Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 200 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ελαφρυντικές περιστάσεις, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Αναίρεση μερική.




Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του άνω εγκλήματος η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του φόρου, το ύψος της οφειλής, ο τρόπος πληρωμής εφάπαξ ή σε δόσεις, ο ακριβής χρόνος καταβολής του ποσού εφάπαξ ή κάθε δόσεως και η εξειδίκευση του χρέους εάν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή για λοιπούς φόρους και χρέη. Οι τροποποιήσεις που επέφερε το άρθρο 34 § 1 Ν.3220/2004 όταν καθυστερούνται περισσότερα χρέη από οποιαδήποτε αιτία, επιβάλλουν να λαμβάνεται υπόψη για το αξιόποινο το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέος. Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 34 § 1 Ν.3220/2004 ως ευμενέστερες όταν υπάρχουν περισσότερα χρέη κάποιο από τα οποία είναι καταβλητέο εφάπαξ πριν από την έναρξη εφαρμογής και έτερα χρέη που είναι καταβλητέα μετά την 1-1-2004 και το άθροισμα αυτών υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ. Απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών από το Δικαστήριο της ουσίας ως αβάσιμων όταν δεν είναι σαφείς οι σχετικοί ισχυρισμοί και δεν γίνεται επίκληση ορισμένως των θεμελιώντων αυτούς πραγματικών περιστατικών δεν καθιστά αναιρετέα ως αναιτιολόγητη την απόφαση που απορρίπτει αυτούς. Είναι αναιρετέα η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας για έλλειψη επιβαλλόμενης αιτιολογίας όταν απορρίπτεται σιωπηρώς χωρίς ουδεμία αιτιολογία αυτοτελής ισχυρισμός που προβλήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία και καταχωρήθηκε στα πρακτικά κατά το μέρος που απέρριψε τον άνω αυτοτελή ισχυρισμό και κατά το μέρος που αφορά την ποινή που επιβλήθηκε εφόσον αυτή δεν είναι η κατώτατη προβλεπόμενη μειωμένη κατά το άρθρο 83 ΠΚ και το Δικαστήριο της ουσίας είχε αναγνωρίσει έτερη ελαφρυντική περίσταση συνέπεια της οποίας είχε μειώσει την ποινή φυλάκισης που επέβαλε στον ήδη αναιρεσείοντα. Η μετατροπή της ποινής φυλακίσεως σε χρηματική κατά τους όρους του άρθρου 82 §§ 1, 2, 3 ΠΚ γίνεται πάντοτε με βάση τον ευμενέστερο νόμο κατ' άρθρο 2 ΠΚ. Εφόσον οι περί μετατροπής της ποινής διατάξεις είναι ουσιαστικού δικαίου και πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου για να είναι αιτιολογημένη ότι ελήφθη υπόψη η οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος. Αναιρεί εν μέρει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 200/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καπόλλα, περί αναιρέσεως της 19225/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 703/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται ειδικώς ή να συσχετίζονται μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου εξ αυτών.
Ιδιαίτερη επίσης αιτιολόγηση απαιτείται για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 §2 και 333 §2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή μείωση της ικανότητος καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα τέτοιος αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό.
Εξ άλλου, κατά το άρθρο 510 §1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν αποδίδεται στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 25 §1 του Ν. 1882/1990, όπως είχε αντικατασταθεί από 11-9-1997 με το άρθρο 23 §1 του Ν. 2523/1997, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται ότι τελέσθηκε η μη καταβολή μέρους των προς το Δημόσιο επιδίκων χρεών, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που εκάστοτε ισχύουν, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως: "α) τεσσάρων (4) τουλάχιστον μηνών προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και δύο (2) τουλάχιστον μηνών προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει το 1.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, β) έξι (6) τουλάχιστον μηνών προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τεσσάρων (4) μηνών τουλάχιστον, προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) δρχ., όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 3.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, γ) ενός (1) έτους τουλάχιστον, προκειμένου για δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και έξι (6) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα τρία εκατομμύρια δραχμές όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα τέσσερα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά". Ήδη με το άρθρο 34 §1 του Ν. 3220/2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου η άνω §1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και ορίσθηκε ότι η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τις επιχειρήσεις και οργανισμούς του ευρύτερου δημοσίου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας του και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περ. α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περ. α', υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, κατά τα οριζόμενα δε στην § 2 του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην § 1 του ίδιου άρθρου κατά οφειλετών του Δημοσίου επιβάλλονται και προκειμένου α) για ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω. Στην § 3 του άρθρου 1 του Ν. 1882/1990 ορίζεται ότι για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην § 2 του άρθρου αυτού, η ποινική δίωξη ασκείται για χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών, που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία καθώς και για χρέη που βεβαιώθηκαν και ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή. επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι ειδικά αιτιολογημένη, είναι 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος αυτού, 3) ο τρόπος πληρωμής του εφάπαξ ή σε δόσεις, 4) ο ακριβώς χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσεως, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, χωρίς να είναι ανάγκη να παρατίθεται και ο, μη αναγκαίος συμπίπτων με εκείνον του ληξιπρόθεσμου του χρέους από τον οποίο και μπορεί αυτό να εισπραχθεί, χρόνος βεβαιώσεως του χρέους που είναι εκείνος κατά τον οποίο γίνεται η βεβαίωση από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο του προσδιορισμού του υπόχρεου προσώπου και του είδους και του ποσού της οφειλής και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολοκλήρου του ποσού του, όταν αυτό είναι εφάπαξ καταβλητέο πέραν των δύο μηνών και ήδη τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Για την αιτιολόγηση της τελέσεως του παραπάνω εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστη να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και επομένως εξυπακούεται ότι υπάρχει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 19225/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται κατ' είδος, έγινε δεκτό ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος στη ... κατά το χρονικό διάστημα από 30-12-2003 μέχρι 29-6-2005, συγκεκριμένα δε στις 30-12-2003, 1-5-2004, 1-6-2004, 1-7-2004, 1-8-2004, 1-9-2004, 1-10-2004, 1-11-2004, 1-12-2004, 1-1-2005, 1-2-2005, 1-3-2005, 1-4-2005 και 29-6-2005 με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, υπό την ιδιότητά του ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Κ. ΧΙΤΖΟΣ - ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΙΑ ΑΒΕΕ", καθυστέρησε την καταβολή βεβαιωμένων στην Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ... χρεών της ως άνω ανωνύμου εταιρείας της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 4 μηνών, συγκεκριμένα δε, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του, δεν κατέβαλε στο Δημόσιο το συνολικό ποσό των 2.658.961 ευρώ το οποίο είχε βεβαιωθεί στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ... και μαζί με τις προσαυξήσεις μέχρι 15-7-2005, ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 3.506.286,78 ευρώ αφορούσε δε επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων, ειδικότερα δε επιστροφή επιχορήγησης σε λογαριασμό Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Οικονομικών, φόρο εισοδήματος και πρόστιμο του Υπουργείου Εμπορίου, όπως τα χρέη αυτά κατά είδος φόρους, ποσό, αιτία τρόπο, ημερομηνία βεβαιώσεως, προσαυξήσεις και υποχρεώσεις καταβολής εμφαίνονται στον πίνακα χρεών που συνοδεύει την υπ' αριθμ. πρωτ. ... αίτηση ποινικής δίωξης της ΔΟΥ ΦΑΕ ... προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης με αυξ. αριθ. 4 έως 7, που αναγνώσθηκε δημόσια στο ακροατήριο, ειδικότερα δε δεν κατέβαλε: α) το ποσό των 2.634.375 ευρώ που αφορά οφειλή από υποχρέωση επιστροφής σε λογαριασμό Δημοσίων επενδύσεων του Υπουργείου Οικονομικών του οικονομικού έτους 2003 που βεβαιώθηκε στις 9-7-2003 με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ..., πλέον προσαυξήσεων, μέχρι 15-7-2005, ύψους 843.000 ευρώ, δηλαδή συνολικά 3.477.375 ευρώ, και έπρεπε να πληρωθεί εφάπαξ στις 29-8-2003, β) το ποσό των 9001 ευρώ που αφορά οφειλή από φόρο εισοδήματος του οικονομικού έτους 1998, που βεβαιώθηκε στις 17-11-2003 με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ..., πλέον προσαυξήσεων, μέχρι 15-7-2005, ύψους 1369,42 ευρώ, που έπρεπε να πληρωθεί σε δεκατρείς (13) μηνιαίες δόσεις, έναντι του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των 1286 ευρώ που καταλογίστηκε σε μία δόση και απέμεινε υπόλοιπο ύψους 9.082,42 ευρώ που έπρεπε να πληρωθεί σε δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις η πρώτη από τις οποίες (δόσεις) ήταν ληξιπρόθεσμη στις 31-12-2003 και η τελευταία στις 30-11-2004, γ) το ποσό των 19.333 ευρώ, που αφορά οφειλή επίσης από φόρο εισοδήματος του οικονομικού έτους 1998, που βεβαιώθηκε στις 17-11-2003 με την υπ' αριθμ. ... βεβαίωση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ..., πλέον προσαυξήσεων, μέχρι 15-7-2005, ύψους 2.941,35 ευρώ, που έπρεπε να πληρωθεί σε δεκατρείς (13) μηνιαίες δόσεις, έναντι του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των 2.762 ευρώ, που καταλογίστηκε σε μία δόση και απέμεινε υπόλοιπο ύψους 19512,36 ευρώ, που έπρεπε να πληρωθεί σε δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις, η πρώτη από τις οποίες (δόσεις) ήταν ληξιπρόθεσμη στις 31-12-2003 και η τελευταία στις 30-11-2004 και δ) το ποσό των 300 ευρώ, που αφορά οφειλή από πρόστιμο του Υπουργείου Εμπορίου, του οικονομικού έτους 2004, που βεβαιώθηκε στις 10-1-2005 με την υπ' αριθμό ... βεβαίωση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ..., πλέον προσαυξήσεων, μέχρι 15-7-2005, ύψους 15 ευρώ, που έπρεπε να πληρωθεί εφάπαξ στις 28-2-2005. Ο κατηγορούμενος όμως υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του, δηλαδή του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου της ως άνω ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "Κ. ΧΙΤΖΟΣ - ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΙΑ ΑΒΕΕ", παραβίασε την προθεσμία καταβολής των παραπάνω οφειλών από τότε που κατέστησαν αυτές ληξιπρόθεσμες, δηλαδή από τις ως άνω αναλυτικά αναφερόμενες ημερομηνίες, μολονότι τα παραπάνω χρέη είχαν βεβαιωθεί στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ... και έγινα ληξιπρόθεσμα στις προαναφερθείσες ημερομηνίες, στις οποίες και έπρεπε να καταβληθούν, δεν κατέβαλε δε κανένα ποσό πλην των προαναφερθέντων ποσών των 1.286 και 2.762 ευρώ, που εισπράχθηκαν από το Δημόσιο ύστερα από αναγγελίες, σε πλειστηριασμούς ακινήτων, όχι μόνο για διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από τότε που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες οι ως άνω οφειλές αλλά ούτε και μέχρι σήμερα. Η παραπάνω παράνομη και αξιόποινη συμπεριφορά του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, συνιστά εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ειδικότερα δε της παραβιάσεως του άρθρου 25 §1 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστήθηκε με το άρθρο 34 §1 του Ν. 3220/2004 με έναρξη ισχύος από 1-1-2004 ενώ το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους προσαυξήσεων μέχρι την ημέρα σύνταξης του προαναφερόμενου πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ. Από τα ως άνω αποδειχθέντα περιστατικά, προκύπτει ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος τέλεσε το αδίκημα της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, κατ' εξακολούθηση, καθόσον αφορά τις οφειλές που αναφέρονται στον πίνακα χρεών που συνοδεύει την υπ' αριθμ. πρωτ. ... αίτηση ποινικής δίωξης της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ... προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, με αυξ. αριθ. 4 έως 7, για τις οποίες πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος-κατηγορουμένου ότι για τις με αυξ. αριθ. 5 και 7 οφειλές του παραπάνω πίνακα πρέπει να κηρυχθεί αθώος, επικαλούμενος δια του συνηγόρου υπερασπίσεώς του ότι το ύψος κάθε μιας των οφειλών αυτών συνυπολογιζομένων και των προσαυξήσεων, δεν υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, λαμβανομένου υπόψη ότι η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των ως άνω οφειλών έλαβε χώρα μετά την ισχύ του Ν. 3220/2004, το σύνολο δε των οφειλών του, την προθεσμία καταβολής των οποίων παραβίασε, υπό την ισχύ του Ν. 3220/2004, υπερβαίνει κατά πολύ το προαναφερόμενο όριο των δέκα χιλιάδων ευρώ. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του εκκαλούντος - κατηγορουμένου ότι δεν είχε δόλο να τελέσει την πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο, επικαλούμενος ουσιαστικά την οικονομική αδυναμία του και παράγοντες ανεξάρτητους της βουλήσεώς του να εκπληρώσει την αντίστοιχη υποχρέωσή του, την ύπαρξη της οποίας όμως γνώριζε, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον, εφόσον προέκυψε ότι έλαβε γνώση της υποχρεώσεώς του για καταβολή των προαναφερομένων ληξιπρόθεσμων οφειλών και παραβίασε την προθεσμία καταβολής αυτών, η παράλειψή του αυτή στοιχειοθετεί τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω αδικήματος, ενώ οι ισχυρισμοί του περί προτέρου εντίμου βίου του και ειλικρινούς μεταμελείας του δεν προέκυψε ότι είναι βάσιμοι από ουσιαστική άποψη, ως εκ τούτου δε είναι απορριπτέοι λαμβανομένου υπόψη ότι όσον αφορά τον επικαλούμενο πρότερο έντιμο βίο του ο ίδιος (εκκαλών - κατηγορούμενος) συνομολογεί με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του ότι έχει καταδικαστεί για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ, ανεξαρτήτως της αιτίας για την οποία κρίθηκε ένοχος, ενώ όσον αφορά την επικαλούμενη ειλικρινή μεταμέλειά του δεν αποδείχθηκε συμπεριφορά του που να τείνει στην εξάλειψη ή έστω στη μείωση των συνεπειών της προαναφερόμενης αξιόποινης πράξεως του ... Ακολούθως αναγνώρισε υπέρ του κατηγορουμένου τα από τη διάταξη του άρθρου 84 §2β του ΠΚ ελαφρυντικό ότι στην τέλεση της άνω πράξεώς του ωθήθηκε από αίτια μη ταπεινά με την αιτιολογία ότι οι ως άνω οφειλές δεν αφορούν προσωπικά τον ίδιο, αλλά την ανώνυμη εταιρεία "Κ. ΧΙΤΖΟΣ - ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΙΑ ΑΒΕΕ" ως νόμιμος εκπρόσωπος και για λογαριασμό της οποίας όφειλε να καταβάλει τις προαναφερόμενες οφειλές στο Δημόσιο και παραβίασε την προθεσμία καταβολής αυτών και ότι το μεγαλύτερο μέρος των παραπάνω χρεών αφορά επιστροφή επιδότησης, λόγω του ότι δεν ολοκληρώθηκε η επένδυση για την οποία δόθηκε αυτή από το Ελληνικό Δημόσιο η αιτία δε καθυστερήσεως ολοκληρώσεως της επενδύσεως αυτής οφείλεται σε λόγους ανεξαρτήτους της βουλήσεως του εκκαλούντος - κατηγορουμένου και συγκεκριμένα σε σοβαρό τραυματισμό του σε αυτοκινητιστικό ατύχημα το έτος 1997, που δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί με τις υποθέσεις της παραπάνω ανωνύμου εταιρείας που λειτουργούσε ως οικογενειακή επιχείρηση για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, με συνέπεια να μη τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση των προγραμματισμένων επενδύσεών της, που γίνονταν με επιδότηση του Ελληνικού Δημοσίου στην περιοχή ..., αιτία για την οποία αξιώθηκε η επιστροφή της επιδότησης από την ως άνω ανώνυμη εταιρεία, η οποία για το λόγο αυτό έπαυσε την δραστηριότητά της από το έτος 2004, έχουν δεσμευθεί δε τα περιουσιακά της στοιχεία αλλά και τα προσωπικά περιουσιακά στοιχεία του ίδιου του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, από το προϊόν της εκπλειστηριάσεως των οποίων να ικανοποιηθεί σημαντικό μέρος των ως άνω οφειλών του Δημοσίου και συνάγεται από τα άνω πραγματικά περιστατικά ότι ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε τις προαναφερόμενες οφειλές προς το Δημόσιο, προφανώς όχι από δυστροπία αλλά από οικονομική αδυναμία που αντιμετώπιζαν τόσο η ως άνω ανώνυμη εταιρεία της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος όσο και ο ίδιος. Με βάση τα παραπάνω το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, κήρυξε με την προσβαλλόμενη απόφαση τον ήδη αναιρεσείοντα κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό αυτής, ένοχο του ότι στη ... κατά το χρονικό διάστημα από 30-12-2003 μέχρι 29-6-2005 και συγκεκριμένα κατά τις παρατιθέμενες όπως και στο σκεπτικό της προαναφερόμενες επιμέρους ημερομηνίες με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, υπό την ιδιότητα ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "Κ. ΧΙΤΖΟΣ - ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΙΑ ΑΒΕΕ", της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών, καθυστέρησε την καταβολή βεβαιωμένων στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ... χρεών της ανωνύμου εταιρείας συνολικού ποσού 2.658.961,00 ευρώ, το οποίο μαζί με τις προσαυξήσεις, μέχρι 15-7-2005 ανέρχεται συνολικά σε 3.506.286,78 ευρώ, όπως τα χρέη αυτά κατά είδος φόρου, ποσό, αιτία, τρόπο ημερομηνία βεβαίωσης, προσαυξήσεις και υποχρεώσεις καταβολής εμφαίνονται στον πίνακα χρεών που συνοδεύει την με αριθμ. πρωτ. ... αίτηση ποινικής δίωξης της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ... προς την Εισαγγελία Πρωτοδίκων Θεσσαλονίκης με αύξοντες αριθμούς 4 έως και 7 και παρατίθενται αναλυτικά όπως προαναφέρθηκε και στο σκεπτικό της αποφάσεως κατά είδος οφειλής, αιτία αυτής, κεφάλαιο, αριθμό βεβαιώσεως και ημερομηνία βεβαιώσεως την από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ... ημερομηνία λήξεως του χρόνου καταβολής, προσδιορισμό του χρόνου καταβολής κάθε δόσεως για όσα από τα χρέη από φόρους ήταν καταβλητέα σε δόσεις και υπερβαίνει το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του άνω πίνακα χρεών το ποσό των 120.000 ευρώ, με το ελαφρυντικό ότι ωθήθηκε στην τέλεση της αξιόποινης αυτής πράξης του από αίτια μη ταπεινά και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική ποινή με καθορισμό του ποσού της μετατροπής προς 10 ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως.
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν κατ' έφεση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όσον αφορά την τέλεση από αυτόν κατ' εξακολούθηση της πράξεως της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατά παράβαση του άρθρου 25 § 1 Ν. 1892/1990 όπως αποκαταστάθηκε από το άρθρο 23 § 1 Ν. 2523/1997 και το άρθρο 34 § 1 Ν. 3220/2004. Εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο ήδη αναιρεσείων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, οι οποίες ορθώς ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν χωρίς να παραβιασθούν ευθέως ή εκ πλαγίου. Προσδιορίζεται σαφώς τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της αποφάσεως ότι η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση των κρισίμων τεσσάρων χρεών είναι η Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ... Εξειδικεύεται το είδος καθενός των χρεών αυτών, από υποχρέωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθείσης επιχορηγήσεως σε λογαριασμό δημοσίων επενδύσεων του Υπουργείου Οικονομικών οικονομικού έτους 2003 το πρώτο, από οφειλή φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 1998 το δεύτερο και το τρίτο αυτήν και από πρόστιμο του Υπουργείου Εμπορίου οικονομικού έτους 2004 το τέταρτο των χρεών, ο χρόνος βεβαιώσεως στις 9-7-2003 του πρώτου, στις 17-11-2003 το δεύτερου και του τρίτου και στις 10-1-2005 του τελευταίου, ο τρόπος και χρόνος καταβολής εφάπαξ του πρώτου και του τέταρτου των χρεών που έπρεπε να πληρωθούν στις 29-8-2003 και στις 28-2-2005 αντιστοίχως και σε δώδεκα μηνιαίες δόσεις η πρώτη από τις οποίες ήταν καταβλητέα στις 31-12-2003 και η τελευταία στις 30-11-2003 όσον αφορά το δεύτερο και τρίτο των χρεών, τα ποσά των προσαυξήσεων καθενός των χρεών αυτών, η ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου πέραν του τετραμήνου της οφειλέτριας των άνω χρεών ημεδαπής ανωνύμου εταιρείας και ειδικότερα ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου αυτής, και τα ποσά της ληξιπρόθεσμης οφειλής για κάθε χρέος καθώς και η μη πληρωμή των τόσο για τα εφάπαξ καταβλητέα όσο και για τα καταβλητέα σε συνεχείς μηνιαίες δόσεις των οποίων είχε παρέλθει η προθεσμία καταβολής των κατά του χρόνου τελέσεως των επί μέρους πράξεων, προκύπτει δε από τα παρατιθέμενα άνω στοιχεία ότι το πρώτο από τα άνω χρέη, που ήταν καταβλητέο εφάπαξ και αφορούσε πράξη που τελέσθηκε πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 §1 Ν. 3220/2004 υπερέβαινε κατά το ύψος του από 3.477.375 ευρώ (2.634.375 κύρια οφειλή + 843.000 προσαυξήσεις) το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 §1 του Ν. 2523/1997 κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών χρεών και φόρων πέραν των παρακρατουμένων ή επιρριπτομένων φόρων). Προκύπτει ακόμη όσον αφορά τα χρέη ο φόρος εισοδήματος οικονομικού έτους 1998 που δεν κατέβαλε ο αναιρεσείων και ήταν πληρωτέα σε μηνιαίες δόσεις η καθυστέρηση καταβολής της πρώτης από τις οποίες και η μη καταβολή λοιπών εμπίπτει σε χρονικό διάστημα μετά την 1-1-2004 και όσον αφορά το χρέος από το πρόστιμο του Υπουργείου Εμπορίου που έπρεπε να πληρωθεί εφάπαξ στα τέλη Φεβρουαρίου 2005 ότι το άθροισμα αυτών από κεφάλαιο οφειλής και προσαυξήσεις υπερέβαινε μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, το ποσό των 10.000 ευρώ που είναι το όριο του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου επιτρέπεται από 1-1-2004 και μετά να ζητηθεί η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Με το άρθρο 34 § 1 του Ν. 3220/2004 μεταβλήθηκε ο χρόνος τελέσεως, ο τρόπος υπολογισμού της παραγραφής και εισήχθη η ενιαία αντιμετώπιση των χρεών όσον αφορά το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ και στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη υπολογίζονται μαζί με τη βάσιμη οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις (τόκοι, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ενώ οι ποινές υπολογίζονται με βάση το κατώτερο ποσό συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους παρακρατούμενοι ή εισπραττόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κλπ), ενώ αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη.
Συνεπώς για τα χρέη που ο χρόνος καταβολής των έπεται της 1-1-2004 εφαρμοστέες είναι οι άνω διατάξεις του Ν. 3220/2004, ενώ για τα χρέη ο χρόνος καταβολής των οποίων προηγείται της 1-1-2004 και το δικαστήριο επιλαμβάνεται της εκδικάσεως της υποθέσεως μετά το άνω χρονικό σημείο θα εφαρμοσθούν ως προς τις προϋποθέσεις ενάρξεως και θεμελιώσεως της ποινικής ευθύνης οι ευνοϊκότερες σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση διατάξεις. Έτσι αν κάθε καταβλητέο πριν από την 1-1-2004 χρέος αφορά πράξη τελεσθείσα πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 § 1 του Ν. 3220/2004 υπερβαίνει το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 §1 του Ν. 2523/1997 κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, τυγχάνουν εφαρμογής ως ευνοϊκότερες οι διατάξεις του άρθρου 34 § 1 του Ν. 3220/2004 για τους οφειλέτες του Δημοσίου σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 του ΠΚ. Με τις διατάξεις αυτές του νεότερου νόμου το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη αυξάνεται στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραμήνου και όχι διμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη. Κατ' ακολουθία αυτήν δεν έσφαλε το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση που συμπεριέλαβε στις επιμέρους πράξεις για τις οποίες κήρυξε ένοχο της παραβιάσεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 κατ' εξακολούθηση του ήδη αναιρεσείοντα τόσο τη μη καταβολή του χρέους από φόρο εισοδήματος οικονομικού έτους 1998 από 9.001 ευρώ πλέον προσαυξήσεων από 1.369,42 ευρώ και μετ' αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού 1.286 για το υπόλοιπο της οφειλής αυτής από 9.084,32 ευρώ καταβλητέας σε δώδεκα μηνιαίες δόσεις η πρώτη από τις οποίες έληγε στις 31-12-2003 και η τελευταία στις 30-11-2004 όσο και του ποσού των 300 ευρώ από πρόστιμο του Υπουργείου Εμπορίου οικονομικού έτους 2004 πλέον προσαυξήσεων από 15 ευρώ, πληρωτέου εφάπαξ στις 28-2-2005 εφόσον το συνολικό ποσό των χρεών της ανώνυμης εταιρείας, ο χρόνος πληρωμής καθενός των οποίων ήταν μεταγενέστερος της 1-1-2004 και για τη μη καταβολή των οποίων υπείχε ευθύνη ο αναιρεσείων υπερέβαινε τα 10.000 ευρώ. Είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3220/2004 κηρύχθηκε αυτός ένοχος για τα παραπάνω δύο συγκεκριμένα χρέη και ότι υπό την ισχύ του άρθρου 34 § 1 του τελευταίου νόμου δεν ήταν αξιόποινες πράξεις και δεν μπορούσαν να αποτελέσουν επιμέρους εκδήλωση του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο από το ότι το ποσό για τα χρέη αυτά δεν υπερέβαινε το όριο των δέκα χιλιάδων ευρώ.
Διαλαμβάνεται περαιτέρω στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογία ως προς τον δόλο του ήδη αναιρεσείοντος και ειδικότερα με όσα εκτίθενται στο σκεπτικό αυτής που αλληλοσυμπληρώνεται με το διατακτικό και αφορούν στην παράθεση των στοιχείων της πράξεως που του αποδίδεται όσον αφορά την παράλειψη καταβολής των επί μέρους χρεών της ανώνυμης εταιρείας, της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, προς το Δημόσιο και με όσα επίσης αναφέρονται για το ότι ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση των παραπάνω ληξιπρόθεσμων οφειλών και παραβίασε την προθεσμία καταβολής των χρεών αυτών ενώ είχε λάβει γνώση της υπάρξεως αυτής της υποχρεώσεώς του. Εξυπακούεται η ύπαρξη του δόλου του κατηγορουμένου από την τέλεση κατά τον άνω τρόπο κατ' εξακολούθηση της αποδιδόμενης σ' αυτόν αξιόποινης πράξεως και δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογηθεί ιδιαιτέρως ο δόλος του καθόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος. Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε στην δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δίκης εκείνης ότι καθυστέρησε το έργο της ανώνυμης εταιρείας "Κ. ΧΙΤΖΟΣ - ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΙΑ ΑΒΕΕ" της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο ήδη αναιρεσείων, για το οποίο είχε επιχορηγηθεί από το Υπουργείο Οικονομικών και αφορούσε την κατασκευή νέας μονάδας της ανωτέρω εταιρείας στην περιοχή ... πριν ολοκληρωθεί η επένδυση, λόγω του σημειωθέντος στις 21-4-1997 σοβαρού αυτοκινητιστικού ατυχήματος κατά το οποίο τραυματίσθηκαν ο ίδιος και η σύζυγός του που έμεινε παράλυτη και των προβλημάτων που ανέκυψαν από αδυναμία του να διοικήσει την επιχείρηση και των προβλημάτων σχετικά με τον τραπεζικό δανεισμό που είχαν ως συνέπεια την ανάκληση της υπαγωγής της επένδυσης της ανωτέρω εταιρείας στον επενδυτικό νόμο στις 12-5-2003 και την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως στο Συμβούλιο Επικρατείας στις 7-6-2005 επί της οποίας εξεδόθη απόφαση απορριπτική, στις 6-5-2008 και ότι από λάθος του τότε πληρεξουσίου δικηγόρου του ενώ αναμενόταν μετά από διαδοχικές αναβολές η έκδοση αποφάσεως από το ΣτΕ, δικάσθηκε ερήμην του ο αναιρεσείων από το ποινικό Δικαστήριο πρωτοδίκως, αποτελούσε αρνητικό του υποκειμενικού στοιχείου της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξεως ισχυρισμό ότι η μη καταβολή των άνω χρεών δεν οφειλόταν σε δόλο αυτού αλλά σε οικονομική αδυναμία και στα πιο πάνω εκτιθέμενα ότι είχαν προηγουμένως συμβεί περιστατικά. Στον ισχυρισμό αυτόν αν και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει ιδιαιτέρως το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση απήντησε όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της και τον απέρριψε ως αβάσιμο. Το γεγονός ότι αναγνωρίσθηκε στον αναιρεσείοντα με την προσβαλλόμενη απόφαση το ελαφρυντικό ότι αυτός ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια, για το ότι η οφειλή αφορούσε την ανώνυμη εταιρεία της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του ίδιου αναιρεσείοντος, η επένδυση για το νέο εργοστάσιο του εν λόγω νομικού προσώπου για την οποία είχε επιδοτηθεί από το Ελληνικό Δημόσιο με το ποσό που έπρεπε να επιστραφεί και ήταν το μεγαλύτερο από της προαναφερθείσες οφειλές προς το δημόσιο, δεν βρίσκεται σε αντίφαση με την παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων ετέλεσε με δόλο την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και την απόρριψη του άνω αρνητικού ισχυρισμού που είχε προβληθεί κατ' έφεση από την υπεράσπιση του κατηγορούμενου ότι από οικονομική αδυναμία του και από παράγοντες ανεξάρτητους της βουλήσεώς του δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση του να καταβάλει τις άνω οφειλές προς το Δημόσιο από τότε που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, αφού τα περιστατικά που θεμελιώνουν την άνω ελαφρυντική περίσταση δεν ήταν τέτοια που να απειλεί αν ενεργήσει ο κατηγορούμενος με τη γνώση και θέληση να παραβεί την υποχρέωση να καταβάλει στο Δημόσιο ποσά περισσοτέρων χρεών για τα οποία ευθυνόταν ο ίδιος κατά τον κρίσιμο χρόνο αρκετά έτη αργότερα από τότε που, κατά τους ισχυρισμούς του, ανέκυψαν τα προβλήματα που ανέφερε ότι ανέκυψαν. Είναι απορριπτέες επομένως οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εστερείτο της επιβαλλόμενης αιτιολογίας λόγω αντιφάσεων και ασαφειών στο σκεπτικό της όσον αφορά τη συνδρομή των στοιχείων της αξιοποίνου πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε και ιδιαίτερα όσον αφορά τον δόλο του αναιρεσείοντος, που κρίνεται κατά τον χρόνο τελέσεως αυτής.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 82 §§ 1 και 2 εδαφ. α' ΠΚ, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός εάν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων. Κατά τα οριζόμενα δε στην παράγραφο 3 του ιδίου άνω άρθρου του ΠΚ το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση του καταδικασμένου. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε δέκα (10) ευρώ έως εξήντα (60) ευρώ μετά την τροποποίηση του δεύτερου εδαφίου της § 3 του άρθρου 82 με την απόφαση Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης 50492/8-6-2008 (Φ.Ε.Κ. Β' 1112/13-6-2008), με έναρξη ισχύος αυτής 15 ημέρες από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του καταδίκασε τον κηρυχθέντα ένοχο ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο σε ποινή φυλακίσεως 20 μηνών, αφού έκρινε ότι δεν συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση να ανασταλεί η εκτέλεση της παραπάνω ποινής φυλακίσεως των είκοσι μηνών σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 § 3 Ν. 2497/1997, λόγω προηγούμενης καταδίκης του αμετάκλητα σε στερητικές της ελευθερίας ποινές το σύνολο των οποίων υπερέβαινε τους έξι (6) μήνες και περαιτέρω αφού έλαβε υπόψη του την οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος μετέτρεψε σύμφωνα με το άρθρο 82 § 2 ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 3β του Ν.2 408/1996 την παραπάνω ποινή φυλακίσεως σε χρηματική με υπολογισμό κάθε ημέρας φυλακίσεως προς δέκα (10) ευρώ. Οι διατάξεις περί μετατροπής της ποινής φυλάκισης ή κράτησης σε χρηματική τόσο ως προς το όριο μετατροπής όσο και ως προς το ποσό μετατροπής καθώς και περί μετατροπής σε κοινωφελή εργασία είναι ουσιαστικού δικαίου και συνεπώς εφαρμόζεται πάντοτε το ηπιότερο περί μετατροπής δίκαιο και εφαρμόζεται ex tunc ο ευμενέστερος μεταγενέστερος νόμος κατά το άρθρο 2 του ΠΚ ... Για τις πράξεις που τελέσθηκαν μετά την 29-6-2008 το ποσό μετατροπής είναι από 10-60 ευρώ για τη φυλάκιση με βάση την προαναφερθείσα 50492/2008 κοινή Υπουργική Απόφαση ενώ για αυτές που τελέσθηκαν από 29-11-2006 μέχρι 29-6-2008 το ποσό μετατροπής ανερχόταν για κάθε ημέρα φυλάκισης από 5-58,69 ευρώ σύμφωνα με την 58554/2006 Υπουργική Απόφαση που είχε δημοσιευθεί στο ΦΕΚ Β 776/28-10-2006 με ισχύ ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για τις πράξεις που είχαν τελεσθεί πρότερον το ποσό μετατροπής για κάθε ημέρα φυλάκισης ανερχόταν από 4,40-59 ευρώ σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση 134423α/οικ./8-12-1992 (ΦΕΚ Β 11/20-1-1993). Με τα ποσά που ορίζονταν από 134423α/οικ/1992 Υπουργική Απόφαση, ως του ευμενεστέρου κανόνα, που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως κατά το χρονικό διάστημα από 30-12-2003 μέχρι 29-6-2005, έπρεπε να γίνει η μετατροπή της ποινής φυλακίσεως όπως προκύπτει από την απόφασή του ότι έκρινε το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο όρισε το ποσό της μετατροπής προς 10 ευρώ ανά ημέρα φυλακίσεως κατ' εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του άρθρου 82 ΠΚ και εντός των από την άνω Υπουργική Απόφαση τιθεμένων ορίων αναφέροντας στο σκεπτικό προς αιτιολόγηση της κρίσεως του, ότι έλαβε υπόψη του τους οικονομικούς όρους του κατηγορουμένου. Εφόσον δεν έγινε αναιτιολόγητα μετατροπή της επιβληθείσης στον κατηγορούμενο ποινής φυλακίσεως σε χρηματική με ποσό ανώτερο από το κατώτατο όριο μετατροπής της που ήταν κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως και το οποίο ποσό μετατροπής δεν ήταν εκτός των οριζομένων από την Υπουργική Απόφαση που ήταν εφαρμοστέα, δεν υπερέβη το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση την εξουσία του από το ότι δεν καθόρισε το ποσό μετατροπής της επιβληθείσης ποινής φυλακίσεως προς 5 ευρώ ανά ημέρα φυλακίσεως όπως ζητήθηκε από τον συνήγορο υπερασπίσεως του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγου αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας για την υπέρβαση αυτήν καθώς και για αναιτιολόγητη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής με βάση το ελάχιστο ποσό που ίσχυε όπως είχε αυξηθεί κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως αντί του αναφερόμενου ως μικρότερου που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξεως και κατά την εκδίκαση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό.
Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α' ΠΚ, για να συντρέχει η προβλεπόμενη από αυτή ελαφρυντική περίσταση η οποία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 83 του ιδίου Κώδικα επιφέρει μείωση της ποινής πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σε όλες τις μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί χωρίς την προβολή των αναγκαίων για τη θεμελίωση του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού πραγματικών ισχυρισμών μόνον η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου ή έστω τέτοιου περιέχοντος καταδικαστικές αποφάσεις για παραβίαση κειμένων διατάξεων από αμέλεια ή διατάξεων νόμων που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων σε επουσιώδη θέματα και αφορούν ποινικές παραβάσεις ήσσονος σημασίας. Επίσης από τη διάταξη του άρθρου 84 §2 εδαφ. δ' ΠΚ προκύπτει ότι ως ελαφρυντική περίπτωση θεωρείται και εκείνη κατά την οποία ο υπαίτιος επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του. Στην περίπτωση αυτή η μετάνοια του υπαίτιου, πρέπει όχι μόνο να είναι ειλικρινής αλλά να εκδηλώνεται εμπράκτως δηλαδή να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά τα οποία μαρτυρούν ότι επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, δίχως να αρκεί η απλή έκφραση θλίψεως ή συγνώμης. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της κατ' έφεση δίκης ο συνήγορος υπεράσπισης του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου προέβαλε τους ισχυρισμούς που κατέθεσε και εγγράφως και καταχωρήθηκαν πρακτικά μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων οι ισχυρισμοί για αναγνώριση στον κατηγορούμενο ελαφρυντικών περιστάσεων α) από το άρθρο 84 §2α ΠΚ επικαλούμενος ότι μέχρι την καταστροφή που υπέστη ζούσε μια έντιμη οικογενειακή, ατομική, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, οποιαδήποτε καταδίκη του επακολούθησε, όπως για το ΙΚΑ, οφείλεται αποκλειστικά στην καταστροφή της εταιρείας του και στην προσπάθειά του να εξοφλήσει πρώτα τους εργαζόμενους σε αυτόν, β) από το άρθρο 84 § 2 εδαφ. δ' ΠΚ, επικαλούμενος ότι όλη η περιουσία του απαλλοτριώθηκε και εκπλειστηριάσθηκε, τόσο το ακίνητο του εργοστασίου όσο και η προσωπική του ώστε το Δημόσιο έχει ήδη λάβει ή επίκειται να λάβει δια του εκπλειστηριάσματος μεγάλος μέρος της οφειλής όπως προκύπτει και από την αναφερόμενη πρόσκληση δανειστών της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης και την αναφερόμενη έκθεση επιμελητή ... Ο πρώτος ισχυρισμός του προτέρου εντίμου βίου δεν θεμελιώνεται στα ως άνω συναφώς επικληθέντα καθόσον προς στοιχειοθέτηση αυτής της ελαφρυντικής περιστάσεως ούτε η καταδίκη του κατηγορουμένου για μη καταβολή στο ΙΚΑ ασφαλιστικών εισφορών ούτε η απουσία άλλης επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ούτε η μέχρι τότε σύνηθες ανθρώπινη συμπεριφορά με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό χωρίς επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει και να δύναται να αξιολογηθεί από το δικαστήριο θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά του κατηγορουμένου σε όλους τους αναφερόμενους στην άνω διάταξη τομείς της ζωής του. Επίσης τα περιστατικά που προβλήθηκαν αναφορικά με τον ισχυρισμό ειλικρινούς μεταμελείας δεν ήταν από εκείνα που να συνδυάζονται με πράξεις του κατηγορουμένου από τις οποίες να προκύπτει ότι επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της αξιοποίνου πράξεώς του αλλά αφορούσαν στον πλειστηριασμό μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως περιουσιακών στοιχείων του και του ακινήτου του εργοστασίου της ανώνυμης εταιρείας που επισπεύθηκε από τους δανειστές των και στο ενδεχόμενο να ικανοποιηθεί το δημόσιο για μέρος των χρεών προς αυτό που παρέλειψε να καταβάλει ο κατηγορούμενος, πέραν των επί μέρους ποσών που έγινε δεκτό ότι εισέπραξε το Ελληνικό Δημόσιο μετά από αναγγελία του σε πλειστηριασμούς των ακινήτων αυτών. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας που απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς για αναγνώριση των ελαφρυντικών του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μεταμελείας με την αναφερόμενη στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αιτιολογία εκ περισσού διέλαβε ειδική αιτιολογία ενώ δεν ήταν υποχρεωμένο προς τούτο λόγω της αοριστίας τους και κατ' ακολουθίαν είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατά το μέρος που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του από τις διατάξεις των εδαφίων α' και δ' του άρθρου 84 § 2 ΠΚ. Όσον αφορά όμως τον έτερο αυτοτελή ισχυρισμό που προβλήθηκε στην δίκη κατ' έφεση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση περί αναγνωρίσεως υπέρ του ήδη αναιρεσείοντος ελαφρυντικού από το άρθρο 84 §2 εδάφιο ε' ΠΚ το δικαστήριο απέρριψε αυτόν σιωπηρώς χωρίς να διαλάβει ουδεμία αιτιολογία για την αρνητική περί αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως κρίση του παρά το ότι κατά την προβολή του άνω ισχυρισμού από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορούμενου που υπεβλήθη και εγγράφως και καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δίκης αναφέρθηκαν πραγματικά περιστατικά για την καλή συμπεριφορά του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορούμενου, επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως και ειδικότερα ότι αυτός μετά την επικαλούμενη οικονομική καταστροφή του έμεινε άνεργος και χωρίς χρήματα αλλά παρά ταύτα προσπάθησε και ικανοποίησε όλους τους εργαζομένους που απασχολούσε και ειδοποίησε για όλους τους πλειστηριασμούς το Δημόσιο ώστε να αναγγελθεί για να μειωθεί το χρέος του καθώς και ότι προσπαθεί εμπορευόμενος παλαιά σίδηρα να επιβιώσει και να συντηρήσει την οικογένειά του. Έτσι επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας από έλλειψη ακροάσεως και στέρησε το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αυτήν από την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και του άρθρου 39 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όσον αφορά την απόρριψη του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου. Επομένως είναι βάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και οι λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β' σε συνδυασμό με το άρθρο 170 § 2 Κ.Ποιν.Δ. και αυτή από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' για έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος. Σε περίπτωση που συντρέχουν στο πρόσωπο του κηρυχθέντος ενόχου κατηγορουμένου πλείονες ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά τα οριζόμενα από άρθρο 85 ΠΚ η μείωση της ποινής λαμβάνει χώρα μια φορά, το δικαστήριο όμως προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του στα όρια της ελαττώμενης ποινής το γεγονός της συνδρομής περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Εφόσον από το Δικαστήριο της ουσίας που έχει αναγνωρίσει υπέρ του κατηγορουμένου έτερη ελαφρυντική περίσταση, δεν επιβλήθηκε το ελάχιστον της κατά το άρθρο 83 ΠΚ ποινής.
Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση μόνον όσον αφορά την απόρριψη του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού από το άρθρο 84 §2ε ΠΚ και αναγκαίως την περί ποινής διάταξη προκειμένου να κριθεί αν στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος συντρέχει και η από τη διάταξη αυτή ελαφρυντική περίσταση και σε καταφατική περίπτωση να συνεκτιμηθεί και αυτή κατά την επιμέτρηση της ποινής που θα του επιβληθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της ενώπιον του ίδιου άνω Δικαστηρίου, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 19225/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό μόνον ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του και ως προς τη διάταξη περί επιβολής της ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή