Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Ποινή, Ακροάσεως Αρχή.
Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος, ως προέδρου, διευθύνοντος συμβούλου και εκπροσώπου εργολήπτριας ανώνυμης εταιρείας για απόπειρα απάτης σε βάρος των συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε βαθμό κακουργήματος κατά συναυτουργία, συνισταμένη στο ότι, με πλαστά στοιχεία, προσπάθησε να εισπράξει υπόλοιπο οφειλόμενης στην εταιρία εργολαβικής αμοιβής, παρά το ότι η εταιρία είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως και νόμιμος πλέον, εκπρόσωπός της ήταν ο σύνδικος. Ισχυρισμός ότι η απόπειρα ήταν απρόσφορη όχι αυτοτελής. Απόρριψη αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού ότι η πράξη έφερε το χαρακτήρα πλημμελήματος και είχε παραγραφεί με την παραδοχή ότι επρόκειτο για κακούργημα. Όχι έλλειψη ακροάσεως. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών για την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και ε' , οι οποίοι, πάντως, είχαν προβληθεί αορίστως. Επαρκής αιτιολογία και ως προς την επιμέτρηση της ποινής (αρθρ. 79 ΠΚ). Η μη διαγραφή της φράσεως «ή στο βαθμό της αμέλειας» οφείλεται σε παραδρομή και δεν δημιουργεί ασάφεια. Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 1563/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2013με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σακελλάκου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Τ. ή H. Κ. ή A. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 425/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά.
Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιουλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 919/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου τέταρτου του ν. 2803/2000 "Κύρωση της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων", "1. Όποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης παρασιώπηση πληροφοριών ή με τη μη κατά προορισμό τους χρήση των πόρων που του χορηγήθηκαν ή των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει ή παρακρατεί ή παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους, τιμωρείται με φυλάκιση. 2. Αν η κατά τις προηγούμενες διατάξεις βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη". Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τον τίτλο του άρθρου αυτού, που επιγράφεται ως "Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων", συνάγεται ότι θεσπίσθηκε ιδιώνυμο έγκλημα απάτης σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που τελείται με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προαναφέρθηκαν, με παθόν το νομικό πρόσωπο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τιμωρείται ως πλημμέλημα ή κακούργημα κατά περίπτωση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 του ΠΚ, κατά την οποία, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83), προκύπτει ότι, για να υπάρξει απόπειρα του εγκλήματος της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αρκεί ότι το έγκλημα αυτό δεν συντελέσθηκε μεν, γιατί οι αρμόδιοι υπάλληλοι δεν παραπλανήθηκαν, πλην άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς του με την προσκόμιση, π.χ., των πλαστών εγγράφων.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 425/2013 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα απόπειρας απάτης κατά συναυτουργία σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η Εταιρεία με την επωνυμία "ΤΑΝΙΣ ΝΤΑΤΑ ΕΝΤΟΥΚΕΙΣΙΟΝ ΣΥΣΤΕΜΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΕΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΙΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο ΤΔ.E.S" είχε αναλάβει εργολαβικώς τα έργο οργάνωσης και διεξαγωγής διαφόρων προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης εργαζομένων και ανέργων για λογαριασμό του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς (ΕΒΕΠ) με εργολαβική αμοιβή ποσού 157.303.866 δραχμών, έργο που εκτελούνταν με επιχορήγηση του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Ταμείου (Ε.Κ.Τ.) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νόμιμος δε εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας, κατά την ανάληψη του έργου αυτού, ήταν ο κατηγορούμενος. Για την εκτέλεση του έργου αυτού η εταιρεία αυτή είχε εισπράξει ένα μέρος της εργολαβικής αμοιβής, και απέμενε υπόλοιπο προς είσπραξη το ποσό των 50.061.866 δραχμών (που αντιστοιχεί ήδη σε 146.916,7 ευρώ), δεν υπέβαλε, όμως, καθόλου, δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ΦΠΑ, και ΦΜΥ και δεν πλήρωνε τους αντίστοιχους φόρους, στη συνέχεια δε κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης με τη με αριθμό 3135/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά την 23.6.1997 είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της πρόστιμα ΚΒΣ, τα οποία παρέμειναν ανεξόφλητα και δεν μπορούσε η εταιρεία να εφοδιαστεί νομίμως με πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας, το οποίο ήταν απαραίτητο κατά το νόμο προκειμένου να εισπραχθεί το προαναφερόμενο υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής. Σε μη διακριβωθέντα κατά την αποδεικτική ενώπιον του δικαστηρίου τούτου διαδικασία χρόνο για δικούς του λόγους ο κατηγορούμενος μετά την εκτέλεση του έργου είχε διαφύγει από την Ελλάδα και διέμενε στην αλλοδαπή. Προκειμένου ο κατηγορούμενος να εισπράξει το ρηθέν υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής, στις 26.9.2000, ενεργώντας ως δήθεν νόμιμος εκπρόσωπος της προαναφερόμενης εταιρείας, ενώ αυτή είχε κηρυχθεί σε πτώχευση και νόμιμος, πλέον, εκπρόσωπός της ήταν ο σύνδικος της πτώχευσης, από κοινού δε με τον πενθερό του Α. Κ. αλλά και τρίτο πρόσωπο τα στοιχεία, επίσης, του οποίου δεν διακριβώθηκαν κατά την ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αποδεικτική διαδικασία υπέβαλε δια του τρίτου αυτού προσώπου στο ανωτέρω ΕΒΕΠ φάκελο, ο οποίος περιείχε: α) αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για χρέη της εταιρίας προς το Δημόσιο, και δη πιστοποιητικό που φερόταν να έχει, δήθεν, εκδοθεί από τη ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών, σύμφωνα δε με το πιστοποιητικό αυτό η πιο πάνω εταιρεία φερόταν να μην έχει οφειλές προς το Δημόσιο β) Βεβαίωση μη οφειλής ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ, που φερόταν ότι, δήθεν, τούτο είχε εκδοθεί από το Υποκατάστημα ΙΚΑ Αμαρουσίου, όπως τα ειδικότερα (στοιχεία) των πιστοποιητικών αυτών εκτίθενται στο κατωτέρω διατακτικό της παρούσας. Όταν όμως, η αρμόδια υπάλληλος του ΕΒΕΠ επικοινώνησε εγγράφως με την ως άνω ΔΟΥ και Υποκατάστημα ΙΚΑ για διασταύρωση και διαπίστωση της αλήθειας των υποβληθέντων στοιχείων, διαπιστώθηκε ότι αμφότερα τα ως άνω έγγραφα δεν είχαν εκδοθεί από τους αρμοδίους υπαλλήλους των ως άνω ΔΟΥ και ΙΚΑ, αντιστοίχως, και ήσαν πλαστά, όπως αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και από τις ως άνω αντίστοιχες μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων υπαλλήλων της ΔΟΥ και ΙΚΑ, αντιστοίχως ενώ και ο κατηγορούμενος στην απολογία του δεν αμφισβητεί την πλαστότητα των εγγράφων αυτών. Μάλιστα ο κατηγορούμενος απέστειλε από την αλλοδαπή στον πενθερό του Α. Κ. ένα ειδικό πληρεξούσιο φερόμενο ως συνταγέν την 15.9.2000, στη Γλασκώβη Σκωτίας με εντολή να εισπράξει οποιοδήποτε οφειλόμενο από διάφορα νομικά πρόσωπα μεταξύ των οποίων και η Ευρωπαϊκή Ένωση προς την εν λόγω εταιρία ποσό. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι τα ως άνω έγγραφα (πιστοποιητικά φορολογικής ενημερότητας και ασφαλιστικής ενημερότητας αντιστοίχως) είχαν καταρτισθεί από τον κατηγορούμενο και τους συνεργούς του προκειμένου να εισπράξει αυτός μέσω του πενθερού του Α. Κ. από το λογαριασμό διαθεσίμων κεφαλαίων του ΕΒΕΠ που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος το ποσό των 50.061.866 δραχμών, ποσό που αποτελούσε πόρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ρηθέν πληρεξούσιο ήταν γνήσιο προερχόμενο από τον κατηγορούμενο δεν έφερε δε την APOSTILLE σύμφωνα με την από 5.11.1964 σύμβαση της Χάγης που κυρώθηκε με το νόμο 1497/1984. Η επιχειρηθείσα από τον κατηγορούμενο είσπραξη του αμέσως παραπάνω ποσού ήταν αχρεώστητη, αφού η προαναφερόμενη εταιρεία είχε πτωχεύσει και ο κατηγορούμενος δεν νομιμοποιείτο ο ίδιος να τα εισπράξει αλλά ο σύνδικος της πτωχεύσεως και για τις ανάγκες της πτώχευσης και στην τελευταία περίπτωση μόνον εάν η εταιρεία ήταν φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμερη, προϋπόθεση, που εν προκειμένω, κατά τα προαναφερόμενα δεν συνέτρεχε, υπέρ δε της ομάδας των πτωχευτικών πιστωτών και έτσι θα προκαλείτο αντίστοιχη του ποσού αυτού που υπερβαίνει τις 50.000.000 δρχ. βλάβη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κατηγορούμενος, τελικά απέτυχε του ως άνω απατηλού σκοπού του να εισπράξει το ποσό των 50.061.866 δραχμών όχι από δικούς τους λόγους αλλά από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, καθ' όσον κατόπιν υπηρεσιακής αλληλογραφίας των αρμοδίων υπαλλήλων του ΕΒΕΠ και ΔΟΥ και ΙΚΑ αντιστοίχως, διαπιστώθηκε η πλαστότητα των ως άνω πιστοποιητικών φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του στο ακροατήριο και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ομολογεί ότι γνώριζε ότι πτώχευσε η προαναφερόμενη εταιρία το έτος 1995 αρνείται ότι κατήρτισε αυτός τα ως άνω πιστοποιητικά παρά ταύτα ομολογεί ότι πράγματι είχε αυτός αποστείλει το ρηθέν πληρεξούσιο λέγοντας: αρχικά "δεν θυμάμαι σε ποιον έστειλα το πληρεξούσιο, πάντως το έστειλα" θα ήταν δε εκτός λογικής να το στείλει σε άλλον αφού καθιστούσε με αυτό πληρεξούσιο τον πενθερό του Α. Κ. μάλιστα δε αντιφάσκοντας στην ίδια απολογία αναφέρει ότι πράγματι έστειλε το πληρεξούσιο αυτό στον Α. Κ. λέγοντας: "....Σαν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας που ήμουν, έστειλα στον τέως πενθερό μου (δηλαδή στον Α. Κ.), ένα πληρεξούσιο να εισπράξει, από όπου δη οφειλόμενα ποσά...". Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αφού είχε εκτελεσθεί και αποπερατωθεί το αναληφθέν από την ως άνω συμφερόντων του κατηγορουμένου εταιρία έργο η είσπραξη του παραπάνω υπολοίπου της εργολαβικής αμοιβής ποσού δεν θα ήταν παράνομη ούτε αχρεώστητη είναι αβάσιμος αφού δικαιούχος της είσπραξης αυτής δεν ήταν ο κατηγορούμενος αλλ' ο νόμιμος σύνδικος της πτώχευσης ενώ επίσης είναι αβάσιμος ο απολογητικός ισχυρισμός του ότι το ποσό αυτό ήδη είχε εκταμιευθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς το ΕΒΕΠ και δεν ανήκε στην πρώτη τούτων, καθ' όσον κατά το νόμο μέχρι την είσπραξη του ποσού ακόμη κυρία αυτού ήταν η Ε.Ε. κατά νόμο ο δε ΕΒΕΠ το διαχειριζόταν για λογαριασμό της, σε περίπτωση δε που ζητούσε το ίδιο ποσό ο σύνδικος της πτώχευσης, ανεξαρτήτως των τυχόν ευθυνών του ΕΒΕΠ και του παρανόμως εισπράξαντος θα καλείτο αυτή να το καταβάλει εκ νέου στον σύνδικο της πτώχευσης με αντίστοιχη ζημίας της και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν οι ως άνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου. Εξάλλου ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η ως άνω απόπειρά του ήταν απρόσφορη διότι το πληρεξούσιο δεν έφερε την APOSTILLE και επομένως δεν μπορούσε με βάση αυτό να εισπραχθεί, για λογαριασμό του, το ως άνω υπόλοιπο ποσό της εργολαβικής αμοιβής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθ' όσον και με βάση το ως άνω πληρεξούσιο ως είχε τούτο, κατά τα ανωτέρω, και σε συνδυασμό με την προσκομιδή των ως άνω πλαστών πιστοποιητικών (ΔΟΥ, ΙΚΑ) θα μπορούσε να είχε εισπραχθεί για λογαριασμό της ως άνω εταιρίας το υπόλοιπο της ρηθείσας εργολαβικής αμοιβής. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω αποδεικνυόμενα ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως τα στοιχεία αυτής ειδικότερα εκτίθενται στο διατακτικό της παρούσας, και της οποίας πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της απόπειρας απάτης σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά συναυτουργία σε βαθμό κακουργήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων τέταρτου παρ. 1 και 2 του ν. 2803/2000 και 42 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς αιτιολογείται σε τι θα συνίστατο η βλάβη της περιουσίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και πώς θα επερχόταν αυτή με τις παραδοχές ότι ο αναιρεσείων δεν νομιμοποιείτο να εισπράξει το ως άνω ποσό, επεχείρησε δε, από κοινού με τον Α. Κ., να το εισπράξει με πλαστά έγγραφα, τα οποία υπέβαλε δια τρίτου προσώπου, το ποσό δε αυτό θα μπορούσε να εισπράξει μόνο ο σύνδικος της πτωχεύσεως, εφόσον η εταιρία, που είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, ήταν φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμερη, πράγμα που δεν συνέβαινε. Αν εισεπράττετο το ποσό αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να το καταβάλει εκ νέου στο σύνδικο με αντίστοιχη ζημία της. β) Αιτιολογείται το ότι, παρά το γεγονός ότι τα επιδοτούμενα έργα είχαν ήδη εκτελεστεί, η είσπραξη του υπολειπομένου ποσού της αμοιβής θα γινόταν από τον αναιρεσείοντα αχρεωστήτως, με την αυτή ως άνω παραδοχή ότι η εταιρία είχε πτωχεύσει και ο τελευταίος δεν νομιμοποιείτο, πλέον, να εισπράξει κανένα ποσό, πράγμα το οποίο εδικαιούτο να πράξει μόνο ο σύνδικος για τις ανάγκες της πτωχεύσεως. γ) Σαφώς και ορθώς δέχεται το Πενταμελές Εφετείο ότι μέχρι την είσπραξη του ποσού κυρία αυτού ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς, κατά νόμο, το διαχειριζόταν για λογαριασμό της, δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αιτιολογίας, περαιτέρω ανάλυση. δ) Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το ποσό που οφειλόταν ανερχόταν σε 48.000.000 δρχ. μετά τις κρατήσεις, ενόψει δε του ότι η συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ήταν 50%, περιοριζόταν αυτό σε 24.000.000 δρχ. και, επομένως, η πράξη έφερε το χαρακτήρα πλημμελήματος, λόγω δε της παρόδου οκταετίας από την τέλεσή της, είχε παραγραφεί, είναι αρνητικός και όχι αυτοτελής και το Δικαστήριο δεν υπεχρεούτο να απαντήσει. Παρά ταύτα, κατά την ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του, δέχεται αυτό ότι η ζημία, την οποία θα υφίστατο η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανερχόταν στο ποσό των 50.061.866 δραχμές, ως υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής της παραπάνω εταιρίας, σε ποσό, δηλαδή, που υπερέβαινε τις 50.000.000 δραχμές. Η παραδοχή αυτή, ότι δηλαδή, η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη είχε κακουργηματικό χαρακτήρα, ενέχει, σαφώς, απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού. ε) Δεν ήταν αναγκαίο να εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο αναιρεσείων και οι συνεργοί του κατήρτισαν τα πλαστά έγγραφα, αρκεί η παραδοχή ότι τα υπέβαλε, με σκοπό να εισπράξει το ποσό που προαναφέρθηκε, τοσούτω μάλλον, καθόσον δεν του αποδίδεται και η πράξη της πλαστογραφίας, οπότε θα έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση τα σχετικά περιστατικά. στ) Αιτιολογείται, ακόμη, ως εκ περισσού, και ο αρνητικός της κατηγορίας (και όχι αυτοτελής, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων) ισχυρισμός ότι η απόπειρα απάτης ήταν απρόσφορη, γιατί το πληρεξούσιο, που είχε συνταχθεί στη Σκωτία και το οποίο απέστειλε ο κατηγορούμενος στον Α. Κ. για να εισπράξει αυτός το ως άνω ποσό, δεν έφερε τη σφραγίδα Apostille της Συμβάσεως της Χάγης και, επομένως, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην Ελληνική Επικράτεια, με τις παραδοχές ότι, με βάση το πληρεξούσιο σε συνδυασμό με την προσκομιδή των πλαστών πιστοποιητικών, μπορούσε να εισπραχθεί για λογαριασμό της εταιρίας το υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής και ότι η αρμόδια υπάλληλος του ΕΒΕΠ επικοινώνησε εγγράφως με τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών και το Υποκατάστημα ΙΚΑ για διασταύρωση και διαπίστωση της αλήθειας των στοιχείων που είχαν υποβληθεί (και δεν απέκρουσε, δηλαδή, το πληρεξούσιο ως μη δυνάμενο να χρησιμοποιηθεί γιατί δεν είχε την ως άνω σφραγίδα). Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή, άλλως ερμηνεία, των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου τέταρτου του ν. 2803/2000, είναι αβάσιμοι. Οι αιτιάσεις, που εμπεριέχονται στους λόγους αυτούς, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων Β. Φ., Σ. Λ., υπ` αριθ. πρωτ. 113843/1.8.2000 εγγράφου Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κ.λπ.) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη της ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου για προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού. Η μη απάντηση σε τέτοιο ισχυρισμό δημιουργεί, εκτός από τον αναιρετικό λόγο της ελλείψεως αιτιολογίας, και αυτόν της ελλείψεως ακροάσεως. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ ακυρότητα της διαδικασίας απαιτείται ο ισχυρισμός να είναι πράγματι αυτοτελής και όχι αρνητικός της κατηγορίας και να είναι ορισμένος και νόμιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, τρίτο λόγο αναιρέσεως, προβάλει ότι το Πενταμελές Εφετείο δεν απάντησε στον ισχυρισμό του ότι το ποσό που οφειλόταν ανερχόταν σε 48.000.000 δρχ. μετά τις κρατήσεις, ενόψει δε του ότι η συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ήταν 50%, περιοριζόταν αυτό σε 24.000.000 δρχ. και, επομένως, η πράξη έφερε το χαρακτήρα πλημμελήματος, λόγω δε της παρόδου οκταετίας από την τέλεσή της, είχε παραγραφεί. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως έχει εκτεθεί και παραπάνω, ο ισχυρισμός περί μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως από κακούργημα σε πλημμέλημα είναι αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, με το να δεχθεί δε αυτό ότι το αντικείμενο της πράξεως υπερέβαινε το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ότι η απόπειρα απάτης είχε τη μορφή κακουργήματος, ουσιαστικά απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό.
Αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται, όπως αναφέρθηκε, ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Δεν αρκεί δε απλώς η αναφορά της διατάξεως ή η επανάληψη της εκφράσεως του νόμου. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α' και ε', ήτοι το ότι ο υπαίτιος α) έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και ε) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σε όλες της μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. Για να αναγνωρισθεί δε η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής διαβιώσεως του δράστη μετά την πράξη. Η καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή, ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του.
Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατούμενου σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς, και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων ζήτησε να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της μετά την πράξη του καλής συμπεριφοράς επί μακρό χρόνο, τα οποία απορρίφθηκαν ρητώς με την προσβαλλόμενη απόφαση. Για τη θεμελίωση του πρώτου, επικαλέστηκε μόνο τη νομική διάταξη που το προβλέπει (άρθρο 84 παρ. 2 α ΠΚ). Όσον αφορά το δεύτερο, επικαλέστηκε ότι: "Όσον αφορά στο ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ επισημαίνεται ότι μετά την δήθεν τέλεση των πράξεων που κακώς μου αποδίδονται, που κατά το κατηγορητήριο έλαβαν χώρα από τις 26.09.2000 μέχρι σήμερα 05.06.2013, διαβιώντας σε ελεύθερη στην κοινωνία διαβίωση επέδειξα υποδειγματική συμπεριφορά για ικανό χρονικό διάστημα δεκατριών (13) ετών, επιδεικνύοντας άριστο οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο. Επίσης, κατά το διάστημα της κράτησής μου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού και Τρικάλων, επί ένα περίπου έτος, μέχρι σήμερα, επέδειξα εξαίσια και άριστη συμπεριφορά, δεν υπέπεσα σε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα, συμμορφώθηκα και τήρησα πιστά τους σωφρονιστικούς κανόνες, συνεργάστηκα με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, επιδεικνύοντας εργατικότητα, προθυμία και συνέπεια και τήρησα θετική στάση και συμπεριφορά απέναντι στους συγκροτούμενους μου, βοηθώντας στην καλή λειτουργία της φυλακής, ως αποδεικνύεται και από τη βεβαίωση του Διευθυντή Φυλακών Κορυδαλλού και Τρικάλων. Η ως άνω μάλιστα συμπεριφορά μου αποτελεί όχι προϊόν καταναγκασμού, λόγω του εγκλεισμού μου σε σωφρονιστικό κατάστημα, άλλα έκφραση ελεύθερης βούλησής μου να συμβάλλω ενεργά με κάθε προσφερόμενο τρόπο στην καλή λειτουργία της φυλακής και αποδεικνύει τη διάθεσή μου να επανενταχτώ ως μέλος της κοινωνίας νια να συνεισφέρω στην οικογένειά μου και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο". Οι αυτοτελείς αυτοί ισχυρισμοί, όπως προβλήθηκαν, ήταν αόριστοι, καθόσον: α) Όσον αφορά το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, αναφέρεται μόνο η νομική διάταξη που το προβλέπει, χωρίς να γίνεται επίκληση και άλλων περιστατικών. β) Όσον αφορά το ελαφρυντικό που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. ε του ΠΚ, δεν γίνεται επίκληση περιστατικών θετικών και δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεως του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως κατά το διάστημα που δεν κρατείτο στις Φυλακές, δεν αρκεί δε μόνο η επίκληση της συνήθους συμπεριφοράς και του ότι διήγε άριστο οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο, ενώ η καλή συμπεριφορά του, κατά το χρόνο της κρατήσεώς του, από μόνη της δεν θεμελιώνει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το εν λόγω ελαφρυντικό. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, και μάλιστα αιτιολογημένα. Παρά ταύτα, τους απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία έχει ως εξής: "Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν διήγαγε μέχρι την τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης του έντιμο ατομικό βίο αφού όπως ο ίδιος ομολογεί καταζητείται και ήδη συνελήφθη και για άλλα οικονομικά εγκλήματα γι' αυτό και πρέπει να απορριφθεί ο ως άνω περί συνδρομής στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περίστασης των άρθρων 83 σε συνδ. με άρθρο 84 παρ., 1 και 1α ΠΚ ισχυρισμός του. Επίσης, ομοίως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο έτερος περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 1 και 2ε σε συνδυασμό με το άρθρο 83 ΠΚ ισχυρισμός του, καθ' όσον δεν απεδείχθησαν επαρκή προς τούτο περιστατικά, ενώ όσον αφορά την καλή συμπεριφορά του και μη πειθαρχική τιμωρία του εντός των φυλακών όπου κρατείτο και για όσο χρονικό διάστημα κρατήθηκε δεν μπορεί να εκτιμηθεί ότι προέκυπτε από την ελεύθερη και αβίαστη βούλησή του αφού δεν αποτελεί συμπεριφορά του σε καθεστώς ελεύθερης διαβίωσής του". Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών για την αναγνώριση των ανωτέρω ελαφρυντικών, είναι αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 79 του ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Ακόμη, η μη διαγραφή από το έντυπο της αποφάσεως αιτιολογιών ασχέτων με την επιμέτρηση, όπως "το βαθμό αμέλειας" επί εκ δόλου εγκλημάτων ή "την ένταση του δόλου" επί εγκλημάτων εξ αμελείας, δεν καθιστά ασαφείς και τις άλλες αιτιολογίες.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν ήταν αναγκαία. Η δε μη διαγραφή από το έντυπο της φράσεως "ή στο βαθμό της αμέλειας", η οποία οφείλεται σε φανερή παραδρομή, δεν ασκεί έννομη επιρροή ούτε δημιουργεί ασάφεια ως προς τους λόγους που το οδήγησαν στην επιβολή στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο της ποινής καθείρξεως των επτά (7) ετών. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, έκτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. εκθ. 18/25 Ιουλίου 2013 αίτηση του Τ. ή H. Κ. ή A. του Γ., για αναίρεση της 425/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ