Θέμα
Έγγραφα, Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας, Αποδείξεων εκτίμηση.
Περίληψη:
Διδάγματα κοινής πείρας. Ο λόγος ιδρύεται μόνο αν τα διδάγματα αφορούν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ΄ αυτούς. Δεν ιδρύεται όταν χρησίμευσαν για έμμεση απόδειξη. 559 αρ.19 Δεν ιδρύεται όταν υφίστανται ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων. Οι τεχνικές εκθέσεις είναι έγγραφα με ειδική ρύθμιση κατά το άρθρο 390 Κ.Πολ.Δ. και δεν χρειάζεται ειδική αναφορά τους στην απόφαση. Από το ότι οι τεχνικοί σύμβουλοι δεν κλήθηκαν για να παραστούν κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης δεν δημιουργείται ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης, γιατί αυτοί πρέπει να καλούνται κατά τη διενέργεια μόνο διαδικαστικών πράξεων. Η διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης απόκειται στη διακριτική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. 11 περ. γ Ο λόγος είναι αβάσιμος αν προκύπτει ότι τα έγγραφα λήφθηκαν υπόψη. 559 αρ.20 Δεν υφίσταται παραμόρφωση εγγράφου όταν σ΄ αυτό αποδίδεται διαγνωστικό και όχι εκτιμητικό λάθος. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν το δικαστήριο δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό. Για το ορισμένο του λόγου πρέπει να αναφέρεται το αποδεικτέο περιστατικό και η επιρροή του στην έκβαση της δίκης.
Αριθμός 1025/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Γ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιλτιάδη Νικολαΐδη.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Κ. του Α., κατοίκου ..., με την ιδιότητα του δικαστικού συμπαραστάτη του Γ. Κ. του Ε., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο - Μιλτιάδη Κόκκινο.
Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου δεν συναίνεσε στο αίτημα της αναβολής. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/8/2002 αγωγή του Α. Κ. του Γ., τότε δικαστικού συμπαραστάτη του Γ. Κ. του Ε., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4348/2004 του ίδιου Δικαστηρίου, 5124/2006 μη οριστική και 4105/2011 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/11/2012 αίτησή του. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 8/1/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα (Ολ. ΑΠ 8/2005) και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών και για έμμεση απόδειξη κρισίμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων, που προσκομίστηκαν. Όμως η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ. β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγο αναιρέσεως, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς. Επομένως ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ'αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Ο λόγος πάντως αυτός δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών, γιατί στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, εκφεύγουσα του αναιρετικού ελέγχου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεων του αριθμού 1 εδ.β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι μολονότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο αναιρεσίβλητος, δεν προέκυπτε ότι αυτός πάσχει από νοητική καθυστέρηση, εν τούτοις το Εφετείο δέχθηκε ότι αυτός " πάσχει εκ γενετής από βαριά ψυχονεύρωση και βαριά διανοητική καθυστέρηση.... και ότι η πάθηση αυτή είναι μόνιμη και δεν επιτρέπει να αυτοσυντηρείται, ούτε να διαχειρίζεται τα περιουσιακά του στοιχεία και τις εν γένει υποθέσεις του, είναι δε ανίκανος για κάθε βιοποριστικό επάγγελμα εφ' όρου ζωής". Ότι οι παραδοχές αυτές του Εφετείου είναι αντίθετες από τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθόσον από τις αποδείξεις που προσκόμισε ο αναιρεσείων, προέκυπτε ότι αυτός (αναιρεσίβλητος) είναι πλήρως ικανός για δικαιοπραξία και " είχε πλήρη αντίληψη των επιδίκων δικαιοπραξιών κατά το χρόνο της σύνταξης και υπογραφής των...." αφού έχει στην ιδιοκτησία του ΙΧ αυτοκίνητο, το οποίο και οδηγεί....ασκεί εμπορική δραστηριότητα.... παρίσταται στο δικαστήριο.. ζει μόνος του στο διαμέρισμά του... κ.λ.π". Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον υπό την επίφαση μη κατονομαζομένων διδαγμάτων κοινής πείρας, αιτιάται την απόφαση ως προς τις παραδοχές της, που κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντες δεν προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό, από το οποίο κατά την άποψη του προκύπτει αντίθετο πόρισμα που δεν πληροί το πραγματικό της εφαρμοσθείσας διάταξης του άρθρου 131 ΑΚ. Ήτοι με τον λόγο αυτό αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 § 1 Κ.Πολ.Δικ., περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 391 και 392 του Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι οι νόμιμα διορισθέντες τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων, βοηθούν με τις τεχνικές τους γνώσεις τον διάδικο που τους διόρισε, μπορούν δε να παρίστανται σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις, όπου παρίστανται οι πραγματογνωμοσύνες και έχουν τις εξουσίες των άρθρων 380 § 1 και 382 § 2, δηλ. να λάβουν γνώση των χρήσιμων, για τη γνωμοδότησή τους, στοιχείων της δικογραφίας και να παρίστανται στις συνεδριάσεις, να υποβάλλουν ερωτήσεις και να ζητούν την ανάγνωση εγγράφων. Στις πράξεις όμως που ενεργεί ο πραγματογνώμονας για να επιτελέσει το έργο του, όπως π.χ. ιατρικές εξετάσεις δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται οι διάδικοι ή οι τεχνικοί τους σύμβουλοι και συνακόλουθα η παράλειψη κλητεύσεως τους δεν επιφέρει ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης, αφού δεν πρόκειται για διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, κατά την έννοια των άρθρων 382 § 1 και 392 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 14 και 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παρά το νόμο και συγκεκριμένα κατά παραβίαση των διατάξεων 391, 392,159 και 110 Κ.Πολ.Δικ. δεν κήρυξε άκυρη, συντρεχούσης προς τούτο δικονομικής βλάβης, την υπ' αριθμ. 85/2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντα ως πραγματογνώμονα με την υπ' αριθμ. 5124/2006 παρεμπίπτουσα απόφαση του Εφετείου Ν. Κ., διδάκτορα Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου καθόσον κατά τη διενέργεια της ιατρικής εξετάσεως του αναιρεσιβλήτου, για την διαπίστωση της ψυχικής και διανοητικής του καταστάσεως, δεν κλήθηκε ο αναιρεσίβλητος και οι διορισθέντες από αυτόν τεχνικοί σύμβουλοι Γ. Π. (νευρολόγος-ψυχίατρος). Α. Δ. (καθηγητής ψυχιατρικής), και Α. Τ. Η αιτίαση αυτή που αφορά σε ισχυρισμό που είχε υποβληθεί από τον εκκαλούντα- αναιρεσείοντα στο Εφετείο και μάλιστα μόνο ως προς τον τεχνικό του σύμβουλο Γ. Π., όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεών του είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτη, αφού η αφορώσα την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ιατρική εξέταση δεν είναι διαδικαστική πράξη και γι'αυτό δεν υφίσταται παραβίαση των επικαλουμένων διατάξεων από την μη κλήτευση για παράσταση σ'αυτήν, του αναιρεσείοντα και του τεχνικού του συμβούλου και συνακόλουθα δεν συνέτρεχε περίπτωση απαγγελίας ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης, κατά το άρθρο 159 § 3 Κ.Πολ.Δικ. Ενόψει τούτων ή προσβαλλομένη απόφαση που σιωπηρά απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, δεν βαρύνεται με αναιρετική πλημμέλεια και ο ερευνώμενος από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., δεύτερος αναιρετικός λόγος, πρέπει να απορριφθεί , ως απαράδεκτος, ενώ προσέτι απαράδεκτος είναι ο ίδιος λόγος ως πλημμέλεια από τον αριθμό1 του ίδιου άρθρου αφού αυτή (πλημμέλεια) αφορά σε παραβίαση δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων.
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 368-387 και 388 Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή επαναλήψεως ή συμπληρώσεως της αρχικής από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο, κατά το άρθρο 368 § 2 Κ.Πολ.Δικ. κρίνει ότι χρειάζονται "ειδικές" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Η επανάληψη διατάσσεται, όταν η αρχική πραγματογνωμοσύνη έχει ατέλειες ή ασάφειες, που δεν μπορούν να θεραπευθούν με την παροχή διευκρινήσεων, κατά το άρθρο 384 του ίδιου κώδικα. Η νέα πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται ως προς τα ίδια θέματα, για τα οποία έχει διαταχθεί η αρχική αλλά από καινούριους πραγματογνώμονες, όταν το δικαστήριο δεν έχει τις αναγκαίες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις για να ελέγξει το περιεχόμενο της αρχικής γνωμοδοτήσεως, η ορθότητα της οποία αμφισβητείται κατά τρόπο που κλονίζει το δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 8 και 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν διέταξε νέα πραγματογνωμοσύνη, ενόψει της αμφισβητήσεως, από τον αναιρεσείοντα, της ορθότητας της υπ' αριθμ. 85/2009 έκθεσης ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντα, ως πραγματογνώμονα με την υπ' αριθμ. 5124/2006 παρεμπίπτουσα απόφαση του Εφετείου Ν. Κ. Οι αιτιάσεις αυτές δεν ιδρύουν κάποιο αναιρετικό λόγο, αφού η σχετική κρίση ανήκει στη διακριτική και συνακόλουθα ανέλεγκτη αναιρετικά ευχέρεια του δικαστηρίου.
Επομένως δεν συντρέχει περίπτωση ούτε μη λήψεως υπόψη ισχυρισμού που προτάθηκε, ούτε περί μη εκδικάσεως υποβληθείσας αιτήσεως, μη στοιχειοθετούμενων εντεύθεν των αναιρετικών πλημμελειών των διατάξεων των αριθμών 8 και 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., καθόσον με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε ανέλεγκτα δεκτό ότι το αίτημα του αναιρεσείοντα- εναγομένου "περί διεξαγωγής νέας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, αφού δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι περιστάσεις, όπως αυτές αναλύθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, τα δε προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα ήταν επαρκή για τη διαμόρφωση πλήρους δικανικής πεποιθήσεως". Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ.γ του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 και ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (Ολ. ΑΠ 2/2008). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι εδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου (Ολ. ΑΠ 23/2008). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την εδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (έγγραφα, μάρτυρες, πραγ/νη κλπ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ. ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ. ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου οι γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις (Κ.Πολ.Δικ. 390), όπως είναι και οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων (Κ.Πολ.Δικ 392 § 3) δεν είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο με ειδική ρύθμιση από τον νόμο που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (ως δικαστικό τεκμήριο) χωρίς να απαιτείται η αντιδιαστολή του από τα άλλα έγγραφα και η ειδική μνεία του. Επομένως η μνεία της απόφασης ότι "λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα" καλύπτει και αυτές και συνεπώς η παράλειψη μνείας τους στην απόφαση δεν ιδρύει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο από το άρθρο 559 αρ. 11 (Ολ. ΑΠ 8/2005, Ολ. ΑΠ 12/2005). Περαιτέρω ο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ λόγος αναίρεσης, δεν ιδρύεται όταν υφίστανται ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρης και σαφώς και όχι γιατί αποδείχτηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ. ΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης κατά το δεύτερο μέρος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του 559 αρ. 11γ Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο κατά τον σχηματισμό του δικαστικού του πορίσματος ως προς τη διανοητική κατάσταση και τη δικαιοπρακτική ικανότητα του αναιρεσίβλητου δεν έλαβε υπόψη τις γνωματεύσεις των ιδιωτών ιατρών α)Α. Τ. (ειδικού ψυχιάτρου-ψυχοθεραπευτή) β) Χ. Β. (νευρολόγου-ψυχιάτρου), γ) Α. Δ. (ψυχιάτρου- ψυχιατροδικαστή και δ) την έκθεση του τεχνικού συμβούλου Γ. Π. (νευρολόγου-ψυχιάτρου). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον η αναφορά της προσβαλλομένης απόφασης σε όλα "ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν νόμιμα" καλύπτει και τις προαναφερθείσες γνωμοδοτήσεις, οι οποίες από την αναφορά αυτή της απόφασης και την ιδιαίτερη αναφορά στην υπό στοιχ. Δ' τεχνική έκθεση (φύλλο 6β), σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της, προκύπτει αναμφίβολα ότι λήφθηκαν υπόψη και δεν χρειαζόταν ειδική και χωριστή αξιολόγηση καθεμιάς από αυτές. Εξάλλου απορριπτέος, ως απαράδεκτος, είναι και ο τέταρτος λόγος, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν αιτιολογεί γιατί δεν έλαβε υπόψη τις προαναφερθείσες γνωματεύσεις, καθόσον οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων και των προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις, εκτιμώνται ελεύθερα και η οικεία κρίση δεν ελέγχεται αναιρετικά από την επικαλουμένη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ. ως αφορώσα την περί τα πράγματα, ανέλεγκτη, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και σε ελλείψεις ως προς την ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμισή αποδεικτικών μέσων. Επειδή ο από το άρθρο 20 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί γεγονότα προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Δεν αρκεί για την ίδρυση του λόγου η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δικ., εγγράφου αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αυτό, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) του από 30-3-1992 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μεταξύ του αναιρεσείοντος και του φερομένου ως πάσχοντος από βαριά διανοητική καθυστέρηση αναιρεσίβλητου, β) του από 2-7-1990 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μεταξύ του Μ. Κ. και του προαναφερθέντος αναιρεσίβλητου και γ) του από 5-11-1991 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μεταξύ του Μ. Κ. και του πατέρα του αναιρεσίβλητου από τα δύο πρώτα από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος ήταν ικανός για κατάρτιση δικαιοπραξιών, ενώ το τρίτο καταρτίστηκε από τον πατέρα του αναιρεσίβλητου, που πέθανε στις 9-10-1991 ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της καταρτίσεως της πρώτης από τις παραπάνω μισθώσεις. Ο λόγος αυτός ως προς τα δύο πρώτα έγγραφα αφορά σε λανθασμένη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντα εκτίμηση των εγγράφων αυτών, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό, ως προς την ικανότητα του αναιρεσίβλητου να συναλλάσσεται, από το θεωρούμενο (κατά τον αναιρεσείοντα) ως ορθό και δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" των εγγράφων, τα οποία ορθά αναγνώσθηκαν. Δηλαδή ή επικαλουμένη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη, αναιρετικά, εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου των εγγράφων και γι'αυτό είναι απαράδεκτη, ενώ προσέτι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και γιατί το αποδεικτικό πόρισμα της αποφάσεως, ως προς την δικαιοπρακτική ικανότητα του αναιρεσιβλήτου, δεν στηρίχθηκε, κυρίως ή αποκλειστικά, στα έγραφα αυτά τα οποία απλώς και χωρίς να τα εξαίρει συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πέμπτος λόγος ως προς τα εν λόγω δύο πρώτα έγγραφα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Όσον αφορά το τρίτο έγγραφο ο λόγος αυτός είναι αόριστος γιατί δεν προσδιορίζεται το περιστατικό που θα αποδείκνυε το έγγραφο αυτό, στην κατάρτιση του οποίου δεν συμμετείχε ο αναιρεσίβλητος, αλλά ο πατέρα του, ούτε η επιρροή του το έγγραφο αυτό θα ασκούσε στην έκβαση της δίκης. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-11-2012 αίτηση του Χ. Γ. του Μ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4105/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ