Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1475 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Απάτη. Τι απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση απάτης κατ’εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου. Η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία, διότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του Εισαγγελέα, είναι αβάσιμη διότι, εκτός του ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια γιατί το Συμβούλιο Εφετών παραθέτει και δική του αιτιολογία, αλλά και διότι η πρόταση του Εισαγγελέα στην οποία παραπέμπει είναι αιτιολογημένη. Αιτιολογημένα το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου για προσωπική εμφάνιση ενώπιον του. Το Συμβούλιο Εφετών ασκώντας την εξουσία που του παρέχει ο νόμος ερεύνησε την έφεσή του και την απέρριψε αιτιολογημένα ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Απορρίπτει το αίτημα για προσωπική εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, καθόσον αυτός με τη δεκαπεντασέλιδη αίτηση αναιρέσεως έχει εκθέσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του. Απορρίπτει.





Αριθμός 1475/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 54/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών.
Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 867/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή με αριθμό 244/18.06.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 6/24-4-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του 54/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, το οποίο απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου 95/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Ζακύνθου, επικύρωσε τούτο και παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών τους κατηγορουμένους 1) Χ1, δηλ. τον αναιρεσείοντα, για ιδιαίτερα διακεκριμένη απάτη, κατ' εξακολούθηση, 2) Χ2, και 3) Χ3, για απλή και άμεση συνέργεια, κατ' εξακολούθηση, σε μερικές από τις ανωτέρω πράξεις του πρώτου, που τελέσθηκαν κατά το χρονικό διάστημα απο τα μέσα του 99 έως τα μέσα του 2000,αντίστοιχα,[άρθρα 46 παρ.1β,47,60,98 και 386 παρ.1α,3α ΠΚ), και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα.
2-Η εισαγόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τον κατηγορούμενο, δικαιωματικά, καθόσον ο νόμος του δίνει το σχετικό δικαίωμα, αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα τον παραπέμπει για το κακούργημα της ιδιαίτερα διακεκριμένης απάτης, με δήλωση ενώπιον της γραμματέα του εκδόντος το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβουλίου Εφετών Πατρών, μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοσή του, που έγινε με παράδοση στα χέρια της ενηλίκου συζύγου του ........, ως προκύπτει από το επιδοτήριο του αστυφ........ Η έκθεση που συντάχθηκε από την αρμόδια γραμματέα Ευγ. Κεπενού, έγινε με την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται από τα άρθρα 150 και 474 ΚΠΔ και με αναφορά των λόγων για τους οποίους ασκείται, οι οποίοι συνίστανται στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, [άρθρο 139 ΚΠΔ], της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων, της υπέρβασης εξουσίας και της απόλυτης ακυρότητας, [άρθρα 309 παρ. 2, 484 παρ.1 περ. α, β, δ και στ ΚΠΔ].
Συνεπώς, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και δικαιωματικά ασκηθείσα, οπότε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της.
3-Οι λόγοι της έλλειψης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων.
Α-Νομική βάση.
α-Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. [Α.Π. 19/01 ΟΛΟΜ-Π.ΔΙΚ. 01/1225, Π.ΧΡ. 02/402, Π.ΛΟΓ. 01/1693].
β-Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, θεμελιώνουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1β' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει πραγματικά, ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα υπό τούτου δεχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση δε τέτοιας εσφαλμένης εφαρμογής συντρέχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
γ-Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, ανεξαρτήτως της πραγμάτωσης ή μη του οφέλους αυτού, β) Η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος. και γ) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η διάταξη της παρ.3 του ανωτέρω άρθρου αντικαταστάθηκε αρχικά μεν από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, που καθόριζε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ακολούθως δε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 22721/1999, που ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών.
δ-Κατά το άρθρο 98 του Π.Κ., αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρηση της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Στη διάταξη αυτή με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/3-6-1999 προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος, που ορίζει ότι η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
Β-Παραδοχές και σκέψεις του βουλεύματος
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογιών των κατηγορουμένων] προέκυψαν τα εξής, κατ' εκτίμηση, ουσιώδη περιστατικά:
Ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, στην ..... Ζακύνθου κατά τα κατωτέρω χρονικά διαστήματα, έχοντας σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου διέπραξε υπό την ιδιότητα του προέδρου του Συνδέσμου ύδρευσης των Δήμων και Κοινοτήτων ..... τις εξής αξιόποινες πράξεις:
α-Κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του έτους 1999 έως τα μέσα του 2000 παρέστησε στους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου ότι εκτέλεσε εργασίες ύδρευσης για λογαριασμό του Συνδέσμου, συνολικής αξίας 49.928,80 Ε. Στην παράσταση του γεγονότος αυτού τον συνέδραμαν και οι δυο συγκατηγορούμενοί του, ο 2ος Χ2 και η τρίτη Χ3.Ο δεύτερος τον εφοδίασε για το σκοπό αυτό με 23 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, που διέθετε ως ελεύθερος επαγγελματίας υδραυλικός, στα οποία έθεσε την υπογραφή του στη θέση του εκδότη. Η δεύτερη συμπλήρωσε τα τιμολόγια τούτα, αναγράφοντας σ' αυτά διάφορες εικονικές υδραυλικές εργασίες, και στη συνέχεια τα προσκόμισε για λογαριασμό του στους ανωτέρω υπαλλήλους. Πλην όμως οι παραστάσεις του αυτές είναι ψευδείς και προέβη σ' αυτές εν γνώσει της αναλήθειάς τους, καθόσον αυτός δεν είχε εκτελέσει τις περιγραφόμενες στα ανωτέρω τιμολόγια υδραυλικές εργασίες. Έτσι έπεισε τους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου να εκδώσουν 14 χρηματικά εντάλματα πληρωμής του, συνολικής χρηματικής αξίας 49.928.80 Ε. Ακολούθως, εισέπραξε το ποσό τούτο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε βάρος του Συνδέσμου των Δήμων και Κοινοτήτων, προκαλώντας ισόποση ζημία στην περιουσία του με αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος. Το βούλευμα απαριθμεί αναλυτικά τόσο τα 23 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, όσο και τα 14 χρηματικά εντάλματα με τα αναγραφόμενα στο καθένα απ' αυτά χρηματικά ποσά.
β-Κατά το χρονικό διάστημα του έτους 2002 παρέστησε στους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου ότι εκτέλεσε εργασίες ύδρευσης για λογαριασμό του Συνδέσμου αξίας 62.970,84 Ε ενώ αληθινό είναι ότι δεν εκτέλεσε τις ως άνω εργασίες, όπως εν γνώσει της αναλήθειας τους παρέστησε, και έτσι κατόρθωσε να τους παραπλανήσει και να εκδώσουν επ' ονόματί του 12 χρηματικά εντάλματα, [που το βούλευμα αναλυτικά απαριθμεί],συνολικής αξίας 62.970,84 Ε,τα οποία και εισέπραξε από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε βάρος του Συνδέσμου, ζημιώνοντας την περιουσία του με το ανωτέρω χρηματικό ποσό, με αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος.
Τις πράξεις αυτές τις τέλεσαν όλοι οι κατηγορούμενοι με περισσότερες από μία πράξεις. Στον πρώτο, τον αναιρεσείοντα, συντρέχουν και οι επιβαρυντικές περιστάσεις τόσον ότι τέλεσε τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή τους προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, όσο και ότι το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που προέκυψε υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ε.
Από τα περιστατικά αυτά έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα, ότι πληρούται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης απάτης, που τέλεσε τούτος κατ' εξακολούθηση, σε βάρος του Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων ......, [όντος τούτου νπιδ κοινωφελούς χαρακτήρα], υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ότι το συνολικό ποσό οφέλους ή ζημίας υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ε. Στη συνέχεια, απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Ζακύνθου και τον παρέπεμψε ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Πατρών για να δικασθεί ως υπαίτιος τελέσεως του εγκλήματος τούτου.
Γ-Κριτική αξιολόγηση
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της απάτης, κατ' εξακολούθηση, με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ότι η προθενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο περιουσιακό του όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ε, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 παρ.1α,3 περ. α ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ότι προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε παραστάσεις ψευδών γεγονότων σαν αληθινών στους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου, ότι έπεισε τούτους με αυτές να του εκδώσουν χρηματικά εντάλματα πληρωμής του, και ότι προξένησε έτσι ζημία στον Σύνδεσμο Δήμων και Κοινοτήτων ....., με αντίστοιχο περιουσιακό του όφελος, που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 15.000 Ε, από πλευράς δε της υποκειμενικής υπόστασης ότι τέλεσε την πράξη με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας ότι τα γεγονότα που παρέστησε ήσαν ψευδή και ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία, διότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του εισαγγελέα είναι αβάσιμη διότι, εκτός του ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια γιατί το Συμβούλιο Εφετών παραθέτει και δική του αιτιολογία, αλλά και διότι η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 του Συντάγματος και του άρθρου 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. [Α.Π. 205/05], όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Οι λοιπές αιτιάσεις του ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, ότι το σκεπτικό του αποτελεί αντιγραφή του πρωτόδικου βουλεύματος και εκείνου του κατηγορητηρίου, ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα, ότι δεν έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο των υπομνημάτων του και της εφέσεώς του και ότι δεν αιτιολογεί την επιβαρυντική περίσταση ότι έδρασε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να εξετάσει το αίτημά του να διατάξει συμπληρωματική ανάκριση ή ότι απέρριψε σιγή το αίτημά του τούτο, καθόσον τέτοιου είδους αιτήματα, όπως το ανωτέρω αίτημα για περαιτέρω ανάκριση, είναι δυνατόν να απορριφθούν, έστω και σιωπηρώς, εφόσον αιτιολογημένα, όπως και εν προκειμένω, το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία παραθέτει και εκτιμά με πληρότητα. (Α.Π 1158/2001 ΠΧ ΝΒ'σελ. 414, Α.Π. 1477/05].
4-Ο λόγος της απόλυτη ακυρότητας από την απόρριψη του αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισής του στο συμβούλιο.
Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ, το οποίο επίσης εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (άρθρ. 316 παρ. 2),και του Αρείου Πάγου [άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ], "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ` του ΚΠΔ, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ` άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.' του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση το συμβούλιο απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου για να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιόν του κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του για το λόγο ότι αυτός τόσο με την απολογία του και το από 9-12-04 υπόμνημά του, όσο και από την έφεσή του έχει επαρκώς διατυπώσει τις απόψεις, θέσεις και ισχυρισμούς του. Η αιτιολογία αυτή της απόρριψης του εν λόγω αιτήματος είναι πλήρης και σύμφωνη με το νόμο [άρθρο 309 παρ.1 ΚΠΔ] και συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
5-Ο λόγος της υπέρβασης εξουσίας.
Κατά το άρθρο 484 παρ.1 περ.στ ΚΠΔ η υπέρβαση εξουσίας ως λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά το άρθρο 307, 309 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Συμβούλιο Εφετών Πατρών υπερέβη την εξουσία του για το λόγο ότι απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Ζακύνθου χωρίς ουσιαστική έρευνα των λόγων της, αντί, ως όφειλε, να την ερευνήσει και να την δεχθεί κατ' ουσία. Ο λόγος τούτος είναι αβάσιμος καθόσον το Συμβούλιο Εφετών, όπως ανωτέρω εκτίθεται, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει ο νόμος ερεύνησε την έφεσή του κατ' ουσία και έκρινε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τις αποδείξεις που κατ' είδος μνημονεύει προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις εναντίον του για την ως άνω κακουργηματική πράξη της απάτης και, επομένως, η έφεσή του είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη.
6-Αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης
Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Μπορεί ακόμη να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης. Το συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα.
Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, που υποβάλλει με την αίτηση αναιρέσεως, για να διαταχθεί η εμφάνισή του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει σε συμβούλιο, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον αυτός με την δεκαπεντασέλιδη αίτηση αναιρέσεως έχει εκθέσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του ως προς τις πλημμέλειες που προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και επομένως παρέλκει η εμφάνισή του στο δικαστήριο προς περαιτέρω διευκρινίσεις.
5-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το δε να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 210 Ε.
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α-Να απορριφθεί η 6/24-4-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του 54/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών.
Β-Να απορριφθεί η από 24-4-07 αίτηση του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Και
Γ-Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 Ε.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΦώτιος Μακρής"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το αρ. 386 παρ. 1 ΠΚ όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση, ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν. Περαιτέρω κατά το άρθρο 386 παρ. 3 εδ. α' του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, ήδη δέκα πέντε χιλιάδων (15000) ευρώ, κατά δε το άρθρο 13 περ. στ' του ΠΚ, όπως η περίπτωση αυτή (στ') προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. Ι. του ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και μνεία κατ' είδος, όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του, δηλαδή τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, δέχθηκε ότι προέκυψαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα, αναφορικά με την πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος, που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα? Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, ήδη αναιρεσείων, ως Πρόεδρος του Συνδέσμου ύδρευσης των Δήμων και Κοινοτήτων ...., στη ...., με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, έχοντας σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας άλλον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, τις δε πράξεις αυτές διαπράττει κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος, με την αντίστοιχη συνολική ζημία του Δημοσίου υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ειδικότερα προέκυψε ότι? Α) Κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του έτους 1999 έως τα μέσα του 2000 παρέστησε στους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου ότι εκτέλεσε εργασίες ύδρευσης για λογαριασμό του Συνδέσμου, συνολικής αξίας 49.928,80 €, όπως λεπτομερώς αναφέρονται στο πρωτόδικο και το προσβαλλόμενο βούλευμα. Στην παράσταση του γεγονότος αυτού τον συνέδραμαν και οι δυο συγκατηγορούμενοί του, ο 2ος Χ2 και η τρίτη Χ3. Ο δεύτερος τον εφοδίασε για το σκοπό αυτό με 23 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, που διέθετε ως ελεύθερος επαγγελματίας υδραυλικός, στα οποία έθεσε την υπογραφή του στη θέση του εκδότη. Η δεύτερη συμπλήρωσε τα τιμολόγια τούτα, αναγράφοντας σ' αυτά διάφορες εικονικές υδραυλικές εργασίες, και στη συνέχεια, τα προσκόμισε για λογαριασμό του στους ανωτέρω υπαλλήλους. Πλην όμως οι παραστάσεις του αυτές είναι ψευδείς και προέβη σ' αυτές εν γνώσει της αναλήθειάς τους, καθόσον αυτός δεν είχε εκτελέσει τις περιγραφόμενες στα ανωτέρω τιμολόγια υδραυλικές εργασίες. Έτσι έπεισε τους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου να εκδώσουν 14 χρηματικά εντάλματα πληρωμής του, συνολικής χρηματικής αξίας 49.928.80 €. Ακολούθως, εισέπραξε το ποσό τούτο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε βάρος του Συνδέσμου των Δήμων και Κοινοτήτων, προκαλώντας ισόποση ζημία στην περιουσία του, με αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος. Το βούλευμα απαριθμεί αναλυτικά τόσο τα 23 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, όσο και τα 14 χρηματικά εντάλματα με τα αναγραφόμενα στο καθένα απ' αυτά χρηματικά ποσά. Και Β) Κατά το χρονικό διάστημα του έτους 2002 παρέστησε στους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου ότι εκτέλεσε εργασίες ύδρευσης για λογαριασμό του Συνδέσμου αξίας 62.970,84 €, ενώ αληθινό είναι ότι δεν εκτέλεσε τις ως άνω εργασίες, όπως εν γνώσει της αναλήθειας τους παρέστησε, και έτσι κατόρθωσε να τους παραπλανήσει και να εκδώσουν επ' ονόματί του 12 χρηματικά εντάλματα, [που το βούλευμα αναλυτικά απαριθμεί], συνολικής αξίας 62.970,84 €, τα οποία και εισέπραξε από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, σε βάρος του Συνδέσμου, ζημιώνοντας την περιουσία του με το ανωτέρω χρηματικό ποσό, με αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος. Τις πράξεις αυτές τις τέλεσαν όλοι οι κατηγορούμενοι με περισσότερες από μία πράξεις. Στον πρώτο, (τον αναιρεσείοντα) συντρέχουν και οι επιβαρυντικές περιστάσεις τόσον ότι τέλεσε τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή τους προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, όσο και ότι το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που προέκυψε υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €. Από τα περιστατικά αυτά έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα, ότι πληρούται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης απάτης, που τέλεσε τούτος κατ' εξακολούθηση, σε βάρος του Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων ......, [όντος τούτου νπιδ κοινωφελούς χαρακτήρα], υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ότι το συνολικό ποσό οφέλους ή ζημίας υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €. Στη συνέχεια, απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Ζακύνθου και τον παρέπεμψε ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Πατρών για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως του εγκλήματος τούτου. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της απάτης, κατ' εξακολούθηση, με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ότι η προθενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο περιουσιακό του όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1α, 3 περ. α ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ότι προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε παραστάσεις ψευδών γεγονότων σαν αληθινών στους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου, ότι έπεισε τούτους με αυτές να του εκδώσουν χρηματικά εντάλματα πληρωμής του, και ότι προξένησε έτσι ζημία στον Σύνδεσμο Δήμων και Κοινοτήτων ...., με αντίστοιχο περιουσιακό του όφελος, που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 15.000 €, από πλευράς δε της υποκειμενικής υπόστασης ότι τέλεσε την πράξη με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας, ότι τα γεγονότα που παρέστησε ήσαν ψευδή και ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία, διότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του εισαγγελέα είναι αβάσιμη διότι, εκτός του ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια γιατί το Συμβούλιο Εφετών παραθέτει και δική του αιτιολογία, αλλά και διότι η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 του Συντάγματος και του άρθρου 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Οι λοιπές αιτιάσεις του ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, ότι το σκεπτικό του αποτελεί αντιγραφή του πρωτόδικου βουλεύματος και εκείνου του κατηγορητηρίου, ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα, ότι δεν έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο των υπομνημάτων του και της εφέσεως του και ότι δεν αιτιολογεί την επιβαρυντική περίσταση ότι έδρασε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να εξετάσει το αίτημά του να διατάξει συμπληρωματική ανάκριση ή ότι απέρριψε σιγή το αίτημά του τούτο, καθόσον τέτοιου είδους αιτήματα, όπως το ανωτέρω αίτημα για περαιτέρω ανάκριση, είναι δυνατόν να απορριφθούν, έστω και σιωπηρώς, εφόσον αιτιολογημένα, όπως και εν προκειμένω, το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία παραθέτει και εκτιμά με πληρότητα. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠΔ, το οποίο επίσης εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (άρθρ. 316 παρ. 2), και του Αρείου Πάγου [άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ], "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ α' του ίδιου Κώδικα.
Στην προκειμένη περίπτωση, το συμβούλιο απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου για να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιόν του κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του, για το λόγο ότι αυτός τόσο με την απολογία του και το από 9-12-04 υπόμνημά του, όσο και με την έφεσή του έχει επαρκώς διατυπώσει τις απόψεις, θέσεις και ισχυρισμούς του. Η αιτιολογία αυτή της απόρριψης του εν λόγω αιτήματος είναι πλήρης και σύμφωνη με το νόμο [άρθρο 309 παρ. 1 ΚΠΔ] και συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. στ ΚΠΔ η υπέρβαση εξουσίας ως λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά το άρθρο 307, 309 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Συμβούλιο Εφετών Πατρών υπερέβη την εξουσία του για το λόγο ότι απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Ζακύνθου χωρίς ουσιαστική έρευνα των λόγων της, αντί, ως όφειλε, να την ερευνήσει και να τη δεχθεί κατ' ουσία. Ο λόγος τούτος είναι αβάσιμος, καθόσον το Συμβούλιο Εφετών, όπως ανωτέρω εκτίθεται, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει ο νόμος ερεύνησε την έφεσή του κατ' ουσία και έκρινε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τις αποδείξεις που κατ' είδος μνημονεύει προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις εναντίον του για την ως άνω κακουργηματική πράξη της απάτης και, επομένως, η έφεσή του είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠΔ το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Μπορεί ακόμη να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης. Το συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα.
Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, που υποβάλλει με την αίτηση αναιρέσεως, για να διαταχθεί η εμφάνιση του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει σε συμβούλιο, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον αυτός με τη δεκαπεντασέλιδη αίτηση αναιρέσεως έχει εκθέσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του ως προς τις πλημμέλειες που προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και επομένως παρέλκει η εμφάνισή του στο δικαστήριο προς περαιτέρω διευκρινίσεις.
Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης πρέπει αυτή να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-4-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο).
Απορρίπτει την από 24-4-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 54/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή