Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 255 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση (Αιτίαση με τον ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας). Στοιχεία του εγκλήματος αυτού. Επιτρεπτή η συμπληρωματική αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση Εισαγγελέα που έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών για έλλειψη αιτιολογίας. Απόρριψη της αίτησης αυτής λόγω του μη βασίμου του μόνου λόγου αυτής για έλλειψη αιτιολογίας.




Αριθμός 255/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 544/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11.5.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 735/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη με αριθμό 284/17.9.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' άρθρ. 485 §1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. 95/2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 544/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ' ουσία έφεση του αναιρεσείοντα κατά του υπ' αριθμ. 3481/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), για το αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρθρ. 375 §§1, 2α Π.Κ.).
Β) Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473 §1, 474 και 482 §§1,3 Κ.Π.Δ., με την προαναφερθείσα δήλωση του αναιρεσείοντα στο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η από 11-5-2009, ημέρα Δευτέρα, έκθεση αναίρεσης, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα του είχε επιδοθεί στις 29-4-2009.
Επισημαίνεται ότι στο αναιρετήριο έγγραφο, κατά την επίκληση της περιέχουσας τον αναιρετικό λόγο διάταξης αναφέρεται αυτή του άρθρ. 484 §1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ., που βεβαίως αφορά την παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης. Ωστόσο και από το ρητό χαρακτηρισμό και από το συνολικό περιεχόμενο του αναιρετηρίου εγγράφου προκύπτει με σαφήνεια ότι ο επικαλούμενος λόγος αναίρεσης είναι η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρ. 139 Κ.Π.Δ. και ότι η αναφορά του στοιχείου ε' της παρ. 1 του άρθρου 484 Κ.Π.Δ., αντί του ορθού στοιχ. δ', έγινε από προφανή παραδρομή. Θεωρείται λοιπόν ότι η κρινόμενη αίτηση περιέχει ορισμένο αναιρετικό λόγο, αυτόν της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας και θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ' άρθρ. 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη η οποία αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη.
Δ) Εξ άλλου, εφ' όσον τα εκτιθέμενα στην αίτηση αναίρεσης, ως προς το λόγο της έλλειψης αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός των αιτήσεων είναι απαράδεκτος διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π. 591/2001 Ποιν. Χρ. ΝΒ' 131, Α.Π. 1457/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ' 537).
Ε) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη, σ' αυτό, ειδικά δε αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει όλα, κατ' είδος, τα αποδεικτικά μέσα, αλλά παραθέτοντας και πρόσθετες σκέψεις, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και ειδικότερα από τη μελέτη της μηνύσεως, το συμπληρωματικό υπόμνημα επ' αυτής, τις καταθέσεις των μαρτύρων, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, και όλα τα υπομνήματα, προέκυψαν τα παρακάτω κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά:
Το έτος 1973 συστάθηκε ομόρρυθμη τεχνική εταιρεία, με την επωνυμία "ΑΑ-Ψ-Χ Ο.Ε." με έδρα αρχικά την οδό ... και στη συνέχεια το ... (...). Αντικείμενο αυτής ήταν η κατασκευή πολυώροφων οικοδομών σε ιδιόκτητα οικόπεδα ή με το σύστημα της αντιπαροχής. Μετά τη σύστασή της, η ως άνω εταιρεία ανέλαβε την κατασκευή συγκροτήματος κατοικιών επί οικοπέδου των ΒΒ και ΓΓ, στο ... Το έτος 1974, τροποποιήθηκε το αρχικό καταστατικό της εταιρείας και η συμμετοχή των εταίρων στα κέρδη και ζημίες, ορίσθηκε σε ποσοστό 71,55% για τον μηνυτή, Ψ, 18,43% για τον ΑΑ και 10,62% για τον εκκαλούντα κατηγορούμενο. Το συγκεκριμένο έργο περατώθηκε το έτος 1978. Το έτος 1994 η εταιρεία λύθηκε με το από 15/2/94 συμφωνητικό των εταίρων και τέθηκε υπό ... εκκαθάριση, ως εκκαθαριστές δε βάσει του καταστατικού ορίσθηκαν όλοι οι εταίροι. Στην πραγματικότητα όμως, ο εκκαλών κατηγορούμενος, ο οποίος ατύπως από το έτος 1976, εκτελούσε χρέη ταμία της εταιρείας, συνέχισε να ενεργεί πράξεις για τις ανάγκες της εκκαθάρισης. Από το έτος 1978 και λόγω προβλημάτων της εταιρείας με την Εθνική Τράπεζα, συμφώνησαν όλοι οι εταίροι να εκλαμβάνουν κέρδη, να πληρώνουν την εφορία, και τα χρήματα να κατατίθενται σε λογαριασμό Τραπέζης από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο. Εδώ σημειώνεται ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος εισέπραττε, μέχρι τα μέσα 2002, μισθώματα από διαμερίσματα του συγκροτήματος του ..., τίμημα πωληθέντων σε τρίτους διαμερισμάτων και χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων κ.λ.π. Καθ' όλο το χρονικό αυτό διάστημα, διαβεβαίωνε τους λοιπούς εταίρους, ότι προέβαινε συστηματικά στην κατάθεση των χρημάτων στον τραπεζικό λογαριασμό, και οι τελευταίοι του είχαν απεριόριστη εμπιστοσύνη. Αρχές του έτους 2002 παρουσιάστηκε η ανάγκη χρημάτων προκειμένου να αντιμετωπισθούν δικαστικά έξοδα, σχετικά με δικαστικό αγώνα με την Εθνική Τράπεζα. Τότε ο εκκαλών κατηγορούμενος ενημέρωσε τους Ψ και ΑΑ ότι δεν υπάρχουν χρήματα στο λογαριασμό της εταιρείας. Ακολούθησε η από 25/1/2002 εξώδικη δήλωση των τελευταίων, προκειμένου να παραδοθούν τα χρήματα και τα παραστατικά κίνησης του λογαριασμού, στην οποία δεν αντέδρασε ο εκκαλών - κατηγορούμενος. Στη συνέχεια υποβλήθηκε η από 20/5/2002 Αίτηση, των Ψ και ΑΑ, με την ιδιότητα των συνεκκαθαριστών της εταιρείας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (εκουσία διαδικασία), προκειμένου να διορισθεί εκκαθαριστής ο Ψ. Επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 5825/2002 απόφαση του δικαστηρίου που έκανε δεκτή την αίτηση. Κατ' αυτής άσκησε έφεση ο εκκαλών - κατηγορούμενος, η οποία απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 3909/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παράλληλα ο εκκαλών επισκέφθηκε τα γραφεία της εταιρείας και εισέπραξε μισθώματα, αλλά κυρίως ανέλαβε όλα τα λογιστικά βιβλία αυτής, το βιβλίο εσόδων - εξόδων και όλα τα παραστατικά στοιχεία συναλλαγής της εταιρείας προς τρίτους, τον Ιανουάριο του 2002. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αδυνατούν οι λοιποί εταίροι να ελέγξουν τα οικονομικά στοιχεία και να προσδιορίσουν ποσά που είχε η εταιρεία αποκομίσει από την εμπορική της δραστηριότητα. Με το από 4/6/07 υπόμνημα του μηνυτή ενώπιον του Ανακριτή προσκομίσθηκε Έκθεση ελέγχου Ταμιακής Διαχείρισης της Εταιρείας, υπογραφόμενη από τον λογιστή - φοροτεχνικό ... από 23/4/07. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή το κεφάλαιο που έπρεπε να κατατεθεί στην Τράπεζα ανέρχεται στο ποσό των 45.312,234 δρχ. και οι κεφαλαιοποιηθέντες τόκοι ανέρχονται στο ποσό των 75.642,161 δρχ., συνολικά το ποσό ανέρχεται σε 120.954,313 δρχ. μέχρι τον Ιανουάριο 2001. Ο εκκαλών - κατηγορούμενος, στην ενώπιον του Ανακριτή απολογία του και στο σχετικό σε αυτή "υπόμνημά" του, αφ' ενός παραδέχεται ότι "οι άλλοι δύο δεν πατούσαν καθόλου στο εργοτάξιο, επιχειρούσα εγώ όλες τις πράξεις ...", και αφ' ετέρου ομολογεί ότι κατά το έτος 2000, αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα υγείας η σύζυγός του, γι' αυτό και πήρε χρήματα από το ταμείο της εταιρείας, προκειμένου ν' αντιμετωπίσει οικονομικά του προβλήματα, και ειδικότερα ποσό 12.000.000 δρχ., με συμφωνία να τα επιστρέψει κατά την εκκαθάριση. Από κανένα όμως στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει συμφωνία των λοιπών εταίρων για ανάληψη χρημάτων από το ταμείο της εταιρείας για προσωπικούς λόγους του εκκαλούντα, ούτε βεβαίως ότι το ποσό που ανέλαβε το 2000, όπως αορίστως ισχυρίζεται, ανέρχεται σε 12.000.000 δρχ. Με τις σκέψεις αυτές και με όσα ήδη αναπτύχθηκαν και αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του εκκαλούντα - κατηγορουμένου που μπορούν να επιστηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία κατ' αυτού και ειδικότερα για υπεξαίρεση αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που του είχαν εμπιστευθεί με την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας (αρ. 378 §§1, 2α Π.Κ.) Κατόπιν τούτων, πρόδηλον είναι ότι το εκκαλούμενο υπ' αριθμ. 3481/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, στις σκέψεις του οποίου, καθώς και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση αναφέρεται συμπληρωματικά προς αποφυγή επαναλήψεων (Α.Π.348/96, Α.Π. 1440/89, Ποιν. Χρ. Μ2-Μ-713 αντίστοιχα), που δέχεται ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, για την πιο πάνω πράξη και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος αυτής, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς η έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος πρέπει ν' απορριφθεί στην ουσία της, και να επικυρωθεί κατ' άρθρ. 313 Κ.Ποιν.Δ. το εκκαλούμενο βούλευμα υπ' αριθμ. 3481/2008.
Συμπληρωματικά δε προς όσα αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση πρέπει να σημειωθεί ότι από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα τις καταθέσεις όλων των εξετασθέντων μαρτύρων τόσο κατά την προανάκριση όσο και κατά την κυρία ανάκριση, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, την απολογία του κατηγορουμένου και το υπόμνημα αυτού, ουδόλως προέκυψε η βασιμότητα των ισχυρισμών του τελευταίου αφ' ενός μεν περί είσπραξης των μισθωμάτων του μισθωτή των ακινήτων (διαμερισμάτων) της ομόρρυθμης εταιρείας ... εκ μέρους του μηνυτή Ψ και αφετέρου περί συμφωνίας των εταίρων να λάβει αυτός (κατηγορούμενος) από ταμείο της εταιρείας το έτος 2000 το ποσό των 12.000.000 δραχμών. Αντιθέτως, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και κυρίως τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων ... και ... προκύπτει ότι την είσπραξη των μισθωμάτων των ακινήτων της εν λόγω ομόρρυθμης εταιρείας διενεργούσε αποκλειστικά και μόνο ο κατηγορούμενος.
ΣΤ) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Συνεπώς οι αντίθετοι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντα που προβάλλονται ως λόγος αναίρεσης κατ' άρθρ. 484 §1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν ως τέτοιοι, πλην των σημείων εκείνων με τα οποία αμφισβητείται, με το πρόσχημα του αναιρετικού αυτού λόγου, η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρος του δικαστικού συμβουλίου.
Ζ) Με βάση τα προεκτεθέντα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ 1ον) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 95/2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 544/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2ον) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον παραπάνω αναιρεσείοντα.
Αθήνα 25-6-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Παναγιώτης Ε. Νικολούδης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπ' αριθ. 95/11.5.2009 αίτησή του ο κατηγορούμενος Χ, κάτοικος ..., ζητεί, κατ' εκτίμηση του δικογράφου αυτής, την αναίρεση του υπ' αριθ. 544/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η υπ' αριθ. 666/2008 έφεσή του κατά του υπ' αριθ. 348/2008 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ και όχι στοιχ. ε' ως από πρόδηλη παραδρομή αναφέρεται στην έκθεση αναίρεσης).
Σύμφωνα με το αρ. 375 παρ. 1 Π.Κ. "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, απαιτείται αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση, χωρίς δικαίωμα, ξένου (ολικά ή μερικά), κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και τη θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής. Περαιτέρω, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στ. δ' του, ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 544/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά επί της ουσίας κρίση του ότι "από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα όλων των εξετασθέντων μαρτύρων τόσο κατά την προανάκριση όσο και κατά την κυρία ανάκριση, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, την απολογία του κατηγορουμένου και το υπόμνημα αυτού, ουδόλως προέκυψε η βασιμότητα των ισχυρισμών του τελευταίου αφενός μεν περί εισπράξεως των μισθωμάτων του μισθωτή των ακινήτων (διαμερισμάτων) της ομόρρυθμης εταιρείας ... εκ μέρους του μηνυτή (Ψ) και αφετέρου περί συμφωνίας των εταίρων να λάβει αυτός (κατηγορούμενος) από το ταμείο της εταιρείας το έτος 2000 το ποσό των 12.000.000 δρχ. Αντιθέτως, από τις ως άνω σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων ... και ... προκύπτει ότι την είσπραξη των μισθωμάτων των ακινήτων της εν λόγω ομόρρυθμης εταιρείας, διενεργούσε αποκλειστικά και μόνον ο κατηγορούμενος". Με βάση τα περιστατικά αυτά και σε συνδυασμό όσα αναφέρονται στην πληρέστερη και έχουσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία Εισαγγελική πρόταση στην οποία συμπληρωματικά το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αναφέρεται (ιδιότητα του κατηγορούμενου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, την ιδιαίτερα μεγάλη αξία του φερομένου ως υπεξαιρεθέντος από αυτόν ποσού), δέχθηκε το ως άνω Συμβούλιο ότι προκύπτουν κατά του κατηγορουμένου επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρθρο 375 παρ. 1 και 2α ΠΚ). Με αυτό που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο βούλευμα που εξέδωσε, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση και κυρία ανάκριση που διενεργήθηκαν, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο για την ως άνω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης. Ειδικότερα, και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, ήταν επιτρεπτή η συμπληρωματική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού σ' αυτόν, με πλήρεις αιτιολογίες, διαλαμβάνονται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν καθώς και οι αποδείξεις από τις οποίες δικαιολογείται η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου και τέλος οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι η έφεση του αναιρεσείοντος ήταν ουσιαστικά αβάσιμη. Ειδικότερα, αναφέρεται στην Εισαγγελική πρόταση που έχει ενσωματωθεί στο προσβαλλόμενο βούλευμα ο τρόπος της σταδιακής ιδιοποίησης των ξένων χρηματικών ποσών (μισθωμάτων και τιμημάτων ακινήτων) που περιέρχονταν στον αναιρεσείοντα με την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας) και γίνεται μνεία όλων των εγγράφων, μεταξύ των οποίων και η από 23.4.2007 "Έκθεση ελέγχου Ταμειακής Διαχείρισης της εταιρείας" (εννοώντας την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "ΑΑ-Ψ-Χ ΟΕ") του λογιστή - φοροτεχνικού ..., στην οποία γίνεται αναφορά του κεφαλαίου και των κεφαλοποιηθέντων τόκων, όχι όμως και διάκριση του παρακρατηθέντος και μη επιστραφέντος από τον αναιρεσείοντα χρηματικού ποσού, που ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (τουλάχιστον 12.000.000 δρχ. = 35.221,60 ευρώ). Τέλος, δεν καταλείπεται καμμία αμφιβολία, ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος αναφέρονται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και στην οποία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν επιτρεπτά αναφέρθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ μόνος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτό και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθ. 95/11.5.2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθ. 544/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή