Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 519 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.




Περίληψη:
Καταδίκη του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου για παράβαση του α.ν. 690/1945. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου τις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις (αναφέρονται στην απόφαση: η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως εργοδότη των επίσης αναφερόμενων εργαζομένων, ο χρόνος διάρκειας των μεταξύ τους καταρτισθεισών συμβάσεων εργασίας, οι απ’ αυτές καθορισμένες αποδοχές, οι οφειλόμενες αποδοχές κ.λ.π.). Απορριπτέοι οι σχετικοί από το 510 παρ. 1 Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως. Επήλθε, όμως, απόλυτη ακυρότητά της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας, γιατί λήφθηκαν υπόψη έγγραφα που δεν αναγνώστηκαν. Έτσι, κατά παραδοχή της αυτεπαγγέλτως λαμβανομένης υπόψη από το άρθρο 510 παρ. 1 Α΄ ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Αναιρεί και παραπέμπει.




Αριθμός 519/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Φωκά, για αναίρεση της με αριθμό 8.415/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενους τους 1) Χ2 και 2) Χ3.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.543/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την παρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν.690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2336/1995, τιμωρείται με τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή αθροιστικώς ποινές κάθε εργοδότης η διευθυντής η επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχειρήσεως, εκμεταλλεύσεως ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολού-μενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή πιο πάνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές η άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από διοικητικές πράξεις. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις η λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 για να έχει την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει, να εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερομένων, η ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης, διευθυντής, εκπρόσωπος κλπ.), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών, ώστε με την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουμένων να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο εργοδότη αποδοχές στον εργαζόμενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή από συλλογική σύμβαση, ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο, σε περίπτωση δε μερικότερων πράξεων να προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά που οφείλονται για κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις, εφόσον για μερικές από αυτές προκύπτει ζήτημα παραγραφής. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 8.415/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλο-συμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο τρίτος κατηγορούμενος, Χ1, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με περισσότερες από μία πράξεις, τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα, που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, και συγκεκριμένα ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία "ΒΕΡΟΙΑ ΡΑΔΙΟ Τ.Β.-ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Α.Ε.", που εδρεύει στη ..... (.....) και διατηρεί υποκατάστημα στην οδό .....-....., κατά το χρονικό διάστημα από 17-9-2004 έως 11-6-1005 τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα, που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος κατά συρροή. Συγκεκριμένα, δεv κατέβαλε εμπρόθεσμα και συγκεκριμένα μέχρι την παραπάνω ημερομηνία, σ' αυτούς που απασχολήθηκαν απ' αυτόν με μισθό, τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές και χορηγίες που καθορίστηκαν από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας αφενός, του άρθρου 5 παρ.7 Ν.539/45 περί αδείας, του άρθρ.3§16 Ν.4504/66 περί επιδόματος αδείας, της υπ' αριθμ. 19040/81 απόφασης Υπουργού Οικονομικών και . Εργασίας "περί χορηγήσεως επιδόματος, εορτών, Χριστουγέννων, Πάσχα" και του αρθρ. 10 Ν.3198/55 περί αποδοχών διαθεσιμότητας, αφετέρου και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε σε δεκαέξι (16) εργαζόμενους της πιο πάνω εταιρίας που απασχολήθηκαν σ' αυτή ως υπάλληλοι γραφείου τα παρακάτω αναλυτικώς αναφερόμενα -οφειλόμενα στον καθένα ποσά: 1) Στη Α για δεδουλευμένους μισθούς υπόλοιπο Νοεμβρίου 2004, το ποσό των 457,12 ευρώ, για μισθό Δεκεμβρίου 2004, το ποσό των 712,32 ευρώ, υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων 2004, το ποσό των 4,00 ευρώ, άδεια έτους 2005 το ποσό των 712,32 ευρώ, για επίδομα άδειας 2005 το ποσό των 356,14 ευρώ και συνολικά για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 2.247,10 ευρώ, 2) Στην Β, η οποία απασχολήθηκε ως υπάλληλος, για μισθούς και συγκεκριμένα υπόλοιπο Νοεμβρίου 2004 το ποσό των 410,98 ευρώ, για υπόλοιπο δεδουλευμένων Δεκεμβρίου 2004 το ποσό των 647,17 ευρώ, για υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων το ποσό των 4,08 ευρώ, για άδεια έτους 2005 το ποσό των 647,77 ευρώ, για επίδομα αδείας 2005 το ποσό των 356,14 ευρώ και συνολικά τo ποσό των 2.033,88 ευρώ, 3) Στηv Γ, η οποία απασχολήθηκε ως υπάλληλος γραφείου, δεν κατέβαλε για αποδοχές διαθεσιμότητας, από το χρονικό διάστημα από 11-1-2005 έως 11-4-2005 τo ποσό των (17/25 +25 +25 +9 =76/25 χ 776,80 =2.361,47/2 = 1.180,74) 1.180,74 ευρώ, από 12-4-2005 έως 30-4-2005 για την ίδια αιτία το ποσό των (16/25x776, 80) 497,15 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1/5- 11-6-2005 το ποσό των 820,79 ευρώ για το χρονικό διάστημα Μαΐου 2005 καθώς και το ποσό των 3.610.14 (820,79:1/25x11) ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-6-2005 έως 11-6-2005 ήτοι συνολικά το ποσό των (2.859,82) ευρώ για την παραπάνω αιτία, πλην όμως στο κατηγορητήριο περιλαμβάνεται το ποσό μόνο των 2.377,06 για την αιτία αυτή. Για άδεια και επίδομα Πάσχα 2005 το ποσό των (97,61+151,60 ευρώ) 249,82 ευρώ, για άδεια και επίδομα αδείας 2005 το ποσό των 458,07 ευρώ, για αποδοχές Νοεμβρίου 2004 το ποσό των 712,32 ευρώ, για αποδοχές Δεκεμβρίου 2004 το ποσό των 712,32 ευρώ, για υπόλοιπο δώρο Χριστουγέννων 2004 το ποσό των 7,02 ευρώ, για άδεια έτους 2005 το ποσό των 712,32 ευρώ, για επίδομα αδείας 2005 το ποσό των 356,14 ευρώ. Έτσι συνολικά δεν κατέβαλε για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των (2.377,06 +249,82 + 458,07+ 712,32 + 712,32 + 712, 32+ 7,02) 5.228,93 ευρώ, 4) Στο Δ, ο οποίος εργάστηκε ως τεχνικός μοντάζ, δεν κατέβαλε για μισθό Νοεμβρίου 2004 το ποσό των 712,32 ευρώ, για μισθό Δεκεμβρίου 2004 το ποσό των 712,32 ευρώ, για υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων 2004 το ποσό των 24,78 ευρώ, για άδεια και επίδομα αδείας έτους 2005 το ποσό των 712,32 ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς των μηνών Απριλίου και Μαΐου του έτους 2005 το ποσό των 2.410 ευρώ και για δώρο Πάσχα 2005 το ποσό των 482 ευρώ" Συνολικά δε για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των (712,32 +712,32 +24,78 +712,32 ευρώ +2.410 + 482) 5.053,74 ευρώ, 5) Στην Ε για υπόλοιπο Νοεμβρίου 2004 δεν κατέβαλε τo ποσό των 457,32 ευρώ, για δεδουλευμένα Δεκεμβρίου 2004 το ποσό των 712,32 ευρώ, για άδεια έτους 2005 το ποσό των 653,31 ευρώ και επίδομα αδείας το ποσό των 326,65 ευρώ, ήτοι συνολικά δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα το ποσό των 2.026,32 ευρώ, 6) Στην ΣΤ δεν κατέβαλε: α) για υπόλοιπο δεδουλευμένων Νοεμβρίου 2004 το ποσό των 464,24 ευρώ, για υπόλοιπο δεδουλευμένων Δεκεμβρίου 2004 δεν κατέβαλε το ποσό των 653,31 ευρώ, για υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων 2004 το ποσό των 9,42 ευρώ, για άδεια (αποδοχές αδείας) το ποσό των 653,31 ευρώ και για επίδομα αδείας έτους 2005 το ποσό των 326,65 ευρώ, ήτοι συνολικά για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 2.106,83 ευρώ. Β) Επίσης δεν κατέβαλε στην ίδια εργαζόμενη για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2004 το ποσό των 460,92 ευρώ, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1-1-2005 έως 5-1-2005 το ποσό των 117,51 ευρώ, για αποδοχές διαθεσιμότητας χρονικού διαστήματος από 6-1-2005 έως 28-2-2005 το ποσό των 675,69 ευρώ, για αποδοχές διαθεσιμότητας χρονικού διαστήματος από 1-3-2005 έως 6-4-2005 το ποσό των 460, 38 ευρώ, για επίδομα Πάσχα 2005 το ποσό των 198,44 ευρώ, για επίδομα αδείας έτους 2005 το ποσό των 84,3 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των (2.106,83 + 460,92 + 117,51 + 657,69 + 460,38 + 198,44 + 84,3) 4.104,07 ευρώ, 7) Στην Ζ για υπόλοιπο δεδουλευμένων Σεπτεμβρίου 2004 το ποσό των 5,95 ευρώ, για υπόλοιπο δεδουλευμένων Οκτωβρίου 2004 το ποσό των 10,53 ευρώ, για υπόλοιπο δεδουλευμένων Νοεμβρίου 2004 το ποσό των 706,08 ευρώ, για δεδουλευμένα μηνός Δεκεμβρίου 2004 το ποσό των 706,08, για υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων έτους 2004 το ποσό των 5,88 ευρώ, για υπόλοιπο δεδουλευμένων χρονικού διαστήματος από 1-1-2005 έως 5-1-2005 το ποσό των 161,66 ευρώ, για αποδοχές διαθεσιμότητας χρονικού διαστήματος από 6-1-2005 έως 19-3-2005 το ποσό των 1.273,06 ευρώ, για αποδοχές διαθεσιμότητας χρονικού διαστήματος από 20-3-2005 έως 11-6-2005 το ποσό των (1.010,37 βασικός μισθός χ 2 + 21 ημέρες χ 1/25 των 1.010,37) 2.869, 35 ευρώ, για δώρο Πάσχα 2005 το ποσό των 252,59 ευρώ. Συνολικά το ποσό των 5.991,48 ευρώ, 8) Στην Η δεν κατέβαλε για υπόλοιπο δεδουλευμένων Νοεμβρίου 2004 το ποσό των 706,08 ευρώ, για υπόλοιπο δεδουλευμένων Δεκεμβρίου 2004 το ποσό των 706,08 ευρώ, για υπόλοιπο δεδουλευμένων Ιανουαρίου 2005 το ποσό των 706,08 ευρώ, για υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων 2004 το ποσό των 78,51 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.196,75 ευρώ, 9) Στην Η δεν κατέβαλε για υπόλοιπο δεδουλευμένων Νοεμβρίου 2004 το ποσό των 432,50 ευρώ, για υπόλοιπο δεδουλευμένων Δεκεμβρίου 2004 το ποσό των 653,31 ευρώ, για άδεια (αποδοχές αδείας 2005) το ποσό των 653,31 και για το επίδομα αδείας 2005 το ποσό των 326,65 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.065,77 ευρώ, 10) Στην Θ για υπόλοιπο δεδουλευμένων Νοεμβρίου 2004 έως και 31-12-2004 το ποσό των 1.265,70 ευρώ. Για αποδοχές διαθεσιμότητας χρονικού διαστήματος από 1-1-2005 έως 5-1-2005 το ποσό των (971,03 χ 4/25) 155,36 ευρώ, για αποδοχές διαθεσιμότητας χρονικού διαστήματος από 6-1-2005 έως 19-3-2005 (21/25 + 25/25 + 17/25 = 63/25 χ 971,03 = 2.446,99/2 = 1.223,50 ευρώ, για αποδοχές διαθεσιμότητας χρονικού διαστήματος από 20-3-2005 έως 11-6-2005 (8/25 (Μάρτιος) + 25/25 (Μάιος) + Π/25 (Ιούνιος) = 69/25 χ 971,05 - 2.680 ευρώ. Έναντι αυτού του ποσού κατέβαλε πριν την αποβολή σχετικής μήνυσης το ποσό των 2.500 ευρώ. Έτσι δεν κατέβαλε για την αιτία αυτή (5.324,50-2.500)= 2.824,58. Επίσης δεν κατέβαλε για δώρο Πάσχα 2005 το ποσό των 242,75 ευρώ, για άδεια 2005 το ποσό των 647,77, για επίδομα αδείας 2005 το ποσό των 323,88 ευρώ και συνολικά το ποσό των (2.824,58 + 242,75 +647,77 + 323,88)= 4.038,98 ευρώ, 11) Στη Ι δεν κατέβαλε για υπόλοιπο Νοεμβρίου 2004 το ποσό των 457,60 ευρώ, για υπόλοιπο Δεκεμβρίου 2004 το ποσό των 653,31 ευρώ, για υπόλοιπο αδείας 2004 το ποσό των 385,96 ευρώ και για υπόλοιπο επιδόματος αδείας 2004 το ποσό των 391,75 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.888,62 ευρώ, 12) Στην Κ δεν κατέβαλε για υπόλοιπο Νοεμβρίου 2004 το ποσό των 637,46 ευρώ, για υπόλοιπο Δεκεμβρίου 2004 το ποσό των 706,08 ευρώ, για υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων 2004 το ποσό των 12,03 ευρώ, για υπόλοιπο αδείας 2004 το ποσό των 706,08 ευρώ, για υπόλοιπο αποδοχών αδείας έτους 2004 το ποσό των 353,04 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.403,69 ευρώ, 13) Στην Λ δεν κατέβαλε το ποσό των 6,22 ευρώ για υπόλοιπο δεδουλευμένων Σεπτεμβρίου 2004, για υπόλοιπο δεδουλευμένων Οκτωβρίου 2004 δεν κατέβαλε το ποσό των 188,22 ευρώ, ενώ για υπόλοιπο δεδουλευμένων Νοεμβρίου 2004 δεν κατέβαλε το ποσό των 647,77 ευρώ, για υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων 2004 δεν κατέβαλε το ποσό των 63,75 ευρώ, για υπόλοιπο αποδοχών αδείας 2004 το ποσό των 647,77 ευρώ και για υπόλοιπο επιδόματος αδείας 2004 το ποσό των 323,88 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.877,61 ευρώ, 14) Στον Μ, ο οποίος απασχολήθηκε ως τεχνικός τηλεόρασης, εικονολήπτης δεν κατέβαλε για δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1-6-2005 έως 11-6-2005 το ποσό των (1.509, 65 χ (1/25 x 11) 664,24 ευρώ, για επίδομα αδείας 2005 το ποσό των 754,82 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.419,06 ευρώ, 15) Στον Ν για δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1-10-2004 έως 31-12-2004 το ποσό των 3 χ 841 = 2.523 -1.500 (καταβλήθηκε έναντι) = 1.023 ευρώ. Για δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1-1-2005 έως 11-6-2005 το ποσό των (890 χ 5 = 4.450 (890 χ 1/25 χ 11 = 391,6)= 4.450 + 391,6 - 2.950 (έναντι) = 1891,6 ευρώ. Για επίδομα Χριστουγέννων 2004 το ποσό των 841 ευρώ, για επίδομα Πάσχα το ποσό των 445 ευρώ, για επίδομα άδειας 2005 το ποσό των 445 ευρώ. 16) Στον Ξ δεν κατέβαλε για δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1-10- 2004 έως 31-12-2004 το ποσό των (1.300 χ 3 = 3.900 - 2.100 (έναντι) το ποσό των 1.800 ευρώ, για δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1-1-2005 έως 11-6-2005 δεν κατέβαλε (1953,44 χ 5 = 9.767,2 + (1.953,44 χ 1/25 χ 11 = 859,51) 859,51 = 10.626,7 - 4.350 (έναντι) = 6.276,95 ευρώ και για επίδομα Χριστουγέννων 2004 δεν κατέβαλε το ποσό των 1.300 ευρώ, για επίδομα Πάσχα 2005 το ποσό των 976,72 ευρώ, για επίδομα αδείας 2005 δε το ποσό των 976,72 ευρώ και συνολικά το ποσό των (1.800 + 6.276,95 + 1.300 + 976,72 + 976,72) 11.330,39 ευρώ.
Ο ισχυρισμός του 3ου των κατηγορουμένων, Γεωργίου Χρηστίδη, ότι κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο δεν είχε την ιδιότητα του Προέδρου της εταιρίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφόσον όλοι οι εργαζόμενοι κατέθεσαν ότι εκείνον γνώριζαν ως εργοδότη και με εκείνον συναλλάσσονταν, οι δε μαρτυρίες αυτές επιβεβαιώνονται από τα έγγραφα της επιχείρησης των κατηγορουμένων, και δη από το από 1.11.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, που ρύθμιζε την εργασιακή σχέση της εταιρίας με τον εργαζόμενο Ξ, στο όποιο συμβάλλεται ο 3ος κατηγορούμενος για λογαριασμό της εταιρίας του, και από τα από 23 και 30-11-2004 έγγραφα χορήγησης άδειας σε εργαζόμενους της εταιρίας των κατηγορουμένων, τα οποία έχουν εκδοθεί και υπογράφονται (βλ. προσκομιζόμενα). Κατόπιν αυτών, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά συρροή ο 3ος κατηγορούμενος". Ακολούθως, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την πράξη της παραβάσεως του άρθρου μόνου του α.ν. κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 5.00 ευρώ ημερησίως, και συνολική χρηματική ποινή 9.500 ευρώ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ. 1, 94, 98 του ΠΚ, καθώς και της παρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του παρόντος κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, αναφέρονται λεπτομερώς στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως η ιδιότητα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ως εργοδότη των εργαζομένων, ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η κατά τα ανωτέρω μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, οι κατά τα άνω αποδοχές που είναι καθορισμένες από τις ειρημένες συμβάσεις εργασίας και με βάση αυτές οι οφειλόμενες στους εργαζομένους από τον αναρεσείοντα κατηγορούμενο εργοδότη τους πιο πάνω αποδοχές, αποδοχές από τα άνω δώρα Πάσχα και Χριστουγένων, από τα παραπάνω επιδόματα αδείας και πιο πάνω αποδοχές αδείας και διαθεσιμότητας. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην καταδικαστική γι'αυτόν κρίση του, χωρίς να λάβει υπόψη του τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων Ο, Γ, Ξ, Π και Α, είναι αβάσιμη, δεδομένου ότι στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, εκτός των άλλων, και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ανωτέρω μάρτυρες. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στους ίδιους λόγους διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ.1 περ. δ', 329, 331 παρ. 1, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου, το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, παραβιάζει την άσκηση του από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα παρεχομένου δικαιώματος στον κατηγορούμενο να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο, και συνιστά απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Η ακυρότητα, όμως, αυτή αποτρέπεται, αν το περιεχόμενο του μη αναγνωσθέντος στο ακροατήριο εγγράφου διαπιστώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και το παραπάνω έγγραφο αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της αποφάσεως, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως σε σχέση με τη συνδρομή περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το εκδόσαν την πιο πάνω απόφαση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την παραπάνω αξιόποινη πράξη του, έλαβε υπόψη του, αμέσως και ευθέως, πλην των άλλων αποδεικτικών μέσων, τα οποία διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της πληττόμενης αποφάσεώς του, α) το από 1.11.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό που ρύθμιζε την εργασιακή σχέση της εταιρίας με τον εργαζόμενο Ξ και β) τα από 23 και 30.11.2004 έγγραφα χορήγησης άδειας σε εργαζομένους της εταιρίας, τα οποία έχουν εκδοθεί και υπογραφεί από τον αναιρεσείοντα. Όμως, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνεται ότι τα έγγραφα αυτά δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και από το αιτιολογικό της ίδιας αποφάσεως δεν προκύπτει ότι τα πιο πάνω έγγραφα προέκυψαν από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που έλαβε υπόψη και εκτίμησε το Δικαστήριο, ώστε να θεωρηθεί ότι απλώς διαλαμβάνονται ιστορικά. Έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι' αυτό και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενος υπόψη από το Δικαστήριο, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση μόνο ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1. Ακολούθως η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Το αποτέλεσμα δε αυτό δεν πρέπει να επεκταθεί και στους άλλους δύο συγκατηγορουμένους του αναιρεσείοντος, γιατί ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, που γίνεται δεκτός, αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπό του.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ την 8.415/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης μόνον ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1. Και

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή