Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Απόπειρα ανθρωποκτονίας με τροχαίο ατύχημα. Παραπεμπτικό βούλευμα. Απόρριψη έφεσης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος. Απόρριψη αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση κατηγορουμένου στο Συμβούλιο Εφετών. Αιτιολογία βουλεύματος με παραπομπή στην αντίστοιχη εισαγγελική πρόταση. Λόγοι αναιρέσεως κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών: έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 42 § 1 και 299 § 1 ΠΚ. Απόρριψη αμφοτέρων λόγων ως αβασίμων και της αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της.
Αριθμός 1772/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, σύμφωνα με τη με αριθμό 101/21.7.2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του με αριθμό 254/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαρτίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 371/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Νικολούδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 225/09.6.2010 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλοπούλου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντες κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την από 8-3-2010 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 254/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης, εκθέτομεν τα εξής: Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απερρίφθη κατ'ουσίαν η υπ'αριθμ. 13/19-6-2009 έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθμ. 240/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Λαρίσης, δια του οποίου παρεπέμφθη στο ακροατήριο του ορισθησομένου από τον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Λαρίσης, για να δικαστεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας.Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1 και 3 και 155 παρ. 2 εδ. τελευταίο Κ.Π.Δ., με την άνω από 8.3.2010 δήλωση του αναιρεσείοντος στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Λαρίσης, συνταχθείσης της υπ'αριθμ. 2/2010 εκθέσεως αναιρέσεως, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα είχε επιδοθεί σ'αυτόν δια θυροκολλήσεως στις 17.2.2010, ενώ στον αντίκλητό του στις 25.2.2010.Κατά το άρθρο 299 παρ. 1 Π.Κ., ως ισχύει μετά τις διατάξεις του άρθρ. 33 παρ. 1 Ν. 2172/1993 και του άρθρ. 1 παρ. 12β' Ν. 2207/1994, με τις οποίες καταργήθηκε η ποινή του θανάτου, όποιος εκ προθέσεως εφόνευσε άλλον τιμωρείται δια της ποινής της ισοβίου καθείρξεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δια την συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής, με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενεργείας οφειλομένης εκ του νόμου, υποκειμενικώς δε προμελετημένος δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και την θέληση καταστροφής της ζωής άλλου ανθρώπου και δια τον οποίο (προμελετημένο δόλο) απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστου, είτε κατά την απόφαση, είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, αν και το τελευταίο δεν αναφέρεται ρητώς στον νόμο. Εξ'άλλου, κατά το άρθρ. 42 παρ. 1 Π.Κ., όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη περιέχουσα τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη ( άρθρ. 83 Π.Κ.). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πράξη περιέχουσα αρχή εκτελέσεως είναι εκείνη με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και εκείνη η ενέργεια που τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε στην συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, τμήμα αυτής που αμέσως οδηγεί στην πράξη, αν από οποιονδήποτε λόγο δεν ανακοπεί.Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης, με επιτρεπτώς καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Την 10 Ιουλίου 2007 και περί ώρα 20.30 η Ρ (παθούσα) και ο σύζυγός της Φ, κάτοικοι ..., βρισκόταν στο μαντρί που διατηρούν, εδώ και χρόνια, στο 3ο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού .... Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών τους αποφάσισαν να αποχωρήσουν. Πρώτη αποχώρησε η παθούσα για να μεταβεί στο αυτοκίνητο του συζύγου της, που βρισκόταν σταθμευμένο στο πρανές του παράδρομου της παραπάνω οδού, ενώ ο σύζυγός της έμεινε πίσω για να κλειδώσει τις πόρτες. Η παθούσα όμως βρήκε το αυτοκίνητο κλειδωμένο και απεφάσισε να επιστρέψει για να πάρει τα κλειδιά. Εκείνη τη στιγμή, περί ώρα 21.45, ενώ βρισκόταν σε απόσταση 41 μέτρων περίπου από το σταθμευμένο αυτοκίνητό τους, πάνω στο αριστερό πεζοδρόμιο, σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου, την είδε και την αναγνώρισε ο κατηγορούμενος Χ, 79 ετών σήμερα, ο οποίος οδηγούσε το αριθμ. κυκλ. ... ΙΧΕ αυτοκίνητό του στον παράδρομο της παραπάνω οδού και έβαινε με κατεύθυνση από ... προς .... Ο τελευταίος κατηύθυνε το αυτοκίνητό του εναντίον της, εισήλθε στο αντίθετο με την κατεύθυνσή του ρεύμα κυκλοφορίας και αφού ανέβηκε το κράσπεδο του πεζοδρομίου την κτύπησε με το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του αυτοκινήτου του και την τραυμάτισε σοβαρά. Ακολούθως εγκατέλειψε τον τόπο του συμβάντος. Ο Φ όταν έφθασε στο σημείο που είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό του δεν βρήκε τη σύζυγό του να τον περιμένει. Είδε όμως σε κοντινή απόσταση δύο αυτοκίνητα να είναι σταματημένα, το μεν ένα στον παράδρομο το δε άλλο στην Εθνική οδό ... και τους δύο οδηγούς να συνομιλούν μέσα από το διαχωριστικό που χωρίζει την ΕΟ με τον παράδρομο. Ο ένας οδηγός, το αυτοκίνητο του οποίου ήταν σταματημένο στον παράδρομο, ήταν ο Σ, κάτοικος ..., ο οποίος διατηρεί ζώα σε κτήμα του που βρίσκεται στην ίδια περιοχή. Ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου μόλις είδε τον Φ αναχώρησε. Ο τελευταίος διαπίστωσε ότι πάνω στο πεζοδρόμιο, πεσμένη ανάσκελα ήταν η σύζυγός του, η οποία αιμορραγούσε και δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο παραπάνω μάρτυρας (Σ) κάλεσε από το φορητό τηλέφωνό του τόσο την Αστυνομία όσο και τις πρώτες βοήθειες. Η παθούσα διακομίσθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο .... Εκεί οι γιατροί διαπίστωσαν ότι ήταν πολύ σοβαρά τραυματισμένη ήτοι έφερε πολλαπλά κατάγματα λεκάνης, οπισθοπεριτοναϊκό αιμάτωμα, κάταγμα εγκάρσιας απόφυσης Ο5 και αιμορραγική θλάση εγκεφάλου και λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης της, την επομένη ημέρα (11-7-2007), διακομίσθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου ... της .... Αρχικά η υπόθεση αντιμετωπίστηκε ως ένα συνηθισμένο τροχαίο ατύχημα και άνδρες του Τμήματος Τροχαίας ... που έφθασαν αμέσως στον τόπο του ατυχήματος, συνέταξαν έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και πρόχειρο σχεδιάγραμμα. Από το χώρο του ατυχήματος περισυλλέγησαν θραύσματα από το φανάρι του αυτοκινήτου. Την επομένη ημέρα 11 Ιουλίου 2007 ο διοικητής και ο υποδιοικητής του Τμήματος Τροχαίας ... μετέβησαν σε συνεργείο αυτοκινήτων και διαπίστωσαν ότι τα θραύσματα ανήκαν σε αυτοκίνητο μάρκας CITROEN. Στη συνέχεια μετέβησαν στην οικία του κατηγορουμένου, που βρίσκεται στο 5° χιλιόμετρο της ΕΟ ... και βρήκαν το αυτοκίνητο του, το οποίο έφερε ίχνη σύγκρουσης στο εμπρόσθιο αριστερό μέρος και ήταν σπασμένα το αριστερά εμπρόσθιο φανάρι και ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου στην αριστερή πλευρά. Περί ώρα 14.00 της ίδιας ημέρας ο κατηγορούμενος προσήλθε στο Τμήμα Τροχαίας ... και δήλωσε ότι το προηγούμενο βράδυ, περί ώρα 21.45 είχε ένα ατύχημα από το οποίο έσπασε ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου του, χωρίς να διερευνήσει αν είχε κτυπήσει άνθρωπο. Αμέσως συνελήφθη και απολογούμενος στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης δήλωσε ότι κινούμενος με το αυτοκίνητο του στον αριστερό παράδρομο της ΕΟ ... με κατεύθυνση προς Καρδίτσα, στο σημείο που βρίσκεται το μαντρί του Φ, άκουσε ένα γδούπο, σταμάτησε λίγο παρακάτω, κατέβηκε από το αυτοκίνητο του και επειδή είχε υποστεί θραύση ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου υπέθεσε ότι ίσως να πετάχτηκε κάτι μπροστά του και τον έσπασε. Στη συνέχεια αναχώρησε για την οικία του. Στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης λήφθηκε από τον κατηγορούμενο αίμα για ανίχνευση οινοπνεύματος και από τις σχετικές εξετάσεις δεν βρέθηκε να έχει καταναλώσει οινόπνευμα. Στη συνέχεια κινήθηκε εναντίον του ήδη εκκαλούντος ποινική δίωξη για σωματική βλάβη από αμέλεια και παράβαση του άρθρου 43§§2,4 ΚΟΚ και παραγγέλθηκε (τακτική) προανάκριση. Μετά την επιστροφή της δικογραφίας ο αρμόδιος εισαγγελέας, εκτιμώντας το νέο αποδεικτικό υλικό, κίνησε εναντίον του ποινική δίωξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της αρχικής δίωξης για σωματική βλάβη από αμέλεια και παρήγγειλε τη διενέργεια κυρίας ανάκρισης. Από την έκθεση αυτοψίας που συντάχθηκε προκύπτει ότι το πλάτος του οδοστρώματος της οδού στο σημείο που έλαβε χώρα ο τραυματισμός της παθούσας ήταν 5,80 μέτρα, η κατάσταση της οδού ήταν ξηρά, οι συνθήκες φωτισμού, μολονότι ήταν νύχτα, ήταν επαρκείς, η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν αραιή και οι καιρικές συνθήκες καλές. Ο κατηγορούμενος οδηγούσε χωρίς να είναι μεθυσμένος, όπως αυτό προκύπτει από την έκθεση εξέτασης του αίματος του αλλά και από τις καταθέσεις των μαρτύρων ... , κατοίκων ... με τους οποίους έπινε καφέ στη βιοτεχνία γεωργικών μηχανημάτων του πρώτου από αυτούς. Από το σχεδιάγραμμα της τροχαίας προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έβαινε με το αυτοκίνητο του στο ρεύμα του παράδρομου της Εθνικής Οδού ... με κατεύθυνση την Καρδίτσα. Μόλις αντιλήφθηκε την παθούσα (που φορούσε ανοιχτόχρωμα ρούχα) στο αριστερό πεζοδρόμιο σε σχέση με την πορεία του, όπως ήδη προαναφέρθηκε, εισήλθε διαγωνίως στο αντίθετο με την κατεύθυνση του ρεύμα κυκλοφορίας της οδού και αφού ανέβηκε με το αυτοκίνητο του στο πεζοδρόμιο επέπεσε με σφοδρότητα πάνω της και την τραυμάτισε σοβαρά και αμέσως μετά εγκατέλειψε τον τόπο του συμβάντος. Τα ευρήματα που είναι καταγεγραμμένα στην έκθεση αυτοψίας και στο σχεδιάγραμμα έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν δίνει καμιά εξήγηση για την αλλαγή της αρχικής του πορείας την είσοδο του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και την ανάβαση του αυτοκινήτου του στο πεζοδρόμιο. Εξάλλου η οδός ήταν ευθεία, δεν υπήρχε κυκλοφορία πεζών ή άλλο εμπόδιο που να δικαιολογεί την αλλαγή πορείας του οχήματος του, ο ίδιος δε γνώριζε πολύ καλά την οδό, την οποία διερχόταν καθημερινά. Επιπλέον το γεγονός ότι επικρατούσαν καλές καιρικές συνθήκες, υπήρχε επαρκής τεχνητός φωτισμού και καλή ορατότητα καθιστούν τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ότι δεν είδε τίποτε και για το λόγο αυτό αναχώρησε ως παντελώς αναληθείς. Από την επισκόπηση των έξι φωτογραφιών που υπάρχουν στη δικογραφία προκύπτει ότι από την πρόσκρουση του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου στο σώμα της παθούσας έσπασαν το εμπρόσθιο αριστερό φανάρι και το αριστερό μέρος του ανεμοθώρακα. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν κατάλαβε τι ακριβώς συνέβη αντιστρατεύεται στους κανόνες της κοινής λογικής. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο κατηγορούμενος είχε κάποιο κίνητρο για να προβεί στην πράξη του και αν είχε πρόθεση να σκοτώσει την παθούσα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δόλος και γενικά η υπαιτιότητα μοιάζει με ένα προβολέα, που τον χρησιμοποιούμε για να φωτίσουμε κάποιο χώρο. Ο "προβολέας" αυτός σε ένα έγκλημα μας δείχνει το περιεχόμενο της ψυχής του δράστη και πρέπει να "φωτίζει" ένα προς ένα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Δεδομένου ότι ο δικαστής δεν μπορεί να κοιτάξει στην καρδιά ή το μυαλό του δράστη το τι τελικά επεδίωκε αυτός πρέπει να τεκμηριώνεται με τη βοήθεια κάθε αποδεδειγμένα προσιτού ενδείκτη, ο οποίος μπορεί να συμβάλει στη φωταγώγηση της λεγόμενης αυτής "νύχτας του εσωτερικού κόσμου". Από τις καταθέσεις της παθούσας και του συζύγου της προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος είχε κίνητρο διότι τρεις μήνες πριν, τους είχε απειλήσει ότι θα τους σκοτώσει διότι βοσκούσαν τα πρόβατα τους κοντά στην οικία του. Ακόμη από την ένορκη κατάθεση του Φ την 3-2-2009 στην Ανακρίτρια του Β' Τμήματος ... προκύπτει ότι ο άλλος οδηγός που είχε σταματήσει στην ΕΟ ... και μόλις τον είδε αναχώρησε ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε μεταβεί στο σημείο όπου είχε κτυπήσει την παθούσα με άλλο αυτοκίνητο χρώματος γκρι, το οποίο παλιότερα ο αποβιώσας γαμβρός του χρησιμοποιούσε με ταξί. Το γεγονός αυτό ο παραπάνω μάρτυρας δεν είχε αναφέρει στην αρχική του κατάθεση στην Αστυνομία διότι, όπως ισχυρίστηκε, βρισκόταν σε σύγχυση αφού 10 ημέρες μετά το σοβαρό τραυματισμό της συζύγου του άγνωστος έβαλε φωτιά στο μαντρί του, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς μαζί με 600 πρόβατα. Πιθανολογείται βάσιμα ότι ο οδηγός ήταν ο κατηγορούμενος, που είχε επιστρέψει με άλλο αυτοκίνητο στον τόπο του συμβάντος και συνομιλούσε με τον μάρτυρα Σ. Ο τελευταίος ενώ στην αρχική του κατάθεση στην Αστυνομία ανέφερε ότι επρόκειτο για διερχόμενο οδηγό που σταμάτησε για να δει τι συμβαίνει, στην κατάθεσή του στην Ανακρίτρια ανέφερε για διερχόμενο .αυτοκίνητο που σταμάτησε επί της Εθνικής Οδού και εντός αυτού ήταν ένα ζευγάρι, που τον ρωτούσε τι είχε συμβεί. Η αξιοπιστία του μάρτυρος Σ, στο σημείο αυτό των καταθέσεων του, θα κριθεί κατά την ακροαματική διαδικασία. Η κατάθεση του συζύγου της παθούσας στην Ανακρίτρια κρίνεται πειστική και ενισχύεται από τη συνεκτίμηση των εξής στοιχείων: α) από το γεγονός ότι μόλις τον είδε αναχώρησε και β) είναι πολύ απίθανο ένας τρίτος άγνωστος οδηγός να σταμάτησε επί της ΕΟ χωρίς λόγο και αφού πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί ν' αναχώρησε χωρίς να προσφέρει βοήθεια. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η αποδεικτική αξία των καταθέσεων του μάρτυρος-συζύγου της παθούσας καθόλου δεν μειώνεται από το ότι αυτός εξεταζόμενος ενόρκως την 20-6-2009 ενώπιον του αρμοδίου προανακριτικού υπαλλήλου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ... κατέθεσε ότι θεωρεί τη φωτιά που ξέσπασε την ίδια ημέρα στο πίσω μέρος του μαντριού του ως εμπρησμό και κατονόμασε ως ύποπτο (και) τον κατηγορούμενο, όπως ο εκκαλών ισχυρίζεται στην κρινόμενη έφεση του. Τέλος το γεγονός του τραυματισμού της παθούσας στο σημείο που φαίνεται στο σχεδιάγραμμα της τροχαίας προκύπτει από τα αίματα και τα θραύσματα του αριστερού εμπρόσθιου φαναριού, που αποδείχθηκε ότι ανήκουν στο αυτοκίνητο του εκκαλούντος-κατηγορουμένου. Ο τελευταίος αρνείται την κατηγορία και υποστηρίζει τη δική του άποψη ότι δηλαδή ουδέποτε θα έφθανε σε τέτοιο σημείο να κτυπήσει σκόπιμα έναν άνθρωπο στην ηλικία που βρίσκεται και ότι η ταχύτητα με την οποία φέρεται ότι λήφθηκε η απόφαση κατά την οδήγηση αποκλείει από μόνη της την προμελέτη για την τέλεση του αδικήματος. Οι ισχυρισμοί του όμως αυτοί ούτε ανασκευάζουν ούτε αναιρούν την σε βάρος του κατηγορία καθόσον προέκυψε από τις καταθέσεις της παθούσας και του μάρτυρος συζύγου της σε συνδυασμό με την έκθεση αυτοψίας και το σχεδιάγραμμα του Τμήματος Τροχαίας ... ότι προσπάθησε με το ΙΧΕ αυτοκίνητο του να σκοτώσει την παθούσα Ρ, η δε προσπάθεια του προκύπτει ανάγλυφη από τις παραπάνω εκτεθείσες περιστάσεις του συμβάντος, που επιβεβαιώνονται από τις μαρτυρικές καταθέσεις. Το προσβαλλόμενο βούλευμα με αναφορά στην πρόταση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών δέχεται ότι τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν πλήρως την έννοια της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση διότι: α) ο κατηγορούμενος κινήθηκε με το αυτοκίνητο του εναντίον της παθούσας. Η ενέργεια του αυτή ήταν πρόσφορη και κατάλληλη να επιφέρει το θάνατο της και συνιστά όχι μόνο κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων αρχή εκτέλεσης της πράξης αλλά στοιχειοθετεί και την αρχή πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης οδηγεί σ' αυτή, β) ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι με τέτοια κίνηση του αυτοκινήτου του, ήταν κατά την κοινή πείρα δυνατό να επέλθει ο θάνατος της παθούσας και παρόλα αυτά δεν απέφυγε την ενέργεια αυτή και έτσι αποδέχθηκε το θάνατο της, η παράσταση του οποίου δεν τον συγκράτησε από την τέλεση της πράξης. Το αποτέλεσμα του θανάτου όμως δεν επήλθε για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του γιατί αμέσως μετά την πράξη του η παθούσα βρέθηκε από το μάρτυρα Σ και το σύζυγο της οι οποίοι κάλεσαν βοήθεια με αποτέλεσμα να τύχει άμεσης ιατρικής περίθαλψης και να διασωθεί με την έγκαιρη και αποτελεσματική φροντίδα των γιατρών των δύο Νοσοκομείων (... και ..." της ...). Ο κατηγορούμενος απεφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που επιτρέπει τη σκέψη να σκοτώσει την Ρ και επιχείρησε με πρόθεση προς τον ανθρωποκτόνο αυτό σκοπό όλες τις προαναφερόμενες ενέργειες του. Άλλωστε δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιφατική η σκέψη στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με διαζευκτικό δόλο της θανάτωσης ή του τραυματισμού της παθούσας, γιατί και πάλι ευθύνεται αυτός κατά την προαναφερόμενη περίπτωση ως υπαίτιος του βαρύτερου εγκλήματος δηλ. της απόπειρας ανθρωποκτονίας, εφόσον η υποκειμενική υπόσταση αυτής μπορεί να στηρίζεται και επί ενδεχομένου δόλου, που υφίσταται οπωσδήποτε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου η αντίθετη εκδοχή, η αποδοχή της οποίας μπορεί να δημιουργήσει την παραπάνω αντίφαση, ότι δηλαδή αν επήλθε ένα από τα παραπάνω αποτελέσματα, τότε ανακύπτει ποινική ευθύνη μόνο για το τετελεσμένο ελαφρότερο έγκλημα και όχι για το βαρύτερο αποπειραθέν, στηρίζεται κυρίως στο αμφισβητούμενο κύρους αξίωμα "Dolus inoleterminatus determinatur evento" ( για το αξίωμα αυτό βλ. Χωραφά, Ποινικό Δίκαιο, τόμ. Α, 1978, παρ. 83, 11, 3 σελ. 317, σημ. 9).
Συνεπώς δεν μπορεί κατά νόμο, να αποκλεισθεί, κατά την κρατούσα και ορθότερη εκδοχή, η ποινική ευθύνη για την απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση εκ του επελθόντος ελαφρότερου εγκλήματος της εκ προθέσεως σωματικής βλάβης (επικίνδυνης η βαριάς βλ. ΑΠ 753/82 ΠοινΧρ. ΛΒ-46, όπου και πρόταση Αντεισαγγελέως ΑΠ Κ. Σταμάτη, ΕφΘεσ 47/87 ΠοινΧρ.ΛΗ-320). Η δε απόπειρα ενός εγκλήματος, όπως στην προκείμενη περίπτωση η απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση, διατελεί σε σχέση επικουρικότητας μόνο προς το ίδιο έγκλημα ως τετελεσμένο δηλ. μόνο με την τετελεσμένη ανθρωποκτονία με πρόθεση και όχι με άλλο τετελεσμένο έγκλημα όπως η σωματική βλάβη με πρόθεση ή η απόπειρα αυτής, κατά τις διακεκριμένες ή προνομιούχες παραλλαγές της διότι στην περίπτωση αυτή η πρώτη (απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση) δεν αποτελεί προστάδιο του δευτέρου (σωματική βλάβη) με πρόθεση ή απόπειρα αυτής ούτε ανήκουν αμφότερα στην αυτή μορφή εγκλήματος (ΑΠ 753/81 όπ. παρ., Κ. Σταμάτη, Γενικαί Αρχαί της φαινομένης συρροής και ιδίως της κατ' ιδέαν, 1972, παρ. 7Β, β σελ. 86, παρ. 21Β σελ. 155).... Ενόψει των προαναφερομένων, το εκκαλούμενο βούλευμα, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφερόμαστε, ορθά έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας (σε ήρεμη ψυχική κατάσταση).Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το αναφερθέν Συμβούλιο Εφετών έκρινε, ότι υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις παραπομπής του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, για να δικαστεί για την αποδιδόμενη, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αξιόποινη πράξη και, έτσι, απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμη την έφεση αυτού, επικυρώνοντας στη συνέχεια το πρωτόδικο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση, αλλά και την προηγηθείσα αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, βάσει των οποίων υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 42 και 299 παρ. 1 Π.Κ., οι περί του αντιθέτου δε αιτιάσεις αυτού είναι αβάσιμες. 'Αλλωστε, με την αίτηση αναιρέσεως επιχειρείται κυρίως η αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από αυτήν του Συμβουλίου Εφετών. Πάντως, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του για τη διαμόρφωση της κρίσης του, όλα τα αποδεικτικά μέσα.Επομένως, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 Δ' Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.Τέλος, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, βάσει του οποίου η απόρριψη του αιτήματος του αναιρεσείοντος να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στο Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης, είναι το μεν απαράδεκτος, διότι προβάλλεται αορίστως, χωρίς, δηλαδή, να αναφέρεται πότε και κατά ποιο τρόπο υπεβλήθη το αίτημα αυτό, το δε αβάσιμος, διότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται ο λόγος δια τον οποίον απορρίφθηκε αυτό. Αυτός δε συνίσταται στο ότι ο εκκαλών στο υπόμνημά του ενώπιον της Ανακρίτριας, αλλά και στην έφεσή του, ανέπτυξε διεξοδικώς και λεπτομερώς τις απόψεις του.Κατ'ακολουθίαν των προαναφερθέντων, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνομεν α) Να απορριφθεί η από 8.3.2010 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... κατά του υπ'αριθμ. 254/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης, και β) Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. Αθήνα ... Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Αναστ. Κανελλόπουλος".
Αφού άκουσε τον ως άνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη υπ' αρ.εκθ. 2/8.3.2010 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., ζητείται η αναίρεση του υπ'αριθμ. 254/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Η αίτηση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι τυπικώς δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Με το ανωτέρω προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε η υπ' αρ. 13/19.6.2009 έφεση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 240/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο επικύρωσε και με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριοτου του ορισθησομένου από τον Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας, για να δικαστεί για το έγκλημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Κατά το άρθρο 299 παρ. 1 Π.Κ., ως ισχύει μετά τις ; διατάξεις του αρθρ. 33 παρ. 1 Ν. 2172/1993 και του αρθρ. 1 παρ. 12β' Ν. 2207/1994, με τις οποίες καταργήθηκε η ποινή του θανάτου, όποιος εκ προθέσεως εφόνευσε άλλον τιμωρείται δια της ποινής της ισοβίου καθείρξεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δια την συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής, με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενεργείας οφειλομένης εκ του νόμου, υποκειμενικώς δε προμελετημένος δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και την θέληση καταστροφής της ζωής άλλου ανθρώπου και δια τον οποίο (προμελετημένο δόλο) απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστου, είτε κατά την απόφαση, είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, αν και το τελευταίο δεν αναφέρεται ρητώς στον νόμο. Εξ'άλλου, κατά το αρθρ. 42 παρ. 1 Π.Κ., όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη περιέχουσα τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη ( αρθρ. 83 Π.Κ.). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πράξη περιέχουσα αρχή εκτελέσεως είναι εκείνη με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και εκείνη η ενέργεια που τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, τμήμα αυτής που αμέσως οδηγεί στην πράξη, αν από οποιονδήποτε λόγο δεν αποκοπεί. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 οτοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ1 είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002 ΠΧ' 2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ' 2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ1αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2253/2002 ΠΧ'2003.795). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (Ολ.ΑΠ 1/2002 ΠΧ'2002 .689, ΑΠ 510/2002 ΠΧ' 2003. 24, ΑΠ 1335/95 ΠΧ' 1996. 358).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης, με επιτρεπτώς καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Την 10 Ιουλίου 2007 και περί ώρα 20.30 η Ρ (παθούσα) και ο σύζυγος της Φ, κάτοικοι ..., βρισκόταν στο μαντρί που διατηρούν, εδώ και χρόνια, στο 3° χιλιόμετρο της Εθνικής οδού .... Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών τους αποφάσισαν να αποχωρήσουν. Πρώτη αποχώρησε η παθούσα για να μεταβεί στο αυτοκίνητο του συζύγου της, που βρισκόταν σταθμευμένο στο πρανές του παράδρομου της παραπάνω οδού, ενώ ο σύζυγος της έμεινε πίσω για να κλειδώσει τις πόρτες. Η παθούσα όμως βρήκε το αυτοκίνητο κλειδωμένο και απεφάσισε να επιστρέψει για να πάρει τα κλειδιά. Εκείνη τη στιγμή, περί ώρα 21.45, ενώ βρισκόταν σε απόσταση 41 μέτρων περίπου από το σταθμευμένο αυτοκίνητο τους, πάνω στο αριστερό πεζοδρόμιο, σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου, την είδε και την αναγνώρισε ο κατηγορούμενος Χ, 79 ετών σήμερα, ο οποίος οδηγούσε το αριθμ. κυκλ. ... ΙΧΕ αυτοκίνητο του στον παράδρομο της παραπάνω οδού και έβαινε με κατεύθυνση από ... προς .... Ο τελευταίος κατηύθυνε το αυτοκίνητο του εναντίον της, εισήλθε στο αντίθετο με την κατεύθυνση του ρεύμα κυκλοφορίας και αφού ανέβηκε το κράσπεδο του πεζοδρομίου την κτύπησε με το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του αυτοκινήτου του και την τραυμάτισε σοβαρά. Ακολούθως εγκατέλειψε τον τόπο του συμβάντος. Ο Φ όταν έφθασε στο σημείο που είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητο του δεν βρήκε τη σύζυγο του να τον περιμένει. Είδε όμως σε κοντινή απόσταση δύο αυτοκίνητα να είναι σταματημένα, το μεν ένα στον παράδρομο το δε άλλο στην Εθνική οδό ... και τους δύο οδηγούς να συνομιλούν μέσα από το διαχωριστικό που χωρίζει την ΕΟ με τον παράδρομο. Ο ένας οδηγός, το αυτοκίνητο του οποίου ήταν σταματημένο στον παράδρομο, ήταν ο Σ, κάτοικος ... ο οποίος διατηρεί ζώα σε κτήμα του που βρίσκεται στην ίδια περιοχή. Ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου μόλις είδε τον Φ αναχώρησε. Ο τελευταίος διαπίστωσε ότι πάνω στο πεζοδρόμιο, πεσμένη ανάσκελα ήταν η σύζυγος του, η οποία αιμορραγούσε και δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο παραπάνω μάρτυρας () κάλεσε από το φορητό τηλέφωνο του τόσο την Αστυνομία όσο και τις πρώτες βοήθειες. Η παθούσα διακομίσθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο .... Εκεί οι γιατροί διαπίστωσαν ότι ήταν πολύ σοβαρά τραυματισμένη ήτοι έφερε πολλαπλά κατάγματα λεκάνης, οπισθοπεριτοναϊκό αιμάτωμα, κάταγμα εγκάρσιας απόφυσης 05 και αιμορραγική θλάση εγκεφάλου και λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης της, την επομένη ημέρα (11-7-2007), διακομίσθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου ... της .... Αρχικά η υπόθεση αντιμετωπίστηκε ως ένα συνηθισμένο τροχαίο ατύχημα και άνδρες του Τμήματος Τροχαίας ... που έφθασαν αμέσως στον τόπο του ατυχήματος, συνέταξαν έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και πρόχειρο σχεδιάγραμμα. Από το χώρο του ατυχήματος περισυλλέγησαν θραύσματα από το φανάρι του αυτοκινήτου. Την επομένη ημέρα 11 Ιουλίου 2007 ο διοικητής και ο υποδιοικητής του Τμήματος Τροχαίας ... μετέβησαν σε συνεργείο αυτοκινήτων και διαπίστωσαν ότι τα θραύσματα ανήκαν σε αυτοκίνητο μάρκας CΙΤRΟΕΝ. Στη συνέχεια μετέβησαν στην οικία του κατηγορουμένου, που βρίσκεται στο 5° χιλιόμετρο της ΕΟ ... και βρήκαν το αυτοκίνητο του, το οποίο έφερε ίχνη σύγκρουσης στο εμπρόσθιο αριστερό μέρος και ήταν σπασμένα το αριστερά εμπρόσθιο φανάρι και ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου στην αριστερή πλευρά. Περί ώρα 14.00 της ίδιας ημέρας νο κατηγορούμενος προσήλθε στο Τμήμα Τροχαίας ... και δήλωσε ότι το προηγούμενο βράδυ, περί ώρα 21.45 είχε ένα ατύχημα από το οποίο έσπασε ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου του, χωρίς να διερευνήσει αν είχε κτυπήσει άνθρωπο. Αμέσως συνελήφθη και απολογούμενος στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης δήλωσε ότι κινούμενος με το αυτοκίνητο του στον αριστερό παράδρομο της ΕΟ ... με κατεύθυνση προς Καρδίτσα, στο σημείο που βρίσκεται το μαντρί του Φ άκουσε ένα γδούπο, σταμάτησε λίγο παρακάτω, κατέβηκε από το αυτοκίνητο του και επειδή είχε υποστεί θραύση ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου υπέθεσε ότι ίσως να πετάχτηκε κάτι μπροστά του και τον έσπασε. Στη συνέχεια αναχώρησε για την οικία του. Στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης λήφθηκε από τον κατηγορούμενο αίμα για ανίχνευση οινοπνεύματος και από τις σχετικές εξετάσεις δεν βρέθηκε να έχει καταναλώσει οινόπνευμα. Στη συνέχεια κινήθηκε εναντίον του ήδη εκκαλούντος ποινική δίωξη για σωματική βλάβη από αμέλεια και παράβαση του άρθρου 43§§2,4 ΚΟΚ και παραγγέλθηκε (τακτική) προανάκριση. Μετά την επιστροφή της δικογραφίας ο αρμόδιος εισαγγελέας, εκτιμώντας το νέο αποδεικτικό υλικό, κίνησε εναντίον του ποινική δίωξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της αρχικής δίωξης για σωματική βλάβη από αμέλεια και παρήγγειλε τη διενέργεια κυρίας ανάκρισης. Από την έκθεση αυτοψίας που συντάχθηκε προκύπτει ότι το πλάτος του οδοστρώματος της οδού στο σημείο που έλαβε χώρα ο τραυματισμός της παθούσας ήταν 5,80 μέτρα, η κατάσταση της οδού ήταν ξηρά, οι συνθήκες φωτισμού, μολονότι ήταν νύχτα, ήταν επαρκείς, η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν αραιή και οι καιρικές συνθήκες καλές. Ο κατηγορούμενος οδηγούσε χωρίς να είναι μεθυσμένος, όπως αυτό προκύπτει από την έκθεση εξέτασης του αίματος του αλλά και από τις καταθέσεις των μαρτύρων ..., κατοίκων ... με τους οποίους έπινε καφέ στη βιοτεχνία γεωργικών μηχανημάτων του πρώτου από αυτούς. Από το σχεδιάγραμμα της τροχαίας προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έβαινε με το αυτοκίνητο του στο ρεύμα του παράδρομου της Εθνικής Οδού ... με κατεύθυνση την Καρδίτσα. Μόλις αντιλήφθηκε την παθούσα (που φορούσε ανοιχτόχρωμα ρούχα) στο αριστερό πεζοδρόμιο σε σχέση με την πορεία του, όπως ήδη προαναφέρθηκε, εισήλθε διαγωνίως στο αντίθετο με την κατεύθυνση του ρεύμα κυκλοφορίας της οδού και αφού ανέβηκε με το αυτοκίνητο του στο πεζοδρόμιο επέπεσε με σφοδρότητα πάνω της και την τραυμάτισε σοβαρά και αμέσως μετά εγκατέλειψε τον τόπο του συμβάντος. Τα ευρήματα που είναι καταγεγραμμένα στην έκθεση αυτοψίας και στο σχεδιάγραμμα έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν δίνει καμιά εξήγηση για την αλλαγή της αρχικής του πορείας την είσοδο του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και την ανάβαση του αυτοκινήτου του στο πεζοδρόμιο. Εξάλλου η οδός ήταν ευθεία, δεν υπήρχε κυκλοφορία πεζών ή άλλο εμπόδιο που να δικαιολογεί την αλλαγή πορείας του οχήματος του, ο ίδιος δε γνώριζε πολύ καλά την οδό, την οποία διερχόταν καθημερινά. Επιπλέον το γεγονός ότι επικρατούσαν καλές καιρικές συνθήκες, υπήρχε επαρκής τεχνητός φωτισμού και καλή ορατότητα καθιστούν τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ότι δεν είδε τίποτε και για το λόγο αυτό αναχώρησε ως παντελώς αναληθείς. Από την επισκόπηση των έξι φωτογραφιών που υπάρχουν στη δικογραφία προκύπτει ότι από την πρόσκρουση του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου στο σώμα της παθούσας έσπασαν το εμπρόσθιο αριστερό φανάρι και το αριστερό μέρος του ανεμοθώρακα. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν κατάλαβε τι ακριβώς συνέβη αντιστρατεύεται στους κανόνες της κοινής λογικής. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο κατηγορούμενος είχε κάποιο κίνητρο για να προβεί στην πράξη του και αν είχε πρόθεση να σκοτώσει την παθούσα. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δόλος και γενικά η υπαιτιότητα......Από τις καταθέσεις της παθούσας και του συζύγου της προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος είχε κίνητρο διότι τρεις μήνες πριν, τους είχε απειλήσει ότι θα τους σκοτώσει διότι βοσκούσαν τα πρόβατα τους κοντά στην οικία του. Ακόμη από την ένορκη κατάθεση του Φ την 3-2-2009 στην Ανακρίτρια του Β' Τμήματος Λάρισας προκύπτει ότι ο άλλος οδηγός που είχε σταματήσει στην ΕΟ ... και μόλις τον είδε αναχώρησε ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε μεταβεί στο σημείο όπου είχε κτυπήσει την παθούσα με άλλο αυτοκίνητο χρώματος γκρι, το οποίο παλιότερα ο αποβιώσας γαμβρός του χρησιμοποιούσε με ταξί. Το γεγονός αυτό ο παραπάνω μάρτυρας δεν είχε αναφέρει στην αρχική του κατάθεση στην Αστυνομία διότι, όπως ισχυρίστηκε, βρισκόταν σε σύγχυση αφού 10 ημέρες μετά το σοβαρό τραυματισμό της συζύγου του άγνωστος έβαλε φωτιά στο μαντρί του, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς μαζί με 600 πρόβατα. Πιθανολογείται βάσιμα ότι ο οδηγός ήταν ο κατηγορούμενος, που είχε επιστρέψει με άλλο αυτοκίνητο στον τόπο του συμβάντος και συνομιλούσε με τον μάρτυρα Σ. Ο τελευταίος ενώ στην αρχική του κατάθεση στην Αστυνομία ανέφερε ότι επρόκειτο για διερχόμενο οδηγό που σταμάτησε για να δει τι συμβαίνει, στην κατάθεση του στην Ανακρίτρια ανέφερε για διερχόμενο αυτοκίνητο που σταμάτησε επί της Εθνικής Οδού και εντός αυτού ήταν ένα ζευγάρι, που τον ρωτούσε τι είχε συμβεί. Η αξιοπιστία του μάρτυρος Σ, στο σημείο αυτό των καταθέσεων του, θα κριθεί κατά την ακροαματική διαδικασία. Η κατάθεση του συζύγου της παθούσας στην Ανακρίτρια κρίνεται πειστική και ενισχύεται από τη συνεκτίμηση των εξής στοιχείων: α) από το γεγονός ότι μόλις τον είδε αναχώρησε και β) είναι πολύ απίθανο ένας τρίτος άγνωστος οδηγός να σταμάτησε επί της ΕΟ χωρίς λόγο και αφού πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί ν' αναχώρησε χωρίς να προσφέρει βοήθεια. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η αποδεικτική αξία των καταθέσεων του μάρτυρος-συζύγου της παθούσας καθόλου δεν μειώνεται από το ότι αυτός εξεταζόμενος ενόρκως την 20-6-2009 ενώπιον του αρμοδίου προανακριτικού υπαλλήλου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ... κατέθεσε ότι θεωρεί τη φωτιά που ξέσπασε την ίδια ημέρα στο πίσω μέρος του μαντριού του ως εμπρησμό και κατονόμασε ως ύποπτο (και) τον κατηγορούμενο, όπως ο εκκαλών ισχυρίζεται στην κρινόμενη έφεση του. Τέλος το γεγονός του τραυματισμού της παθούσας στο σημείο που φαίνεται στο σχεδιάγραμμα της τροχαίας προκύπτει από τα αίματα και τα θραύσματα του αριστερού εμπρόσθιου φαναριού, που αποδείχθηκε ότι ανήκουν στο αυτοκίνητο του εκκαλούντος-κατηγορουμένου. Ο τελευταίος αρνείται την κατηγορία και υποστηρίζει τη δική του άποψη ότι δηλαδή ουδέποτε θα έφθανε σε τέτοιο σημείο να κτυπήσει σκόπιμα έναν άνθρωπο στην ηλικία που βρίσκεται και ότι η ταχύτητα με την οποία φέρεται ότι λήφθηκε η απόφαση κατά την οδήγηση αποκλείει από μόνη της την προμελέτη για την τέλεση του αδικήματος. Οι ισχυρισμοί του όμως αυτοί ούτε ανασκευάζουν ούτε αναιρούν την σε βάρος του κατηγορία καθόσον προέκυψε από τις καταθέσεις της παθούσας και του μάρτυρος συζύγου της σε συνδυασμό με την έκθεση αυτοψίας και το σχεδιάγραμμα του Τμήματος Τροχαίας Λάρισας ότι προσπάθησε με το ΙΧΕ αυτοκίνητο του να σκοτώσει την παθούσα Ρ, η δε προσπάθεια του προκύπτει ανάγλυφη από τις παραπάνω εκτεθείσες περιστάσεις του συμβάντος, που επιβεβαιώνονται από τις μαρτυρικές καταθέσεις. Το προσβαλλόμενο βούλευμα με αναφορά στην πρόταση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών δέχεται ότι τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν πλήρως την έννοια της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση διότι: α) ο κατηγορούμενος κινήθηκε με το αυτοκίνητο του εναντίον της παθούσας. Η ενέργεια του αυτή ήταν πρόσφορη και κατάλληλη να επιφέρει το θάνατο της και συνιστά όχι μόνο κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων αρχή εκτέλεσης της πράξης αλλά στοιχειοθετεί και την αρχή πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης οδηγεί σ' αυτή, β) ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι με τέτοια κίνηση του αυτοκινήτου του, ήταν κατά την κοινή πείρα δυνατό να επέλθει ο θάνατος της παθούσας και παρόλα αυτά δεν απέφυγε την ενέργεια αυτή και έτσι αποδέχθηκε το θάνατο της, η παράσταση του οποίου δεν τον συγκράτησε από την τέλεση της πράξης. Το αποτέλεσμα του θανάτου όμως δεν επήλθε για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του γιατί αμέσως μετά την πράξη του η παθούσα βρέθηκε από το μάρτυρα Σ και το σύζυγο της οι οποίοι κάλεσαν βοήθεια με αποτέλεσμα να τύχει άμεσης ιατρικής περίθαλψης και να διασωθεί με την έγκαιρη και αποτελεσματική φροντίδα των γιατρών των δύο Νοσοκομείων (... της ...).Ο κατηγορούμενος απεφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που επιτρέπει τη σκέψη να σκοτώσει την Ρ και επιχείρησε με πρόθεση προς τον ανθρωποκτόνο αυτό σκοπό όλες τις προαναφερόμενες ενέργειες του. Άλλωστε δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιφατική η σκέψη στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με διαζευκτικό δόλο της θανάτωσης ή του τραυματισμού της παθούσας, γιατί και πάλι ευθύνεται αυτός κατά την προαναφερόμενη περίπτωση ως υπαίτιος του βαρύτερου εγκλήματος δηλ. της απόπειρας ανθρωποκτονίας, εφόσον η υποκειμενική υπόσταση αυτής μπορεί να στηρίζεται και επί ενδεχομένου δόλου, που υφίσταται οπωσδήποτε στη συγκεκριμένη περίπτωση ..... Η δε απόπειρα ενός εγκλήματος, όπως στην προκείμενη περίπτωση η απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση, διατελεί σε σχέση επικουρικότητας μόνο προς το ίδιο έγκλημα ως τετελεσμένο δηλ. μόνο με την τετελεσμένη ανθρωποκτονία με πρόθεση και όχι με άλλο τετελεσμένο έγκλημα όπως η σωματική βλάβη με πρόθεση ή η απόπειρα αυτής, κατά τις διακεκριμένες ή προνομιούχες παραλλαγές της διότι στην περίπτωση αυτή η πρώτη (απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση) δεν αποτελεί προστάδιο του δευτέρου (σωματική βλάβη) με πρόθεση ή απόπειρα αυτής ούτε ανήκουν αμφότερα στην αυτή μορφή εγκλήματος (ΑΠ 753/81 όπ. παρ., Κ. Σταμάτη, Γενικαί Αρχαί της φαινόμενης συρροής και ιδίως της κατ' ιδέαν, 1972, παρ. 7Β, β σελ. 86, παρ. 21Β σελ. 155).... Ενόψει των προαναφερομένων, το εκκαλούμενο βούλευμα, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφερόμαστε, ορθά έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ για την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας (σε ήρεμη ψυχική κατάσταση)".
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το αναφερθέν Συμβούλιο Εφετών έκρινε, ότι υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις παραπομπής του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, για να δικαστεί για την αποδιδόμενη, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αξιόποινη πράξη και, έτσι, απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμη την έφεση αυτού, επικυρώνοντας στη συνέχεια το πρωτόδικο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης, με επιτρπεπτή καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση, αλλά και την προηγηθείσα αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, βάσει των οποίων υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 42 και 299 παρ. 1 Π.Κ., οι περί του αντιθέτου δε αιτιάσεις αυτού είναι αβάσιμες. Καθ' ό δε μέρος, με την αίτηση αναιρέσεως πλήττεται με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας η αναιρετιώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου επί της ουσίας και επιχειρείται απαραδέκτως η αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από αυτήν του Συμβουλίου Εφετών. Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. β' και δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και ειδικότερα των άρθρων 42 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του ΠΚ, που εφάρμοσε το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Τέλος, όσο αφορά το αίτημα του αναιρεσείοντος να εμφανισθεί ως εκκαλών ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και να εκθέσει τις απόψεις του, ορθά απορρίφθηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα και την περιεχόμενη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφέροντας ότι ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων είχε αναπτύξει επαρκώς και διεξοδικώς τους ισχυρισμούς του με την απολογία του, το αναλυτικό απολογητικό υπόμνημά του και με το δικόγραφο της έφεσής του και δεν ήταν αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο Εφετών Λάρισας.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 484 παρ. 1 στ. δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Μαρτίου 2010 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ'αριθμ. 254/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ