτει από την τελευταία διάταξη, για να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου, χρειάζεται να υποβληθεί από μέρους του τελευταίου σχετικό αίτημα και δεν ερευνάται τούτο αυτεπαγγέλτως και από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα υπέβαλε τέτοιο αίτημα, προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον από μέρους της και είναι απαράδεκτη. Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , Δ’ και Ε’ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως της αναιρεσείουσας Ε. Π., με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της στερήσεως νόμιμης βάσης, κατά το μέρος που οι αιτιάσεις τους δεν είναι απαράδεκτες, είναι αβάσιμοι.
Τέλος, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του Π.Κ., όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 67 παρ. 3 του Ν. 3994/2011, "αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη από τρία έτη και μέχρι πέντε έτη και συντρέχει στο πρόσωπό του η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ. 1, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί επιβολής ποινής φυλακίσεως μεγαλύτερης των τριών και μέχρι πέντε ετών, το δικαστήριο, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1 του Π.Κ. (μη καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή υπερβαίνουσα το έτος), είναι υποχρεωμένο, και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος, να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής υπό όρους και μόνο αν δεν δεχθεί την αναστολή αυτή, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή της ειδικά και εμπεριστατωμένα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., διαφορετικά ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη καταδικάσθηκε, όπως αναφέρθηκε, σε ποινή φυλακίσεως 5 ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της ποινής, ο συνήγορός της, μετά και από σχετική πρόταση της Εισαγγελέα, ζήτησε την αναστολή εκτελέσεως της ως άνω ποινής φυλακίσεως κατ’ άρθρο 100 παρ. 1 του Π.Κ.. Το Δικαστήριο της ουσίας, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία, ότι: "....όμως η εκτέλεση της συνολικής ποινής που της επιβλήθηκε κρίνεται ως απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει αυτή από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων, ενόψει των συνθηκών κάτω από τις οποίες τελέστηκαν από αυτή οι πιο πάνω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας στην πρώτη κατηγορούμενη συνολικής ποινής φυλάκισης των πέντε (5) ετών υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής". Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, ως προς το αίτημα της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης περί αναστολής της ποινής που της επιβλήθηκε, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. αιτιολογία, αφού μνημονεύει ειδικώς στοιχεία (συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκαν απ’ αυτήν οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε), με βάση τα οποία έκρινε ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει αυτήν από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η κρινόμενη αίτηση της Ε. Π., αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως σ’ αυτή προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί, να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτή στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος για την αίτησή της πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.1 Ν.3693/1957), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
Β) Επί της από 18 Απριλίου 2016 αιτήσεως αναιρέσεως του Ν. Α. του Α., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18-4-2016, καθώς και επί των από 5 Ιανουαρίου 2017 προσθέτων επ’ αυτής λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 5-1-2017, ρητέα τα εξής:
Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στο έγκλημα της συνέργειας σε εκβίαση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της, που αλληλοσυπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της κατ’ επάγγελμα απλής συνέργειας σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης, για το οποίο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, τις αποδείξεις από τις οποίες εξήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. α’ και στ’ , 26 παρ. 1 α’ , 27, 42 παρ. 1, 47 παρ. 1, 49 και 385 περ. β του Π.Κ. , τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε η απόφασή του δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) Με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχεται το Δικαστήριο της ουσίας στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε κατ’ επάγγελμα την απλή συνέργεια σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης, αφού δέχεται ότι αυτός τέλεσε την αξιόποινη αυτή πράξη προς βιοπορισμό, δηλαδή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεώς της προς πορισμό εισοδήματος, και έχοντας διαμορφώσει προς τούτο υποδομή, η οποία συνίστατο σε οργανωμένο σχέδιο, κατόπιν προσυνεννόησης με την συγκατηγορούμενη του και φορολογική ελέγκτρια στη ... Ε. Π., να εκβιάζει η τελευταία τους φορολογουμένους με την απειλή ότι θα τους επιβάλει τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία μεγάλα πρόστιμα, για να τους εξαναγκάζει να της δίνουν χρήματα, προκειμένου αυτή, ως αρμόδια φορολογική ελέγκτρια, να τους καταλογίζει και να τους επιβάλει συμβιβαστικά κατά πολύ μικρότερα πρόστιμα από τα προβλεπόμενα, τα οποία θα ενέκρινε αυτός ως Προϊσταμένος της .... Κατά συνέπεια η αιτίαση του αναιρεσείοντος, που αποτελεί τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου της αιτήσεώς του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ότι στερείται νόμιμου βάσεως ως προς την αποδοχή της ότι αυτός τέλεσε κατ’ επάγγελμα την απλή συνέργεια σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης, για την οποία καταδικάστηκε, είναι αβάσιμη, όπως αβάσιμη είναι και η περαιτέρω αιτίασή του, που στηρίζεται και αυτή στην δήθεν έλλειψη αιτιολογίας ως προς την αποδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι αυτός τέλεσε κατ’ επάγγελμα την απλή συνέργεια σε κατ’ επάγγελμα εκβίαση, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, που προβλέπεται από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και επήλθε και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. β) Δεν υπάρχει αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ως εκ τούτου δεν στερείται αυτή νόμιμης βάσης εκ του ότι καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για κατ’ επάγγελμα απλή συνέργεια σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης που τέλεσε η συγκατηγορούμενη του και απαλλάχθηκε λόγω αμφιβολιών του Δικαστηρίου ως προς την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης πράξης της απλής συνέργειας στην παθητική δωροδοκία που τέλεσε η συγκατηγορούμενη του, όπως θα υπήρχε αν το Δικαστήριο δεχόταν κατά πλήρη δικανική πεποίθηση ότι δεν στοιχειοθετείται και δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απλής συνέργειας στην παθητική δωροδοκία, τούτο δε διότι οι αμφιβολίες του Δικαστηρίου δεν αποτελούν δικανική πεποίθηση αποδοχής αντιφατικών περιστατικών, αλλά μη σχηματισμό της απαιτούμενης για την καταδίκη του κατηγορουμένου δικανικής πεποιθήσεως. Κατά συνέπεια, εκ του ότι απαλλάχθηκε ο αναιρεσείων λόγω αμφιβολιών ως προς την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απλής συνέργειάς του στην παθητική δωροδοκία που τέλεσε η συγκατηγορούμενη του, δεν υπάρχει αντιφατική αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση, που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχό της ως προς την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1 α’ , 27, 42 παρ. 1, 47 παρ. 1 και 385 περ. β του Π.Κ. σε σχέση με την πράξη της κατ’ επάγγελμα απλής συνέργειας στην κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης που τέλεσε η συγκατηγορούμενή του και ως εκ τούτου η αιτίαση του αναιρεσείοντος, που αποτελεί το δεύτερο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου της αιτήσεώς του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω της κατά τα ανωτέρω απαλλαγής του λόγω αμφιβολιών για την πράξη της απλής συνέργειας σε παθητική δωροδοκία, στερείται της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την καταδίκη του για την κατ’ επάγγελμα απλή συνέργεια σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης και παραβίασε εκ πλαγίου τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις και στερείται και νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμη. γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζει την κατ’ επάγγελμα απλή συνέργεια του αναιρεσείοντος μόνον στο ότι μετέφερε με το αυτοκίνητό του την συγκατηγορούμενή του στο κατάστημα της ελεγχόμενης επιχείρησης του κομμωτηρίου του Ι. Φ., ούτε μόνον στο ότι θα ενέκρινε αυτός συμβιβαστικά, ως Προϊστάμενος της ..., μετά τη συντέλεση της εκβιάσεως, το μικρό πρόστιμο που θα επιβαλλόταν τελικά στον εκβιασθέντα από την συγκατηγορούμενή του, φορολογική ελέγκτρια στην ίδια Δ.Ο.Υ. και υφιστάμενή του, αλλά στηρίζει την κατ’ επάγγελμα απλή συνέργειά του στην κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης της συγκατηγορούμενής του κυρίως και πρωτίστως στο ότι αυτός, κατόπιν προσυνεννοήσεώς του με την συγκατηγορούμενή του και υφιστάμενή του φορολογική ελέγκτρια και ύστερα από οργανωμένο σχέδιό τους, είχε συνεννοηθεί και συμφωνήσει μαζί της, παρέχοντας έτσι σ’ αυτήν τη συνδρομή του πριν από την τέλεση της πράξεως της απόπειρας εκβιάσεως, να εκβιάσει η τελευταία τον φορολογούμενο Ι. Φ. με την απειλή ότι θα του επιβάλει τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία μεγάλα πρόστιμα για να τον εξαναγκάσει να της δώσει χρήματα και αυτός, ως Προϊστάμενός της και αρμόδιος προς τούτο, να εγκρίνει το τελικό και μικρό πρόστιμο που θα του επέβαλλε αυτή συμβιβαστικά, δηλαδή της παρέσχε πριν από την πράξη της εκβιάσεως τη συνδρομή του για να τελέσει την εκβίαση, αφού χωρίς την προσυνεννόηση τους αυτή δεν θα μπορούσε να γνωρίζει η συγκατηγορούμενή του ότι θα ενέκρινε αυτός το μικρό πρόστιμο που θα επέβαλλε αυτή συμβιβαστικά στον Ι. Φ. και δεν θα μπορούσε να τον εκβιάσει. Άλλωστε, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση το οργανωμένο σχέδιό και η προσυνεννόησή τους αποτελούσε την υποδομή που είχαν δημιουργήσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων τους. Κατά συνέπεια οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που αποτελούν τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεώς του, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 47 παρ. 1 του Π.Κ., σε συνδυασμό με την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 β’ του Π.Κ., άλλως περί εκ πλαγίου παραβιάσεως και εσφαλμένης εφαρμογής της ίδιας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, με ελλιπή και ασαφή αιτιολογία, που δεν επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της, είναι αβάσιμες. Και δ) Όπως προαναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται στην αιτιολογία της ότι η συνδρομή του αναιρεσείοντος στην απόπειρα εκβίασης που τέλεσε η συγκατηγορούμενη του ήταν η κατά τα ανωτέρω προσυνεννόηση και συμφωνία που είχε κάνει μαζί της να εκβιάσει αυτή τον φορολογούμενο Ι. Φ. με την απειλή ότι θα του επιβάλει τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία μεγάλα πρόστιμα για να τον εξαναγκάσει να της δώσει χρήματα και αυτός, ως Προϊστάμενός της και αρμόδιος προς τούτο, να εγκρίνει το τελικό και μικρό πρόστιμο που θα του επέβαλλε αυτή συμβιβαστικά και όχι ότι αυτός συνέδραμε την συγκατηγορούμενή του στην απόπειρα εκβίασης επειδή ενέκρινε το ποσό που του επέβαλε αυτή συμβιβαστικά ως πρόστιμο, αφού τέτοια έγκριση δεν επακολούθησε εξαιτίας της συλλήψεώς τους. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιλαμβάνονται στον τρίτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεώς του, ότι δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια αν υπέγραψε αυτός την πράξη εγκρίσεως του τελικού προστίμου που επιβλήθηκε, αν εκδόθηκε η πράξη αυτή και πότε, αν υπήρξε διαφωνία του Υποδιευθυντή ελέγχου και της συγκατηγορούμενής του για να εγκρίνει αυτός την πράξη επιβολής προστίμου και ότι δεν αναγνώστηκε τέτοια πράξη επιβολής προστίμου στο ακροατήριο, με τις οποίες προβάλλει κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως την πλημμέλεια ότι στερείται νόμιμης βάσης λόγω της ελλιπούς, ασαφούς και με κενά αιτιολογίας της ως προς το αν υπέγραψε και ενέκρινε αυτός την πράξη επιβολής του προστίμου, στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε ορισμένως και παραδεκτώς αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης, δηλαδή ότι κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεώς του (της κατ’ επάγγελμα απλής συνέργειας σε κατ’ επάγγελμα απόπειρα εκβίασης) αγνοούσε τα περιστατικά που την συνιστούσαν, ούτως ώστε να έχει υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας να αιτιολογήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία την απόρριψή του, αλλά προέβαλε αρνητικό της εναντίον του κατηγορίας ισχυρισμό ότι δεν γνώριζε και είχε άγνοια ως προς τα συστατικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των αδικημάτων της απόπειρας εκβίασης και της παθητικής δωροδοκίας που αποδίδονταν στην συγκατηγορούμενη του, στον οποίο του απάντησε το δικαστήριο με την περί ενοχής αιτιολογία του, δεχόμενο στην αιτιολογία του ότι αυτός "...μετά από προσυνεννόηση με την πρώτη κατηγορουμένη, γνώριζε ότι η τελευταία τελούσε την εν λόγω αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης σε βάρος του Ι. Φ. ...". Ως εκ τούτου η αιτίαση του αναιρεσείοντος περί απορρίψεως του ως άνω ισχυρισμού του με ασαφή και ανεπαρκή αιτιολογία, η οποία περιλαμβάνεται επίσης στον τρίτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεώς του, είναι αβάσιμη. ΟΙ υπόλοιπες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιλαμβάνονται ωσαύτως στον τρίτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεώς του, με τις οποίες, υπό την επίφαση της πλημμέλειας της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, στην πραγματικότητα βάλλει κατά των αποδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως και πλήττει με αυτές απαραδέκτως την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτες. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, οι λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται οι κατά τα ανωτέρω αβάσιμες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, δηλαδή, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ότι στερείται νόμιμης βάσης ως προς την επιβαρυντική περίσταση της τελέσεως της απλής συνέργειας σε απόπειρα εκβίασης κατ’ επάγγελμα, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ δεύτερος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ότι στερείται νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικής αιτιολογίας ως προς την παραδοχή της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απλής συνέργειας σε απόπειρα εκβίασης, ο από το 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Δ’ πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 47 παρ. 1 του Π.Κ., σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 385 παρ.1 β’ του Π.Κ., άλλως της εκ πλαγίου παραβάσεως της ιδίας διατάξεως με ελλιπή και ασαφή αιτιολογία που την στερούν από νόμιμη βάση και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ τρίτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως, κατά τις αιτιάσεις του που δεν κρίθηκαν απαράδεκτες, είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 364 και 369 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματός του να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ.), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα ή τα επικαλέστηκε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στη δίκη. Εξάλλου, το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται και ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Όμως, είναι αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και, έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του, κατά το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ.. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ως άνω απόλυτη ακυρότητα. Συγχρόνως, η παραπάνω πλημμέλεια στοιχειοθετεί και τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Γ του Κ.Ποιν.Δ. διότι λαμβάνει χώρα παραβίαση και των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, τα οποία παρέχουν πλήρη απόδειξη, κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αναγνώσθηκαν, μεταξύ άλλων εγγράφων, το με αύξοντα αριθμό (6) έγγραφο που προσδιορίζεται ως "Αίτηση συμβιβασμού προς την ...", τα με αύξοντα αριθμό (25) έγγραφα που προσδιορίζονται ως "Καταστάσεις καταβολής ποσοστού φόρων για συμβιβασμό φορολογικής υπόθεσης με υπογραφή φορολογουμένου" και τα με αύξοντα αριθμό (48) έγγραφα που προσδιορίζονται ως "Φωτοαντίγραφα χαρτονομισμάτων", των οποίων η ταυτότητα επαρκώς προσδιορίζεται και δεν ήταν αναγκαία οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού της ταυτότητάς τους, ούτε αναφορά του περιεχομένου τους ή του συντάκτη τους, αφού με την ανάγνωση του κειμένου τους στο ακροατήριο, χωρίς να προβληθεί καμία αντίρρηση από κανένα παράγοντα της δίκης (σελ. 41 των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως), αλλά και με την ανάγνωσή τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αύξοντες αριθμούς αναγνωσθέντων εγγράφων (5), (24) και (47), αντίστοιχα, όπως τούτο προκύπτει από τα παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκοπούμενα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα και στους παριστάμενους κατά την ανάγνωσή τους συνηγόρους του, οπότε αυτοί άκουσαν το περιεχόμενο των εγγράφων και είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητας των εγγράφων αυτών στα πρακτικά της κατ’ έφεση δίκης, καθώς μάλιστα ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, βεβαιότητα που υπάρχει από την ανάγνωση του περιεχομένου του, ενώ σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δημιουργηθεί σύγχυση για την ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, ενόψει και του ότι δεν αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με όμοιο ή παρεμφερές περιεχόμενο. Άλλωστε, όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου, πριν κηρύξει τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ρώτησε όλους τους παράγοντες της δίκης εάν χρειάζονται κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση, εκείνοι απάντησαν αρνητικά (σελ. 46 των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Επομένως, ενόψει τούτων, ορθά το Δικαστήριο της ουσίας συνεκτίμησε για την κρίση του όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα ως άνω, όπως τούτο προκύπτει με βεβαιότητα από το προοίμιο του σκεπτικού του, στο οποίο, ανάμεσα στα άλλα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται κατ’ είδος, αναφέρονται και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, ουδεμία δε ακυρότητα ή παραβίαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ή έλλειψη αιτιολογίας έλαβε χώρα από τον τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητας των εγγράφων και ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ και Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., τρίτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της αιτήσεως του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκ της οποίας ιδρύεται ιδιαίτερος λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β’ του Κ.Ποιν.Δ.. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ή αόριστο ισχυρισμό, ενώ αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., τα πρακτικά της συνεδριάσεως πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων ... τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς υπευθύνων, τις πράξεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως, ενώ στην παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση κάθε δηλώσεως όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο, και παραδίδουν γραπτώς σ’ αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, τα πρακτικά ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ’ αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 140 και αυτό το άρθρο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει με σαφήνεια ότι οι διάδικοι δικαιούνται να εγχειρίσουν σ’ αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους, επομένως και τους ισχυρισμούς τους, πρέπει, όμως, να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση. Αυτό, άλλωστε, επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της κυρίας διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 331 του Κ.Ποιν.Δ., που ορίζει ότι "η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά" και "για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά ..." και η οποία, όχι μόνο δεν περιστέλλεται με την προαναφερθείσα διάταξη, αλλά αντιθέτως ενισχύεται, αφού η καταχώρηση των δηλώσεων αυτών στα πρακτικά, τελεί, εκτός των άλλων, και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης προφορικής αναπτύξεώς τους. Έτσι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, μόνον εφόσον, από τα ίδια τα πρακτικά, προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του, ώστε αυτός να γίνει αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση, στα πλαίσια της προφορικότητας και της αμεσότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε αυτόν, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του (Ολομ. Α.Π. 2/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεώς του, προβάλλει έλλειψη ακροάσεως και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν απάντησε και δεν διέλαβε καμιά αιτιολογία για τον αυτοτελή ισχυρισμό που υπέβαλε αυτός να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής που θα του επιβαλλόταν και να του επιβληθεί μειωμένη ποινή λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας από υπαιτιότητα των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και όχι από δική του υπαιτιότητα, ο οποίος ήταν νόμιμος και στηριζόταν στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν.4239/2014. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία δεν προσβάλλονται για πλαστότητα και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τον αναιρετικό έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, μετά την απαγγελία της αποφάσεως περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, οι συνήγοροί του "έλαβαν διαδοχικώς τον λόγο, προέβαλαν αυτοτελή ισχυρισμό αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ.) και, αφού τον ανέπτυξαν προφορικά στο ακροατήριο με λεπτομέρεια και σαφήνεια, ζήτησαν την καταχώριση, στα πρακτικά, του κάτωθι σημειώματος (άρθρο 141 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.)" και ακολούθως καταχωρήθηκε στα πρακτικά το έγγραφο σημείωμα που ενεχείρισαν οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος, το οποίο περιελάμβανε στο κείμενό του, εκτός από τον προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο αναπτυχθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της ελαφρυντικής περιστάσεως της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 του Π.Κ., και τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, με τον οποίο ζητούσε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014, να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής που θα του επιβαλλόταν η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας από υπαιτιότητα των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και όχι από δική του υπαιτιότητα και να του επιβληθεί μειωμένη ποινή λόγω της υπερβάσεως αυτής, ο οποίος δεν είχε αναπτυχθεί και προφορικά, ούτως ώστε αυτός να γίνει αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση, στα πλαίσια της προφορικότητας και της αμεσότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο. Όμως, με τον τρόπο αυτό που υποβλήθηκε ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός από το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014, δηλαδή με έγγραφο σημείωμα, χωρίς την ανάπτυξή του και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο για να καταστεί αντικείμενο της συζητήσεως, προβλήθηκε απαραδέκτως και ως εκ τούτου το Δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αυτόν και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Επομένως, ο ως άνω δεύτερος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ και Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σχετικά με την σιωπηρή απόρριψη του κατά τα ανωτέρω απαραδέκτως προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του από το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Ν. Α. και οι επ’ αυτής πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 19 Απριλίου 2016 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Ε. Π. του Ν. και την από 18 Απριλίου 2016 αίτηση αναιρέσεως του Ν. Α. του Α., με τους επ’ αυτής από 5 Ιανουαρίου 2017 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως.
Απορρίπτει την από 19 Απριλίου 2016 αίτηση της κατηγορουμένης Ε. Π. του Ν., κατοίκου ... Αττικής, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-4-2016, για αναίρεση της με αριθμούς 2451,2309,1688,1284/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στην ως άνω αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Και
Καταδικάζει αυτήν στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Απορρίπτει την από 18 Απριλίου 2016 αίτηση αναιρέσεως του Ν. Α. του Α., κατοίκου ..., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18-4-2016, καθώς και τους από 5 Ιανουαρίου 2017 πρόσθετους επ’ αυτής λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι κατατέθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 5-1-2017, για αναίρεση της με αριθμούς 2451,2309,1688,1284/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Επιβάλλει στον ως άνω αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή