Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δεδικασμένο.
Περίληψη:
Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας. Πότε είναι επιτρεπτή η στο σκεπτικό αντιγραφή του διατακτικού. Το δεδικασμένο των πολιτικών αποφάσεων δεν είναι κατ’ άρθρο 57 ΚΠΔ δεσμευτικό για τα ποινικά Δικαστήρια.
Αριθμός 2572/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Φωκά, περί αναιρέσεως της 2820/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ζ, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6.11.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1942/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους, καθώς και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος αναφέρονται, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (μηνών), την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου τούτου, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "αποδείχθηκε ότι στην ... την 18-1-2001, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης (Διαδικασία Τακτική), με αντικείμενο υπόθεσης αγωγή χρέους και με ενάγοντα τον Ζ και εναγομένη την σύζυγο του ...., εν γνώσει του κατέθεσε ψευδώς ότι "... Τον Ιούνιο του 1996 έγινε η αγοραπωλησία της άδειας και γι' αυτό ο Ζ μου έδωσε επιταγές, που άρχιζαν τον Μάϊο του 1997", ενώ η αλήθεια ήταν ο εγκαλών Ζ έλαβε το μπλοκ επιταγών από την τράπεζα Μακεδονίας Θράκης την 13-12-1996 και ως εκ τούτου ήταν αδύνατη η έκδοση των ανωτέρω επιταγών τον Ιούνιο του 1996. Στην ίδια κατάθεση επίσης ανέφερε ψευδώς ότι "... Το φορτηγό ο ενάγων το αγόρασε δι' απευθείας πωλήσεως από μένα, έναντι 22.000.000 δρχ. Δεν κόπηκε τιμολόγιο, επειδή έπρεπε να αποφύγουμε τις φορολογικές επιβαρύνσεις", ενώ η αλήθεια είναι ότι η αγοραπωλησία συντελέσθηκε κανονικά και εκδόθηκε το υπ' αριθ. 22/7-6-1997 τιμολόγιο-Δελτίο Αποστολής. Περαιτέρω στην ανωτέρω κατάθεση του ανέφερε ψευδώς ότι "....Δε γνωρίζω τίποτα για τις συναλλαγματικές του ..., τον γνωρίζω χωρίς να έχω καμία σχέση μαζί του", ενώ η αλήθεια είναι ότι γνώριζε πολύ καλά τον ανωτέρω .... και ότι γνώριζε πολύ καλά για τις συναλλαγματικές αυτού. Τα ανωτέρω αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις του εγκαλούντος Ζ και των μαρτύρων κατηγορίας .... και ...., οι οποίοι έχουν άμεση γνώση και με επίγνωση κατέθεσαν ότι ο κατηγορούμενος εν γνώσει του κατέθεσε τα πιο πάνω ψευδή γεγονότα, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή του εγκαλούντος. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξεως που κατηγορείται". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλομένη υπ' αριθ. 2820/2007 απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αφού εκθέτει αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 2124 παρ. 2.1 ΠΚ την οποία εφάρμοσε. Ειδικότερα: Το σκεπτικό ταυτίζεται μεν με το διατακτικό, πλην όμως, περιέχει τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, ώστε να καθίσταται περιττή οποιαδήποτε διαφοροποίησή του ως προς τη διατύπωση. Αναφέρεται διεξοδικά η αστικής φύσεως διένεξη μεταξύ του εγκαλούντα και της συζύγου του κατηγορουμένου, η κατάθεση του τελευταίου στην ανοιγείσα δίκη και η γνώση αυτού (δόλος) ότι αυτά που κατέθεσε ενόρκως εξεταζόμενος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης ήταν ψευδή. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την υπ' αριθ. 1171/2006 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, με την οποία (τελευταία απόφαση) απορρίφθηκε η από 7.4.1999 αγωγή του Ζ κατά της συζύγου του αναιρεσείοντος, αφού η απόφαση αυτή, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας η προσβαλλομένη απόφαση, περιλαμβάνεται στα αναγνωσθέντα έγγραφα και αναφέρεται στα κατ' είδος μνημονευόμενα, στο σκεπτικό, αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβε υπόψη του το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στον σχηματισμό της ουσιαστικής του κρίσης, αναφορικά με την ενοχή του αναιρεσείοντος. Η μνημονεύομενη στο αναιρετήριο υπ' αριθ. 338/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης δεν περιλαμβάνεται στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν από το Δικαστήριο και συνεπώς δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το ως άνω Δικαστήριο. Η περαιτέρω αιτίαση ότι η υπ' αριθ. 1171/2006 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης αποτελεί δεδικασμένο, αναφορικά με την κατάθεση του αναιρεσείοντος στην ανοιγείσα πολιτική δίκη μεταξύ του πολιτικώς ενάγοντος και της συζύγου του κατηγορουμένου, είναι απαράδεκτη, καθόσον η φερόμενη αιτιολογία της ως άνω πολιτικής απόφασης δεν δεσμεύει το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση αφού το δεδικασμένο των πολιτικών Δικαστηρίων δεν είναι, κατ' άρθρο 57 του ΚΠΔ, δεσμευτικό για τα ποινικά Δικαστήρια. Οι λοιπές αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα για εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ τους είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Πρέπει, λοιπόν, ο μοναδικός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγος της ένδικης αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθεί ως αβάσιμος και κατ' επέκταση να απορριφθεί και η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 55/6.11.2007 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2820/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Δεκεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ