Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναβολή συζήτησης, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Κλητήριο θέσπισμα.
Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για πλαστογραφία (νόθευση) εγγράφου
(επιταγής) από κοινού με χρήση. Στοιχεία εγκλήματος. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος
αναβολής για κρείσσονες. Στοιχεία κλητηρίου θεσπίσματος. Επί πράξεως κατά συναυτουργία, δεν είναι απαραίτητο στο επιδιδόμενο στον ένα κατηγορούμενο να αναφέρεται και το ονοματεπώνυμο του συναυτουργού. Πώς προτείνεται η σχετική ακυρότητα. Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 284/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ι. Σ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κατσιάβο, για αναίρεση της υπ'αριθ.1726/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαρτίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1029/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η δε χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, με τη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου, απαιτείται αντικειμενικώς μεν η νόθευση εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιάς του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, εξάλειψη ή αντικατάσταση λέξεων, αριθμών ή σημείων του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες είναι δυνατόν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτον, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Το έγγραφο στη διάταξη αυτή αναφέρεται με την έννοια που προσδιορίζει το άρθρο 13 περ. γ' ΠΚ, κατά το οποίο έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, ως τέτοιο δε γεγονός νοείται εκείνο, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, νόθευση εγγράφου συνιστά και η μεταβολή από τον υπαίτιο των στοιχείων επιταγής, εν αγνοία και παρά τη θέληση του δικαιούχου της, χρήση δε αποτελεί η κατά οποιονδήποτε τρόπο χρησιμοποίηση του νοθευμένου εγγράφου, αμέσως ή εμμέσως, δι' άλλου προσώπου τελούντος σε καλή πίστη, και ιδίως, αν πρόκειται για νοθευμένη επιταγή, η εμφάνισή προς πληρωμή της στην πληρώτρια Τράπεζα. Περαιτέρω, για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος πρέπει να αναφέρονται σ' αυτό τα προβλεπόμενα στο άρθρ. 321§1 του ΚΠοινΔ στοιχεία, ήτοι το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, ο ακριβής καθορισμός της πράξεως, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, το άρθρο του ποινικού νόμου που την προβλέπει και η σφραγίδα και υπογραφή του εισαγγελέα που το εξέδωσε. Αν η πράξη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, αποδίδεται σε δύο ή περισσότερους, οι οποίοι ενήργησαν από κοινού, στον καθένα κατηγορούμενο επιδίδεται ξεχωριστό κλητήριο θέσπισμα, το οποίο αναφέρει όλα τα ως άνω στοιχεία, μεταξύ των οποίων και το ονοματεπώνυμο εκείνου προς τον οποίο επιδίδεται, όχι, όμως, αναγκαίως και το ονοματεπώνυμο του συναυτουργού, καθόσον αυτό δεν ασκεί επιρροή στην ταυτότητα του εγκλήματος. Αν δεν περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα τα στοιχεία αυτά, τότε το κλητήριο θέσπισμα και μαζί με αυτό η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321§4 του ΚΠοινΔ. Την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, που είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δεν καλυφθεί, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδό της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει, επαναφέροντάς την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη (173§1 ΚΠοινΔ). Αν δεν προταθεί με λόγο εφέσεως, καλύπτεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου και του (αρχικού) συγκατηγορουμένου του Δ. Η. ασκήθηκε ποινική δίωξη για πλαστογραφία (νόθευση εγγράφου) με χρήση από κοινού. Ως προς τον Δ. Η., με την πρωτόδικη υπ' αριθ. 77453/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η ποινική δίωξη θεωρήθηκε ως μη γενόμενη, γιατί το κλητήριο θέσπισμα εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Έτσι, ως μόνος, πλέον, κατηγορούμενος απέμεινε ο αναιρεσείων, προς τον οποίο και επιδόθηκε νομότυπα το υπ' αριθ. ΔΟ5/2490/2.3.2010 κλητήριο θέσπισμα. Κατ' αυτό, η πράξη που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα συνίσταται στο ότι: "Στην Αθήνα στις 2.6.2005, με πρόθεση από κοινού νόθευσαν γνήσιο έγγραφο ... και στη συνέχεια έκαναν χρήση ... Ειδικότερα ... έχοντας στην κατοχή τους ... με κοινό δόλο νόθευσαν ... Περαιτέρω δε αυθημερόν χρησιμοποίησαν την νοθευμένη ...". Στο τέλος δε του κλητηρίου θεσπίσματος γίνεται μνεία των άρθρων 1, 13 γ, 14 παρ. 1, , 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1 - 2, 45, 216 παρ. 1 εδ. α - β του ΠΚ, που προβλέπουν την ως άνω πράξη. Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, στην πρωτοβάθμια δίκη, πρόβαλε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, συνισταμένης στο ότι σ' αυτό χρησιμοποιείται συνεχώς πληθυντικός αριθμός, χωρίς να κατονομάζονται ο ή οι συγκατηγορούμενοί του, με τους οποίους έδρασε με κοινό δόλο, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφής και πλήρης η κατηγορία που του αποδίδεται. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε την ένσταση αυτή. Στη συνέχεια, με λόγο εφέσεως, ο κατηγορούμενος επανέφερε την ένσταση αυτή στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, ομοίως, την απέρριψε ως μη νόμιμη.
Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν είναι απαραίτητο στο κλητήριο θέσπισμα που επιδίδεται σε κάθε κατηγορούμενο για από κοινού τέλεση αξιόποινης πράξεως με τον άλλο, να προσδιορίζεται και το όνομα του συναυτουργού του, δεδομένου ότι η ύπαρξη ή όχι συναυτουργού και ποιου (ο οποίος, ακόμη και αν δεν έχει ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη, μπορεί να προκύψει από τις αποδείξεις) δεν μεταβάλλει την ταυτότητα του εγκλήματος. Η δε μη τροπή, στο ένδικο κλητήριο θέσπισμα, του πληθυντικού αριθμού σε ενικό (αντί, δηλαδή, να αναγράφει ότι "από κοινού νόθευσαν", κ.λπ., να αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος, προς τον οποίο επιδόθηκε, "από κοινού με τον ... νόθευσε"), οφειλόμενη σε παραδρομή κατά την αντιγραφή του κατηγορητηρίου, δεν ασκεί επιρροή. Ορθώς, λοιπόν, με την αυτή αιτιολογία, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αυτή και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από την απόρριψη της ενστάσεως του αναιρεσείοντος περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, πράγμα που συμβαίνει και στο έγκλημα της πλαστογραφίας, το οποίο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, είναι έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, αφού ο νόμος αξιώνει και σκοπό παραπλανήσεως. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1726/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για πλαστογραφία (νόθευση εγγράφου) από κοινού με τον Δ. Η. με χρήση, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά...: Ο εκκαλών - κατηγορούμενος κατά τον παρακάτω τόπο και χρόνο ενεργώντας με πρόθεση από κοινού με τον Δ. Η. συγκατηγορούμενό του κατά την πρωτόδικη δίκη νόθευσε έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικώς με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα ενώ η εγκαλούσα εταιρεία είχε εκδώσει στις 31.5.2005 την ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς για ποσό 226,68 Ευρώ σε διαταγή της ομόρρυθμης εταιρείας ..., το ποσό αναγραφόταν στην εν λόγω επιταγή αριθμητικώς και ολογράφως, ο κατηγορούμενος στην κατοχή του οποίου περιήλθε η επιταγή αυτή, κατά τρόπο που δεν προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία, στην Αθήνα στις 2.6.2005 από κοινού με τον ανωτέρω Δ. Η. νόθευσε αυτή αλλοιώνοντας τον αριθμό του ποσού και συγκεκριμένα ανέγραψε τον αριθμό 8 μπροστά από τον αριθμό 226,68 καθώς και τη λέξη οκτώ μπροστά από το αναγραφόμενο ολογράφως ποσό. Έπραξε δε αυτό με σκοπό να παραπλανήσει κάθε τρίτο και ιδίως την πληρώτρια Τράπεζα, περί του ότι δήθεν η ως άνω εκδότρια εταιρεία εξέδωσε την επιταγή αυτή με το ποσό των 8.226,68 Ευρώ. Μάλιστα δε την επιταγή αυτή που ο ίδιος είχε νοθεύσει εμφάνισε στον αρμόδιο υπάλληλο στην πληρώτρια Τράπεζα στις 2.6.2005. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος συνεργαζόταν με την εταιρεία VIATEL, ότι η τελευταία στο πλαίσιο της μεταξύ τους εργασιακής σχέσεως του όφειλε 9.650 Ευρώ, ότι εις εξόφληση της οφειλής της εν λόγω εταιρείας κατόπιν συνεννοήσεως του εκπροσώπου της με τον Α. Α. έλαβε ο κατ/νος την ... επιταγή ποσού 9650 Ευρώ της Τράπεζας ASPIS BANK εκδόσεως του τελευταίου, ότι επειδή η επιταγή αυτή δεν πληρώθηκε συμφώνησαν (κατ/νος και Α.) την αντικατάστασή της και ότι μετά ταύτα ο Α. του παρέδωσε αφενός την επίμαχη ως άνω επιταγή ποσού 8.226,68 Ευρώ και αφετέρου την προκύψασα διαφορά των 1423,32 Ευρώ σε μετρητά. Το προσκομιζόμενο από τον κατηγορούμενο έγγραφο, στο οποίο φέρεται αυτός να βεβαιώνει ότι εισέπραξε το ποσό των 9650 Ευρώ δια της άνω ... επιταγής και η εταιρεία VIATEL να βεβαιώνει ότι του έχει καταβάλει το ποσό αυτό δια της επιταγής αυτής δεν αποδεικνύει την επικαλούμενη από τον κατ/νο με την εταιρεία VIATEL εργασιακή του σχέση, πολύ δε περισσότερο την προς αυτόν σχετική οφειλή, καθόσον η τεθείσα για λογαριασμό της VIATEL υπογραφή δεν προκύπτει από ποιο πρόσωπο προέρχεται και συγκεκριμένα δεν γίνεται αναφορά στο όνομα, επώνυμο και την ιδιότητα του εν λόγω προσώπου ούτε βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, ούτε εξάλλου υπάρχει σφραγίδα με τα στοιχεία, ΑΦΜ, έδρα, διεύθυνση της εν λόγω εταιρείας. Εξάλλου ούτε η κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης του κατ/νου Σ. Ν., ο οποίος για πρώτη φορά καταθέτει στο παρόν δικαστήριο, κρίνεται πειστική, σύμφωνα με την οποία ..., πραγματικά περιστατικά που ούτε ο κατ/νος είχε επικαλεστεί. Είναι δε άξιο απορίας γιατί η εξόφληση της επίμαχης επιταγής να γίνει με αυτήν τη διαδικασία όπου συμμετείχαν τόσα πρόσωπα και όχι με τραπεζική συναλλαγή.
Συνεπώς οι αυτοτελείς (αρνητικοί) της κατηγορίας ισχυρισμοί του κατ/νου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. ... από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία πλήρως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά της στοιχεία και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας (νοθεύσεως) από κοινού με χρήση, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 216§1 του ΠΚ. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση: α) Ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος νόθευσε, από κοινού με τον Δ. Η., πλαστό έγγραφο που είχε περιέλθει στην κατοχή του (την ως άνω επιταγή, αλλοιώνοντας το ποσό αυτής ώστε να φαίνεται ότι εκδόθηκε για 8.226,68 ευρώ αντί του ορθού 226,68 ευρώ) με σκοπό την παραπλάνηση άλλου (του αρμοδίου υπαλλήλου της πληρώτριας Τράπεζας) με τη χρήση του, για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομη συνέπεια (την αστική ευθύνη της εταιρίας που εξέδωσε την επιταγή για οφειλή από επιταγή ποσού 8.226,68 ευρώ και την ποινική ευθύνη του διαχειριστή αυτής Κ. Τ. για έκδοση ακάλυπτης επιταγής). β) Ότι, στη συνέχεια, έκανε χρήση της νοθευμένης επιταγής, εμφανίζοντάς την στην πληρώτρια Τράπεζα. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το Τριμελές Εφετείο αναφέρει κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, απολογία), δεν ήταν δε αναγκαίο να εκθέτει και τι προκύπτει από το καθένα από αυτά, τυχόν δε εσφαλμένη εκτίμησή τους δεν ιδρύει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως. β) Το Δικαστήριο δεν υπεχρεούτο να απαντήσει στον αρνητικό της κατηγορίας (και όχι αυτοτελή) ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, που έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά, ότι αυτός συνεργαζόταν με την εταιρία VIATEL, ότι η τελευταία στο πλαίσιο της μεταξύ τους εργασιακής σχέσεως του όφειλε 9.650 ευρώ, ότι σε εξόφληση της οφειλής αυτής κατόπιν συνεννοήσεως του εκπροσώπου της άνω εταιρίας με τον Α. Α. έλαβε την ... επιταγή ποσού 9650 ευρώ της Τράπεζας ASPIS BANK εκδόσεως του τελευταίου, επειδή δε αυτή δεν πληρώθηκε συμφώνησαν (κατ/νος και Α.) την αντικατάστασή της και μετά ταύτα ο Α. του παρέδωσε την επίμαχη επιταγή ποσού 8.226,68 ευρώ, καθώς και την προκύψασα διαφορά των 1423,32 ευρώ σε μετρητά, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, τον απέρριψε με πλήρη ως άνω αιτιολογία. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τέταρτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας τόσο ως προς την ουσία της κατηγορίας, όσο και ως προς την απορριπτική επί του ως άνω αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού κρίση, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος υπέβαλε, δια του συνηγόρου του, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, με το εξής περιεχόμενο: "α) Να αναβληθεί η δίκη προκειμένου να κληθεί να καταθέσει ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου Σας ο αμέσως προηγούμενος από εμένα οπισθογράφος της ένδικης επιταγής κ. Α. Α. του Χ., κάτοικος ... (τα πλήρη στοιχεία του οποίου προκύπτουν ευθέως από το σώμα της ίδιας της επιταγής), ο οποίος μου την παρέδωσε και την παρέλαβα με ήδη αναγραφόμενο το ποσό των #8.226,68# ευρώ - όπως έχω ήδη αναφέρει τόσο με τις από 11-8-2009 έγγραφες εξηγήσεις μου κατά την προκαταρκτική εξέταση, όσο και με τις από 1-2-2012 έγγραφες ενστάσεις μου που κατέθεσα ενώπιόν Σας στις 8-2-2012 και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, και επιπλέον τα ίδια ανέφερα και με την απολογία μου ενώπιόν Σας - ο οποίος μάρτυρας να κληθεί να καταθέσει από ποιον την παρέλαβε και με ποιο ποσό, καθώς και αν την παρέδωσε σε εμένα με το ανωτέρω ποσό των #8.226,68# ευρώ, στα πλαίσια αντικατάστασης της άλλης επιταγής έκδοσης του, (όπως έχω αναφέρει), β) Να αναβληθεί η δίκη προκειμένου να κληθεί να καταθέσει ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου Σας ο οπισθογράφος της ένδικης επιταγής κ. Α. Γ., κάτοικος ... (τα πλήρη στοιχεία του οποίου προκύπτουν ευθέως από το σώμα της ίδιας της επιταγής), ο οποίος και με την ήδη αναγνωσθείσα από 6-6-2005 επιστολή του αναφέρει ότι παρέλαβε την ένδικη επιταγή από τον προηγούμενο οπισθογράφο κ. Β. Γ. με το ποσό των #226,68# ευρώ, χωρίς όμως να αναφέρει σε ποιον ακολούθως την παρέδωσε (αφού υπάρχει οπισθογράφηση μετά από αυτόν χωρίς στοιχεία ονόματος), με ποιο παραστατικό και με ποιο ποσό - επί των οποίων να κληθεί να καταθέσει, και γ) Να αναβληθεί η δίκη προκειμένου να προσκομιστούν με μέριμνα μου, έγγραφα αποδεικτικά της σχέσης μου με την εταιρεία VIATEL από την οποία προέκυπτε η οφειλή της εταιρείας προς εμένα και η χάριν εξόφλησης της εν λόγω οφειλής παράδοση σε εμένα (όχι της επίδικης, αλλά) της υπ' αριθμ. ... επιταγής, ποσού 9.650 ευρώ, της Τράπεζας ASPIS BANK, εκδόσεως του Α. Α. στη ..., με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30η-4-2005, την οποία και παρέλαβα, όπως έχω ήδη αναφέρει".
Το Τριμελές Εφετείο απέρριψε το αίτημα αυτό με την αιτιολογία ότι: "... καθώς επίσης είναι απορριπτέο ως αβάσιμο το αίτημά του για αναβολή της δίκης προκειμένου να κληθούν να καταθέσουν ο Α. Α. και ο Α. Γ. (οπισθογράφος στην ένδικη επιταγή) και να προσκομισθούν με επιμέλεια του κατ/νου έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, που θα αποδεικνύουν τη σχέση του με την εταιρεία VIATEL καθώς και η οφειλή της τελευταίας προς αυτόν, δεδομένου ότι δεν κρίνεται αναγκαία η αναβολή της δίκης για τους ανωτέρω λόγους αφού από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία πλήρως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά της στοιχεία και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό". Η αιτιολογία αυτή, με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής ως αβάσιμο, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους έκρινε αυτό ότι δεν συνέτρεχε λόγος να δοθεί τέτοια αναβολή (επάρκεια αποδείξεων) και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22 Μαρτίου 2012 (με αριθ. πρωτ. 2324/2012) αίτηση (δήλωση) του Ι. Σ. του Χ., για αναίρεση της υπ' αριθ. 1726/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ