Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαγωγή εγγράφων.
Περίληψη:
Υπεξαγωγή εγγράφων 222 ΠΚ. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επάρκεια αιτιολογίας. Δεν επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας το γεγονός ότι δεν δόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του, που τον εκπροσώπησε, ούτε ότι δεν δόθηκε ο λόγος για την υποβολή συμπληρωματικών ερωτήσεων. Απορρίπτει.
Αριθμός 1659/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με την υπ' αριθμό 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Χειρδάρη, περί αναιρέσεως της 560/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άμφισσας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ....., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Άμφισσας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1574/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια του άρθρου 222 ΠΚ για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό με προστατευόμενο αντικείμενο το έγγραφο ως μέσο αποδεικτικό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' του ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο, να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό της βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι απλώς διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε ηθική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, που παραδεκτώς συμπληρώνει το πρώτο, της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Άμφισσας, που δίκασε κατ' έφεση και την εξέδωσε, δέχθηκε, για τον αναιρεσείοντα, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και ειδικότερα, από την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, από όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως αποδείχθηκε ότι μεταξύ του κατηγορουμένου, του πολιτικώς ενάγοντος και των Γ1, Γ2, Γ3, ....., ...., ...., Γ4, ...., ... και ..... συστήθηκε αφανής εταιρεία με την επωνυμία "......", προκειμένου να συνεργαστεί αυτή με την εταιρεία "Α.Ε.Ε. Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης", υπογράφηκε δε προς το σκοπό αυτό μεταξύ των ως άνω δώδεκα εταίρων το από .... ιδιωτικό συμφωνητικό "σύσταση και εταιρικό αφανούς εταιρείας" και ορίστηκε διαχειριστής και εκπρόσωπος της εταιρείας ο κατηγορούμενος, με αναπληρωτή τον ..... . Στη συνέχεια δυνάμει του υπ' αριθμ. ....... συμβολαιογραφικού εγγράφου του συμβολαιογράφου Άμφισσας Γεωργίου Κιούπη, συστήθηκε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "..... ΕΠΕ", η οποία δημοσιεύθηκε την ... με εταίρους τους τέσσερις από τους ανωτέρω και συγκεκριμένα τον κατηγορούμενο και τους Γ1, Γ2 και Γ3, η οποία επείχε θέση εμφανούς εταίρου της ως άνω αφανούς εταιρείας, ενώ οι λοιποί (μεταξύ των οποίων και ο πολιτικώς ενάγων) πλην των ανωτέρω τεσσάρων εταίρων προκειμένου να μην απολέσουν τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα, υπέγραψαν με την ΕΠΕ εικονικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Διαχειριστές και εκπρόσωποι της ανωτέρω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ορίστηκαν ο κατηγορούμενος και ο Γ1, ενεργούντες από μόνος του ο καθένας. Κατά το έτος 2001 ανέκυψε διαφωνία μεταξύ του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος αποφάσισε λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε να αποχωρήσει και του κατηγορουμένου με τις ανωτέρω ιδιότητες τους. Ο πολιτικώς ενάγων ζήτησε από τον κατηγορούμενο ως διαχειριστή και εκπρόσωπο της εταιρείας (ΕΠΕ) κατά τα ανωτέρω να του χορηγηθεί αντίγραφο μεταξύ άλλων και του προαναφερθέντος από ...... ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης της αφανούς εταιρείας με την επωνυμία ".....", προκειμένου να διαφυλάξει τα δικαιώματα του που απέρρεαν από την προαναφερθείσα ιδιότητά του και να αποδείξει τη συμμετοχή του στα κέρδη αυτής κατά την εταιρική του μερίδα, καθόσον η διαφορά που είχε ανακύψει μεταξύ αυτού και της εταιρείας ".... ΕΠΕ" αφορούσε στην καταβολή σ' αυτόν των αναλογούντων στην εταιρική του μερίδα κερδών της εταιρικής χρήσης 6-12-1999 έως 31-12-2000, ενώ η ανωτέρω εταιρεία ισχυριζόταν ότι δεν λειτούργησε μεταξύ αυτής και των λοιπών ως άνω αναφερόμενων μεταξύ των οποίων και ο πολιτικώς ενάγων η αφανής εταιρεία αλλά ότι αυτοί (μεταξύ των οποίων και ο πολιτικώς ενάγων) εργάσθηκαν σ' αυτήν ("..... ΕΠΕ") με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό είχε στην κατοχή του ο κατηγορούμενος, ο οποίος πήρε αυτό μετά την υπογραφή του από τους εταίρους ως διαχειριστής της αφανούς εταιρείας. Ο πολιτικώς ενάγων απηύθυνε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας σε βάρος της ανωτέρω ΕΠΕ και του κατηγορουμένου με την ιδιότητά του ως διαχειριστή και εκπροσώπου αυτής με την οποία ζητούσε την χορήγηση εγγράφων που είχαν σχέση με την λειτουργία της εταιρείας (ΕΠΕ) και την απόδειξη των κερδών που αυτή πραγματοποίησε ως εμφανής εταίρος της αφανούς εταιρείας, μεταξύ των οποίων ζητούσε και την χορήγηση αντιγράφου του επίδικου από ..... ιδιωτικού συμφωνητικού με θέμα "σύσταση και εταιρικό αφανούς εταιρείας". Δικάσιμος της εν λόγω αίτησης ορίστηκε η 13-9-2001. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την χορήγηση αντιγράφου (το οποίο περιλαμβάνεται στην έννοια του εγγράφου, ΟλΑΠ 2/2000 ΠοινΔνη 2000.480) του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού το οποίο είχε στην κατοχή του, με την ως άνω ιδιότητα του (του διαχειριστή της εταιρείας) αποκρύπτοντας αυτό με προφανή σκοπό βλάβης του πολιτικώς ενάγοντος και του οποίου δεν ήταν αποκλειστικός κύριος ο ίδιος αλλά είχε δικαίωμα και ο πολιτικώς ενάγων ως εταίρος της αφανούς εταιρείας που είχε συσταθεί της οποίας εμφανής εταίρος ήταν η συσταθείσα ως άνω ".... ΕΠΕ". Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης Γ1, ο οποίος κατέθεσε ότι ο ίδιος (μάρτυρας υπεράσπισης) πέταξε το συγκεκριμένο έγγραφο. Η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα δεν κρίνεται πειστική αφού σε σημείο της κατάθεσης του αναφέρει ότι "..... ήταν χαρτί χωρίς καμία ισχύ και το πέταξα .......", ενώ στη συνέχεια καταθέσει ότι ....... το είχα και το έχασα.......", ενώ ο κατηγορούμενος στην από 13-9-2001 έγγραφη δήλωση του αναφέρει ότι ο ίδιος (κατηγορούμενος) έχει απωλέσει αυτό. Ο πολιτικώς ενάγων αλλά και ο μάρτυρας Γ4 καταθέτουν με σαφήνεια και κατηγορηματικά ότι το συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό βρισκόταν στην κατοχή του κατηγορουμένου, ενώ ο ίδιος ο κατηγορούμενος τους είχε πει όταν παρέλαβε αυτό κατά τα ανωτέρω ότι θα το έχει αυτός για όποιον το χρειαστεί. Έκτοτε ο πολιτικώς ενάγων ενεπλάκη σε μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα με την ανωτέρω εταιρεία ("..... ΕΠΕ") και τον κατηγορούμενο με αντικείμενο τη διάγνωση της σχέσης που τους συνέδεε και τη διεκδίκηση κατ' ακολουθία της συμμετοχής του πολιτικώς ενάγοντος στα κέρδη αυτής ("..... ΕΠΕ") και τελικά εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2/2006 απόφαση του Εφετείου Λαμίας η οποία δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν αφανής εταίρος της ανωτέρω εταιρείας και ότι επομένως δικαιούται να λάβει με την ιδιότητα του αυτή το ποσό των 26.626 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στη συμμετοχή του στα καθαρά κέρδη προς διανομή στους αφανείς εταίρους για το χρονικό διάστημα από 6-12-1999 έως 31-12-2000. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών και των όσων πιο πάνω στη νομική σκέψη διαλαμβάνονται πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την ανωτέρω πράξη. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (άρθρα 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 222 του ΠΚ), τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας είναι αρκετό ότι αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους και δεν είναι αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται, του αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Περαιτέρω, αιτιολογούνται οι παραδοχές, σύμφωνα με τις οποίες, α) τόσο ο εγκαλών, όσο και ο αναιρεσείων συνυπήρξαν με άλλους, μέλη της αφανούς εταιρείας με την επωνυμία "..... ΕΠΕ", β) ότι ο αναιρεσείων, που είχε την ιδιότητα του διαχειριστή και εκπροσώπου της ως άνω αφανούς εταιρείας, και, για τη σύσταση της οποίας, είχε υπογραφεί το, από ...., ιδιωτικό συμφωνητικό, αρνήθηκε να του παραδώσει, αντίγραφο του ως άνω συμφωνητικού, αν και είχε δικαίωμα σύμφωνα με τις διατάξεις του αστικού δικαίου, γ) η πρόθεση του αναιρεσείοντος, να προκαλέσει βλάβη στον εγκαλούντα, ο οποίος, επιθυμώντας να αποχωρήσει από τη εταιρεία αυτή, γιατί αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, ζήτησε τη χορήγηση του επίμαχου αντιγράφου, από το οποίο θα προέκυπτε η συμμετοχή του στην εταιρεία, και, αντίστοιχα θα δικαιολογούσε τη συμμετοχή του στα κέρδη της εταιρείας, και δ) η απόκρυψη του αντιγράφου, από τον αναιρεσείοντα, που αρνήθηκε να χορηγήσει στον εγκαλούντα, αντίγραφο του ως άνω ιδιωτικού εγγράφου, με αποτέλεσμα να προσφύγει ο εγκαλών στη Δικαιοσύνη, και, τελικά να διαταχθεί η χορήγησή του, με την υπ' αριθμό 2/2006 απόφαση του Εφετείου Λαμίας, υποστάς με τον τρόπο αυτό ο εγκαλών αναμφισβήτητα βλάβη.
Συνεπώς, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με αυτόν πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση, του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, δημιουργεί, η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ δ' του ίδιου Κώδικα, ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις, που καθορίζουν, μεταξύ των άλλων, την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ως και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, παραπονείται, α) γιατί, το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, τον κήρυξε ένοχο, χωρίς, να δοθεί α λόγος στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που τον εκπροσώπησε, για να απολογηθεί, και β) ότι η διευθύνουσα, κήρυξε την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, χωρίς να δοθεί ο λόγος στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, προκειμένου να διατυπώσει συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ερωτήσεις. Όσον μεν αφορά τις ως άνω αιτιάσεις του, η μεν πρώτη απαραδέκτως προβάλλεται και είναι απορριπτέα, καθόσον, όπως συνομολογεί ο αναιρεσείων, αλλά και από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της εφέσεως του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε, από τον πληρεξούσιο συνήγορο του, ο οποίος και δεν μπορούσε να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του. Όσον δε αφορά τη δεύτερη αιτίαση του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, γιατί από την ίδια την απόφαση, (σελίδα 19), προκύπτει, ότι "η Προεδρεύουσα κήρυξε την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τελευταία έδωσε το λόγο στο συνήγορο του κατηγορουμένου, ο οποίος αγόρευσε και ζήτησε την αθώωση του εντολέα του". Επομένως, είναι απορριπτέος ο τέταρτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 2 από 7-9-2007 αίτηση του X1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 560/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άμφισσας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 24 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ