Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 343 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ε.Σ.Δ.Α., Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Χρηματική ικανοποίηση.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή (229 παρ.1 και 363 ΠΚ). 1. Αιτιολογείται ειδικώς και επαρκώς η ενοχή και ο άμεσος δόλος του κατηγορουμένου και είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄, Ε΄ ΚΠΔ τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Η εφαρμογή του από το άνω άρθρο 366 ΠΚ συναγόμενου τεκμηρίου, που έχει θεσμοθετηθεί για την αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και παρελκύσεως των δικών, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 του Συντάγματος, ούτε του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, αφού με την εφαρμογή του άνω άρθρου 366 ΠΚ, δεν τίθενται αποδεικτικοί περιορισμοί αναφορικά με την αθωότητα του κατηγορουμένου και ούτε παραβλάπτονται με οιονδήποτε τρόπο το τεκμήριο αθωότητας και τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, ενώ από το σύνολο του άνω αιτιολογικού προκύπτει ότι για την κατάφαση της ενοχής και για τις πράξεις αυτές της συκοφαντικής δυσφημήσεως το Δικαστήριο δεν αρκέσθηκε αποκλειστικά και μόνο στην αναλήθεια των γεγονότων για τα οποία θετικώς έκρινε το βούλευμα, αλλά ερεύνησε, όπως όφειλε και το στοιχείο του αμέσου δόλου του κατηγορουμένου και στηρίχθηκε και στα λοιπά αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 813/2008). Η αιτίαση ότι το Δικαστήριο στηρίχθηκε στις καταθέσεις της προδικασίας και παραβιάστηκε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. (3ος λόγος): Με ειδική και επαρκή αιτιολογία απορρίφθηκαν κατ' ουσία από το Δικαστήριο τα υπό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου υποβληθέντα δυο αιτήματα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να κλητευθούν και προσέλθουν να εξετασθούν ως μάρτυρες οι εγκαλούντες και οι ιατροδικαστές, η δε επίκληση της επικείμενης παραγραφής δε γίνεται ως αποκλειστική αλλά ως επικουρική αιτιολογία της απορρίψεως. (5ος λόγος): Με ειδική και επαρκή αιτιολογία απορρίφθηκε ο προβληθείς, από το άρθρο 20 ΠΚ, αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για άρση του αδίκου των πράξεων του, λόγω ενασκήσεως δικαιώματος και εκπληρώσεως καθήκοντος του, ως γονέα από το νόμο, προς προστασία των δύο ανηλίκων τέκνων του. 2. Η δήλωση πολιτικής αγωγής της παθούσας στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως ποσού 10 ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τις δικαζόμενες πράξεις, είναι ορισμένη και νόμιμη, εκτίθεται ο αιτιώδης σύνδεσμος βλάβης και δικαζομένων πράξεων και δε χρειαζόταν περαιτέρω ιδιαίτερη εξειδίκευση της προσβαλλόμενης ηθικής βλάβης αφού η πολιτική αγωγή κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό, επιδικάστηκε, όπως και ζητήθηκε λόγω αδικοπραξίας και δεν ήταν αναγκαίο για το ορισμένο αυτής, να εκτίθενται άλλα επί πλέον στοιχεία και περιστατικά. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος (ΑΠ 784/2008). 3. Με την αναφορά των 13 εγγράφων στις σελ. 5-6 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, λίαν επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού της ταυτότητας αυτών, αφού μάλιστα με την ανάγνωση στο ακροατήριο του κειμένου τους, κατέστησαν όλα γνωστά και κατά το περιεχόμενό του στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός ή ο συνήγορός του είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο αυτών, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον παραπάνω τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ειδικότερα δεν ήταν απαραίτητο, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων, να αναφέρεται στα άνω αναγνωσθέντα έγγραφα ο εκδότης αυτών, η αρχή στην οποία δόθηκε η ένορκη βεβαίωση και το όνομα του δηλούντος, η χρονολογία εκδόσεως τους, τα ονόματα των διαδίκων και το αποτέλεσμα της δίκης στις δικαστικές αποφάσεις, το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης στις παιδοψυχιατρικές εκθέσεις. Ως εκ τούτου το Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω έγγραφα και ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.




ΑΡΙΘΜΟΣ 343/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Βουράκη, περί αναιρέσεως της 1568/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1. Ψ1 και 2. Ψ2, κατοίκους ..., που δεν παραστάθηκαν.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Αυγούστου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1249/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχει και για τις παρεμπίπτουσες αποφάσεις, όπως εκείνη που απορρίπτει αίτημα αναβολής της δίκης, αλλά και για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως όπως είναι και ο ισχυρισμός, κατ' άρθρον 20 του ΠΚ, ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε σε εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως θεμελιώνει και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη 1568/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι από τα αναφερόμενα κατ 'είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα εξής: Στην ..., στις 21-4-2002, με μία πράξη τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα και συγκεκριμένα προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος και η μηνύτρια Ψ1 από το γάμο τους, που τέλεσαν το έτος 1989, απέκτησαν την 11-1-1996, τα δίδυμα τέκνα ΑΑ και ΒΒ. Επειδή η έγγαμη συμβίωση τους δεν εξελίχθηκε ομαλά κατά το μήνα Ιούνιο του 1998 αποφάσισαν να λύσουν τον γάμο τους με συναινετικό διαζύγιο. Με το από 12-6-1998 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνόδευε την αίτηση διαζυγίου, συμφώνησαν την γονική μέριμνα των ανηλίκων να ασκεί η μητέρα τους. Στη συνέχεια, επειδή οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν σε σημείο, που να μην μπορούν να ρυθμίσουν και να τηρήσουν από μόνοι τους το θέμα της επιμέλειας των τέκνων τους, η μηνύτρια ζήτησε με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων να της ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια, η οποία και της ανετέθη προσωρινά με την 9327/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την ίδια απόφαση ρυθμίστηκε και το δικαίωμα επικοινωνίας των τέκνων με τον πατέρα τους κατηγορούμενο. Περαιτέρω προέκυψε ότι την 21-4-2002 ο κατηγορούμενος, μετά την παράδοση των τέκνων του στην οικία της μητέρας του, τα οποία είχε στα πλαίσια της επικοινωνίας μαζί τους, μετέβη στο Τμήμα Ασφαλείας ... και με ένορκη εξέταση του ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων, ζήτησε την ποινική δίωξη των νυν μηνυτών Ψ1, πρώην συζύγου του, Ψ2, πρώην κουνιάδας του, ΓΓ πρώην κουνιάδου του, καθώς και των ΔΔ και ΕΕ, πρώην πεθερικών του, αναφέροντας τα εξής: ότι κατά τις μεσημβρινές ώρες της προηγούμενης ημέρας ο υιός του ΑΑ του παραπονέθηκε ότι είχε αίμα στον πωπό του και ότι πονούσε και ότι σε σχετική ερώτηση του, οι υιοί του, του εκμυστηρεύθηκαν ότι η ήδη εγκαλούσα και θεία των παιδιών και πρώην κουνιάδα του Ψ2, ο ήδη εγκαλών και πρώην κουνιάδος του, ΓΓ από κοινού με τη γιαγιά των παιδιών και πρώην πεθερά του, ΕΕ, τον παππού των παιδιών και πρώην πεθερό του ΔΔ εν γνώσει και με την ανοχή της μητέρας τους νυν εγκαλούσας Ψ1 και πρώην συζύγου του, παρενοχλούσαν σεξουαλικά, βάζοντας το δάκτυλο τους στην περιοχή του πρωκτού τους κατ' εξακολούθηση και ότι στις επίμονες διαμαρτυρίες τους τα έδερναν για να σιωπήσουν. Ο ίδιος για το λόγο αυτό κατήγγειλε την ίδια ημέρα (20-4-2002) το γεγονός αυτό προφορικά στο Α' Τμήμα Ασφαλείας ..., από το οποίο πήρε παραγγελία για να εξεταστούν τα ανήλικα από ιατροδικαστή. Ότι εξετάστηκαν τα παιδιά από τον ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, ..., ο οποίος επιβεβαίωσε προφορικά ότι τουλάχιστον στον ανήλικο ΒΒ υπήρχε μερική χαλάρωση του πρωκτού. Με βάση αυτή την ένορκη κατάθεση, η οποία υπέχει θέση εγκλήσεως, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των παραπάνω - μητέρας, θείων και παππούδων των ανηλίκων - για αποπλάνηση παιδιών νεωτέρων των δέκα ετών κατά συρροή και απλής συνέργειας στην πράξη αυτή και διατάχθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης, μετά το πέρας της οποίας εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 92/2005 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κατερίνης το οποίο κατέστη αμετάκλητο και με το οποίο έγιναν δεκτά τα εξής: τα, ανήλικα πράγματι είχαν υποστεί πράξεις ασέλγειας, καθώς από τις υπ' αριθμ. ... και .../20-4-2002 ιατροδικαστικές εκθέσεις του ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, ... προκύπτει ότι ο μεν ΑΑ παρουσίαζε ερυθρότητα και χάλαση του έξω σφιγκτήρα και του ανελκτύρα του πρωκτού, ο δε ΒΒ παρουσίαζε ερυθρότητα και ήπια χάλαση του έξω σφιγκτήρα και του ανελκτύρα του πρωκτού και ότι τα αναφερόμενα στοιχεία χρονολογούνται από 7 έως 20 ημέρες. Περαιτέρω από το ίδιο βούλευμα προκύπτει ότι το Συμβούλιο που το εξέδωσε οδηγείται στην κρίση ότι ο ίδιος ο πατέρας -κατηγορούμενος είναι αυτός που "πείραξε" με το δάκτυλο του τον πρωκτό των παιδιών του και στη συνέχεια, αφού άσκησε ψυχολογική βία εναντίον τους με απειλές, τα οδήγησε στον Ιατροδικαστή, νομίζοντας ότι αυτός θα καταφέρει την διαπίστωση κάποιας βλάβης από την εξέταση και ότι θα συντάξει την ανάλογη ιατροδικαστική έκθεση, που θα αποτελούσε επαρκή απόδειξη, αφενός μεν για να στηριχθεί και να κριθεί βάσιμη η αίτηση του για αφαίρεση της επιμέλειας των ανηλίκων από τη μητέρα τους και ανάθεση αυτής στον ίδιο. Με βάση δε τα ως άνω που έγιναν δεκτό, το εν λόγω Συμβούλιο έκρινε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος όλων των εγκαλουμένων με την έγκληση του νυν κατηγορουμένου για τις αποδιδόμενες σ' αυτούς πράξεις. Μετά, όμως, τα παραπάνω, αποδειχθέντα κρίνεται ότι όσα ανέφερε στην από 21-4-2002 ένορκη κατάθεση του - έγκληση ο κατηγορούμενος ήσαν ψευδή και ενώ τελούσε εν γνώσει του ψεύδους τους, τα κατέθεσε για να προκαλέσει την ποινική δίωξη, μεταξύ των άλλων ως άνω αναφερόμενων προσώπων και σε βάρος των ήδη εγκαλούντων και θείων των παιδιών για την πράξη της αποπλάνησης παιδιών νεότερων των δέκα ετών κατά συρροή και σε βάρος της ήδη εγκαλούσας και εν διαστάσει συζύγου του για την πράξη της απλής συνέργειας σε αποπλάνηση παιδιών νεότερων των δέκα ετών κατά συρροή και να επιτύχει έτσι ώστε να κριθεί από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο ότι η ήδη εγκαλούσα μητέρα τους είναι εντελώς ανίκανη και επικίνδυνη, καθώς και ότι το οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο διαβίωναν τα παιδιά είναι επικίνδυνο για τη σωματική τους ακεραιότητα και ψυχική τους ισορροπία και να ανατεθεί εν συνεχεία σ' αυτόν η επιμέλεια των παιδιών. Ο κατηγορούμενος γνώριζε επίσης ότι όσα ισχυρίσθηκε για τους ήδη εγκαλούντες και πρώην κουνιάδους του, ότι δηλ. ενεργούσαν ασελγείς πράξεις σε βάρος των παιδιών τους και ασκούσαν σ' αυτά ψυχολογική βία, προκειμένου να μη μιλήσουν, τα οποία ήταν εν γνώσει του ψευδές, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ότι μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη τους, αφού με τον τρόπο αυτό, εμφάνιζε αυτούς ως άτομα με σεξουαλικές διαστροφές, ανήθικα και επικίνδυνα για τη σωματική ακεραιότητα και ψυχική ισορροπία των παιδιών και παρά ταύτα τα ανέφερε. Ο ίδιος γνώριζε, επίσης, ότι και όσα ισχυρίσθηκε και για την ήδη εγκαλούσα πρώην σύζυγο του, ότι δηλ. γνώριζε, ανεχόταν και επικροτούσε με τη συμπεριφορά της, τους γονείς και τα αδέλφια της, να ενεργούν ασελγείς πράξεις σε βάρος των παιδιών να ασκούν σ' αυτά ψυχολογική βία προκειμένου να μη μιλήσουν, γεγονός, όμως, το οποίο ήταν εν γνώσει του ψευδές, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα και μπορούσε να βλάψει την τιμή και υπόληψη της ήδη εγκαλούσας, αφού με τον τρόπο αυτό εμφάνιζε την τελευταία ως άτομο με σεξουαλικές διαστροφές, ανήθικο και συνεπώς παντελώς επικίνδυνο να έχει την επιμέλεια των παιδιών της και παρά ταύτα τα ανέφερε. Κατά συνέπεια πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος των αποδιδόμενων σ' αυτόν πράξεων, απορριπτόμενων: α] του αιτήματος του κατηγορουμένου να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να προσέλθουν προς εξέταση οι μάρτυρες που διαλαμβάνει στα επάλληλα σχετικά αιτήματα του, και τούτο διότι από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προκύπτει ανενδιάστως η αλήθεια και η τέλεση της πράξεως για την οποία κατηγορείται [της οποίας, σημειωτέον, επίκειται παραγραφή του αξιοποίνου] και β] του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί αποκλεισμού του αδίκου της πράξεως του [Π.Κ. 20] με την αιτιολογία ότι πράττοντας τα προαναφερθέντα, "ενάσκησε δικαίωμα του της εκπλήρωσης καθήκοντος επιβαλλόμενου από το νόμο" και τούτο διότι η κατασυκοφάντηση τρίτου προσώπου [του εγκαλούντος εν προκειμένω] διόλου δεν δύναται να αποτελέσει άσκηση δικαιώματος, αλλά διάπραξη εγκληματικής πράξεως, και μάλιστα βλάπτοντας εν τέλει όχι μόνο τον αντίδικο του αλλά και το ίδιο το ανήλικο, ταλαιπωρούμενο, μεταβαίνον από ιατροδικαστή σε ιατροδικαστή και από δικαστική αρχή σε δικαστική αρχή".
Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για μία ψευδή καταμήνυση και για τρεις πράξεις συκοφαντικής δυσφημήσεως της πολιτικώς ενάγουσας και των λοιπών εγκαλούντων και επέβαλε σε αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως τριαντατριών μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27, 94, 229 παρ 1, 3, 4 και 363 σε συνδ. με το άρθρο 362 και 366 παρ.2 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) παρατίθενται τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή και συκοφαντικά και ποία είναι τα αληθή, αιτιολογεί δε το Δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα, τον άμεσο δόλο του κατηγορουμένου, με την έκθεση στο σκεπτικό των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας, του κατηγορουμένου για την αναλήθεια των άνω γεγονότων, τα οποία και διέδωσε ενώπιον τρίτων και ενόρκως βεβαίωσε και για τα οποία ψευδώς καταμήνυσε τους εγκαλούντες, β) ορθά ερμηνεύθηκε η διάταξη του άρθρου 366 παρ.2 του ΠΚ και το Δικαστήριο δέχθηκε ως αποδειχθέντα γεγονότα τις παραδοχές του 92/2005 αμετάκλητου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και το συμπέρασμα αυτού να μη γίνει κατηγορία κατά των νυν εγκαλούντων, τότε κατηγορουμένων και ψευδώς καταμηνυθέντων από τον αναιρεσείοντα με την από 21-4-2002 ένορκη κατάθεση - έγκλησή του για αδικήματα σε βάρος των δύο ανηλίκων τέκνων του, η δε εφαρμογή του από το άνω άρθρο συναγόμενου τεκμηρίου, που έχει θεσμοθετηθεί για την αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και παρελκύσεως των δικών, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 20 του Συντάγματος, ούτε του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, αφού με την εφαρμογή του άνω άρθρου 366 ΠΚ, δεν τίθενται αποδεικτικοί περιορισμοί αναφορικά με την αθωότητα του κατηγορουμένου ούτε παραβλάπτονται με οιονδήποτε τρόπο το τεκμήριο αθωότητας και τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, ενώ από το σύνολο του άνω αιτιολογικού προκύπτει ότι για την κατάφαση της ενοχής και για τις πράξεις αυτές της συκοφαντικής δυσφημήσεως το Δικαστήριο δεν αρκέσθηκε αποκλειστικά και μόνο στην αναλήθεια των γεγονότων για τα οποία θετικώς έκρινε το βούλευμα, αλλά ερεύνησε, όπως όφειλε και το στοιχείο του αμέσου δόλου του κατηγορουμένου και στηρίχθηκε και στα λοιπά αποδεικτικά μέσα, γ) με ειδική και επαρκή αιτιολογία απορρίφθηκαν κατ'ουσίαν από το Δικαστήριο, τα υπό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου υποβληθέντα αιτήματα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να κλητευθούν και προσέλθουν για να εξετασθούν ως μάρτυρες οι εγκαλούντες ΓΓ και Ψ2 και οι απολιπόμενοι μάρτυρες - ιατροδικαστές ... και ..., η δε επίκληση στο αιτιολογικό της επικείμενης παραγραφής, δε γίνεται ως αποκλειστική αλλά ως επικουρική αιτιολογία της απορρίψεως, δ) με ειδική και επαρκή αιτιολογία απορρίφθηκε ο προβληθείς, από το άρθρο 20 του ΠΚ, αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για άρση του αδίκου των πράξεών του, ως τελεσθεισών λόγω ενασκήσεως δικαιώματος και εκπληρώσεως καθήκοντός του, ως γονέα από το νόμο, προς προστασία των δύο ανηλίκων τέκνων του, ε) είναι απορριπτέες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για ασάφειες, αντιφάσεις, ελλείψεις και λογικά κενά στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ιδία, όσον αφορά τις στο διατακτικό πράξεις, διότι στο σκεπτικό, αναφέρονται πλήρως και με σαφήνεια ποία συγκεκριμένα γεγονότα είναι ψευδή, στ) η αιτίαση ότι το Δικαστήριο στηρίχθηκε στις καταθέσεις της προδικασίας και παραβιάστηκε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως.
Επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, με τους οποίους ειδικότερα προβάλλεται, ελλιπής και ασαφής αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 229 παρ. 1, 3, 4 και 363 σε συνδ. με το άρθρο 362 και 366 παρ.2 του ΠΚ, των οποίων υποστηρίζεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, με παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και εκ πλαγίου παραβίαση των ιδίων διατάξεων και έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, καθώς και παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων από αναιτιολόγητη απόρριψη των υποβληθέντων αιτημάτων αναβολής της δίκης και του αυτοτελούς εκ του άρθρου 20 ΠΚ ισχυρισμού και παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ από τη μη παραδοχή του αιτήματος αναβολής της δίκης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Συνακόλουθα και ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ και Η' του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, για αναιτιολόγητη απόρριψη των δύο αιτημάτων του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, και περαιτέρω για υπέρβαση εξουσίας, λόγω του ότι το Δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και στην καταδίκη του, ενώ δεν είχε απορρίψει αιτιολογημένα τα αιτήματα αναβολής της δίκης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Όλες οι λοιπές, σε σχέση, με τους ίδιους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις, πλήττουν εμμέσως και συγκαλυμμένα, την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και είναι εκ τούτου απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠοινΔ, ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63 εδ α' του ιδίου Κώδικα, η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 ΚΠοινΔ, εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Η σχετική δήλωση παραστάσεως πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠοινΔ, να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως, δηλαδή, αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωση δε παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Εξάλλου, από τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, υφίσταται άμεσα ηθική βλάβη εκείνος μόνο κατά του οποίου στρέφονται οι πράξεις αυτές. Τέλος, οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη που αναφέρεται στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1568/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και τα ενσωματωμένα σ' αυτή πρακτικά, εμφανίστηκε η Ψ1 και δήλωσε προφορικώς, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και ζήτησε να υποχρεωθεί αυτός να της καταβάλει, "για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που της προκάλεσαν οι δικαζόμενες αξιόποινες πράξεις, το ποσό των 10 ευρώ, με επιφύλαξη", ποσό που της επιδικάστηκε και πρωτοδίκως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως από την 4076/2008 απόφασή του προκύπτει, δέχθηκε την ιδία ως άνω παράσταση της πολιτικής αγωγής και επιδίκασε στην άνω πολιτικώς ενάγουσα για την πιο πάνω αιτία το ποσό των 10 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης. Η παραπάνω δήλωση της παθούσας στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς μάλιστα προβολή καμίας αντιρρήσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου, είναι ορισμένη και νόμιμη, εκτίθεται ο αιτιώδης σύνδεσμος βλάβης και δικαζομένων πράξεων και δε χρειαζόταν περαιτέρω ιδιαίτερη εξειδίκευση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό, επιδικάστηκε, όπως και ζητήθηκε, λόγω αδικοπραξίας και δεν ήταν αναγκαίο για το ορισμένο αυτής, να εκτίθενται άλλα επί πλέον στοιχεία και περιστατικά, εκτίθεται δε ότι αφορά τις δικαζόμενες στο Εφετείο αξιόποινες πράξεις. Επίσης η εσφαλμένη κατά τον αναιρεσείοντα αναγραφή στα πρακτικά, ως παραστάντος δικηγόρου της πολιτικώς ενάγουσας του Δημ. Ίνεγλη, ο οποίος είχε εκπροσωπήσει στον πρώτο βαθμό τον απόντα κατηγορούμενο, αντί του πραγματικά παρασταθέντος δικηγόρου αυτής, δεν ασκεί καμία επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ποίο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του με τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν, από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της αποφάσεως ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 1568/2009 αποφάσεως, το Εφετείο που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, δηλαδή εκείνα που υπήρχαν στη δικογραφία και εκείνα που προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, τα οποία όλα αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα αριθμούμενα με αύξοντα αριθμό και στοιχεία ως εξής : "1) η από 21-4-02 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, 3) το υπ'αριθμ. 529/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Θεσ/κης, 4) το υπ' αριθμ. 92/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Θεσ/κης, 6) το υπ' αριθμ. 82/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσ/κης, 13) η αριθμ. 29565/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, 14) η από 5-9-2000 αίτηση ανάκλησης απόφασης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, 15) το υπ' αριθμ. 497/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Θεσ/κης, 16) η με αριθμό 1542/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου, 21) η με αριθ. πρωτ. .../1351/2002 παιδοψυχιατρική έκθεση , 22) η υπ' αριθμ. 16462/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσ/κης, 23) η με αριθμό .../26-5-2003 ένορκη βεβαίωση, 24) απόσπασμα από το βιβλίο παραπόνων του ΑΤ ... από 19-9-2001, 25) η από 22-9-2001 βεβαίωση της ειδικής παιδοψυχιάτρου ... και 26) η υπ' αριθμ. 6757/2005 προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δικαιωμάτων του ανθρώπου". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού αυτών, αφού μάλιστα με την ανάγνωση στο ακροατήριο του κειμένου τους, κατέστησαν όλα γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός (δια του συνηγόρου του που τον εκπροσώπησε είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί κατ'άρθρο 358 ΚΠοινΔ σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο αυτών, γεγονός πάντως που δεν εξαρτήθηκε από τον παραπάνω τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ειδικότερα δεν ήταν απαραίτητο, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων, να αναφέρεται στα άνω αναγνωσθέντα έγγραφα ο εκδότης αυτών, η αρχή στην οποία δόθηκε η ένορκη βεβαίωση και το όνομα του δηλούντος, η χρονολογία εκδόσεώς τους, τα ονόματα των διαδίκων και το αποτέλεσμα της δίκης στις δικαστικές αποφάσεις, ή το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης στις παιδοψυχιατρικές εκθέσεις. Ως εκ τούτου το Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω έγγραφα.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ συναφής πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ ΚΠοινΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμ. εκθ. 50/28-8-2009 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως της 1568/2009 αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή