Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2295 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Δεδικασμένο.




Περίληψη:
Δεδικασμένο. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως περί δεδικασμένου, γιατί η προηγούμενη καταδίκη αφορά άλλη πράξη με διαφορετικό χρόνο τέλεσης. Απορρίπτεται επίσης ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως περί παραγραφής, αφού δεν συμπληρώθηκε οκταετία μέχρι τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και δεν προβλήθηκε ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος που επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα.




Αριθμός 2295/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Θεοδωράκη, για αναίρεση της 570/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σύρου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Νοεμβρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1925/2006.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και αυτός περί δεδικασμένου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, "αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί, ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, η παραβίαση του οποίου ιδρύει τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να υπάρχει: α) αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση ή οριστική παύση της ποινικής διώξεως για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ)ταυτότητα πράξεως. Ως ταυτότητα προσώπου νοείται η του κατηγορουμένου, δηλαδή του ως δράστη κατηγορηθέντος, έστω και αν μηνύθηκε υπό ψευδές ή λανθασμένο όνομα ή μεταβλήθηκαν τα χαρακτηριστικά αυτού στοιχεία ή ιδιότητες. Ως πράξη δε νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθ' όλη τη διαδρομή και καθ' όλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο Δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να αξιολογήσει αυτεπάγγελτα. Με άλλα λόγια ταυτότητα της πράξεως υπάρχει, όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη κατηγορία. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 570/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σύρου δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η πρώτη κατηγορουμένη (Χ) τυγχάνει ιδιοκτήτρια ακινήτου (οικοπέδου) στην περιοχή ....., στο οποίο είχε ανεγείρει διώροφη οικοδομή, για την οποία είχε εκδοθεί η ..... οικοδ. άδεια της Νομαρχίας Κυκλάδων, οι δε εργασίες ανοικοδόμησης είχαν περατωθεί στις 10-2-1984 (βλ. οικ. άδεια). Ωστόσο, στις 27-11-1998 η πρώτη κατηγορουμένη, υπό την ως άνω ιδιότητά της, ως ιδιοκτήτρια, προέβη στην κατασκευή κτίσματος στην ίδια ως άνω οικοδομή διαστάσεων 11χ3χ6 μ, χωρίς να εφοδιασθεί με την απαιτούμενη οικοδομική άδεια της Πολεοδομικής Αρχής. Το ότι η πρώτη κατηγορουμένη προέβη σε οικοδομικές εργασίες στις 27-11-1998 προκύπτει από την από 30-11-1998 έκθεση προφορικής μήνυσης του αστυνομικού ....., αλλά και από το γεγονός της πρόσληψης δύο εργατών για την εκτέλεση των εργασιών. Ισχυρίζεται η πρώτη κατηγορουμένη ότι για την ίδια αξιόποινη πράξη δικάστηκε στις 20-9-2004 από το Μονομελές Πλημ/κείο Μυκόνου και, αφού κρίθηκε ένοχη, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με την 451/2004 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου. Ωστόσο, από την προσκομιζόμενη 451/2004 απόφαση δεν προκύπτει ταυτότητα της αξιόποινης πράξης, αφού με την απόφαση αυτή κρίθηκε ένοχη για το ότι στις 30-7-1999 ως κυρία ακινήτου προέβη στην κατασκευή βεράντας στο ισόγειο και άλλης βεράντας στον 1° όροφο παλαιάς οικίας, καθώς επίσης και στην κατασκευή υποστηλωμάτων και προσθήκη στον 1° όροφο στεγάστρου με πέτρα (υποστηλώματα) και κυματοειδή λαμαρίνα, χωρίς την απαιτούμενη άδεια της Πολεοδομικής Αρχής. Ακολούθως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός της α' κατηγορουμένης περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης, λόγω εκκρεμοδικίας προερχομένης από την 451/2004 απόφαση. Περαιτέρω πρέπει η πρώτη κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη που κατηγορείται". Ακολούθως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη, και ήδη αναιρεσείουσα, Χ του "στη ..... και στην περιοχή "....." την 27-11-1998 και ώρα 12.50, τυγχάνουσα ιδιοκτήτρια ακινήτου, κειμένου εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, ηθελημένα προέβη στην ανέγερση αυθαιρέτου κτίσματος επ' αυτού και συγκεκριμένα στην κατασκευή οικοδομής διαστάσεων 11χ3χ6 μέτρων, χωρίς να είναι εφοδιασμένη με την απαιτούμενη οικοδομική άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Αρχής" και στη συνέχεια της επέβαλε ποινή φυλακίσεως 6 μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, του ΠΚ, και 17 παρ. 8α Ν. 1337/1983 σε συνδυασμό με άρθρο 22 Ν. 1577/1985, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή. ή αντιφατική αιτιολογία, Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία της κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά, καθό μέρος δε ο περί ελλείψεως αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά της ουσιαστικής παραδοχής της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί του χρόνου τελέσεως της πράξεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, διέλαβε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε σχέση με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού τότε της εκκρεμοδικίας και μετά την προσκόμιση των από 10-10-2007 πιστοποιητικών α)του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου και β)της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ήδη του δεδικασμένου, αφού αναφέρεται στην άνω απόφαση και προκύπτει ότι η υπ' αριθμ. 451/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου (Μεταβατική έδρα Μυκόνου) (καθώς και η παραδεκτά επισκοπούμενη ήδη αμετάκλητη υπ' αριθ. 60/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου, που εκδόθηκε επί της εφέσεως που ασκήθηκε από την αναιρεσείουσα κατά της τελευταίας αποφάσεως) αφορά την καταδίκη αυτής για άλλη αξιόποινη πράξη, με διαφορετικό χρόνο τελέσεως, (μεταγενέστερο, 30-7-1999) και διαφορετικά λοιπά πραγματικά περιστατικά. Επομένως, ο περί του αντιθέτου σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και ΣΤ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 και 3 του Π.Κ., το αξιόποινο του εγκλήματος εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως όπου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ. 314, 320, 321, 339, 340 και 343 του Κ.Ποιν.Δ., αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Τέλος, κατά το αρθρ. 174 παρ. 1 Κ.Π.Δ., η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, καθώς και η ακυρότητα της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεως αυτών στον κατηγορούμενο καλύπτεται, αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση άκυρης επιδόσεως της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, αρχίζει η κύρια διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από την ημέρα της επιδόσεως, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, διότι, έτσι, καλύπτεται η ακυρότητα και η επίδοση θεωρείται έγκυρη. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η πιο πάνω ακυρότητα της επιδόσεως της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξεως που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως, καλύπτεται με επακόλουθο η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας λόγου αναιρέσεως, με την υπ'αριθ. 423/2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου, (μεταβατική έδρα Μυκόνου), η οποία εκδόθηκε με απούσα την αναιρεσείουσα, καταδικάσθηκε αυτή σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, για την πλημμεληματική πράξη της παράβασης του άρθρου 17 παρ. 8α του Ν. 1337/1983, ήτοι για την κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος, χωρίς την άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Αρχής, η οποία (πράξη) έλαβε χώρα στις 27-11-1998.
Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε την υπ' αριθ. 15/2006 έφεσή της, στην οποία δεν προέβαλε ακυρότητα της επιδόσεως προς αυτήν του κλητηρίου θεσπίσματος, με βάση το οποίο καταδικάστηκε πρωτοδίκως. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα προεκτέθηκαν στην νομική σκέψη, εφόσον δεν προβλήθηκε ακυρότητα της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος προς την αναιρεσείουσα με λόγο εφέσεως, καλύφθηκε αυτή, με αποτέλεσμα από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, που αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, να έχει επέλθει, λόγω ενάρξεως της κυρίας διαδικασίας, η αναστολή της πενταετούς προθεσμίας της παραγραφής και ήδη ο χρόνος παραγραφής της άνω αξιόποινης πράξεως να είναι οκταετής. Επομένως, ορθώς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σύρου με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθ. 570/22-11-2006 απόφασή του δεν έπαυσε οριστικώς, λόγω παραγραφής, την ασκηθείσα κατά της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ποινική δίωξη για την ειρημένη πράξη, που τελέσθηκε κατά τα ανωτέρω, στις 27-11-1998, αφού δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την δημοσίευση της αποφάσεως αυτής η οκταετής προθεσμία της παραγραφής, εντεύθεν δε είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο κατ' εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των περί παραγραφής πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Ύστερα από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28 Νοεμβρίου 2006 αίτηση της Χ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 570/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή